EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0168

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 12ης Μαρτίου 2009.
Laszlo Hadadi (Hadady) κατά Csilla Marta Mesko, épouse Hadadi (Hadady).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 - Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας -Άρθρο 64 - Μεταβατικές διατάξεις - Εφαρμογή σε απόφαση κράτους μέλους το οποίο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 - Άρθρο 3, παράγραφος 1 - Δικαιοδοσία σε θέματα διαζυγίου - Κρίσιμα συνδετικά στοιχεία - Συνήθης διαμονή - Ιθαγένεια - Σύζυγοι διαμένοντες στη Γαλλία και έχοντες αμφότεροι τη γαλλική και την ουγγρική ιθαγένεια.
Υπόθεση C-168/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-06871

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:152

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 12ης Μαρτίου 2009 ( 1 )

Υπόθεση C-168/08

Laszlo Hadadi (Hadady)

κατά

Csilla Marta Mesko, συζύγου Hadadi (Hadady)

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας — Άρθρο 64 — Μεταβατικές διατάξεις — Εφαρμογή σε απόφαση κράτους μέλους το οποίο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 — Άρθρο 3, παράγραφος 1 — Δικαιοδοσία σε θέματα διαζυγίου — Κρίσιμα συνδετικά στοιχεία — Συνήθης διαμονή — Ιθαγένεια — Σύζυγοι διαμένοντες στη Γαλλία και έχοντες αμφότεροι τη γαλλική και την ουγγρική ιθαγένεια»

I — Εισαγωγή

1.

Το γαλλικό Cour de Cassation υποβάλλει, με την παρούσα αίτηση, στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα για την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 ( 2 ).

2.

Σκοπός των ερωτημάτων αυτών είναι να διευκρινιστεί αν ένα ουγγρικό ή ένα γαλλικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την έκδοση αποφάσεως διαζυγίου, εάν αμφότεροι οι σύζυγοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γαλλία και έχουν τόσο την ουγγρική όσο και τη γαλλική ιθαγένεια.

3.

Τα ως άνω ερωτήματα ανέκυψαν με αφορμή την αναγνώριση στη Γαλλία της περί διαζυγίου αποφάσεως ουγγρικού δικαστηρίου. Η απόφαση εκδόθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού και κατόπιν διαδικασίας η οποία κινήθηκε πριν από την προσχώρηση της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή του κανονισμού 2201/2003 εξαρτάται, σύμφωνα με την ασκούσα επιρροή μεταβατική διάταξη, από το αν τα δικαστήρια του κράτους προελεύσεως της αποφάσεως απέκτησαν δικαιοδοσία δυνάμει του κανονισμού.

II — Το νομικό πλαίσιο

4.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 («Γενική δικαιοδοσία») ορίζει τα εξής:

«Δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους:

α)

στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται:

η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή

η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή, ή

η συνήθης διαμονή του εναγομένου, ή

σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, ή

η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή

η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και εάν είναι είτε υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει εκεί “domicile”

β)

της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του “domicile” των δύο συζύγων.»

5.

Το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 3, περιέχει για την εκκρεμοδικία στις γαμικές διαφορές τον ακόλουθο κανόνα:

«1.   Αν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου μεταξύ των αυτών διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

[…]

3.   Όταν διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, κάθε δικαστήριο που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.

[…]»

6.

Το άρθρο 21 ρυθμίζει την αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων και ορίζει τα εξής:

«1.   Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.

[…]

3.   Υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης.

[…]

4.   Εάν η επίκληση της αναγνώρισης γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.»

7.

Το άρθρο 22 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τους εξής λόγους μη αναγνωρίσεως αποφάσεως που αφορά διαζύγιο:

«[…]

α)

αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης·

β)

αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος έχει δεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση·

[…]».

8.

Σύμφωνα με το άρθρο 24, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης δεν ερευνάται. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης του άρθρου 22, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 23, στοιχείο αʹ, δεν εφαρμόζεται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 3 έως 14.

9.

Το άρθρο 64, παράγραφοι 1, 3 και 4, περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

«1.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που συντάσσονται και στις συμφωνίες μεταξύ μερών που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του σύμφωνα με το άρθρο 72.

[…]

3.   Αποφάσεις που εκδίδονται πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000 αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού στον βαθμό που πρόκειται για απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, ή για απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα των κοινών τέκνων που εκδίδεται επ’ ευκαιρία αυτών των γαμικών διαφορών.

4.   Αποφάσεις που εκδίδονται πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, αλλά μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, κατόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000 αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού στον βαθμό που πρόκειται για απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, ή για απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα των κοινών τέκνων που εκδίδεται επ’ ευκαιρία αυτών των γαμικών διαφορών και οι εφαρμοσθέντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του κεφαλαίου II του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, ή σύμβασης η οποία, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, ίσχυε μεταξύ του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης.»

10.

Σύμφωνα με το άρθρο 72, ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Αυγούστου 2004 και αρχίζει να εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 2005, εκτός από τα άρθρα 67, 68, 69 και 70, που εφαρμόζονται από την 1η Αυγούστου 2004.

11.

Ο κανονισμός 2201/2003 συνδέεται, από απόψεως περιεχόμενου, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων ( 3 ), τον οποίον αντικατέστησε ( 4 ). Το άρθρο 3 του κανονισμού 2201/2003 αναπαράγει αυτολεξεί το άρθρο 2 του κανονισμού 1347/2000. Ο κανονισμός 1347/2000 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 46 αυτού, την 1η Μαρτίου 2001.

12.

Ο κανονισμός 1347/2000 επανέλαβε σε μεγάλο βαθμό τους κανόνες της Συμβάσεως που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές, της 28ης Μαΐου 1998 ( 5 ) (στο εξής: Σύμβαση Βρυξέλλες-ΙΙ). Κατόπιν αυτού, η Σύμβαση δεν τέθηκε καν σε ισχύ. Κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού 1347/2000, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη την εισηγητική έκθεση την οποία εκπόνησε η καθηγήτρια Dr. Alegría Borrás για τη Σύμβαση ( 6 ) (στο εξής: έκθεση Borrás) ( 7 ).

III — Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.

Ο Laszlo Hadadi και η σύζυγός του, η Csilla Marta Mesko, είναι Ούγγροι υπήκοοι. Τέλεσαν γάμο το 1979 στην Ουγγαρία και μετανάστευσαν στη Γαλλία το 1980. Το 1985 έλαβαν και τη γαλλική ιθαγένεια. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η C. M. Mesko υπήρξε, μεταξύ 2000 και 2004, επανειλημμένως θύμα βιαιοπραγιών του συζύγου της. Στις 23 Φεβρουαρίου 2002, ο L. Hadadi κατέθεσε σε δικαστήριο της Πέστης (Ουγγαρία) αγωγή διαζυγίου. Η C. M. Mesko διατείνεται ότι πληροφορήθηκε τη διαδικασία αυτή έξι μήνες αργότερα. Με οριστική απόφαση της 4ης Μαΐου 2004, το ουγγρικό δικαστήριο έλυσε τον γάμο.

14.

Η C. M. Mesko κατέθεσε στις 19 Φεβρουαρίου 2003, ενώπιον του δικαστή οικογενειακών υποθέσεων του Tribunal de grande instance de Meaux (Γαλλία), αγωγή διαζυγίου λόγω υπαιτιότητας. Με διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2005, ο δικαστής έκρινε την αγωγή διαζυγίου απαράδεκτη. Κατά της διατάξεως αυτής η C. M. Mesko άσκησε έφεση ενώπιον του Cour d’appel Paris, το οποίο εξαφάνισε τη διάταξη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Το Cour d’appel θεμελίωσε την απόφασή του στο γεγονός ότι η περί διαζυγίου απόφαση του ουγγρικού δικαστηρίου δεν μπορεί να αναγνωριστεί στη Γαλλία και, κατά συνέπεια, η αγωγή διαζυγίου της C. M. Mesko είναι παραδεκτή.

15.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ο L. Hadadi άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de Cassation, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο, με απόφαση της 16ης Απριλίου 2008, τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με τα άρθρα 234 ΕΚ και 68 ΕΚ:

«1)

Έχει το άρθρο [3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003] την έννοια ότι, στην περίπτωση που οι σύζυγοι έχουν συγχρόνως την ιθαγένεια του κράτους του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου και την ιθαγένεια ενός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υπερισχύει η δικαιοδοσία του κράτους του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση που έκαστος σύζυγος έχει αμφότερες τις ιθαγένειες των ίδιων δύο κρατών μελών, η διάταξη αυτή τάσσεται υπέρ της πλέον ενεργού μεταξύ των δύο ιθαγένειας;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή παρέχει στους συζύγους μια επιπλέον δυνατότητα, υπό την έννοια ότι μπορούν να υποβάλουν τη διαφορά, κατ’ επιλογήν, στα δικαστήρια οποιουδήποτε από τα δύο κράτη μέλη του οποίου έχουν αμφότεροι την ιθαγένεια;»

16.

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γαλλική, η Γερμανική, η Φινλανδική, η Πολωνική, η Σλοβακική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

IV — Νομική εκτίμηση

Α — Εισαγωγική παρατήρηση επί της εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 κατά τις μεταβατικές διατάξεις

17.

Αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είναι η αγωγή διαζυγίου τής C. M. Mesko. Προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής της φαίνεται να είναι το γεγονός ότι ο γάμος δεν λύθηκε με απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, την οποία οφείλουν να αναγνωρίσουν τα γαλλικά δικαστήρια. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση της ουγγρικής αποφάσεως διαζυγίου της 4ης Μαΐου 2004 συνιστά προδικαστικό ζήτημα (πρόκριμα) στο πλαίσιο του ελέγχου του παραδεκτού της αγωγής διαζυγίου, με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί το γαλλικό δικαστήριο.

18.

Πρέπει συναφώς να διευκρινισθεί εκ προοιμίου ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 λαμβάνει ως αφετηρία την αρχή της αναγνωρίσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού, η έλλειψη δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως δεν δικαιολογεί, κατά κανόνα, την άρνηση αναγνωρίσεως.

19.

Πάντως, η αγωγή διαζυγίου κατατέθηκε στην Ουγγαρία και η απόφαση διαζυγίου εκδόθηκε προτού ο κανονισμός 2201/2003 καταστεί εφαρμοστέος. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση της αποφάσεως διαζυγίου βάσει του κανονισμού είναι δυνατή μόνο δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων αυτού. Συναφώς, ορθώς το αιτούν δικαστήριο στηρίχθηκε στο άρθρο 64, παράγραφος 4, του κανονισμού, το οποίο αφορά αποφάσεις διαζυγίου, οι οποίες

εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003, αλλά μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1347/2000,

κατόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1347/2000.

20.

Σύμφωνα με το άρθρο 72 του κανονισμού 2201/2003, οι ασκούσες επιρροή διατάξεις του αρχίζουν να εφαρμόζονται από 1ης Μαρτίου 2005. Ο κανονισμός 1347/2000 τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2001. Πάντως, για την Ουγγαρία, σημασία έχει συναφώς η ημερομηνία της 1ης Μαΐου 2004, διότι οι κανόνες του κοινοτικού κεκτημένου δεσμεύουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 της πράξεως προσχωρήσεως ( 8 ), τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά από την ημερομηνία αυτή. Ο L. Hadadi κατέθεσε αγωγή διαζυγίου στις 23 Φεβρουαρίου 2002, επομένως πριν την έναρξη της εφαρμογής του κανονισμού 1347/2000 στην Ουγγαρία. Η απόφαση διαζυγίου εκδόθηκε στις 4 Μαΐου 2004, επομένως μετά την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού 1347/2000 στην Ουγγαρία και πριν καταστεί εφαρμοστέος ο κανονισμός 2201/2003.

21.

Βεβαίως η C. M. Mesko, κατά τους ισχυρισμούς της, έλαβε γνώση της αγωγής αυτής έξι μήνες μετά την κίνηση της διαδικασίας. Πάντως, δεν ισχυρίσθηκε ότι ο L. Hadadi παρέλειψε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την επίδοση ή την κοινοποίηση του δικογράφου, ώστε το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού, να μη λογίζεται κατά τον χρόνο εκείνον ως επιληφθέν. Άλλωστε, από τη δικογραφία προκύπτει ότι μετέσχε στην ενώπιον του δικαστηρίου της Πέστης διαδικασία.

22.

Επομένως, η κίνηση της διαδικασίας και η έκδοση της αποφάσεως εμπίπτουν στα χρονικά πλαίσια του άρθρου 64, παράγραφος 4. Κατά συνέπεια, η απόφαση πρέπει να αναγνωριστεί δυνάμει του κανονισμού 2201/2003, εφόσον οι περί δικαιοδοσίας κανόνες που εφαρμόσθηκαν συνάδουν προς κανόνες του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού, ή του κανονισμού 1347/2000, ή συμβάσεως η οποία ίσχυε μεταξύ της Ουγγαρίας και της Γαλλίας κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής.

23.

Από τη δικογραφία δεν προκύπτει σε ποιους κανόνες το δικαστήριο της Πέστης στήριξε τη δικαιοδοσία του και ποιο είναι το περιεχόμενό τους. Πάντως, για να θεωρηθεί ότι οι εφαρμοσθέντες κανόνες περί δικαιοδοσίας συνάδουν προς το άρθρο 3 του κανονισμού 2201/2003, προς την ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 2 του κανονισμού 1347/2000 ή προς τις εφαρμοστέες διατάξεις της συμβάσεως, αρκεί ότι από τους κανόνες αυτούς προκύπτει ομοίως η δικαιοδοσία των ουγγρικών δικαστηρίων. Δεν απαιτείται περαιτέρω σύγκριση των εκάστοτε κανόνων. Πράγματι, το άρθρο 64, παράγραφος 4, σκοπεί στην εξασφάλιση της ευρείας εμβέλειας των περί αναγνωρίσεως κανόνων του κανονισμού, ούτως ώστε να καλύπτει αποφάσεις όλων των δικαστηρίων, τα οποία είχαν επίσης δικαιοδοσία κατά την εφαρμογή των εναρμονισμένων ή συνομολογηθέντων με σύμβαση κανόνων.

24.

Η προδικαστική παραπομπή σκοπό έχει να συμβάλει στο να διευκρινιστεί αν αυτό όντως συμβαίνει, δηλαδή αν το δικαστήριο της Πέστης είχε δικαιοδοσία και κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003.

Β — Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

25.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του «domicile» των δύο συζύγων. Η διάταξη δεν περιέχει ειδικό κανόνα για την περίπτωση κατά την οποία αμφότεροι οι σύζυγοι έχουν διπλή, κοινή, ιθαγένεια ( 9 ). Με τα τρία προδικαστικά ερωτήματα εξετάζονται διάφορες δυνατότητες προσδιορισμού της δικαιοδοσίας σε μια τέτοια περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.

26.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, θα έπρεπε να ληφθεί πρωτίστως υπόψη η πλέον αποτελεσματική ιθαγένεια. Ως πλέον αποτελεσματική θα έπρεπε συναφώς να θεωρηθεί η ιθαγένεια η οποία, βάσει προσθέτων κριτηρίων, όπως η συνήθης διαμονή, δημιουργεί τον στενότερο σύνδεσμο με τα δικαστήρια ενός εκ των κρατών μελών, των οποίων την ιθαγένεια έχουν οι σύζυγοι. Μόνον το δικαστήριο του κράτους μέλους της πλέον αποτελεσματικής ιθαγένειας θα είχε, κατά τα ανωτέρω, δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη των λιγότερων αποτελεσματικών ιθαγενειών θα πρέπει να αποκλεισθούν ως forum.

27.

Η εναλλακτική λύση έγκειται στην εκτιθέμενη με το τρίτο ερώτημα δυνατότητα, κατά την οποία η διπλή, κοινή, ιθαγένεια θεμελιώνει τη δικαιοδοσία δύο δικαστηρίων, που τελούν σε ισοτιμία, μεταξύ των οποίων ο ενάγων μπορεί να επιλέξει ελεύθερα. Κατά συνέπεια, δικαιοδοσία θα είχε το δικαστήριο του κράτους μέλους το οποίο επελήφθη πρώτο της υποθέσεως. Το δικαστήριο που επελήφθη μεταγενέστερα, σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει κατά το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του.

28.

Προηγουμένως, το Cour de Cassation υποβάλλει το ερώτημα αν ένα εθνικό δικαστήριο, σε περίπτωση διπλής ιθαγένειας των συζύγων, οφείλει πάντοτε, ανεξαρτήτως του αποτελεσματικού χαρακτήρα της ιθαγένειας, να αναγνωρίζει την υπεροχή της ιθαγένειας του κράτους του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου (forum).

1. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

29.

Για την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα γαλλικά δικαστήρια αντιμετωπίζουν μια ιδιόμορφη κατάσταση, διότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 4, του κανονισμού 2201/2003, δεν έχουν να κρίνουν μόνο για τη δική τους δικαιοδοσία αλλά και για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους.

30.

Κατά κανόνα, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο εξετάζει μόνον τη δική του δικαιοδοσία και διαπιστώνει, ενδεχομένως, κατά το άρθρο 17 του κανονισμού, την έλλειψη δικαιοδοσίας του. Εάν κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία και εκδώσει απόφαση επί της ουσίας, η απόφαση, υπό την επιφύλαξη των ρυθμιζομένων στο άρθρο 22 του κανονισμού λόγων μη αναγνωρίσεως αποφάσεων, πρέπει να αναγνωρίζεται εντός των άλλων κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως δεν μπορεί πλέον να τεθεί υπό αμφισβήτηση εντός του κράτους αναγνωρίσεως.

31.

Η αρχή αυτή εκφράζεται και στον κανόνα περί εκκρεμοδικίας (lis pendens) του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού. Κατά τη διάταξη αυτή, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο της ίδιας γαμικής διαφοράς αναστέλλει τη διαδικασία του, μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους που επελήφθη πρώτο. Επομένως, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο δεν μπορεί να συνεχίσει την ενώπιόν του διαδικασία, επειδή θεωρεί ότι το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο στερείται δικαιοδοσίας. Πάντως, ο κανόνας αυτός δεν έχει άμεση εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, καθόσον οι διαδικασίες κινήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού (άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003).

32.

Κατά συνέπεια, υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ένα δικαστήριο στο κράτος αναγνωρίσεως, το οποίο, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, πρέπει κατ’ εξαίρεση να εξετάσει αν το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως είχε δικαιοδοσία, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, εφόσον οι σύζυγοι, εκτός από την ιθαγένεια του κράτους προελεύσεως, έχουν και την ιθαγένεια του κράτους αναγνωρίσεως.

33.

Το Cour d’appel υιοθέτησε προφανώς την ακόλουθη προσέγγιση συναφώς: το ζήτημα ποια είναι η (κοινή) ιθαγένεια, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των δύο συζύγων, πρέπει να κριθεί μόνον κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά το γαλλικό δίκαιο, όσοι έχουν πλείονες ιθαγένειες εκτός της γαλλικής πρέπει να θεωρούνται μόνο Γάλλοι υπήκοοι, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι έχουν επιπροσθέτως μία ή περισσότερες άλλες ιθαγένειες. Κατά συνέπεια, τα ουγγρικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, για το διαζύγιο των συζύγων Hadadi, διότι αυτοί –από πλευράς γαλλικών δικαστηρίων– είναι Γάλλοι και όχι Ούγγροι.

34.

Δεν μπορώ, πάντως, να συμφωνήσω με την άποψη αυτή.

35.

Όπως εκθέτουν η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, για την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, δεν μπορεί να καθοριστεί μόνον κατά το εθνικό δίκαιο ποια ιθαγένεια έχει ένα πρόσωπο με διπλή ιθαγένεια ή ποια ιθαγένεια πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αντιθέτως, στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η αυτοτελής ερμηνεία της έννοιας της ιθαγένειας. Πράγματι, μόνον η αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού σε όλα τα κράτη μέλη ( 10 ).

36.

Βεβαίως στην έκθεση Borrás αναφέρεται ότι η σύμβαση ουδέν διαλαμβάνει για τις συνέπειες διπλής ιθαγένειας, προκειμένου τα δικαιοδοτικά όργανα εκάστου κράτους να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς τους κανόνες, στο γενικό πλαίσιο της σχετικής κοινοτικής τάξης ( 11 ).

37.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ανάλυση αυτή είναι ορθή όσον αφορά τη Σύμβαση, δεν μπορεί πάντως να εφαρμοστεί άνευ ετέρου στην περίπτωση του κανονισμού 2201/2003. Πράγματι, στην περίπτωση Συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ των κρατών μελών και στηριζομένης στη Συνθήκη ΕΕ, ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητώς μπορούν να επιλύονται ενδεχομένως με παραπομπή στο εθνικό δίκαιο ευχερέστερα απ’ ό,τι στην περίπτωση κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Όταν πρόκειται για πράξεις της Κοινότητας, επιβάλλεται πρωτίστως στις περιπτώσεις αυτές αυτοτελής ερμηνεία, προσανατολισμένη στην έννοια και τον σκοπό των κανόνων. Επιπλέον, η ίδια η έκθεση αναφέρει ότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να τηρεί το γενικό πλαίσιο των σχετικών κοινοτικών διατάξεων.

38.

Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία παρέπεμψαν στις αποφάσεις Micheletti και Garcia Avello ( 12 ), με τις οποίες το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη σημασία των θεμελιωδών ελευθεριών και τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων σε περιπτώσεις διπλής ιθαγένειας. Στην παρούσα υπόθεση όμως δεν ανακύπτει το ζήτημα της εμβέλειας των θεμελιωδών ελευθεριών, διότι από τον κανονισμό συνάγονται επαρκή στοιχεία για τον σύνδεσμο με την ιθαγένεια.

39.

Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού απαγορεύει να αντιμετωπίζονται τα πρόσωπα με διπλή ιθαγένεια αποκλειστικώς ως ημεδαποί. Πράγματι, η αντιμετώπιση αυτή θα είχε ως συνέπεια ότι τα πρόσωπα αυτά θα εμποδίζονταν να επικαλεστούν ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους –εν προκειμένω ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου– το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, για να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους –εν προκειμένω της Ουγγαρίας–, μολονότι έχουν την ιθαγένεια του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

40.

Πάντως, τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους πρέπει, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, να διαπιστώσουν ότι έχουν δικαιοδοσία για το διαζύγιο δύο υπηκόων του κράτους της έδρας τους, εάν αυτά –όπως συμβαίνει κατά κανόνα– οφείλουν να ελέγξουν τα ίδια τη δικαιοδοσία τους ( 13 ). Εάν, κατ’ εξαίρεση, ένα δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως οφείλει να κρίνει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως της αποφάσεως, τότε πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι σύζυγοι έχουν την ιθαγένεια και του κράτους προελεύσεως και, κατά συνέπεια, ότι τα δικαστήριά του θα πρέπει να δεχθούν ομοίως τη δικαιοδοσία τους. Τούτο συνάδει και προς τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, στις οποίες στηρίζεται ο κανονισμός.

41.

Η υποστηριζόμενη εν προκειμένω ερμηνεία δεν αντιβαίνει στο άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης, της 12ης Απριλίου 1930, όσον αφορά τη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αναφορικά με την ιθαγένεια ( 14 ). Η διάταξη αυτή κωδικοποιεί τον κανόνα εθιμικού δικαίου ότι ένα πρόσωπο με διπλή ή πολλαπλή ιθαγένεια μπορεί να θεωρηθεί από καθένα από τα κράτη των οποίων έχει την ιθαγένεια ως υπήκοός του. Σε μια υπόθεση όπως η παρούσα, πάντως, ο κανόνας αυτός δεν επιβάλλει να μη λαμβάνεται υπόψη ότι ένα άλλο κράτος, του οποίου την ιθαγένεια έχει επιπλέον ένα πρόσωπο, το μεταχειρίζεται ομοίως ως δικό του υπήκοο ( 15 ).

42.

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«Εάν το δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, του κανονισμού 2201/2003, να εξετάσει αν το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αποφάσεως είχε δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, δεν μπορεί να θεωρήσει τους συζύγους, οι οποίοι έχουν αμφότεροι την ιθαγένεια του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου και του κράτους μέλους προελεύσεως, μόνον ως υπηκόους του κράτους μέλους της έδρας του. Αντιθέτως, πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι σύζυγοι έχουν και την ιθαγένεια του κράτους μέλους προελεύσεως και ότι, κατά συνέπεια, τα δικαστήριά του είχαν δικαιοδοσία για την έκδοση της αποφάσεως.»

2. Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

43.

Το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα αποτελούν τις εναλλακτικές λύσεις του εξής ζητήματος: κατά τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας για υποθέσεις διαζυγίου προσώπων με διπλή ιθαγένεια, είτε πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η αποτελεσματικότερη ιθαγένεια, οπότε υφίσταται μία μόνο δικαιοδοσία βάσει της ιθαγένειας, είτε πρέπει να ληφθούν υπόψη αμφότερες οι ιθαγένειες, με συνέπεια ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια αμφοτέρων των κρατών μελών βάσει του ως άνω κριτηρίου. Κατά συνέπεια, για την αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων των δύο δυνατών λύσεων, τα ερωτήματα πρέπει να αναλυθούν από κοινού.

44.

Η C. M. Mesko και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η αποτελεσματικότερη ιθαγένεια. Ως αποτελεσματικότερη ιθαγένεια, η C. M. Mesko θεωρεί, λόγω της άνω των είκοσι ετών διαμονής στη Γαλλία, τη γαλλική ιθαγένεια. Τονίζει ότι η εξομοίωση των δύο ιθαγενειών θα προκαλούσε εσπευσμένη προσφυγή στα δικαστήρια και θα καθιστούσε δυνατή την κατάχρηση δικαιώματος μέσω του «forum shopping».

45.

Προς αντίκρουση των ανωτέρω, οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία τονίζουν ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, στηρίζεται μόνο στην κοινή ιθαγένεια των συζύγων. Η διεθνής δικαιοδοσία δεν μπορεί να εξαρτάται από την πρόσθετη προϋπόθεση ότι πρόκειται για την αποτελεσματικότερη ιθαγένεια. Προσέτι, προβάλλεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, θεμελιώνει ούτως ή άλλως περαιτέρω δωσιδικίες πέραν αυτής της συνήθους διαμονής, οι οποίες είναι ισοδύναμες προς τη δωσιδικία της κοινής ιθαγένειας.

46.

Πρέπει, προηγουμένως, να διευκρινισθεί ότι ο κανονισμός 2201/2003 αφορά μόνον τη διεθνή δικαιοδοσία και όχι τους κανόνες άρσεως συγκρούσεων, οι οποίοι καθορίζουν ποιο ουσιαστικό δίκαιο διέπει το διαζύγιο. Κατά συνέπεια, το κατά τον κανονισμό 2201/2003 αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να καθορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο δυνάμει των διατάξεων του εθνικού δικαίου. Εάν οι εθνικές διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου –όπως προφανώς και οι ουγγρικές– καθορίζουν πρωτίστως ως εφαρμοστέο το δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου (lex fori), ο προσδιορισμός του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου μπορεί πάντως να προδικάσει το εφαρμοστέο δίκαιο.

47.

Κατά συνέπεια, η επικρινόμενη από τη θεωρία «αδιαφορία ως προς τους κανόνες συγκρούσεως (négation des conflits de lois: άρνηση των κανόνων συγκρούσεως)» ( 16 ) του κανονισμού μπορεί πράγματι να ευνοήσει την εσπευσμένη προσφυγή των συζύγων στα δικαστήρια. Αντί να σκεφθούν με νηφαλιότητα πριν κινήσουν τη διαδικασία του διαζυγίου, οι διαφωνούντες σύζυγοι κινδυνεύουν να παρασυρθούν ενδεχομένως σε εσπευσμένη προσφυγή σε ένα από τα αρμόδια δικαστήρια, για να εξασφαλίσουν τα πλεονεκτήματα του εφαρμοστέου, κατά το εθνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του τόπου του εν λόγω δικαστηρίου, ουσιαστικού δικαίου του διαζυγίου. Εάν δηλαδή επιληφθούν της υποθέσεως δύο δικαστήρια, κατά τον κανόνα της προτεραιότητας του άρθρου 19, δικαιοδοσία έχει το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο.

48.

Τις αρνητικές αυτές συνέπειες του γεγονότος ότι ο κανονισμός περιορίσθηκε στη ρύθμιση της δικαιοδοσίας και μόνον εντόπισε και η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, πρότεινε τη θέσπιση κοινών κανόνων για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ( 17 ).

49.

Πάντως, οι προηγούμενες σκέψεις αφορούν μόνον αυτό τούτο το διαζύγιο, όχι όμως και τις συνέπειες του διαζυγίου, όπως, ιδίως, τις υποχρεώσεις διατροφής. Ο σχετικός κανόνας προσδιορισμού της δικαιοδοσίας του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 ( 18 ) έχει αντικατασταθεί από ειδικό κανονισμό ( 19 ), ο οποίος, επιπλέον, παραπέμπει στο Πρωτόκολλο της Χάγης, της 23ης Νοεμβρίου 2007, για το εφαρμοστέο στις υποχρεώσεις διατροφής δίκαιο. Ακόμη και η δικαιοδοσία για τις αποφάσεις επιμέλειας δεν συμπίπτει αυτομάτως, κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 2201/2003, με τη δικαιοδοσία για το διαζύγιο. Τέλος, για τις περιουσιακές συνέπειες του διαζυγίου δεν υφίσταται κανόνας του κοινοτικού δικαίου.

50.

Η C. M. Mesko θέτει βεβαίως υπό αμφισβήτηση, τυπικώς, τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου της Πέστης. Στην ουσία όμως φαίνεται ότι πρωτίστως θεωρεί απρόσφορη την εφαρμογή του ουγγρικού και όχι του γαλλικού δικαίου στο διαζύγιο. Φρονεί ότι ο σύζυγός της σκοπίμως κατέθεσε αγωγή διαζυγίου στην Ουγγαρία, για να αποφύγει τις συνέπειες του λόγω υπαιτιότητας διαζυγίου κατά το γαλλικό δίκαιο, μολονότι οι σύζυγοι πρακτικώς δεν είχαν πλέον κανένα δεσμό με την Ουγγαρία.

51.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επί προσώπων με πολλαπλή ιθαγένεια μόνον η αποτελεσματικότερη κοινή ιθαγένεια θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία.

52.

Η αρχή της υπεροχής της αποτελεσματικότερης ιθαγένειας είναι προ πολλού γνωστή στο διεθνές δίκαιο ( 20 ) και έχει, στο πλαίσιο αυτό, συνέπειες για το δικαίωμα των κρατών να εξασφαλίζουν διπλωματική προστασία ( 21 ). Συναφώς θεωρείται ειδικότερα ως αποτελεσματικότερη η ιθαγένεια του κράτους στο οποίο το πρόσωπο έχει τη συνήθη διαμονή του ( 22 ).

53.

Το ζήτημα κατά πόσον οι θεμελιώδεις ελευθερίες θέτουν όρια στην περαιτέρω εφαρμογή της απόψεως αυτής ( 23 ) δεν χρειάζεται να εξετασθεί εν προκειμένω, εάν ήδη ο κανονισμός αντιβαίνει στην κατά προτεραιότητα εφαρμογή της αποτελεσματικότερης ιθαγένειας. Προς τούτο πρέπει να εξετασθεί αν η ιθαγένεια στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στην περίπτωση προσώπων με πολλαπλή ιθαγένεια πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η ιθαγένεια του κράτους με το οποίο το πρόσωπο πράγματι συνδέεται στενότερα.

54.

Κατ’ αρχάς, η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ. Όπως ορθώς εκθέτει η Γερμανική Κυβέρνηση, ο κανονισμός, σε πολλές άλλες διατάξεις, χρησιμοποιεί την ιθαγένεια ως συνδετικό στοιχείο, χωρίς να εννοεί συναφώς μόνον την αποτελεσματική ιθαγένεια. Εάν, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, πρόθεση του νομοθέτη ήταν, κατά παρέκκλιση από τα ανωτέρω, να λαμβάνεται υπόψη μόνον η αποτελεσματική ιθαγένεια, θα ήταν αναμενόμενο να υπάρχει σχετικός ρητός κανόνας.

55.

Πάντως, το γράμμα της διατάξεως και μόνο δεν είναι καθοριστικό. Αντιθέτως, πρέπει να ληφθούν υπόψη και η έννοια και ο σκοπός του κανόνα, το ιστορικό θεσπίσεως καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάχθηκε.

56.

Κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη, ο κανονισμός 2201/2003 συμβάλλει στη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίον εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Επιδιώκει περαιτέρω, όσον αφορά τους κανόνες για τις γαμικές διαφορές, τους σκοπούς στους οποίους στηρίζονται ο κανονισμός 1347/2000 και η Σύμβαση Βρυξέλλες-II ( 24 ).

57.

Όπως διευκρινίζεται στην έκθεση Borrás, οι διατάξεις περί δικαιοδοσίας της Συμβάσεως Βρυξέλλες-II στηρίζονται στη σκέψη ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των μερών και να καταστεί δυνατή μια ευέλικτη ρύθμιση προσαρμοσμένη στην κινητικότητα των προσώπων. Σκοπό έχουν τη διευκόλυνση του πολίτη χωρίς να θίγεται ταυτοχρόνως η ασφάλεια δικαίου ( 25 ). Κατά συνέπεια, τα επιλεγέντα για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας κριτήρια είναι αντικειμενικά, εναλλακτικά και αποκλειστικά ( 26 ).

58.

Οι σκοποί αυτοί συνηγορούν υπέρ της παροχής, στα πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, της δυνατότητας ευέλικτης επιλογής του αρμοδίου δικαστηρίου. Πράγματι, ενδέχεται να είναι ευχερέστερο για τα πρόσωπα αυτά να προσφύγουν στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχουν τη συνήθη διαμονή τους. Είναι όμως εξίσου πιθανό να προτιμήσουν να απευθυνθούν στα δικαστήρια του κράτους καταγωγής τους, του οποίου τη γλώσσα γνωρίζουν καλύτερα και με του οποίου το δικαιοδοτικό σύστημα είναι περισσότερο εξοικειωμένα. Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει πλείονες δωσιδικίες, μεταξύ των οποίων, σε αντιδιαστολή προς τη Σύμβαση, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές (Σύμβαση των Βρυξελλών) που καθιερώνει μία μόνο δωσιδικία, σκοπίμως δεν προβλέφθηκε ιεράρχηση ( 27 ).

59.

Εάν, στην περίπτωση προσώπων με διπλή ιθαγένεια στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, λαμβανόταν υπόψη μόνον η αποτελεσματικότερη ιθαγένεια, αυτό θα είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των δυνατοτήτων επιλογής. Επειδή για τον χαρακτηρισμό μιας ιθαγένειας ως αποτελεσματικής η συνήθης διαμονή θα είχε ιδιαίτερη σημασία, συχνά θα προκαλούνταν σύγχυση μεταξύ των κριτηρίων προσδιορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ. Στην περίπτωση προσώπων με πολλαπλή ιθαγένεια, αυτό θα κατέληγε εν τοις πράγμασι σε ιεράρχηση των κριτηρίων προσδιορισμού της δικαιοδοσίας στα στοιχεία αʹ και βʹ, την οποία δεν επιθυμούσε ο νομοθέτης. Αντιθέτως, ένα ζευγάρι με μία μόνο, κοινή, ιθαγένεια θα μπορούσε να προσφύγει στα δικαστήρια του κράτους καταγωγής ακόμη και αν προ πολλού δεν είχε πλέον τη συνήθη διαμονή του στο κράτος αυτό και αν υφίστανται λίγα ακόμη πραγματικά σημεία επαφής με το εν λόγω κράτος.

60.

Τα κριτήρια προσδιορισμού της δικαιοδοσίας αποσκοπούν να εξασφαλίσουν πραγματικό σύνδεσμο προς το οικείο κράτος, όπως τονίζει η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1347/2000 ( 28 ). Ο σύνδεσμος αυτός απορρέει είτε από τη συνήθη διαμονή στο κράτος του δικάζοντος δικαστηρίου (forum) είτε από την κοινή ιθαγένεια. Συναφώς ο νομοθέτης, υιοθετώντας μια γενικευμένη προσέγγιση, θεωρεί ότι η ιθαγένεια συνεπάγεται πραγματικό σύνδεσμο και αποδέχεται έτσι ένα κριτήριο το οποίο εφαρμόζεται ευχερώς και καθιστά δυνατόν τον ανεπιφύλακτο προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου.

61.

Περαιτέρω ποιοτικά κριτήρια όπως ο αποτελεσματικός χαρακτήρας της ιθαγένειας δεν προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ. Πράγματι, η διαπίστωση του αποτελεσματικού χαρακτήρα της ιθαγένειας θα επιβάρυνε, κατ’ αρχάς, περαιτέρω τον έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας. Επιπλέον, αυτό αντιβαίνει προς τον σκοπό του κανονισμού που έγκειται στη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου σε σχέση με τη διεθνή δικαιοδοσία.

62.

Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός της αποτελεσματικότερης ιθαγένειας συνεπάγεται μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, διότι δεν υφίσταται ορισμός της εν λόγω αόριστης έννοιας. Επιπλέον, θα πρέπει ενδεχομένως να ληφθούν συναφώς υπόψη διάφορες πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν καταλήγουν πάντοτε σε σαφές αποτέλεσμα. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, αυτό θα μπορούσε να καταλήξει σε αρνητική σύγκρουση δικαιοδοσίας, εάν δύο δικαστήρια θεωρήσουν την ιθαγένεια του ετέρου κράτους μέλους ως την αποτελεσματικότερη. Ο κανονισμός δεν περιέχει καμία διάταξη για τις εν λόγω συγκρούσεις δικαιοδοσίας, βάσει της οποίας το δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να παραπέμψει, με απόφαση που έχει δεσμευτική ισχύ, την υπόθεση στο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους ( 29 ).

63.

Δεν αντιβαίνει στο συμπέρασμα αυτό το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας το καθοριστικό κριτήριο είναι το «domicile»(κατοικία) των συζύγων αντί της ιθαγένειάς τους. Βεβαίως μπορεί το «domicile» να παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες προς μια αποτελεσματική ιθαγένεια. Ειδικότερα, κάθε πρόσωπο μπορεί να έχει πάντοτε, κατά τις κρίσιμες εθνικές διατάξεις, ένα μόνο «domicile» ( 30 ). Από τον εν λόγω ειδικό κανόνα, ο οποίος ισχύει για δύο κράτη μέλη και τους παρέχει τη δυνατότητα να εμμείνουν στα παραδοσιακώς εφαρμοζόμενα κριτήρια για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας, δεν μπορούν πάντως να συναχθούν γενικά συμπεράσματα για την ερμηνεία της έννοιας της ιθαγένειας.

64.

Επιπλέον, όπως ορθώς τονίζει η Σλοβακική Κυβέρνηση, είναι δυνατόν, στην περίπτωση υπάρξεως κοινού «domicile» σε ένα κράτος μέλος και κοινής ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους, να εμφανισθούν τα ίδια προβλήματα όπως στην περίπτωση της διπλής ιθαγένειας. Από τον κανονισμό δεν μπορεί να συναχθεί καμία ένδειξη περί του ότι το κοινό «domicile» θεμελιώνει στην περίπτωση αυτή τη δικαιοδοσία ενός και μόνο δικαστηρίου και ότι αποκλείεται η προσφυγή στα δικαστήρια της κοινής ιθαγένειας.

65.

Εν συνόψει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο περιορισμός της έννοιας της ιθαγένειας του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, στην αποτελεσματικότερη ιθαγένεια δεν ανταποκρίνεται ούτε στο γράμμα ούτε στους σκοπούς του κανονισμού 2201/2003. Το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού για τις υποθέσεις διαζυγίου δεν στηρίζεται συνολικά στην άποψη περί αποκλεισμού της δικαιοδοσίας πλειόνων δικαστηρίων. Αντιθέτως, προβλέπεται ρητώς η συνύπαρξη περισσοτέρων αρμοδίων δικαστηρίων, χωρίς ιεράρχηση μεταξύ τους.

66.

Αυτό υποδηλώνει, κατ’ ανάγκη, δικαίωμα επιλογής του ενάγοντος. Δεν αντιβαίνει προς τον κανονισμό το γεγονός ότι τα πρόσωπα με διπλή ιθαγένεια μπορούν εν προκειμένω να επιλέξουν μεταξύ των δικαστηρίων δύο κρατών μελών τα οποία έχουν δικαιοδοσία μόνο βάσει της ιθαγένειας. Στο μέτρο που το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, προϋποθέτει ότι οι δύο σύζυγοι έχουν την ιθαγένεια του επιληφθέντος δικαστηρίου, με την εφαρμογή της διατάξεως αυτής διασφαλίζεται ότι αμφότεροι οι σύζυγοι έχουν την ίδια σχέση με το εν λόγω forum και ότι δεν μπορεί να επιληφθεί δικαστήριο του οποίου η δικαιοδοσία είναι για τον έναν ή τον έτερο σύζυγο εντελώς απρόβλεπτη ή παράδοξη.

67.

Η δυνατότητα επιλογής του ενάγοντος δεν έχει επίσης ως συνέπεια να εντείνεται η αβεβαιότητα ως προς το δίκαιο. Από την αρχή της ασφάλειας δικαίου συνάγεται ότι οι νομικές πράξεις της Κοινότητας πρέπει να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους προβλέψιμη από τους υποκειμένους σ’ αυτές ( 31 ). Η προτεινόμενη εν προκειμένω ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω επιταγές, διότι η δικαιοδοσία μπορεί να προσδιορισθεί σαφώς βάσει της κοινής ιθαγένειας. Βεβαίως, στην περίπτωση προσώπων με πολλαπλή ιθαγένεια, ως δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία μπορούν να θεωρηθούν τα δικαστήρια πλειόνων κρατών μελών. Πάντως, εάν για τον λόγο αυτόν επιληφθούν τα δικαστήρια πλειόνων κρατών μελών, το άρθρο 19 αίρει τη σύγκρουση δικαιοδοσίας κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις.

68.

Όπως καταδεικνύει η παρούσα περίπτωση, οι αρνητικές παράπλευρες συνέπειες, όπως η εσπευσμένη προσφυγή στα δικαστήρια, δεν δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα σε σχέση με τη διεθνή δικαιοδοσία. Ακόμη και αν η C. M. Mesko ζει προ πολλού στη Γαλλία και η συμμετοχή της στην ένδικη διαδικασία στην Ουγγαρία είναι γι’ αυτήν πιο δαπανηρή από τη συμμετοχή σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου στον τόπο διαμονής της, δεν βάλλει πάντως πρωτίστως κατά της ίδιας της δικαιοδοσίας. Αντιθέτως, θέτει υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή του ουγγρικού αντί του γαλλικού δικαίου περί διαζυγίου. Τούτο όμως δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003, αλλά των κανόνων του ουγγρικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Δεν θα ήταν πρόσφορο να αντισταθμιστεί η έλλειψη κοινών κανόνων συγκρούσεως μέσω ερμηνείας των υφισταμένων διατάξεων περί προσδιορισμού της δικαιοδοσίας η οποία δεν συνάδει προς τους σκοπούς και την οικονομία τους.

69.

Τέλος, η προσφυγή σε ένα από τα κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, αρμόδια δικαστήρια δεν πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική, όπως ισχυρίσθηκε ο εκπρόσωπος της C. M. Mesko κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Βεβαίως, κατά παγία νομολογία, δεν είναι θεμιτή η επίκληση του κοινοτικού δικαίου με σκοπό την εξαπάτηση ή την κατάχρηση δικαιώματος ( 32 ). Πάντως, η κατάχρηση δικαιώματος προϋποθέτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των όρων του κοινοτικού δικαίου, η επίκληση του κανόνα αντιβαίνει στον σκοπό του ( 33 ).

70.

Η προσφυγή στα δικαστήρια κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχουν και οι δύο σύζυγοι δεν αντιβαίνει πάντως προς τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ –όπως εκτέθηκε– έστω και αν το συνδετικό στοιχείο ήταν μια λιγότερο αποτελεσματική ιθαγένεια.

71.

Άλλωστε, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στην περίπτωση των κανόνων για τη διεθνή δικαιοδοσία, έχει μεγάλη σημασία η ασφάλεια δικαίου, η οποία επιτάσσει να είναι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου προβλέψιμη για τους ενδιαφερομένους ( 34 ). Επομένως, η έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι η προσφυγή σε δικαστήριο το οποίο έχει δικαιοδοσία κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική.

V — Πρόταση

72.

Βάσει των σκέψεων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Cour de Cassation ως εξής:

«1)

Εάν το δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, να εξετάσει αν το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αποφάσεως είχε δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, δεν μπορεί να θεωρήσει τους συζύγους, οι οποίοι έχουν αμφότεροι την ιθαγένεια του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου και του κράτους μέλους προελεύσεως, μόνον ως υπηκόους του κράτους μέλους της έδρας του. Αντιθέτως, πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι σύζυγοι έχουν και την ιθαγένεια του κράτους μέλους προελεύσεως και ότι, κατά συνέπεια, τα δικαστήριά του είχαν δικαιοδοσία για την έκδοση της αποφάσεως.

2)

Εάν οι σύζυγοι έχουν πλείονες κοινές ιθαγένειες, τότε για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η αποτελεσματικότερη ιθαγένεια. Αντιθέτως, δικαιοδοσία, κατά τη διάταξη αυτή, έχουν τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών των οποίων την ιθαγένεια έχουν αμφότεροι οι σύζυγοι.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) ΕΕ L 338, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2116/2004 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ L 367, σ. 1, στο εξής: κανονισμός ή κανονισμός Βρυξέλλες IIα).

( 3 ) ΕΕ L 160, σ. 19.

( 4 ) Βλ. την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1347/2000 και την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003.

( 5 ) ΕΕ 1998, C 221, σ. 2.

( 6 ) ΕΕ 1998, C 221, σ. 27.

( 7 ) Βλ. την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1347/2000 και την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003.

( 8 ) Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33).

( 9 ) Βλ.. την έκθεση Borrás, σημείο 33 τέλος.

( 10 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC (Συλλογή 1993, σ. I-4075, σκέψη 11), και της 10ης Απριλίου 2003, C-437/00, Pugliese (Συλλογή 2003, σ. I-3573, σκέψη 16).

( 11 ) Έκθεση Borrás, σημείο 33, στο τέλος.

( 12 ) Αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, C-369/90, Micheletti κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I-4239, σκέψη 10), και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02, Garcia Avello (Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψη 28). Για την επίκληση της ιθαγένειας κράτους μέλους, βλ. και αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-122/96, Saldanha και MTS (Συλλογή 1997, σ. I-5325, σκέψη 15), της 11ης Νοεμβρίου 1999, C-179/98, Mesbah (Συλλογή 1999, σ. I-7955, σκέψεις 31 επ.), της 20ής Φεβρουαρίου 2001, C-192/99 Kaur (Συλλογή 2001, σ. I-1237, σκέψη 19), και της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02, Zhu και Chen (Συλλογή 2004, σ. I-9925, σκέψη 37).

( 13 ) Τούτο ισχύει, εν πάση περιπτώσει, υπό την επιφύλαξη της απαντήσεως που θα δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, σχετικά με τη σημασία της αποτελεσματικής ιθαγένειας.

( 14 ) League of Nations Treaty Series, τόμος 179, σ. 89. Η διάταξη ορίζει τα εξής: Subject to the provisions of the present Convention, a person having two or more nationalities may be regarded as it’s national by each of the States whose nationality he possesses.

( 15 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση Garcia Avello (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 28).

( 16 ) Βλ. Kohler, C., «Status als Ware: Bemerkungen zur europäischen Verordnung über das internationale Verfahrensrecht für Ehescheidungen», Vergemeinschaftung des europäischen Kollisionsrechts, Mansel, P. (επιμέλεια), 2001, σ. 41, 42 (γαλλική έκδοση: Kohler, C., «Libre circulation du divorce? Observations sur le règlement communautaire concernant les procédures en matière matrimoniale», Estudos em homenagem à Professora Doutora Isabel de Magalhães Collaço, de Moura Ramos R. M. u.a. (επιμέλεια), τόμος 1, 2002, σ. 231, 233).

( 17 ) Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου υποβληθείσα από την Επιτροπή στις 17 Ιουλίου 2006 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε γαμικές διαφορές, COM (2006) 399, τελικό. Βλ. και το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο και τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου, COM (2005) 82 τελικό. Επειδή μέχρι τώρα δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία επί της προτάσεως για τον καλούμενο κανονισμό Ρώμη ΙΙΙ, προτείνεται να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της ενισχυμένης συνεργασίας (βλ. ανακοινωθέν τύπου για την 2887η σύνοδο του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στις 24 και 25 Ιουλίου 2008, προσβάσιμο στην ιστοσελίδα: http://europa.eu/rapid/pressReleasesAction.do?reference=PRES/08/205&format=PDF&aged=0&language=DE&guiLanguage=en). Διεξοδικότερα για την πρόταση: Kohler, C., «Zur Gestaltung des europäischen Kollisionsrechts für Ehesachen: Der steinige Weg zu einheitlichen Regeln über das anwendbare Recht für Scheidung und Trennung», Zeitschrift für das Gesamte Familienrecht, (FamRZ), 2008, σ. 1673.

( 18 ) Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

( 19 ) Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ 2009, L 7, σ. 1).

( 20 ) Βλ. το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Χάγης, της 12ης Απριλίου 1930 (παρατεθείσα στο σημείο 10), το οποίο ορίζει τα εξής:

Within a third State, a person having more than one nationality shall be treated as if he had only one. Without prejudice to the application of its law in matters of personal status and of any conventions in force, a third State shall, of the nationalities which any such person possesses, recognise exclusively in its territory either the nationality of the country in which he is habitually and principally resident, or the country with which in the circumstances her appears to be in fact most closely connected.

( 21 ) Βλ.. Διεθνές Δικαστήριο, απόφαση της 6ης Απριλίου 1955, Nottebohm (Λιχτενστάιν κατά Γουατεμάλας), (I.C.J. Reports 1955, σ. 4, 22 επ.).

( 22 ) Βλ.. το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Χάγης της 12ης Απριλίου 1930 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 20).

( 23 ) Βλ. συναφώς την παρατεθείσα στην υποσημείωση 12 νομολογία από την οποία ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία συνάγουν ότι η επίκληση της αποτελεσματικής ιθαγένειας αντιβαίνει στις θεμελιώδεις ελευθερίες.

( 24 ) Βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003.

( 25 ) Βλ. την έκθεση Borrás, σημείο 27.

( 26 ) Έκθεση Borrás, σημείο 28.

( 27 ) Βλ. την έκθεση Borrás, σημείο 28.

( 28 ) Η σκέψη αυτή διαλαμβάνει τα εξής: «Τα επιλεγέντα στον παρόντα κανονισμό κριτήρια προσδιορισμού της δικαιοδοσίας βασίζονται στην αρχή ότι πρέπει να υπάρχει ένας πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του ενδιαφερόμενου διαδίκου και του κράτους μέλους που ασκεί τη δικαιοδοσία. Η απόφαση να συμπεριληφθούν ορισμένα κριτήρια οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά υφίστανται σε διάφορες εσωτερικές έννομες τάξεις και ότι γίνονται δεκτά από τα άλλα κράτη μέλη.»

( 29 ) Βλ. τις προτάσεις μου της 29ης Ιανουαρίου 2009 στην υπόθεση C-523/07, A (η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, σημεία 76 και 80).

( 30 ) Βλ. συναφώς τις αναλύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που συνοψίζονται στην έκθεση Borrás (σημείο 34).

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I-8853, σκέψη 43), της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-1609, σκέψη 72), και της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, C-288/07, Isle of Wight Council κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I-7203, σκέψη 47).

( 32 ) Βλ. αποφάσεις τις 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke (Συλλογή 2000, σ. I-11569, σκέψεις 51 επ.), και Halifax κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 33 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις Emsland-Stärke (παρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 52) και Halifax κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 74).

( 34 ) Βλ. την παρατεθείσα στην υποσημείωση 31 νομολογία.

Top