Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0323

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 16ης Ιουλίου 2009.
Ovido Rodríguez Mayor και λοιποί κατά κατά Herencia yacente de Rafael de las Heras Dávila και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Madrid - Ισπανία.
Προδικαστική διαδικασία - Προστασία των εργαζομένων - Ομαδικές απολύσεις - Οδηγία 98/59/ΕΚ - Λύση συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη.
Υπόθεση C-323/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-11621

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:480

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 16ης Ιουλίου 2009 ( 1 )

Υπόθεση C-323/08

Ovidio Rodríguez Mayor κ.λπ.

κατά

Herencia yacente de Rafael de las Heras Dávila κ.λπ.

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Προστασία των εργαζομένων — Ομαδικές απολύσεις — Οδηγία 98/59/ΕΚ — Λύση συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη»

1. 

Με διάταξη της 14ης Ιουλίου 2008, το Tribunal Superior de Justicia de Madrid (Ισπανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ τρία προδικαστικά ερωτήματα, δύο εκ των οποίων ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις ( 2 ) (στο εξής: οδηγία ή οδηγία 98/59) και ένα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989.

2. 

Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο εκδικάσεως αγωγής για παράνομη απόλυση από τους εργαζομένους επιχειρήσεως κατά των κληρονόμων του εργοδότη τους.

3. 

Το Δικαστήριο καλείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινίσει, αφενός, εάν η λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη εμπίπτει στην έννοια της ομαδικής απολύσεως κατά την ως άνω οδηγία, αφετέρου, εάν οι διατάξεις της οδηγίας, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων αποκλείουν νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας η εφαρμογή του καθεστώτος που διέπει τις ομαδικές απολύσεις –ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό της αποζημιώσεως που καταβάλλεται στον απολυθέντα εργαζόμενο– σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που είναι εργοδότης αποκλείεται, ενώ ο αποκλεισμός αυτός δεν ισχύει όταν η λύση της συμβάσεως εργασίας επέρχεται επειδή το νομικό πρόσωπο που είναι εργοδότης έπαψε να υφίσταται.

I — Νομικό πλαίσιο

A — Το κοινοτικό δίκαιο

4.

Η οδηγία 98/59, η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει του άρθρου 100 (νυν άρθρο 94) ΕΚ και κωδικοποίησε την οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις ( 3 ), σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων μέσω της προσεγγίσεως των εθνικών διατάξεων «όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τα μέτρα που είναι πρόσφορα για την άμβλυνση των συνεπειών εκ των απολύσεων αυτών για τους εργαζομένους» ( 4 ). Ο επιδιωκόμενος από την οδηγία 98/59 σκοπός –ο οποίος καθίσταται εμφανής από το προοίμιο αυτής και, ιδίως, την πρώτη, τέταρτη, έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη– συνίσταται στον περιορισμό των συνεπειών που έχουν οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών επί της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς καθώς και στην προώθηση ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας λαμβανομένων υπόψη των αρχών του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων και του άρθρο 117 (νυν άρθρο 136 ) ΕΚ, κατά το οποίο:

«Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα όπως αυτά που ορίζονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, έχουν ως στόχο την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.

Προς τούτο, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα στα οποία λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία των εθνικών πρακτικών, ιδιαιτέρως στον τομέα των συμβατικών σχέσεων, καθώς και η ανάγκη να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Κοινότητας.

Φρονούν ότι η εξέλιξη αυτή θα προκύψει όχι μόνον από τη λειτουργία της κοινής αγοράς, η οποία θα διευκολύνει την εναρμόνιση των κοινωνικών συστημάτων, αλλά και από τις διαδικασίες που θεσπίζει η παρούσα συνθήκη, και από την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων».

5.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 1, στοιχείο α’, της οδηγίας καθορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής:

«1.   Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α)

Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:

i)

είτε για περίοδο 30 ημερών:

τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,

τουλάχιστον σε 10% του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,

τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,

ii)

είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές,

[…]».

6.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, ορίζει ότι «[γ]ια τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε».

7.

Τέλος, η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες η οδηγία δεν τυγχάνει εφαρμογής ( 5 ).

8.

Το δεύτερο τμήμα της οδηγίας, που συγκροτείται από το άρθρο 2, προσδιορίζει τις υποχρεώσεις πληροφορήσεως και διαβουλεύσεως που βαρύνουν τον προτιθέμενο να προβεί σε ομαδικές απολύσεις εργοδότη. Το τρίτο τμήμα, που συγκροτείται από τα άρθρα 3 και 4, καθορίζει τη διαδικασία της ομαδικής απολύσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 προσδιορίζει τις υποχρεώσεις που υπέχει ο εργοδότης στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας, ενώ το άρθρο 4 περιέχει διατάξεις σχετικά με την επέλευση των έννομων συνεπειών των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων και τον ρόλο των αρμόδιων επί της διαδικασίας δημόσιων αρχών.

9.

Τέλος, πρέπει να γίνει υπόμνηση των άρθρων 5 και 6, που περιλαμβάνονται στο τέταρτο και τελευταίο τμήμα της οδηγίας.

10.

Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας «η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους».

11.

Το άρθρο 6 ορίζει εν συνεχεία ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία».

12.

Το άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ορίζει ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».

13.

Τέλος, τα σημεία 7, 17 και 18 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων ορίζουν:

«7.   Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αυτό θα επιτευχθεί με την προοδευτική προσέγγιση των εν λόγω συνθηκών, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και τις μορφές εργασίας, εκτός της εργασίας αορίστου χρόνου, όπως η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία και η εποχική εργασία.

Η βελτίωση αυτή πρέπει να επιφέρει, όπου είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως είναι οι διαδικασίες ομαδικής απόλυσης ή πτώχευσης.

[…]

17.   Η πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων πρέπει να αναπτυχθούν, με τον κατάλληλο τρόπο, σύμφωνα με τα ισχύοντα στα διάφορα κράτη μέλη.

Αυτό ισχύει ιδίως για τις επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων που έχουν εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις σε περισσότερα Κράτη μέλη της ευρωπαϊκής Κοινότητας.

18.   Η εν λόγω πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή πρέπει να διεξάγονται εγκαίρως, ιδίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

κατά την εισαγωγή στην επιχείρηση τεχνολογικών αλλαγών που έχουν σημαντικές συνέπειες για τους εργαζομένους όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και την οργάνωση της εργασίας,

σε περίπτωση αναδιαρθρώσεων ή συγχωνεύσεων επιχειρήσεων που έχουν αντίκτυπο στην απασχόληση των εργαζομένων,

σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων,

όταν ακολουθούνται πολιτικές απασχόλησης από την επιχείρηση που έχουν αντίκτυπο στους εργαζομένους της και κυρίως στους διασυνοριακούς».

B — Το εθνικό δίκαιο

14.

Κατά το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου περί νομικής καταστάσεως των εργαζομένων (Estatuto de los Trabajadores, στο εξής: νόμος περί εργαζομένων), η σύμβαση εργασίας λύεται στις εξής περιπτώσεις:

«Λόγω θανάτου, συνταξιοδοτήσεως στις περιπτώσεις που προβλέπει το οικείο καθεστώς της Seguridad Social (κοινωνικής ασφαλίσεως), ή ανικανότητας [προς εργασία] του εργοδότη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44, ή λόγω απώλειας της νομικής προσωπικότητας του αντισυμβαλλόμενου».

15.

Η εν λόγω διάταξη ορίζει επίσης ότι «[σ]τις περιπτώσεις θανάτου, συνταξιοδοτήσεως ή ανικανότητας του εργοδότη, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στην καταβολή ποσού το οποίο αντιστοιχεί στον μισθό ενός μηνός. Στις περιπτώσεις απώλειας της νομικής προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 51 του παρόντος νόμου».

16.

Το άρθρο 51 του νόμου περί εργαζομένων ορίζει:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως ομαδική απόλυση νοείται η λύση συμβάσεων εργασίας για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή, όταν, εντός περιόδου ενενήντα ημερών, η λύση αφορά τουλάχιστον:

a)

δέκα εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 100 εργαζόμενους,

b)

10% του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν από 100 έως 300 εργαζόμενους,

c)

30 τριάντα εργαζομένους σε επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 300 εργαζομένους.

Οι λόγοι στους οποίους αναφέρεται το παρόν άρθρο λογίζονται ως συντρέχοντες, όταν η λήψη των προτεινόμενων μέτρων συμβάλλει, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι οικονομικοί, στην οικονομική ανάκαμψη της επιχειρήσεως ή, εφόσον οι λόγοι είναι τεχνικοί ή αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή, στη διασφάλιση της μελλοντικής βιωσιμότητας της επιχειρήσεως και της απασχολήσεως σε αυτήν μέσω καταλληλότερης διαχειρίσεως των πόρων.

Επίσης, νοείται ως ομαδική απόλυση η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των θιγομένων εργαζομένων υπερβαίνει τους πέντε, όταν η λύση επέρχεται συνεπεία της πλήρους παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία οφείλεται στους ως άνω λόγους.

Για τον υπολογισμό του αριθμού των υπό λύση συμβάσεων εργασίας, στον οποίον αναφέρεται το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη και όσες συμβάσεις λύθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς με πρωτοβουλία του εργοδότη για άλλους λόγους, μη συνδεόμενους προς τον εργαζόμενο, πέραν των προβλεπόμενων από το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παρόντος νόμου, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε. Όταν, σε διαδοχικές περιόδους ενενήντα ημερών και με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση προβαίνει, δυνάμει του άρθρου 52, στοιχείο c, του παρόντος νόμου, σε λύση συμβάσεων που δεν υπερβαίνουν τα ως άνω όρια, χωρίς να συντρέχουν νέοι λόγοι που δικαιολογούν τέτοια ενέργεια, οι νέες αυτές λύσεις θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν παρανόμως και είναι άκυρες και ανίσχυρες.

2.   Ο εργοδότης που προτίθεται να προβεί σε ομαδική απόλυση οφείλει να ζητήσει έγκριση για τη λύση των συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με τη διαδικασία “περί ρυθμίσεως της απασχολήσεως” που προβλέπει ο παρών νόμος και οι προς εκτέλεση αυτού κανονιστικές διατάξεις. Η διαδικασία κινείται με αίτηση προς την αρμόδια για θέματα εργασίας αρχή και την ταυτόχρονη έναρξη περιόδου διαβουλεύσεων με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων.

[…]

8.   Οι εργαζόμενοι, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας λύονται κατά το παρόν άρθρο, δικαιούνται αποζημιώσεως ύψους είκοσι ημερομισθίων ανά έτος υπηρεσίας· οι μικρότερες του έτους χρονικές περίοδοι υπολογίζονται κατ’ αναλογία, με ανώτατο όριο τους δώδεκα μισθούς.

[…]».

17.

Κατά το άρθρο 55, παράγραφος 1, του νόμου περί εργαζομένων:

«Η απόλυση κοινοποιείται εγγράφως στον εργαζόμενο, με προσδιορισμό των γεγονότων που την αιτιολογούν και της ημερομηνίας από την οποία ισχύει. Λοιπές τυπικές προϋποθέσεις μπορούν να ορίζονται με συλλογική σύμβαση».

18.

Το άρθρο 122 του νόμου περί της εφαρμοζόμενης επί εργατικών ζητημάτων διαδικασίας (Ley de Procedimiento Laboral) ορίζει:

«1.   Η απόφαση περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας είναι νόμιμη όταν ο εργοδότης, αφού τηρήσει τις απαιτούμενες τυπικές προϋποθέσεις, αποδείξει ότι συντρέχει ο νόμιμος λόγος που αναφέρεται στην έγγραφη ανακοίνωση. Αν δεν το αποδείξει, η απόφαση κηρύσσεται παράνομη.

Η απόφαση περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη, όταν:

a)

δεν έχει τηρηθεί ο προβλεπόμενος από τον νόμο τύπος της έγγραφης ανακοινώσεως που αναφέρει τον λόγο,

b)

δεν έχει καταβληθεί στον εργαζόμενο η οφειλόμενη αποζημίωση, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ο νόμος δεν ορίζει την προϋπόθεση αυτή,

c)

εισάγει δυσμενή διάκριση ή είναι αντίθετη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του εργαζομένου,

d)

έχει ληφθεί κατά καταστρατήγηση του νόμου προς αποφυγή των κανόνων για τις ομαδικές απολύσεις, στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 51, παράγραφος 1 του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί εργαζομένων».

19.

Το άρθρο 123 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση που η απόφαση [της αρμόδιας για θέματα εργασίας αρχής] κρίνει νόμιμη την απόφαση του εργοδότη, κηρύσσεται η λύση της συμβάσεως εργασίας και, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο την ενδεχόμενη διαφορά τόσο μεταξύ της ήδη καταβληθείσας και της νομίμως οφειλόμενης αποζημιώσεως, όσο και αυτήν που αντιστοιχεί στους οφειλόμενους διαρκούσης της προθεσμίας καταγγελίας μισθούς, στην περίπτωση που αυτοί δεν έχουν καταβληθεί.

2.   Σε περίπτωση που η απόφαση περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας κριθεί παράνομη ή άκυρη, εφαρμόζονται σε σχέση με τον εργοδότη τα προβλεπόμενα επί απολύσεως για σπουδαίο λόγο οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζόμενου […]».

20.

Το άρθρο 56, παράγραφος 1, του νόμου περί εργαζομένων, σχετικό με την παράνομη απόλυση, ορίζει:

«Σε περίπτωση που η απόλυση κριθεί παράνομη, ο εργοδότης δύναται, εντός πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της δικαστικής αποφάσεως, είτε να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, καταβάλλοντας σε αυτόν αναδρομικώς από της απολύσεώς του τους διαλαμβανόμενους στο στοιχείο b, της παρούσας παραγράφου, μισθούς, είτε να καταβάλει τα καθοριζόμενα με δικαστική απόφαση ακόλουθα ποσά:

a)

αποζημίωση ίση προς 45 ημερομίσθια ανά έτος υπηρεσίας· τα μικρότερα του έτους διαστήματα υπολογίζονται αναλογικά σε μηνιαία βάση, με ανώτατο όριο τους 42 μηνιαίους μισθούς,

b)

τους μισθούς που οφείλονται από την ημερομηνία της απολύσεως έως την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως που κηρύσσει παράνομη την απόλυση ή έως την ημερομηνία κατά την οποία ο εργαζόμενος βρήκε άλλη εργασία, αν η πρόσληψη αυτή προηγείται της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως και ο εργοδότης αποδείξει την καταβολή ποσών αφαιρετέων από τους αναδρομικώς καταβαλλόμενους μισθούς».

II — Πραγματικά περιστατικά, εξέλιξη της διαδικασίας της κύριας δίκης και προδικαστικά ερωτήματα

21.

Ο Rodriguez Mayor και άλλα έξι πρόσωπα, ενάγοντες στην κύρια δίκη (στο εξής: ενάγοντες), απασχολούνταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην επιχείρηση του Rafael De las Heras Dávila.

22.

Μεταξύ της 30ης Απριλίου και της 5ης Μαΐου 2004, οι ενάγοντες προσήλθαν στον χώρο εργασίας τους βρίσκοντας τις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, στην οποία εργάζονταν, κλειστές. Εκλαμβάνοντας το περιστατικό αυτό ως σιωπηρή απόλυση, άσκησαν αγωγή κατά του Rafael De las Heras Dávila, ο οποίος απεβίωσε την 1η Μαΐου 2004, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Επειδή όλοι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομία, η δίκη συνεχίστηκε κατά της σχολάζουσας κληρονομίας και κατά του, εν τω μεταξύ προσεπικληθέντος, Fondo de garantía salarial (ταμείο εγγυήσεως μισθών).

23.

Δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν του θανάτου του Rafael De las Heras Dávila, η δραστηριότητα της επιχειρήσεως έπαυσε οριστικώς.

24.

Στις 22 Ιουνίου 2007, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι δεν υφίσταται απόλυση αλλά λύση της σχέσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 49, παράγραφος, στοιχείο g, του νόμου περί εργαζομένων.

25.

Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Madrid (στο εξής: Tribunal Superior de Justicia). Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι οι κληρονόμοι του De las Heras Dávila παρέλειψαν, κατά παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 1, του νόμου περί εργαζομένων, να τους κοινοποιήσουν την απόφαση περί απολύσεως. Επιπροσθέτως, προβάλλουν ότι δεν ενημερώθηκαν για τον θάνατο του εργοδότη τους ούτε για την πρόθεση των κληρονόμων αυτού να διακόψουν τη δραστηριότητα της επιχειρήσεως.

26.

Κύριο αίτημα των εκκαλούντων στη δίκη ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia είναι η αναγνώριση της απολύσεως ως παράνομης, καθώς και η καταβολή αποζημιώσεως από τους εφεσίβλητους ίσης προς 45 ημερομίσθια ανά έτος εργασίας, πέραν της αναδρομικής καταβολής των μισθών που αντιστοιχούν στο διάστημα από την ημερομηνία απολύσεως μέχρι την επίδοση της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου ή μέχρι την επαναπρόσληψή τους. Επικουρικώς, οι εκκαλούντες ζητούν να αναγνωριστεί η λύση των συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη, βάσει του άρθρου 49 του νόμου περί εργαζομένων, και την καταβολή αποζημιώσεως καθοριζόμενης κατά το άρθρο αυτό.

27.

Την 7η Μαΐου 2008, το Tribunal Superior de Justicia κάλεσε τους διαδίκους της κύριας δίκης και τον εισαγγελέα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς την ενδεχόμενη αντίθεση του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου περί εργαζομένων προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

28.

Κατόπιν της καταθέσεως των παρατηρήσεων των διαδίκων στην κύρια δίκη και του εισαγγελέα, το Tribunal Superior de Justicia, με διάταξη της 16ης Ιουλίου 2008 (στο εξής: απόφαση περί παραπομπής), έκρινε αναγκαία, για την επίλυση της ενώπιον αυτού διαφοράς, την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

29.

Στην απόφαση περί παραπομπής, το Tribunal Superior de Justicia επισημαίνει ότι, κατά το ισπανικό δίκαιο, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου, συνταξιοδοτήσεως ή ανικανότητας προς εργασία του εργοδότη-φυσικού προσώπου, η καταβλητέα σε κάθε εργαζόμενο αποζημίωση αντιστοιχεί, ανεξαρτήτως του χρόνου υπηρεσίας, σε μισθό ενός μηνός, ενώ, σε περίπτωση παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας νομικού προσώπου, η αποζημίωση αυτή καθορίζεται επί τη βάσει της διάρκειας απασχολήσεως των εργαζομένων και αντιστοιχεί έως και σε 45 ημερομίσθια ανά έτος εργασίας.

30.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η υφιστάμενη διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται, το δε συμβατό αυτής με το κοινοτικό δίκαιο είναι επισφαλές.

31.

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού επιχειρήσεως λόγω θανάτου του εργοδότη εξομοιούται προς ομαδική απόλυση κατά την έννοια της οδηγίας 98/59 ( 6 ). Κατά το μέτρο που περιορίζει την έννοια της ομαδικής απολύσεως στις απολύσεις για οικονομικούς και τεχνικούς λόγους, καθώς και για λόγους οργανώσεως ή παραγωγής, και δεν διευρύνει το περιεχόμενο αυτής, έτσι ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο του εργαζομένου, η ισπανική νομοθεσία αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 98/59.

32.

Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τις διατάξεις της οδηγίας 98/59 δεν προκύπτει καμία διάκριση ανάλογα με τη φύση του προσώπου του εργοδότη ούτε δυνατότητα διαφορετικής μεταχειρίσεως καταστάσεων που έχουν τις ίδιες συνέπειες για τον εργαζόμενο. Κατά το αιτούν δικαστήριο, εάν, σε περίπτωση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο εργοδότης και οι κληρονόμοι του δεν υπείχαν τις προβλεπόμενες επί ομαδικής απολύσεως διαδικαστικές υποχρεώσεις ούτε την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο εργαζόμενος, δεν θα διασφαλιζόταν η τήρηση των απορρεουσών από το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 υποχρεώσεων που βαρύνουν τα κράτη μέλη.

33.

Δεύτερον, κατά το Tribunal Superior de Justicia, η διάταξη κατά την οποία, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη, η καταβλητέα αποζημίωση είναι ίση προς μισθό ενός μηνός, ανεξαρτήτως του χρόνου υπηρεσίας του εργαζομένου, δεν εγγυάται, στην εθνική έννομη τάξη, προστασία συνάδουσα προς το άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προς τις διατάξεις του Κοινοτικού Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων.

34.

Προκειμένου να λάβει απάντηση στα σχετιζόμενα με το κοινοτικό δίκαιο ερωτήματά του, το επιληφθέν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον αυτού διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1

Αντιβαίνει το άρθρο 51 του νόμου περί εργαζομένων στις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 98/59 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, κατά το μέτρο που περιορίζει την έννοια της ομαδικής απολύσεως στις απολύσεις για οικονομικούς και τεχνικούς λόγους, καθώς και για λόγους οργανώσεως ή παραγωγής, και δεν διευρύνει το περιεχόμενο αυτής, έτσι ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται άμεσα με τον ίδιο τον εργαζόμενο;

2

Αντιβαίνει επίσης στην οδηγία 98/59 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, η διάταξη του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου περί εργαζομένων, η οποία προβλέπει, όσον αφορά εργαζομένους που χάνουν τη θέση εργασίας τους λόγω θανάτου, συνταξιοδοτήσεως ή ανικανότητας προς εργασία του εργοδότη, αποζημίωση περιοριζόμενη στον μισθό ενός μηνός, αποκλείοντας την εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρου 51 του ίδιου νόμου, κατά παράβαση των άρθρων 1, 2, 3, 4 και 6 της ως άνω οδηγίας;

3

Αντιβαίνει η ισπανική νομοθεσία περί ομαδικής απολύσεως και, συγκεκριμένα, τα άρθρα 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, και 51 του νόμου περί εργαζομένων, στο άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, ο οποίος εγκρίθηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1989 στο Στρασβούργο;».

35.

Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ουγγαρίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις επί της υπό κρίση υποθέσεως.

III — Επιχειρήματα των διαδίκων

36.

Όσον αφορά την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προβάλλουν αρχικώς ένσταση απαραδέκτου, ισχυριζόμενες ότι ο αριθμός των απολύσεων στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν εγγίζει ούτε υπερβαίνει το όριο που απαιτείται για την εφαρμογή της έννοιας της ομαδικής απολύσεως κατά την οδηγία 98/59. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι διάταξη της ισπανικής νομοθεσίας με περιεχόμενο ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους εξομοιώνει προς τις ομαδικές απολύσεις «απολύσεις» (sic) ( 7 ) που αφορούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων· εντούτοις, εφόσον κράτος μέλος αποφασίζει αυτοβούλως να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία μεταφοράς της οδηγίας 98/59 σε περιπτώσεις μη εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, δεν μπορεί στο κράτος αυτό να προσαφθεί ότι δεν περιέλαβε στις εν λόγω περιπτώσεις αυτή του θανάτου του εργοδότη. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, επειδή αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι η διενέργεια ή μη ομαδικών απολύσεων, αλλά το κύρος της απολύσεως των εκκαλούντων στην κύρια δίκη και, επικουρικώς, η αναγνώριση της λύσεως της συμβάσεως εργασίας αυτών λόγω θανάτου του εργοδότη καθώς και η καταβολή αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως.

37.

Επί της ουσίας, η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί, ως προς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ότι, από οντολογικής απόψεως, η έννοια γένους «λύση συμβάσεως εργασίας» διακρίνεται από την έννοια είδους «απόλυση». Γενεσιουργός αιτία της απολύσεως είναι η βούληση του εργοδότη και όχι γεγονός ανεξάρτητο αυτής, όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις λύσεως συμβάσεως εργασίας. Το ότι η απόλυση επέρχεται ανεξαρτήτως της βουλήσεως του εργαζομένου δεν συνεπάγεται απαραιτήτως την πλήρη αντιστοιχία της πράξεως απολύσεως προς τη βούληση του εργοδότη. Για τον λόγο αυτό, η περίπτωση θανάτου του εργοδότη χωρίς συνακόλουθη μεταβίβαση της επιχειρήσεως δεν μπορεί να λογίζεται ως απόλυση. Η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η έννοια της απολύσεως περιλαμβάνει την περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας για λόγους ανεξάρτητους από τη βούληση του εργοδότη, δεν καλύπτει κάθε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας για λόγο ανεξάρτητο από τη βούληση του εργοδότη. Εξάλλου, η εν λόγω νομολογία, η οποία διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραβάσεως που ασκήθηκε κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, δεν τυγχάνει εφαρμογής επί του υποβληθέντος από το Tribunal Superior de Justicia προδικαστικού ερωτήματος· το ερώτημα αυτό αφορά το άρθρο 51 του νόμου περί εργαζομένων, διάταξη η οποία, αντιθέτως προς την πορτογαλική νομοθεσία, δεν εξαρτά τις περιπτώσεις απολύσεως μόνον από περιστασιακές καταστάσεις, αλλά τις διευρύνει και σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτές της ανωτέρας βίας ή όλων των λόγων πουν δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου.

38.

Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, σε περίπτωση μη υπερβάσεως των προβλεπόμενων για την εφαρμογή της οδηγίας 98/59 ορίων, μόνο ενδεχομένως δύναται να τύχει εφαρμογής το άρθρο 1, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, κατά το οποίο ως ομαδική απόλυση λογίζεται και κάθε μορφή λύσεως της συμβάσεως εργασίας του συνόλου των εργαζομένων επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των εργαζομένων είναι τουλάχιστον πέντε και η λύση επέρχεται «με πρωτοβουλία του εργοδότη» και «για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων». Εντούτοις, η περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως καθόσον, μολονότι ο λόγος της λύσεως δεν έχει σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου, η λύση δεν επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη. Πρόκειται επομένως περί περιπτώσεως διαφορετικής από αυτήν της ομαδικής απολύσεως.

39.

Η διαφορά μεταξύ ομαδικής απολύσεως και λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη –η οποία αποτυπώνεται στη διαφορά νομικής μεταχειρίσεως των δυο καταστάσεων– προκύπτει επίσης, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, από την τελολογική ερμηνεία της οδηγίας 98/59. Ειδικότερα, λογική προϋπόθεση της τηρήσεως των προβλεπόμενων από την οδηγία διαδικαστικών υποχρεώσεων καθώς και των υποχρεώσεων διαβουλεύσεως και ενημερώσεως των εργαζομένων είναι η προηγούμενη λήψη αποφάσεως εκ μέρους του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Σε περίπτωση θανάτου του εργοδότη χωρίς συνακόλουθη μεταβίβαση της επιχειρήσεως –και, κατά συνέπεια, ελλείψει προσώπου που βαρύνεται να τις φέρει εις πέρας–, οι προβλεπόμενες από την οδηγία 98/59 διαδικαστικές υποχρεώσεις για την προστασία των απολυθέντων εργαζομένων δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να τηρηθούν.

40.

Ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Ισπανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, κατά την εθνική νομοθεσία, η αποζημίωση λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας διαφέρει αναλόγως του εάν λόγος λύσεως είναι η παύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, δεδομένου ότι, στη δεύτερη περίπτωση, υφίσταται σε κάθε περίπτωση απόφαση περί παύσεως της δραστηριότητας και, επομένως, απόφαση περί λύσεως των συμβάσεων εργασίας, ενώ τέτοια απόφαση αποκλείεται σε περίπτωση θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου χωρίς συνακόλουθη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Εντούτοις, και στις δυο περιπτώσεις, η προστασία των εργαζομένων διασφαλίζεται επαρκώς στην εσωτερική έννομη τάξη μέσω της υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως, έστω και αν το ύψος αυτής διαφέρει στις δυο περιπτώσεις.

41.

Όσον αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι η περί ομαδικών απολύσεων εθνική νομοθεσία δεν αντίκειται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε στον Κοινοτικό Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων. Πράγματι, οι διακηρυσσόμενες στα εν λόγω κείμενα αρχές κατοχυρώνονται στην ισπανική έννομη τάξη και σε συνταγματικό επίπεδο.

42.

Ως προς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η Ουγγρική Κυβέρνηση, καίτοι φρονεί ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η έννοια της ομαδικής απολύσεως κατά την οδηγία 98/59 καλύπτει και την περίπτωση θανάτου του εργοδότη χωρίς συνακόλουθη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, επισημαίνει ότι επιβάλλεται να ελεγχθεί εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει, σε περίπτωση αποποιήσεως της κληρονομίας εκ μέρους των κληρονόμων του εργοδότη, την υποχρεωτική συνέχιση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως από τους κληρονόμους ή από το Δημόσιο. Μόνον σε αυτήν την περίπτωση, η λύση λόγω θανάτου του εργοδότη μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/59, εφόσον υφίσταται, εν προκειμένω, υποκείμενο υπέχον την υποχρέωση να ενεργήσει τις διαδικαστικές πράξεις καθώς και να προβεί σε διαβουλεύσεις και ενημέρωση των εργαζομένων σύμφωνα με την ως άνω οδηγία. Εξάλλου, η οδηγία 98/59 ορίζει ότι ομαδική απόλυση επέρχεται, όχι μόνον όταν η απόλυση οφείλεται σε «έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων», αλλά, σωρευτικώς, και όταν «πραγματοποιείται» από τον εργοδότη. Η στοιχειοθέτηση της έννοιας αυτής προϋποθέτει, επομένως, ενεργό, δυναμική, συμπεριφορά από πλευράς του εργοδότη.

43.

Όσον αφορά το δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα, η Ουγγρική Κυβέρνηση φρονεί ότι η θέσπιση ρυθμίσεων περί καταβλητέας αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών, ενώ εθνική νομοθεσία που επιφυλάσσει δικαιολογημένα διαφορετική μεταχείριση στους εργαζομένους αναλόγως του εάν αυτοί απασχολούνται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεν αντίκειται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε στον Κοινοτικό Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων.

44.

Οι παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου επικεντρώνονται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, επί του οποίου παρατηρείται, πρώτον, ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν συνιστά δεσμευτικό νομικό κείμενο, δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να «παραβιάζεται». Δεύτερον, ανεξαρτήτως της νομικής φύσεως του εν λόγω Χάρτη, αυτός δεν αποτελεί πηγή του κοινοτικού δικαίου περί ομαδικών απολύσεων, καθόσον το περιεχόμενό του περιορίζεται στην κατοχύρωση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων για την προστασία των εργαζομένων, τα οποία διασφαλίζονται ήδη από την εθνική νομοθεσία και το κοινοτικό κεκτημένο, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών περί εργατικών ζητημάτων.

45.

Κατά την Επιτροπή, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δύναται να δοθεί απάντηση στηριζόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της απολύσεως κατά την οδηγία και από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω έννοια περιλαμβάνει κάθε μορφή λύσεως της συμβάσεως εργασίας χωρίς πρωτοβουλία του εργαζομένου –και χωρίς οι λόγοι απολύσεως να ανάγονται απαραιτήτως στη βούληση του εργοδότη– συμπεριλαμβανομένης, ειδικώς, της περιπτώσεως θανάτου του εργοδότη χωρίς συνακόλουθη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

46.

Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Επιτροπή τονίζει ότι σκοπός της οδηγίας δεν είναι η πλήρης εναρμόνιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ομαδική απόλυση καθίσταται δυνατή, αλλά η επιβολή στον εργοδότη υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους και ενημερώσεως της αρμόδιας δημόσιας αρχής προ της ομαδικής απολύσεως, χωρίς όμως να προβλέπεται υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως ούτε τρόπος καθορισμού της αποζημιώσεως αυτής. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι, όταν εθνική νομοθετική ρύθμιση επιφυλάσσει, αναφορικά με την αποζημίωση λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας, διαφορετική μεταχείριση στους εργαζόμενους, η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς, με συνέπεια να εισάγει διακρίσεις, η ρύθμιση αυτή είναι εν δυνάμει αντίθετη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον σεβασμό των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο, ανάγοντάς τα σε γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Εντούτοις, δεδομένου ότι για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας αποκλειστική ρυθμιστική αρμοδιότητα έχουν τα κράτη μέλη, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί του συμβατού της διαφορετικής μεταχειρίσεως που διαπίστωσε το αιτούν δικαστήριο προς τις ως άνω αρχές. Κατά συνέπεια, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Συγκεκριμένα, οι διακηρύξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Κοινοτικού Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, δεν είναι νομικώς δεσμευτικές, αλλά αποτελούν επιβεβαίωση της κατοχυρώσεως και συγκεκριμενοποίηση της ισχύος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, οι αρχές αυτές δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, καθόσον το ζήτημα της αποζημιώσεως των εργαζομένων κατά την ισπανική νομοθεσία σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

IV — Νομική ανάλυση

A — Επί του πρώτου και δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος εξεταζομένων από κοινού

1. Επί του παραδεκτού

47.

Με τον τρόπο που διατυπώνεται από το αιτούν δικαστήριο, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτό καθόσον, στην παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί του συμβατού εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία 98/59, αλλά μόνον επί της ερμηνείας της οδηγίας αυτής. Το ερώτημα δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτό παρά μόνον εάν θεωρηθεί ότι αντικείμενό του είναι η ερμηνεία της έννοιας της «απολύσεως» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, και, ειδικότερα, εάν η έννοια αυτή περιλαμβάνει και την περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου εφόσον, σε περίπτωση αποποιήσεως της κληρονομίας από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, ο θάνατος αυτός συνεπάγεται την πλήρη παύση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως.

48.

Τα ίδια ισχύουν και για το δεύτερο ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η διάταξη του νόμου περί εργαζομένων που προβλέπει, σε περίπτωση θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου, την καταβολή αποζημιώσεως στους εργαζομένους κατώτερης από αυτήν που προβλέπεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, αντίκειται στην οδηγία 98/59.

49.

Εντούτοις, παρατηρώ συναφώς ότι η οδηγία 98/59 δεν αποτελεί οδηγία πλήρους εναρμονίσεως των περί ομαδικών απολύσεων νομοθεσιών των κρατών μελών. Εντασσόμενη στο πλαίσιο των επιδιωκόμενων από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη σκοπών, οι οποίοι, κατά το άρθρο 136 ΕΚ, καθώς και τον Κοινοτικό Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, συνίστανται στην προώθηση της απασχολήσεως και τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας, η οδηγία αυτή περιορίζεται στην επιδίωξη των ως άνω σκοπών, επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν, σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, την υποχρεωτική εκ μέρους των επιχειρήσεων τήρηση διαδικασιών ενημερώσεως, διαβουλεύσεως, κοινοποιήσεως και συμμετοχής, με σκοπό την προστασία των εργαζομένων και τον περιορισμό του κινδύνου απώλειας θέσεων εργασίας.

50.

Η οδηγία επιβάλλει μια μόνον πρόσθετη υποχρέωση, αυτή των κρατών μελών να προβλέπουν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και/ή οι εργαζόμενοι διαθέτουν μέσα διοικητικής ή δικαστικής προστασίας προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αναφερόμενων στο προηγούμενο σημείο υποχρεώσεων. Εντούτοις, κατά την οδηγία, ο καθορισμός των συνεπειών μη τηρήσεως των υποχρεώσεων, τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις, και, γενικότερα, ο καθορισμός της αποζημιώσεως που καταβάλλεται σε εργαζόμενο λόγω ομαδικής απολύσεως ή λόγω εξομοιούμενης προς αυτήν λύσεως της σχέσεως εργασίας, παραμένουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

51.

Εάν το πρώτο προδικαστικό ερώτημα εξεταστεί από κοινού με το δεύτερο, καθίσταται προφανές ότι αντικείμενο του πρώτου ερωτήματος είναι αποκλειστικώς η επίλυση των προβλημάτων που θίγει το δεύτερο, με συνέπεια η αίτηση που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο να αφορά ουσιαστικώς τον έλεγχο του συμβατού της εθνικής νομοθεσίας στην οποία αναφέρεται το δεύτερο ερώτημα. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο δεν δύναται να προβεί στον έλεγχο αυτό.

52.

Εμφορούμενο από το πνεύμα συνεργασίας με τους εθνικούς δικαστές, στο οποίο στηρίζεται το άρθρο 234 ΕΚ, το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ως παραδεκτή την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως –και, κατά συνέπεια, να αποφανθεί επ’ αυτής– μόνον εφόσον η ερμηνεία της διαλαμβανόμενης στο σημείο 47 των προτάσεων έννοιας της απολύσεως ζητείται με βάση την υπόθεση –το βάσιμο της οποίας δεν υποχρεούται να ελέγξει το Δικαστήριο– ότι βούληση του Ισπανού νομοθέτη, κατά τη θέσπιση των διατάξεων του νόμου περί εργαζομένων σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω ομαδικής απολύσεως, ήταν να επαναλάβει την οριζόμενη στην οδηγία έννοια της ομαδικής απολύσεως, προστατεύοντας, με αυτόν τον τρόπο όσον αφορά την καταβολή αποζημιώσεως, τους ίδιους εργαζόμενους με αυτούς στους οποίους αναφέρεται η οδηγία 98/59.

53.

Τα ανωτέρω έχουν νόημα επειδή, εάν η ερμηνεία της οδηγίας 98/59 καταδείξει ότι αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου, του οποίου την κληρονομία αποποιήθηκαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, ενδέχεται η διαπίστωση αυτή να είναι χρήσιμη για την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία του ισπανικού νόμου –εξυπακουομένου ότι το ερώτημα τίθεται με βάση την υπόθεση που διατυπώθηκε ανωτέρω και εφόσον η υπόθεση αυτή επαληθευτεί– συμβάλλοντας, συγχρόνως, στην ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

2. Επί της ουσίας

54.

Από την απόφαση περί παραπομπής και, ειδικότερα, την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, είναι δυνατό να προκύπτει ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας των εκκαλούντων στην κύρια δίκη δεν αντιστοιχεί προς απολύσεις ή εξομοιούμενες μορφές λύσεως της σχέσεως εργασίας εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/59. Δεδομένου ότι κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, υπό ii), «ως ‘ομαδικές απολύσεις’ νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές», μπορεί, πράγματι, να συναχθεί ότι οι σχέσεις εργασίας που συνήφθησαν με την επιχείρηση του De Las Heras Davila δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, αφού ο αριθμός των εργαζομένων ήταν επτά.

55.

Επιβάλλεται, εντούτοις, να εξεταστεί εάν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της περιπτώσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ερμηνευτικό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί προκειμένου να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο τίθεται μόνον σε σχέση με το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, καθόσον, 1) το εδάφιο αυτό συνδέεται στενά με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, κατά την οποία «για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε», και 2) κατά το μέτρο που το Δικαστήριο έχει, με τη νομολογία του επί της οριζόμενης στην οδηγία 98/59 έννοιας της ομαδικής απολύσεως, ερμηνεύσει την έννοια αυτή κατά τρόπο που ενδεχομένως προσδίδει στο δεύτερο εδάφιο περιεχόμενο ευρύτερο του γράμματός του.

56.

Η έννοια της ομαδικής απολύσεως αποτέλεσε αντικείμενο ερμηνείας από μέρους του Δικαστηρίου σε δύο αποφάσεις, η πρώτη εκ των οποίων, της 12ης Οκτωβρίου 2004, αφορά την εφαρμοζόμενη στην παρούσα διαδικασία οδηγία 98/59, και η άλλη, της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 ( 8 ), την οδηγία 75/129.

57.

Στην πρώτη περίπτωση, επρόκειτο για διαδικασία κατά παραβάσεως, στην οποία η Επιτροπή προσήπτε στην Πορτογαλική Δημοκρατία την παράλειψη θεσπίσεως μέτρων προς εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, εδάφιο 1, καθόσον δεν ελάμβανε υπόψη τον αριθμό των απολυόμενων εργαζομένων. Στη δεύτερη περίπτωση, επρόκειτο για προδικαστική διαδικασία αφορώσα αίτηση ελληνικού δικαστηρίου με αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 75/129 και, συγκεκριμένα, τη δυνατότητα να ερμηνεύεται η ως άνω διάταξη υπό την έννοια ότι αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας τις απολύσεις κατόπιν αποφάσεως περί οριστικής παύσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεως, αποφάσεως που εξαρτάται από μόνη τη βούληση του εργοδότη και αποτελεί έκφραση της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας οικονομικής και επαγγελματικής δράσεως ( 9 ).

58.

Τόσο η οδηγία 98/59, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 1, στοιχείο α’, όσο και η οδηγία 75/129, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, ορίζουν ότι η κρίσιμη για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής αυτών έννοια της ομαδικής απολύσεως καλύπτει τις «απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων». Εντούτοις, τα δυο άρθρα διαφέρουν κατά το ότι, σε αντίθεση με το δεύτερο, το πρώτο περιλαμβάνει δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο «[γ]ια τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε».

59.

Στην προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, το Δικαστήριο, κληθέν να αποφανθεί μόνον επί της οδηγίας 75/129, περιορίστηκε στην εξέταση της εκφράσεως «απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη» αποκλειστικώς στο πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφος 1, εδάφιο 1, στοιχείο α’, το οποίο και την περιελάμβανε.

60.

Αντιθέτως, στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, το Δικαστήριο θα μπορούσε να έχει πραγματευθεί το ερμηνευτικό πρόβλημα που ανακύπτει εάν η παραπάνω έκφραση αντιπαραβληθεί προς την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, της οδηγίας 98/59, φράση. Το Δικαστήριο θα είχε επομένως τη δυνατότητα να εξετάσει εάν πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να χρησιμοποιήσει την έκφραση του πρώτου εδαφίου «απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη» υπό την ίδια έννοια με αυτήν της εκφράσεως του δεύτερου εδαφίου «λήξεις της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη».

61.

Εντούτοις, στην προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν το έπραξε επειδή η αιτίαση της Επιτροπής κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας δεν εξηρτάτο, όπως ήδη επισημάνθηκε, από τον αριθμό των απολυθέντων προσώπων, επομένως η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, διευκρίνιση προφανώς αποτελούσε ειδική διάταξη στερούμενη λυσιτέλειας για την εκτίμηση στην οποία προέβη το Δικαστήριο.

62.

Το ζήτημα αυτό πρέπει εν τούτοις να εξεταστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Εν προκειμένω, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται από τη λύση της σχέσεως εργασίας είναι μικρότερος των είκοσι [δηλαδή του αριθμού απολύσεων που απαιτεί για την εφαρμογή αυτής το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 1, στοιχείο α’, υπό ii, της οδηγίας 98/59], αλλά μεγαλύτερος των πέντε [δηλαδή του αριθμού απολύσεων άνω του οποίου η οδηγία 98/59 μπορεί να εφαρμοσθεί, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, και κατά παρέκκλιση της προβλεπόμενης υπο το στοιχείο α’ διατάξεως].

63.

Όπως θα επισημάνω ακολούθως, το Δικαστήριο, στην προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, αποφαινόμενο επί της παραβάσεως που η Επιτροπή προσήπτε στην Πορτογαλική Δημοκρατία, προέβη σε ερμηνεία της εκφράσεως «απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων» κρίνοντας ότι αυτή περικλείει «κάθε μορφή λύσεως της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, παρά τη συναίνεσή του» ( 10 ). Με αυτόν τον τρόπο παρέβλεψε το γεγονός ότι αυτός που προβαίνει στη λύση είναι ο εργοδότης, χωρίς να προσδώσει καμία σημασία στη συμπεριφορά αυτού.

64.

Ως εκ τούτου, τίθεται αναπόφευκτα το εξής ζήτημα: το γεγονός ότι, στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά του εργοδότη, θέση στηριζόμενη σε λόγους συνδεόμενους με το άρθρο 117 (νυν 136) ΕΚ, έχει εν δυνάμει επιπτώσεις και στην ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, της οδηγίας 98/59;

65.

Είναι προφανές ότι η απάντηση στο ως άνω ζήτημα εξαρτάται από το κατά πόσον η ερμηνεία του Δικαστηρίου στην υπόθεση 55/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας ( 11 ), είναι δυνατό να αποχωριστεί από το πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως προκειμένου να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

66.

Όσον αφορά την υπόθεση που τίθεται προς κρίση του Δικαστηρίου, το κεντρικό πρόβλημα –κατ’ αναδιατύπωση των όσων ελέχθησαν στη σκέψη 47– είναι η ερμηνεία της έννοιας της απολύσεως κατά το άρθρο 1, της οδηγίας 98/59, και ιδίως, εάν η έννοια αυτή περιλαμβάνει την περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη. Όπως προηγουμένως επεσήμανα, αφετηρία της αναλύσεως είναι η προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας, πρέπει δε να εξεταστεί εάν η λύση που δόθηκε στην υπόθεση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ισπανικό δικαστήριο.

67.

Όπως ήδη επεσήμανα, επρόκειτο περί διαδικασίας κατά παραβάσεως την οποία κίνησε η Επιτροπή επειδή φρονούσε ότι η έννοια της ομαδικής απολύσεως στο πορτογαλικό δίκαιο δεν περιελάμβανε όλες τις μορφές ομαδικών απολύσεων που προβλέπει η οδηγία 98/59, με συνέπεια η προστασία των εργαζομένων να μη διασφαλίζεται σε περίπτωση κηρύξεως πτωχεύσεως, εκκαθαρίσεως η ανάλογων διαδικασιών –δηλαδή κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως– καθώς και σε περίπτωση απαλλοτριώσεως, πυρκαγιάς, ή άλλης περιπτώσεως ανωτέρας βίας, ή σε περίπτωση οριστικής παύσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεως συνεπεία θανάτου του εργοδότη. Από την πλευρά της, η Πορτογαλική κυβέρνηση ισχυριζόταν ιδίως ότι δεν αποτελούν ομαδικές απολύσεις διάφορες μορφές λύσεως της σχέσεως εργασίας για λόγους που δεν συνδέονται με τη βούληση του εργοδότη ( 12 ).

68.

Λαμβάνοντας θέση επί των ως άνω διισταμένων απόψεων, ο Γενικός Εισαγγελέας Tizzano, στις προτάσεις του επί της υποθέσεως, της 11ης Μαρτίου 2004, πρότεινε στο Δικαστήριο να λάβει καταρχάς υπόψη, πρώτον, ότι η επίμαχη έννοια πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας, δεύτερον, ότι πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του σκοπού της οδηγίας 98/59, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, και, τρίτον, ότι κάθε περιορισμός της διασφαλιζόμενης με την οδηγία 98/59 προστασίας πρέπει να προκύπτει ευθέως από το γράμμα αυτής, διαπίστωση που ισχύει εξίσου όταν, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας λόγω εξωτερικών γεγονότων μη συνδεόμενων με τη βούληση του εργοδότη, η προτεινόμενη ερμηνεία έχει ως ενδεχόμενη συνέπεια την απώλεια της προστασίας που διασφαλίζει η εν λόγω οδηγία.

69.

Περαιτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας Tizzano επέστησε πρωτίστως την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την ένατη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 3, παράγραφος 1, εδάφιο 2, της οδηγίας 98/59, αυτή «εφαρμόζεται καταρχήν και στις ομαδικές απολύσεις που προκύπτουν από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης κατόπιν δικαστικής αποφάσεως». Εξ αυτού ο Γενικός Εισαγγελέας συνάγει ότι «δεν μπορεί βεβαίως να γίνεται λόγος για ‘εκούσιο’ χαρακτήρα της απολύσεως» και ότι, κατά συνέπεια, ο χαρακτήρας αυτός «δεν αποτελεί προϋπόθεση» για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας ( 13 ). Συμπεραίνει δε ότι «ως ‘απόλυση’ κατά την έννοια της οδηγίας [98/59] νοείται κάθε μορφή λύσεως της συμβάσεως εργασίας που δεν οφείλεται στη βούληση του εργαζομένου» ( 14 ), συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που, κατά τις αιτιάσεις της Επιτροπής, δεν προβλέπει η πορτογαλική νομοθεσία, δηλαδή της κηρύξεως πτωχεύσεως, της διαδικασίας εκκαθαρίσεως και ανάλογων διαδικασιών, της απαλλοτριώσεως, της πυρκαγιάς ή άλλων περιπτώσεων ανωτέρας βίας, καθώς και της παύσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεως συνεπεία θανάτου του εργοδότη ( 15 ).

70.

Το Δικαστήριο υιοθέτησε πλήρως τον συλλογισμό του Γενικού Εισαγγελέα. Μάλιστα, προς επίρρωση της θέσεως του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η οδηγία 98/59, στην αρχική της διατύπωση, δηλαδή αυτήν που προκύπτει από την οδηγία 75/129, όριζε, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, ότι δεν εφαρμόζεται επί εργαζομένων που θίγονται από την παύση της δραστηριότητας επιχειρήσεως εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Η διάταξη αυτή προέβλεπε παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της ιδίας οδηγίας, κανόνα διατυπωμένο πανομοιότυπα προς την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 98/59, κατά τον οποίο, στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας, νοούνται ως «ομαδικές απολύσεις» οι απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους, που δεν συνδέονται με τον εργαζόμενο. Μια τέτοια παρέκκλιση δεν θα ήταν αναγκαία αν ο όρος «απόλυση» είχε την έννοια «εκούσιας» πράξεως του εργοδότη ( 16 ).

71.

Εν συνεχεία, όπως σαφώς προκύπτει από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/59, η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, της οδηγίας 75/129 παρέκκλιση καταργήθηκε. Από τον συγκερασμό της αρνητικής συνέπειας που είχε η κατάργηση αυτή και της θετικής συνέπειας που είχε η διευκρίνιση της ένατης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 98/59, το Δικαστήριο, ακολουθώντας τον Γενικό Εισαγγελέα, συνήγαγε ότι η συμπεριφορά του εργοδότη δεν αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο της έννοιας της ομαδικής απολύσεως κατά την οδηγία 98/59.

72.

Εντούτοις, η κατάργηση της περιλαμβανόμενης στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, της οδηγίας 75/129, διατάξεως, κατά την οποία, η λύση της σχέσεως εργασίας κατόπιν δικαστικής αποφάσεως δεν αποτελεί ομαδική απόλυση κατά την εφαρμοζόμενη κοινοτική νομοθεσία, καταδεικνύει απλώς ότι η εν λόγω μορφή λύσεως της σχέσεως εργασίας δεν εξαιρείται πλέον του πεδίου εφαρμογής των οικείων κοινοτικών ρυθμίσεων, ουδόλως όμως καταδεικνύει, όσον αφορά τον καθορισμό των κρίσιμων για την εφαρμογή της οδηγίας 98/59 κριτηρίων της έννοιας της απολύσεως, πρόθεση αποκλεισμού κάθε κριτηρίου συνδεόμενου, υπό ευρεία έννοια, με τη συμπεριφορά του εργοδότη.

73.

Η γενίκευση, την οποία τόσο ο γενικός εισαγγελέας όσο και το Δικαστήριο εκτιμούν ότι καθιέρωσε, όπως προηγουμένως επισήμανα, η απορρέουσα από την κατάργηση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της οδηγίας 75/129, νέα κατάσταση, βρίσκει πρόσθετο στήριγμα στην τελολογική ερμηνεία της νέας οδηγίας, κατά την οποία η οδηγία αυτή σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας αυτών. Εντούτοις, προκειμένου το αποτέλεσμα που προκύπτει από μια τέτοια ερμηνεία της οδηγίας 98/59 και το οποίο συνίσταται στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής αυτής ( 17 ), να γίνει αποδεκτό, προϋποτίθεται ότι δια της τελολογικής ερμηνείας ο δικαστής δύναται να βαίνει πέραν του γράμματος του άρθρου 1, παράγραφος 1, εδάφιο 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59 –κατά το οποίο ως ομαδικές απολύσεις κατά την ως άνω οδηγία νοούνται οι απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης–, καθιστώντας έτσι το άρθρο αυτό κενό περιεχομένου.

74.

Τόσο ο γενικός εισαγγελέας όσο και το Δικαστήριο έκριναν δυνατό να προβούν στην ως άνω ερμηνεία, έχοντας προφανώς εκτιμήσει ότι το νέο πνεύμα που εισήγαγε στα ζητήματα αυτά το νεοεισαχθέν άρθρο 117 ΕΚ (νυν 136), συνηγορεί υπέρ του να μη προσδίδεται σημασία στο στοιχείο αυτό ( 18 ).

75.

Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να παραβλέψει ότι ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 98/59 προκύπτει όχι μόνον από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, αυτής, αλλά και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, το οποίο προσδίδει στη συμπεριφορά του εργοδότη σημασία τέτοια που να μην αφήνει αμφιβολίες για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 98/59.

76.

Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα, ως προς την ερμηνεία ενός εκ των δυο εδαφίων διατάξεως της οδηγίας 98/59 –του άρθρου 1, παράγραφος 1–, πώς το εδάφιο αυτό είναι δυνατό να γίνει κατανοητό χωρίς να ληφθεί υπόψη η αναφορά στην ύπαρξη προσώπου –εν προκειμένω του εργοδότη–, στοιχείο απαραίτητο για την εφαρμογή του εδαφίου, ενώ το δεύτερο εδάφιο προβλέπει, επίσης για την εφαρμογή του, τη συμπεριφορά του ιδίου προσώπου.

77.

Επομένως, δυοίν θάτερον: είτε για την ερμηνεία και των δυο εδαφίων δεν λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του εν λόγω προσώπου, είτε η συμπεριφορά αυτή θεωρείται ότι είναι κρίσιμη και στις δυο περιπτώσεις, έστω και αν αυτές δεν είναι απολύτως ταυτόσημες.

78.

Καθίσταται προφανές, ότι αν, αφενός, επιλεγεί η πρώτη λύση, το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σημείο 48 των προτάσεων, πρέπει να απαντηθεί ως εξής: η οδηγία 98/59 αποτελεί την έκφραση μιας σταθεράς (standard) προνομιακής μεταχειρίσεως, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται σε εργαζόμενους που ευρίσκονται στη θέση αυτών περί της θέσεως των οποίων καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή μιας σταθεράς, την οποία το αιτούν δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη, υπό την έννοια που προτάθηκε στο σημείο 53 των προτάσεων, προς το σκοπό της ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας.

79.

Εντούτοις, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ειδικότερα, έστω και αν αποδοθεί σημασία στην επιρροή που μπορεί να ασκεί η θέσπιση του άρθρου 136 ΕΚ επί της ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, λαμβανομένων υπόψη και των δυο εδαφίων του, το ως άνω ερμηνευτικό αποτέλεσμα δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί επειδή θα καθιστούσε άνευ περιεχομένου την διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται, κατά τρόπο ουδόλως δευτερεύοντα όπως κατωτέρω θα αναπτύξω ( 19 ), σε δυο από τις συνιστώσες της έννοιας του εργοδότη.

80.

Αφετέρου, η εφαρμογή της δεύτερης λύσεως δεν θα κατεδείκνυε απαραιτήτως ότι επιβάλλεται να προσδίδεται στη συμπεριφορά του εργοδότη η ίδια σημασία για την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59 όσο και για την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, της εν λόγω οδηγίας.

81.

Μολονότι είναι αληθές ότι μεταξύ της έννοιας που πρέπει να δίδεται στη φράση «απολύσεις που πραγματοποιούνται», και της έννοιας που πρέπει να δίδεται στη φράση «λήξεις [άλλες μορφές λύσεως] της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη», υφίσταται κοινό σημείο, ότι δηλαδή και οι δυο περιπτώσεις πρέπει να προκύπτουν από συμπεριφορά ή, εν πάση περιπτώσει, γεγονός συνδεόμενο προς τον εργοδότη, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται εξωτερική δήλωση βουλήσεως, υπό την έννοια μάλιστα ότι αυτή ενέχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον λαμβάνει τη μορφή ενεργού πρωτοβουλίας.

82.

Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διευκρίνισε τόσο εναργώς τον τρόπο, με τον οποίο η διαλαμβανόμενη στο εδάφιο 2 συμπεριφορά καταλογίζεται στον εργοδότη, καταδεικνύει σαφέστατα τη βούληση να λογίζονται οι δυο περιπτώσεις ως είδη του ιδίου γένους.

83.

Κατά συνέπεια, καθίσταται σαφές ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις της, επειδή, σε αντίθεση με τα οριζόμενα στην ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/59, δεν περιέλαβε κατά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη διατάξεις σχετικές με τις προβλεπόμενες από την οδηγία διαδικαστικές υποχρεώσεις, τουλάχιστον όσον αφορά τη λύση της σχέσεως εργασίας κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως: τούτο διότι σε περίπτωση απολύσεως ή λύσεως της σχέσεως εργασίας κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, ο δικαστής υποκαθίσταται στην πραγματικότητα στη θέση του εργοδότη, πρόκειται δηλαδή για κατάσταση εξομοιούμενη, υπό ευρεία έννοια, με εκείνην στην οποία ενεργεί ο εργοδότης (μπορεί δε να υποτεθεί ότι για τον λόγο αυτό, ο κοινοτικός νομοθέτης, καταργώντας την προβλεπόμενη από την οδηγία 75/129 εξαίρεση κατά την οποία από την έννοια της υπαγόμενης στο κοινοτικό δίκαιο ομαδικής απολύσεως εξαιρούνται όσες απολύσεις επέρχονται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, δεν έκρινε σκόπιμο να απαλείψει από το κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59, τη φράση «πραγματοποιούνται από τον εργοδότη»). Αντιθέτως, η ως άνω θέση δεν μπορεί, λογικώς, να υποστηριχθεί σε περίπτωση θανάτου, ιδίως όταν πρόκειται για περίπτωση όπως αυτή επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, και στην οποία –καίτοι τούτο δεν εκτίθεται ρητώς στα προδικαστικά ερωτήματα, αλλά προκύπτει σαφώς από τον φάκελο– κανείς δεν διαδέχεται τον εργοδότη, κατόπιν της αποποιήσεως της κληρονομίας από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, και καμία διάταξη στην έννομη τάξη κράτους μέλους δεν προβλέπει επαγωγή της κληρονομίας στο Δημόσιο.

84.

Αν, πέραν του γεγονότος ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, εισήχθη στην οδηγία 98/59 συγχρόνως προς την κατάργηση της εξαιρέσεως των περιπτώσεων λύσεως της σχέσεως εργασίας κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, εξετασθούν προσεκτικά οι διαβαθμίσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να ελεγχθεί εάν η απόλυση καταλογίζεται στον εργοδότη, καθίσταται σαφές ότι τα δυο αυτά στοιχεία καταδεικνύουν τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να προστατεύει αποτελεσματικότερα τους εργαζόμενους με βάση κριτήρια που καθορίζονται από τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων για τις οποίες παρέχουν την εργασία τους.

85.

Καθίσταται συνεπώς δυνατό να θεωρηθεί ότι, καθορίζοντας τις ακολουθητέες διαδικασίες απολύσεως των εργαζομένων, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν καθιέρωσε μια ενιαία σταθερά μεταχειρίσεως αυτών, σταθερά, την οποία θα μπορούσε να λάβει υπόψη ο εθνικός νομοθέτης κατά την ερμηνεία των ρυθμίσεων –η έκδοση των οποίων αποτελεί αποκλειστική του αρμοδιότητα– σχετικά με την καταβλητέα στους απολυθέντες εργαζόμενους αποζημίωση, αλλά έθεσε μια κατευθυντήρια γραμμή κατά την οποία η προστασία των ως άνω εργαζομένων πρέπει ή, τουλάχιστον, μπορεί να είναι διαφορετική ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και/ή τη συμπεριφορά του εργοδότη και, εν πάση περιπτώσει, όταν ο λόγος λύσεως της σχέσεως εργασίας, όπως στην υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δεν οφείλεται στον εργοδότη.

B — Μερικές προτάσεις επί του πρώτου και δεύτερου προδικαστικών ερωτημάτων, εξεταζομένων από κοινού

86.

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπεβλήθη από το Tribunal Superior de Justicia δεν δύναται να κριθεί παραδεκτή παρά μόνον εάν θεωρηθεί ότι αφορά την ερμηνεία της έννοιας της απολύσεως κατά το άρθρο 1, της οδηγίας 98/59, υπό την προϋπόθεση –το βάσιμο της οποίας δεν ελέγχει το Δικαστήριο– ότι ο νόμος περί εργαζομένων, ο οποίος διέπει την καταβολή αποζημιώσεως λόγω απολύσεως, επαναλαμβάνει την ως άνω έννοια.

87.

Η οδηγία 98/59 δεν αποκλείει την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 51 του νόμου περί εργαζομένων διάταξη, καθόσον σκοπός αυτής είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε ζητήματα ομαδικών απολύσεων και ειδικότερα όσον αφορά την ακολουθητέα διαδικασία, ενώ ο καθορισμός του ύψους της αποζημιώσεως που καταβάλλεται στους εργαζόμενους εναπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

88.

Η ερμηνεία της οδηγίας 98/59 δεν μπορεί να παραβλέπει το γεγονός ότι σκοπός αυτής είναι να καθορίσει τις διαδικασίες που πρέπει να τηρηθούν επί απολύσεων οφειλόμενων, υπό ευρεία έννοια, στον εργοδότη, όπως και απολύσεων που επέρχονται με απόφαση που εξέδωσε δικαστής, υποκαθιστάμενος με τον τρόπο αυτό στη θέση του εργοδότη. Η προβλεπόμενη από την οδηγία διαδικασία απολύσεως δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου, του οποίου την κληρονομία αποποιήθηκαν οι κληρονόμοι και χωρίς στην οικεία έννομη τάξη να προβλέπεται επαγωγή της κληρονομίας στο Δημόσιο.

89.

Η οδηγία 98/59, η οποία ορίζει ότι τα κράτη μέλη επιβάλλουν την τήρηση των προβλεπόμενων υποχρεώσεων επί απολύσεων στις οποίες προβαίνουν επιχειρήσεις που απασχολούν ορισμένο αριθμό εργαζομένων και η οποία περιορίζει τον αριθμό αυτό μόνον στις περιπτώσεις που η απόλυση επέρχεται με ρητή πρωτοβουλία των επιχειρήσεων, αποκλείει την εφαρμογή των διαδικασιών αυτών –όντας με τον τρόπο αυτό λιγότερο αυστηρή– σε περιπτώσεις όπως αυτή της λύσεως των σχέσεων εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου, του οποίου οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομία και χωρίς στην οικεία έννομη τάξη να προβλέπεται επαγωγή της κληρονομίας στο Δημόσιο.

Γ — Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

90.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η ισπανική νομοθεσία είναι σύμφωνη προς το άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ( 20 ) και προς τον Κοινοτικό Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων που εγκρίθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου την 9η Δεκεμβρίου 1989, κατά το μέτρο που η εν λόγω νομοθεσία επιφυλάσσει στους εργαζόμενους διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την αποζημίωση λόγω απολύσεως.

91.

Σε αρμονία προς όσα υποστηρίχθηκαν επί των δυο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, το τρίτο ερώτημα, με τον τρόπο που διατυπώνεται, δεν μπορεί να εξεταστεί καθόσον, όπως επεσήμανα στα σημεία 49 και 50 των προτάσεων, τα ζητήματα που αυτό θίγει δεν αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεων στις οδηγίες 98/59 και 75/129 και, εξάλλου, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, λόγω αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών για τον καθορισμό της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως οι αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως διαφορετικής μεταχειρίσεως δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. Το ερώτημα θα μπορούσε να εξεταστεί μόνον με την έννοια ότι ζητεί τον προσδιορισμό της σημασίας που πρέπει να αποδοθεί στο άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στον Κοινοτικό Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων όταν τίθεται το ζήτημα της ευνοϊκής μεταχειρίσεως που οι εργοδότες οφείλουν να επιφυλάσσουν στους εργαζόμενους όσον αφορά τις ακολουθητέες διαδικασίες επί ομαδικών απολύσεων.

92.

Εντούτοις, τα ως άνω κείμενα, καίτοι σημαντικά για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, δεν είναι κρίσιμα για την απάντηση στο ερώτημα, όχι μόνον για τους λόγους που ιδιαιτέρως εξετέθησαν στο σημείο 85 των προτάσεων, αλλά και επειδή δεν περιέχουν ρυθμίσεις σχετικές με τις επίμαχες διαδικασίες.

V — Πρόταση

93.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις εξής απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia:

«1)

Η έννοια της απολύσεως κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου, και μετά την αποποίηση της κληρονομίας από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, όταν λόγω του θανάτου η δραστηριότητα της επιχειρήσεως παύει οριστικώς και δεν υφίσταται στην εσωτερική έννομη τάξη διάταξη δυνάμει της οποίας το Δημόσιο υποκαθίσταται στη θέση του εργοδότη σε σχέση με τις υποχρεώσεις που αυτός υπέχει από την οδηγία.

2)

Σκοπός της οδηγίας 98/59 είναι μόνον η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε ζητήματα ομαδικών απολύσεων και ειδικότερα όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει σχετικώς να τηρηθεί, ενώ για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως που καταβάλλεται στους εργαζόμενους αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, η οδηγία 98/59 δεν αποκλείει κανόνα του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη, καταβάλλεται αποζημίωση λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας κατώτερη αυτής που θα καταβαλλόταν σε περίπτωση ομαδικής απολύσεως.

3)

Λόγω του γενικού χαρακτήρα των αρχών που διακηρύσσουν, το άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ο Κοινοτικός Χάρτης Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων δεν συμβάλλουν στην ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής των διαδικασιών απολύσεων που προβλέπει η οδηγία 98/59, καθόσον τα ως άνω κείμενα δεν περιέχουν ρυθμίσεις σχετικές με τις εν λόγω διαδικασίες».


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) ΕΕ L 225, σ. 16.

( 3 ) (ΕΕ L 48, σελ. 29). Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1992 (ΕΕ L 254, σελ. 3).

( 4 ) Βλ. δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη.

( 5 ) Δηλαδή: α) επί ομαδικών απολύσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν για ορισμένο χρόνο ή για ορισμένη εργασία εκτός αν οι απολύσεις αυτές γίνουν προ της λήξεως ή εκτελέσεως, των συμβάσεων αυτών, β) επί των εργαζομένων στην δημόσια διοίκηση ή τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και γ) επί των πληρωμάτων των θαλασσίων σκαφών.

( 6 ) Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, C-55/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2004, σ. I-9387.

( 7 ) Στην πραγματικότητα, το άρθρο 51, παράγραφος 1, εδάφιο 3, του νόμου περί εργαζομένων αναφέρεται σε «μορφές λύσεως των συμβάσεων εργασίας» και όχι σε «απολύσεις».

( 8 ) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-187/05 έως C-190/05, Γεώργιος Αγοραστούδης κ.λπ. κατά Goodyear Hellas ABEE, Συλλογή 2006, σ. I-7775.

( 9 ) Βλ. στο σημείο αυτό προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, όπ.π. υποσημείωση 8, σκέψη 24, καθώς και COURSIER, P., «Une fermeture spontanée d’établissement constitue un cas de licenciement pour motif économique», La Semaine Juridique — Édition Sociale, αριθ. 47, 21 Νοεμβρίου 2006, σ. 23-24 και LAFUMA, E., «L’actualité de la jurisprudence communautaire et internationale», Revue de Jurisprudence sociale, 2007, σ. 17-19.

( 10 ) Βλ. σκέψη 50 της αποφάσεως.

( 11 ) Όπ.π. υποσημείωση 6.

( 12 ) Βλ. σκέψεις 32 έως 37 της αποφάσεως.

( 13 ) Βλ. σημείο 34 των προτάσεων.

( 14 ) Βλ. σημείο 35 των προτάσεων.

( 15 ) Βλ. σημείο 36 των προτάσεων.

( 16 ) Βλ. σκέψη 55 της αποφάσεως.

( 17 ) Βλ. Dorssement F., «Case C-55/02, Commission of the European Communities v. Portuguese Republic, judgment of the Second Chamber of the Court of Justice of 12 October 2004», Common Market Law Rev., 2006, σ. 225 και 231.

( 18 ) Για μια ερμηνεία της στάσεως του Δικαστηρίου «reminiscent of the legislature’s implicit intention to prevent social dumping, interweaving the two ideas of strengthening the protection of workers and of harmonising the social costs which such preventive rules entail» (η οποία παραπέμπει στη σιωπηρή πρόθεση του νομοθέτη να αποτρέψει το κοινωνικό ντάμπινγκ, εξισορροπώντας τις δυο αρχές, της ενισχύσεως της προστασίας των εργαζομένων και της εναρμονίσεως του κοινωνικού κόστους που συνεπάγονται τέτοιοι προληπτικοί κανόνες), βλ. Dorssemont F., όπ.π. υποσημείωση 16, σ. 231.

( 19 ) Βλ. κατωτέρω, σημείο 85.

( 20 ) Διακηρυχθείς στη Νίκαια την 7η Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1).

Top