Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0569

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 10ης Φεβρουαρίου 2010.
Internetportal und Marketing GmbH κατά Richard Schlicht.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Διαδίκτυο - Τομέας ανωτάτου επιπέδου.eu - Κανονισμός (ΕΚ) 874/2004 - Ονόματα τομέα - Σταδιακή καταχώριση - Ειδικοί χαρακτήρες - Κερδοσκοπικές και καταχρηστικές καταχωρίσεις - Έννοια του όρου "κακή πίστη".
Υπόθεση C-569/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-04871

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:65

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 10ης Φεβρουαρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑569/08

Internetportal und Marketing GmbH

κατά

Richard Schlicht

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Διαδίκτυο – Τομέας ανωτάτου επιπέδου “.eu” – Κανονισμός (ΕΚ) 874/2004 – Άρθρο 21 – Kαταχώριση ονόματος τομέα από δικαιούχο εθνικού σήματος το οποίο αποκτήθηκε με μοναδικό σκοπό να επιτραπεί η καταχώριση του ονόματος τομέα κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσεως της σταδιακής καταχωρίσεως – Έννοια του όρου “δικαίωμα” – Έννοια του όρου “έννομο συμφέρον” – Έννοια του όρου “κακή πίστη” – Άρθρο 11 – Κανόνες μεταγραφής ειδικών χαρακτήρων – Κακόπιστη καταχώριση εθνικού σήματος»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα υπόθεση στηρίζεται σε αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο πέντε προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 21, του κανονισμού (ΕΚ) 874/2004 (2).

2.        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της εταιρίας Internetportal und Marketing GmbH, η οποία εκμεταλλεύεται διαδικτυακές πύλες και εμπορεύεται προϊόντα στο Διαδίκτυο (στο εξής: αναιρεσείουσα), και, αφετέρου, του Richard Schlicht, κατόχου του σήματος της Μπενελούξ «Reifen», το οποίο προτίθεται να χρησιμοποιεί για νέα προϊόντα καθαρισμού, και ειδικότερα για υαλοπίνακες (3) (στο εξής: αναιρεσίβλητος). Αντικείμενο της διαφοράς αποτελεί το όνομα τομέα «reifen.eu».

3.        Τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν κατ’ ουσίαν τα κριτήρια για την απόδειξη της υπάρξεως «δικαιώματος», «εννόμου συμφέροντος» και «κακής πίστης» υπό την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 874/2004.

II – Νομικό πλαίσιο

4.        Ο κανονισμός (ΕΚ) 733/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2002, για την υλοποίηση του .eu τομέα ανωτάτου επιπέδου (4), θέτει, σύμφωνα με το πρώτο του άρθρο, τους γενικούς κανόνες για την υλοποίηση του τομέα ανωτάτου επιπέδου (TLD) «.eu», συμπεριλαμβανομένου του ορισμού μητρώου, και καθιερώνει το πλαίσιο γενικής πολιτικής εντός του οποίου λειτουργεί το μητρώο αυτό.

5.        Κατά τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, οι ως άνω κανόνες δημοσίου συμφέροντος, για την αντιμετώπιση κερδοσκοπικών και καταχρηστικών καταχωρίσεων ονομάτων τομέα, θα πρέπει να προβλέπουν ότι οι κάτοχοι προηγούμενων δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ή θεσπίζονται σύμφωνα με το εθνικό ή/και το κοινοτικό δίκαιο, και οι δημόσιοι φορείς απολαύουν συγκεκριμένης χρονικής περιόδου («sunrise period») κατά τη διάρκεια της οποίας η καταχώριση των ονομάτων τομέα «προορίζεται αποκλειστικά» για τους εν λόγω κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων και δημόσιους φορείς.

6.        Το άρθρο 5 («Πλαίσιο πολιτικής») του κανονισμού 733/2002 ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή […] θεσπίζει κανόνες δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά την εφαρμογή και τις λειτουργίες του .eu TLD και τις αρχές δημοσίου συμφέροντος για τις καταχωρίσεις. Η πολιτική δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνει:

α)      πολιτική εξώδικης διευθέτησης διαφορών·

β)      πολιτική δημοσίου συμφέροντος για τις κερδοσκοπικές και καταχρηστικές καταχωρίσεις ονομάτων τομέα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας καταχώρισης ονομάτων τομέα σταδιακά ώστε να εξασφαλίζονται οι κατάλληλες προσωρινές ευκαιρίες για τους κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ή θεσπίζονται από το εθνικό ή/και το κοινοτικό δίκαιο, και για τους δημόσιους φορείς να καταχωρίζουν τα ονόματά τους·

[…]».

7.        Ο κανονισμός 874/2004, εκδοθείς κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου, ορίζει στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του:

«Για τη διαφύλαξη προηγούμενων δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν από το κοινοτικό ή το εθνικό δίκαιο, πρέπει να θεσπιστεί μια διαδικασία σταδιακής καταχώρισης. Η σταδιακή καταχώριση πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο φάσεις, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι δίνονται στους κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων οι κατάλληλες ευκαιρίες ώστε να καταχωρίσουν τα ονόματα επί των οποίων κατέχουν προηγούμενα δικαιώματα. […] Η διάθεση του εν λόγω ονόματος πρέπει κατόπιν να γίνεται με βάση την αρχή της εξυπηρέτησης κατά σειρά προτεραιότητας, εάν για ένα όνομα τομέα υπάρχουν δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι που κατέχουν προηγούμενο δικαίωμα.»

8.        Το άρθρο 3 («Αιτήσεις καταχώρισης ονόματος τομέα») του κανονισμού 874/2004 ορίζει:

«Η αίτηση καταχώρισης ονόματος τομέα περιλαμβάνει όλα τα κάτωθι στοιχεία:

[…]

γ)       βεβαίωση, σε ηλεκτρονική μορφή, του μέρους που υποβάλλει την αίτηση ότι, εξ όσων γνωρίζει, η αίτηση καταχώρισης ονόματος τομέα υποβάλλεται καλόπιστα και ότι δεν παραβιάζει οιαδήποτε δικαιώματα τρίτου μέρους.

[…]»

9.        Το άρθρο 10 («Επιλέξιμα μέρη και ονόματα που μπορούν να καταχωρίσουν») του κανονισμού 874/2004 έχει ως εξής:

«1.      Οι κάτοχοι προηγούμενων δικαιωμάτων που έχουν αναγνωριστεί ή θεσπιστεί από το εθνικό ή και το κοινοτικό δίκαιο […] δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για καταχώριση ονομάτων τομέα κατά τη διάρκεια της περιόδου σταδιακής καταχώρισης, πριν από την έναρξη της γενικής καταχώρισης στον τομέα .eu.

Τα “προηγούμενα δικαιώματα” περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα κατατεθέντα εθνικά εμπορικά σήματα, τα κατατεθέντα κοινοτικά εμπορικά σήματα, τις γεωγραφικές ενδείξεις ή τις ονομασίες προέλευσης και, στο μέτρο που προστατεύονται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών στα οποία κατέχονται, τα μη κατατεθέντα εμπορικά σήματα, τις εμπορικές επωνυμίες, τα αναγνωριστικά ταυτότητας επιχείρησης, τις εταιρικές επωνυμίες, τα οικογενειακά ονόματα και τους χαρακτηριστικούς τίτλους προστατευόμενων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων.

[…]

2.      Η καταχώριση με βάση προηγούμενο δικαίωμα συνίσταται στην καταχώριση ολόκληρου του ονόματος για το οποίο υφίσταται προηγούμενο δικαίωμα, όπως αναγράφεται στα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι το εν λόγω δικαίωμα υπάρχει.

[…]»

10.      Το άρθρο 11 («Ειδικοί χαρακτήρες») του κανονισμού 874/2004 ορίζει τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά την καταχώριση πλήρων ονομάτων, όταν τα ονόματα αυτά περιλαμβάνουν διάστημα μεταξύ των λέξεων ή των τμημάτων λέξεων, λογίζεται ότι υπάρχει ταυτοποίηση μεταξύ αυτών των πλήρων ονομάτων και των ιδίων ονομάτων που είναι γραμμένα με παύλες μεταξύ των τμημάτων λέξεων ή συνδυάζονται σε μία λέξη στο εφαρμοζόμενο όνομα τομέα.

Όταν το όνομα για το οποίο προβάλλονται προηγούμενα δικαιώματα περιλαμβάνει ειδικούς χαρακτήρες, διαστήματα ή σημεία στίξης, αυτά απαλείφονται εξ ολοκλήρου από το αντίστοιχο όνομα τομέα, και αντικαθίστανται από παύλες ή, εάν είναι δυνατόν, μεταγράφονται.

Στους ειδικούς χαρακτήρες και τα σημεία στίξης όπως αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: ~ @ # $ % ^ & * ( ) + = <> { } [ ] \ /: ; ' , . ?

[…] Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το όνομα τομέα είναι ταυτόσημο με τα στοιχεία του κειμένου ή των λέξεων του ονόματος για το οποίο υφίσταται προηγούμενο δικαίωμα.»

11.      Το άρθρο 12 («Αρχές σταδιακής καταχώρισης») του κανονισμού 874/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      H σταδιακή καταχώριση ξεκινά μόνον εφόσον τηρείται η απαίτηση [του πρώτου εδαφίου] του άρθρου 6.

Το μητρώο δημοσιεύει τουλάχιστον δύο μήνες νωρίτερα την ημερομηνία έναρξης της σταδιακής καταχώρισης και ενημερώνει σχετικά όλους τους διαπιστευμένους καταχωρητές.

[…]

2.      Η διάρκεια της περιόδου σταδιακής καταχώρισης είναι τέσσερις μήνες. Η γενική καταχώριση των ονομάτων τομέα (“Landrush period”) δεν ξεκινάει πριν από την ολοκλήρωση της περιόδου σταδιακής καταχώρισης.

Η σταδιακή καταχώριση συνίσταται σε δύο φάσεις διάρκειας δύο μηνών έκαστη.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της σταδιακής καταχώρισης, μόνον για τα κατατεθέντα εθνικά και κοινοτικά εμπορικά σήματα, τις γεωγραφικές ενδείξεις και τα ονόματα και ακρωνύμια που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, δύναται να υποβληθεί αίτηση για καταχώρισή τους ως ονομάτων τομέα από κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων και κατόχων αδειών και από τους δημόσιους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της σταδιακής καταχώρισης, για τα ονόματα τα οποία μπορούν να καταχωριστούν στην πρώτη φάση, καθώς και για τα ονόματα που βασίζονται σε όλα τα άλλα προηγούμενα δικαιώματα, δύναται να υποβληθεί αίτηση καταχώρισής τους ως ονομάτων τομέα από κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων.

3.      Η αίτηση καταχώρισης ονόματος τομέα βάσει προηγούμενου δικαιώματος, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, περιλαμβάνει αναφορά στη νομική βάση του εθνικού ή κοινοτικού δικαίου για δικαίωμα επί του ονόματος, καθώς και άλλες σχετικές πληροφορίες, όπως τον αριθμό καταχώρισης εμπορικού σήματος, πληροφορίες σχετικά με τη δημοσίευση σε επίσημη εφημερίδα ή στην εφημερίδα της κυβέρνησης, πληροφορίες για την καταχώριση σε επαγγελματικές ή εμπορικές ενώσεις και σε εμπορικά επιμελητήρια.

[…]      

6.      Για την επίλυση διαφοράς σχετικά με όνομα τομέα εφαρμόζονται οι κανόνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI.»

12.       Το άρθρο 21 («Κερδοσκοπικές και καταχρηστικές καταχωρίσεις») του κανονισμού 874/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Ένα καταχωρισμένο όνομα τομέα ανακαλείται, με την κατάλληλη εξωδικαστική ή δικαστική διαδικασία, όταν το εν λόγω όνομα είναι ταυτόσημο ή παρόμοιο σε βαθμό που να προκαλεί σύγχυση με όνομα για το οποίο έχει αναγνωριστεί ή θεσπιστεί δικαίωμα βάσει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας, όπως τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, και όταν το εν λόγω όνομα τομέα:

α)      καταχωρίσθηκε από τον κάτοχό του ο οποίος δεν έχει δικαιώματα ή έννομο συμφέρον επί του ονόματος τομέα· ή

β)      καταχωρίσθηκε ή χρησιμοποιείται με κακή πίστη.

2.      Το έννομο συμφέρον, υπό την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο α΄, μπορεί να αποδειχθεί όταν:

α)      πριν από οιαδήποτε κοινοποίηση της διαδικασίας εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, ο κάτοχος του ονόματος τομέα χρησιμοποίησε το όνομα τομέα ή ένα όνομα αντίστοιχο του ονόματος τομέα, σε συνδυασμό με προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών, ή ήταν αποδεδειγμένα έτοιμος να το πράξει·

β)      ο κάτοχος ονόματος τομέα είναι εταιρία, οργανισμός ή φυσικό πρόσωπο που έχει γίνει ευρέως γνωστός με το όνομα τομέα, ακόμη και ελλείψει δικαιώματος αναγνωρισμένου ή θεσπισμένου δυνάμει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας·

γ)      ο κάτοχος ονόματος τομέα πραγματοποιεί νόμιμη και μη εμπορική ή δίκαιη χρήση του ονόματος τομέα, χωρίς πρόθεση να παραπλανήσει τους καταναλωτές ή να βλάψει τη φήμη του ονόματος για το οποίο έχει αναγνωριστεί ή θεσπιστεί δικαίωμα δυνάμει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας.

3.      Η κακή πίστη, υπό την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, είναι δυνατόν να αποδειχθεί όταν:

α)      οι περιστάσεις καταδεικνύουν ότι το όνομα τομέα καταχωρίστηκε ή αποκτήθηκε πρωτίστως με σκοπό την πώληση, την εκμίσθωση ή τη μεταβίβαση άλλως πως του ονόματος τομέα σε κάτοχο ονόματος για το οποίο έχει αναγνωριστεί ή θεσπιστεί δικαίωμα δυνάμει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας, ή σε δημόσιο φορέα· ή

β)      το όνομα τομέα έχει καταχωριστεί προκειμένου να αποτραπεί ο κάτοχος του εν λόγω ονόματος για το οποίο έχει αναγνωριστεί ή θεσπιστεί δικαίωμα δυνάμει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας, ή ο δημόσιος φορέας, να μετατρέψει το εν λόγω όνομα σε αντίστοιχο όνομα τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)       η συγκεκριμένη συμπεριφορά του καταχωρίζοντος είναι δυνατόν να αποδειχθεί, ή

ii)       το όνομα τομέα δεν χρησιμοποιήθηκε με τον ανάλογο τρόπο για δύο τουλάχιστον έτη από την ημερομηνία καταχώρισης, ή

iii)  σε περιπτώσεις όπου, κατά τη στιγμή έναρξης της διαδικασίας ΕΕΔ, ο κάτοχος ονόματος τομέα για το οποίο έχει αναγνωριστεί ή θεσπιστεί δικαίωμα δυνάμει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας, ή ο κάτοχος ονόματος τομέα δημοσίου φορέα έχει δηλώσει την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει το όνομα τομέα δεόντως, αλλά παραλείπει να το πράξει στο διάστημα των έξι μηνών που έπονται μετά από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ΕΕΔ·

γ)      το όνομα τομέα καταχωρίσθηκε πρωτίστως με σκοπό την παρενόχληση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ανταγωνιστή· ή

δ)      το όνομα τομέα χρησιμοποιήθηκε σκοπίμως με σκοπό το εμπορικό κέρδος για να προσελκύσει χρήστες του διαδικτύου, στον ιστότοπο ή σε άλλη θέση σε απευθείας σύνδεση του κατόχου του ονόματος τομέα, δημιουργώντας πιθανότητα σύγχυσης με όνομα για το οποίο έχει αναγνωριστεί ή θεσπιστεί δικαίωμα δυνάμει της εθνικής ή και της κοινοτικής νομοθεσίας, ή με όνομα δημοσίου φορέα, πιθανότητα σύγχυσης η οποία αφορά την πηγή, τη χορηγία, την υπαγωγή ή την έγκριση του ιστοτόπου ή της θέσης ή ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που προσφέρονται επί του ιστοτόπου ή της θέσης του κατόχου ονόματος τομέα· ή

ε)      το όνομα τομέα που έχει καταχωριστεί είναι όνομα προσώπου για το οποίο δεν υπάρχει αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ του κατόχου του ονόματος τομέα και του ονόματος τομέα που έχει καταχωριστεί.

[…]»

13.      Το άρθρο 22 («Διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης διαφορών», στο εξής: διαδικασία ΕΕΔ) (5) του κανονισμού 874/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Καθένα από τα μέρη μπορεί να κινήσει τη διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης διαφορών όταν:

α)      η καταχώριση είναι κερδοσκοπική ή καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 21· ή

β)      η απόφαση η οποία έχει ληφθεί από το μητρώο αντίκειται στον παρόντα κανονισμό ή στον κανονισμό (ΕΚ) 733/2002.

[…]

11.      Σε περίπτωση διαδικασίας κατά κατόχου ονόματος τομέα, η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών αποφασίζει την ανάκληση του ονόματος τομέα, εάν θεωρήσει ότι η καταχώριση είναι κερδοσκοπική ή καταχρηστική, όπως ορίζεται στο άρθρο 21. Το όνομα τομέα μεταβιβάζεται στον καταγγέλλοντα, εάν έχει υποβάλει αίτηση για το εν λόγω όνομα τομέα και πληροί τα γενικά κριτήρια επιλεξιμότητας που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 733/2002.

[…]

13.      Τα αποτελέσματα της διαδικασίας εναλλακτικής επίλυσης διαφορών είναι δεσμευτικά για τα μέρη και το μητρώο, εκτός εάν κινηθούν δικαστικές διαδικασίες εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση στα μέρη του αποτελέσματος της διαδικασίας εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.»

III – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και προδικαστικά ερωτήματα

14.      Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης εκμεταλλεύεται διαδικτυακές πύλες και εμπορεύεται προϊόντα στο Διαδίκτυο. Προκειμένου να μπορέσει να υποβάλει αίτηση για διαδικτυακά ονόματα τομέα κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως, υπέβαλε στο σουηδικό μητρώο σημάτων αιτήσεις καταχωρίσεως 33 συνολικά γερμανικών εννοιών γένους ως σημάτων, χρησιμοποιώντας μάλιστα κάθε φορά τον ειδικό χαρακτήρα «&» πριν και μετά ή μεταξύ των διαφόρων γραμμάτων, και οι αιτήσεις της έγιναν δεκτές. Η αίτηση που υπέβαλε η αναιρεσείουσα στις 11 Αυγούστου 2005 αφορούσε την καταχώριση του λεκτικού σήματος «&R&E&I&F&E&N&» στη διεθνή κλάση 9 (ιμάντες ασφάλειας)· η οικεία καταχώριση πραγματοποιήθηκε στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

15.      Η αναιρεσείουσα δεν είχε ποτέ την πρόθεση να χρησιμοποιήσει το σήμα αυτό για ιμάντες ασφάλειας, αλλά θεώρησε ότι, σύμφωνα με ανακοίνωση της PricewaterhouseCoopers, μιας επιχείρησης στην οποία το Ευρωπαϊκό Μητρώο Τομέων του Διαδικτύου (European Registry for Internet Domain, στο εξής: EURID) είχε αναθέσει την εξέταση των αιτήσεων καταχωρίσεως διαδικτυακών ονομάτων τομέων, οι χαρακτήρες «&» θα απαλείφονταν, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων μεταγραφής των σημάτων, κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος ως διαδικτυακού ονόματος τομέα υπό τον τομέα ανωτάτου επιπέδου «.eu», οπότε θα παρέμενε μόνον η λέξη «Reifen» [δηλαδή η γερμανική λέξη που σημαίνει «ελαστικά επίσωτρα»], η οποία, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, δεν θα είχε καμία πιθανότητα προστασίας ως σήμα, διότι αποτελεί έννοια γένους.

16.      Πράγματι, κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως, καταχωρίστηκε για λογαριασμό της αναιρεσείουσας, βάσει του σουηδικού σήματός της «&R&E&I&F&E&N&», το διαδικτυακό όνομα τομέα «www.reifen.eu». Η αναιρεσείουσα πέτυχε συνολικά την καταχώριση 180 περίπου διαδικτυακών ονομάτων τομέα, τα οποία συνίσταντο σε έννοιες γένους. Πρόθεση της αναιρεσείουσας είναι να εκμεταλλεύεται, υπό το όνομα «www.reifen.eu», μια διαδικτυακή πύλη για το εμπόριο ελαστικών επισώτρων, αλλά, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν έχει προβεί ακόμη σε σοβαρές προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη δημιουργία της πύλης αυτής, λόγω της εκκρεμούς δίκης και της προηγηθείσας διαδικασίας διαιτησίας. Κατά τον χρόνο της καταχωρίσεως του διαδικτυακού ονόματος τομέα ο αναιρεσίβλητος της κύριας δίκης δεν ήταν γνωστός στην αναιρεσείουσα.

17.      Ο αναιρεσίβλητος είναι κάτοχος του λεκτικού σήματος «Reifen» (ελαστικά επίσωτρα), για το οποίο υποβλήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2005 αίτηση καταχωρίσεως στο Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ και το οποίο καταχωρίστηκε ως σήμα στις 28 Νοεμβρίου 2005 για τις κλάσεις 3 (απορρυπαντικά και λευκαντικές ουσίες, […] προϊόντα καθαρισμού, και ειδικότερα προϊόντα καθαρισμού υαλοπινάκων τα οποία περιέχουν νανοσωματίδια) και 35 (παροχή υπηρεσιών για την υποστήριξη της εμπορίας τέτοιων προϊόντων καθαρισμού).

18.      Στις 10 Νοεμβρίου 2005 ο αναιρεσίβλητος υπέβαλε επίσης αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού σήματος του λεκτικού σήματος «Reifen» για την κλάση 3 (προϊόντα καθαρισμού για υαλοπίνακες και επιφάνειες ηλιακών εγκαταστάσεων, και ειδικότερα προϊόντα που περιέχουν νανοσωματίδια) και την κλάση 35 (καθαρισμός υαλοπινάκων και ηλιακών εγκαταστάσεων για λογαριασμό τρίτων). Με το σήμα αυτό, ο αναιρεσίβλητος προτίθεται να εμπορεύεται σε όλη την Ευρώπη «προϊόντα καθαρισμού για επιφάνειες της κατηγορίας των υαλοπινάκων», προϊόντα των οποίων τον σχεδιασμό και την παραγωγή έχει αναθέσει στην επιχείρηση BERGOLIN GmbH & Co KG. Στις 10 Οκτωβρίου 2006 ήταν ήδη έτοιμο ένα δείγμα του καθαριστικού I (REIFEN A).

19.      Ο αναιρεσίβλητος προσέβαλε την καταχώριση του διαδικτυακού ονόματος τομέα «www.reifen.eu» που είχε πραγματοποιηθεί για λογαριασμό της αναιρεσείουσας ενώπιον του τσεχικού διαιτητικού δικαστηρίου, το οποίο, με απόφαση της 24ης Ιουλίου 2006 (6), δέχτηκε την προσφυγή του, ακύρωσε την υπέρ της αναιρεσείουσας καταχώριση του ονόματος τομέα «reifen» και παραχώρησε το όνομα αυτό στον αναιρεσίβλητο.

20.      Το τσεχικό διαιτητικό δικαστήριο δέχτηκε ότι η νομολογία που έχει διαμορφωθεί στις υποθέσεις διαιτησίας κατά του μητρώου (EURID) πρέπει, κατ’ αναλογίαν, να εφαρμοστεί και στην προκείμενη διαδικασία κατά του κατόχου του διαδικτυακού ονόματος τομέα. Συνεπώς, κατά το τσεχικό διαιτητικό δικαστήριο, ο χαρακτήρας «&» που περιέχεται στο σήμα δεν πρέπει να απαλείφεται, αλλά πρέπει να μεταγράφεται κατά την καταχώριση. Είναι δε προφανές ότι η αναιρεσείουσα είχε την πρόθεση, σε πληθώρα περιπτώσεων, να καταστρατηγήσει τον τεχνικό κανόνα του άρθρου 11, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 874/2004. Επομένως, όπως αποφάνθηκε το τσεχικό διαιτητικό δικαστήριο, κατά την καταχώριση του επίδικου ονόματος τομέα, η αναιρεσείουσα ήταν κακόπιστη.

21.      Στις 23 Αυγούστου 2006, η αναιρεσείουσα άσκησε επομένως αγωγή, εντός της προθεσμίας του άρθρου 22, παράγραφος 13, του κανονισμού 874/2004, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει να μεταβιβάσει στον αναιρεσίβλητο το όνομα τομέα «reifen» υπό τον τομέα ανωτάτου επιπέδου «.eu» και ότι δεν πρέπει να της αφαιρεθεί το όνομα τομέα «reifen»· επικουρικά ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η απόφαση της 24ης Ιουλίου 2006 του τσεχικού διαιτητικού δικαστηρίου είναι άκυρη, και ειδικότερα να αναγνωριστεί ότι η ίδια δεν οφείλει να μεταβιβάσει στον αναιρεσίβλητο το όνομα τομέα «reifen» υπό τον τομέα ανωτάτου επιπέδου «.eu» και ότι δεν πρέπει να της αφαιρεθεί το όνομα τομέα «reifen».

22.      Ενώπιον των κατώτερου βαθμού εθνικών δικαστηρίων, τα επιχειρήματα των διαδίκων ουσιαστικά επικεντρώθηκαν στα ακόλουθα ζητήματα.

23.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, καταχωρίζοντας το σουηδικό σήμα «&R&E&I&F&E&N&» εν γνώσει του κανόνα μεταγραφής τον οποίο θέτει το άρθρο 11, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 874/2004, εκμεταλλεύτηκε απλώς τους ισχύοντες κανόνες, με σκοπό να βρίσκεται σε όσο το δυνατόν πλεονεκτικότερη θέση κατά την έναρξη της πρώτης φάσεως της σταδιακής καταχωρίσεως. Δεν πρόκειται για «κακή πίστη» υπό την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 874/2004, ή για κάποια άλλη κατάχρηση ή καταστρατήγηση δικαιώματος.

24.      Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι είναι κάτοχος ενός καταχωρισμένου σήματος, βάσει του οποίου απέκτησε, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της χρονικής προτεραιότητας («first come first served»), το όνομα τομέα «www.reifen.eu». Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι έχει έννομο συμφέρον επί του ονόματος τομέα «Reifen», το οποίο αποτελεί έννοια γένους, διότι προτίθεται να δημιουργήσει, χρησιμοποιώντας ως επικεφαλίδα τον όρο αυτόν, διαδικτυακή πύλη που να αφορά ένα συναφές με τον όρο αυτόν πεδίο. Επίσης, κατά την αναιρεσείουσα, ο σκοπός που αυτή επιδίωκε με την καταχώριση του ονόματος τομέα «reifen.eu» δεν ήταν να εμποδίσει την είσοδο του αναιρεσιβλήτου στο διαδίκτυο, δεδομένου μάλιστα ότι αγνοούσε πλήρως τις δραστηριότητές του και το προϊόν που ο αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται ότι παράγει. Εν τέλει, κατά την αναιρεσείουσα, ο αριθμός των σημάτων και ονομάτων τομέα που καταχώρισε δεν έχουν καμία σημασία για την υπό κρίση υπόθεση.

25.      Η αναιρεσείουσα υποστήριξε περαιτέρω ότι ο μόνος σκοπός της σταδιακής καταχωρίσεως ήταν η προστασία των κατόχων των προηγούμενων δικαιωμάτων και όχι η απαγόρευση υποβολής αιτήσεως καταχωρίσεως εννοιών γένους πριν από τη φάση της ελεύθερης υποβολής αιτήσεων καταχωρίσεως ονομάτων τομέα. Επομένως, από κανένα στοιχείο δεν συναγόταν ότι δεν επιτρεπόταν η υποβολή αιτήσεως καταχωρίσεως εννοιών γένους ως ονομάτων τομέα ήδη κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως. Υποστηρίζει ακόμη ότι το άρθρο 11, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 874/2004, εφαρμόστηκε ορθώς, διότι οι τρεις δυνατότητες τις οποίες απαριθμεί (εξ ολοκλήρου απάλειψη, αντικατάσταση από παύλες ή μεταγραφή) είναι ισοδύναμες, η δε φράση «εάν είναι δυνατόν» σημαίνει απλώς ότι η τρίτη δυνατότητα μπορεί να μην υπάρχει πάντα.

26.      Ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη του αιτήματος της αγωγής, καθόσον η αναιρεσείουσα καταστρατήγησε κακόπιστα τον σκοπό του κανονισμού 874/2004, που συνίστατο στην αποφυγή της συστηματικής καταχωρίσεως μεγάλου αριθμού ονομάτων τομέα και στη μη παροχή της δυνατότητας καταχωρίσεως των περιζήτητων εννοιών γένους πριν από τη φάση της ελεύθερης υποβολής αιτήσεων. Ο αναιρεσίβλητος προσάπτει στην αναιρεσείουσα ότι πέτυχε την καταχώριση πληθώρας «ψευδο-σημάτων», τα οποία δεν προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν στις συναλλαγές, ώστε, στηριζόμενη στις καταχωρίσεις αυτές, να ζητήσει ήδη από την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως, η οποία προοριζόταν μόνο για τους κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων, την καταχώριση ονομάτων τομέα που συνίσταντο σε έννοιες γένους και να εμπορευθεί στη συνέχεια τα ονόματα αυτά από διαδικτυακές πύλες, και ότι επομένως η αναιρεσείουσα ενήργησε ως κυβερνοσφετεριστής ονομάτων («domain grabber»).

27.      Ο αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η αναιρεσείουσα εκμεταλλεύτηκε εσκεμμένα την προφανώς εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 11, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 874/2004, δεδομένου ότι, κατά τη συνήθη πρακτική, ο ειδικός χαρακτήρας «&» δεν έπρεπε να απαλειφθεί, αλλά να μεταγραφεί κατά την καταχώριση. Κατά συνέπεια, πρόκειται για κακόπιστη καταχώριση, υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004. Το «ψευδο-σήμα», του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε με μοναδικό σκοπό την κατά προτεραιότητα καταχώριση ενός ονόματος τομέα, δεν αποτελεί προηγούμενο δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 874/2004, πράγμα που σημαίνει ότι η ανάκληση της καταχωρίσεως του ονόματος τομέα μπορεί να στηριχθεί ούτως ή άλλως στο άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού.

28.      Πρωτοδίκως, το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση επί της ουσίας.

29.      Κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof. Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, και, ιδιαιτέρως, του άρθρου 21 του κανονισμού 874/2004, το Oberster Gerichtshof ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάγεται από την ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού […] 874/2004 […] ότι υφίσταται δικαίωμα, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, ακόμη και:

α)      όταν το σήμα έχει καταχωριστεί χωρίς πρόθεση χρησιμοποίησής του για προϊόντα ή υπηρεσίες, αλλά με μόνο σκοπό να αποκτηθεί η δυνατότητα να υποβληθεί κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως αίτηση καταχωρίσεως ενός ονόματος τομέα που συμπίπτει με μια –διατυπωμένη στα γερμανικά– έννοια γένους;

β)      όταν το σήμα, στο οποίο στηρίζεται η καταχώριση του ονόματος τομέα και το οποίο συμπίπτει με μια –διατυπωμένη στα γερμανικά– έννοια γένους, διαφέρει από το όνομα τομέα κατά το ότι το σήμα περιέχει ειδικούς χαρακτήρες, οι οποίοι απαλείφθηκαν από το όνομα τομέα, μολονότι θα μπορούσαν να μεταγραφούν, και των οποίων η απάλειψη έχει ως αποτέλεσμα ότι το όνομα τομέα διαφέρει από το σήμα κατά τρόπο που να αποκλείεται οποιοσδήποτε κίνδυνος συγχύσεως;

2)      Έχει το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού […] την έννοια ότι υφίσταται έννομο συμφέρον μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως γ΄;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

3)      Υφίσταται έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού […] ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος του ονόματος τομέα προτίθεται να χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό, το οποίο συμπίπτει με μια –διατυπωμένη στα γερμανικά– έννοια γένους, για μια διαδικτυακή πύλη που αφορά σχετικό πεδίο;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και το τρίτο ερώτημα:

4)      Έχει το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού […] την έννοια ότι μόνον οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία α΄ έως ε΄ θεμελιώνουν την ύπαρξη κακής πίστεως, υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού […];

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

5)      Υπάρχει κακή πίστη, υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού […] 874/2004, ακόμη και στην περίπτωση που το όνομα τομέα καταχωρίστηκε κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως βάσει σήματος το οποίο συμπίπτει με μια –διατυπωμένη στα γερμανικά– έννοια γένους και το οποίο ο κάτοχος του ονόματος τομέα απέκτησε με μόνο σκοπό να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει την αίτηση καταχωρίσεως του ονόματος τομέα κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως και επομένως να προκαταλάβει τους άλλους ενδιαφερόμενους και, ενδεχομένως, ακόμη και τους κατόχους δικαιωμάτων επί του διακριτικού σημείου;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

30.      Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2008.

31.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η αναιρεσείουσα, ο αναιρεσίβλητος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμίας.

32.      Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 παρέστησαν οι εκπρόσωποι της αναιρεσείουσας, του αναιρεσιβλήτου, της Τσεχικής Κυβέρνησης και της Επιτροπής, για να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους.

V –    Κύρια επιχειρήματα των μετασχόντων στη διαδικασία

 Α –       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, προκαταρκτικώς, ότι η νομιμοποίησή της ως κατόχου του σήματος «&R&E&I&F&E&N&» έγινε δεκτή από το EURID κατά την καταχώριση του ονόματος τομέα «www.reifen.eu». Κατά συνέπεια, τυχόν συναφή σφάλματα θα έπρεπε να προβληθούν από τον αναιρεσίβλητο στο πλαίσιο διαδικασίας στρεφόμενης κατά του μητρώου σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004, και όχι στο πλαίσιο διαδικασίας στρεφόμενης κατά του κατόχου του ονόματος τομέα. Κατά την αναιρεσείουσα, η απόφαση που έλαβε το EURID να καταχωρίσει το όνομα τομέα «www.reifen.eu» για λογαριασμό της αναιρεσείουσας είναι πλέον αδύνατον να επανεξετασθεί στο πλαίσιο διαδικασίας inter partes.

 Β –       Επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο α΄

34.      Κατά την αναιρεσείουσα, όσα αναφέρει το αιτούν δικαστήριο σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, στοιχείο α΄, μπορούν να προβληθούν αποκλειστικώς στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά του μητρώου. Εάν πρόσωπο στρεφόμενο κατά του κατόχου ονόματος τομέα εκτιμά ότι το μητρώο εσφαλμένως δέχθηκε τη νομιμοποίηση αυτού του κατόχου ονόματος τομέα κατά τη διάρκεια της περιόδου της σταδιακής καταχωρίσεως («sunrise»), τότε θα πρέπει να κινήσει διαδικασία κατά του μητρώου. Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα προτείνει να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος.

35.      Κατά τον αναιρεσίβλητο, σήμα το οποίο καταχωρίζεται χωρίς πρόθεση ιδίας χρήσεως, με μόνο σκοπό την εξασφάλιση ορισμένων νομικών προνομίων, αποτελεί «ψευδο-σήμα». Όμως, εάν τα σήματα αυτού του είδους αναγνωριστούν ως δικαιώματα υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, ή του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, τούτο στην ουσία θα επέτρεπε, εάν δεν θα ενθάρρυνε, την καταστρατήγηση και την κατάχρηση των ειδικών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες θεσπίσθηκαν ακριβώς για την προστασία των κατόχων «γνήσιων» προηγούμενων δικαιωμάτων. Το επιχείρημα ότι ο σκοπός αυτός δεν διακυβεύεται από την καταχώριση μιας «έννοιας γένους» ως ονόματος τομέα, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα προηγούμενα δικαιώματα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, ή του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, μπορούν επίσης να συμπίπτουν με έννοιες γένους.

36.      Η Τσεχική Δημοκρατία, την προσέγγιση της οποίας συμμερίζεται εν πολλοίς η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι προέχει να διαπιστωθεί εάν το επίδικο στην κύρια δίκη σήμα καταχωρίσθηκε με κακή πίστη. Το γεγονός ότι το σήμα καταχωρίσθηκε αποκλειστικώς με σκοπό να εξασφαλισθεί η δυνατότητα συμμετοχής στην πρώτη φάση της διαδικασίας σταδιακής καταχωρίσεως των ονομάτων τομέα καταδεικνύει ότι η αναιρεσείουσα διαπνεόταν εξ’ αρχής από αθέμιτες προθέσεις και απέβλεπε σε διαφορετικό σκοπό από εκείνο για τον οποίο προορίζονται τα σήματα. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα επιδίωκε με τις ενέργειές της να αποκτήσει ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα ή να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

37.      Επιπροσθέτως, η αναιρεσείουσα χρησιμοποίησε σκοπίμως τους χαρακτήρες «&» στο όνομα του σήματος κατά τρόπο ασυνήθη και, από γλωσσολογικής απόψεως, παράλογο. Ο κερδοσκοπικός και ευκαιριακός χαρακτήρας της χρησιμοποιήσεως των χαρακτήρων «&» αποδεικνύεται ούτως ή άλλως από το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα καταχώρισε 33 συνολικά σήματα τα οποία αποτελούσαν έννοιες γένους, προσθέτοντας σε κάθε σήμα τον χαρακτήρα «&» μεταξύ των μεμονωμένων γραμμάτων. Εφόσον ο εθνικός δικαστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταχώριση που στηρίχθηκε στο επίδικο σήμα πραγματοποιήθηκε με κακή πίστη, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας, να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα επί του σήματος αυτού αποτελεί δικαίωμα υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004.

38.      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ούτε η οδηγία 89/104/EOK (7) ούτε ο κανονισμός (EK) 40/94 (8) εξαρτούν την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος από την πρόθεση του εν δυνάμει δικαιούχου να το χρησιμοποιήσει πράγματι ως σήμα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώρισή του. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένα σήμα κατοχυρώθηκε με αποκλειστικό σκοπό να αποκτηθεί η δυνατότητα να ζητηθεί, βάσει του σήματος αυτού, η καταχώριση ενός ονόματος τομέα κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσεως της διαδικασίας σταδιακής καταχωρίσεως, ουδόλως επηρεάζει τη δυνατότητα του κατόχου του ονόματος τομέα, ο οποίος είναι παράλληλα κάτοχος σήματος, να προβάλει δικαίωμα βάσει του σήματος αυτού υπό την έννοια της πρώτης δυνατότητας του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004.

39.      Όσον αφορά το γεγονός ότι το όνομα τομέα που καταχωρίσθηκε βάσει του σήματος συμπίπτει με μια έννοια γένους, η οποία είναι διατυπωμένη σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, έστω και εάν το εν λόγω γεγονός ενδέχεται να ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, της οδηγίας 89/104, ή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του κανονισμού 40/94, κατά την εκτίμηση του εάν μπορεί να αντιταχθεί απόλυτος λόγος απαραδέκτου στην καταχώριση του σήματος αυτού καθεαυτού, το ίδιο γεγονός ουδόλως επηρεάζει την εφαρμογή του κανονισμού 874/2004.

40.      Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας 89/104 δεν εμποδίζει την καταχώριση, εντός κράτους μέλους, ως εθνικού σήματος, λέξεως η οποία αποτελεί δάνειο από τη γλώσσα άλλου κράτους μέλους, στην οποία η λέξη αυτή στερείται διακριτικού χαρακτήρα ή είναι περιγραφική των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, εκτός εάν οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι στο κράτος μέλος εντός του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ικανοί να αντιληφθούν τη σημασία της λέξεως αυτής (9).

 Γ –       Επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο β΄

41.      Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι από το γράμμα του άρθρου 11 του κανονισμού 874/2004 προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από αυτό τρεις εναλλακτικές δυνατότητες είναι ισοδύναμες. Κατά τα λοιπά, η αναιρεσείουσα ούτως ή άλλως αμφισβητεί ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν καλόπιστος κατά τον χρόνο της καταχωρίσεως του σήματός της, στην οποία αυτή προέβη, όπως η ίδια ισχυρίζεται, με μόνο σκοπό να βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση για την απόκτηση του ονόματος τομέα «www.reifen.eu».

42.      Ο αναιρεσίβλητος θεωρεί ότι το καταχωρισμένο σήμα εσφαλμένως δεν ταυτίζεται με το επίδικο όνομα τομέα, διότι, κατ’ αυτόν, ο ειδικός χαρακτήρας «&» δεν θα έπρεπε να απαλειφθεί κατά την καταχώριση, αλλά να έχει μεταγραφεί ως «und» [και]. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης σε καμία περίπτωση δεν αντλεί δικαίωμα από το όνομα τομέα «www.reifen.eu».

43.      Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, οι κανόνες μεταγραφής τους οποίους επέλεξε η αναιρεσείουσα για τη μεταγραφή του σήματος σε όνομα τομέα είναι μάλλον άνευ σημασίας όσον αφορά τη διαπίστωση περί της υπάρξεως δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004. Και τούτο διότι το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού δεν εκφράζει προτίμηση υπέρ μιάς εκ των δυνατοτήτων μεταγραφής των ειδικών χαρακτήρων.

44.      Κατά τη γνώμη της Ιταλικής Δημοκρατίας, όταν το σήμα στο οποίο στηρίζεται η καταχώριση του ονόματος τομέα διαφέρει από το όνομα τομέα κατά το ότι το σήμα περιέχει ειδικούς χαρακτήρες οι οποίοι απαλείφθηκαν από το όνομα τομέα, τότε δεν υφίσταται δικαίωμα.

45.      Η Επιτροπή έδωσε κοινή απάντηση επί ενός από τα σκέλη του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο β΄, και επί του δευτέρου και του πέμπτου ερωτήματος (βλ. ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει και εκ προοιμίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αφενός, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος υπό την έννοια της δεύτερης δυνατότητας της διατάξεως του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του κανονισμού 874/2004 και, αφετέρου, η απουσία κακής πίστης υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου του ως άνω κανονισμού, συνιστούν ένα ενιαίο γεγονός. Προς επίρρωση της απόψεως αυτής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η χρησιμοποίηση του ονόματος τομέα από τον κάτοχό του έχει θεσπισθεί ως ουσιώδες κριτήριο για την εφαρμογή τόσο της παραγράφου 2, στοιχείο α΄, όσο και της παραγράφου 3, στοιχείο β΄, σημεία ii και iii, του άρθρου 21 του κανονισμού 874/2004.

 Δ –       Επί του δεύτερου ερωτήματος

46.      Η αναιρεσείουσα, η Τσεχική Δημοκρατία και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η απαρίθμηση που περιέχεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως γ΄, του κανονισμού 874/2004 δεν είναι περιοριστική. Ο αναιρεσίβλητος της κύριας δίκης και η Ιταλική Δημοκρατία έχουν όμως αντίθετη άποψη.

 Ε –       Επί του τρίτου ερωτήματος

47.      Η αναιρεσείουσα και η Τσεχική Δημοκρατία φρονούν ότι, καίτοι η αναιρεσείουσα δεν χρησιμοποίησε το όνομα τομέα πριν από τη γένεση της διαφοράς, ούτε ήταν αποδεδειγμένα έτοιμη να το πράξει υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, και λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω διάταξη έχει ενδεικτικό και όχι περιοριστικό χαρακτήρα, εντούτοις η πρόθεση διαχειρίσεως μιας διαδικτυακής πύλης αποτελεί στοιχείο δυνάμενο ενδεχομένως να αποδείξει ότι υφίσταται έννομο συμφέρον.

48.      Κατά την άποψη του αναιρεσιβλήτου, ο ισχυρισμός ότι υφίσταται πρόθεση χρησιμοποιήσεως του ονόματος τομέα δεν επαρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος. Εξάλλου, απλώς και μόνον ο ισχυρισμός ότι το όνομα τομέα χρησιμοποιήθηκε δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως γ΄.

 ΣΤ –       Επί του τέταρτου ερωτήματος

49.      Η αναιρεσείουσα, ο αναιρεσίβλητος, η Τσεχική Δημοκρατία και η Επιτροπή φρονούν ότι η απαρίθμηση που περιέχεται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ έως ε΄, του κανονισμού 874/2004 δεν είναι εξαντλητική.

 Ζ –       Επί του πέμπτου ερωτήματος

50.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, αν το άρθρο 21, του κανονισμού 874/2004, ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η καταγγελία τυχόν σφαλμάτων του μητρώου επιτρέπεται ακόμη και κατόπιν της εκπνοής της προβλεπόμενης προθεσμίας σαράντα ημερολογιακών ημερών για την άσκηση προσφυγής κατά του μητρώου («sunrise appeal period»), τούτο θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

51.      Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα αρνείται ότι ενήργησε κακόπιστα, στον βαθμό που οι περιπτώσεις «κακής πίστης» του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού 874/2004 στοχεύουν στην καταπολέμηση του κυβερνοσφετερισμού ονομάτων («domain grabbing»). Σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, στην υπό εξέταση περίπτωση πρόκειται για την καταχώριση ονομάτων τομέα που συνιστούν γενικούς όρους, η οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσβάλλει δικαιώματα τρίτων, διότι οι γενικές εκφράσεις δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο αποκλειστικών δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, ο κυβερνοσφετερισμός ονομάτων αποκλείεται εξ ορισμού στις περιπτώσεις καταχωρίσεως ονομάτων τομέα τα οποία συμπίπτουν με γενικές έννοιες. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης δεν ήταν δυνατόν να ενεργήσει κακόπιστα υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

52.      Ο αναιρεσίβλητος και η Τσεχική Δημοκρατία είναι της γνώμης ότι η ύπαρξη κακής πίστεως κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004 αποδεικνύεται, εάν το όνομα τομέα καταχωρίσθηκε κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως, βάσει σήματος το οποίο ο κάτοχος του ονόματος τομέα απέκτησε με μοναδικό σκοπό να ζητήσει την καταχώριση του ονόματος τομέα κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως και επομένως να προκαταλάβει τους λοιπούς ενδιαφερόμενους, περιλαμβανομένων όσων αντλούν δικαίωμα από το ίδιο σήμα.

53.      Κατά την Επιτροπή, εάν το πρόσωπο που ζητεί την ανάκληση του ονόματος τομέα υπέβαλε επίσης αίτηση καταχωρίσεως του ίδιου ονόματος τομέα κατά την πρώτη φάση της σταδιακής καταχωρίσεως και η αίτηση αυτή απορρίφθηκε λόγω της χρονικής προτεραιότητας της αιτήσεως που υπέβαλε ο κάτοχος του ονόματος τομέα, σύμφωνα με την αρχή της εξυπηρέτησης κατά σειρά προτεραιότητας («first come, first served») που διαλαμβάνει το άρθρο 14 του κανονισμού 874/2004, ο κάτοχος του επίδικου ονόματος τομέα δύναται να αντιταχθεί στην εν λόγω ανάκληση επικαλούμενος ότι έχει έννομο συμφέρον με βάση τη δεύτερη δυνατότητα του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και τη διάταξη του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου του κανονισμού 874/2004, μόνον εφόσον η καταχώριση ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του κεφαλαίου IV, και ιδιαιτέρως του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού. Όσον αφορά την τελευταία διάταξη, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι τρεις επιλογές που προβλέπει για τη μεταχείριση των ειδικών χαρακτήρων ιεραρχούνται ως ακολούθως:

–      οι ειδικοί χαρακτήρες που διαθέτουν σημειολογική αξία –όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ειδικών χαρακτήρων $ % & + =– μπορούν απλώς να μεταγράφονται σε μια αντίστοιχη λέξη·

–      οι ειδικοί χαρακτήρες που δεν διαθέτουν σημειολογική αξία, χρησιμοποιούνται όμως ως διαχωριστικά σημεία –όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ειδικών χαρακτήρων # <> { } [ ] \ /: ; , . ?– θα πρέπει να αντικαθίστανται από παύλες·

–      μόνον όταν ένας ειδικός χαρακτήρας δεν διαθέτει σημειολογική αξία, ούτε χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό σημείο –όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ειδικών χαρακτήρων ~ ^ * '– θα πρέπει να απαλείφεται εξ ολοκλήρου.

54.      Επομένως, εν προκειμένω, ο ειδικός χαρακτήρας «&», ο οποίος επαναλαμβάνεται μέσα στο σήμα, δεν θα έπρεπε να απαλειφθεί εξ ολοκλήρου κατά την καταχώριση του ονόματος τομέα, αλλά θα έπρεπε να μεταγραφεί σε ένα αντίστοιχο λεκτικό σημείο [δηλαδή θα έπρεπε να μεταγραφεί ως «und» (και)]. Κατά συνέπεια, η καταχώριση του επίδικου ονόματος τομέα «www.reifen.eu» δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 11 του κανονισμού 874/2004.

VI – Νομική ανάλυση

 Α –       Επί των προκαταρκτικών παρατηρήσεων της αναιρεσείουσας

55.      Στις προκαταρκτικές της παρατηρήσεις, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούν να της αντιταχθούν τυχόν σφάλματα στα οποία υπέπεσε το μητρώο σε σχέση με την καταχώριση του ονόματος τομέα και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω σφάλματα θα πρέπει να προβληθούν στο πλαίσιο μιας διαδικασίας στρεφόμενης κατά του μητρώου σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004, και όχι στο πλαίσιο διαδικασίας στρεφόμενης κατά του κατόχου του ονόματος τομέα.

56.      Οι θέσεις της αναιρεσείουσας εγείρουν το ζήτημα της σχέσης που συνδέει τη διαδικασία ΕΕΔ με τις ένδικες διαδικασίες και, ειδικότερα, κατά πόσον το γεγονός ότι δεν κινήθηκε διαδικασία ΕΕΔ κατά αποφάσεως του μητρώου δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004 καθιστά απαράδεκτη, λόγω απώλειας του σχετικού δικαιώματος, την προβολή αιτιάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΕΔ κατά της ιδίας αποφάσεως.

57.      Μολονότι το ως άνω ερώτημα δεν τέθηκε ρητώς από το αιτούν δικαστήριο, η σχετική απάντηση μπορεί να του είναι χρήσιμη (10), καθόσον το πρώτο ερώτημά του, τόσο υπό στοιχείο α΄ (όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες καταχωρίσθηκε το σήμα στη Σουηδία) όσο και υπό στοιχείο β΄ (σχετικά με το ενδεχόμενο εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων μεταγραφής των ειδικών χαρακτήρων), αναφέρεται σε αιτιάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασίας στρεφόμενης κατά της αποφάσεως του μητρώου. Δεδομένου ότι ο αναιρεσίβλητος στρέφεται μόνον κατά της αναιρεσείουσας και όχι κατά του μητρώου, μένει να εξεταστεί εάν τυχόν απωλέσθηκε το δικαίωμα προβολής των αιτιάσεων αυτών.

58.      Εν προκειμένω, επιβάλλεται να σημειωθεί, αφενός, ότι η θεσπισθείσα με τον κανονισμό 874/2004 διαδικασία ΕΕΔ δεν σχεδιάσθηκε κατά το πρότυπο μιας διαδικασίας διαιτησίας υπό στενή έννοια, αλλά μάλλον κατά το πρότυπο μιας οιονεί διοικητικής διαδικασίας που δεν αποκλείει την παράλληλη ή εκ των υστέρων κίνηση ένδικης διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (11). Επιπροσθέτως, η διαδικασία ΕΕΔ ηθελημένα δεν περιλαμβάνει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία των ενδίκων διαδικασιών, όπως η ακρόαση των διαδίκων και η προσκόμιση αποδεικτικών μέσων, γεγονός το οποίο αναπόφευκτα περιορίζει την εμβέλεια των δικαιωμάτων της άμυνας προς όφελος της αποτελεσματικότητας (12).

59.      Η ειδική διαμόρφωση της διαδικασίας ΕΕΔ οφείλεται, αφενός, στην επιδίωξη του νομοθέτη να θεσπίζει σύντομες διαδικασίες, ώστε να ελαχιστοποιείται το κόστος για τους συμμετέχοντες σε αυτές, όπως έχει ήδη προταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) σε σχέση με τους κανόνες της Ενιαίας Διαδικασίας Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Process – UDRP) που θέσπισε το Σώμα του Διαδικτύου για την Εκχώρηση ονομάτων και Αριθμών (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers – ICANN) (13). Αφετέρου, σκοπεί να προστατεύσει τους κατόχους «προηγούμενων δικαιωμάτων» υπό την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού 874/2004 ιδιαιτέρως ενόψει του κινδύνου του κυβερνοσφετερισμού ονομάτων («domaine grabbing»)· εξαιτίας δε του κινδύνου αυτού, η δομή της διαδικασίας που δημιουργήθηκε τείνει τελικώς να ευνοεί τους κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων (14) έναντι των κατόχων ονομάτων τομέα (15).

60.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, θα ήταν αντίθετο στην αρχή του κράτους δικαίου να θεωρηθεί ότι ορισμένες αιτιάσεις μπορούν να προβάλλονται μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΕΔ και ότι, ελλείψει προβολής τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, καθίστανται απαράδεκτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η εν λόγω ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 22, παράγραφος 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 874/2004 σύμφωνα με τα οποία η ανάκληση ενός ονόματος τομέα είναι επίσης δυνατή ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών και μετά το πέρας της διαδικασίας ΕΕΔ.

61.      Αφετέρου, η απώλεια του δικαιώματος προβολής των αιτιάσεων που δεν αντιτάχθηκαν κατά του EURID στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΕΔ δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004 θα ήταν αντίθετη προς το πνεύμα της διάταξης αυτής. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασία ΕΕΔ είτε κατά της κερδοσκοπικής ή καταχρηστικής καταχωρίσεως είτε κατά του μητρώου. Όμως, εάν το μέρος που κινεί διαδικασία μόνον κατά της καταχρηστικής καταχωρίσεως διέτρεχε τον κίνδυνο απώλειας του δικαιώματος επικλήσεως των αιτιάσεων κατά του μητρώου, θα υποχρεωνόταν να κινεί πάντοτε αμφότερες τις διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίζει τη δυνατότητα να αναπτύξει τα επιχειρήματά του και ενώπιον των δικαστικών αρχών. Εντούτοις, από το γράμμα του ως άνω άρθρου 22, παράγραφος 1, ουδόλως προκύπτει η υποχρέωση κινήσεως αμφότερων των διαδικασιών επί ποινή απώλειας του δικαιώματος προβολής των αιτιάσεων που δεν διατυπώθηκαν ενώπιον του τσεχικού διαιτητικού δικαστηρίου.

62.      Συνεπώς, οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας είναι αλυσιτελείς και δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

 Β –       Επί του πρώτου ερωτήματος

1.      Απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο α΄

63.      Με το πρώτο ερώτημα, στοιχείο α΄, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το γεγονός ότι έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το σήμα «&R&E&I&F&E&N&» καταχωρίσθηκε καλόπιστα στη Σουηδία ματαιώνει την τυπική ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος επί σήματος και εάν έχει επομένως τη δυνατότητα, από την ερμηνεία της έννοιας του «δικαιώματος» του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, να συναγάγει ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα.

64.      Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, ούτε η οδηγία 89/104 ούτε ο κανονισμός για το κοινοτικό σήμα εξαρτούν την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος από την πρόθεση του κατόχου του να το χρησιμοποιήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώρισή του. Επιπλέον, το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και το άρθρο 15 του κανονισμού 207/2009, παρέχουν σε κάθε δικαιούχο εθνικού ή κοινοτικού σήματος, αντιστοίχως, μέγιστη προθεσμία πέντε ετών από την καταχώριση του σήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτός δικαιούται να μην κάνει ουσιαστική χρήση του σήματος (16).

65.      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας 89/104 δεν εμποδίζει την καταχώριση, εντός κράτους μέλους, ως εθνικού σήματος, λέξεως η οποία αποτελεί δάνειο από τη γλώσσα άλλου κράτους μέλους, στην οποία η λέξη αυτή στερείται διακριτικού χαρακτήρα ή είναι περιγραφική των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, εκτός εάν οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι στο κράτος μέλος εντός του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ικανοί να αντιληφθούν τη σημασία της λέξεως αυτής. Συγκεκριμένα, ενδέχεται, λόγω γλωσσικών, πολιτισμικών, κοινωνικών και οικονομικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, σήμα το οποίο στερείται διακριτικού χαρακτήρα ή είναι περιγραφικό των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών εντός κράτους μέλους να μην έχει αυτά τα χαρακτηριστικά εντός άλλου κράτους μέλους (17).

66.      Επιπλέον, η κακή πίστη δεν περιλαμβάνεται στους απόλυτους λόγους απαραδέκτου του κοινοτικού σήματος (άρθρο 7, του κανονισμού 207/2009) ενώ, σε εθνικό επίπεδο, μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο απαραδέκτου ή ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 89/104. Όμως, όπως προκύπτει από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να μη συμπεριλαμβάνουν στην εθνική τους νομοθεσία για το σήμα την κακή πίστη, είτε ως απόλυτο λόγο απαραδέκτου είτε ως λόγο ακυρότητας.

67.      Επομένως, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το σουηδικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα να κηρύσσεται άκυρο ένα καταχωρισμένο σήμα λόγω κακής πίστεως και λαμβανομένου υπόψη του δηλωτικού χαρακτήρα της καταχωρίσεως των σημάτων, η κήρυξη του επίδικου σήματος της κύριας δίκης ως άκυρου εναπόκειται αποκλειστικά στις εθνικές διοικητικές αρχές, εν προκειμένω τις σουηδικές, με τις διαδικασίες που προβλέπει σχετικά το εθνικό δίκαιο, ή στις εθνικές δικαστικές αρχές, μετά από αίτηση ή μετά από άσκηση ανταγωγής στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς η οποία έχει αχθεί ενώπιόν τους.

68.      Η άποψη αυτή εμφανώς συνάδει περισσότερο με την ανάγκη ταχείας διεξαγωγής της διαδικασίας ΕΕΔ, όπως περιγράφεται ανωτέρω, καθόσον το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, του κανονισμού 874/2009, δεν χορηγεί στο τσεχικό διαιτητικό δικαστήριο την εξουσία να αποφαίνεται επί της ισχύος των δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας στα οποία στηρίζεται η καταχώριση των ονομάτων τομέα, αλλά απλώς να διαπιστώνει την ύπαρξη τους, έστω και αν αυτή είναι μόνον τυπική.

69.      Συνεπώς, έστω και όταν ένα σήμα θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο των διαδικασιών που κηρύσσουν την έκπτωση του κατόχου από το δικαίωμα σε αυτό ή την ακυρότητά του, εφόσον δεν έχει υποβληθεί δήλωση που να εξαγγέλλει τα αποτελέσματα αυτά, το οικείο σήμα εξακολουθεί να εκλαμβάνεται ως «δικαίωμα» υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004. Αντιθέτως, το απλό γεγονός της υποβολής αιτήσεως για την καταχώριση ενός σήματος δεν αρκεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός δικαιώματος, αλλά, το πολύ, ενός εννόμου συμφέροντος (18).

70.      Εν κατακλείδι, συνάγεται ότι η διατύπωση αμφιβολιών ως προς το ενδεχόμενο κακόπιστης καταχωρίσεως σήματος δεν μπορεί να ματαιώσει την ύπαρξη δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όπως το σήμα, όταν δε ο κάτοχος ενός ονόματος τομέα στηρίζει το όνομα αυτό σε εθνικό σήμα, έχει δικαίωμα υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004. Οι ως άνω αμφιβολίες, που οφείλονται ειδικότερα στις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η καταχώριση του εθνικού σήματος στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως και το γεγονός ότι πρόκειται για έννοια γένους διατυπωμένη στα γερμανικά, μπορούν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη για την ανάλυση της ύπαρξης κακής πίστεως υπό την έννοια του ίδιου άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄.

71.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004 έχει την έννοια ότι ο κάτοχος εθνικού σήματος έχει δικαίωμα υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον το εν λόγω σήμα δεν έχει κηρυχθεί άκυρο λόγω κακής πίστεως ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο από τις αρμόδιες διοικητικές ή δικαστικές αρχές και με τις διαδικασίες που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο.

2.      Απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο β΄

72.      Με το πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄, το Oberster Gerichtshof ζητεί να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που το αποκτηθέν από την αναιρεσείουσα της κύριας δίκης όνομα τομέα δεν είναι ταυτόσημο με το σήμα του οποίου αυτή είναι δικαιούχος και τούτο οφείλεται στην εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων μεταγραφής του άρθρου 11 του κανονισμού 874/2004, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης δεν έχει πλέον «δικαίωμα» υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού.

73.      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

74.      Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι ο όρος που χρησιμοποιείται ως σήμα είναι γενική λέξη διατυπωμένη σε μια από τις γλώσσες της Κοινότητας, ειδικότερα στη γερμανική, ουδόλως επηρεάζει την κρίση ως προς τις συνέπειες της εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων μεταγραφής, δεδομένου ότι η παραχώρηση ονομάτων τομέα .eu που περιέχουν γενικές λέξεις διατυπωμένες στις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύεται ούτε από τον κανονισμό 874/2004, ούτε από τον κανονισμό 733/2002.

75.      Δεύτερον, από το άρθρο 11 του κανονισμού 874/2004, ιδιαιτέρως δε από την τελευταία περίοδο (19), συνάγεται σαφώς ότι βασική αρχή για την καταχώριση των ονομάτων τομέα τα οποία στηρίζονται σε προηγούμενα δικαιώματα αποτελεί να εξασφαλίζεται η ταυτοποίηση ή η μέγιστη δυνατή ομοιότητα του ονόματος τομέα με το όνομα για το οποίο υφίσταται προηγούμενο δικαίωμα.

76.      Τρίτον, όσον αφορά τις εναλλακτικές δυνατότητες μεταγραφής των ειδικών χαρακτήρων που προβλέπει το άρθρο 11, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως δεν καθιερώνει ιεράρχηση μεταξύ των τριών λύσεων (απάλειψη, αντικατάσταση ή μεταγραφή), αλλά μόνον όσον αφορά την τρίτη από αυτές, ήτοι τη μεταγραφή των ειδικών χαρακτήρων. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση μεταγραφής των ειδικών χαρακτήρων «εάν είναι δυνατόν», που προβλέπει η τρίτη περίπτωση, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης προτιμά τη λύση αυτή σε σχέση με τις άλλες δυο εναλλακτικές δυνατότητες (20).

77.      Εντούτοις, η έκφραση «εάν είναι δυνατόν» δεν έχει την έννοια ότι, οσάκις ένας ειδικός χαρακτήρας υπό καταχώριση έχει σημειολογικό περιεχόμενο, όπως εν προκειμένω ο ειδικός χαρακτήρας «&» ο οποίος στην αγγλική σημαίνει «and» (ήτοι «και»), αυτός πρέπει υποχρεωτικώς να μεταγράφεται. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο βασικός σκοπός που διαπνέει το άρθρο 11 συνίσταται ιδίως, σύμφωνα με το πρώτο του εδάφιο, στο να παρέχεται μια ικανοποιητική λύση για την καταχώριση πλήρων ονομάτων, όταν τα ονόματα αυτά αποτελούνται από περισσότερες λέξεις ή στοιχεία, ή περιλαμβάνουν διάστημα μεταξύ των λέξεων ή των τμημάτων λέξεων, όπως το σήμα «X&Y». Πράγματι, το όνομα αυτού του είδους αντιμετωπίζει τεχνικές δυσκολίες προκειμένου να καταχωρισθεί ως όνομα τομέα. Με σκοπό την υπερπήδηση των εν λόγω εμποδίων, επομένως, τέθηκαν οι κανόνες μεταγραφής.

78.      Υπό τους όρους αυτούς, μολονότι η μεταγραφή των ειδικών χαρακτήρων προτιμάται έναντι των λοιπών λύσεων, αυτή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο αυτόματο, όταν υποβάλλεται στο μητρώο αίτηση περιέχουσα έναν τέτοιο χαρακτήρα. Αντιθέτως, κατά την εφαρμογή του κανόνα είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον εάν είναι πράγματι δυνατή η μεταγραφή του σημείου το οποίο από τεχνικής απόψεως είναι ασύμβατο με τα ονόματα τομέα, αλλά και κατά πόσον το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη μεταγραφή παρουσιάζει, σε κάποιο βαθμό, συνοχή με το προηγούμενο δικαίωμα.

79.      Συνεπώς, έστω και εάν ισχύει ότι ο χαρακτήρας «&», που συνήθως χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος μεταξύ δυο λέξεων, έχει σημειολογικό περιεχόμενο που είναι ευχερές να μεταγραφεί σε όλες τις γλώσσες της Κοινότητας, η χρησιμοποίησή του κατά τρόπο οιονεί καταχρηστικό από την αναιρεσείουσα μπορεί να θεωρηθεί ότι αλλοιώνει το εν λόγω σημειολογικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, η τοποθέτηση του ειδικού χαρακτήρα πριν και μετά από έκαστο των γραμμάτων που συνθέτουν τη γερμανική λέξη «Reifen» («&R&E&I&F&E&N&») στερείται λογικής, ιδίως σε συσχέτιση με τον ευρέως διαδεδομένο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το εν λόγω σύμβολο «&». Οι ως άνω διαπιστώσεις προϋποθέτουν όμως την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, η οποία δεν απόκειται στο Δικαστήριο.

80.      Επομένως, εάν το εθνικό δικαστήριο, ως μόνο αρμόδιο στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιόν του, είναι της γνώμης ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ο ειδικός χαρακτήρας «&» δεν είχε σημειολογικό περιεχόμενο ή ότι το απώλεσε, δεν μπορεί να προσαφθεί στο μητρώο ότι απάλειψε τον εν λόγω χαρακτήρα κατά την καταχώριση του ονόματος τομέα. Στην περίπτωση αυτή, η διαφοροποίηση του ονόματος τομέα από το καταχωρισμένο ως σήμα σημείο είναι δικαιολογημένη· συνεπώς, η καταχώριση είναι ορθή και η αναιρεσείουσα, έχοντας καταχωρίσει προσηκόντως το προηγούμενο δικαίωμά της, έχει δικαίωμα υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004.

81.      Στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄, θα πρέπει επομένως να δοθεί η απάντηση ότι, ακόμη και όταν το σήμα στο οποίο στηρίζεται η καταχώριση ενός ονόματος τομέα διαφέρει από το όνομα τομέα, λόγω του ότι ορθώς απαλείφθηκαν από το όνομα τομέα οι ειδικοί χαρακτήρες που περιέχει το σήμα, υφίσταται δικαίωμα υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν ήταν δυνατή η μεταγραφή των εν λόγω ειδικών χαρακτήρων κατά την καταχώριση.

 Γ –       Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

82.      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν τα μέσα με τα οποία μπορεί να διαπιστώνεται ότι υφίσταται «έννομο συμφέρον» υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που έχει αχθεί ενώπιόν του· ερωτά συγκεκριμένα, αφενός, εάν η απαρίθμηση των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως γ΄, του κανονισμού, είναι περιοριστική και, αφετέρου, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, εάν απλώς και μόνον η πρόθεση χρησιμοποιήσεως ενός ονόματος τομέα για διαδικτυακή πύλη που αφορά ένα σχετικό πεδίο είναι επαρκής ώστε να στοιχειοθετείται ένα τέτοιο έννομο συμφέρον.

83.      Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι, αφενός, από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι υφίσταται «δικαίωμα» υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 874/2004 και, αφετέρου, ότι οι έννοιες του «δικαιώματος» και του «εννόμου συμφέροντος» πληρούν εναλλακτικώς την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, η απάντηση στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα στερείται πρακτικής χρησιμότητας για το αιτούν δικαστήριο. Ως εκ τούτου, οι ακόλουθες παρατηρήσεις παρατίθενται επικουρικώς και μόνον.

84.      Όσον αφορά τον περιοριστικό χαρακτήρα των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως γ΄, διαπιστώνεται ότι, εκ πρώτης όψεως, η αντιπαράθεση της αποδόσεως της εν λόγω διατάξεως στις διάφορες γλώσσες εργασίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταδεικνύει ότι η απόδοση στη γερμανική γλώσσα δεν είναι ακριβής . Συγκεκριμένα, αυτή έχει ως εξής: «(2) Ein berechtigtes Interesse im Sinne von Absatz 1, Buchstabe a) liegt vor, wenn: […]». Η εν λόγω διατύπωση –η οποία μπορεί να μεταφραστεί κατά λέξη ως: «Έννομο συμφέρον υπό την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο α΄ υφίσταται όταν [...]»– εισάγει μια κατηγορική διαφοροποίηση, κατά την οποία μπορεί να συνάγεται ότι υφίσταται έννομο συμφέρον μόνον στις ρητώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, οι οποίες αναλύονται στη συνέχεια.

85.      Από την απόδοση αυτής της διατάξεως στις περισσότερες γλώσσες προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν επιδίωκε να περιορίσει τη δυνατότητα αποδείξεως περί της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος μόνο στις περιπτώσεις των στοιχείων α΄, β΄ και γ΄. Τούτο συνάγεται σαφώς από τη χρήση του ρήματος «μπορεί», η οποία αποδεικνύει πράγματι τον μη περιοριστικό χαρακτήρα των εν λόγω παραδειγμάτων (21).

86.      Η ανωτέρω γραμματική ερμηνεία της διατάξεως επιρρωννύεται από ένα τελολογικό επιχείρημα· συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι μεταξύ των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 874/2004 περιλαμβάνεται η ταχεία διεξαγωγή των διαδικασιών ενώπιον των επιτροπών ΕΕΔ. Ενόψει αυτού του σκοπού, οι κανόνες ερμηνείας ιδίως των εννοιών εκείνων που διαθέτουν κατ’ εξοχήν νομικό περιεχόμενο, όπως το «έννομο συμφέρον» ή η «κακή πίστη», πρέπει να εκλαμβάνονται ως μέσο παροχής συνδρομής στις επιτροπές ΕΕΔ εκ μέρους του νομοθέτη, στον βαθμό που οι επιτροπές αυτές είναι δυνατόν να συγκροτούνται από ένα μόνον πρόσωπο (22), τα δε μέλη τους δεν είναι κατ’ ανάγκην δικαστές (23). 

87.      Εξάλλου, από συστηματικής απόψεως, η απαρίθμηση ορισμένων από τις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται έννομο συμφέρον καθίσταται αναγκαία, λόγω του ότι το άρθρο 10 του κανονισμού, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, περιέχει έναν ιδιαιτέρως εύκαμπτο ορισμό της έννοιας του «δικαιώματος», ειδικά όσον αφορά τα προηγούμενα δικαιώματα, ή παραπέμπει στο εθνικό και το κοινοτικό δίκαιο. Πλην όμως, ο κανονισμός δεν περιέχει τον ορισμό της έννοιας του «εννόμου συμφέροντος», η οποία μάλιστα εμφανίζεται μόνο στο άρθρο 21 του εν λόγω κανονιστικού κειμένου. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της επιδιώξεως να διευκολύνεται το έργο των επιτροπών, και ελλείψει διατάξεως η οποία να περιέχει τους κρίσιμους για την εφαρμογή του κανονισμού ορισμούς, το μόνο άρθρο που μπορεί να παράσχει κατευθύνσεις για την αποσαφήνιση της έννοιας αυτής είναι το ίδιο το άρθρο 21. Επιπλέον, εφόσον ο κατάλογος των δικαιωμάτων είναι, εκ της φύσεώς του, ανοιχτός και μη περιοριστικός, δεν συντρέχει κανένας λόγος συναγωγής διαφορετικού συμπεράσματος όσον αφορά την απαρίθμηση των περιπτώσεων όπου υφίσταται «έννομο συμφέρον».

88.      Επομένως, εφόσον συνάγεται ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως γ΄, του κανονισμού 874/2004, δεν είναι περιοριστική, θα πρέπει να εξεταστεί εάν απλώς και μόνον η πρόθεση χρησιμοποιήσεως ενός ονόματος τομέα αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος.

89.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις περιπτώσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη απαιτούν ρητώς ή προϋποθέτουν ότι το όνομα χρησιμοποιείται. Μόνο στην πρώτη περίπτωση η χρησιμοποίηση του ονόματος τομέα είναι δυνατόν να μην απαιτείται, όταν ο κάτοχος ήταν αποδεδειγμένα έτοιμος να το χρησιμοποιήσει σε συνδυασμό με την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών.

90.      Εντούτοις, απλώς και μόνον η δήλωση της προθέσεως να χρησιμοποιηθεί το όνομα τομέα δεν μπορεί να εκληφθεί ως ετοιμότητα του κατόχου να πραγματοποιήσει τέτοια προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών· η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει να προσκομίζεται απόδειξη της ύπαρξης ενός προγράμματος δράσης με συγκεκριμένα μέτρα που να αποβλέπουν στην ανάληψη της σχεδιαζόμενης δραστηριότητας το συντομότερο δυνατόν. Εάν, επί παραδείγματι, ένα λεπτομερές επιχειρηματικό σχέδιο («business plan») θα έπρεπε να γίνεται αποδεκτό ως μέσο αποδείξεως της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, τότε έγγραφα τα οποία δεν παρουσιάζουν εξίσου διεξοδικώς την πρόοδο των συναφών εργασιών, όπως τα σχέδια του καταστατικού της εταιρίας, η δημιουργία διαδικτυακής πύλης κ.λπ., θα έπρεπε να εκλαμβάνονται επίσης ως αποδείξεις προς τούτο (24).

91.      Όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε αρχίσει ακόμη να προετοιμάζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα εν αναμονή της έκβασης της δίκης, πρέπει να επισημανθεί ότι, έστω και εάν η στάση αυτή μπορεί να εκληφθεί ως συνετή, μπορεί εξίσου να σημαίνει ότι η αναιρεσείουσα δεν επιδίωκε τίποτε άλλο παρά την καταχώριση του ονόματος τομέα. Όμως, ο σκοπός αυτός καθ’ εαυτόν, ελλείψει υλικών στοιχείων στα οποία να στηρίζεται, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως «νομότυπος» κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσεως της σταδιακής καταχωρίσεως («sunrise period»), αλλά αποκλειστικώς κατά τη διάρκεια της ελεύθερης καταχωρίσεως («landrush period»), κατά την οποία η υποβολή των σχετικών αιτήσεων δεν εξαρτάται από την πλήρωση καμίας προϋποθέσεως.

92.      Εντούτοις, οι ως άνω εκτιμήσεις ως προς την ύπαρξη πρόθεσης και την πραγματική έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με το όνομα τομέα συνδέονται με πραγματικά περιστατικά· ως εκ τούτου, απόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των πραγματικών στοιχείων της υπόθεσης που έχει αχθεί ενώπιόν του, εάν ο κάτοχος του ονόματος τομέα απέδειξε πράγματι την ύπαρξη ενός συναφούς προγράμματος εργασιών, προσκομίζοντας έγγραφα ή λοιπά αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι, ελλείψει αυτών, η πρόθεση εκμεταλλεύσεως του ονόματος τομέα δεν συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος.

 Δ –       Επί του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

93.      Με τα δυο ερωτήματα αυτά, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το Oberster Gerichtshof ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, εάν η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας είναι κακόπιστη υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004 και, αφετέρου, εάν η απαρίθμηση των στοιχείων που συνιστούν απόδειξη της κακής πίστεως σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3, είναι ή όχι περιοριστική.

94.      Πρώτον, όσον αφορά τον περιοριστικό χαρακτήρα της απαριθμήσεως των στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη κακής πίστης που περιέχει το άρθρο 21, παράγραφος 3, επιβάλλεται απλώς να επισημανθεί ότι, εκ νέου, η απόδοση του κανονισμού 874/2004 στη γερμανική γλώσσα δεν είναι ακριβής. Συγκεκριμένα, όπως παρατηρήθηκε και στην απάντηση επί του δεύτερου ερωτήματος (25), από την απλή αντιπαράθεση της αποδόσεως της διατάξεως στις γλώσσες εργασίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταφαίνεται ότι η γερμανική διατύπωση, «Bösgläubigkeit im Sinne von Absatz 1 Buchstabe b) liegt vor, wenn» [η οποία μπορεί να μεταφραστεί ως: «Κακή πίστη, υπό την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, αποδεικνύεται όταν»], έχει ιδιαιτέρως κατηγορηματικό χαρακτήρα, ενώ, από γραμματικής απόψεως, περιορίζει την ύπαρξη κακής πίστεως μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμεί το άρθρο 21, παράγραφος 3. Αντιθέτως, οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις (26) περιέχουν όλες μια λεπτή εννοιολογική διαφοροποίηση ιδιαίτερης σημασίας, που συνίσταται στην προσθήκη του ρήματος «μπορεί»· οπότε, στις γλωσσικές αυτές αποδόσεις, οι περιπτώσεις που απαριθμεί η εν λόγω διάταξη αναφέρονται μόνον ως παραδείγματα, χωρίς να τους προσδίδεται περιοριστικός χαρακτήρας. Ενόψει των ανωτέρω, η γερμανική απόδοση πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των λοιπών γλωσσικών αποδόσεων (27).

95.      Η ως άνω γραμματική ερμηνεία επιρρωννύεται, κατά πρώτο λόγο, από το ίδιο τελολογικό επιχείρημα που προβλήθηκε σε σχέση με την ερμηνεία της παραγράφου 2 της εν λόγω διατάξεως, το οποίο αφορά τον συνοπτικό χαρακτήρα των διαδικασιών ΕΕΔ και το ενδεχόμενο τα μέλη των οικείων επιτροπών να μη διαθέτουν δικαστική εμπειρία, το οποίο πιθανώς ενέπνευσε στον νομοθέτη την πρόθεση να συνδράμει τα μέλη των επιτροπών στο έργο τους, παρέχοντάς τους παραδείγματα (28).

96.      Ειδικά όσον αφορά την έννοια της κακής πίστεως πρέπει να προστεθεί ότι, επειδή ο κανονισμός αποβλέπει στην πρόληψη ή την αντιμετώπιση του κυβερνοσφετερισμού ονομάτων («domain grabbing»), ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να παράσχει στις ως άνω επιτροπές ορισμένα τυπικά παραδείγματα της συμπεριφοράς αυτού του είδους, τα οποία θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, αντίκεινται στην καλή πίστη.

97.      Επιπλέον, από συστηματικής απόψεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, η ύπαρξη καλής πίστεως, υπό μορφή σχετικής βεβαιώσεως του αιτούντος που επισυνάπτεται στην αίτηση για την καταχώριση του ονόματος τομέα, αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως καταχωρίσεως. Εφόσον, κατά το άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού, το μητρώο δύναται να ανακαλεί το όνομα τομέα με δική του πρωτοβουλία, όταν ο κάτοχος έχει παραβεί τους όρους καταχωρίσεως, συνάγεται ότι η ανάκληση λόγω ελλείψεως καλής πίστεως προϋποθέτει ότι το μητρώο διαπιστώνει την ύπαρξη κακής πίστης· εντούτοις, δεν θεσπίζεται κανένας περιορισμός ως προς τη δυνατότητα θεμελιώσεως της κακής πίστεως. Λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για γενική ρήτρα, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ότι ο νομοθέτης ανέθεσε μεν στο μητρώο την αρμοδιότητα να ερμηνεύει την έννοια της κακής πίστεως αυτεπαγγέλτως και άνευ περιορισμών, πλην όμως, εάν η απαρίθμηση του άρθρου 21, παράγραφος 3, εκληφθεί ως περιοριστική, περιορίζει την αρμοδιότητα των εξωδικαστικών ή δικαστικών αρχών να ερμηνεύουν την έννοια της κακής πίστεως μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται ρητώς στην εν λόγω διάταξη.

98.      Παρά ταύτα, το ερώτημα που τίθεται από το αιτούν δικαστήριο δεν στερείται σημασίας, στον βαθμό που διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας υπάγεται σε μια από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 21, παράγραφος 3. Εάν τα εν λόγω κριτήρια, τα οποία πάντως συνιστούν όλα τυπικές περιπτώσεις συμπεριφοράς που εμπίπτει στην έννοια του κυβερνοσφετερισμού ονομάτων («domain grabbing»), ήταν περιοριστικά, το αιτούν δικαστήριο θα ήταν υποχρεωμένο στην παρούσα υπόθεση να δεχθεί την έλλειψη κακής πίστεως.

99.      Δεύτερον, η παραδοχή ότι και άλλες περιπτώσεις μπορούν να θεμελιώσουν την ύπαρξη κακής πίστεως υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004 συνεπάγεται ότι είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν τα κριτήρια που είναι κρίσιμα για την ανάλυση της κακής πίστεως της αναιρεσείουσας.

100. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η ύπαρξη κακής πίστεως πρέπει να εκτιμάται συνολικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών παραγόντων της συγκεκριμένης υποθέσεως (29). Μολονότι η εν λόγω σκέψη του Δικαστηρίου διατυπώθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως απτομένης του δικαίου των σημάτων, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, δεν συντρέχει κανένας λόγος αποκλεισμού της κατ’ αναλογίαν εφαρμογής της ίδιας συλλογιστικής στην παρούσα υπόθεση. Εξάλλου, αμφότερες οι περιπτώσεις αφορούν την απόκτηση ενός δικαιώματος (είτε επί σήματος είτε αποκλειστικής χρήσεως ενός ονόματος τομέα) μέσω της καταχωρίσεως αυτού στο αρμόδιο μητρώο.

101. Όσον αφορά τους παράγοντες που αναφέρονται στα προδικαστικά ερωτήματα, οι οποίοι ενδεχομένως έχουν σημασία για την εξέταση της κακής πίστεως της αναιρεσείουσας, ήτοι:

–        τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκε το σήμα, με σκοπό την απόκτηση της δυνατότητας να ζητηθεί η καταχώριση του ονόματος τομέα κατά την πρώτη φάση·

–        το γεγονός ότι πρόκειται για έννοια γένους διατυπωμένη στη γερμανική γλώσσα· και

–        την ενδεχομένως καταχρηστική χρήση του σημείου «&», προκειμένου να ασκηθεί επιρροή επί της εφαρμογής των κανόνων μεταγραφής του άρθρου 11 του κανονισμού 874/2004,

πρέπει να διευκρινιστούν τα ακόλουθα.

102. Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το γεγονός ότι ο δικαιούχος σήματος, καταχωρίζοντας το σήμα σε κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου δεν προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα συνδεόμενη με το σήμα αυτό, είχε ως μοναδικό σκοπό να προκαταλάβει τους ανταγωνιστές του ως προς την απόκτηση του αντίστοιχου ονόματος τομέα δεν αποδεικνύει αφ’ εαυτού την ύπαρξη κακής πίστεως.

103. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 874/2004, με τη θέσπιση της περιόδου της σταδιακής καταχωρίσεως («sunrise period»), επιτρέπει ο ίδιος στους κατόχους προηγούμενων δικαιωμάτων, όπως τα καταχωρισμένα σήματα, να ζητήσουν την καταχώριση του ονόματος τομέα που αντιστοιχεί στο προηγούμενο δικαίωμά τους, δίδοντας τους μάλιστα προτεραιότητα έναντι των αιτούντων οι οποίοι δεν έχουν δικαιώματα αυτού του είδους. Επομένως, η εξασφάλιση πλεονεκτικής θέσεως δεν μπορεί να εκληφθεί ως «κακόπιστη», παρά μόνον εφόσον ένας συνδυασμός άλλων παραγόντων αποδεικνύει ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες το εν λόγω πλεονέκτημα δεν θα είχε αποκτηθεί και ότι η πλεονεκτική θέση συνιστά απόρροια συμπεριφοράς η οποία ηθελημένα αντιβαίνει προς τις θεμιτές πρακτικές του εμπορίου. Θα πρέπει επομένως να αναλυθούν ακριβώς αυτές οι λοιπές συναφείς περιστάσεις της παρούσας περιπτώσεως οι οποίες μπορούν να αποδείξουν την κακή πίστη της αναιρεσείουσας.

104. Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκε το σήμα «&R&E&I&F&E&N&», μολονότι ο κάτοχος ενός σημείου έχει το δικαίωμα να το καταχωρίσει στη χώρα της επιλογής του, εντούτοις το σήμα που καταχωρίσθηκε σε χώρα στην οποία ο κάτοχός του δεν προτίθεται να το χρησιμοποιήσει σε καμία περίπτωση, όπως προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί την κύρια λειτουργία του, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση ότι ο καταναλωτής ή ο τελικός χρήστης αναγνωρίζει την προέλευση του οικείου προϊόντος ή της οικεία υπηρεσίας (30). Συγκεκριμένα, εφόσον η αναιρεσείουσα είναι απούσα από τη σουηδική αγορά, το καταχωρισμένο σήμα δεν είναι δυνατόν να διακρίνει κανένα προϊόν ή υπηρεσία εντός της αγοράς αυτής.

105. Ωστόσο, το ως άνω στοιχείο δεν χρησιμεύει αυτό καθεαυτό για τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης ως κακόπιστης, στον βαθμό που, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η οδηγία 89/104 επιτρέπει στον κάτοχο ενός σήματος να μην το χρησιμοποιήσει για μέγιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών από της ημερομηνίας καταχωρίσεως. Κατόπιν τούτου, η πρόδηλη, όπως στην παρούσα υπόθεση, πρόθεση να μην πωληθούν προϊόντα ούτε να παρασχεθούν υπηρεσίες στη Σουηδία, σε καμία δε περίπτωση ιμάντες ασφαλείας, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα προετίθετο να εμπορευθεί ελαστικά επίσωτρα, συνιστά ενδεχομένως άλλη μια ένδειξη ότι το σήμα αποκτήθηκε με σκοπό ξένο τόσο προς την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, όσο και προς τις λοιπές λειτουργίες αυτού, όπως η εγγύηση της ποιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αυτό διακρίνει, ή οι λειτουργίες του σήματος ως διαύλου επικοινωνίας, ως επενδυτικού στοιχείου ή ως μέσου διαφημίσεως (31).

106. Ενόψει των ανωτέρω, η καταχώριση στη Σουηδία, ήτοι σε μια μη γερμανόφωνη χώρα, ενός λεκτικού σήματος διατυπωμένου στη γερμανική γλώσσα αποτελεί στοιχείο στο οποίο αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή.

107. Συγκεκριμένα, ο παράγοντας αυτός μπορεί αναμφιβόλως να αποδείξει ότι το σήμα επιτέλεσε απλώς επικουρική, πλην όμως αναγκαία λειτουργία προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αποκτήσεως του ονόματος τομέα. Εάν είχε συμπεριφερθεί θεμιτώς, η αναιρεσείουσα δεν θα είχε επιτύχει την καταχώριση του σήματος «Reifen» σε γερμανόφωνη χώρα, όπου τα λεκτικά σημεία που είναι γενικά θεωρείται ότι δεν έχουν διακριτικό χαρακτήρα, ιδίως όταν αποτελούν περιγραφικές ενδείξεις (32). Όμως, ακριβώς στις γερμανόφωνες χώρες μπορούσε η προστασία του συγκεκριμένου σήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κατόχου του, δεδομένου ότι η αγορά των ελαστικών επισώτρων στην οποία επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί το σήμα αυτό, κατά το αιτούν δικαστήριο, περιορίζεται στις χώρες αυτές.

108. Ασφαλώς, η καταχώριση εννοιών γένους στα μητρώα των τομέων «.de» ή «.at» δεν αποκλείεται, όπως ισχύει και για την καταχώρισή τους στο μητρώο του τομέα «.eu» (33). Ωστόσο, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να καταχωρίσει το γενικό σήμα «Reifen» στις γερμανόφωνες αγορές, όπου επρόκειτο να ασκήσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα, όφειλε να αναμείνει την έναρξη της καλούμενης «ελεύθερης» («landrush») φάσεως, προκειμένου να επιχειρήσει να καταχωρίσει το οικείο όνομα τομέα επί ίσοις όροις με τα άλλα πρόσωπα που ενδιαφέρονταν να καταχωρίσουν το ίδιο όνομα τομέα, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της χρονικής προτεραιότητας («first come first served») (34), η οποία αποτελεί σύγχρονη εκδοχή του ρωμαϊκού ρητού «prior tempore potior iure» (35).

109. Όμως, με το τέχνασμα της καταχωρίσεως σήματος το οποίο δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει, η αναιρεσείουσα απλώς απέφυγε την αναμονή έως την έναρξη της φάσεως της γενικής καταχωρίσεως («landrush period»), ενεργώντας σε βάρος των λοιπών προσώπων που ενδιαφέρονταν για το ίδιο όνομα τομέα, και, συνεπώς, εν αντιθέσει προς το πνεύμα του κανονισμού 874/2004, σύμφωνα με το οποίο ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας («first come first served») έχει εφαρμογή και στην περίοδο της γενικής καταχωρίσεως.

110. Εν τέλει, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το ενδεχόμενο καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως του σημείου «&» από την αναιρεσείουσα, προκειμένου να ασκηθεί επιρροή επί της εφαρμογής των κανόνων μεταγραφής του άρθρου 11 του κανονισμού 874/2004.

111. Συγκεκριμένα, ο δεύτερος παράγοντας που συνετέλεσε στο να καταχωρίσει η αναιρεσείουσα το όνομα τομέα αποφεύγοντας τον συναγωνισμό της φάσεως «landrush» ήταν η εγγραφή του σήματος στο μητρώο με τη χρησιμοποίηση του συμβόλου «&» κατά τρόπο δυσανάλογο και παράλογο. Έτσι, στο σήμα «&R&E&I&F&E&N&» η συνήθης σημασία του συμβόλου «&» («and», «και») τείνει να μη γίνεται αντιληπτή, ούτως ώστε το σύμβολο να παρουσιάζεται απλώς και μόνον ως διακοσμητικό φόντο της λέξεως την οποία πράγματι προετίθετο να καταχωρίσει η αναιρεσείουσα, πράγμα που δικαιολογούσε την απάλειψη του συμβόλου αυτού κατά την καταχώριση, όχι όμως τη μεταγραφή του.

112. Κατά τα λοιπά, η μαζική καταχώριση στο σουηδικό μητρώο 33 συνολικά σημάτων, με τη χρησιμοποίηση κάθε φορά κατά τον ίδιο τρόπο του συμβόλου «&», αποτελεί επίσης ένδειξη που επιρρωννύει την έλλειψη καλής πίστεως εκ μέρους του κατόχου του ονόματος τομέα, σε τέτοιο βαθμό που οι ως άνω καταχωρίσεις μπορούν, ενδεχομένως, να υπαχθούν σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχεία α΄, β΄ ή δ΄, ήτοι σε μία από τις τυπικές συμπεριφορές που συνιστούν κυβερνοσφετερισμό ονόματος («domaine grabbing»).

113. Όλες αυτές οι περιστάσεις υπενθυμίζουν μάλιστα την «αρχή της καταχρήσεως δικαιώματος», ως προς την οποία το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η απόδειξη πρακτικής που συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η κοινοτική ρύθμιση, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη ρύθμιση αυτή σκοπός, και την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος που απορρέει από την κοινοτική ρύθμιση δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την παροχή του οφέλους αυτού (36).

114. Ενόψει των προεκτεθέντων, στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, για την εξέταση της κακής πίστεως υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, της οποίας τα κριτήρια δεν είναι περιοριστικά, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που προσιδιάζουν στην προκείμενη περίπτωση, ιδίως δε:

–        τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκε το σήμα, και δη την πρόθεση να μη χρησιμοποιηθεί το σήμα στην αγορά για την οποία ζητήθηκε η προστασία του,

–        το γεγονός ότι πρόκειται για έννοια γένους διατυπωμένη στη γερμανική γλώσσα, και

–        την ενδεχομένως καταχρηστική χρησιμοποίηση του σημείου «&», προκειμένου να ασκηθεί επιρροή επί της εφαρμογής των κανόνων μεταγραφής του άρθρου 11 του κανονισμού 874/2004,

–        καθόσον η καταχώριση του σήματος είχε ως μοναδικό σκοπό να αποκτηθεί η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως καταχωρίσεως του ονόματος τομέα που αντιστοιχεί στο σήμα κατά την πρώτη φάση της καταχωρίσεως ονομάτων τομέα («sunrise period») που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

VII – Σύνοψη

115. H ανάλυση των παρουσών προτάσεων οδηγεί, κατά τη γνώμη μου, στην πρόταση μιας λύσης η οποία προβλέπει ότι, μολονότι είναι εμφανώς δύσκολο να υποστηριχθεί ότι η αναιρεσείουσα δεν έχει δικαίωμα υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 874/2004, εντούτοις από τη σώρευση πλειόνων παραγόντων μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτή είναι κακόπιστη.

116. Συγκεκριμένα, η απόκτηση δικαιώματος επί εθνικού σήματος δημιουργεί προς όφελος της αναιρεσείουσας την απαιτούμενη από την ως άνω διάταξη νομική κατάσταση, από την οποία είναι δυνατόν να αποξενωθεί μόνον εφόσον κηρυχθεί το σήμα άκυρο με τις προσήκουσες εθνικές διαδικασίες. Η διαφορά μεταξύ του σήματος και του ονόματος τομέα ερείδεται στη μάλλον ορθή εφαρμογή των κανόνων μεταγραφής και ούτε αυτή η διαφορά μπορεί να προσαφθεί στην αναιρεσείουσα προκειμένου να ματαιωθεί το δικαίωμά της υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄.

117. Εντούτοις, η καταχώριση του ονόματος τομέα αποτελεί απλώς τον καταληκτικό κρίκο μιας αλυσιδωτής σειράς ενεργειών τις οποίες έθεσε σε εφαρμογή η αναιρεσείουσα. Καίτοι καθεμία από τις ενέργειες αυτές, μεμονωμένως λαμβανόμενη, είναι τυπικώς έγκυρη, η διαδικασία ως σύνολο αφήνει να διαφανεί η πρόθεση της αναιρεσείουσας να αποφύγει την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού διαμέσου της καταχωρίσεως σήματος το οποίο δεν της είναι απαραίτητο παρά μόνο για να επωφεληθεί από τη συμμετοχή στην πρώτη φάση καταχωρίσεως των ονομάτων τομέα. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, η αναιρεσείουσα έτυχε πλεονεκτήματος έναντι των λοιπών προσώπων που ενδιαφέρονταν να καταχωρίσουν το ίδιο όνομα τομέα, το οποίο αποτελεί μάλιστα έννοια γένους διατυπωμένη στη γερμανική γλώσσα· πρόκειται ωστόσο για πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει εάν είχε επιδείξει θεμιτή συμπεριφορά.

118. Πράγματι, με την καταχρηστική συμπεριφορά της, η αναιρεσείουσα απέτρεψε τους λοιπούς ενδιαφερομένους από το να διεκδικήσουν να τους παραχωρηθεί το ίδιο όνομα τομέα κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της χρονικής προτεραιότητας («first come first served»). Αν η συμπεριφορά αυτή γινόταν αποδεκτή ως ένα «ευφυές τέχνασμα», τούτο θα ισοδυναμούσε με τη μετατροπή του ανταγωνισμού ταχύτητας σε ανταγωνισμό επινοητικότητας, ήτοι ανεύρεσης του ευνοϊκότερου τρόπου συντόμευσης της διαδικασίας, κατ’ αντίθεση προς το πνεύμα του κανονισμού.

VIII – Πρόταση

119. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Oberster Gerichtshof ως εξής:

«1)      Το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 874/2004 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση κανόνων δημοσίου συμφέροντος σχετικά με την υλοποίηση και της λειτουργίες του .eu τομέα ανωτάτου επιπέδου και τις αρχές που διέπουν την καταχώριση, έχει την έννοια ότι ο κάτοχος εθνικού σήματος έχει δικαίωμα υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως, εφόσον το εν λόγω σήμα δεν έχει κηρυχθεί άκυρο λόγω κακής πίστεως ή για άλλο λόγο από τις αρμόδιες διοικητικές ή δικαστικές αρχές και με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Το δικαίωμα αυτό υφίσταται έστω και εάν το σήμα στο οποίο στηρίζεται η καταχώριση του ονόματος τομέα διαφέρει από το όνομα τομέα λόγω του ότι ορθώς απαλείφθηκαν από το όνομα τομέα οι ειδικοί χαρακτήρες που περιέχει το σήμα. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον ήταν δυνατή η μεταγραφή των εν λόγω ειδικών χαρακτήρων κατά την καταχώριση.

2)      Για την εξέταση της κακής πίστεως υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 874/2004, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 αυτού, της οποίας τα κριτήρια δεν είναι περιοριστικά, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που προσιδιάζουν στην προκείμενη περίπτωση, ιδίως δε:

–        τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκε το σήμα, και δη την πρόθεση να μη χρησιμοποιηθεί το σήμα στην αγορά για την οποία ζητήθηκε η προστασία του,

–        το γεγονός ότι πρόκειται για μια έννοια γένους διατυπωμένη στη γερμανική γλώσσα, και

–        την ενδεχομένως καταχρηστική χρησιμοποίηση του σημείου “&”, προκειμένου να ασκηθεί επιρροή επί της εφαρμογής των κανόνων μεταγραφής του άρθρου 11 του κανονισμού 874/2004,

–        καθόσον η καταχώριση του σήματος είχε ως μοναδικό σκοπό να αποκτηθεί η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως καταχωρίσεως του ονόματος τομέα που αντιστοιχεί στο σήμα κατά την πρώτη φάση της καταχωρίσεως ονομάτων τομέα (“sunrise period”) που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Κανονισμός της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση κανόνων δημοσίου συμφέροντος σχετικά με την υλοποίηση και τις λειτουργίες του .eu τομέα ανωτάτου επιπέδου και τις αρχές που διέπουν την καταχώριση (ΕΕ L 162, σ. 40).


3 – Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, το όνομα του σήματος αποτελείται από τα τρία πρώτα γράμματα καθεμίας από τις γερμανικές λέξεις «Reinigungsmittel» (προϊόντα καθαρισμού) και «Fenster» (υαλοπίνακας)· εντούτοις, η λέξη «Reifen» αφ’ εαυτής σημαίνει ελαστικά επίσωτρα.


4 – ΕΕ L 113, σ. 1.


5 – Ευρέως γνωστό και χρησιμοποιούμενο κυρίως στην τεχνική γλώσσα του εν λόγω τομέα είναι επίσης το ακρωνύμιο «ADR» που προέρχεται από τον αγγλικό τίτλο Alternative Dispute Resolution.


6 – Στην υπόθεση υπ’ αριθ. 00910.


7 – Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1).


8– Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1). Ο εν λόγω κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), ο οποίος άρχισε να ισχύει από την 13η Απριλίου 2009. Ωστόσο, πρόκειται απλώς για μια κωδικοποιημένη έκδοση, η οποία δεν τροποποίησε ουσιωδώς τις κύριες διατάξεις.


9 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-421/04, Matratzen Concord (Συλλογή 2006, σ. I-2303).


10 – Κατά πάγια πρακτική, η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχει στα αιτούντα δικαστήρια χρήσιμες απαντήσεις για την επίλυση των υποθέσεων στο πλαίσιο των οποίων ανέκυψαν τα προδικαστικά ερωτήματα· βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I‑1979, σκέψη 16), της 24ης Μαρτίου 2009, C‑445/06, Danske Slagterier (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29), και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑402/07 και C‑432/07, Sturgeon κ. λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).


11 – Επ’ αυτού, ο κανόνας Α5 των Κανόνων Επίλυσης Διαφορών («Κανόνες ΕΕΔ»· βλ. http://eu.adr.eu/html/el/adr/adr_rules/adr%20rules_gr.pdf) ορίζει ότι «[η] διεξαγωγή της Διαδικασίας ΕΕΔ δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, χωρίς επηρεασμό της Παραγράφου A4(γ) […]»· η εν λόγω παράγραφος A4 (γ) αναφέρει τα εξής: «Η Επιτροπή τερματίζει τη Διαδικασία ΕΕΔ σε περίπτωση που περιέλθει εις γνώση της ότι η διαφορά η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Καταγγελίας αποτέλεσε το αντικείμενο τελεσίδικης απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου ή οργανισμού εναλλακτικής επίλυσης διαφορών». Επιπλέον, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η κίνηση της διαδικασίας ΕΕΔ δεν είναι υποχρεωτική, αντίθετα προς όσα υποστηρίζονται· έτσι, Muñoz, R., «L’enregistrement d’un nom de domaine “.eu”», Journal des tribunaux – Droit Européen, 2005, τεύχος 120, σ. 164.


12 – Βλ. Bettinger, T., «Alternative Streitbeilegung für “.EU”», Wettbewerb in Recht und Praxis, τεύχος 5/2006, σ. 551.


13 – Βλ. Fromkin, M., «ICANN’s Uniform Dispute Resolution Policy, Causes and (Partial) cures», Brooklyn Law Review, τόμος 67, άνοιξη 2002, τεύχος 3, σ. 636.


14 – Η εν λόγω προσέγγιση καταγγέλλεται ως μη δίκαιη, στον βαθμό που, τουλάχιστον όσον αφορά τις προθεσμίες, το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων του κατόχου σήματος δεν περιορίζεται χρονικά, ενώ, αντιθέτως, στον κάτοχο προσβαλλομένου ονόματος τομέα παρέχεται προθεσμία μόνον τριάντα ημερών προκειμένου να προσφύγει κατά της αποφάσεως του διαιτητικού δικαστηρίου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Βλ. Defossez, A., «Conflits entre titulaires de nom de domaine .eu et de droit de marque: une première analyse», Revue du Droit de l’Union Européenne, τεύχος 2/2007, σ. 375.


15 – Αυτό το σύνηθες φαινόμενο στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτού του είδους, γνωστό ως «trademark bias» [μεροληψία υπέρ του σήματος], δεν διέφυγε κριτικής από τη θεωρία. Βλ., σχετικά, Fromkin, M., όπ.π., σ. 674. Βλ., επίσης, Tardieu‑Guigues, E., «“Eurostar.eu”, la première contestation judiciaire de l’enregistrement d’un nom de domaine en <.eu>», RevueLAMYdroitdel’immatériel, τεύχος 15, Απρίλιος 2006, σ. 35, που υποστηρίζει ότι «οι γενικές αρχές που διέπουν την επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο των εξωδικαστικών διαδικασιών δεν είναι προς το συμφέρον των αιτούντων την καταχώριση [ονομάτων τομέα]».


16 – Σχετικά με την έννοια της «ουσιαστικής χρήσεως», βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2007, C‑246/05, Häupl (Συλλογή 2007, σ. I-4673), της 9ης Δεκεμβρίου 2008, C‑442/07, Verein Radetzky-Orden (Συλλογή 2008, σ. I‑9187), και της 15ης Ιανουαρίου 2009, C-495/07, Silberquelle (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


17 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Matratzen Concord (σκέψεις 25 και 32), και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑238/06 P, Develey κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. I‑9375, σκέψη 58).


18 – Το κριτήριο αυτό φαίνεται ότι εφαρμόζει επίσης το τσεχικό διαιτητικό δικαστήριο· βλ. Scheunemann, K., Die .eu. Domain – Registrierung und Streitbeilegung, Nomos, Baden-Baden, 2008, σ. 240.


19 – Όπου ορίζονται τα εξής: «[…] Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το όνομα τομέα είναι ταυτόσημο με τα στοιχεία του κειμένου ή των λέξεων του ονόματος για το οποίο υφίσταται προηγούμενο δικαίωμα».


20 – Την ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι προκρίνουν και οι επιτροπές ΕΕΔ, γεγονός που ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να περιορίσει τη διάπραξη απατών· βλ. Mietzel, J. G., «Die ersten 200 ADR-Entscheidungen zu .eu‑Domains – Im Spagat zwischen Recht und Gerechtigkeit», Mutimedia und Recht, τεύχος 5/2007, σ. 284.


21 – Έτσι, η ίδια διάταξη ορίζει τα εξής: στα αγγλικά, «A legitimate interest within the meaning of point (a) of paragraph 1 may be demonstrated where»· στα γαλλικά, «L’existence d'un intérêt légitime au sens du paragraphe 1, point a), peut être démontrée quand:»· στα ιταλικά, «Il legittimo interesse ai sensi del paragrafo 1, lettera a), può essere dimostrato ove:»· στα ισπανικά, «Podrá quedar demostrada la existencia de intereses legítimos a efectos de la letra a) del apartado 1 en los casos en que:»· στα ολλανδικά, «Een gewettigd belang in de zin van lid 1, onder a), kan worden aangetoond wanneer:» και, στα σλοβενικά, «Legitimen interes v smislu točke (a) odstavka 1 se lahko izkaže, če:» (η υπογράμμιση δική μου).


22 – Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 874/2004.


23 – Αυτό συνάγεται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 874/2004, κατά το οποίο αυτοί απαιτείται απλώς και μόνο να «διαθέτουν ανάλογη εμπειρογνωσία».


24 – Αυτή την άποψη υποστηρίζει πάντως μερίδα της θεωρίας· βλ. Bettinger, T., Willoughby, A. και Abel, S. M., DomainLawandPractice – AnInternationalHandbook, Οξφόρδη, 2005, σ. 278, και Scheunemann, K., όπ.π., σ. 245.


25 – Βλ. σημεία 84 και 85 των παρουσών προτάσεων.


26 – Στο αγγλικό κείμενο, «Bad faith, within the meaning of point (b) of paragraph 1 may be demonstrated, where:»· στο γαλλικό κείμενο, « La mauvaise foi au sens du paragraphe 1, point b), peut être démontrée quand:»· στο ιταλικό κείμενο, «La malafede ai sensi del paragrafo 1, lettera b), può essere dimostrata ove:»· στο ισπανικό κείμενο, «Podrá quedar demostrada la mala fe a efectos de la letra b) del apartado 1 en los casos en que […]»· στο ολλανδικό κείμενο, «Kwade trouw in de zin van lid 1, onder b), kan worden aangetoond wanneer:» και, στο σλοβενικό κείμενο, «Nepoštenost v smislu točke (b) odstavka 1 se lahko izkaže, če:» (η υπογράμμιση δική μου).


27 – Προς στήριξη της αντίθετης απόψεως, που τάσσεται υπέρ του περιοριστικού χαρακτήρα της απαριθμήσεως, προβάλλεται το επιχείρημα ότι εάν στους ρητώς προβλεπόμενους λόγους ανακλήσεως προστεθεί η γενική ρήτρα της καλής πίστης, τούτο ενέχει τον κίνδυνο τα διάφορα εθνικά δικαστήρια να οδηγηθούν σε διαφορετικές ερμηνείες, εφαρμόζοντας μάλιστα κριτήρια του δικαίου των σημάτων, τα οποία όμως δεν συνάδουν με τα κριτήρια που ισχύουν για τα ονόματα τομέα· βλ. Kipping, D., Das Recht der .eu‑Domains, Carl Heymanns, Κολωνία/Μόναχο, 2008, σ. 40. Όμως, η μέθοδος της αντιπαραθέσεως των αποδόσεων στις γλώσσες εργασίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας χρησιμοποιείται κατά παράδοση από το Δικαστήριο για την αποσαφήνιση της έννοιας των κοινοτικών κανονιστικών κειμένων. Όταν δε η απόκλιση εντοπίζεται σε μία μόνο γλωσσική απόδοση, όπως εν προκειμένω, ενώ όλες οι υπόλοιπες έχουν το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο, δεν μπορεί παρά να συνάγεται ότι η εν λόγω απόδοση είναι ανακριβής. Εξάλλου, στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 874/2004, η καλή πίστη προβλέπεται επίσης ως γενική ρήτρα χωρίς να συνδέεται αποκλειστικώς με τα κριτήρια του άρθρου 21 και χωρίς να συνάγεται οποιοσδήποτε περιορισμός σε σχέση με την ερμηνεία της.


28 – Βλ. σημείο 87 των παρουσών προτάσεων.


29 – Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, C‑529/07, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37).


30 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑456/01 P και C‑457/01 P, Henkel κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I‑5089, σκέψη 48).


31 – Όσον αφορά τις λοιπές λειτουργίες του σήματος, τις οποίες αναγνώρισε πρόσφατα η νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, C‑487/07, L’Oréal κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 58).


32 – Όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο βλ. Ströbele, P., «Absolute Schutzhindernisse ‑ Unterscheidungskraft», Ströbele/Hacker, Markengesetz Kommentar, ένατη έκδοση, Carl Heymanns, Κολωνία, 2009, σ. 242.


33 – Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι μεταξύ των εθνικών δικαίων παρατηρούνται ορισμένες αποκλίσεις· έτσι, στην Αυστρία, η νομολογία τήρησε αρχικά εμφανώς επιφυλακτική στάση ως προς το εάν η καταχώριση εννοιών γένους ως ονομάτων τομέα συνάδει με την καλή πίστη· βλ. Haller, A., «Internet‑Domains – ein Überblick», Brenn (επιμέλεια), ECG/E-Commerce-Gesetz, Manz, Βιέννη, 2002, σ. 109· αντιθέτως, στο ισπανικό δίκαιο η καταχώριση εννοιών γένους που περιγράφουν προϊόντα, υπηρεσίες, επαγγελματικές εγκαταστάσεις, τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας, επαγγέλματα, θρησκείες κ.λπ. απαγορεύεται ρητώς βάσει νόμου, βλ. Plaza Penadés, J., «Propiedad intelectual y sociedad de la información», García Mexía, P. (επιμέλεια), PrincipiosdeDerechodeInternet, Tirant lo Blanch, Βαλέντσια, 2005, σ. 380· περαιτέρω, στην Ιταλία, καίτοι η καταχώριση εννοιών γένους δεν απαγορεύεται βάσει νόμου, η νομολογία εμφανώς συγκλίνει επίσης υπέρ της μερικής τουλάχιστον απαγορεύσεώς της, βλ. Casaburi, G., «Nomi a dominio Internet e tutela della proprietà industriale», Rivista Giuridica di merito De Jure, τεύχος 5, Μάιος 2008, σ. 12· στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο η καταχώριση εννοιών γένους ως ονομάτων τομέα προφανώς δεν απαγορεύεται· όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, βλ. Azéma, J. και Galloux, J.‑C., Droitdelapropriété industrielle, Dalloz, έκτη έκδοση, Παρίσι, 2006, σ. 917· όσον αφορά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, βλ. Morcom, Roughton, Graham και Malynicz, Themodernlawoftrademarks, δεύτερη έκδοση, Lexis Nexis Butterworths, Λονδίνο, 2005, σ. 377 και 378.


34 – Βλ. ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 874/2004, σύμφωνα με την οποία: «[…] [μ]ετά από την ολοκλήρωση της σταδιακής καταχώρισης, κατά τη διάθεση των ονομάτων τομέα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της εξυπηρέτησης κατά σειρά προτεραιότητας».


35 – Βλ. Codex Iustinianus. Corpus Iuris Civilis, τόμος II, Krüger, Βερολίνο, 1954, 8.17 (18)3(4).


36 – Βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke (Συλλογή 2000, σ. I‑11569, σκέψεις 52 και 53), και της 21ης Ιουλίου 2005, C‑515/03, Eichsfelder Schlachtbetrieb (Συλλογή 2005, σ. I‑7355, σκέψη 39).

Top