Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0419

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 29ης Οκτωβρίου 2009.
Trubowest Handel GmbH και Viktor Makarov κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Ντάμπινγκ - Κανονισμός (ΕΚ) 2320/97 για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση - Εξωσυμβατική ευθύνη - Ζημία - Αιτιώδης συνάφεια.
Υπόθεση C-419/08 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-02259

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:678

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 29ης Οκτωβρίου 2009 (1

Υπόθεση C‑419/08 P

Trubowest Handel GmbH

και

Viktor Makarov

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε συνεπεία της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2320/97 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση – Προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας»





I –    Το ιστορικό της διαφοράς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

1.        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η Trubowest Handel GmbH και ο Viktor Makarov ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (2), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε τη στηριζόμενη στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αγωγή τους αποζημιώσεως για τη ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2320/97 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1997, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, καταγωγής Ουγγαρίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Τσεχικής Δημοκρατίας, Ρουμανίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1189/93 του Συμβουλίου και για την [περάτωση] της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Δημοκρατίας της Κροατίας (3) (στο εξής: οριστικός κανονισμός). Ο κανονισμός αυτός δεν έχει πλέον εφαρμογή από τις 21 Ιουλίου 2004, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1322/2004 του Συμβουλίου (4).

2.        Μεταξύ Ιανουαρίου του 1999 και Οκτωβρίου του 1999, η εταιρεία γερμανικού δικαίου Trubowest Handel GmbH (στο εξής: Trubowest) εισήγαγε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορισμένους σωλήνες χωρίς συγκόλληση καταγωγής Ρωσίας. Η εταιρεία αυτή, διαχειριστής της οποίας είναι ο V. Makarov, διαδέχθηκε την εταιρεία Truboimpex Handel GmbH (στο εξής: Truboimpex), διαχειριστής της οποίας ήταν ομοίως ο V. Makarov.

3.        Τον Οκτώβριο του 1999, το Amtsgericht Kleve (πταισματοδικείο του Kleve) (Γερμανία) εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως κατά του V. Makarov, λόγω του ότι υφίσταντο σοβαρές υπόνοιες σε βάρος του ότι είχε παράσχει στις φορολογικές αρχές ανακριβή και ελλιπή στοιχεία σε σχέση με σοβαρά γεγονότα φορολογικής φύσεως, πράγμα που του έδωσε τη δυνατότητα να αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τους εισαγωγικούς δασμούς. Ειδικότερα, στο ένταλμα συλλήψεως τονιζόταν ότι οι εισαχθέντες από την Truboimpex και την Trubowest σωλήνες καταγωγής Ρωσίας είχαν αποτελέσει το αντικείμενο ψευδών δηλώσεων προς τον σκοπό καταστρατηγήσεως των διατάξεων του οριστικού κανονισμού.

4.        Σε εκτέλεση αυτού του εντάλματος συλλήψεως, ο V. Makarov τέθηκε υπό κράτηση από τις 27 Οκτωβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου 1999, κατόπιν δε, από της απολύσεώς του, υπέκειτο σε μέτρα περιοριστικά της ελευθερίας του μετακινήσεως.

5.        Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου 1999, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές κοινοποίησαν στην Trubowest και στον V. Makarov πράξεις εκ των υστέρων επιβολής επιβαρύνσεων για την καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ που αφορούσαν τις εισαγωγές τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει η Truboimpex και η Trubowest κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1997 έως τον Οκτώβριο του 1999. Οι γερμανικές τελωνειακές αρχές θεωρούσαν, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς οι εισαγωγές των αναιρεσειόντων δεν είχαν καταταγεί στους κωδικούς της κοινοτικής ονοματολογίας για σωλήνες χωρίς συγκόλληση που αποτελούν το αντικείμενο του οριστικού κανονισμού.

6.        Επομένως, κατά τις γερμανικές τελωνειακές αρχές, η Truboimpex και η Trubowest όφειλαν, αντιστοίχως, ως μη καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ, 1 575 181,86 ευρώ και 729 538,78 ευρώ, ήτοι συνολικώς ποσό 2 304 720,64 ευρώ. Επιπλέον, ο V. Makarov, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της Truboimpex και της Trubowest, ευθυνόταν για την πληρωμή στο ακέραιο των οφειλομένων από τις δύο αυτές εταιρείες ποσών.

7.        Τον Νοέμβριο του 1999, οι αναιρεσείοντες αμφισβήτησαν, σύμφωνα με το άρθρο 243 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής : ΚΤΚ) (5), και κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, τη νομιμότητα των πράξεων εκ των υστέρων επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ που εκδόθηκαν σε βάρος τους.

8.        Κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεώς τους αναστολής των εν λόγω πράξεων από το Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικό δικαστήριο του Ντύσελντορφ), οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στο Hauptzollamt Duisburg (κεντρικό τελωνείο του Duisburg), υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι γερμανικές τελωνειακές αρχές κακώς θεώρησαν ότι οι εισαγωγές τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του οριστικού κανονισμού.

9.        Στις 14 Νοεμβρίου 2002, το Landgericht Kleve (πλημμελειοδικείο του Kleve) ανέστειλε την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί κατά του V. Makarov, εν αναμονή της εκβάσεως της αφορώσας αυτόν φορολογικής διαδικασίας.

10.      Στις 16 Ιουλίου 2004, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1322/2004, κατά τον οποίο ο οριστικός κανονισμός δεν έχει πλέον εφαρμογή από την 21η Ιουλίου 2004.

11.      Στις 15 Δεκεμβρίου 2004, οι αναιρεσείοντες ήλθαν σε συμβιβασμό με το Hauptzollamt Duisburg, θέτοντας τέλος στην υφιστάμενη μεταξύ αυτών και των γερμανικών τελωνειακών αρχών διαφορά.

12.      Κατά το περιεχόμενο αυτού του συμβιβασμού, προβλεπόταν, πρώτον, ότι οι πράξεις επιβολής επιβαρύνσεων και οι περί ευθύνης δηλώσεις που αφορούν δασμούς αντιντάμπινγκ ύψους 2 304 734,45 ευρώ τακτοποιούνται μέσω καταβολής συνολικού ποσού 460 000 ευρώ, δεύτερον, ότι η υπογραφή του συμβιβασμού επιφέρει την άμεση παύση όλων των μέτρων εκτελέσεως κατά της Trubowest και του V. Makarov και, τρίτον, ότι οι εν λόγω παραιτούνται από κάθε νέα αξίωση έναντι των τελωνειακών αρχών, παραδείγματος χάριν αποζημιώσεως λόγω των περιστατικών που εκτίθενται αντιστοίχως στον συμβιβασμό, και από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά των τελωνειακών αρχών, πλην των αξιώσεων αυτής της φύσεως έναντι τρίτων, ειδικότερα δε των αγωγών αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δυνάμει του άρθρου 288 ΕΚ. Στο κείμενο του συμβιβασμού αναφέρεται επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η αντίστοιχη έκθεση των περιστατικών δεν λύνει τη μεταξύ των μερών διαφορά ως προς το ποιοι σωλήνες υπήγοντο στον οριστικό κανονισμό και ποιοι όχι.

13.      Τον Μάιο του 2005, έπαυσαν οι ποινικές διώξεις κατά του V. Makarov υπό τον όρο ότι αυτός θα πλήρωνε πρόστιμο 18 000 ευρώ.

14.      Με την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να αποκαταστήσει η Κοινότητα τις ζημίες που υπέστησαν λόγω της λήψεως οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ βάσει του οριστικού κανονισμού, καταβάλλοντας:

–        118 058,46 ευρώ στην Trubowest ως αποζημίωση, πλέον τόκους υπερημερίας επί αυτού του ποσού, με το ετήσιο επιτόκιο 8 %. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ποσό που πράγματι κατέβαλε η Trubowest κατόπιν των διαφόρων πράξεων επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ που εξέδωσαν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές σε βάρος των αναιρεσειόντων και συνιστά διαφυγόν κέρδος για την Trubowest.

–        397 916,91 ευρώ στον V. Makarov ως αποζημίωση, πλέον τόκους υπερημερίας επί αυτού του ποσού, με το ετήσιο επιτόκιο 8 %. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί, ως προς 277 939,37 ευρώ, στο συνολικό ποσό που πράγματι κατέβαλε ο V. Makarov κατόπιν των διαφόρων πράξεων επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, ως προς 63 448,54 ευρώ, στη μη καταβολή μισθών στον V. Makarov από την Trubowest από τις 27 Οκτωβρίου 1999 και, ως προς 56 529 ευρώ, στα έξοδα δικηγόρου για τις διαδικασίες που κίνησαν οι αναιρεσείοντες κατά των γερμανικών τελωνειακών αρχών.

–        128 000 ευρώ στην Trubowest, λόγω του διαφυγόντος κέρδους της κατά το χρονικό διάστημα από το 2000 έως το 2004, πλέον τόκους υπερημερίας επί αυτού του ποσού, με το ετήσιο επιτόκιο 8 %, ή, επικουρικώς, ένα ποσό στην Trubowest ως αποζημίωση, το οποίο θα συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων κατόπιν παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

–        150 000 ευρώ στον V. Makarov ως αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, πλέον τόκους υπερημερίας επί αυτού του ποσού, με το ετήσιο επιτόκιο 8 %.

15.      Με την απόφασή του, το Πρωτοδικείο, πρώτον, έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτημάτων αποζημιώσεως των αναιρεσειόντων που αφορούν τα ποσά των 118 058,46 ευρώ και των 277 939,37 ευρώ, τα οποία ζητούνται από την Trubowest και τον V. Makarov, αντιστοίχως, ως επιστροφή των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και το ποσό των 56 529 ευρώ, που αντιστοιχεί στα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε ο V. Makarov στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον των γερμανικών τελωνειακών αρχών. Όσον αφορά τα δύο πρώτα ποσά, το Πρωτοδικείο προέβη, ουσιαστικώς, στην εκτίμηση ότι για τέτοιου είδους αιτήματα αποκλειστικώς αρμόδια είναι τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο ΚΤΚ (σκέψεις 42 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά το τρίτο ποσό, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ζητηθείσα επιστροφή των εξόδων δικηγόρου αποτελεί παρεπόμενο της κύριας διαφοράς μεταξύ των αναιρεσειότων και των γερμανικών τελωνειακών αρχών, για την οποία αποκλειστικώς αρμόδια είναι τα εθνικά δικαστήρια. Επομένως, κατά το Πρωτοδικείο, το αίτημα που αφορά αυτό το ποσό διαφεύγει επίσης της αρμοδιότητας των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων (σκέψεις 77 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτα αυτά τα αιτήματα στο σύνολό τους (αντιστοίχως σκέψεις 73, 74 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

16.      Δεύτερον, περιοριζόμενο να εξετάσει την προϋπόθεση στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας σε σχέση με την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης παρανομίας και της προβαλλόμενης ζημίας, το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι, όσον αφορά τα αιτήματα αποζημιώσεως λόγω διαφυγόντος κέρδους της Trubowest, που εκτιμάται σε 128 000 ευρώ, και της απώλειας μισθού του V. Makarov, που εκτιμάται σε 63 448,54 ευρώ, καθώς και το αίτημα αποζημιώσεως λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο V. Makarov, που εκτιμάται σε 150 000 ευρώ, οι προβαλλόμενες ζημίες δεν απορρέουν κατά επαρκώς άμεσο τρόπο από την προβαλλόμενη παρανομία.

17.      Ειδικότερα, αφενός, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο ο οριστικός κανονισμός να μην περιελάμβανε τις εισαγωγές των αναιρεσειόντων και ότι αυτοί επομένως δεν υπέπεσαν σε πλάνη κατά την κατάταξη των εισαγωγών τους, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καθόσον οι προβαλλόμενες ζημίες αποδίδονται αποκλειστικώς στις γερμανικές τελωνειακές και ποινικές αρχές και όχι στη φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά του Συμβουλίου και της Επιτροπής (σκέψεις 108 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

18.      Αφετέρου, εξετάζοντας το ενδεχόμενο ο οριστικός κανονισμός να περιελάμβανε τις εισαγωγές των αναιρεσειόντων και, κατά συνέπεια να μην είχαν αυτοί κατατάξει ορθώς τις εισαγωγές τους, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, έπρεπε κατ’ ανάγκη να γίνει δεκτό ότι η καθοριστική για την πρόκληση των προβαλλόμενων ζημιών αιτία ήταν η ίδια η συμπεριφορά των αναιρεσειόντων (σκέψεις 116 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η παράνομη συμπεριφορά του Συμβουλίου και της Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβαλε στην επέλευση της προβαλλόμενης ζημίας, η αιτιώδης συνάφεια διερράγη, κατά το Πρωτοδικείο, λόγω ελλείψεως της δέουσας επιμέλειας εκ μέρους των αναιρεσειόντων για να αποτραπεί η επέλευση της εν λόγω ζημίας, καθόσον αυτοί παρέλειψαν να ζητήσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 12 του ΚΤΚ παροχή δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας (σκέψεις 122 έως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

19.      Επομένως, το Πρωτοδικείο απέρριψε ουσιαστικώς την αγωγή αποζημιώσεως εν μέρει ως απαράδεκτη και εν μέρει ως αβάσιμη.

20.      Υπ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες, οι αναιρεσείοντες άσκησαν, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2008, την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ζητώντας από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να κάνει δεκτά τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματα αποζημιώσεως ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αυτής της διαδικασίας.

21.      Με τα υπομνήματά τους αντικρούσεως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αντιστοίχως, ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

22.      Οι αναιρεσείοντες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2009.

II – Νομική ανάλυση

 Α –        Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο, κρίνοντας εαυτό αναρμόδιο ως προς τα αιτήματα επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλαν οι αναιρεσείοντες και ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα.

24.      Συντασσόμενος με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, φρονώ ότι πρέπει να αντιστραφεί η σειρά εξετάσεως των προβαλλόμενων δύο λόγων αναιρέσεως. Πράγματι, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, εφόσον αφορά την αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να αποφασίσει επί ορισμένων αιτημάτων αποζημιώσεως, πρέπει κατ’ ανάγκη να εξετασθεί πριν από τον πρώτο, ο οποίος στρέφεται κατά των ουσιαστικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο προέβη στην εξέταση του όρου που αφορά τον άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο της αποτελούσας το αντικείμενο αιτιάσεως παρανομίας με την προβαλλόμενη από τους αναιρεσείοντες ζημία μόνον όσον αφορά τα αιτήματα που έκρινε παραδεκτά. Αν όμως ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί, όπως προτείνω κατωτέρω, η εξέταση του πρώτου λόγου θα περιορισθεί τότε μόνο στα αιτήματα αποζημιώσεως, τα οποία το Πρωτοδικείο έκρινε παραδεκτά.

 Β –        Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να αποφασίσει επί των αιτημάτων επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλαν οι αναιρεσείοντες και επί των παρεπομένων αιτημάτων

1.      Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

25.      Πρώτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας εαυτό αναρμόδιο να εκδώσει απόφαση υποχρεώνουσα σε ανόρθωση της ζημίας που εξακολουθεί να υφίσταται κατόπιν του συμβιβασμού με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές. Η υιοθετηθείσα από το Πρωτοδικείο προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα να στερεί τους αναιρεσείοντες της δυνατότητας αποζημιώσεως, λόγω του γεγονότος ότι συνήψαν σύμβαση, που μπορούσε να συναφθεί βάσει του εθνικού δικαίου. Κατά τη γνώμη όμως των αναιρεσειόντων, όπως και στην περίπτωση κατά την οποία, εφόσον κατά το εθνικό δίκαιο δεν παρέχεται κανένα ένδικο βοήθημα, επιτρέπεται η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου, όταν τα εθνικά μέσα παροχής ενδίκου προστασίας έχουν πλήρως εξαντληθεί, το κοινοτικό αυτό δικαστήριο είναι ομοίως αρμόδιο να αποφασίζει επί των αγωγών αποζημιώσεως, με τις οποίες τίθεται ζήτημα ευθύνης της Κοινότητας. Οι αναιρεσείοντες δεν μπορούν να τιμωρούνται λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος συνάψεως συμβιβασμού και να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Οι αναιρεσείοντες φρονούν, αναφερόμενοι στην απόφαση του Δικαστηρίου Krohn Import-Export κατά Επιτροπής (6), ότι ακόμη και όταν πρόκειται απλώς και μόνο για αιτήσεις επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, οι αγωγές ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων είναι παραδεκτές, εφόσον χρησιμοποιηθούν τα εθνικά μέσα παροχής ενδίκου προστασίας και η παράνομη συμπεριφορά αποδίδεται στα κοινοτικά όργανα.

26.      Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας, με τη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν προσκόμισαν την παραμικρή απόδειξη προς στήριξη των ισχυρισμών τους ότι, αφενός, η Κοινότητα και οι ρωσικές αρχές και, αφετέρου, οι ποινικές διώξεις κατά του V. Makarov είχαν σημαντική επίδραση στη λήψη της αποφάσεως για τον συμβιβασμό με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές.

27.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν να απορριφθεί αυτός ο λόγος αναιρέσεως. Υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, δεδομένου ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ εισπράχθηκαν από τις εθνικές τελωνειακές αρχές, μόνο τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να διατάξουν την επιστροφή των αχρεωστήτως βάσει κοινοτικών διατάξεων εισπραχθέντων δασμών. Η αρμοδιότητα εξάλλου των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων υφίσταται μόνον ως προς την ενδεχόμενη ζημία που βαίνει πέραν της απλής επιστροφής των αθεμίτως εισπραχθέντων δασμών. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων δεν αντιφάσκει προς τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου.

28.      Το Συμβούλιο προσθέτει ότι ο συμβιβασμός που επήλθε με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές δεν μπορεί να θεμελιώσει την αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστηρίου με το πρόσχημα ότι ο συμβιβασμός αυτός δεν εξάλειψε την προβαλλόμενη ζημία που προέκυψε από την καταβολή των δασμών ανιντάμπινγκ και των εξόδων δικηγόρου. Συγκεκριμένα, ο συμβιβασμός δεν μετέβαλε κατά τίποτε την κατάσταση των αναιρεσειόντων ως προς τη δυνατότητά τους να απαιτήσουν την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλαν και την απόδοση των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν ως συνιστώντα ζημία κατά το άρθρο 288 ΕΚ. Οι αναιρεσείοντες δεν μπορούσαν να το ζητήσουν αυτό πριν από τον συμβιβασμό, ούτε δε μπορούν να το πράξουν μετά από αυτόν. Κατά το Συμβούλιο, ο συμφωνηθείς συμβιβασμός είχε ως μόνο (φυσιολογικό) αποτέλεσμα να θέσει τέλος στη δυνατότητα ασκήσεως των εθνικών ενδίκων μέσων, τα οποία είχαν στη διάθεσή τους οι αναιρεσείοντες για να ανακτήσουν τους καταβληθέντες δασμούς.

29.      Στη συνέχεια, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν δέχονται ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Krohn Import-Export κατά Επιτροπής έχει την έννοια που προφανώς αποδίδουν οι αναιρεσείοντες. Συγκεκριμένα, κατά το Συμβούλιο, αφενός, η απόφαση αυτή δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα σε τι μπορεί να συνίσταται ως αποζημίωση σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής δυνάμει του άρθρου 288 ΕΚ και, κατά την άποψη της Επιτροπής, αφετέρου, δεν μπορεί να συναχθεί από την εν λόγω απόφαση ότι αρκεί η άσκηση των εθνικών ενδίκων μέσων για να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστηρίου.

30.      Τέλος, όσον αφορά τη φερόμενη παραμόρφωση των περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Πρωτοδικείου, αυτή είτε προβάλλεται απαραδέκτως, καθόσον, μεταξύ άλλων, στην αίτηση αναιρέσεως δεν εκτίθεται κατά πόσον έχει σημασία νομικώς αυτή η παραμόρφωση, είτε δεν ασκεί επιρροή, εφόσον το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει επί του αιτήματος που αφορά τους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η προβαλλόμενη παραμόρφωση στερείται ερείσματος, εφόσον τα έγγραφα που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν αποδεικνύουν ότι αυτοί υπέστησαν πιέσεις για να έλθουν σε συμβιβασμό με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές ή ότι δεν είχαν άλλη επιλογή εκτός από αυτόν τον συμβιβασμό.

2.      Εκτίμηση

31.      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν, με την αίτησή τους αναιρέσεως, την αξιολόγηση, που περιέχεται στις σκέψεις 47 και 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα κριθέντα από το Πρωτοδικείο ως απαράδεκτα αιτήματα αποζημιώσεως αναλύονται, αφενός, ως αιτήματα επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ, που κατέβαλαν στις γερμανικές τελωνειακές αρχές, και, αφετέρου, ως αίτημα επιστροφής των παρεπομένων αυτών των αιτημάτων εξόδων δικηγόρου, στα οποία υποβλήθηκαν σε εθνικό επίπεδο.

32.      Συναφώς, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν κανένα ισχυρισμό ικανό να αποδυναμώσει τον παρεπόμενο χαρακτήρα των εξόδων δικηγόρου, στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της επί εθνικού επιπέδου διαφοράς που αφορούσε την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ, η εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως μπορεί, επομένως, να περιορισθεί στις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου που αφορούν την αναρμοδιότητά του να αποφασίσει επί του αιτήματος επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ και άρα, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, επί του απαραδέκτου αυτού του αιτήματος.

33.      Στη συνέχεια, οι αναιρεσείοντες δεν θέτουν επίσης υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων του ΚΤΚ, ειδικότερα αυτών που διέπουν την «επιστροφή και [τη] διαγραφή δασμών», καθώς και το «δικαίωμα προσφυγής», στις αιτήσεις επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, όπως η δυνατότητα αυτή διαπιστώθηκε με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής αυτών των διατάξεων του ΚΤΚ, ήτοι ιδίως των άρθρων 236 και 243 του ΚΤΚ, στις αιτήσεις επιστροφής καταβληθέντων από εισαγωγέα δασμών αντιντάμπινγκ, απορρέει ήδη από την απόφαση του Δικαστηρίου Ikea Wholesale (7).

34.      Όπως όμως ορθώς τόνισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, εν προκειμένω ο ΚΤΚ, προέβλεψε ρητώς την παροχή μέσου ένδικης προστασίας στον οφειλέτη εισαγωγικών δασμών ο οποίος φρονεί ότι κακώς του επέβαλαν οι τελωνειακές αρχές τέτοιους δασμούς. Το μέσο αυτό ασκείται σε εθνικό επίπεδο κατά τους δικονομικούς κανόνες που έχει θεσπίσει το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που θέτουν τα άρθρα 243 έως 246 του ΚΤΚ.

35.      Επομένως, όπως αυτό προκύπτει επίσης από τη νομολογία, οσάκις αίτημα αποζημιώσεως συμπίπτει με αγωγή αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντος στις εθνικές αρχές ποσού στο πλαίσιο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ή για λογαριασμό της Κοινότητας, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να προσφύγει στα αρμόδια εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, προκειμένου αυτά να έχουν τη δυνατότητα να αποφανθούν επί του βασίμου μιας τέτοιας αγωγής (8).

36.      Σ’ αυτή την αλληλουχία, ιδιώτης ο οποίος φρονεί ότι θίγεται από την εφαρμογή κοινοτικής νομοθετικής πράξεως η οποία κατά τη γνώμη του είναι παράνομη, έχει τη δυνατότητα, όταν η εφαρμογή της πράξεως ανατίθεται στις εθνικές αρχές, να αμφισβητήσει, επ’ ευκαιρία της εφαρμογής αυτής, το κύρος της πράξεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ αυτού και της εθνικής αρχής. Το δικαστήριο αυτό μπορεί, ή ακόμη οφείλει, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 234 ΕΚ, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα περί του κύρους της επίμαχης κοινοτικής πράξεως (9).

37.      Χωρίς να θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα αυτής της νομολογίας, την οποία υπενθυμίζει το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 43, 44 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν κυρίως στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε εαυτό αναρμόδιο να κρίνει την αγωγή τους αποζημιώσεως σε σχέση με την καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ μολονότι ασκήθηκαν τα εθνικά μέσα παροχής ενδίκου προστασίας (μέχρι πλήρους εξαντλήσεώς τους), χωρίς εντούτοις να αποζημιωθούν πλήρως για τη ζημία που υπέστησαν συνεπεία της παράνομης συμπεριφοράς της Κοινότητας.

38.      Επομένως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν προφανώς ότι, καθόσον ο συμβιβασμός στον οποίο ήλθαν με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, δεν εξάλειψε πλήρως τη ζημία που φέρεται ότι υπέστησαν συνεπεία της αχρεωστήτως καταβολής των δασμών αντιντάμπινγκ (της τάξεως περίπου των 460 000 ευρώ), δικαιούνται να απαιτήσουν ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων την επιστροφή αυτού του ποσού που αποτελεί τη συνέπεια της καταλογιστέας στα κοινοτικά όργανα παράνομης συμπεριφοράς, δεδομένου ότι τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα οφείλουν να κάνουν χρήση της αρμοδιότητας που έχουν επικουρικώς σε μια τέτοια περίπτωση.

39.      Είναι βεβαίως αληθές ότι με την απόφαση Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (10) το Δικαστήριο εξάρτησε την εξέταση μιας αγωγής αποζημιώσεως, η οποία προφανώς συνέπιπτε με αίτημα επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στις εθνικές αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την εφαρμογή μιας κοινοτικής ρυθμίσεως, από την προηγούμενη εξάντληση των εσωτερικών μέσων παροχής ενδίκου προστασίας προκειμένου να επαληθευθεί αν η προβαλλόμενη ζημία μπορούσε, κατά πρώτον λόγο, να αποκατασταθεί μέσω αυτής της επιστροφής (11).

40.      Στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του όχι τόσο στην έλλειψη εξαντλήσεως των εσωτερικών μέσων παροχής ενδίκου προστασίας, πριν οι αναιρεσείοντες προσφύγουν ενώπιόν του, όσο στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων να αποφασίζουν επί των αιτημάτων επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 48 και 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

41.      Η προσέγγιση αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα δε στην απόφαση Roquette frères κατά Επιτροπής (12) και στην απόφαση Vreugdenhil κατά Επιτροπής (13), η οποία εξάλλου παρατίθεται πλειστάκις στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

42.      Ενώ ο όρος που αφορά την εξάντληση των εθνικών μέσων παροχής ενδίκου προστασίας συνιστά προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πλέον απεριφράστως, απέρριψε εν μέρει την αγωγή αποζημιώσεως των αναιρεσειόντων, βάσει συλλογιστικής που αντλείται από την αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να κρίνει αγωγή αποζημιώσεως συμπίπτουσα με αγωγή επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ. Όπως ήδη τονίσθηκε, το Πρωτοδικείο ολοκλήρωσε παρά ταύτα αυτή τη στηριζόμενη στην αναρμοδιότητά του συλλογιστική, κρίνοντας, με τις σκέψεις 73, 74 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αγωγή «απαράδεκτη», καθόσον με αυτή ζητείται η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών.

43.      Γενικώς, αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρετικά άκαμπτη, εφόσον έχει ως συνέπεια, όπως προκύπτει από τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Πρωτοδικείο συνήθως κρίνει εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως συμπίπτουσας με αίτημα επιστροφής αδικαιολογήτως καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, «ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το προβαλλόμενο από τους αναιρεσείοντες πταίσμα είναι καταλογιστέο στην Κοινότητα».

44.      Η προσέγγιση αυτή έχει επίσης ως συνέπεια ότι το Πρωτοδικείο κρίνει εαυτό αναρμόδιο και στην περίπτωση κατά την οποία έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά μέσα παροχής ενδίκου προστασίας και στον ενάγοντα δεν έχει επιδικαστεί, για οποιονδήποτε λόγο, αποζημίωση από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα για τη συνολική του ζημία, την συνιστάμενη στην καταβολή των δασμών, ακόμη κι αν η ζημία αυτή φέρεται να απορρέει από παράνομη συμπεριφορά των κοινοτικών οργάνων. Αυτή είναι εξάλλου η μομφή που διατυπώνουν οι αναιρεσείοντες, η οποία δεν στερείται κάποιας σημασίας, αν αναλογισθεί κανείς ότι με την προπαρατεθείσα απόφαση Vreugdenhil κατά Επιτροπής το Δικαστήριο έλεγξε αν, σ’ εκείνη την υπόθεση, στην οικεία επιχείρηση είχε πράγματι επιδικαστεί από τα εθνικά δικαστήρια η πλήρης επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων από τις εθνικές αρχές ποσών (14), καθιστώντας έτσι δυνατή την πιθανολόγηση ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να θεωρήσει εαυτό αρμόδιο να κρίνει το αίτημα επιστροφής στην περίπτωση κατά την οποία η Vreugdenhil δεν θα είχε ικανοποιηθεί πλήρως από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων.

45.      Μολονότι ορισμένα χωρία της συλλογιστικής της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να αφήνουν κάποια αμφιβολία ως προς τις συνέπειες που θα συνήγαγε το Πρωτοδικείο σε περίπτωση στην οποία υφίστανται περιπτώσεις παρόμοιες με αυτές που περιγράφηκαν στο προηγούμενο σημείο, δεν νομίζω πάντως ότι, εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων πρέπει να τύχει αποδοχής, διότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε παρά να διαπιστώσει το απαράδεκτο του αιτήματός τους επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ.

46.      Πρώτον, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων στηρίζεται σε ένα απαράδεκτο στο στάδιο της αναιρέσεως κριτήριο που αφορά την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των περιστατικών, κατά την οποία η επίτευξη του συμβιβασμού μεταξύ των αναιρεσειόντων και των γερμανικών τελωνειακών αρχών είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση από τις αγωγές που ασκήθηκαν σε εθνικό επίπεδο, χωρίς, επιπλέον, οι αναιρεσείοντες να επικαλούνται παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο εν προκειμένω (15).

47.      Δεύτερον, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι παρέλειψε να προβεί στη διαπίστωση ότι οι αναιρεσείοντες, με τον επίμαχο συμβιβασμό, εξάντλησαν τα εθνικά ένδικα μέσα, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

48.      Πράγματι, κατά την έννοια αυτής της νομολογίας, η εξάντληση των ενδίκων μέσων σημαίνει ότι εξαντλούνται «τόσο τα διοικητικά όσο και τα ένδικα μέσα του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου» (16) για την επίτευξη της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Δεδομένου όμως ότι το Πρωτοδικείο έκρινε κυριαρχικώς, με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι με τον επίμαχο συμβιβασμό οι αναιρεσείοντες παραιτήθηκαν από τη δυνατότητα της εκδόσεως αποφάσεως από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα επί των αιτημάτων τους επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν καταβάλει, δεν μπορούν επομένως, κατά νόμο, να προβάλλουν ότι τήρησαν τον όρο της εξαντλήσεως όλων των διοικητικών και των ενδίκων μέσων παροχής προστασίας του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

49.      Τρίτον, σε αντίθεση προς τα εκτιθέμενα από τους αναιρεσείοντες, η επίτευξη του συμβιβασμού με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές ουδόλως συγκρίνεται με την κατάσταση στην οποία το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα μέσο παροχής έννομης προστασίας, διότι ακριβώς με τον εν λόγω συμβιβασμό τέθηκε τέλος στη δυνατότητα ασκήσεως των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που προβλέπονται από τον ΚΤΚ και τα οποία έχουν ως αντικείμενο την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ.

50.      Συναφώς, οι αναιρεσείοντες δεν μπορούν, κατά νόμο, να επικαλούνται την προπαρατεθείσα απόφαση Krohn Import-Export κατά Επιτροπής διότι, σε σχέση με τα περιστατικά εκείνης της υποθέσεως, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εφαρμογή του όρου της εξαντλήσεως των εθνικών μέσων παροχής ενδίκου προστασίας, που αποτελεί προκαταρκτικό ζήτημα του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου, για τον λόγο ότι μέσω αυτών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί η αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας (17). Εν προκειμένω όμως, το Πρωτοδικείο έκρινε με τις σκέψεις 64 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι τα προβλεπόμενα από τον ΚΤΚ εθνικά μέσα παροχής ενδίκου προστασίας ήταν κατάλληλα για να διασφαλισθεί αποτελεσματικά η ζητηθείσα από τους αναιρεσείοντες επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ.

51.      Τέταρτον, η προβαλλόμενη παραμόρφωση των περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, που εξετάσθηκαν στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει επίσης, κατά την άποψή μου, να μη γίνει δεκτή.

52.      Υπενθυμίζω ότι με τη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι, ελθόντες σε συμβιβασμό με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές, δεν έθεσαν εξ οικείας βουλήσεως τέλος στη δυνατότητα ασκήσεως των εθνικών μέσων παροχής ενδίκου προστασίας, αλλά εξαναγκάσθηκαν προς τούτο από την ασκηθείσα από τις κοινοτικές ή τις ρωσικές αρχές πίεση, ως εξής:

«[…], συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι υπέστησαν πίεση εκ μέρους των κοινοτικών ή των ρωσικών αρχών, προκειμένου να έλθουν σε συμβιβασμό, ή ακόμη ότι οι πιέσεις τις οποίες υπέστησαν ήταν τέτοιες, ώστε αναγκάσθηκαν να έλθουν σε συμβιβασμό. Πράγματι, οι ενάγοντες, προς στήριξη του ισχυρισμού τους, προσκομίζουν απλώς την αλληλογραφία με τις ρωσικές, τις κοινοτικές και τις γερμανικές αρχές, η οποία, κατ’ ουσία, αφορά ζητήματα σχετικά με την κατάταξη των εισαγωγών σωλήνων, χωρίς πάντως να προκύπτει από αυτή ότι οι ενάγοντες εξαναγκάσθηκαν από τις εν λόγω αρχές, κατά οποιονδήποτε τρόπο, να θέσουν τέλος στις κινηθείσες εθνικές διαδικασίες. Στη συνέχεια, πρέπει να τονισθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ενάγοντες φαίνονται να αντιφάσκουν εν προκειμένω, εφόσον εμφανίζονται να επικαλούνται το γεγονός ότι οι ίδιοι επιδίωξαν να έλθουν σε συμβιβασμό, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις ζημίες τους. Πράγματι, οι ενάγοντες τονίζουν, ιδίως ως προς αυτό, ότι “[η Trubowest] κατόρθωσε τελικώς να περιορίσει τη ζημία της, με τον συμβιβασμό, διότι, αντί να πρέπει να πληρώσει το σύνολο των ποσών που προκύπτουν από τα φορολογικά εντάλματα που εκδόθηκαν κατόπιν της μη πληρωμής των δασμών, δέχθηκε να καταβάλει ένα λιγότερο υψηλό ποσό, καίτοι ακόμη σημαντικό”. Τέλος, διαπιστώνεται ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν καμία απόδειξη ότι η κινηθείσα κατά του V. Makarov ποινική διαδικασία δεν τους άφηνε καμία άλλη επιλογή, εκτός από το να έλθουν σε συμβιβασμό, ή ακόμη ότι η ποινική αυτή διαδικασία προδήλως κινήθηκε καταχρηστικώς.»

53.      Μολονότι, κατά πάγια νομολογία, η παραμόρφωση των προσκομισθέντων πρωτοδίκως αποδεικτικών στοιχείων υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου κατά το στάδιο της αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (18) και ότι εναπόκειται σ’ αυτόν που την επικαλείται να την αποδείξει (19). Επιπλέον, από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει τα νομικά επιχειρήματα που με συγκεκριμένο τρόπο στηρίζουν την αίτηση αυτή (20).

54.      Φρονώ ότι η αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειόντων δεν πληροί αυτούς τους όρους. Ειδικότερα, ουδόλως αναφέρει ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Πρωτοδικείου, παραμορφώθηκαν από αυτό και θα μπορούσαν να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους. Εξάλλου, αναφερόμενοι απλώς, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, στα παραρτήματα του υπομνήματός τους απαντήσεως που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι αναιρεσείοντες ζητούν, στην πραγματικότητα, νέα εκτίμηση του περιεχομένου αυτών των παραρτημάτων από το Δικαστήριο, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

55.      Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι από τα παραρτήματα αυτά προκύπτει ότι οι κοινοτικές και οι ρωσικές αρχές είχαν πληροφορηθεί για την υφιστάμενη μεταξύ των αναιρεσειόντων και των γερμανικών τελωνειακών αρχών διαφορά που αφορούσε την κατάταξη των εισαγωγών σωλήνων ουδόλως αποδεικνύει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας ότι ουδόλως τα έγγραφα αυτά αποδείκνυαν ότι οι αναιρεσείοντες εξαναγκάσθηκαν, κατά οποιονδήποτε τρόπο, να θέσουν τέλος στις κινηθείσες εθνικές διαδικασίες με τον εν λόγω συμβιβασμό.

56.      Επιπλέον, όπως ορθώς τόνισε το Συμβούλιο με το υπόμνημά του αντικρούσεως, πρέπει επίσης να απορριφθεί ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων που αφορά τη φερόμενη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με την επίδραση που είχαν οι ποινικές διώξεις κατά του V. Makarov στην επίτευξη του συμβιβασμού με τις γερμανικές τελωνειακές αρχές. Πράγματι, το παράρτημα 7 της αιτήσεως αναιρέσεως, στο οποίο περιέχεται μια απόφαση αναστολής των ποινικών διώξεων που εξέδωσε το Landgericht Kleve τον Νοέμβριο του 2002, ήτοι δύο έτη μετά τον επίμαχο συμβιβασμό, δεν αποδεικνύει ότι το Πρωτοδικείο, καταλήγοντας ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η ποινική διαδικασία δεν άφηνε άλλη επιλογή στον V. Makarov από το να έλθει εν προκειμένω σε συμβιβασμό, παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία.

57.      Κατόπιν όλων αυτών των σκέψεων, προτείνω να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

 Γ –        Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας

58.      Αυτός ο λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από την εσφαλμένη ερμηνεία των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας. Το δεύτερο αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή της προϋποθέσεως που αφορά την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του φερόμενου παράνομου χαρακτήρα του οριστικού κανονισμού και της προβαλλόμενης ζημίας.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από την εσφαλμένη ερμηνεία των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας

          Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

59.      Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε την αποτελούσα το αντικείμενο αιτιάσεως αθέμιτη συμπεριφορά πριν από την εξέταση της αιτιώδους συνάφειας. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αναιρεσείοντες διατύπωσαν κάπως διαφορετικά αυτή την αιτίαση, υποστηρίζοντας ότι, όταν το κοινοτικό δικαστήριο εξετάζει την ύπαρξη ή όχι αιτιώδους συνάφειας ή τη διάρρηξη αυτής της συνάφειας δεν μπορεί να θεωρήσει ότι δεν χρειάζεται να αναζητήσει σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται αυτή η συνάφεια, ειδικότερα δε η παράνομη συμπεριφορά, με την οποία αυτή συναρτάται.

60.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το Πρωτοδικείο δεν οφείλει να αποφαίνεται επί όλων των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, όταν ελλείπει μία από αυτές. Δεν υπάρχει καμία αρχή που να υποχρεώνει το Πρωτοδικείο να αποφαίνεται επί της αποτελούσας το αντικείμενο αιτιάσεως παρανομίας, πριν εξετάσει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής της παρανομίας και της προβαλλόμενης ζημίας.

          Εκτίμηση

61.      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

62.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι για να υφίσταται εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής απαιτείται η συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα των προσαπτομένων στα όργανα ενεργειών, του υποστατού της προβαλλομένης ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (21).

63.      Κατά πάγια νομολογία, αυτές οι τρεις προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, πράγμα που δικαιολογεί το ότι, όταν ελλείπει μία από αυτές, η αγωγή αποζημιώσεως απορρίπτεται χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετάζονται οι άλλες (22).

64.      Εξάλλου, όπως παραδέχονται οι αναιρεσείοντες στο σημείο 5 της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, το κοινοτικό δικαστήριο ουδόλως υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης ενός οργάνου με καθορισμένη σειρά (23).

65.      Η εκτίμηση αυτή ισχύει, φυσικά, ως προς την εξέταση της προϋποθέσεως που αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

66.      Συναφώς, έχει σημασία να τονισθεί ότι το Δικαστήριο έχει εξάλλου επιβεβαιώσει την προσέγγιση του Πρωτοδικείου, κατά την οποία δεν είναι αναγκαίο το δικαστήριο αυτό να εξετάζει κατά προτεραιότητα την ύπαρξη πταίσματος ενός οργάνου, όταν θεωρεί ότι ελλείπει μία από τις δύο άλλες προϋποθέσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία έχει υποβληθεί στην κρίση του (24).

67.      Εν προκειμένω, εφόσον το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης παρανομίας και της, όπως υποστηρίζεται, προκληθείσας ζημίας, ουδόλως υποχρεούνταν να αποφανθεί επί της υπάρξεως πταίσματος των οργάνων κατά την έκδοση του οριστικού κανονισμού ή επί του υποστατού της ζημίας που οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν. Επομένως, μπορούσε κατά νόμο να περιορισθεί στην εξέταση της προϋποθέσεως που αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, λαμβάνοντας εκ των προτέρων ως δεδομένο, αποκλειστικώς και μόνο γι’ αυτή την εκτίμηση, ότι πληρούνταν οι δύο άλλες προϋποθέσεις, καθώς προέβαλαν οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 98, 107 και 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

68.      Προσθέτω ότι οι αναιρεσείοντες βρέθηκαν σε αδυναμία να εξηγήσουν ποια επίδραση θα είχε η εξέταση από το Πρωτοδικείο της αποτελούσας αντικείμενο αιτιάσεως παράνομης συμπεριφοράς τόσο στην πραγματοποιηθείσα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση της προϋποθέσεως περί αιτιώδους συνάφειας όσο και στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως.

69.      Μόνον αν, όπως εξυπακούεται, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι με αυτή έγινε δεκτό ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης από τους αναιρεσείοντες ζημίας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το Πρωτοδικείο, κακώς, παρέλειψε να αποφανθεί επί μίας, τουλάχιστον, από τις δύο άλλες προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας. Πάντως, για τους λόγους που εξέθεσα στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεν νομίζω ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

70.      Επομένως, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

2.      Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή της προϋποθέσεως που αφορά την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης παρανομίας του οριστικού κανονισμού και της προβαλλόμενης ζημίας

 α)     Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

71.      Οι αναιρεσείοντες υπογραμμίζουν κατ’ αρχάς ότι η ύπαρξη ακριβώς άμεσης σχέσεως αιτίας και αιτιατού μεταξύ της αποτελούσας το αντικείμενο αιτιάσεως παρανομίας και της ζημίας, της οποίας ζητείται η ανόρθωση, συνιστά το κατάλληλο κριτήριο για να εξακριβωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά την αιτιώδη συνάφεια. Συναφώς, θεωρούν ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι στηρίχθηκαν σε μια αντίληψη της αιτιώδους συνάφειας που διαφέρει από την κρατούσα στο κοινοτικό δίκαιο. Αντιθέτως, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι χωρίς την έκδοση του μη σύννομου οριστικού κανονισμού δεν θα είχαν υποστεί τη ζημία, διότι οι παράνομοι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν θα είχαν καταβληθεί. Οι αναιρεσείοντες θεωρούν παρά ταύτα ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ένα εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο αιτιώδους συνάφειας, που στηρίζεται στην αποκλειστική και άμεση ζημία, το οποίο είναι αντίθετο προς την ίδια του τη νομολογία, εν προκειμένω προς τη σκέψη 81 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (25).

72.      Στη συνέχεια, ως προς τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου που αφορά την έλλειψη εν προκειμένω επαρκούς άμεσης αιτιώδους συνάφειας, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι έλαβε ως βάση δύο αβάσιμα και άσχετα ενδεχόμενα, ήτοι το αν ο οριστικός κανονισμός περιελάμβανε ή όχι τα εισαχθέντα από τους αναιρεσείοντες προϊόντα και το αν αυτοί είχαν υποπέσει σε πλάνη κατά την κατάταξη των εισαγωγών τους, αντί να επαληθεύσει αν, χωρίς την παράνομη συμπεριφορά της Κοινότητας, θα είχε επέλθει ζημία. Συναφώς, οι αναιρεσείοντες επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό τους ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι δεν χρειαζόταν να αποφανθεί επί της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων.

73.      Όσον αφορά το πρώτο ενδεχόμενο που εξέτασε το Πρωτοδικείο, ήτοι ότι ο οριστικός κανονισμός δεν περιελάμβανε τα εισαχθέντα από τους αναιρεσείοντες προϊόντα και ότι αυτοί δεν υπέπεσαν σε πλάνη κατά την κατάταξη των εισαγωγών τους, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ουσιαστικώς εαυτό αναρμόδιο, λόγω του ότι η ζημία προκλήθηκε από τις γερμανικές τελωνειακές αρχές, πράγμα που αντιφάσκει προς τη διάταξη του Πρωτοδικείου Sinara Handel κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (26) η οποία εκδόθηκε σε σχέση με την ίδια προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ότι ζήτησαν όχι ανόρθωση της ζημίας λόγω ενδεχομένως πλάνης των γερμανικών τελωνειακών αρχών κατά την κατάταξη των εισαγωγών τους, αλλά ανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της θεσπίσεως των παράνομων δασμών αντιντάμπνγκ με τον οριστικό κανονισμό. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο διέστρεψε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων ως προς τα περιθώρια εκτιμήσεως των γερμανικών αρχών, πριν καταλήξει, με τις σκέψεις 114 και 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι είναι ουσιαστικώς αναρμόδιο να αποφανθεί επί ζημίας προκληθείσας από εσωτερικά μέτρα.

74.      Ως προς το δεύτερο ενδεχόμενο που έλαβε υπόψη το Πρωτοδικείο, οι αναιρεσείοντες θεωρούν ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αιτιώδης συνάφεια διερράγη από την ανεπαρκώς επιμελή συμπεριφορά τους, καθόσον αυτοί δεν ζήτησαν δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, χωρίς καν να αποδείξουν προηγουμένως την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας. Υποστηρίζουν επίσης ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο οριστικός κανονισμός θα περιελάμβανε τις εισαγωγές τους, θα εξακολουθούσαν να υποχρεούνται στην καταβολή των παρανόμως θεσπισθέντων δασμών αντιντάμπινγκ και να υφίστανται ζημία, τουλάχιστον ως προς το διαφυγόν κέρδος της Trubowest, τον μη καταβληθέντα μισθό του V. Makarov και τα εκτελεστικά μέτρα των γερμανικών τελωνειακών αρχών για την είσπραξη των οφειλομένων δασμών δυνάμει του οριστικού κανονισμού, που οι τελωνειακές αρχές ήταν υποχρεωμένες να εισπράξουν. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, ακόμη κι αν είχαν ζητήσει δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, θα υφίσταντο παρά ταύτα τη ζημία, δεδομένου ότι οι δασμοί θα έπρεπε οπωσδήποτε να καταβληθούν.

75.      Τέλος, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι περιέπεσε σε αντιφάσεις, καθόσον με τη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες επέδειξαν επιμέλεια, ενώ με τη σκέψη 133 της εν λόγω αποφάσεως τους προσήψε έλλειψη της δέουσας επιμέλειας.

76.      Ενώ, ως εκ προοιμίου, το Συμβούλιο διερωτάται, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ακατάστατου τρόπου με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προέβαλαν τους ισχυρισμούς τους, αν με αυτό το σκέλος διευκρινίζεται με επαρκή σαφήνεια μια πλάνη περί το δίκαιο που καθιστά ελαττωματική τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ουσιώδες στοιχείο των αιτιάσεων που διατυπώνουν οι αναιρεσείοντες συνίσταται στην αμφισβήτηση των περιστατικών, όπως αυτά εκτιμήθηκαν πρωτοδίκως, με εξαίρεση τον ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ένα εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο σε σχέση με την αιτιώδη συνάφεια.

77.      Εξάλλου, η Επιτροπή προσθέτει ότι, αν υποτεθεί ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο, αυτή, αφορώσα το ενδεχόμενο οι εισαγωγές των αναιρεσειόντων να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του οριστικού κανονισμού, συνέβη προς όφελος των αναιρεσειόντων. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, ήταν τελείως περιττό να φθάσει το Πρωτοδικείο μέχρι του σημείου να λάβει υπόψη αυτό το ενδεχόμενο, που ισοδυναμεί με αποδοχή της δυνατότητας να πληρούται μία από τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως ευθύνης βάσει του άρθρου 288 ΕΚ, ενώ οι αναιρεσείοντες δεν έκαναν καμία προσπάθεια, αντιθέτως μάλιστα, να αποδείξουν πρωτοδίκως ότι οι εισαγωγές τους ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του οριστικού κανονισμού. Κατά την άποψη της Επιτροπής, μόνο σ’ αυτή την περίπτωση, πράγματι, θα μπορούσε να στοιχειοθετείται ενδεχομένως η ευθύνη της Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 288 ΕΚ, στον βαθμό που οι αναιρεσείοντες θα είχαν αποδείξει ότι υπέστησαν ζημία συνεπεία της ορθής εφαρμογής του οριστικού κανονισμού από τις γερμανικές τελωνειακές αρχές.

78.      Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων δεν είναι βάσιμοι.

79.      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σε αντίθεση προς αυτό που υπονοούν οι αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο ουδέποτε έκρινε εαυτό αναρμόδιο ως προς τα άλλα κεφάλαια περί ζημιών πλην αυτών που αφορούν την καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ. Συναφώς, τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επίκληση της προπαρατεθείσας διατάξεως του Πρωτοδικείου Sinara Handel κατά Συμβουλίου και Επιτροπής είναι εκτός τόπου, διότι, μεταξύ άλλων, οι προβαλλόμενες στο πλαίσιο αυτής της υποθέσεως ζημίες αφορούν ακριβώς την καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και όχι άλλου είδους ζημίες, όπως αυτές που εξετάσθηκαν κατ’ ουσίαν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

80.      Στη συνέχεια, το Συμβούλιο δεν συμφωνεί με την προβληθείσα από τους αναιρεσείοντες άποψη, κατά την οποία αποδεικνύεται επαρκής αιτιώδης συνάφεια αν, εν ανυπαρξία της αποτελούσας το αντικείμενο αιτιάσεως παράνομης πράξεως, οι αναιρεσείοντες δεν θα είχαν υποστεί ζημία. Μια τέτοια αντίληψη της αιτιώδους συνάφειας είναι αντίθετη προς την παρατιθέμενη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση νομολογία. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο ουδόλως εφάρμοσε ένα εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο ως προς την αιτιώδη συνάφεια και η προσέγγισή του είναι απολύτως συνεπής προς αυτή που υιοθέτησε με την προπαρατεθείσα απόφασή του FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής.

81.      Τέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ορθώς, προκειμένου να εκτιμήσει την αιτιώδη συνάφεια, το Πρωτοδικείο ανέλυσε τα ως άνω δύο πραγματικά ενδεχόμενα, λαμβανομένης υπόψη της συντηρηθείσας από τους αναιρεσείοντες αβεβαιότητας ως προς αυτό το σημείο. Σύμφωνα με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, οι εν προκειμένω επικρίσεις των αναιρεσειόντων περιορίζονται στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως των περιστατικών και δεν καταδεικνύουν ότι η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας από το Πρωτοδικείο ήταν νομικώς εσφαλμένη.

82.      Ως προς τις αιτιάσεις που διατυπώνουν οι αναιρεσείοντες σε σχέση με την εξέταση του πρώτου ενδεχομένου από το Πρωτοδικείο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι οι αναιρεσείοντες ουδόλως στήριξαν τους ισχυρισμούς τους.

83.      Όσον αφορά τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν κατά της αναλύσεως στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο του δεύτερου ενδεχομένου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν ότι, σε αντίθεση προς αυτό που υποδηλώνουν οι αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο περιορίσθηκε στα άλλα κεφάλαια περί ζημιών που δεν έχουν σχέση με αυτά που αφορούν την πληρωμή των δασμών αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, οι αναιρεσείοντες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες δεν ενήργησαν με επιμέλεια διέρρηξε τον (ενδεχομένως) σύνδεσμο μεταξύ του οριστικού κανονισμού και των άλλων ζημιών που δεν έχουν σχέση με αυτές που συνδέονται με την πληρωμή των δασμών αντιντάμπινγκ. Συναφώς, το Συμβούλιο προσθέτει ότι δεν υφίσταται καμία αντίφαση στο σκεπτικό μεταξύ των σκέψεων 121 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι, απλούστατα, με την πρώτη δεν διαπιστώθηκε ότι οι αναιρεσείοντες επέδειξαν ιδιαίτερη επιμέλεια. Εξάλλου, είναι σαφές, κατά την Επιτροπή, ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αιτιώδης συνάφεια διερράγη λόγω ελλείψεως επιμελείας των αναιρεσειόντων οφείλεται στο ότι έλαβε εκ των προτέρων ως δεδομένο ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνέβαλε στην προβαλλόμενη ζημία. Τελικώς, κατά την Επιτροπή, λόγω αποκλειστικώς του ότι οι αναιρεσείοντες δεν ζήτησαν εξαρχής να λάβουν δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, η κατάστασή τους εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε και προκλήθηκαν οι ζημίες, η οποία κατάσταση και οι οποίες ζημίες δεν απορρέουν επομένως άμεσα από την έκδοση του οριστικού κανονισμού, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

          Εκτίμηση

i)      Επί του παραδεκτού

84.      Σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, δεν νομίζω ότι αυτό το σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι πλήρως (ή ως προς τα κυριότερα σημεία του) απαράδεκτο.

85.      Πρέπει να υπογραμμισθεί εν προκειμένω ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, σε υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, το ζήτημα της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και του γενεσιουργού αυτής γεγονότος, που αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης αυτής, αποτελεί νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα που αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών σε πρώτο βαθμό, το οποίο υπόκειται, κατά συνέπεια, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας (27).

86.      Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί αυτή η λύση δεν θα είχε εφαρμογή σε μια αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή αυτή στην οποία οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι απέκλεισε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας σε σχέση με τα περιστατικά της υποθέσεως που αποτελούν αντικείμενο επικλήσεως ενώπιόν του. Πράγματι, αυτό εξακολουθεί να συνιστά χαρακτηρισμό των περιστατικών, ο οποίος, επομένως, υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου όταν αυτό δικάζει κατ’ αναίρεση.

87.      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της συγχύσεως που συντηρήθηκε από τους αναιρεσείοντες επ’ αυτού του σημείου με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίοι αναφέρονται κατ’ επανάληψη στη ζημία που τους προξένησε η καταβολή των φερομένων ως παρανόμων δασμών αντιντάμπινγκ, έχει σημασία να τονισθεί ότι, υπό το φως της απαντήσεως που δόθηκε στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η εξέταση αυτού του σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να επεκταθεί στα δύο περί ζημίας κεφάλαια της προσφυγής που κρίθηκαν –ορθώς κατά την άποψή μου– απαράδεκτα από το Πρωτοδικείο.

88.      Επομένως, φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου προβάλλεται παραδεκτώς, καθόσον με αυτό προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι απέκλεισε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αποτελούσας αντικείμενο αιτιάσεως παράνομης συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων και, αφενός, των υλικών ζημιών που συνίστανται σε διαφυγόν κέρδος της Trubowest και απώλεια μισθού ως προς τον V. Makarov, καθώς και, αφετέρου, της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη.

ii)    Επί της ουσίας

89.      Κατά τη νομολογία, η αιτιώδης συνάφεια που απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ συντρέχει εφόσον η ζημία αποτελεί άμεση συνέπεια της επίμαχης παράνομης πράξεως (28).

90.      Εναπέκειτο επομένως στο Πρωτοδικείο, όπως όντως έπραξε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και χωρίς εξάλλου αυτό να αμφισβητηθεί από τους αναιρεσείοντες, να ερευνήσει αν η εν προκειμένω φερόμενη ως παράνομη πράξη αποτελεί άμεσα την αιτία της προβαλλόμενης ζημίας, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως αιτίου και αιτιατού μεταξύ της προσαπτόμενης στην Κοινότητα συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (29).

91.      Ορθώς το Πρωτοδικείο υπενθύμισε επίσης, με τις σκέψεις 100 και 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά την εξέταση της αιτιώδους συνάφειας, που πρέπει να υφίσταται μεταξύ της προσαπτόμενης στην Κοινότητα συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης από τον ζημιωθέντα ζημίας, είναι αναγκαίο να επαληθεύεται αν το θιγόμενο πρόσωπο, προ του κινδύνου να υποστεί το ίδιο τη ζημία, επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια για να αποφύγει τη ζημία ή να περιορίσει την έκτασή της (30), πράγμα που συνεπάγεται ότι, ακόμη κι αν η παράνομη συμπεριφορά συνετέλεσε στην επέλευση της προβαλλόμενης ζημίας, η αιτιώδης συνάφεια μπορεί να διαρραγεί από μια αμελή συμπεριφορά του θιγομένου προσώπου, που μπορεί επομένως να συνιστά την καθοριστική αιτία της εν λόγω ζημίας.

92.      Χωρίς να αμφισβητούν αυτές τις προκείμενες, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν κατ’ αρχάς στο Πρωτοδικείο ότι έλαβε ως βάση δύο άσχετα ενδεχόμενα, προκειμένου να εξετάσει τον επαρκώς άμεσο χαρακτήρα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αποτελούσας αντικείμενο αιτιάσεως συμπεριφοράς και των προβαλλομένων ζημιών.

93.      Συναφώς, είναι ακριβές ότι, προκειμένου να πραγματοποιήσει τον έλεγχό του σε σχέση με την ύπαρξη επαρκώς άμεσου αιτιώδους συνάφειας, το Πρωτοδικείο εξέλεγξε, αφενός, αν μπορούσε να συναχθεί μια τέτοια συνάφεια στην περίπτωση κατά την οποία ο οριστικός κανονισμός δεν περιελάμβανε τις εισαγωγές τους και, επομένως, οι αναιρεσείοντες δεν υπέπεσαν σε πλάνη ως προς την κατάταξη των εισαγωγών τους. Ως προς αυτή την περίπτωση, συνήγαγε, με τις σκέψεις 108 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προβαλλόμενες ζημίες έπρεπε να αποδοθούν αποκλειστικώς στις γερμανικές τελωνειακές αρχές, καθόσον επέβαλαν δασμούς αντιντάμπινγκ για τις εν λόγω εισαγωγές, μολονότι αυτές δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του οριστικού κανονισμού. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Κοινότητας.

94.      Με τις σκέψεις 116 έως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε την αντίστροφη περίπτωση, ήτοι αυτή κατά την οποία ο οριστικός κανονισμός θα περιελάμβανε τις εισαγωγές των αναιρεσειόντων, οι οποίοι όμως δεν κατέταξαν ορθώς τις εισαγωγές τους. Η εξέταση αυτή ώθησε το Πρωτοδικείο στο συμπέρασμα ότι η ευθύνη της Κοινότητας δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ούτε σ’ αυτή την περίπτωση, καθόσον η καθοριστική αιτία της προβαλλόμενης ζημίας θα ανήγετο στην ίδια τη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων.

95.      Γενικώς, η προσέγγιση του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι συνίσταται στο ότι αυτό εξέτασε δύο πραγματικά ενδεχόμενα, αντί να κρίνει ποιο από τα δύο διαπιστώνεται ως ορθό, νομίζω ότι ουδόλως είναι εσφαλμένη, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των περιστάσεων αυτής της υποθέσεως.

96.      Βεβαίως, είναι όντως προτιμότερο το Πρωτοδικείο, ως δικαστήριο της ουσίας, να μπορεί να προβαίνει στο σύνολο των πραγματικών διαπιστώσεων που του παρέχουν τη δυνατότητα να δίνει λύση στην ενώπιόν του διαφορά. Είναι επίσης αληθές ότι, όταν στηρίζει τη συλλογιστική του, όπως εν προκειμένω, σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα ενδεχόμενα, το ένα από αυτά είναι κατ’ ανάγκη εσφαλμένο.

97.      Δεν μπορεί πάντως να προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι στηρίζεται σε τέτοια πραγματικά ενδεχόμενα, ιδίως όταν αυτά καλύπτουν το σύνολο των περιπτώσεων που μπορεί να υφίστανται σε δεδομένη περίσταση και η εναλλακτική τους εξέταση καταλήγει στην ίδια λύση. Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσέγγιση του δικαστηρίου της ουσίας συνίσταται στο ότι αυτό στηρίζεται σε ενδεχόμενα, αντί να προβαίνει στη διαπίστωση των περιστατικών, φαίνεται επίσης να αποτελεί τη μόνη δυνατή μέθοδο, όταν, όπως εν προκειμένω, τα επίμαχα περιστατικά, ήτοι το ζήτημα αν οι εισαγωγές των αναιρεσειόντων αποτέλεσαν το αντικείμενο ορθής δασμολογικής κατατάξεως, αποτελούν το αντικείμενο διαμάχης, όπως πιστοποιείται από τις σκέψεις 105 και 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως –χωρίς, εξάλλου, η διαμάχη αυτή να παύει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου–, και όταν το ζήτημα αυτό πρέπει πρωτίστως να εκτιμηθεί από τις εθνικές τελωνειακές αρχές, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΤΚ, όπως οι διατάξεις αυτές μνημονεύονται στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, φρονώ ότι η υιοθετηθείσα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προσέγγιση εμφανίζει επίσης τα χαρακτηριστικά της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, που συνίσταται στην, όσο το δυνατό πληρέστερη, απάντηση στους ισχυρισμούς που προβάλλουν πρωτοδίκως οι ενάγοντες.

98.      Κατόπιν αυτού, νομίζω ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, όπως προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, τα πραγματικά ενδεχόμενα, στα οποία το Πρωτοδικείο στήριξε τις εκτιμήσεις του, είναι άσχετα. Πράγματι, η ανάλυση ακριβώς αυτών των δύο ενδεχομένων κατέστησε δυνατό να εκτιμηθεί αν η προβαλλόμενη ζημία μπορούσε να αποδοθεί άμεσα στα κοινοτικά όργανα λόγω της, φερόμενης ως παράνομης, εκδόσεως του οριστικού κανονισμού.

99.      Το ότι τα ενδεχόμενα αυτά δεν είναι άσχετα προκύπτει, κατ’ εμέ, σαφώς, αν ληφθεί υπόψη ότι μία από τις υλικές ζημίες που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος της Trubowest, το οποίο ήταν συνέπεια της αποφάσεώς της να διακόψει τις εισαγωγές των εν λόγω εμπορευμάτων στην Κοινότητα από τις 27 Οκτωβρίου 1999 λόγω της επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ. Πράγματι, προκειμένου να επαληθεύσει αν η επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ με τον οριστικό κανονισμό αποτέλεσε την άμεση αιτία του διαφυγόντος κέρδους της Trubowest, σύμφωνα με το κριτήριο που έχει δεχθεί η νομολογία, ήταν απολύτως ορθό το ότι το Πρωτοδικείο, αντί να προβεί αυτοτελώς στη διαπίστωση και εκτίμηση των περιστατικών, έλαβε υπόψη τόσο το πραγματικό ενδεχόμενο οι εισαγωγές των αναιρεσειόντων να ενέπιπταν οπωσδήποτε, λαμβανομένης υπόψη της δασμολογικής τους κατατάξεως, στο πεδίο εφαρμογής του οριστικού κανονισμού όσο και την αντίστροφη περίπτωση.

100. Επομένως, πρώτον, αν οι εισαγωγές των αναιρεσειόντων δεν περιλαμβάνονταν στον οριστικό κανονισμό, ήταν νομικώς ορθό, όπως εξάλλου έκρινε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 108 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να θεωρηθεί ότι οι αναιρεσείοντες δεν μπορούσαν να αποδώσουν το διαφυγόν κέρδος στην, όπως υποστηρίζεται παράτυπη, έκδοση του οριστικού κανονισμού από τα κοινοτικά όργανα, εφόσον η έκδοση αυτού του κανονισμού δεν μπορούσε να έχει καμία επίδραση σ’ αυτές τις εισαγωγές.

101. Συναφώς, όσον αφορά το πρώτο ενδεχόμενο που εξέτασε το Πρωτοδικείο, αβασίμως οι αναιρεσείοντες του προσάπτουν επίσης ότι στηρίχθηκε «σε ένα εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο αιτιώδους συνάφειας, που στηρίζεται στην ύπαρξη αποκλειστικής και άμεσης ζημίας». Αντιθέτως, καλώς το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, με τη σκέψη ιδίως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου αποκλείει τη δυνατότητα στοιχειοθετήσεως της ευθύνης της Κοινότητας για τις ζημίες των οποίων η άμεση αιτία ανάγεται στη φερόμενη παράνομη συμπεριφορά τρίτων, ήτοι, εν προκειμένω, των γερμανικών τελωνειακών αρχών.

102. Κατά την άποψή μου, οι άλλοι συμπληρωματικοί λόγοι που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες σαφώς είναι άνευ αποτελέσματος, διότι περιορίζονται στην αμφισβήτηση τελείως δευτερεύουσας σημασίας εκτιμήσεων σε σχέση με το κύριο συμπέρασμα που συνάγεται από την ανάλυση του πρώτου ενδεχομένου που εξέτασε το Πρωτοδικείο, κατά το οποίο οι αναιρεσείοντες δεν μπορούσαν να αποδώσουν τις προβαλλόμενες ζημίες σε μια φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της Κοινότητας. Προσθέτω ότι η εκτίμηση αυτή εκτείνεται, ιδίως, στις κατ’ επανάληψη αναφορές των αναιρεσειόντων στην προπαρατεθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου Sinara Handel κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ως κριτήριο εξετάσεως του κύρους του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το Δικαστήριο εκδικάζει μόνο την ασκηθείσα κατά της εν λόγω αποφάσεως αίτηση αναιρέσεως και δεν δεσμεύεται από αυτή τη διάταξη.

103. Δεύτερον, αν οι επίμαχες εισαγωγές ενέπιπταν όντως στο πεδίο εφαρμογής του οριστικού κανονισμού, ενδεχόμενο που εξετάσθηκε στις σκέψεις 116 έως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε τότε να ελέγξει αν το διαφυγόν κέρδος της Trubowest –καθώς και οι δύο άλλες ζημίες–, που μπορεί να αποτελεί συνέπεια της, φερόμενης ως παράνομης, εκδόσεως του οριστικού κανονισμού, δεν μπορούσε να αποδοθεί κυρίως σε μια άλλη αιτία.

104. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 100 και 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σ’ αυτόν ακριβώς τον έλεγχο προέβη το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο του δεύτερου ενδεχομένου που εξέτασε, έλεγχο που ολοκλήρωσε με τη διαπίστωση ότι οι δύο υλικές ζημίες και η ηθική βλάβη που προβάλλονται οφείλονται κυρίως στην αμελή ή ανεπαρκώς επιμελή συμπεριφορά των αναιρεσειόντων.

105. Συναφώς, θεωρώ ότι κακώς οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, ιδίως με τη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίσταται διάρρηξη της αιτιώδους συνάφειας, χωρίς να διαπιστώσει προηγουμένως την ύπαρξη τέτοιας συνάφειας. Πράγματι, από την εν λόγω σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο, προκειμένου ακριβώς να εκτιμήσει αν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, εξέτασε το ενδεχόμενο της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του Συμβουλίου και της Επιτροπής, που μπορούσε να έχει συμβάλει στην επέλευση των προβαλλόμενων ζημιών, καταλήγοντας ότι, όπως συνάγεται από τη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες δεν επέδειξαν, εν πάση περιπτώσει, τη δέουσα επιμέλεια για να αποφύγουν ή να περιορίσουν τις εν λόγω ζημίες, πράγμα που, κατά τη νομολογία, καθιστά δυνατό να αποκλεισθεί η ύπαρξη επαρκώς άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, όπως προβάλλεται, της ζημίας και της παράνομης συμπεριφοράς της Κοινότητας.

106. Επομένως, η λεπτομερής εξέταση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 122 έως 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη διάρρηξη της αιτιώδους συνάφειας λόγω της μη επαρκώς επιμελούς συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων, καθόσον αυτοί δεν κίνησαν την ειδική διαδικασία που προβλέπει ο ΚΤΚ, προκειμένου να τους εξασφαλισθεί ασφάλεια δικαίου ως προς την ακρίβεια της δασμολογικής κατατάξεως των εισαγωγών τους, στηρίχθηκε πράγματι στην προκείμενη ότι η επίμαχη παράνομη συμπεριφορά συνετέλεσε στις προβαλλόμενες ζημίες.

107. Εξάλλου, εσφαλμένως οι αναιρεσείοντες αναφέρονται, με τις αιτιάσεις τους που αφορούν τις κατ’ ουσίαν εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου, στη φερόμενη ως παράνομη πληρωμή των δασμών αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν αφορούν αυτή τη ζημία.

108. Τέλος, προβάλλοντας ότι υπάρχει αντίφαση ως προς την αιτιολόγηση μεταξύ των σκέψεων 121 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες αντιλαμβάνονται, κατά την άποψή μου, εσφαλμένως αυτές τις σκέψεις. Πράγματι, σε κανένα χωρίο της σκέψεως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν φαίνεται να αναγνωρίζεται ιδιαίτερη επιμέλεια των αναιρεσειόντων. Επισημαίνοντας με αυτή τη σκέψη ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι υφίσταται παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να αποτελεί την καθοριστική αιτία των προβαλλομένων ζημιών των αναιρεσειόντων, «λαμβανομένης υπόψη της επιμέλειας που επέδειξαν οι αναιρεσείοντες», το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε, κατά την άποψή μου, στον βαθμό επιμέλειας των αναιρεσειόντων χωρίς να εξετάσει συγκεκριμένα ποια ήταν ακριβώς η επιμέλεια που επέδειξαν οι αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι η επιμέλεια αυτή εκτιμήθηκε με τη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας επαναλήφθηκε, υπό μορφή προσωρινού συμπεράσματος, στη σκέψη 133 της εν λόγω αποφάσεως.

109. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επομένως δε και αυτός ο λόγος.

110. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί.

III – Επί των δικαστικών εξόδων

111. Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία βάσει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζήτησαν να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά τους έξοδα και εφόσον, κατ’ εμέ, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

IV – Πρόταση

112. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

«1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Trubowest Handel GmbH και τον Victor Makarov στα δικαστικά τους έξοδα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2008, T-429/04 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


3 – EE L 322, σ. 1.


4 – Κανονισμός της 16ης Ιουλίου 2004 για τροποποίηση του οριστικού κανονισμού (EE L 246, σ. 10).


5 – EE L 302, σ. 1.


6 – Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 175/84 (Συλλογή 1986, σ. 753).


7 – Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04 (Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψεις 66 και 67).


8 – Βλ., με αυτό το πνεύμα, τις αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1976, 26/74, Roquette frères κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1976, σ. 273, σκέψη 11), της 30ής Μαΐου 1989, 20/88, Roquette frères κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 1553, σκέψη 14), της 13ης Μαρτίου 1992, C‑282/90, Vreugdenhil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑1937, σκέψη 12), καθώς και την απόφαση Ikea Wholesale, προπαρατεθείσα (σκέψη 68). Βλ., επίσης, όσον αφορά τη σύμπτωση αγωγής αποζημιώσεως με αίτημα επιστροφής φόρων, την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1972, 96/71, Haegeman κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 245, σκέψεις 9 έως 11).


9 – Βλ. τις αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1979, 116/77 και 124/77, Amylum και Tunnel Refineries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 691, σκέψη 14), καθώς και της 12ης Απριλίου 1984, 281/82, Unifrex κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 1984, σ. 1969, σκέψη 11). Βλ. επίσης την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1975, 99/74, Société des grands moulins des Antilles κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 483, σκέψη 23), καθώς και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑2589, σκέψη 35).


10 – Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, 5/66, 7/66 και 13/66 έως 24/66 (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 571).


11 – Απόφαση Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σ. 341).


12 – Απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, προπαρατεθείσα (σκέψη 14).


13 – Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψη 14).


14 – Όπ.π. (σκέψη 14).


15 – Κατά πάγια νομολογία, στο στάδιο της αναιρέσεως η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (συναφώς, βλ., ιδίως, την απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C‑425/07 P, AEPI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-3205, σκέψη 44, και την παρατιθέμενη νομολογία).


16 – Απόφαση Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σ. 341).


17 – Απόφαση Krohn Import-Export κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψεις 28 και 29).


18 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108), καθώς και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I-7051, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19 – Βλ., ιδίως, την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C-125/07 P, C-133/07 P, C-135/07 P και C-137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-8681, σκέψη 200), καθώς και τη διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2003, C‑488/01 P, Martinez κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2003, σ. I‑13355, σκέψη 54).


20 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑2125, σκέψη 15), της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-68/05 P, Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-10367, σκέψη 54), και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot (Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψη 88).


21 – Βλ. με αυτό το πνεύμα, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 42), της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 11), της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψη 106), καθώς και της 30ής Απριλίου 2009, C‑497/06 P, CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής (σκέψη 39).


22 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, KYΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψη 81), καθώς και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Lucaccioni κατά Επιτροπής (σκέψη 14), FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (σκέψη 166) και CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής (σκέψη 40).


23 – Απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 13).


24 – Βλ. την απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψεις 12, 15 και 16), καθώς και τη διάταξη της 12ης Απριλίου 2005, C‑80/04 P, DLD Trading Company Import-Export κατά Συμβουλίου (σκέψη 50), η οποία επιβεβαίωσε ότι το Πρωτοδικείο μπορούσε κατά νόμο να θεωρήσει ότι δεν αποδείχθηκε ο άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προσαπτόμενης στο όργανο συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης από την ενάγουσα ζημίας, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της φερόμενης παρανομίας αυτής της συμπεριφοράς, ούτε δε επί του υποστατού της προβαλλόμενης ζημίας.


25 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑69/00 (Συλλογή 2005, σ. II‑5393).


26 – Διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2007, T‑91/05 (Συλλογή 2007, σ. II‑245).


27 – Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑440/07 P, Επιτροπή κατά Schneider Electric (Συλλογή 2009, σ. I-6413, σκέψεις 192 και 193).


28 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21), της 28ης Ιουνίου 2007, C‑331/05 P, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑5475, σκέψη 23), καθώς και CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 59).


29 – Βλ., με αυτό το πνεύμα, την προπαρατεθείσα απόφαση CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής (σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30 – Βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, C‑104/89 και C‑37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑3061, σκέψη 33), της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame (Συλλογή 1996, σ. I-1029, σκέψεις 84 και 85), και της 16ης Μαρτίου 2000, C-284/98 P, Κοινοβούλιο κατά Bieber (Συλλογή 2000, σ. I-1527, σκέψη 57).

Top