Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0408

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010.
    Lancôme parfums et beauté & Cie SNC κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
    Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 - Άρθρα 55, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ - Έννομο συμφέρον για την υποβολή αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας - Δικηγορικό γραφείο - Λεκτικό σημείο "COLOR EDITION" - Περιγραφικός χαρακτήρας λεκτικού σήματος αποτελούμενου από περιγραφικά στοιχεία.
    Υπόθεση C-408/08 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-01347

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:92

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 25ης Φεβρουαρίου 2010 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρα 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ — Έννομο συμφέρον για την υποβολή αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας — Δικηγορικό γραφείο — Λεκτικό σημείο “COLOR EDITION” — Περιγραφικός χαρακτήρας λεκτικού σήματος αποτελούμενου από περιγραφικά στοιχεία»

    Στην υπόθεση C-408/08 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2008,

    Lancôme parfums et beauté & Cie SNC, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον A. von Mühlendahl, Rechtsanwalt,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον A. Folliard-Monguiral,

    καθού πρωτοδίκως,

    η CMS Hasche Sigle, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία),

    διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από την C. Toader, πρόεδρο του ογδόου τμήματος, προεδρεύουσα του δευτέρου τμήματος, και τους C. W. A. Timmermans, K. Schiemann, P. Kūris (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2009,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως,, η Lancôme parfums et beauté & Cie SNC (στο εξής: Lancôme) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2008, T-160/07, Lancôme κατά ΓΕΕΑ — CMS Hasche Sigle (COLOR EDITION) (Συλλογή 2008, σ. II-1733, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της , περί ακυρώσεως της καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος COLOR EDITION για καλλυντικά και είδη μακιγιάζ.

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1, στο εξής: κανονισμός), ορίζει τα εξής:

    «Δεν γίνονται δεκτά για καταχώρηση:

    […]

    γ)

    τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών».

    3

    Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού έχει ως εξής:

    «Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας του κοινοτικού σήματος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο:

    α)

    στις περιπτώσεις που καθορίζονται στα άρθρα 50 και 51, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο καθώς και κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, [η] οποί[α] σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπάγ[εται], μπορ[εί] να παρίστα[ται] ενώπιον δικαστηρίου·

    β)

    στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 42, παράγραφος 1·

    γ)

    στις περιπτώσεις του άρθρου 52, παράγραφος 2, οι κάτοχοι των προγενέστερων δικαιωμάτων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ή τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, νομιμοποιούνται να ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα».

    4

    Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται στο ΓΕΕΑ, εάν το εν λόγω σήμα καταχωρίσθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7.

    5

    Το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού καθορίζει τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταχωρίσεως ενός σήματος προβάλλοντας σχετικό λόγο απαραδέκτου, ενώ το άρθρο 52 του κανονισμού καθορίζει τους σχετικούς λόγους ακυρότητας.

    Ιστορικό της διαφοράς

    6

    Στις 9 Δεκεμβρίου 2002, η Lancôme υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου «COLOR EDITION» ως κοινοτικού σήματος.

    7

    Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 3 του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «καλλυντικά και είδη μακιγιάζ».

    8

    Το σήμα το οποίο αφορούσε η εν λόγω αίτηση καταχωρίσθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2004.

    9

    Στις 12 Μαΐου 2004, το δικηγορικό γραφείο Norton Rose Vieregge υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας της εν λόγω καταχωρίσεως δυνάμει των άρθρων 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού.

    10

    Στις 21 Δεκεμβρίου 2005, το τμήμα ακυρώσεως του ΓΕΕΑ απέρριψε την ως άνω αίτηση.

    11

    Στις 9 Φεβρουαρίου 2006, το δικηγορικό γραφείο CMS Hasche Sigle, το οποίο υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα του Norton Rose Vieregge, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως.

    12

    Το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την εν λόγω προσφυγή με την από 26 Φεβρουαρίου 2007 απόφασή του. Έκρινε, αφενός, ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί παραδεκτώς και, αφετέρου, ότι το λεκτικό σημείο «COLOR EDITION» ήταν περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού και, ως εκ τούτου, εστερείτο και διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού.

    Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    13

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Μαΐου 2007, η Lancôme άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της από αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

    14

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Lancôme προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως που αντλούνταν, αντιστοίχως, από παράβαση των άρθρων 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού.

    15

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή και καταδίκασε τη Lancôme στα δικαστικά έξοδα.

    16

    Το Πρωτοδικείο, προβαίνοντας σε γραμματική και τελολογική ανάλυση του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού, απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως κρίνοντας ότι, ως προς τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας, το άρθρο αυτό απαιτεί απλώς από τον αιτούντα να έχει νομική προσωπικότητα ή ικανότητα διαδίκου, αλλά όχι να αποδείξει έννομο συμφέρον.

    17

    Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ιδίως, με τη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να παράσχει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και σε κάθε οργάνωση που έχει ικανότητα διαδίκου τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση κηρύξεως ακυρότητας βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας, ενώ περιόρισε ρητώς τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να υποβάλουν αίτηση κηρύξεως ακυρότητας βάσει σχετικού λόγου ακυρότητας.

    18

    Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται, όπως δηλώνεται στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου, οι οποίοι αποσκοπούν μόνο στην προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων των δικαιούχων ορισμένων προγενέστερων σημάτων, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου θεμελιώνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος και, προς διασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων αυτών, πρέπει να μπορούν να προβληθούν από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό προσώπων.

    19

    Το Πρωτοδικείο έκρινε ως εκ τούτου, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείτο ότι η CMS Hasche Sigle μπορούσε να εξομοιωθεί προς νομικό πρόσωπο, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε παραδεκτή την αίτησή της.

    20

    Ομοίως, ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι το τμήμα προσφυγών δεν έσφαλε κρίνοντας ότι το σήμα COLOR EDITION είναι περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού. Εκτίμησε, συναφώς, ότι, στο σύνολό του, το σήμα αυτό συνδέεται κατά τρόπο επαρκώς άμεσο και συγκεκριμένο με τα καλλυντικά και τα προϊόντα μακιγιάζ τα οποία αφορά.

    21

    Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ιδίως, με τις σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σημείο «COLOR EDITION» αποτελείται αποκλειστικώς από ενδείξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν ορισμένα χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων και δεν δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλεί η απλή παράθεση των λεκτικών στοιχείων που το αποτελούν.

    22

    Το Πρωτοδικείο, υπενθυμίζοντας τέλος ότι αρκεί να συντρέχει ένας απόλυτος λόγος απαραδέκτου προκειμένου το σημείο να μη μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα, απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει τον τρίτο προβληθέντα λόγο ακυρώσεως.

    Αιτήματα των διαδίκων

    23

    Η Lancôme ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει την προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως του ΓΕΕΑ, να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας τόσο ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου και να καταδικάσει τη CMS Hasche Sigle στα έξοδα της διαδικασίας προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ.

    24

    Το ΓΕΕΑ ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η Lancôme στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    25

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Lancôme προβάλλει τυπικώς δύο λόγους αναιρέσεως που αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου των άρθρων 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού

    26

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Lancôme αιτιάται το Πρωτοδικείο επειδή δέχθηκε ότι δικηγορικό γραφείο νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει ιδίω ονόματι την ακύρωση κοινοτικού σήματος. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε δύο σκέλη. Η Lancôme υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού κρίνοντας ότι το έννομο συμφέρον δεν είναι απαραίτητο για την υποβολή αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σήματος βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας. Δεύτερον, προβάλλει ότι η υποβολή τέτοιας αιτήσεως από δικηγορικό γραφείο για ίδιο λογαριασμό και ιδίω ονόματι δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως αυτός αναγνωρίζεται σε επίπεδο Ενώσεως.

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού όσον αφορά το έννομο συμφέρον

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    27

    Η Lancôme προβάλλει ότι η actio popularis (λαϊκή αγωγή) είναι άγνωστη στο δίκαιο της Ενώσεως. Μολονότι το άρθρο 230 ΕΚ, το οποίο απαιτεί, για την άσκηση προσφυγής, ατομικό και άμεσο συμφέρον του προσφεύγοντος, δεν τυγχάνει αμέσου εφαρμογής εν προκειμένω, εντούτοις το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται, κατά τη Lancôme, υπό το πρίσμα των αρχών που κρατούν, κατά γενικό κανόνα, στο δίκαιο της Ενώσεως. Εξάλλου, όλες οι έννομες τάξεις πραγματοποιούν διάκριση μεταξύ της ικανότητας δικαίου και της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η οποία προϋποθέτει έννομο συμφέρον. Δεν πρέπει επομένως να συναχθεί ότι το συμφέρον αυτό δεν απαιτείται διότι ο νομοθέτης δεν το αξιώνει ρητώς.

    28

    Η διάκριση την οποία πραγματοποιεί το Πρωτοδικείο μεταξύ της διοικητικής διαδικασίας και της ένδικης προσφυγής είναι άστοχη, διότι δεν νοείται το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον της διοικητικής αρχής να είναι ευρύτερο από το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων της εν λόγω αρχής ενώπιον των δικαστηρίων της Ενώσεως.

    29

    Ομοίως, είναι άστοχη η διάκριση την οποία πραγματοποιεί το Πρωτοδικείο μεταξύ των απόλυτων και των σχετικών λόγων ακυρότητας, καθόσον δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάκριση αυτή ότι ουδόλως απαιτείται επίκληση εννόμου συμφέροντος προκειμένου να υποβληθεί αίτηση κηρύξεως ακυρότητας βάσει απολύτου λόγου ακυρότητας.

    30

    Όσον αφορά την άρνηση καταχωρίσεως περιγραφικού σήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού, το γενικό συμφέρον στο οποίο θεμελιώνεται αυτός ο λόγος απαραδέκτου είναι το αναγνωριζόμενο από τη νομολογία συμφέρον όλων των ανταγωνιστών του αιτούντος την καταχώριση του σήματος ή του δικαιούχου του, οι οποίοι, ως έχοντες το δικαίωμα να χρησιμοποιούν μια περιγραφική ένδειξη για τα δικά τους εμπορεύματα ή υπηρεσίες, πρέπει να προστατεύονται από τις καταχωρίσεις που επιτυγχάνει παράτυπα ανταγωνιστής τους. Συνεπώς, μόνο πραγματικά ή δυνητικά προσκόμματα που προκαλούνται σε πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνιστή του αιτούντος παρέχουν τη δυνατότητα να προβληθεί αυτός ο λόγος απαραδέκτου.

    31

    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τον ρητό κανόνα του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, που παρέχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας σε κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί από κατασκευαστές, παραγωγούς, παρέχοντες υπηρεσίες, εμπόρους ή καταναλωτές, ήτοι πρόσωπα που ενδέχεται να θιγούν από την παράτυπη καταχώριση ενός σήματος.

    32

    H Lancôme καταλήγει ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού έχει την έννοια ότι, εκτός από την ικανότητα διαδίκου, απαιτεί να υφίσταται πραγματικό ή δυνητικό ενδιαφέρον για τον αιτούντα από οικονομικής απόψεως και, ως εκ τούτου, να έχει ο αιτών πραγματικό ή δυνητικό οικονομικό συμφέρον για τη διαγραφή του προσβαλλόμενου σήματος. Τέτοιο συμφέρον δεν έχει δικηγορικό γραφείο το οποίο ζητεί την ακύρωση κοινοτικού σήματος που καλύπτει καλλυντικά προϊόντα.

    33

    Το ΓΕΕΑ απαντά ότι οι αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας που υποβάλλονται ενώπιόν του διέπονται αποκλειστικά από τον κανονισμό και τον εκτελεστικό κανονισμό του και ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού επιτρέπει σαφώς σε κάθε πρόσωπο να υποβάλει αίτηση κηρύξεως ακυρότητας.

    34

    Κατά το ΓΕΕΑ, η Lancôme ερμηνεύει εσφαλμένως τη νομολογία σχετικά με το γενικό συμφέρον, στο οποίο θεμελιώνεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού απόλυτος λόγος απαραδέκτου. Ειδικότερα, το συμφέρον αυτό δεν συνίσταται μόνο στο συμφέρον των επιχειρηματιών να μπορούν να χρησιμοποιούν περιγραφικά σημεία, αλλά και στο συμφέρον οποιουδήποτε προσώπου, είτε είναι επαγγελματίας είτε όχι, να μην κατέχει τα περιγραφικά σημεία αποκλειστικά μια μεμονωμένη επιχείρηση. Τούτο εξάλλου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας ενός σημείου εκτιμάται σε συνάρτηση με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το εν λόγω σημείο το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο δεν περιορίζεται στους επαγγελματίες του οικείου τομέα, καθόσον περιλαμβάνει πρωτίστως τους καταναλωτές και τους τελικούς χρήστες.

    35

    Η Lancôme ερμηνεύει εσφαλμένως και το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού. Η αναφορά, στη διάταξη αυτή, στις «οργανώσεις» αποβλέπει μόνον στο να συμπληρώσει τον κατάλογο των προσώπων τα οποία παραδεκτώς υποβάλλουν αίτηση κηρύξεως ακυρότητας. Το εν λόγω άρθρο επιτρέπει στις οργανώσεις που έχουν ικανότητα διαδίκου, αλλά στερούνται, κατά την εθνική νομοθεσία, νομικής προσωπικότητας, να υποβάλουν τέτοια αίτηση.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    36

    Η ενεργητική νομιμοποίηση για την υποβολή ενώπιον του ΓΕΕΑ αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σήματος δεν διέπεται από τους κανόνες παραδεκτού που εφαρμόζονται επί των ενδίκων προσφυγών και προσιδιάζουν στις τελευταίες. Συναφώς, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού εντάσσεται στο πλαίσιο όχι ένδικης, αλλά διοικητικής διαδικασίας και κρίνοντας, μεταξύ άλλων, για τον λόγο αυτόν, με τη σκέψη 30 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η νομολογία για το άρθρο 230 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ούτε ευθέως ούτε κατ’ αναλογία.

    37

    Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού εξαρτά το παραδεκτό αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας από την απόδειξη της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε ορθώς το εν λόγω άρθρο.

    38

    Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται, καταρχάς, ότι, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού δεν αναφέρεται σε έννομο συμφέρον.

    39

    Έπειτα, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 22 έως 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού προβλέπει ότι οι αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας μπορούν να υποβάλλονται από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών και η οποία έχει ικανότητα διαδίκου, ενώ τα στοιχεία βʹ και γʹ της ίδιας διατάξεως, που αφορούν τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας βάσει σχετικού λόγου ακυρότητας, επιφυλάσσουν το δικαίωμα υποβολής τέτοιας αιτήσεως υπέρ συγκεκριμένων προσώπων τα οποία έχουν έννομο συμφέρον. Το Πρωτοδικείο ορθώς συνήγαγε ότι από την οικονομία του άρθρου αυτού προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που δύνανται να υποβάλουν αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στη δεύτερη περίπτωση, αλλά όχι και στην πρώτη.

    40

    Τέλος, επίσης ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ενώ οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως προστατεύουν τα συμφέροντα των κατόχων ορισμένων προγενεστέρων δικαιωμάτων, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου αποσκοπούν στην προστασία του γενικού συμφέροντος επί του οποίου θεμελιώνονται, εξ αυτού δε του λόγου το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού δεν απαιτεί από τον αιτούντα να αποδείξει έννομο συμφέρον.

    41

    Επιπλέον, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Lancôme ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού έχει την έννοια ότι απαιτεί πραγματικό ή δυνητικό οικονομικό συμφέρον για τη διαγραφή του προσβαλλόμενου σήματος προκειμένου να είναι δυνατή η υποβολή στο ΓΕΕΑ αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας του εν λόγω σήματος.

    42

    Ειδικότερα, αφενός, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Lancôme, η ερμηνεία αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τη μνεία, στο εν λόγω άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των οργανώσεων που έχουν συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, οι οποίες, σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπόκεινται, έχουν ικανότητα διαδίκου. Η απαρίθμηση αυτή, που περιλαμβάνει εξάλλου τους καταναλωτές οι οποίοι κατά κανόνα δεν έχουν το οικονομικό συμφέρον που περιγράφεται από τη Lancôme, αποσκοπεί μόνο στο να συμπεριλάβει στον κατάλογο των προσώπων που μπορούν να υποβάλουν ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, δυνάμει της διατάξεως αυτής, τέτοιες οργανώσεις οι οποίες, αν και έχουν ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπόκεινται, δεν έχουν νομική προσωπικότητα.

    43

    Αφετέρου, τέτοια ερμηνεία δεν συνάγεται από την απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, C-108/97 και C-109/97, Windsurfing Chiemsee (Συλλογή 1999, σ. I-2779), στην οποία παραπέμπει η Lancôme. Ειδικότερα, στη σκέψη 25 της ως άνω αποφάσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το γενικό συμφέρον επιβάλλει να μπορούν τα σημεία ή οι ενδείξεις που περιγράφουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από όλους. Συνεπώς, το γενικό συμφέρον επί του οποίου θεμελιώνεται ο λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως ενός σήματος ο οποίος ανάγεται στον περιγραφικό χαρακτήρα του δεν είναι αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον των ανταγωνιστών του αιτούντος την καταχώριση του σήματος ή του δικαιούχου του, στους οποίους ενδέχεται να δημιουργηθούν προσκόμματα οποιουδήποτε είδους και οι οποίοι, ως εκ τούτου, έχουν πραγματικό ή δυνητικό οικονομικό συμφέρον για τη διαγραφή του προσβαλλόμενου σήματος, αλλά το συμφέρον οποιουδήποτε.

    44

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Lancôme προς στήριξη του εν λόγω σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμα και ότι το σκέλος αυτό πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το ασυμβίβαστο του δικαιώματος ενός δικηγορικού γραφείου να υποβάλει στο ΓΕΕΑ αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας ενός σήματος, για ίδιο λογαριασμό και ιδίω ονόματι, με τον χαρακτήρα του δικηγορικού επαγγέλματος

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    45

    Η Lancôme δηλώνει ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο προβεί σε ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού διαφορετική από τη δική της, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εν πάση περιπτώσει αναιρετέα, καθόσον το δικαίωμα ενός δικηγορικού γραφείου να υποβάλει, για ίδιο λογαριασμό και ιδίω ονόματι, αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σήματος δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως αυτός αναγνωρίζεται σε επίπεδο Ενώσεως.

    46

    Στο πλαίσιο του δικαίου της Ενώσεως, η λειτουργία του δικηγορικού επαγγέλματος ήταν ανέκαθεν αυτή του συνεργάτη της δικαιοσύνης. Το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου στηρίζεται σε αυτήν την αντίληψη του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία προκύπτει επίσης από τη νομολογία και, ιδίως, από την απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S Europe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 1575, σκέψη 24).

    47

    Το ΓΕΕΑ προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του δευτέρου αυτού σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δυνάμει του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι το ζήτημα κατά πόσον συμβιβάζεται η ιδιότητα του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας ενώπιον του ΓΕΕΑ με την ιδιότητα του δικηγόρου δεν προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    48

    Παρά την παρουσίασή του ως σκέλους του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, διαπιστώνεται ότι το σκέλος αυτό δεν θεμελιώνεται στην εν λόγω διάταξη, αλλά έχει διαφορετική νομική θεμελίωση, ανεξάρτητη της διατάξεως αυτής.

    49

    Ειδικότερα, αφενός, από την ίδια τη διατύπωση των επιχειρημάτων προς στήριξη του σκέλους αυτού προκύπτει ότι το εν λόγω σκέλος προβάλλεται από τη Lancôme για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα υιοθετήσει τη δική της ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά τη Lancôme, «εν πάση περιπτώσει», και για άλλους λόγους πέρα από το προβαλλόμενο ερμηνευτικό σφάλμα.

    50

    Αφετέρου, οι προβληθέντες λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν το δικηγορικό επάγγελμα, είναι άσχετοι με το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει κανόνες που να διέπουν την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος, τους κανόνες δε αυτούς καθορίζει καταρχήν, ελλείψει σχετικών κανόνων του δικαίου της Ενώσεως, κάθε κράτος μέλος (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede, Συλλογή 1996, σ. I-6511, σκέψη 37, και της , C-309/99, Wouters κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I-1577, σκέψη 99).

    51

    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα νομικό ισχυρισμό διαφορετικό από εκείνον που αντλείται από παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού.

    52

    Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου και, δεδομένου ότι δεν αφορά το παραδεκτό ένδικης προσφυγής αλλά το παραδεκτό αιτήσεως υποβληθείσας ενώπιον του ΓΕΕΑ, δεν αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως που έπρεπε να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Πρωτοδικείο.

    53

    Ένας τέτοιος ισχυρισμός προβάλλεται απαραδέκτως, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάσθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    54

    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    55

    Με τον λόγο αυτόν, η Lancôme προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια κατά την εκτίμηση του σημείου «COLOR EDITION» ως αλληλουχίας όρων.

    56

    Κατά τη νομολογία, για να είναι δυνατόν ένα σήμα με τη συγκεκριμένη σύνθεση να θεωρηθεί ως περιγραφικό, πρέπει να εξακριβώνεται ότι οι επιλεγέντες όροι και η αλληλουχία τους είναι γνωστοί και συνήθεις στην καθημερινή γλώσσα του ενδιαφερόμενου κοινού. Το Πρωτοδικείο, με το να δεχθεί ότι ένα σήμα που αποτελείται από στοιχεία έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό είναι και το ίδιο περιγραφικό, εκτός αν υπάρχει αισθητή διαφορά μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του απλού αθροίσματος των στοιχείων που το αποτελούν, παρέβη την αρχή που διατυπώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-383/99 P, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2001, σ. I-6251). Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή αυτή, το Πρωτοδικείο έπρεπε αντιθέτως να διερευνήσει αν υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ της αλληλουχίας των όρων και της καθημερινής γλώσσας της οικείας κατηγορίας καταναλωτών με την οποία δηλώνονται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους.

    57

    Επιπλέον, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο όσον αφορά τη γλώσσα του ενδιαφερόμενου κοινού.

    58

    Το ΓΕΕΑ απαντά κατ’ ουσίαν ότι η Lancôme, υποστηρίζοντας ότι ένα σημείο είναι περιγραφικό μόνον όταν είναι γνωστό και σύνηθες στην καθημερινή γλώσσα του ενδιαφερόμενου κοινού, αγνοεί τη θεμελιώδη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των στοιχείου δʹ και του στοιχείου γʹ του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού. Για την εφαρμογή του στοιχείου γʹ, είναι αδιάφορο αν το επίμαχο λεκτικό σύμπλεγμα είναι γνωστό και σύνηθες στην καθημερινή γλώσσα του ενδιαφερόμενου κοινού, δεδομένου ότι τούτο έχει εφαρμογή και επί των σημείων που ενδέχεται να έχουν ευρεία χρήση στο μέλλον για την παρουσίαση των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.

    59

    Έτσι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, το Δικαστήριο περιορίστηκε να ελέγξει αν η γραμματική δομή του λεκτικού συμπλέγματος «baby-dry» καθιστούσε πιθανή τη χρήση του στο μέλλον. Επιπλέον, η εξέταση του περιγραφικού χαρακτήρα του σημείου «COLOR EDITION» που πραγματοποιήθηκε από το Πρωτοδικείο είναι σύμφωνη προς τη μεταγενέστερη της αποφάσεως αυτής νομολογία.

    60

    Ακόμη, προσάπτοντας στο Πρωτοδικείο ότι δεν θεμελίωσε την απόφασή του σε κανένα πραγματικό στοιχείο, η Lancôme επιδιώκει στην πραγματικότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, με αποτέλεσμα το σκέλος του λόγου αυτού να είναι απαράδεκτο. Επιπλέον, το σκέλος αυτό είναι προδήλως αβάσιμο, διότι το ζήτημα αν οι καταναλωτές καλλυντικών χρησιμοποιούν επί του παρόντος στην καθημερινή γλώσσα μια έκφραση όπως «color edition» δεν ασκεί επιρροή.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    61

    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, κατά κανόνα, ο απλός συνδυασμός στοιχείων, έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, παραμένει και ο ίδιος περιγραφικός των εν λόγω χαρακτηριστικών, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού. Εντούτοις, ένας τέτοιος συνδυασμός μπορεί να μην είναι περιγραφικός, υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως, εφόσον δημιουργεί εντύπωση αρκούντως διαφορετική από εκείνη που προκαλεί η σώρευση των εν λόγω στοιχείων (βλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-363/99, Koninklijke KPN Nederland, Συλλογή 2004, σ. I-1619, σκέψεις 98 και 99· C-265/00, Campina Melkunie, Συλλογή 2004, σ. I-1699, σκέψεις 39 και 40, και της , C-273/05 P, ΓΕΕΑ κατά Celltech, Συλλογή 2007, σ. I-2883, σκέψεις 77 και 78).

    62

    Έτσι, σήμα το οποίο συνίσταται σε λέξη που απαρτίζεται από στοιχεία έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση είναι και το ίδιο περιγραφικό των εν λόγω χαρακτηριστικών, εκτός αν υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ της λέξεως και του απλού αθροίσματος των στοιχείων που την απαρτίζουν, πράγμα που προϋποθέτει ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού σε συσχετισμό με τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες, η λέξη δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλεί η απλή σώρευση των ενδείξεων που προκύπτουν από τα στοιχεία που τη συνθέτουν, οπότε κατισχύει του αθροίσματος των εν λόγω στοιχείων (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Koninklijke KPN Nederland, σκέψη 100, και Campina Melkunie, σκέψη 41).

    63

    Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο, έχοντας κρίνει ότι το σημείο «COLOR EDITION» αποτελείται αποκλειστικώς από ενδείξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν ορισμένα χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων, αποφάνθηκε, με τη σκέψη 49 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η αλληλουχία των όρων «color» και «edition» δεν έχει δομή ασυνήθιστη, αλλά κοινή, σύμφωνα με τους λεξιλογικούς κανόνες της αγγλικής γλώσσας, και ότι επομένως το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλεί η απλή παράθεση των λεκτικών στοιχείων που το αποτελούν, ώστε να μπορεί να μεταβάλει το νόημα ή τη σημασία τους.

    64

    Η συλλογιστική αυτή, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 98 των προτάσεών της, δεν πάσχει, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας αποφάσεως, πλάνη περί το δίκαιο.

    65

    Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που διατυπώνει η Lancôme στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμες και ο λόγος αυτός πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

    66

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    67

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ζήτησε την καταδίκη της Lancôme στα δικαστικά έξοδα, αυτή δε ηττήθηκε, η Lancôme πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Lancôme parfums et beauté & Cie SNC στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top