EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0407

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 2010.
Knauf Gips KG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Συμπράξεις - Γυψοσανίδες - Πρόσβαση στον φάκελο - Απαλλακτικά και ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία - Περιεχόμενο του όρου "επιχείρηση" - Οικονομική μονάδα - Εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της οικονομικής μονάδας - Επιχείρημα προβληθέν το πρώτον κατά την ένδικη διαδικασία.
Υπόθεση C-407/08 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-06375

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:389

Υπόθεση C-407/08 P

Knauf Gips KG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Γυψοσανίδες – Πρόσβαση στον φάκελο – Απαλλακτικά και ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία – Περιεχόμενο του όρου “επιχείρηση” – Οικονομική μονάδα – Εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της οικονομικής μονάδας – Επιχείρημα προβληθέν το πρώτον κατά την ένδικη διαδικασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Έκταση – Άρνηση γνωστοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες

2.        Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Απαιτούμενος βαθμός ακρίβειας των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.        Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική μονάδα – Ύπαρξη δυνάμενη να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων – Μητρική εταιρία η οποία δεν κατέχει το 100 % του κεφαλαίου μιας θυγατρικής – Στοιχείο που δεν αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής μονάδας

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

4.        Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Απόδειξη της παραβάσεως – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.        Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Επιχείρηση αποδέκτρια ανακοινώσεως αιτιάσεων, η οποία δεν αμφισβήτησε τα νομικά ή πραγματικά στοιχεία κατά τη διοικητική διαδικασία – Περιορισμός του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής – Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 52 § 1)

6.        Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Όμιλος εταιριών ο οποίος έχει επικεφαλής του πλείονα νομικά πρόσωπα

(Άρθρο 81 ΕΚ)

1.        Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας αφορώσας την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Πάντως, η μη γνωστοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Ειδικότερα, σ’ αυτήν εναπόκειται να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής. Αντιθέτως, όσον αφορά την παράλειψη γνωστοποιήσεως απαλλακτικού αποδεικτικού στοιχείου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει απλώς και μόνον ότι η μη αποκάλυψή του επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής, κατά το μέτρο που θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 13, 22-23)

2.        Προκειμένου να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρά, συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, καθένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά για κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί το σύνολο των ενδείξεων τις οποίες επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή.

Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κανένα από τα διάφορα στοιχεία μιας παραβάσεως, αυτοτελώς θεωρούμενο, δεν συνιστά συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα αυτό δεν αποκλείει να αποτελούν τα στοιχεία αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, τέτοιου είδους συμφωνία ή πρακτική.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συνεδριάσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 47-49)

3.        Το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων. Η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. O όρος αυτός, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Συνεπώς, η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας μπορεί να συναχθεί από μια δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, ακόμη και αν κανένα από τα στοιχεία αυτά, αυτοτελώς εξεταζόμενο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας μονάδας.

Το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής ουδόλως αποκλείει την ενδεχόμενη ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας, υπό την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 64-65, 82)

4.        Ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, έστω και αν το νόμιμο βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η πρώτη πλευρά ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως.

(βλ. σκέψη 80)

5.        Όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία. Συγκεκριμένα, μολονότι η εκ μέρους επιχειρήσεως ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία ενδέχεται να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής, δεν μπορεί να συρρικνώνει αυτό τούτο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Ελλείψει ρητώς προβλεπόμενης προς τούτο νομικής βάσεως, ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αυτού, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σ’ αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο.

(βλ. σκέψεις 89-91)

6.        Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια εταιρία καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της εταιρίας αυτής και της εταιρίας του ίδιου ομίλου που θεωρήθηκε ως υπεύθυνη για τις ενέργειες του εν λόγω ομίλου, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαριθμήσεως.

Στην περίπτωση ομίλου εταιριών, επικεφαλής του οποίου βρίσκονται πλείονα νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι μία από τις εταιρίες αυτές είναι η μόνη υπεύθυνη για τη συμπεριφορά των εταιριών του ομίλου αυτού, το σύνολο των οποίων συνιστά ενιαία οικονομική μονάδα. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα μόνο νομικό πρόσωπο επικεφαλής του ομίλου δεν εμποδίζει να θεωρηθεί μια εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά του ομίλου αυτού. Η συγκεκριμένη νομική διάρθρωση ενός ομίλου εταιριών που χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός και μόνου νομικού προσώπου επικεφαλής του ομίλου αυτού δεν είναι καθοριστική, εφόσον η διάρθρωση αυτή δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική λειτουργία και την αληθή οργάνωση του εν λόγω ομίλου. Ειδικότερα, η απουσία νομικών σχέσεων εξαρτήσεως μεταξύ δύο εταιριών επικεφαλής του ομίλου δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι η πρώτη από τις δύο αυτές εταιρίες πρέπει να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για τις ενέργειες του ομίλου, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι, στην πραγματικότητα, η δεύτερη εταιρία δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στη σχετική αγορά.

(βλ. σκέψεις 95, 98-100, 107-109)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Γυψοσανίδες – Πρόσβαση στον φάκελο – Απαλλακτικά και ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία – Περιεχόμενο του όρου “επιχείρηση” – Οικονομική μονάδα – Εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της οικονομικής μονάδας – Επιχείρημα προβληθέν το πρώτον κατά την ένδικη διαδικασία»

Στην υπόθεση C-407/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2008,

Knauf Gips KG, πρώην Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, με έδρα το Iphofen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Klusmann και S. Thomas, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Castillo de la Torre και R. Sauer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, P. Lindh, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Οκτωβρίου 2009,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Knauf Gips KG, πρώην Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG (στο εξής: Knauf ή αναιρεσείουσα), ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2008, T-52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2005/471/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ [κατά] των επιχειρήσεων BPB plc, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (Υπόθεση COMP/E-1/37.152 – Γυψοσανίδες) (ΕΕ 2005, L 166, σ. 8, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81], παράγραφος 1, [ΕΚ] ή του άρθρου [82 ΕΚ] της Συνθήκης·

[…]».

 Το ιστορικό της διαφοράς

3        Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο συνόψισε το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:

«1      Η προσφεύγουσα, Knauf […], παράγει και εμπορεύεται οικοδομικά υλικά με βάση τον γύψο.

2      Η προσφεύγουσα είναι ετερόρρυθμη εταιρία γερμανικού δικαίου. Όλα τα εταιρικά της μερίδια ανήκουν σε 21 μέλη της οικογένειας Knauf καθώς και σε μια εταιρία η οποία κατέχει τα μερίδια των τεσσάρων λοιπών εταίρων. Οι διαχειριστές και προσωπικώς υπεύθυνοι εταίροι είναι οι B και C.

3      Κατόπιν ορισμένων πληροφοριών των οποίων έλαβε γνώση, η Επιτροπή διενήργησε στις 25 Νοεμβρίου 1998 αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε οκτώ επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των γυψοσανίδων, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα και άλλες επιχειρήσεις του ομίλου Knauf. Την 1η Ιουλίου 1999 συνέχισε τις έρευνές της σε δύο άλλες επιχειρήσεις.

4      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απηύθυνε αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 […] στις διάφορες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή ζητούσε στοιχεία αφορώντα τα έγγραφα που βρέθηκαν στα γραφεία των επιχειρήσεων αυτών κατά τη διάρκεια των ελέγχων του Νοεμβρίου του 1998 και του Ιουλίου του 1999. Η Knauf απάντησε στις αιτήσεις αυτές στις 14 Σεπτεμβρίου 1999.

5      Στις 18 Απριλίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων εις βάρος των επιχειρήσεων BPB plc [στο εξής: BPB], Knauf, société Lafarge SA (στο εξής: Lafarge), Etex SA και Gyproc Benelux NV (στο εξής: Gyproc) [στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων]. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους και είχαν πρόσβαση στον σχετικό με την έρευνα της υποθέσεως φάκελο της Επιτροπής, υπό τη μορφή CD-ROM, που τους απεστάλη στις 17 Μαΐου 2001.

6      Η προσφεύγουσα απάντησε στην ανακοίνωση αιτιάσεων με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2001.

7      Διεξήχθησαν ακροάσεις στις 17 Ιουλίου 2001. Η BPB και η Gyproc ανέπτυξαν μέρος των ισχυρισμών τους κεκλεισμένων των θυρών.

8      Με έγγραφο της 10ης Αυγούστου 2001, ο σύμβουλος επί των ακροάσεων διαβίβασε στην προσφεύγουσα τα έγγραφα της BPB και της Gyproc, αφού παραλείφθηκαν τα απόρρητα χωρία.

9      Με έγγραφο της 20ής Αυγούστου 2001, η προσφεύγουσα ζήτησε να έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα του φακέλου που προστέθηκαν μετά την αποστολή του CD-ROM και, ιδίως, στις απαντήσεις που έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων οι λοιπές εμπλεκόμενες στη διοικητική διαδικασία επιχειρήσεις.

10      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2001, ο σύμβουλος επί των ακροάσεων απέστειλε στην προσφεύγουσα τρία επιπλέον έγγραφα τα οποία είχε διαβιβάσει η Lafarge στην Επιτροπή κατόπιν της ακροάσεως της 17ης Ιουλίου 2001.

11      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή απέρριψε το από 20 Αυγούστου 2001 αίτημα της προσφεύγουσας να της επιτραπεί η πρόσβαση στα λοιπά έγγραφα του φακέλου.

12      Στις 19 Νοεμβρίου 2002, ο σύμβουλος επί των ακροάσεων υπέβαλε την έκθεσή του.

13      Στις 27 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη] απόφαση.

14      Το διατακτικό της [επίδικης] αποφάσεως έχει ως εξής:

“Άρθρο 1

Η επιχείρηση BPB […], ο όμιλος Knauf, [η] Lafarge […] και η επιχείρηση Gyproc […] έχουν διαπράξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ], συμμετέχοντας σε ένα σύνολο συμπράξεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των γυψοσανίδων.

Η εν λόγω παράβαση είχε την ακόλουθη διάρκεια:

α)      BPB […]: από τις 31 Μαρτίου 1992, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

β)      [όμιλος] Knauf: από τις 31 Μαρτίου 1992, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

γ)      […] Lafarge […]: από τις 31 Αυγούστου 1992, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

δ)      Gyproc […]: από τις 6 Ιουνίου 1996, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998.

[…]

Άρθρο 3

Για την παράβαση που εκτίθεται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα στις ακόλουθες επιχειρήσεις:

α)      BPB […]:138,6 εκατομμύρια ευρώ,

β)      […] Knauf […]: 85,8 εκατομμύρια ευρώ,

γ)      […] Lafarge […]: 249,6 εκατομμύρια ευρώ,

δ)      Gyproc […]: 4,32 εκατομμύρια ευρώ

[…]”

15      Η Επιτροπή κρίνει, με την [επίδικη] απόφαση, ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση που εκδηλώθηκε με τις ακόλουθες συμπεριφορές, που συνιστούσαν συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές:

–        οι εκπρόσωποι της BPB και της Knauf συναντήθηκαν στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) το 1992 [στο εξής: συνεδρίαση του Λονδίνου] και εξέφρασαν την κοινή τους βούληση να σταθεροποιήσουν τις αγορές γυψοσανίδων στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Μπενελούξ·

–        οι εκπρόσωποι της BPB και της Knauf δημιούργησαν, από το 1992, συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών, στα οποία προσχώρησε η Lafarge και εν συνεχεία η Gyproc και τα οποία αφορούσαν τους όγκους των πωλήσεών τους στις αγορές της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Μπενελούξ·

–        οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf και της Lafarge είχαν επανειλημμένα ανταλλάξει πληροφορίες πριν από τις αυξήσεις τιμών στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου·

–        αντιμετωπίζοντας ιδιαίτερες εξελίξεις στη γερμανική αγορά, οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf, της Lafarge και της Gyproc συναντήθηκαν στις Βερσαλλίες (Γαλλία) το 1996, στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) το 1997 και στη Χάγη (Κάτω Χώρες) το 1998, προκειμένου να μοιραστούν ή τουλάχιστον να σταθεροποιήσουν τη γερμανική αγορά·

–        οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf, της Lafarge και της Gyproc αντάλλαξαν επανειλημμένα πληροφορίες μεταξύ τους και συνεννοήθηκαν όσον αφορά την εφαρμογή αυξήσεων των τιμών στη γερμανική αγορά μεταξύ του 1996 και του 1998.

16      Για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

17      Για τον προσδιορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων, που καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή κατ’ αρχάς έκρινε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν διαπράξει παράβαση ως εκ της φύσεώς της πολύ σοβαρή, δεδομένου ότι οι επίμαχες πρακτικές είχαν ως σκοπό να θέσουν τέλος στον πόλεμο τιμών και να σταθεροποιήσουν την αγορά μέσω της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών. Η Επιτροπή εκτίμησε, επιπλέον, ότι οι επίμαχες πρακτικές είχαν αντίκτυπο στην αγορά, καθόσον οι οικείες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το σύνολο σχεδόν της προσφοράς γυψοσανίδων και οι διάφορες εκδηλώσεις της συμπράξεως υλοποιήθηκαν σε υψηλής συγκεντρώσεως και επιπλέον ολιγοπωλιακή αγορά. Όσον αφορά την έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η σύμπραξη είχε καλύψει τις τέσσερις κυριότερες αγορές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ήτοι τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Μπενελούξ.

18      Εκτιμώντας εν συνεχεία ότι μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων υφίστατο σημαντική ανισότητα, η Επιτροπή τις αντιμετώπισε διαφορετικά, βασιζόμενη προς τούτο στον κύκλο εργασιών που προκύπτει από την πώληση του επίμαχου προϊόντος στις σχετικές αγορές κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους της παραβάσεως. Σε αυτήν τη βάση, το αρχικό ποσό των προστίμων καθορίστηκε σε 80 εκατομμύρια ευρώ για την BPB, 52 εκατομμύρια ευρώ για την Knauf και τη Lafarge και 8 εκατομμύρια ευρώ για τη Gyproc.

19      Για να εξασφαλιστεί ο επαρκώς αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους και των συνολικών πόρων των επιχειρήσεων, το αρχικό ποσό του επιβληθέντος στη Lafarge προστίμου προσαυξήθηκε κατά 100 % και ανήλθε σε 104 εκατομμύρια ευρώ.

20      Κατόπιν, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως, το αρχικό ποσό προσαυξήθηκε κατά 65 % για την BPB και την Knauf, κατά 60 % για τη Lafarge και κατά 20 % για τη Gyproc, δεδομένου ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση ως μεγάλης διάρκειας στην περίπτωση της Knauf, της Lafarge και της BPB και ως μέσης διάρκειας στην περίπτωση της Gyproc.

21      Όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις, το βασικό ποσό των επιβληθέντων στην BPB και στη Lafarge προστίμων προσαυξήθηκε κατά 50 % λόγω υποτροπής.

22      Εν συνεχεία, η Επιτροπή μείωσε κατά 25 % το επιβληθέν στη Gyproc πρόστιμο λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, διότι η Gyproc αποτέλεσε αποσταθεροποιητικό στοιχείο που συνέβαλε στον περιορισμό των αποτελεσμάτων της συμπράξεως στη γερμανική αγορά και ήταν απούσα από την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.

23      Τέλος, η Επιτροπή μείωσε το ύψος των προστίμων κατά 30 % για την BPB και κατά 40 % για τη Gyproc, κατ’ εφαρμογήν του τμήματος Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, […]). Ως εκ τούτου, το τελικό ποσό των επιβληθέντων προστίμων ανήλθε σε 138,6 εκατομμύρια ευρώ για την BPB, σε 85,8 εκατομμύρια ευρώ για την Knauf, σε 249,6 εκατομμύρια ευρώ για τη Lafarge και σε 4,32 εκατομμύρια ευρώ για τη Gyproc.»

 Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

4        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Φεβρουαρίου 2003, η Knauf άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Επικουρικώς, ζήτησε από το Πρωτοδικείο να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε.

5        Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

6        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Knauf ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την απόφαση στο νυν Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί εκ νέου·

–        επικουρικότερα, να μειώσει προσηκόντως, κατά ποσό το οποίο να μην είναι πάντως χαμηλότερο των 54,51 εκατομμυρίων ευρώ, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της επίδικης αποφάσεως και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

7        Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Knauf στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

8        Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Knauf προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως, αφορώντες, πρώτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, τρίτον, παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

9        Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει δύο αυτοτελή σκέλη που πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά την άρνηση παροχής προσβάσεως σε ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία

–       Επιχειρηματολογία των διαδίκων

10      Η Knauf βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά των σκέψεων 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ισχυριζόμενη ότι το Πρωτοδικείο παρέβη την εκ του νόμου υποχρέωσή του να εξετάσει τις συνέπειες της αρνήσεως της Επιτροπής να της παράσχει πρόσβαση σε ορισμένα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία. Κατά την αναιρεσείουσα, εφόσον αυτή επισήμανε τα μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά στοιχεία και τα χωρία της επίδικης αποφάσεως τα οποία στηρίζονται αποκλειστικώς σε τέτοιου είδους στοιχεία, καμία επιπλέον πληροφορία δεν χρειάζεται για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, αν αυτά τα στοιχεία δεν είχαν ληφθεί υπόψη, τα αντίστοιχα μέρη της εν λόγω αποφάσεως θα ήταν διαφορετικά. Δεδομένου ότι τα μέρη αυτά αφορούν το ουσιαστικό στοιχείο της παραβάσεως στο σύνολό του, το συμπέρασμα στο οποίο θα είχε καταλήξει η απόφαση αυτή θα ήταν διαφορετικό.

11      Η Επιτροπή φρονεί ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές, διότι βάλλει κατά συλλογισμού αναπτυχθέντος ως εκ περισσού, όπως προκύπτει από τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η Knauf δεν απέδειξε ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η επίδικη απόφαση θα ήταν διαφορετικό αν η αναιρεσείουσα είχε πρόσβαση στα μη κοινοποιηθέντα ενοχοποιητικά έγγραφα.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

12      Επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εξαιρουμένων ορισμένων λεπτομερέστερων παραδειγμάτων, η αναιρεσείουσα απλώς απαρίθμησε τις αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως στις οποίες γίνεται μνεία των εγγράφων στα οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση και κατέληξε ότι η απαρίθμηση αυτή δεν αρκεί για την εκπλήρωση της νομολογιακώς προβλεφθείσας υποχρεώσεως, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσείουσα πρέπει να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με την απόφαση εκείνη η Επιτροπή θα ήταν διαφορετικό αν τα επίμαχα έγγραφα δεν είχαν ληφθεί υπόψη ως ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 50 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα περιέχοντα ενοχοποιητικά στοιχεία, αποκλειστικώς και μόνον υπό το πρίσμα των αιτιάσεων που προέβαλε ρητώς η αναιρεσείουσα.

13      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μη γνωστοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Αν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων συγκεκριμένα στηρίχθηκαν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, το γεγονός ότι είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό στοιχείο το μη γνωστοποιηθέν ενοχοποιητικό έγγραφο δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την επίδικη απόφαση. Συνεπώς, στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λ.π. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι-123, σκέψεις 71 έως 73).

14      Απλώς και μόνον η απαρίθμηση των χωρίων της επίδικης αποφάσεως στα οποία γίνεται μνεία των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση δεν είναι ικανή να αποδείξει, αφ’ εαυτής, ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην απόφαση αυτή η Επιτροπή θα ήταν διαφορετικό αν τα έγγραφα αυτά δεν είχαν ληφθεί υπόψη ως ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία.

15      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά την άρνηση παροχής προσβάσεως σε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία

–       Επιχειρηματολογία των διαδίκων

16      Πρώτον, η Knauf προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι συνόψισε ανακριβώς, στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία της που αφορά την άρνηση της Επιτροπής να της παράσχει πρόσβαση σε ορισμένα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία.

17      Δεύτερον, η Knauf εκτιμά ότι, στις σκέψεις 70 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως τη νομολογία του Δικαστηρίου περί των απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι, αν είχε πρόσβαση στις απαντήσεις που έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων οι λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η επίδικη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα αυτά για την άμυνά της. Το Πρωτοδικείο εξέτασε όμως αν τα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα θα μπορούσαν να έχουν συνέπειες στο συμπέρασμα της επίδικης αποφάσεως.

18      Τρίτον, η Knauf αμφισβητεί την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η απάντηση της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιείχε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Ισχυρίζεται ότι, κατά τις γενικές αρχές περί αποδείξεως, οι δηλώσεις των λοιπών εμπλεκομένων επιχειρήσεων συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε τα ίδια επιχειρήματα κατά τη διοικητική διαδικασία δεν τροποποιεί τη φύση των εν λόγω δηλώσεων.

19      Τέλος, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη ορισμένα χωρία της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων τα οποία η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε ως μη γνωστοποιηθέντα απαλλακτικά στοιχεία.

20      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθώς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας της αναιρεσείουσας.

21      Το εν λόγω θεσμικό όργανο ισχυρίζεται επίσης ότι η Knauf απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που ήδη προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, επιδιώκοντας κατά τον τρόπο αυτό να επιτύχει την εκ νέου εξέτασή τους από το Δικαστήριο, πράγμα το οποίο συνεπάγεται το απαράδεκτο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε πώς τα μη γνωστοποιηθέντα αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν να ήταν χρήσιμα για την άμυνά της.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22      Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (προπαρατεθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Όσον αφορά την παράλειψη γνωστοποιήσεως απαλλακτικού αποδεικτικού στοιχείου, κατά πάγια νομολογία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει απλώς και μόνον ότι η μη αποκάλυψή του επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί, ως εκ τούτου, η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να στηριχθεί σ’ αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχομένως εκδοθησόμενη απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτομένης συμπεριφοράς, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 74 έως 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Συνεπώς, η αναιρεσείουσα πρέπει όχι μόνο να αποδείξει ότι δεν είχε πρόσβαση σε ορισμένα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και ότι μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για την άμυνά της.

25      Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στις σκέψεις 72 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την άμυνά της τα επίμαχα μη γνωστοποιηθέντα έγγραφα, δεδομένου ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προέβαλε την ίδια επιχειρηματολογία με την περιεχόμενη στα εν λόγω έγγραφα και ότι η Επιτροπή απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή με την επίδικη απόφαση. Επ’ αυτής της βάσεως κατέληξε το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 78 της ίδιας αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν η αναιρεσείουσα μπορούσε να επικαλεσθεί τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής δεν θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τα εν λόγω έγγραφα.

26      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου κατά τις οποίες αυτή δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την άμυνά της τα έγγραφα που δεν γνωστοποιήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

27      Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα έγγραφα συνιστούν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

28      Ομοίως, μολονότι είναι αληθές, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την υπομνησθείσα στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, κρίνοντας ότι τα στοιχεία που περιέχονταν σε ένα μη γνωστοποιηθέν απαλλακτικό έγγραφο, δηλαδή το σημείο 4.2.1 της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων, δεν μπορούσαν να μεταβάλουν το «τελικό συμπέρασμα» της επίδικης αποφάσεως, το σφάλμα αυτό δεν είναι δυνατό να συνεπάγεται την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν επιχείρησε να αποδείξει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία αυτά για την άμυνά της, υπό το πρίσμα ιδίως της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή είχε ήδη λάβει υπόψη της τα επιχειρήματα αυτά στην εν λόγω απόφαση.

29      Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

30      Η αιτίαση που αφορά την παραμόρφωση του περιεχομένου των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλε πρωτοδίκως η Knauf, τα οποία συνοψίσθηκαν ανακριβώς κατ’ αυτήν στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ωσαύτως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

31      Συγκεκριμένα, όταν ένας αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση του περιεχομένου των επιχειρημάτων του, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία παραμόρφωσε το Πρωτοδικείο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 50). Η αναιρεσείουσα δεν επισημαίνει επακριβώς ποιων επιχειρημάτων της το περιεχόμενο παραμόρφωσε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

32      Εξάλλου, κατά το μέτρο που η αναιρεσείουσα δεν προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέλειψε να απαντήσει στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα που προέβαλε πρωτοδίκως, το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο συνόψισε ανακριβώς την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

33      Δεν μπορεί ομοίως να γίνει δεκτή η αιτίαση που αφορά την προβαλλόμενη παράλειψη του Πρωτοδικείου να λάβει υπόψη του ορισμένα χωρία της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων και συγκεκριμένα τα σημεία 4.1.16 και 4.2.3 της απαντήσεως αυτής.

34      Όσον αφορά το σημείο 4.1.16 της εν λόγω απαντήσεως, επισημαίνεται ότι η κύρια συμβολή της έγκειται στον ισχυρισμό ότι «ο ανταγωνισμός παρέμεινε έντονος σε όλη την έκταση των διαφόρων ευρωπαϊκών αγορών», παρά τη «δήθεν δέσμευση» που ανελήφθη κατά τη συνεδρίαση του Λονδίνου. Το Πρωτοδικείο εξέτασε το ζήτημα της συνεχίσεως του ανταγωνισμού με τις σκέψεις 72 και 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

35      Στο δε σημείο 4.2.3 της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων αναγράφεται ότι τα αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της εταιρίας αυτής και των ανταγωνιστών της δεν ελήφθησαν υπόψη στη διαδικασία σχεδιασμού της. Ωστόσο, όταν το Πρωτοδικείο εξέτασε, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που αφορούσαν τον σκοπό της εν λόγω ανταλλαγής στοιχείων, καθώς και το προβληθέν επιχείρημα ότι τα ανταλλαγέντα στοιχεία ήταν γνωστά μόνο στον o κ. D, διευθυντή της Gyproc και πρόεδρο-γενικό διευθυντή της BPB, το Πρωτοδικείο απάντησε εμμέσως στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας.

36      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

37      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος τον οποίο προέβαλε η Knauf προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

38      Η Knauf ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στηριζόμενο, με τις σκέψεις 140 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις διαπιστώσεις που άντλησε από μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο δεν συμμορφώθηκε προς τη δέσμευσή του, στη σκέψη 63 της ίδιας αποφάσεως, ότι δεν θα ελάμβανε υπόψη τα εν λόγω ενοχοποιητικά στοιχεία κατά την εκ μέρους του εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας.

39      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά στοιχεία, κανένα από τα πέντε στοιχεία της παραβάσεως που της προσάπτεται, δηλαδή η συνεδρίαση του Λονδίνου το 1992, οι ανταλλαγές στοιχείων όσον αφορά τις ποσότητες των πωλήσεων στη Γερμανία, στη Γαλλία στην Μπενελούξ και στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1992 έως το 1998, η ανταλλαγή στοιχείων περί των αυξήσεων των τιμών στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το ίδιο διάστημα, οι συμφωνίες περί των μεριδίων αγοράς στη Γερμανία (συνεδριάσεις των Βερσαλλιών, των Βρυξελλών και της Χάγης) από τον Ιούνιο του 1996 και οι συμφωνίες περί της αυξήσεως των τιμών στη Γερμανία από το 1996, δεν ανταποκρίνεται στα αναγκαία κριτήρια για τη διαπίστωση παραβάσεως κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

40      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος είναι απαράδεκτος στο σύνολό του, δεδομένου ότι αφορά μόνο τις διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο.

41      Επιπλέον, επισημαίνει ότι η Knauf δεν αμφισβητεί την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως στην οποία στηρίζεται η επίδικη απόφαση. Η ύπαρξη αντίθετης στον ανταγωνισμό συμφωνίας ή πρακτικής έπρεπε να συναχθεί από ορισμένες συμπτώσεις και ενδείξεις οι οποίες, εξεταζόμενες από κοινού, μπορούν να αποτελούν, ελλείψει άλλης συνεπούς εξηγήσεως, την απόδειξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

42      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο, για να καταλήξει ότι υπήρξε παράβαση κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στηρίχθηκε σε διαπιστώσεις που άντλησε από μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα αναφέρθηκε μόνο συνοπτικά στις σκέψεις 140 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να επισημάνει επακριβώς τα μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στήριξε τη συλλογιστική του το Πρωτοδικείο.

43      Από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψη 34, της 8ης Ιανουαρίου 2002, C-248/99 P, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-1, σκέψη 68, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-10515, σκέψη 121).

44      Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

45      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί του χαρακτηρισμού εκάστου από τα πέντε στοιχεία της προσαπτόμενης στην αναιρεσείουσα συμπεριφοράς ως παραβάσεως, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 306 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι «το σύνολο των συμφωνιών και των εναρμονισμένων πρακτικών της συγκεκριμένης υποθέσεως εντάσσεται σε σειρά προσπαθειών των εν λόγω επιχειρήσεων με ένα και μόνο οικονομικό σκοπό, ήτοι τον περιορισμό του ανταγωνισμού, και συνιστά τις διάφορες εκδηλώσεις σύνθετης και διαρκούς συμφωνίας ή οποία είχε ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εκτιμώντας ότι με τις ανωτέρω συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές υλοποιήθηκε, αδιαλείπτως από το 1992 έως και το 1998, η εκδήλωση της κοινής βούλησης των εν λόγω επιχειρήσεων να σταθεροποιήσουν τουλάχιστον τις αγορές γυψοσανίδων της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Μπενελούξ και, ως εκ τούτου, να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αυτές, η Επιτροπή χαρακτηρίζει την παράβαση ως ενιαία, σύνθετη και διαρκή». Με τη σκέψη 321 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που στρέφονταν κατά του χαρακτηρισμού της συμπράξεως ως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

46      Η Knauf δεν αμφισβητεί το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου περί της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, αλλά ισχυρίζεται απλώς ότι κανένα από τα στοιχεία που συνιστούν την παράβαση που της προσάφθηκε δεν θεμελιώνει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

47      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρά, συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-104/85, C-114/85, C-116/85 και C-117/85, C-125/85 έως C-129/85 και C-89/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1307, σκέψεις 70 και 127). Ωστόσο, καθένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά για κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί το σύνολο των ενδείξεων τις οποίες επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή.

48      Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κανένα από τα διάφορα στοιχεία της επίμαχης παραβάσεως, αυτοτελώς θεωρούμενο, δεν συνιστά συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα αυτό δεν αποκλείει να αποτελούν τα στοιχεία αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, τέτοιου είδους συμφωνία ή πρακτική.

49      Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συνεδριάσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 55 έως 57).

50      Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη.

51      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος τον οποίο προέβαλε η Knauf προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος παράβαση των άρθρων 15 του κανονισμού 17 και 81 ΕΚ

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

52      Η Knauf ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι από το γράμμα της σκέψεως 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν επέδειξε αντικειμενικότητα ούτε αμεροληψία, αλλά, αντιθέτως, προεξόφλησε ότι πρέπει να της επιβληθεί πρόστιμο για τις πράξεις που τέλεσαν η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG (στο εξής: GKV) και οι θυγατρικές της, ενώ η διαπίστωση ότι οι εταιρίες αυτές άντλησαν όφελος από την επίμαχη παράβαση ουδόλως είναι αιτιολογημένη.

53      Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι Πρωτοδικείο παρέβη επίσης το άρθρο 15 του κανονισμού 17, καταλήγοντας ότι η αναιρεσείουσα και οι λοιπές εταιρίες που ανήκαν στην οικογένεια Knauf (στο εξής: όμιλος Knauf) αποτελούσαν οικονομική μονάδα, καταλογίζοντάς της κατά τον τρόπο αυτόν ευθύνη για τις ενέργειές τους.

54      Η Knauf βάλλει κατά των στοιχείων στα οποία στηρίχτηκε το Πρωτοδικείο προκειμένου να καταλήξει ότι η Knauf, η GKV και οι θυγατρικές της αποτελούσαν οικονομική μονάδα. Ειδικότερα, η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9925), δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο άλλης εταιρίας ούτε έλεγχε άλλη εταιρία. Επιπλέον, η απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T-66/99, Μινωικές Γραμμές κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-5515), στην οποία παρέπεμψε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 350, 351 και 355 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ομοίως δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αφορά σχέσεις εμπορικής αντιπροσωπείας. Το ίδιο ισχύει ως προς την απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-1487), κατά το μέτρο που η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας στηριζόταν, στην απόφαση αυτή, στο γεγονός ότι όλα τα ποσοστά συμμετοχής στο κεφάλαιο των διαφόρων εταιριών κατείχε το ίδιο πρόσωπο, ενώ, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα και η GKV ανήκαν σε 22 άτομα, καθένα από τους οποίους συμμετέχει στο εταιρικό κεφάλαιο κατά μειοψηφία.

55      Η διαπίστωση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι πλείονες εταίροι μέλη της οικογενείας Knauf ασκούν από κοινού έλεγχο επί της αναιρεσείουσας και των λοιπών εταιριών του ομωνύμου ομίλου, δεδομένου ότι ο έλεγχος αυτός είναι ανέφικτος στις περιπτώσεις που είναι δυνατή η μετατόπιση ή η μεταβολή της πλειοψηφίας μεταξύ των μετόχων. Η οικογενειακή σύμβαση της 9ης Δεκεμβρίου 1994 (στο εξής: οικογενειακή σύμβαση) την οποία αναφέρει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 349 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν έθεσε τις εν λόγω εταιρίες υπό έλεγχο ασκούμενο από κοινού. Η Knauf εκτιμά συναφώς ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε στην απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-11005), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι το εταιρικό κεφάλαιο δύο διακεκριμένων εμπορικών εταιριών ανήκει στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια οικογένεια δεν αρκεί αφ’ εαυτού ώστε να αποδείξει ότι οι δύο αυτές εταιρίες αποτελούν οικονομική μονάδα.

56      Επιπλέον, το γεγονός ότι οι ίδιοι δύο εταίροι ήταν οι διαχειριστές όλων των εταιριών της οικογενείας Knauf και τις εκπροσωπούσαν κατά το διάστημα κατά το οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση δεν ασκεί επιρροή. Το ίδιο ισχύει για τις ανταλλαγές στοιχείων μεταξύ των εταιριών του ομίλου αυτού, για τη γνωστοποίηση των κύκλών εργασιών στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, για το γεγονός ότι τα περισσότερα έγγραφα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων είχαν καταρτισθεί σε φύλλο χαρτιού που έφερε την επωνυμία και τα στοιχεία της Knauf και για την ιδιότητά της ως συνομιλήτριας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

57      Όσον αφορά τον καταλογισμό στην αναιρεσείουσα της ευθύνης για τις ενέργειες των εταιριών των ομίλου Knauf, αυτή βάλλει κατά της σκέψεως 356 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ισχυριζόμενη ότι το γεγονός ότι ήταν η μόνη εταιρία την οποία δεν διαχειριζόταν η GKV ουδόλως εξηγεί τον λόγο για τον οποίο το πρόστιμο δεν επιβλήθηκε στην GKV, αλλά αποκλειστικώς και μόνο στην ίδια.

58      Η Knauf ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ, αφενός, της διαπιστώσεως, στη σκέψη 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτή συντονίζει τις λειτουργικές δραστηριότητες του ομίλου Knauf στη σχετική αγορά και, αφετέρου, αυτής στη σκέψη 337 της εν λόγω αποφάσεως, κατά την οποία «δεν υπάρχει μία νομική οντότητα η οποία, ως επικεφαλής του ομίλου [Knauf], θα μπορούσε, ως επιφορτισμένη με το συντονισμό των δραστηριοτήτων του ομίλου, να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι διάφορες εταιρίες που τον απαρτίζουν».

59      Τέλος, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά των σκέψεων 359 και 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε, κατά τη διοικητική διαδικασία, να έχει αντιταχθεί στο συμπέρασμα ότι αποτελούσε οικονομική μονάδα με τις λοιπές εταιρίες του ομίλου Knauf, προκειμένου να μην απολέσει το δικαίωμα να το πράξει ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατ’ αυτήν, το εν λόγω συμπέρασμα συνιστά παραβίαση της αρχής in dubio pro reo.

60      Η Επιτροπή αμφισβητεί το σύνολο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο του τρίτου λόγου που προβάλλεται προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ισχυριζόμενη ότι οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας δεν είναι νομικώς πεπλανημένες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

61      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί ελλείψεως αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του Πρωτοδικείου λόγω της διαπιστώσεώς του, στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι θυγατρικές της GKV άντλησαν όφελος από την επίμαχη παράβαση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στην κατ’ αναίρεση δίκη, να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Πρωτοδικείο προς στήριξη των πραγματικών αυτών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των υποβληθέντων στην κρίση του Πρωτοδικείου πραγματικών περιστατικών και των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση των στοιχείων αυτών (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-322/07 P, C-327/07 P και C-338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχτηκε το Πρωτοδικείο για να καταλήξει στη διαπίστωση, στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι θυγατρικές της GKV άντλησαν όφελος από την επίμαχη παράβαση, η αιτίαση σκοπεί, στην πραγματικότητα, στην εκ νέου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων αυτών, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

63      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 17, επισημαίνεται ότι η Knauf αμφισβητεί τόσο το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι η GKV και οι θυγατρικές της, αφενός, και η αναιρεσείουσα, αφετέρου, συνιστούν οικονομική μονάδα, υπό την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού, όσο και το συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα είναι η εταιρία που ευθύνεται για τη συμπεριφορά του ομίλου Knauf.

64      Όσον αφορά το ζήτημα της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο ανταγωνισμού της Ενώσεως αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. O όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σκέψεις 54 και 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Συνεπώς, η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας μπορεί να συναχθεί από μια δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, ακόμη και αν κανένα από τα στοιχεία αυτά, αυτοτελώς εξεταζόμενο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας μονάδας.

66      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κατέληξε στην ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας βάσει συνόλου στοιχείων. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 344 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε, πρώτον, ότι οι εταίροι της αναιρεσείουσας καθώς και των λοιπών εταιριών που ανήκαν στην οικογένεια Knauf, ιδίως οι εταίροι της GKV, είναι οι ίδιοι, δηλαδή 21 φυσικά πρόσωπα μέλη της εν λόγω οικογενείας και μία εταιρία στην οποία μετέχουν ακόμη τέσσερα μέλη της οικογενείας αυτής.

67      Δεύτερον, το Πρωτοδικείο επισήμανε, στη σκέψη 345 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δύο εταίροι διαχειριστές της Knauf, δηλαδή οι κ.κ. B και C, είναι επίσης εταίροι διαχειριστές όλων των εταιριών του ομίλου Knauf.

68      Τρίτον, διαπιστώνοντας συγχρόνως, στη σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η GKV κατέχει εταιρικά μερίδια σε πλείονες εταιρίες που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα των γυψοσανίδων και ελέγχονται από την οικογένεια Knauf, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, στη σκέψη 348 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η ίδια αυτή εταιρία είναι απλώς εταιρία χαρτοφυλακίου, άνευ προσωπικού, η οποία διαχειρίζεται τις εταιρίες τις οποίες ελέγχει για λογαριασμό των 22 εταίρων στους οποίους ανήκει και ότι εξαρτάται από τους διαχειριστές και τα γραφεία της αναιρεσείουσας.

69      Τέταρτον, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του, στη σκέψη 349 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οικογενειακή σύμβαση, της οποίας το άρθρο 1, παράγραφος 2, προβλέπει ότι σκοπός της είναι να διασφαλισθεί ενιαία διοίκηση και διαχείριση των εταιριών του ομίλου Knauf. Κατά τις παραγράφους 3 και 4 του ίδιου άρθρου, σκοπός της εν λόγω συμβάσεως είναι επίσης να διασφαλίσει, αφενός, την ενιαία και συγκεντρωτική άσκηση των δικαιωμάτων των εταιριών σε ολόκληρο τον όμιλο και, αφετέρου, τη λήψη αποφάσεων περί της διοικήσεως, της διαχειρίσεως, της οργανώσεως και της νομικής μορφής της εταιρίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι δυνατό να εμποδισθούν από ένα μόνον εταίρο ή από μικρό αριθμό εξ αυτών. Μεταξύ των εν λόγω εταιριών περιλαμβάνονται, κυρίως, κατά το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως, η Knauf και η GKV.

70      Πέμπτον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλα τα αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων της αναιρεσείουσας που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω παραβάσεως αφορούσαν το σύνολο των εταιριών του ομίλου Knauf που ανέπτυσσαν δραστηριότητα στην αγορά των γυψοσανίδων και ότι από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει ότι οι κ.κ. B και C δεν εκπροσωπούσαν τον όμιλο αυτό στο πλαίσιο των διαφόρων εκφάνσεων της παραβάσεως.

71      Τέλος, από τη σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα από μόνη της, χωρίς να της απευθύνει σχετικό αίτημα η Επιτροπή, της διαβίβασε ολόκληρο τον κύκλο εργασιών του ομίλου Knauf με την απάντηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002 στην αίτηση παροχής πληροφοριών που της απευθύνθηκε δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

72      Βάσει του συνόλου των στοιχείων αυτών, το Πρωτοδικείο ορθώς κατέληξε, με τη σκέψη 350 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην οικογένεια Knauf αποτελούν οικονομική μονάδα.

73      Όσον αφορά το ρητώς προβληθέν από την Knauf γεγονός ότι τόσο η ίδια όσο και η GKV ανήκουν σε 22 εταίρους, κανένας από τους οποίους δεν έχει την πλειοψηφία των μεριδίων ή των ψήφων, πράγμα το οποίο καθιστά δυνατό τον σχηματισμό μεταβλητών πλειοψηφιών εντός των διαφόρων εταιριών του ομίλου Knauf, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι οι εταιρίες αυτές ανήκουν στους ίδιους 22 εταίρους, οι οποίοι είναι εξάλλου μέλη της οικογενείας Knauf, αποκλειστικώς σε σχέση με το ένα μόνον από τα στοιχεία που μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας. Εξάλλου, η δυνατότητα σχηματισμού μεταβλητών πλειοψηφιών εντός ομίλου εταιριών δεν αποκλείει αφ’ εαυτής την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας.

74      Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Knauf, το Πρωτοδικείο ωσαύτως δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Aristrain κατά Επιτροπής. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 99 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι το εταιρικό κεφάλαιο των δύο διακεκριμένων εμπορικών εταιριών ανήκει στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια οικογένεια δεν αρκεί αφ’ εαυτού ώστε ν’ αποτελέσει απόδειξη της υπάρξεως οικονομικής ενότητας μεταξύ των δύο αυτών εταιριών. Όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το Πρωτοδικείο δεν στηρίχτηκε αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι οι εταιρίες του ομίλου Knauf ανήκουν στην ίδια οικογένεια, προκειμένου να καταλήξει στην ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας.

75      Η Knauf αμφισβητεί επίσης ότι η οικογενειακή σύμβαση στην οποία αναφέρθηκε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 349 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ασκεί επιρροή. Κατ’ αυτήν, η εν λόγω σύμβαση έχει ως αποκλειστικό σκοπό να καταστεί δυνατό στο μέλλον τα μερίδια κεφαλαίου των εταιριών του ομίλου Knauf να παραμείνουν στην κατοχή των μελών της οικογενείας Knauf. Επιπλέον, έχει ως σκοπό να εμποδίσει τον έλεγχο των εταιριών αυτών από ορισμένους εταίρους ή ορισμένες ομάδες εταίρων.

76      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εν λόγω οικογενειακή σύμβαση πράγματι επιδιώκει σκοπούς όπως αυτοί των οποίων γίνεται μνεία στην προηγούμενη σκέψη, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι ο σκοπός της συμβάσεως αυτής, ο οποίος εκτίθεται ρητώς στο άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, είναι «να διασφαλίζει την ενιαία διοίκηση και διαχείριση των επιχειρήσεων Knauf».

77      Η αναιρεσείουσα εκτιμά, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι οι κ.κ. B και C έχουν την ιδιότητα των διαχειριστών όλων των εταιριών του ομίλου Knauf στερείται επιρροής όσον αφορά την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό δεν αποκλείει ότι οι διάφορες εταιρίες του ομίλου αυτού είναι αυτοτελείς υπό το πρίσμα του δικαίου ανταγωνισμού. Εντούτοις, το γεγονός ότι τις εν λόγω εταιρίες διαχειρίζονται οι ίδιοι δύο εταίροι καθιστά δυνατή την αποτελεσματική διασφάλιση της ενιαίας διοικήσεως και διαχειρίσεως των εταιριών αυτών, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οικογενειακής συμβάσεως.

78      Όσον αφορά τις ανταλλαγές των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων όλων των εταιριών του ομίλου Knauf που ανέπτυσσαν δραστηριότητα στην αγορά των γυψοσανίδων στο πλαίσιο της επίμαχης παραβάσεως, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το γεγονός αυτό αποτελεί επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο εμφαίνει ότι οι εταιρίες αυτές ενεργούσαν, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, ως οικονομική μονάδα με κοινό συμφέρον.

79      Το επιχείρημα ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή in dubio pro reo, κρίνοντας, στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει ότι οι κ.κ. B και C δεν εκπροσωπούσαν τον όμιλο Knauf στο πλαίσιο της παραβάσεως, ομοίως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη 346, το Πρωτοδικείο απλώς διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που του υποβλήθηκαν εμφαίνουν ότι οι κ.κ. B και C είχαν την εκπροσώπηση του ομίλου στο πλαίσιο της παραβάσεως και ότι δεν είχε προσκομισθεί ενώπιόν του κανένα έγγραφο το οποίο να αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

80      Επιβάλλεται να υπομνησθεί συναφώς η νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, έστω και αν το νόμιμο βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η πρώτη πλευρά ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 78 και 79).

81      Η Knauf ισχυρίζεται επίσης ότι ορισμένες αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο για την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ασκούν επιρροή.

82      Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο δεν αναφέρθηκε στην απόφαση αυτή για να καταλήξει στην ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας. Επιπλέον, το γεγονός ότι, στην υπό κρίση διαφορά, δεν πρόκειται περί θυγατρικής η οποία ανήκει κατά 100 % σε μητρική εταιρία, αντιθέτως προς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ουδόλως αποκλείει την ενδεχόμενη ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας, υπό την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού.

83      Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Μινωικές Γραμμές κατά Επιτροπής, σημειωτέον ότι το Πρωτοδικείο την παρέθεσε μόνον ως στοιχείο αναφοράς προς στήριξη σκέψεων γενικής ισχύος στον τομέα του ανταγωνισμού, χωρίς να προβεί σε παραλληλισμό οποιουδήποτε είδους μεταξύ των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση και αυτών της υπό κρίση υποθέσεως.

84      Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, με τις σκέψεις 350, 351 και 355 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναφερόμενο σε πάγια νομολογία, ότι ο όρος επιχείρηση, στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού, πρέπει να νοηθεί ως οικονομική μονάδα, από την άποψη του αντικειμένου της οικείας συμφωνίας, έστω και αν από νομική άποψη αυτή η οικονομική μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ότι μια τέτοια οικονομική μονάδα συνίσταται σε ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και αΰλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι, όταν ένας όμιλος επιχειρήσεων αποτελεί μία μόνον και την αυτή επιχείρηση, η Επιτροπή μπορεί να καταλογίσει την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η εν λόγω επιχείρηση και να επιβάλει πρόστιμο στην εταιρία που είναι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά του ομίλου στο πλαίσιο της παραβάσεως.

85      Το ίδιο ισχύει για την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεδομένου ότι από τη σκέψη 343 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε στην απόφαση αυτή απλώς ως παράδειγμα, προκειμένου, να καταστήσει εμφανή την επιρροή που ασκούν στην εκτίμηση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας ορισμένα πραγματικά στοιχεία, όπως, ιδίως, η κατοχή από το ίδιο πρόσωπο θέσεων-κλειδιά στο πλαίσιο των διαχειριστικών οργάνων των εταιριών του ομίλου, καθώς και το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό εκπροσωπούσε, κατά τις συσκέψεις του διευθυντηρίου, τις διάφορες εταιρίες και ότι στις εταιρίες αυτές χορηγήθηκε μία μόνον ποσόστωση στο πλαίσιο της συμπράξεως.

86      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην οικογένεια Knauf αποτελούν οικονομική μονάδα.

87      Όσον αφορά τον ρόλο της αναιρεσείουσας εντός του ομίλου Knauf, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 358 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτή εμφανίστηκε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ως η μόνη συνομιλήτρια της Επιτροπής και ουδέποτε αμφισβήτησε την ιδιότητα αυτή κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Στη σκέψη 359 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, μολονότι προφανώς η Επιτροπή θεώρησε, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η παράβαση αφορούσε ολόκληρο τον όμιλο Knauf και μολονότι, βάσει των στοιχείων που περιέχονταν στην ανακοίνωση αυτή, δεν ήταν δυνατό να αγνοεί η αναιρεσείουσα ότι ήταν πιθανό να είναι η αποδέκτρια της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, παρά ταύτα η αναιρεσείουσα της απάντησε χωρίς να αμφισβητήσει τον ρόλο της ως εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά του εν λόγω ομίλου στο πλαίσιο της παραβάσεως.

88      Το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αναιρεσείουσα όφειλε να αντιδράσει κατά τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει, και να αποδείξει ότι, παρά τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, η παράβαση την οποία διέπραξαν οι εταιρίες του ομίλου Knauf δεν μπορούσε να της καταλογισθεί.

89      Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καμία διάταξη του δικαίου της Ενώσεως δεν επιβάλλει στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία.

90      Συγκεκριμένα, μολονότι η εκ μέρους επιχειρήσεως ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία ενδέχεται να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής, δεν μπορεί να συρρικνώνει αυτό τούτο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο διαθέτει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

91      Ελλείψει ρητώς προβλεπόμενης προς τούτο νομικής βάσεως, ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αυτού, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σ’ αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο.

92      Κατά συνέπεια, κρίνοντας ότι η Knauf όφειλε να αντιδράσει κατά τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει ενώπιον των δικαστηρίων της Ενώσεως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

93      Ως εκ τούτου, πρέπει, αφενός, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 362 της αποφάσεως αυτής, ότι η αναιρεσείουσα ήταν η εταιρία που ευθυνόταν για τη συμπεριφορά του ομίλου Knauf στο πλαίσιο της παραβάσεως και, αφετέρου, να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

 Επί του προβληθέντος ενώπιον του Πρωτοδικείου λόγου ακυρώσεως, αφορώντος παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

94      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

95      Όσον αφορά τον ρόλο της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο του ομίλου Knauf, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας την αναιρεσείουσα ως μοναδική υπεύθυνη για τη συμπεριφορά των εταιριών του ομίλου αυτού, το σύνολο του οποίου συνιστά οικονομική μονάδα, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως.

96      Από το οργανόγραμμα που προσκόμισε η αναιρεσείουσα απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι, το 2001, επικεφαλής του εν λόγω ομίλου βρίσκονταν τρεις εταιρίες, δηλαδή η αναιρεσείουσα, η GKV και η Knauf Fiber Glass GmbH. Ωστόσο, η τελευταία αυτή εταιρία, η οποία έχει το επίκεντρο των δραστηριοτήτων της στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν ανέπτυσσε δραστηριότητα στην αγορά των γυψοσανίδων.

97      Το ίδιο αυτό οργανόγραμμα εμφαίνει ότι η GKV ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, δεκάδες εταιρίες, πολλές από τις οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητα στην εν λόγω αγορά.

98      Συνεπώς, πρέπει να ελεγχθεί αν η Επιτροπή βασίμως καταλόγισε την ευθύνη για την επίμαχη παράβαση στην Knauf και όχι στην GKV.

99      Τούτο θα ισχύει αν η τελευταία δεν καθόριζε κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στη σχετική αγορά.

100    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια εταιρία καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της εταιρίας αυτής και της εταιρίας του ίδιου ομίλου που θεωρήθηκε ως υπεύθυνη για τις ενέργειες του εν λόγω ομίλου, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαριθμήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 74).

101    Εν προκειμένω, πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι η GKV αποτελεί απλώς εταιρία χαρτοφυλακίου, άνευ προσωπικού, η οποία διαχειρίζεται τις εταιρίες τις οποίες ελέγχει για λογαριασμό των 22 εταίρων στους οποίους ανήκει, δεδομένου ότι η Knauf δεν επικρίνει τη διαπίστωση αυτή.

102    Δεύτερον, από τη σκέψη 497 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η GKV εξαρτάται από την Knauf τόσο για τα γραφεία της όσο και για το προσωπικό της, τουλάχιστον εν μέρει, και η αναιρεσείουσα ομοίως δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή.

103    Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι η Knauf είναι η μόνη εταιρία του ομίλου Knauf που αναπτύσσει δραστηριότητα στην επίμαχη αγορά, την οποία δεν διαχειρίζεται η GKV.

104    Τέταρτον, η πλειονότητα των εγγράφων του ομίλου Knauf τα οποία κατέσχε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια των ελέγχων καταρτίσθηκε σε φύλλο χαρτιού που έφερε την επωνυμία και τα στοιχεία της αναιρεσείουσας. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εταιρία αυτή βασίμως ισχυρίζεται, όπως πράττει με την αίτησή της αναιρέσεως, ότι τα έγγραφα φωτοτυπήθηκαν τυχαία ή επιλέχθηκαν σκοπίμως από τους επιφορτισμένους με τον έλεγχο υπαλλήλους της Επιτροπής, γεγονός παραμένει ότι η αναιρεσείουσα δεν κατέθεσε στη δικογραφία κανένα στοιχείο ικανό να στηρίξει την άποψη αυτή.

105    Πέμπτον, σύμφωνα με το οργανόγραμμα μνεία του οποίου γίνεται στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, από τις εταιρίες του ομίλου Knauf που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην αγορά γυψοσανίδων, η αναιρεσείουσα είναι η εταιρία με τον υψηλότερο σχετικό κύκλο εργασιών. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την προέχουσα θέση της στο πλαίσιο του ομίλου αυτού, τουλάχιστον όσον αφορά την εν λόγω αγορά.

106    Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, η GKV δεν καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην εν λόγω αγορά, αλλά εξαρτάται προς τούτο από την Knauf.

107    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η τελευταία, το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα μόνο νομικό πρόσωπο επικεφαλής του ομίλου Knauf δεν εμποδίζει να θεωρηθεί η αναιρεσείουσα υπεύθυνη για τη συμπεριφορά του ομίλου αυτού.

108    Ειδικότερα, η συγκεκριμένη νομική διάρθρωση ενός ομίλου εταιριών που χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός και μόνου νομικού προσώπου επικεφαλής του ομίλου αυτού δεν είναι καθοριστική, εφόσον η διάρθρωση αυτή δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική λειτουργία και την αληθή οργάνωση του εν λόγω ομίλου.

109    Κατά συνέπεια, η απουσία νομικών σχέσεων εξαρτήσεως μεταξύ της αναιρεσείουσας και της GKV δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι η πρώτη από τις δύο αυτές εταιρίες πρέπει να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για τις ενέργειες του ομίλου Knauf, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι, στην πραγματικότητα, η GKV δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά γυψοσανίδων.

110    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα πρέπει να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για το σύνολο των ενεργειών του ομίλου Knauf.

111    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε με την ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

113    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση δίκη δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

114    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Knauf και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει στην κατ’ αναίρεση δίκη, πρέπει να κριθεί ότι φέρουν εκάστη τα έξοδά της που αφορούν τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

115    Αντιθέτως, δεδομένου ότι η προσφυγή ακυρώσεως της Knauf απορρίφθηκε, πρέπει να επικυρωθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2008, T-52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής, κατά το μέτρο που αυτή καταλογίζει στην Knauf Gips KG την ευθύνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι εταιρίες που απαρτίζουν τον όμιλο Knauf. 

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή της Knauf Gips KG με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2005/471/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ [κατά] των επιχειρήσεων BPB plc, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (Υπόθεση COMP/E-1/37.152 – Γυψοσανίδες).

4)      Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του που αφορούν τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και η Knauf Gips KG εξακολουθεί να φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top