Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0132

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2009.
    Lidl Magyarország Kereskedelmi bt κατά Nemzeti Hírközlési Hatóság Tanácsa.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Fővárosi Bíróság - Ουγγαρία.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ραδιοεξοπλισμός και τηλεπικοινωνιακός τερματικός εξοπλισμός - Αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας - Μη αναγνώριση της καταρτισθείσας από παραγωγό εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος δηλώσεως πιστότητας.
    Υπόθεση C-132/08.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-03841

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:281

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 30ής Απριλίου 2009 ( *1 )

    «Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Ραδιοεξοπλισμός και τηλεπικοινωνιακός τερματικός εξοπλισμός — Αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας — Μη αναγνώριση της καταρτισθείσας από παραγωγό εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος δηλώσεως πιστότητας»

    Στην υπόθεση C-132/08,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Fővárosi Bíróság (Ουγγαρία) με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

    Lidl Magyarország Kereskedelmi bt.

    κατά

    Nemzeti Hírközlési Hatóság Tanács,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και Γ. Αρέστη, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Lidl Magyarország Kereskedelmi bt., εκπροσωπούμενη από τον R. Kölcsey-Rieden, ügyvéd,

    η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Fazekas, R. Somssich και K. Szíjjártó,

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Materne,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους W. Wils και A. Sipos,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 1999/5/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (ΕΕ L 91, σ. 10), και της οδηγίας 2001/95/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ 2002, L 11, σ. 4), καθώς και του άρθρου 30 EΚ.

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Lidl Magyarország Kereskedelmi bt. (στο εξής: Lidl) και του Nemzeti Hírközlési Hatóság Tanács (Συμβουλίου της Εθνικής Αρχής Τηλεπικοινωνιών, στο εξής: Hatóság), σχετικά με την άρνηση του δεύτερου να επιτρέψει στη Lidl τη διάθεση στην ουγγρική αγορά ραδιοεξοπλισμού που κατασκευάζεται από εταιρία που έχει την έδρα της στο Βέλγιο.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το κοινοτικό δίκαιο

    Η οδηγία 1999/5

    3

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

    «Η παρούσα οδηγία καθιερώνει κανονιστικό πλαίσιο για τη διάθεση στην αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη θέση σε λειτουργία στην Κοινότητα ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού.»

    4

    Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 1999/5:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)

    “συσκευή”: κάθε εξοπλισμός που είναι είτε ραδιοεξοπλισμός είτε τηλεπικοινωνιακός τερματικός εξοπλισμός είτε και τα δύο·

    […]

    γ)

    “ραδιοεξοπλισμός”: προϊόν ή σχετικό κατασκευαστικό στοιχείο του, το οποίο είναι ικανό να αποκαταστήσει επικοινωνία μέσω εκπομπής ή/και λήψης ραδιοκυμάτων και το οποίο χρησιμοποιεί φάσμα που έχει παραχωρηθεί στις επίγειες/δορυφορικές ραδιοεπικοινωνίες·

    δ)

    “ραδιοκύματα”: ηλεκτρομαγνητικά κύματα συχνότητας μεταξύ 9 kHz και 3000 GHz, που μεταδίδονται στο διάστημα χωρίς τεχνητό οδηγό·

    […]».

    5

    Όσον αφορά τις βασικές απαιτήσεις στον τομέα της ασφάλειας, τις οποίες πρέπει να πληρούν οι συσκευές, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει:

    «Οι ακόλουθες βασικές απαιτήσεις ισχύουν για όλες τις συσκευές:

    α)

    η προστασία της υγείας ή της ασφάλειας των χρηστών καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των στόχων της οδηγίας 73/23/ΕΟΚ, όσον αφορά τις απαιτήσεις ασφαλείας, αλλά χωρίς την επιβολή κατώτατου ορίου τάσης·

    β)

    οι απαιτήσεις προστασίας της οδηγίας 89/336/EΟΚ, όσον αφορά την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα.»

    6

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 1999/5 ορίζει:

    «1.   Εφόσον η συσκευή ανταποκρίνεται στα οικεία εναρμονισμένα πρότυπα, ή σε μέρη των προτύπων αυτών, […] τα κράτη μέλη τεκμαίρουν ότι υπάρχει συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, όπως καλύπτονται από τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα ή τα μέρη των προτύπων.

    2.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι η συμμόρφωση προς εναρμονισμένο πρότυπο δεν εξασφαλίζει συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 τις οποίες προορίζεται να καλύψει το πρότυπο αυτό, η Επιτροπή ή το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θέτει το ζήτημα ενώπιον της επιτροπής [αξιολόγησης της πιστότητας και εποπτείας της τηλεπικοινωνιακής αγοράς].

    3.   […] Μετά από διαβούλευση με την επιτροπή […] η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει εναρμονισμένα πρότυπα με δημοσίευση ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

    7

    Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 1999/5 ορίζει:

    «1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η συσκευή διατίθεται στην αγορά μόνον εφόσον συμμορφούται προς τις ενδεδειγμένες βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 και προς τις άλλες σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, όταν εγκαθίσταται και συντηρείται κατάλληλα και χρησιμοποιείται για τον προορισμό της. Δεν υπόκειται σε περαιτέρω εθνική ρύθμιση όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά.

    […]

    4.   Στην περίπτωση ραδιοεξοπλισμού που χρησιμοποιεί ζώνες συχνοτήτων η χρήση των οποίων δεν είναι εναρμονισμένη σε ολόκληρη την Κοινότητα, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του που είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα ή το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση της συσκευής στην αγορά κοινοποιούν, στην εθνική αρχή του οικείου κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τη διαχείριση του φάσματος των συχνοτήτων, την πρόθεσή τους για διάθεση στην εθνική αγορά του εξοπλισμού αυτού.

    Η κοινοποίηση αυτή εκδίδεται τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από τη διάθεση στην αγορά του προϊόντος και παρέχει πληροφορίες για τα ραδιοχαρακτηριστικά του εξοπλισμού […] και τον αναγνωριστικό αριθμό του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στα παραρτήματα IV ή V.»

    8

    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5:

    «Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή θέτουν εμπόδια στην εμπορία και εγκατάσταση στην επικράτειά τους συσκευών με το σήμα CE που αναφέρεται στο παράρτημα VII και το οποίο δηλώνει τη συμμόρφωσή τους προς όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, […]. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 4, του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 9, παράγραφος 5.»

    9

    Όσον αφορά τη σήμανση πιστότητας «CE», το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/5 ορίζει:

    «Συσκευή που συμμορφούται προς όλες τις συναφείς βασικές απαιτήσεις φέρει την αναφερόμενη στο παράρτημα VII σήμανση πιστότητας CE. Η σήμανση τίθεται υπό την ευθύνη του κατασκευαστή, του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του εντός της Κοινότητας ή του προσώπου που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση της συσκευής στην αγορά.»

    Η οδηγία 2001/95

    10

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/95 ορίζει τον σκοπό και το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

    «1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά είναι ασφαλή.

    2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα που ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ. Καθεμία από τις διατάξεις της εφαρμόζεται εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις με τον ίδιο στόχο στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την ασφάλεια των συγκεκριμένων προϊόντων.

    Όσον αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικές επιταγές ασφάλειας, επιβαλλόμενες από την κοινοτική νομοθεσία, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται μόνον για τις πτυχές, τους κινδύνους ή τις κατηγορίες κινδύνων που δεν καλύπτονται από τις επιταγές αυτές. […]»

    11

    Το άρθρο 2, στοιχεία αʹ, εʹ και στʹ, της οδηγίας 2001/95 ορίζει:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    α)

    “προϊόν”: κάθε προϊόν που –και στο πλαίσιο επίσης μιας παροχής υπηρεσιών– προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς, και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινουργές, είτε μεταχειρισμένο ή ανασκευασμένο.

    […]

    ε)

    “παραγωγός”:

    i)

    ο κατασκευαστής του προϊόντος, όταν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εμφανίζεται ως κατασκευαστής, αναγράφοντας στο προϊόν το όνομά του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σήμα, ή το πρόσωπο που ανασκευάζει το προϊόν·

    ii)

    ο αντιπρόσωπος του κατασκευαστή, εφόσον ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, ή, ελλείψει αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Κοινότητα, ο εισαγωγέας του προϊόντος·

    iii)

    οι άλλοι επαγγελματίες στην αλυσίδα του εφοδιασμού, εφόσον οι δραστηριότητές τους μπορούν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος·

    στ)

    “διανομέας”: κάθε επαγγελματίας στην αλυσίδα του εφοδιασμού η δραστηριότητα του οποίου δεν επηρεάζει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος.»

    12

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/95:

    «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί και οι διανομείς τηρούν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ούτως ώστε τα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά να είναι ασφαλή.»

    13

    Το άρθρο 8, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

    «Οσάκις οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, ιδίως μέτρα περί των οποίων τα στοιχεία δʹ έως στʹ, ενεργούν, σύμφωνα με τη συνθήκη, και ιδίως τα άρθρα 28 και 30, κατά τρόπον ώστε τα μέτρα αυτά να εφαρμόζονται αναλόγως της σοβαρότητας του κινδύνου, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της προφύλαξης.

    Στο πλαίσιο αυτό, ενθαρρύνουν και ευνοούν την εθελοντική δράση των παραγωγών και των διανομέων, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και ιδίως του κεφαλαίου ΙΙΙ, ενδεχομένως και με την κατάρτιση κωδίκων καλής πρακτικής, ανάλογα με την περίπτωση.»

    Το εθνικό δίκαιο

    14

    Κατά το άρθρο 188, σημείο 32, του νόμου C. του 2003, περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών (2003. évi C. törvény az elektronikus hírközlésről):

    «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

    […]

    32.

    “παραγωγός”: κάθε επιχειρηματίας που είναι υπεύθυνος για τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συσκευασία, τη σήμανση και τη διάθεση του εξοπλισμού στο εμπόριο, ανεξαρτήτως του αν πραγματοποιεί τις σχετικές εργασίες για λογαριασμό του ή για λογαριασμό τρίτου. Επίσης, θεωρείται παραγωγός όποιος πραγματοποιεί σε υφιστάμενο εξοπλισμό, προς τον σκοπό της διαθέσεώς του στο εμπόριο, σημαντικές μεταβολές ή αναβαθμίσεις, οι οποίες επηρεάζουν τις ουσιώδεις προδιαγραφές του, ή κατασκευάζει νέο εξοπλισμό από ήδη υφιστάμενο. Αν η έδρα του παραγωγού δεν βρίσκεται στην ουγγρική επικράτεια, θεωρείται ως παραγωγός ο εισαγωγέας των συσκευών.»

    15

    Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του διατάγματος 5/2004 (IV.13.) IHM του Υπουργού Πληροφορικής και Επικοινωνιών, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών [5/2004. (IV. 13.) IHM rendelet a rádióberendezésekről és az elektronikus hírközlő végberendezésekről, valamint megfelelőségük kölcsönös elismeréséről], «στο πεδίο εφαρμογής του διατάγματος αυτού εμπίπτουν, πλην της Εθνικής Αρχής Τηλεπικοινωνιών, όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και όλοι οι φορείς που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα στην Ουγγαρία, καθώς και όλες οι εγκατεστημένες στην Ουγγαρία θυγατρικές εταιρίες ή αντιπρόσωποι εταιριών που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, οι οποίοι παράγουν, εισάγουν, εμπορεύονται (στο εξής, από κοινού: παραγωγοί), διανέμουν, πιστοποιούν, θέτουν σε λειτουργία και χρησιμοποιούν συσκευές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1».

    16

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του ως άνω διατάγματος, ο παραγωγός οφείλει να γνωστοποιεί, σύμφωνα με την ειδική νομοθεσία, στην αρμόδια αρχή την πρόθεσή του να διαθέσει στην ουγγρική αγορά ραδιοεξοπλισμό που χρησιμοποιεί συχνότητες ή ζώνες συχνοτήτων μη εναρμονισμένες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    17

    Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 6, του εν λόγω διατάγματος, ο παραγωγός «οφείλει να συντάσσει δήλωση που να πιστοποιεί ότι οι συσκευές πληρούν τις ουσιώδεις προδιαγραφές. Για τη διάθεση στο εμπόριο συσκευών που κατασκευάζονται στην Ουγγαρία, αρκεί η δήλωση πιστότητας να συντάσσεται στην ουγγρική γλώσσα ή σε άλλες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της ουγγρικής. Οσάκις οι συσκευές δεν έχουν κατασκευαστεί στην Ουγγαρία, η δήλωση μπορεί να συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα οποιουδήποτε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η δήλωση πιστότητας περιλαμβάνονται στο παράρτημα 6».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    18

    Η Lidl διαθέτει στην ουγγρική αγορά τον τύπο ραδιοεξοπλισμού «UC Babytalker 500», ο οποίος κατασκευάζεται από μια βελγική εταιρία, φέρει σήμανση «CE» προερχόμενη από τον κατασκευαστή και συνοδεύεται από δήλωση πιστότητας συνταχθείσα, επίσης, από τον κατασκευαστή. Για τον εξοπλισμό αυτόν χρησιμοποιείται μη εναρμονισμένη συχνότητα.

    19

    Κατόπιν επιθεωρήσεως, πραγματοποιηθείσας στη διάρκεια του 2007, σε σημείο πωλήσεως της Lidl, το Hatóság διαπίστωσε ότι ο εξοπλισμός αυτός δεν ανταποκρινόταν στην προβλεπόμενη από την ουγγρική νομοθεσία δήλωση πιστότητας και, εν συνεχεία, απαγόρευσε στη Lidl τη διάθεση στο εμπόριο του εν λόγω εξοπλισμού, μέχρι την υποβολή δηλώσεως πιστότητας σύμφωνα με το ουγγρικό δίκαιο. Κατά το Hatóság, δεδομένου ότι ο εν λόγω εξοπλισμός διατίθεται στην ουγγρική αγορά από τη Lidl, αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ως παραγωγός του εξοπλισμού.

    20

    Δεδομένου ότι το Hatóság δεν δέχθηκε τη δήλωση πιστότητας που είχε καταρτίσει ο Βέλγος παραγωγός, η Lidl προσέβαλε δικαστικώς την απόφαση περί απαγορεύσεως διαθέσεως στο εμπόριο, ζητώντας την ακύρωσή της.

    21

    Το Fővárosi Bíróság, θεωρώντας ότι το οικείο προϊόν μπορεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές οδηγίες, να διατίθεται στο εμπόριο όλων των κρατών μελών, αποφάσισε, λαμβανομένης υπόψη της αντίθετης απόψεως που εξέφρασε ο καθού της κύριας δίκης, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Μπορεί να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 8 της οδηγίας [1999/5], η οποία αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία του ραδιοεξοπλισμού και του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού (στο εξής: συσκευές), υπό την έννοια ότι δεν μπορούν να επιβληθούν άλλες υποχρεώσεις, επιπλέον των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή, σχετικά με τη διάθεση στο εμπόριο των συσκευών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και που φέρουν σήμανση “CE” προερχόμενη από παραγωγό που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος;

    2)

    Μπορούν να ερμηνευθούν οι διατάξεις του άρθρου 2, στοιχεία εʹ και στʹ, της οδηγίας [2001/95], από την άποψη των υποχρεώσεων που συνδέονται με τη διάθεση στο εμπόριο, υπό την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ως παραγωγός και η επιχείρηση που διαθέτει τις συσκευές στο εμπόριο ενός κράτους μέλους (χωρίς να έχει συμμετάσχει στην κατασκευή τους), της οποίας η έδρα δεν βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με αυτή του παραγωγού;

    3)

    Μπορούν να ερμηνευθούν οι διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, περιπτώσεις i, ii και iii, και στοιχείο στʹ, της οδηγίας [2001/95] υπό την έννοια ότι ο διανομέας (ο οποίος δεν είναι παραγωγός) συσκευών κατασκευασμένων σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να υποχρεωθεί να συντάξει δήλωση πιστότητας που να περιέχει τα τεχνικά στοιχεία των εν λόγω συσκευών;

    4)

    Μπορούν να ερμηνευθούν οι διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, περιπτώσεις i, ii και iii, και στοιχείο στʹ, της οδηγίας [2001/95] υπό την έννοια ότι μία επιχείρηση που αναλαμβάνει μόνο τη διάθεση ορισμένων συσκευών στο εμπόριο κράτους μέλους, στο οποίο έχει την έδρα της, μπορεί να θεωρηθεί συγχρόνως παραγωγός των συσκευών αυτών, όταν η δραστηριότητά της ως διανομέα δεν επηρεάζει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας των συσκευών;

    5)

    Μπορεί να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας [2001/95] υπό την έννοια ότι μπορεί να απαιτηθεί από τον διανομέα, όπως αυτός ορίζεται στη εν λόγω διάταξη, η πλήρωση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με την ίδια οδηγία, μπορεί να απαιτηθεί μόνο από τον παραγωγό, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, όπως, για παράδειγμα, η σύνταξη δηλώσεως πιστότητας ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές του επίμαχου εξοπλισμού;

    6)

    Μπορεί να στηριχθεί εξαίρεση από τη νομολογία [της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411] επί του άρθρου 30 [ΕΚ] ή/και επί των επιτακτικών απαιτήσεων, λαμβανομένων υπόψη και των συναφών αρχών της ισοδυναμίας και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως;

    7)

    Μπορεί το άρθρο 30 [ΕΚ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εισαγωγή και το εμπόριο διαμετακομιζόμενων εμπορευμάτων δεν μπορούν να περιοριστούν για κανέναν άλλο λόγο πέραν των περιλαμβανόμενων στη διάταξη αυτή;

    8)

    Αποτελεί η σήμανση “CE” συμμόρφωση προς τις επιταγές των αρχών της ισοδυναμίας ή/και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, καθώς και προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 30 [EΚ];

    9)

    Μπορεί η σήμανση “CE” να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να εφαρμόσουν άλλους τεχνικούς κανόνες ή κανόνες ποιότητας στις συσκευές που φέρουν τη σήμανση αυτή;

    10)

    Μπορούν να ερμηνευθούν οι διατάξεις των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας [2001/95] υπό την έννοια ότι, για τους σκοπούς της διαθέσεως των εμπορευμάτων στο εμπόριο, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο παραγωγός και ο διανομέας, σε περίπτωση που τα προϊόντα δεν διατίθενται στο εμπόριο από τον παραγωγό, υπέχουν τις ίδιες υποχρεώσεις;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί της ερμηνείας της οδηγίας 1999/5

    22

    Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν κράτος μέλος δύναται, βάσει της οδηγίας 1999/5, να απαιτεί από τον επιχειρηματία που διαθέτει ραδιοεξοπλισμό στην εγχώρια αγορά να υποβάλει σχετική δήλωση πιστότητας, παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω εξοπλισμός φέρει σήμανση «CE» προερχόμενη από τον παραγωγό που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος και συνοδεύεται από δήλωση πιστότητας συνταχθείσα από τον παραγωγό αυτόν.

    23

    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 1999/5, η οποία θεσπίζει κανονιστικό πλαίσιο για τη διάθεση στην αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη θέση σε λειτουργία στην Κοινότητα ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού, περιέχει, στα άρθρα 6, 8, και 12, τους κρίσιμους για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης κανόνες.

    24

    Το άρθρα 6 και 8 της εν λόγω οδηγίας διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των συσκευών οι οποίες είναι σύμφωνες προς τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις της οδηγίας (απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-14/02, ATRAL, Συλλογή 2003, σ. I-4431, σκέψη 50).

    25

    Μολονότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 1999/5, ότι η συσκευή διατίθεται στην αγορά μόνον εφόσον συμμορφούται προς τις ενδεδειγμένες βασικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία, πάντως, σύμφωνα με τη δεύτερη περίοδο της ίδιας διατάξεως, δεν δύνανται να εξαρτούν τη διάθεση των συσκευών αυτών στην αγορά από την υπαγωγή τους σε περαιτέρω εθνικές ρυθμίσεις. Επιπλέον, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν θέτουν εμπόδια στην εμπορία εντός της επικράτειάς τους συσκευών που φέρουν το σήμα «CE».

    26

    Συγκεκριμένα, η οδηγία 1999/5 προβλέπει τεκμήριο συμφωνίας προς τις προδιαγραφές συσκευών που φέρουν το σήμα «CE». Το εν λόγω σήμα εμφαίνει τη συμφωνία αυτών των συσκευών προς όλες τις διατάξεις της σχετικής οδηγίας, περιλαμβανομένων των διαδικασιών εκτιμήσεως αυτής της συμφωνίας, όπως τις ορίζει η σχετική οδηγία (βλ. απόφαση ATRAL, προπαρατεθείσα, σκέψη 51).

    27

    Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, η σήμανση «CE» τίθεται, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 1999/5, υπό την ευθύνη είτε του κατασκευαστή είτε του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του εντός της Κοινότητας είτε του προσώπου που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση στην αγορά.

    28

    Κατά συνέπεια, τα προϊόντα που φέρουν το σήμα «CE» μπορούν να διατεθούν στην αγορά χωρίς να απαιτείται η υποβολή τους σε μηχανισμό προηγουμένης εγκρίσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση ATRAL, προπαρατεθείσα, σκέψη 52) ή σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνει τον αριθμό των προσώπων που οφείλουν να θέτουν τo σήμα πιστότητας.

    29

    Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 6, παράγραφος 4, 7, παράγραφος 2, και 9, παράγραφος 5, της οδηγίας 1999/5, να αναγνωρίζουν το σήμα «CE» που έχει τεθεί από ένα εκ των προσώπων που απαριθμούνται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η απαίτηση υποβολής εκ μέρους ενός των ανωτέρω προσώπων δηλώσεως πιστότητας σχετικά με ραδιοεξοπλισμό που φέρει σήμανση «CE» προερχόμενη από κάποιο άλλο εκ των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5, θα έθετε εμπόδια στη διάθεση του εν λόγω προϊόντος στην αγορά, υπάγοντας αυτό σε διαφορετικές απαιτήσεις από τις προβλεπόμενες στην οδηγία 1999/5.

    30

    Επομένως, η οδηγία 1999/5 απαγορεύει εθνικούς κανόνες οι οποίοι, στον εναρμονισμένο από την οδηγία τομέα, υποχρεώνουν τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διάθεση στην αγορά ενός προϊόντος, το οποίο φέρει σήμανση «CE» και συνοδεύεται από δήλωση πιστότητας καταρτισθείσα από τον παραγωγό, να υποβάλουν επίσης δήλωση πιστότητας.

    31

    Το γεγονός ότι ο παραγωγός που έθεσε τη σήμανση «CE» εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος από αυτό στην αγορά του οποίου διατίθεται το προϊόν, δεν ασκεί επιρροή στην ως άνω εκτίμηση. Αντιθέτως, η οδηγία 1999/5, καθόσον σκοπεί στην ελεύθερη κυκλοφορία ραδιοεξοπλισμού και στην αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας του εξοπλισμού αυτού, καλύπτει ακριβώς αυτή την περίπτωση.

    32

    Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι για τον εξοπλισμό περί του οποίου πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης χρησιμοποιείται μη εναρμονισμένη συχνότητα δεν μπορεί, επίσης, να μεταβάλει, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/5, την ως άνω εκτίμηση. Ο διαδικαστικός κανόνας τον οποίο θέτει η ως άνω διάταξη επιβάλλει στον παραγωγό ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του εντός της Κοινότητας ή στο πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση στην αγορά την απλή υποχρέωση να ενημερώνει την εθνική αρχή που είναι αρμόδια για τη διαχείριση του φάσματος των συχνοτήτων για την πρόθεσή του να διαθέσει τον εξοπλισμό αυτόν στην οικεία εγχώρια αγορά. Ο εν λόγω διαδικαστικός κανόνας σκοπό έχει να συνοδεύσει την εφαρμογή των μηχανισμών της οδηγίας 1999/5 στο εσωτερικό δίκαιο, πλην όμως ουδόλως παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαρτήσουν από προϋποθέσεις ή να περιορίσουν την απαγόρευση που προβλέπει η δεύτερη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5 (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2002, C-388/00 και C-429/00, Radiosistemi, Συλλογή 2002, σ. I-5845, σκέψη 53).

    33

    Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται, δυνάμει της οδηγίας 1999/5, να απαιτούν από το πρόσωπο που διαθέτει ραδιοεξοπλισμό στην αγορά να υποβάλει σχετική δήλωση πιστότητας, ενώ ο εν λόγω εξοπλισμός φέρει σήμανση «CE» προερχόμενη από τον παραγωγό που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος και συνοδεύεται από δήλωση πιστότητας συνταχθείσα από τον παραγωγό αυτόν.

    Επί της ερμηνείας της οδηγίας 2001/95

    34

    Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, καθώς και το δέκατο ερώτημα, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινισθεί αν ο διανομέας ραδιοεξοπλισμού μπορεί, βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2001/95, να θεωρηθεί ως παραγωγός του εν λόγω προϊόντος χωρίς να έχει συμμετάσχει στην κατασκευή του και χωρίς η δραστηριότητά του να επηρεάζει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος και αν μπορεί να υποχρεωθεί να συντάξει δήλωση πιστότητας για τις τεχνικές προδιαγραφές του επίμαχου ραδιοεξοπλισμού ή αν μπορεί να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση που δεν διαθέτει αυτός τα επίμαχα προϊόντα στο εμπόριο, υπέχει τις ίδιες υποχρεώσεις με τον διανομέα.

    35

    Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 2001/95 δεν έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, εφόσον υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου με τον ίδιο στόχο, οι οποίες διέπουν την ασφάλεια των συγκεκριμένων προϊόντων.

    36

    Όπως ουσιαστικά υποστηρίζουν, ιδίως, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η οδηγία 1999/5 αποτελεί τέτοια ειδική ρύθμιση όσον αφορά τη δήλωση πιστότητας των ραδιοεξοπλισμών.

    37

    Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2001/95 και οι περιεχόμενοι στο άρθρο της 2, στοιχεία εʹ και στʹ, ορισμοί των εννοιών «παραγωγός» και «διανομέας» δεν έχουν εφαρμογή προκειμένου περί εκτιμήσεως ζητημάτων που αφορούν την υποχρέωση ενός προσώπου να υποβάλει δήλωση πιστότητας ορισμένου ραδιοεξοπλισμού.

    38

    Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει σε έναν τέτοιο διανομέα τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 2001/95, τις οποίες κανονικά υπέχει ο παραγωγός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία δεν περιέχει πληροφορίες περί επιβολής άλλων υποχρεώσεων, πλην της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως πιστότητας την οποία υπέχουν οι διανομείς ραδιοεξοπλισμών στην Ουγγαρία.

    39

    Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 2001/95, παρατηρείται ότι το πρόσωπο που διαθέτει ένα προϊόν στο εμπόριο μπορεί να θεωρηθεί ως παραγωγός του εν λόγω προϊόντος μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής και ως διανομέας του εν λόγω προϊόντος μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο στʹ. Ο παραγωγός και ο διανομέας υπέχουν μόνον τις υποχρεώσεις που η οδηγία 2001/95 επιβάλλει, αντίστοιχα, σε έκαστο εξ αυτών.

    40

    Κατά συνέπεια, στο δεύτερο, στο τρίτο στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα, καθώς και στο δέκατο ερώτημα, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/95 δεν έχει εφαρμογή προκειμένου περί εκτιμήσεως ζητημάτων που αφορούν την υποχρέωση ενός προσώπου να υποβάλει δήλωση πιστότητας ορισμένου ραδιοεξοπλισμού. Όσον αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν, βάσει της οδηγίας 2001/95, κατά τη διάθεση στο εμπόριο ραδιοεξοπλισμών, άλλες υποχρεώσεις, πλην της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως πιστότητας, το πρόσωπο που διαθέτει ένα προϊόν στο εμπόριο μπορεί να θεωρηθεί, αφενός, ως παραγωγός του εν λόγω προϊόντος μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, ως διανομέας του εν λόγω προϊόντος μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο στʹ. Ο παραγωγός και ο διανομέας υπέχουν μόνον τις υποχρεώσεις που η οδηγία 2001/95 επιβάλλει, αντίστοιχα, σε έκαστο εξ αυτών.

    Επί της ερμηνείας του άρθρου 30 EΚ

    41

    Το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, αφορούν τους λόγους που μπορούν, ενδεχομένως, να προβάλλουν τα κράτη μέλη προς δικαιολόγηση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των φερόντων τη σήμανση πιστότητας «CE» ραδιοεξοπλισμών και την ερμηνεία του άρθρου 30 EΚ.

    42

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως υποστηρίζει ειδικότερα η Επιτροπή, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται κατά τρόπο εναρμονισμένο στο κοινοτικό επίπεδο, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτού του μέτρου εναρμονίσεως και όχι των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-324/99, DaimlerChrysler, Συλλογή 2001, σ. I-9897, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Όσον αφορά την υποχρέωση καταρτίσεως δηλώσεως πιστότητας σχετικά με ορισμένο ραδιοεξοπλισμό, η οδηγία 1999/5 περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις. Από το γράμμα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι αυτή αποβλέπει στην πλήρη εναρμόνιση του τομέα που ρυθμίζει. Συνεπώς, στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται πλήρως και δεν έχουν τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ αντιθέτων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας τους (βλ. απόφαση ATRAL, προπαρατεθείσα, σκέψη 44).

    44

    Η ελεύθερη κυκλοφορία των συσκευών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/5 και για τις οποίες θεωρείται ότι συμμορφώνονται με τις βασικές απαιτήσεις και με τους κανόνες ασφαλείας που προβλέπει η οδηγία δύναται να περιοριστεί μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία. Σε περίπτωση που κράτος μέλος κρίνει ότι η συμμόρφωση προς εναρμονισμένο πρότυπο δεν εξασφαλίζει συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία και τις οποίες προορίζεται να καλύψει το πρότυπο αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται, βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας, να θέσει το ζήτημα ενώπιον της επιτροπής αξιολόγησης της πιστότητας και εποπτείας της τηλεπικοινωνιακής αγοράς. Εφόσον υπάρχουν ελλείψεις στα εναρμονισμένα πρότυπα σε σχέση με τις βασικές απαιτήσεις, τα πρότυπα αυτά μπορούν να αποσυρθούν μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5 της οδηγίας 1999/5. Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι το σύστημα που καθιερώνει η οδηγία 1999/5 διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή.

    45

    Επιπροσθέτως, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, σε περίπτωση που κράτος μέλος επικαλείται, προς δικαιολόγηση περιορισμού, λόγους που δεν περιλαμβάνονται στον εναρμονισμένο από την οδηγία 1999/5 τομέα, δύναται να επικαλεσθεί το άρθρο 30 EΚ. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος δύναται να επικαλεσθεί μόνον κάποιον από τους λόγους γενικού συμφέροντος που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή κάποια από τις επιτακτικές απαιτήσεις που έχει δεχθεί η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, Rewe-Zentral, αποκαλούμενη «Cassis de Dijon», Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321, σκέψη 8). Και στις δύο περιπτώσεις ο περιορισμός πρέπει να είναι ικανός να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν εκείνου που απαιτείται για την επίτευξη αυτού του σκοπού (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Radiosistemi, σκέψη 42, και ATRAL, σκέψη 64).

    46

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο έκτο, στο έβδομο, στο όγδοο και στο ένατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται κατά τρόπο εναρμονισμένο στο κοινοτικό επίπεδο, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτού του μέτρου εναρμονίσεως και όχι των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ. Στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/5, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται πλήρως προς τις διατάξεις της οδηγίας και δεν έχουν τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ αντιθέτων διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας. Σε περίπτωση που κράτος μέλος κρίνει ότι η συμμόρφωση προς εναρμονισμένο πρότυπο δεν εξασφαλίζει συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία 1999/5 και τις οποίες προορίζεται να καλύψει το πρότυπο αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 5 της οδηγίας. Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος δύναται, προς δικαιολόγηση περιορισμού, να επικαλεσθεί λόγους που δεν περιλαμβάνονται στον εναρμονισμένο από την οδηγία 1999/5 τομέα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος δύναται να επικαλεσθεί μόνον κάποιον από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή κάποια από τις επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    47

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να απαιτούν, δυνάμει της οδηγίας 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών, από το πρόσωπο που διαθέτει ραδιοεξοπλισμό στην αγορά να υποβάλει σχετική δήλωση πιστότητας, ενώ ο εν λόγω εξοπλισμός φέρει σήμανση «CE» προερχόμενη από τον παραγωγό που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος και συνοδεύεται από δήλωση πιστότητας συνταχθείσα από τον παραγωγό αυτόν.

     

    2)

    Η οδηγία 2001/95/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων δεν έχει εφαρμογή προκειμένου περί εκτιμήσεως ζητημάτων που αφορούν την υποχρέωση ενός προσώπου να υποβάλει δήλωση πιστότητας ορισμένου ραδιοεξοπλισμού. Όσον αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν, βάσει της οδηγίας 2001/95, κατά τη διάθεση στο εμπόριο ραδιοεξοπλισμών, άλλες υποχρεώσεις, πλην της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως πιστότητας, το πρόσωπο που διαθέτει ένα προϊόν στο εμπόριο μπορεί να θεωρηθεί, αφενός, ως παραγωγός του εν λόγω προϊόντος μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, ως διανομέας του εν λόγω προϊόντος μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο στʹ. Ο παραγωγός και ο διανομέας υπέχουν μόνον τις υποχρεώσεις που η οδηγία 2001/95 επιβάλλει, αντίστοιχα, σε έκαστο εξ αυτών.

     

    3)

    Όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται κατά τρόπο εναρμονισμένο στο κοινοτικό επίπεδο, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτού του μέτρου εναρμονίσεως και όχι των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ. Στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/5/EΚ, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται πλήρως προς τις διατάξεις της οδηγίας και δεν έχουν τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ αντιθέτων διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας. Σε περίπτωση που κράτος μέλος κρίνει ότι η συμμόρφωση προς εναρμονισμένο πρότυπο δεν εξασφαλίζει συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία 1999/5 και τις οποίες προορίζεται να καλύψει το πρότυπο αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 5 της οδηγίας. Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος δύναται, προς δικαιολόγηση περιορισμού, να επικαλεσθεί λόγους που δεν περιλαμβάνονται στον εναρμονισμένο από την οδηγία 1999/5 τομέα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος δύναται να επικαλεσθεί μόνον κάποιον από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή κάποια από τις επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

    Top