Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0325

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 16ης Ιουλίου 2009.
    Olympique Lyonnais SASP κατά Olivier Bernard και Newcastle UFC.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
    Άρθρο 39 ΕΚ - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Περιορισμός - Επαγγελματίες ποδοσφαιριστές - Υποχρέωση του ποδοσφαιριστή να συνάψει την πρώτη σύμβαση ως επαγγελματίας με τον σύλλογο ο οποίος τον κατήρτισε - Υποχρέωση του ποδοσφαιριστή να αποζημιώσει τον σύλλογο λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής - Δικαιολόγηση - Σκοπός συνιστάμενος στην ενθάρρυνση της προσλήψεως και καταρτίσεως νέων ποδοσφαιριστών.
    Υπόθεση C-325/08.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-02177

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:481

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ELEANOR SHARPSTON

    της 16ης Ιουλίου 2009 (1)

    Υπόθεση C‑325/08

    Olympique Lyonnais

    κατά

    Olivier Bernard και Newcastle United

    [αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Εθνική διάταξη βάσει της οποίας ποδοσφαιριστής υποχρεούται να αποζημιώσει τον σύλλογο στον οποίο καταρτίσθηκε σε περίπτωση κατά την οποία, κατά το πέρας της καταρτίσεώς του, συνάψει σύμβαση επαγγελματία ποδοσφαιριστή με σύλλογο άλλου κράτους μέλους – Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας – Δικαιολόγηση βάσει της ανάγκης να ενθαρρυνθεί η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών επαγγελματιών ποδοσφαιριστών»





    1.        Για τους πιστούς του ωραίου ποδοσφαίρου, το άθλημα αυτό αποτελεί πάθος –ακόμη και θρησκεία (2). Στρατιές αφοσιωμένων οπαδών περιδιαβαίνουν κάθε σπιθαμή του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για να υποστηρίξουν την ομάδα τους σε κάθε αγώνα· η ενδεχόμενη εμφάνιση στον αγωνιστικό χώρο νέων παικτών (πιθανών μετεγγραφών και ταλέντων που προέρχονται από το φυτώριο της ομάδας) αποτελεί ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας. Για τους ταλαντούχους νεαρούς, η πιθανότητα να τους προσέξει κάποιος ανιχνευτής ταλέντων και να τους γίνει πρόταση να υπογράψουν σύμβαση μαθητείας (δηλαδή σύμβαση καταρτίσεως) με κάποιο σημαντικό σύλλογο είναι το μαγικό κλειδί που θα ανοίξει τις πύλες της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αργά ή γρήγορα, πάντως, το όνειρο της ποδοσφαιρικής δόξας θα συνδυασθεί με την κυνική πραγματικότητα που επιβάλλει στον παίκτη να απαιτεί τις υψηλότερες δυνατές αποδοχές για το περιορισμένο χρονικό διάστημα μιας ποδοσφαιρικής σταδιοδρομίας από τον σύλλογο που είναι διατεθειμένος να προσφέρει την καλύτερη αμοιβή. Ταυτόχρονα, ευλόγως οι σύλλογοι δεν επιθυμούν άλλα ποδοσφαιρικά σωματεία να τους αποσπούν τους καλύτερους φερέλπιδες ποδοσφαιριστές «τους», για την κατάρτιση των οποίων επένδυσαν σημαντικά ποσά. Όταν ο σύλλογος καταρτίσεως είναι «μικρός» και δεν διαθέτει ιδιαίτερα οικονομικά μέσα, ενώ ο σύλλογος που του αποσπά τον ποδοσφαιριστή είναι σημαντικός και απείρως πλουσιότερος, οι μεθοδεύσεις αυτές συνιστούν πραγματική απειλή για την επιβίωση (τόσο οικονομική όσο και αθλητική) του μικρότερου συλλόγου.

    2.        Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Ο γαλλικός σύλλογος ο οποίος κατήρτισε ένα νεαρό ποδοσφαιριστή επί τρία έτη του πρότεινε να υπογράψει σύμβαση επαγγελματία. Ο νεαρός αρνήθηκε την πρόταση, δέχθηκε, όμως, να αγωνισθεί ως επαγγελματίας σε αγγλικό σύλλογο. Οι ισχύουσες στη Γαλλία, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ρυθμίσεις περί επαγγελματικού ποδοσφαίρου υποχρέωναν τον νεαρό ποδοσφαιριστή να αποζημιώσει τον γαλλικό σύλλογο. Ο σύλλογος αυτός ενήγαγε ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων τόσο τον ποδοσφαιριστή όσο και τον αγγλικό σύλλογο προκειμένου να υποχρεωθούν να του καταβάλουν αποζημίωση, το ποσό της οποίας υπολογιζόταν βάσει τον ετήσιων αποδοχών που θα λάμβανε ο ποδοσφαιριστής αν υπέγραφε σύμβαση με τον γαλλικό σύλλογο.

    3.        Στο πλαίσιο αυτό, το Cour de cassation (Γαλλία) ερωτά αν οι προπαρατεθείσες ρυθμίσεις αντιβαίνουν στην αρχή της κατά το άρθρο 39 ΕΚ ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν δικαιολογούνται από την ανάγκη να ενθαρρυνθεί η πρόσληψη και η κατάρτιση νεαρών επαγγελματιών ποδοσφαιριστών.

     Εφαρμοστέες διατάξεις

     Κοινοτικό δίκαιο

    4.        Το άρθρο 39 ΕΚ διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται ειδικότερα, με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, το δικαίωμα των εργαζομένων α) να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας, β) να διακινούνται ελεύθερα για τον σκοπό αυτόν εντός της επικρατείας των κρατών μελών και γ) να διαμένουν σε ένα από τα κράτη μέλη με σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία.

     Εθνικές διατάξεις

    5.        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (3), το άρθρο L. 120‑2 του γαλλικού Code du Travail (εργατικού κώδικα) προέβλεπε τα εξής:

    «Ουδείς δύναται να περιορίσει τα ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τη φύση των προς άσκηση καθηκόντων και δεν είναι ανάλογος του επιδιωκομένου σκοπού.»

    6.        Το άρθρο L. 122‑3‑8 του ιδίου κώδικα όριζε ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρεπόταν να λυθεί πρόωρα μόνο με συμφωνία των συμβαλλομένων ή σε περίπτωση σοβαρού πταίσματος ή ανωτέρας βίας. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση υπό άλλες περιστάσεις, ο εργαζόμενος είχε δικαίωμα αποζημιώσεως τουλάχιστον ισόποσης με τις αποδοχές που θα λάμβανε μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς του. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση, ο εργοδότης είχε δικαίωμα αποζημιώσεως αντίστοιχης με τη ζημία που υπέστη.

    7.        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο Code du Sport (αθλητικός κώδικας) δεν περιελάμβανε διάταξη σχετική με την κατάρτιση των επαγγελματιών αθλητών, μολονότι το άρθρο L. 211‑5 προβλέπει πλέον ότι, βάσει των συμβάσεων επαγγελματικής καταρτίσεως, είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο καταρτιζόμενος, κατά το πέρας της καταρτίσεως, να συνάψει σύμβαση εργασίας με το σύλλογο στον οποίο καταρτίσθηκε για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

    8.        Η απασχόληση των ποδοσφαιριστών στη Γαλλία ρυθμίζεται περαιτέρω από τον Charte du Football Professionnel (Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου), ο οποίος έχει θέση συλλογικής συμβάσεως εργασίας για τον συγκεκριμένο τομέα. Ο τίτλος ΙΙΙ, κεφάλαιο IV, του Χάρτη (όπως ίσχυε κατά τα έτη 1997-1998) αφορούσε τους ποδοσφαιριστές που υπάγονται στη λεγόμενη κατηγορία των «ελπίδων» – φερέλπιδες ποδοσφαιριστές ηλικίας μεταξύ 16 και 22 ετών οι οποίοι επιθυμούν να ακολουθήσουν επαγγελματική σταδιοδρομία και οι οποίοι έχουν προσληφθεί από επαγγελματικά σωματεία με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ως καταρτιζόμενοι ποδοσφαιριστές. Το άρθρο 23 του κεφαλαίου αυτού (4) προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «[…]

    Με την κανονική λήξη της συμβάσεως, ο σύλλογος έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο την υπογραφή συμβάσεως επαγγελματία ποδοσφαιριστή.

    […]

    1.      Εφόσον ο σύλλογος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, ο ποδοσφαιριστής μπορεί να τακτοποιήσει την επαγγελματική κατάστασή του ως εξής:

    a)      υπογράφοντας σύμβαση επαγγελματία ποδοσφαιριστή με τον σύλλογο της επιλογής του, χωρίς να οφείλεται καμία στον σύλλογο όπου ανήκε προηγουμένως ο ποδοσφαιριστής·

    […]

    2.      Εφόσον ο ποδοσφαιριστής αρνηθεί να υπογράψει σύμβαση επαγγελματία ποδοσφαιριστή, δεν μπορεί, για χρονικό διάστημα τριών ετών, να υπογράψει σύμβαση με άλλο σύλλογο της [Γαλλικής Εθνικής Ενώσεως Ποδοσφαίρου] με οποιαδήποτε ιδιότητα, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του συλλόγου στον οποίο αγωνιζόταν ως ποδοσφαιριστής υπαγόμενος στην κατηγορία των ελπίδων […]

    […]».

    9.        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο Χάρτης αυτός –ο οποίος ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει αποκλειστικά εντός της Γαλλίας– δεν ρύθμιζε το ζήτημα της αποζημιώσεως μεταξύ συλλόγων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας ποδοσφαιριστής είχε καταρτισθεί σε συγκεκριμένο σύλλογο και στη συνέχεια υπέγραφε σύμβαση με άλλον, μολονότι πλέον το ρυθμίζει. Όπως επεσήμανε ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Κυβερνήσεως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διατάξεις που ισχύουν επί του παρόντος στη Γαλλία είναι επακριβώς αντίστοιχες των ρυθμίσεων της FIFA, οι οποίες παρατίθενται κατωτέρω.

     Διεθνείς ρυθμίσεις

    10.      Όσον αφορά τις μετεγγραφές μεταξύ ποδοσφαιρικών συλλόγων διαφορετικών κρατών, ο κανονισμός της FIFA περί ιδιότητας και μετεγγραφών ποδοσφαιριστών περιλαμβάνει πλέον ρυθμίσεις σχετικές με την αποζημίωση καταρτίσεως σε περίπτωση κατά την οποία ποδοσφαιριστής υπογράφει την πρώτη σύμβασή του ως επαγγελματίας ή μετεγγράφεται πριν τη λήξη της αγωνιστικής περιόδου κατά την οποία συμπληρώνει το εικοστό τρίτο έτος της ηλικίας του. Οι ρυθμίσεις αυτές καθορίσθηκαν σε συνεργασία με την Επιτροπή, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Bosman του Δικαστηρίου (5).

    11.      Κατά το άρθρο 20 του κανονισμού της FIFA και κατά το παράρτημα 4 του κανονισμού αυτού, καταβάλλεται αποζημίωση καταρτίσεως στον σύλλογο ή στους συλλόγους καταρτίσεως ποδοσφαιριστή οσάκις ο ποδοσφαιριστής αυτός υπογράφει την πρώτη σύμβασή του ως επαγγελματίας και, ακολούθως, σε κάθε μετεγγραφή του ως επαγγελματία μέχρι τη λήξη της αγωνιστικής περιόδου κατά την οποία συμπληρώνει το εικοστό τρίτο έτος της ηλικίας του.

    12.      Κατά την πρώτη εγγραφή ποδοσφαιριστή ως επαγγελματία, ο σύλλογος στον οποίο εγγράφεται ο παίκτης καταβάλλει αποζημίωση καταρτίσεως σε κάθε σύλλογο που συνέβαλε στην κατάρτιση του ποδοσφαιριστή, αναλόγως του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο ποδοσφαιριστής ανήκε σε κάθε σύλλογο. Σε περίπτωση μεταγενέστερων μετεγγραφών, οφείλεται αποζημίωση καταρτίσεως στον σύλλογο όπου ανήκε προηγουμένως ο ποδοσφαιριστής μόνο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ποδοσφαιριστής καταρτίσθηκε αποδεδειγμένα από τον σύλλογο αυτόν.

    13.      Οι σύλλογοι κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες αναλόγως της χρηματικής επενδύσεώς τους στην κατάρτιση ποδοσφαιριστών. Τα έξοδα καταρτίσεως που καθορίζονται για κάθε κατηγορία αντιστοιχούν στο ποσό που απαιτείται για την κατάρτιση ενός ποδοσφαιριστή επί ένα έτος πολλαπλασιαζόμενο με ένα μέσο «συντελεστή καταρτίσεως ποδοσφαιριστή», δηλαδή τον μέσο όρο του αριθμού των ποδοσφαιριστών που πρέπει να καταρτισθούν προκειμένου να αναδειχθεί ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

    14.      Κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα στα οποία θα έπρεπε να υποβληθεί ο σύλλογος στον οποίο μετεγγράφεται ο παίκτης σε περίπτωση κατά την οποία θα είχε καταρτίσει ο ίδιος τον ποδοσφαιριστή. Γενικά, κατά την πρώτη εγγραφή ενός ποδοσφαιριστή ως επαγγελματία, η αποζημίωση υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τα έξοδα καταρτίσεως του νέου συλλόγου επί τον αριθμό των ετών καταρτίσεως. Όσον αφορά τις μεταγενέστερες μετεγγραφές, η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει των εξόδων καταρτίσεως του συλλόγου στον οποίο μετεγγράφεται ο ποδοσφαιριστής πολλαπλασιαζομένων επί τον αριθμό των ετών κατά τα οποία ο ποδοσφαιριστής καταρτίσθηκε από τον προηγούμενο σύλλογό του.

    15.      Πάντως, όσον αφορά ποδοσφαιριστές που μετεγγράφονται εντός της ΕΕ ή του ΕΟΧ, σε περίπτωση μετακινήσεως ποδοσφαιριστή από σύλλογο μικρότερης σε σύλλογο μεγαλύτερης κατηγορίας, η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των εξόδων καταρτίσεως των δύο συλλόγων· σε περίπτωση μετακινήσεως από σύλλογο μεγαλύτερης κατηγορίας σε σύλλογο μικρότερης, η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει των εξόδων καταρτίσεως του συλλόγου μικρότερης κατηγορίας.

    16.      Υφίσταται επίσης «μηχανισμός αλληλεγγύης», ο οποίος διέπεται από το άρθρο 21 και από το παράρτημα 5. Σε περίπτωση κατά την οποία επαγγελματίας ποδοσφαιριστής μετεγγράφεται πριν τη λήξη της συμβάσεώς του, όλα τα σωματεία που συνέβαλαν στην κατάρτιση και εκπαίδευσή του μεταξύ του 12ου και του 23ου έτους της ηλικίας του εισπράττουν ποσοστό της αποζημιώσεως που καταβάλλεται στον προηγούμενο σύλλογό του. Η συνολική συνεισφορά αλληλεγγύης ισούται κατά το μέγιστο με το 5 % της συνολικής αποζημιώσεως και κατανέμεται μεταξύ των οικείων συλλόγων αναλόγως των αγωνιστικών περιόδων κατά τις οποίες ο ποδοσφαιριστής αγωνίσθηκε στους συλλόγους αυτούς.

    17.      Όπως και στη Γαλλία, δεν υπήρχαν τέτοιες διεθνείς ρυθμίσεις κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης.

     Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και υποβληθέντα ερωτήματα

    18.      Το 1997, ο Olivier Bernard σύναψε με τον γαλλικό ποδοσφαιρικό σύλλογο Olympique Lyonnais σύμβαση τριετούς διάρκειας, από 1ης Ιουλίου του έτους αυτού, ως ποδοσφαιριστής υπαγόμενος στην κατηγορία των «ελπίδων». Πριν τη λήξη της συμβάσεως, η Olympique Lyonnais του πρότεινε να υπογράψει σύμβαση επαγγελματία μονοετούς διάρκειας από 1ης Ιουλίου 2000. Ο O. Bernard (μη ικανοποιημένος, προφανώς, από τις προτεινόμενες αποδοχές) αρνήθηκε την προσφορά και τον Αύγουστο του 2000 υπέγραψε σύμβαση επαγγελματία ποδοσφαιριστή με τον αγγλικό σύλλογο Newcastle United (6).

    19.      Πληροφορούμενη τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, η Olympique Lyonnais ενήγαγε τον O. Bernard ενώπιον του Conseil de Prud’hommes (εργατοδικείου) της Λυών, με αίτημα να υποχρεωθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο ποδοσφαιριστής και η Newcastle United να καταβάλουν αποζημίωση. Το ποσό που ζήτησε η ενάγουσα ανερχόταν σε 53 357,16 ευρώ –δηλαδή, σύμφωνα με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η ζητούμενη αποζημίωση ήταν ισόποση της αμοιβής που θα λάμβανε ο O. Bernard επί ένα έτος αν είχε υπογράψει τη σύμβαση που πρότεινε η Olympique Lyonnais.

    20.      Το Conseil de Prud’hommes έκρινε ότι ο O. Bernard έλυσε μονομερώς τη σύμβασή του και, βάσει του άρθρου L. 122‑3‑8 του εργατικού κώδικα, υποχρέωσε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον τον ποδοσφαιριστή και τη Newcastle United να καταβάλουν στην Olympique Lyonnais αποζημίωση ύψους 22 867,35 ευρώ. Στο σκεπτικό της αποφάσεως δεν αιτιολογείται η διαφορά μεταξύ του αρχικώς αιτηθέντος και του τελικώς επιδικασθέντος ποσού της αποζημιώσεως.

    21.      Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση ενώπιον του cour d’appel de Lyon (εφετείου της Λυών), το οποίο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 23 του Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου στερείται νομιμότητας. Το άρθρο αυτό επέβαλε περιορισμό ο οποίος δεν ήταν συμβατός προς τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας και προς το άρθρο L. 120‑2 του εργατικού κώδικα. Ειδικότερα, δεν περιελάμβανε διάταξη καθορίζουσα την καταβλητέα αποζημίωση λόγω καταρτίσεως σε περίπτωση πρόωρης λύσεως της συμβάσεως. Ρύθμιση επιβάλλουσα σε ποδοσφαιριστή να εξακολουθεί να εργάζεται στον σύλλογο καταρτίσεώς του συνιστά περιορισμό της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι που είναι δυσανάλογος προς τον σκοπό της προστασίας των εννόμων συμφερόντων του συλλόγου, ανεξαρτήτως των εξόδων καταρτίσεως.

    22.      Κανένα από τα δικαστήρια αυτά δεν έκρινε αναγκαία την υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, παρά το σχετικό αίτημα της Newcastle United. Το cour d’appel, πάντως, μολονότι στήριξε την απόφασή του στο γαλλικό δίκαιο, αποφάνθηκε ότι ο περιορισμός τον οποίο επέβαλλε το άρθρο 23 του Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου αντέβαινε και στην αρχή που καθιερώνεται με το άρθρο 39 ΕΚ.

    23.      Στη συνέχεια, η Olympique Lyonnais άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation. Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι η αξίωση της Olympique Lyonnais στηρίζεται στο ότι ο O. Bernard δεν τήρησε την υποχρέωσή του να υπογράψει σύμβαση με τον σύλλογο ο οποίος τον κατήρτισε και όχι στην απαγόρευση συνάψεως συμβάσεως με άλλο γαλλικό σύλλογο. Η επίμαχη υποχρέωση δεν απαγορεύει σε ποδοσφαιριστή τη σύναψη συμβάσεως με αλλοδαπό σύλλογο, δύναται, όμως, να τον αποθαρρύνει να συνάψει μια τέτοια σύμβαση, καθόσον θα υποχρεωθεί πιθανώς να καταβάλει αποζημίωση. Άλλωστε, η ευθύνη αυτή του ποδοσφαιριστή μπορεί να δικαιολογηθεί από το έννομο συμφέρον του συλλόγου να διατηρήσει στο δυναμικό του ένα νεαρό παίκτη του οποίου η κατάρτιση μόλις ολοκληρώθηκε.

    24.      Το Cour de cassation παρέπεμψε στην απόφαση Bosman του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 39 ΕΚ «αποκλείει την εφαρμογή κανόνων θεσπιζομένων από αθλητικές ομοσπονδίες κατά τους οποίους επαγγελματίας ποδοσφαιριστής υπήκοος κράτους μέλους δεν μπορεί, κατά τη λήξη της ισχύος του συμβολαίου του με ένα σύλλογο, να απασχοληθεί σε σύλλογο άλλου κράτους μέλους αν ο νέος σύλλογος δεν καταβάλει στον προηγούμενο σύλλογο αποζημίωση μετεγγραφής, καταρτίσεως ή προωθήσεως», έκρινε δε ότι η υπόθεση εγείρει ζητήματα ερμηνείας του άρθρου αυτού.

    25.      Ως εκ τούτου, ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλοντας τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1.      Απαγορεύει η κατά το [άρθρο 39 ΕΚ] αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων διάταξη εθνικού δικαίου, βάσει της οποίας ποδοσφαιριστής υπαγόμενος στην κατηγορία των ελπίδων ο οποίος, κατά το πέρας της περιόδου καταρτίσεως του, συνάπτει σύμβαση ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με σύλλογο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενδέχεται να υποχρεωθεί στην καταβολή αποζημιώσεως;

    2.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, συνιστά η ανάγκη να ενθαρρύνεται η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών επαγγελματιών ποδοσφαιριστών επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει τον περιορισμό αυτό;»

    26.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Olympique Lyonnais, η Newcastle United, η Γαλλική, η Ιταλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή. Η Olympique Lyonnais, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Μαΐου 2009.

     Εκτίμηση

     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

     Ζητήματα που τίθενται με τα ερωτήματα

    27.      Επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, να υπομνησθεί ότι η άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο μέτρο μόνο που εντάσσεται στο πλαίσιο των οικονομικών και ατομικών δραστηριοτήτων και ελευθεριών τις οποίες αφορά το δίκαιο αυτό. Αυτό αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζεται η απόφαση Bosman (7).

    28.      Συνεπώς, εφόσον οι αρχές και οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου έχουν εφαρμογή σε περίπτωση όπως η προκείμενη, η απόφαση την οποία θα εκδώσει το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση θα έχει, δυνητικά, ευρύτερες συνέπειες για τους μισθωτούς και τους εργοδότες σε όλους τους τομείς που διέπονται από τις αρχές και τους κανόνες αυτούς.

    29.      Ως εκ τούτου, ορθώς επισημαίνει η Ολλανδική Κυβέρνηση ότι η υπόθεση άπτεται του γενικότερου ζητήματος που αφορά τον εργοδότη ο οποίος προτίθεται να επενδύσει στην κατάρτιση του εργαζομένου, αλλά δεν επιθυμεί το ενδεχόμενο άμεσης αποχωρήσεως του εργαζομένου αυτού, η οποία θα θέσει στην υπηρεσία ανταγωνιστή εργοδότη τα πολύτιμα προσόντα που απέκτησε ο εργαζόμενος. Το ζήτημα αυτό αφορά το κοινοτικό δίκαιο στο μέτρο που οποιοσδήποτε περιορισμός της ελευθερίας του εργαζομένου να αναζητεί και να αποδέχεται άλλη απασχόληση ενδέχεται να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία του εντός της Κοινότητας.

    30.      Φρονώ ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αθλητισμού γενικά, και του ποδοσφαίρου ειδικότερα, δεν έχουν καθοριστική σημασία όσον αφορά το αν υφίσταται απαγορευόμενος περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας. Πρέπει, πάντως, να ληφθούν προσεκτικά υπόψη κατά την εξέταση της ενδεχόμενης δικαιολογήσεως ενός τέτοιου περιορισμού –ακριβώς όπως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα οποιουδήποτε άλλου τομέα κατά τον έλεγχο της δικαιολογήσεως των περιορισμών που έχουν εφαρμογή στον τομέα αυτόν.

    31.      Τούτου δοθέντος, πάντως, φρονώ ότι δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να εξετάσει καταλλήλως το ευρύτερο αυτό ζήτημα. Η Ολλανδική Κυβέρνηση, η οποία έθιξε το γενικότερο ζήτημα με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν παρέστη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κανείς δε από τους παρόντες μετέχοντες στη δίκη δεν ανέπτυξε τις απόψεις του επί του ζητήματος, παρότι κλήθηκε προς τούτο από το Δικαστήριο. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω να μην εξετασθούν λεπτομερώς οι ευρύτερες συνέπειες της υποθέσεως· προτείνω, δε, στο Δικαστήριο να περιορισθεί στο ειδικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

     Περιεχόμενο της επίμαχης διατάξεως

    32.      Όπως επισήμανε τόσο η Newcastle United όσο και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το άρθρο 23 του Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου δεν προβλέπει ρητώς ότι υποχρεούται στην καταβολή αποζημιώσεως ο ποδοσφαιριστής ο οποίος, κατά το πέρας της καταρτίσεώς του από γαλλικό σύλλογο, συνάπτει σύμβαση με σύλλογο άλλου κράτους μέλους.

    33.      Πάντως, τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν αφορούν το ζήτημα αν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο συγκεκριμένη ρύθμιση, αλλά ρύθμιση «βάσει της οποίας ποδοσφαιριστής υπαγόμενος στην κατηγορία των ελπίδων ο οποίος, κατά το πέρας της περιόδου καταρτίσεως του, συνάπτει σύμβαση ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με σύλλογο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενδέχεται να υποχρεωθεί στην καταβολή αποζημιώσεως». Κατά το conseil de prud’hommes, αυτή είναι η έννομη συνέπεια το άρθρου 23 του Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου και του άρθρου L. 122‑3‑8 του εργατικού κώδικα, ενώ ούτε το cour d’appel ούτε το Cour de cassation έκριναν ότι η ερμηνεία αυτή ήταν πεπλανημένη, αλλά απλώς ότι η επίμαχη συνέπεια αντιβαίνει ή ενδέχεται να αντιβαίνει σε κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής αξίας.

    34.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει την προπαρατεθείσα συνέπεια, ανεξαρτήτως των διατάξεων που την εμπεριέχουν.

     Πρώτο ερώτημα: Συμβατό με το άρθρο 39 ΕΚ

    35.      Το πρώτο ερώτημα μπορεί να απαντηθεί κατά συνοπτικό και απλό τρόπο: ρύθμιση που έχει την προπαρατεθείσα έννομη συνέπεια απαγορεύεται, καταρχήν, από το άρθρο 39 ΕΚ. Η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται το συμπέρασμα αυτό εκτέθηκε, περισσότερο ή λιγότερο λεπτομερώς, με την πλειονότητα των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

    36.      Ο αθλητισμός διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο στο μέτρο που αποτελεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 ΕΚ. Η μισθωτή απασχόληση επαγγελματιών ή ημιεπαγγελματιών ποδοσφαιριστών συνιστά τέτοια οικονομική δραστηριότητα (8).

    37.      Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ δεν εμπίπτουν μόνον οι πράξεις των δημοσίων αρχών, αλλά και οι πάσης φύσεως κανόνες που σκοπούν στη συλλογική ρύθμιση της μισθωτής εργασίας, περιλαμβανομένων των κανόνων που θεσπίζουν οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες (9). Όλες οι επίμαχες εν προκειμένω διατάξεις εμπίπτουν στη μία ή στην άλλη από τις κατηγορίες αυτές.

    38.      Η περίπτωση ενός Γάλλου ποδοσφαιριστή ο οποίος διαμένει στη Γαλλία και συνάπτει σύμβαση εργασίας με ποδοσφαιρικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους δεν αποτελεί αμιγώς εσωτερική υπόθεση που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για αποδοχή πραγματικής προτάσεως προς εργασία στην οποία έχει εφαρμογή ειδικώς το άρθρο 39 ΕΚ.

    39.      Διατάξεις δύνανται να παρακωλύσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εφόσον εμποδίζουν ή αποτρέπουν υπήκοο κράτους μέλους από το να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εντός άλλου κράτους μέλους, ακόμη και αν εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των εργαζομένων (10), εκτός και αν η ενδεχόμενη παρακώλυση της ελεύθερης κυκλοφορίας είναι εντελώς αβέβαιη και έμμεση (11).

    40.      Κανόνες οι οποίοι επιβάλλουν την καταβολή αποζημιώσεως μετεγγραφής, καταρτίσεως ή προωθήσεως μεταξύ συλλόγων στην περίπτωση μετεγγραφής επαγγελματία ποδοσφαιριστή αποτελούν καταρχήν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Ακόμη και αν εφαρμόζονται αδιακρίτως και στις μετεγγραφές μεταξύ συλλόγων εντός του ιδίου κράτους μέλους, ενδέχεται να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία ποδοσφαιριστών που επιθυμούν να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους εντός άλλου κράτους μέλους (12). Ρυθμίσεις βάσει τον οποίων ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να ασκήσει τη δραστηριότητά του αγωνιζόμενος σε νέο σύλλογο εντός άλλου κράτους μέλους χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση μετεγγραφής στον σύλλογο όπου ανήκε προηγουμένως παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (13).

    41.      Εφόσον ρύθμιση που επιβάλλει στον νέο εργοδότη να καταβάλει χρηματικό ποσό στον προηγούμενο αποτελεί καταρχήν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο και στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι υπόχρεος αποζημιώσεως σε οποιοδήποτε βαθμό. Θα πρέπει είτε να πείσει τον νέο εργοδότη να αναλάβει την πληρωμή του χρέους του είτε να το εξοφλήσει ιδίοις εξόδοις, μολονότι τα οικονομικά μέσα του είναι μικρότερα από αυτά του εργοδότη. Επιπλέον, η δυνητική παρακώλυση της ασκήσεως της ελευθερίας κυκλοφορίας δεν είναι σε καμία περίπτωση αβέβαιη ή έμμεση. Η υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού συνιστά σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να λάβει άμεσα υπόψη του ο εργαζόμενος ο οποίος εξετάζει την προοπτική να αρνηθεί μια πρόταση εργασίας προκειμένου να δεχθεί μια άλλη (14).

    42.      Φρονώ ότι η ανάλυση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τους ισχυρισμούς της Olympique Lyonnais περί του ότι περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας και όχι τους περιορισμούς της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι βάσει αμοιβαίων υποχρεώσεων και/ή καθόσον η ένδικη διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι πρόκειται για (προβαλλόμενη) περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού.

    43.      Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι εμπίπτουν πράγματι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ οι περιορισμοί της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι οι οποίοι δύνανται να εμποδίσουν ή να αποτρέψουν υπήκοο κράτους μέλους από το να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εφόσον απορρέουν από πράξεις των δημόσιων αρχών ή από κανόνες που σκοπούν στη συλλογική ρύθμιση της μισθωτής εργασίας. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, μολονότι η ένδικη διαφορά μεταξύ της Olympique Lyonnais και της Newcastle United μπορεί πράγματι να αφορά ζητήματα που άπτονται του δικαίου του ανταγωνισμού, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο δεν επεσήμανε τα ζητήματα αυτά, οπότε τα κράτη μέλη και η Επιτροπή δεν είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν επ’ αυτών. Επιπλέον, αν γίνει δεκτό ότι η ένδικη διαφορά εγείρει ζητήματα που άπτονται του δικαίου του ανταγωνισμού, το στοιχείο αυτό δεν αποκλείει αφεαυτού την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ οι οποίες αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία (15).

     Δεύτερο ερώτημα: Ενδεχόμενη δικαιολόγηση

    44.      Εθνικά μέτρα δυνάμενα να παρεμποδίσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη ΕΚ μπορεί να μην εμπίπτουν στην απαγόρευση, εφόσον τα μέτρα αυτά τείνουν στην επίτευξη θεμιτώς επιδιωκόμενου σκοπού σύμφωνου προς τη Συνθήκη ΕΚ. Για να γίνει δεκτό ότι εθνικά μέτρα δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση, πρέπει να πληρούν τέσσερις επιπλέον προϋποθέσεις: πρέπει να ισχύουν αδιακρίτως· πρέπει να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος· πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (16).

    45.      Δεν αμφισβητείται ότι η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών επαγγελματιών ποδοσφαιριστών αποτελεί θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό ο οποίος είναι σύμφωνος με τη Συνθήκη ΕΚ. Ως προς αυτό, όχι μόνο συμφωνούν όλοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις, αλλά και το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ομοίως (17). Επίσης, από κανένα στοιχείο της υπό κρίση υποθέσεως δεν προκύπτει ότι οι επίμαχες εν προκειμένω ρυθμίσεις εφαρμόζονται κατά τρόπο που ενέχει δυσμενή διάκριση.

    46.      Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Bosman (18), είναι αδύνατο να προβλεφθεί με βεβαιότητα η εξέλιξη της αθλητικής σταδιοδρομίας των νεαρών ποδοσφαιριστών. Μόνον ένας περιορισμένος αριθμός από αυτούς θα αγωνισθεί σε επαγγελματικό επίπεδο, οπότε δεν υπάρχει εγγύηση για το ότι ένας καταρτιζόμενος θα αποτελέσει πράγματι πολύτιμο στοιχείο για τον σύλλογο καταρτίσεώς του ή για οποιονδήποτε άλλο σύλλογο. Συνεπώς, ρυθμίσεις όπως η επίμαχη εν προκειμένω δεν έχουν, ίσως, καθοριστική σημασία για να ενθαρρυνθεί η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών παικτών από τους συλλόγους. Πάντως, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν ότι οι σύλλογοι δεν θα αποθαρρυνθούν να προσλαμβάνουν και να καταρτίζουν νεαρούς ποδοσφαιριστές λόγω του ενδεχομένου η επένδυσή τους να ωφελήσει άλλο σύλλογο, χωρίς αυτοί να λάβουν κανένα αντάλλαγμα. Μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι ρυθμίσεις με αυτό το αποτέλεσμα δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον.

    47.      Αφενός, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν αποτελεί απλώς οικονομική δραστηριότητα, αλλά έχει και ιδιαίτερη κοινωνική σημασία εντός της Κοινότητας. Καθόσον γίνεται, εν γένει, δεκτό ότι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο συνδέεται με τον ερασιτεχνικό αθλητισμό και έχει κοινές με τον δεύτερο πολλές από τις αξίες του, υπάρχει ευρεία συναίνεση ως προς το ότι η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών ποδοσφαιριστών πρέπει να ενθαρρύνεται και όχι να αποθαρρύνεται. Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνεδρίασε στη Νίκαια το 2000 αναγνώρισε ότι «η Κοινότητα […] πρέπει να λαμβάνει υπόψη […] την κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτιστική αποστολή του αθλητισμού, στις οποίες στηρίζεται η ιδιαιτερότητά του, έτσι ώστε να τηρούνται και να προωθούνται η δεοντολογία και οι διάφορες μορφές αλληλεγγύης που είναι απαραίτητες για να διαφυλάσσεται ο κοινωνικός του ρόλος» (19). Επιπλέον, η Λευκή Βίβλος της Επιτροπής για τον αθλητισμό (20) και το σχετικό ψήφισμα του Κοινοβουλίου (21) τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία της καταρτίσεως.

    48.      Αφετέρου, γενικότερα, όπως επισήμανε η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Στρατηγική της Λισσαβώνας την οποία υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο του 2000 και οι διάφορες αποφάσεις και κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν έκτοτε για την υλοποίησή της στους τομείς της εκπαιδεύσεως, της καταρτίσεως και της δια βίου μαθήσεως αναγνωρίζουν την πρωταρχική σημασία της επαγγελματικής καταρτίσεως σε όλους τους τομείς. Εάν οι εργοδότες έχουν τη βεβαιότητα ότι για εύλογο χρονικό διάστημα θα είναι σε θέση να επωφελούνται των υπηρεσιών των εργαζομένων τους οποίους καταρτίζουν, το στοιχείο αυτό αποτελεί κίνητρο για την παροχή καταρτίσεως, γεγονός που είναι προς το συμφέρον και των ιδίων των εργαζομένων.

    49.      Είναι, εντούτοις, μάλλον δυσχερέστερο να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση είναι κατάλληλη για να διασφαλισθεί η επίτευξη του σκοπού αυτού και ότι δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

    50.      Όλοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις –περιλαμβανομένης της Olympique Lyonnais– συμφωνούν ότι κατάλληλο και αναλογικό προς τούτο είναι μόνο το μέτρο βάσει του οποίου οι σύλλογοι αποζημιώνονται αναλόγως των εξόδων στα οποία πράγματι υποβλήθηκαν για την παροχή καταρτίσεως. Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται αποζημίωση υπολογιζομένη βάσει των προσδοκώμενων κερδών του ποδοσφαιριστή ή των προσδοκώμενων (απωλειών) κερδών του συλλόγου.

    51.      Φρονώ ότι η ανάλυση αυτή είναι η προσήκουσα. Το πρώτο από τα δύο τελευταία κριτήρια μπορεί να επιδέχεται χειραγώγηση εκ μέρους του συλλόγου, ενώ το δεύτερο είναι εξαιρετικά αβέβαιο. Κανένα από τα δύο δεν φαίνεται να ασκεί καθοριστική επίδραση όσον αφορά το ουσιώδες ζήτημα που έγκειται στο να ενθαρρυνθεί (ή τουλάχιστον να μην αποθαρρυνθεί) η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών ποδοσφαιριστών. Η αποζημίωση βάσει των πραγματικών εξόδων καταρτίσεως είναι σαφώς καταλληλότερη. Προβλήθηκαν, εντούτοις, ορισμένες επιπλέον αντιρρήσεις.

    52.      Πρώτον, δεδομένου ότι μικρός μόνον αριθμός καταρτιζομένων ποδοσφαιριστών θα αποκτήσει στη συνέχεια εμπορική αξία στον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, ενώ για να αναδειχθεί αυτή η μειονότητα απαιτείται να καταρτισθεί πολύ μεγαλύτερος αριθμός ποδοσφαιριστών, η επένδυση στην κατάρτιση θα αποθαρρυνθεί αν κατά τον καθορισμό της δέουσας αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη μόνον τα έξοδα για την κατάρτιση του συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή. Επομένως, θα πρέπει ο σύλλογος που προσλαμβάνει ποδοσφαιριστή ο οποίος καταρτίσθηκε σε άλλο σύλλογο να καταβάλει αποζημίωση υπολογιζόμενη κατ’ αναλογία των γενικών εξόδων του συλλόγου για την κατάρτιση ποδοσφαιριστών.

    53.      Δεύτερον, ενδέχεται ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής να έχει καταρτισθεί από περισσότερους του ενός συλλόγους, οπότε η όποια αποζημίωση πρέπει να κατανέμεται προσηκόντως μεταξύ των οικείων συλλόγων.

    54.      Αμφότερα τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν ορισμένο σύστημα αποζημιώσεως είναι κατάλληλο και αναλογικό όσον αφορά τον σκοπό να ενθαρρυνθεί η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών επαγγελματικών ποδοσφαιριστών.

    55.      Δεν έχω ιδιαιτέρως πεισθεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ένα τρίτο στοιχείο που προβλήθηκε, δηλαδή ότι υπόχρεος για την καταβολή αποζημιώσεως πρέπει να είναι αποκλειστικά ο νέος εργοδότης και όχι ο μέχρι τούδε καταρτιζόμενος ποδοσφαιριστής.

    56.      Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα δεκτή. Εν γένει, οι δεξιότητες και γνώσεις που καθιστούν πολύτιμο ένα άτομο στην αγορά εργασίας μπορούν να αποκτηθούν με δαπάνες του ενδιαφερομένου, με δημόσιες δαπάνες ή με έξοδα του εργοδότη ο οποίος τον καταρτίζει με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες του. Εάν, στην τελευταία αυτή περίπτωση, κατά το πέρας της περιόδου καταρτίσεως, το «ισοζύγιο» μεταξύ των εξόδων καταρτίσεως και των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν καταδεικνύει ότι το κόστος της καταρτίσεως δεν έχει ακόμη πλήρως αποσβεσθεί, τότε δεν θα ήταν παράλογο να ζητηθεί από τον καταρτιζόμενο να «ισοσκελίσει τον λογαριασμό εσόδων-εξόδων», είτε παρέχοντας επιπλέον υπηρεσίες ως εργαζόμενος είτε (σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο) καταβάλλοντας την αντίστοιχη αποζημίωση. Μολονότι η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δύναται να αποθαρρύνει έναν εργαζόμενο να δεχθεί πρόταση συνάψεως συμβάσεως με νέο εργοδότη, είτε εντός του ιδίου είτε εντός διαφορετικού κράτους μέλους, δεν υφίσταται ιδιαίτερος λόγος να τύχει ο εργαζόμενος αυτός ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως όσον αφορά τη σύναψη τέτοιας συμβάσεως, σε βάρος του εργοδότη ο οποίος τον κατήρτισε, απ’ ό,τι ένας άλλος υποψήφιος, ο οποίος καταρτίσθηκε με δικές του δαπάνες.

    57.      Αυτά τα συμπεράσματα διαφοροποιούνται, πάντως, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο έχει οργανωθεί γενικά η κατάρτιση σε ορισμένο τομέα. Εφόσον, όπως φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω, οι ποδοσφαιριστές καταρτίζονται συνήθως με έξοδα του συλλόγου, καταλληλότερο είναι ένα σύστημα αποζημιώσεως μεταξύ συλλόγων, χωρίς να βαρύνονται με τέτοια υποχρέωση οι ποδοσφαιριστές. Επισημαίνω δε ότι αν ο ποδοσφαιριστής ήταν ο ίδιος υπόχρεος καταβολής της αποζημιώσεως καταρτίσεως το ποσό της θα έπρεπε να υπολογίζεται αποκλειστικά βάσει του κόστους της καταρτίσεώς του ατομικά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό κόστος για την κατάρτιση ποδοσφαιριστών. Σε περίπτωση κατά την οποία απαιτείται να καταρτισθούν ν παίκτες προκειμένου να αναδειχθεί ένας ο οποίος θα έχει επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία, τα έξοδα του συλλόγου καταρτίσεως (και η εξοικονόμηση πόρων όσον αφορά τον νέο σύλλογο) είναι το κόστος για την κατάρτιση αυτών των ποδοσφαιριστών. Φρονώ ότι είναι προσήκον και αναλογικό η αποζημίωση μεταξύ συλλόγων να υπολογίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όσον, όμως, αφορά τον ποδοσφαιριστή ατομικά, η αποζημίωση θα πρέπει να υπολογίζεται αποκλειστικά βάσει των εξόδων για την κατάρτισή του ατομικά.

    58.      Ανακεφαλαιώνοντας, η ανάγκη να ενθαρρύνεται η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών επαγγελματιών ποδοσφαιριστών μπορεί να δικαιολογήσει την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως καταρτίσεως σε περίπτωση κατά την οποία δεν τηρείται η υποχρέωση παραμονής στον σύλλογο καταρτίσεως για καθορισμένο (και όχι υπερβολικά μακρό) χρονικό διάστημα (22) μετά το πέρας της καταρτίσεως. Πάντως η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δικαιολογείται μόνον εφόσον το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται βάσει των εξόδων στα οποία πραγματικά υποβλήθηκε ο σύλλογος καταρτίσεως και/ή τα οποία εξοικονόμησε ο σύλλογος στον οποίο μετακινήθηκε ο παίκτης και, στο μέτρο που υπόχρεος καταβολής αποζημιώσεως είναι ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής, εφόσον το ποσό περιορίζεται στα υπολειπόμενα έξοδα για την κατάρτισή του ατομικά.

     Οι νυν ισχύουσες γαλλικές ρυθμίσεις και οι ρυθμίσεις της FIFA

    59.      Πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις επισήμαναν στο Δικαστήριο τις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 και των παραρτημάτων 4 και 5 του κανονισμού της FIFA περί ιδιότητας και μετεγγραφών των ποδοσφαιριστών. Οι διατάξεις αυτές έχουν πλέον εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως αυτή του O. Bernard, πλην όμως δεν είχαν τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως. Θεσπίσθηκαν το 2001, με την έγκριση της Επιτροπής, και σκοπούν να διασφαλισθεί ότι το νομικό πλαίσιο που θέτει η FIFA είναι σύμφωνο με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα δε με την απόφαση Bosman. Η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει επιπροσθέτως ότι ο γαλλικός Χάρτης Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου τροποποιήθηκε αναλόγως και περιέχει πλέον παρεμφερείς ρυθμίσεις που έχουν εφαρμογή σε αμιγώς γαλλικές υποθέσεις.

    60.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνει ειδικότερα ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις της FIFA, υπόχρεος για την καταβολή αποζημιώσεως είναι ο σύλλογος και όχι ο ποδοσφαιριστής· το ποσό της αποζημιώσεως υπολογίζεται βάσει των εξόδων για την κατάρτιση του ποδοσφαιριστή, πολλαπλασιαζομένων επί τον αριθμό των ποδοσφαιριστών που πρέπει κατά μέσο όρο να καταρτισθούν προκειμένου να αναδειχθεί ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής· διάφορες ρυθμίσεις διασφαλίζουν τον αναλογικό χαρακτήρα της αποζημιώσεως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό· επιπλέον, βάσει μηχανισμού αλληλεγγύης, σε περίπτωση κατά την οποία πλείονες σύλλογοι συνέβαλαν στην κατάρτιση ποδοσφαιριστή, η αποζημίωση κατανέμεται μεταξύ των συλλόγων αυτών.

    61.      Ρητώς ή εμμέσως, οι μετέχοντες αυτοί στη διαδικασία ζητούν από το Δικαστήριο να εγκρίνει τις ισχύουσες ρυθμίσεις.

    62.      Φρονώ, εντούτοις, ότι μια ειδική έγκριση δεν θα ήταν προσήκουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, στα πραγματικά περιστατικά της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις αυτές. Τούτου δοθέντος, ορισμένες από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις και ορισμένες από τις κρίσεις που θα διατυπώσει το Δικαστήριο με την απόφασή του θα είναι λυσιτελείς στο μέτρο στο οποίο και σε περίπτωση κατά την οποία θα απαιτηθεί να εξετασθεί το συμβατό των διατάξεων αυτών με το κοινοτικό δίκαιο.

     Πρόταση

    63.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Cour de cassation ως εξής:

    (1)      Η κατά το άρθρο 39 ΕΚ αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων απαγορεύει, καταρχήν, ρύθμιση εθνικού δικαίου βάσει της οποίας καταρτιζόμενος ποδοσφαιριστής ο οποίος, κατά το πέρας της περιόδου καταρτίσεως του, συνάπτει σύμβαση ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με σύλλογο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ενδέχεται να υποχρεωθεί στην καταβολή αποζημιώσεως.

    (2)      Μια τέτοια ρύθμιση μπορεί, πάντως, να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να ενθαρρύνεται η πρόσληψη και κατάρτιση νεαρών επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της οικείας αποζημιώσεως υπολογίζεται βάσει των εξόδων στα οποία πραγματικά υποβλήθηκε ο σύλλογος καταρτίσεως και/ή τα οποία εξοικονόμησε ο σύλλογος στον οποίο μετακινήθηκε ο παίκτης και, στο μέτρο που υπόχρεος καταβολής αποζημιώσεως είναι ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής, εφόσον το ποσό περιορίζεται στα υπολειπόμενα έξοδα για την κατάρτισή του ατομικά.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


    2 – Όπως είχε δηλώσει (ή, ίσως, φέρεται να είχε δηλώσει) ο Bill Shankly όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των οπαδών της Λίβερπουλ και της Έβερτον, «ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Η άποψη αυτή με απογοητεύει ιδιαιτέρως. Σας διαβεβαιώνω ότι το ποδόσφαιρο είναι πολύ, πολύ σημαντικότερο». Για άλλες εκδοχές όσον αφορά ό,τι ειπώθηκε (ή δεν ειπώθηκε), βλ. http://www.shankly.com/Webs/billshankly/default.aspx?aid=2517.


    3 – Ένας νέος κώδικας τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2008. Οι επίμαχες εν προκειμένω διατάξεις δεν τροποποιήθηκαν όσον αφορά την ουσία τους πλην όμως τροποποιήθηκε η αρίθμηση και η διατύπωσή τους.


    4 – Μολονότι, βάσει του αντιγράφου του Χάρτη που προσκόμισε η Γαλλική Κυβέρνηση φαίνεται ότι η επίμαχη διάταξη είναι το άρθρο 23 τουτίτλουIII, κεφάλαιοIV, του Χάρτη, όλοι ανεξαιρέτως οι διάδικοι και τα εθνικά δικαστήρια έκαναν λόγο για το άρθρο 23 τουΧάρτη. Προς αποφυγή παρανοήσεως, θα πράξω ομοίως και θα κάνω λόγο για το «άρθρο 23 του Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου». Η διάταξη αυτή είναι πλέον το άρθρο 456 του Χάρτη, όπως ισχύει από τα έτη 2008-2009.


    5 – Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93 (Συλλογή 1995, σ. I‑4921).


    6 – Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως αφορούν, επομένως, δύο πολύ γνωστούς και εύπορους ποδοσφαιρικούς συλλόγους. Εντούτοις, οι επίμαχες αρχές ισχύουν για όλους τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, ανεξαρτήτως του πόσο εύπορος είναι ο σύλλογος στον οποίο μετεγγράφεται ο ποδοσφαιριστής και πόσο φτωχός ο σύλλογος καταρτίσεώς του.


    7 – Βλ., ειδικότερα, σκέψεις 73 έως 87 της αποφάσεως αυτής και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, C‑519/04 P, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑6991, σκέψεις 22 επ.).


    8 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (σκέψεις 22 και 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    9 – Βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch (Συλλογή τόμος 1974, σ. 563, σκέψη 17), προπαρατεθείσα απόφαση Bosman (σκέψη 82), και απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, C‑176/96, Lehtonen και Castors Braine (Συλλογή 2000, σ. I‑2681, σκέψη 35).


    10 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bosman (σκέψη 96), απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑190/98, Graf (Συλλογή 2000, σ. I‑493, σκέψεις 18 και 23), και προπαρατεθείσα απόφαση Lehtonen και Castors Braine (σκέψεις 47 έως 50).


    11 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Graf (σκέψεις 23 έως 25).


    12 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bosman (σκέψεις 98 και 99).


    13 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bosman (σκέψη 100).


    14 – Αντιθέτως προς την περίπτωση της υποθέσεως Graf (βλ., ειδικότερα, σκέψεις 13 και 24 της αποφάσεως αυτής).


    15 ­­– Βλ., για παράδειγμα, προπαρατεθείσα απόφαση Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (σκέψη 28).


    16 – Βλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C‑19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I‑1663, σκέψη 32), και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C‑55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. 1‑4165, σκέψη 37), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Bosman (σκέψη 104). Το υπόλοιπο της παρούσας υποσημειώσεως αφορά αποκλειστικά το κείμενο των προτάσεων στην αγγλική γλώσσα.


    17 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bosman (σκέψη 106).


    18 – Όπ.π. (σκέψη 109).


    19 – Παράρτημα IV των Συμπερασμάτων της Προεδρίας της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Νίκαια (7, 8 και 9 Δεκεμβρίου 2000).


    20 – COM(2007) 391 τελικό.


    21 – Ψήφισμα χωρίς νομοθετικό χαρακτήρα της 8ης Μαΐου 2008 [έγγραφο αριθ. P6_TA (2008) 0198].


    22 – Έτσι, στο πλαίσιο της συνολικής σταδιοδρομίας ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή, της οποίας η χρονική διάρκεια είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένη, τυχόν υποχρέωση παραμονής στον σύλλογο καταρτίσεως επί 10 (για παράδειγμα) έτη μετά τη σύναψη της πρώτης συμβάσεως επαγγελματία ποδοσφαιριστή θα ήταν προδήλως απαράδεκτη.

    Top