EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0044

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 22ας Απριλίου 2009.
Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ. κατά Fujitsu Siemens Computers Oy.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Korkein oikeus - Φινλανδία.
Προδικαστική διαδικασία - Οδηγία 98/59/ΕΚ - Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις - Άρθρο 2 - Προστασία των εργαζομένων - Ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς - Όμιλος επιχειρήσεων - Μητρική εταιρία - Θυγατρική.
Υπόθεση C-44/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-08163

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:241

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 22ας Απριλίου 2009 ( 1 )

Υπόθεση C-44/08

Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ.

κατά

Fujitsu Siemens Computers Oy

«Προδικαστική διαδικασία — Οδηγία 98/59/ΕΚ — Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις — Άρθρο 2 — Προστασία των εργαζομένων — Ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς — Όμιλος επιχειρήσεων — Μητρική εταιρία — Θυγατρική»

I — Εισαγωγή

1.

Με την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, που υποβλήθηκε με διάταξη της 6ης Φεβρουαρίου 2008, το Korkein oikeus (Φινλανδία) ζητεί την ερμηνεία της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις ( 2 ). Αφορμή για την αίτηση αποτελεί μια διαφορά μεταξύ Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ. (στο εξής: αναιρεσείοντες της κύριας δίκης) και Fujitsu Siemens Computers Oy (στο εξής: αναιρεσίβλητη) σχετικά με την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων.

2.

Η παρούσα διαδικασία δίδει στο Δικαστήριο, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα να διευκρινίσει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως που προβλέπει η οδηγία 98/59, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, όταν την πρωτοβουλία για την «απόσπαση» ή το κλείσιμο μιας επιχειρήσεως λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας της επιχειρήσεως.

II — Το νομικό πλαίσιο

Α — Το κοινοτικό δίκαιο

3.

Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/59: «[…] επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας.»

4.

Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/59: «[…] πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις των εργοδοτών όσον αφορά την ενημέρωση, τη διαβούλευση και την κοινοποίηση εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.»

5.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 ορίζει τα ακόλουθα:

«Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.»

6.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας:

«Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της αγωγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.»

7.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59:

«Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:

α)

να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και

β)

εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:

i)

τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,

ii)

τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,

iii)

τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,

iv)

την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,

v)

τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,

vi)

την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.»

8.

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας, ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.

Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.»

9.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να κοινοποιεί εγγράφως κάθε σχέδιο ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια δημόσια αρχή. Κατά το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, η κοινοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά το σχέδιο ομαδικών απολύσεων και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

Β — Το εθνικό δίκαιο

10.

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εφαρμοστέου νόμου κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της διαδικασίας της κύριας δίκης, ήτοι του yhteistoiminnasta yrityksissä annettu laki (725/1978) (φινλανδικού νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο των επιχειρήσεων, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 51/1993 και 906/1996, στο εξής: νόμος περί συμμετοχής των εργαζομένων), πριν ο εργοδότης λάβει απόφαση επί ζητήματος περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 6 (επιβολή ομαδικών απολύσεων), οφείλει να προβεί σε διαβουλεύσεις με τους εργαζoμένους και τους εκπροσώπους του εμπλεκόμενου προσωπικού σχετικά με τους λόγους λήψεως του μέτρου αυτού, με τα αποτελέσματά του και με τις εναλλακτικές λύσεις.

11.

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, ο εργοδότης, πριν κινήσει τη διαδικασία περί διαβουλεύσεως πρέπει να παράσχει στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους και στους εκπροσώπους του εμπλεκόμενου προσωπικού τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεως. Οι πληροφορίες αυτές, όπως είναι τα στοιχεία που αφορούν τους λόγους για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, η εκτίμηση του αριθμού των εργαζομένων των διαφόρων κατηγοριών που προβλέπεται να απολυθούν, η εκτίμηση της χρονικής περιόδου εντός της οποίας προβλέπεται να πραγματοποιηθούν οι σχεδιαζόμενες απολύσεις, καθώς και οι πληροφορίες επί των αρχών βάσει των οποίων θα προσδιοριστούν οι προς απόλυση εργαζόμενοι, πρέπει να παρέχονται εγγράφως όταν ο εργοδότης προτίθεται να απολύσει, να θέσει προσωρινά σε κατάσταση αργίας για διάστημα άνω των 90 ημερών ή να επιβάλει μειωμένο ωράριο εργασίας σε 10 τουλάχιστον εργαζομένους.

12.

Το άρθρο 7a, παράγραφος 1, του νόμου προβλέπει ότι πρέπει να γίνεται εγγράφως πρόταση διεξαγωγής διαβουλεύσεων στην περίπτωση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 5, του εν λόγω νόμου τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από την έναρξη των διαβουλεύσεων, όταν τα προς διαπραγμάτευση μέτρα προφανώς έχουν ως αποτέλεσμα εργασία με μειωμένο ωράριο, απόλυση ή θέση σε αργία ενός ή περισσοτέρων εργαζομένων.

13.

Κατά το άρθρο 8 του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, όταν δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και προσωπικού κάποια άλλη διαδικασία, ο εργοδότης θεωρείται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων αν ενήργησε με τον τρόπο που επιτάσσει το άρθρο 7. Αν το προς συζήτηση μέτρο έχει προφανώς ως αποτέλεσμα εργασία με μειωμένο ωράριο, απολύσεις ή προσωρινή θέση σε αργία για διάστημα άνω των 90 ημερών τουλάχιστον δέκα εργαζομένων, ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπλήρωσε τη σχετική με τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων υποχρέωσή του πριν παρέλθουν τουλάχιστον έξι εβδομάδες από την έναρξη των διαβουλεύσεων. Επιπλέον, η εξέταση εναλλακτικών μέτρων μπορεί να αρχίσει το νωρίτερο επτά ημέρες από το πέρας της εξετάσεως των σχετικών λόγων και συνεπειών, εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό.

14.

Κατά το άρθρο 8 του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, αν ληφθεί απόφαση, ηθελημένα ή λόγω πρόδηλης αμελείας, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 3, του άρθρου 7a ή του άρθρου 8 και αν κάποιος εργαζόμενος υποχρεωθεί λόγω της αποφάσεως αυτής να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, τεθεί σε κατάσταση αργίας ή απολυθεί, ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να λάβει από τον εργοδότη αποζημίωση ίση κατ’ ανώτατο όριο προς αποδοχές 20 μηνών.

III — Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου

15.

Κατόπιν της συγχωνεύσεως ορισμένων εμπορικών δραστηριοτήτων στον τομέα πληροφορικής των εταιριών Fujitsu Ltd και Siemens AG στο πλαίσιο μιας κοινής επιχειρήσεως, την 1η Οκτωβρίου 1999 άρχισε τις δραστηριότητές του ο όμιλος Fujitsu Siemens Computers.

16.

Η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης κατέστη θυγατρική της Fujitsu Siemens Computers (Holding) BV (Κάτω Χώρες) (στο εξής: μητρική εταιρία). Την ως άνω ημερομηνία ο όμιλος είχε εγκαταστάσεις παραγωγής στο Kilo, περιοχή του Δήμου του Espoo (Φινλανδία), και στις πόλεις Augsburg, Paderborn και Sömmerda (Γερμανία).

17.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1999 η διοικούσα επιτροπή της μητρικής εταιρίας, αποτελούμενη από ηγετικά στελέχη του διοικητικού της συμβουλίου, πραγματοποίησε μια τηλεδιάσκεψη. Κατά τη διάσκεψη αυτή αποφάσισε να προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο την απόσπαση από τον όμιλο του ευρισκόμενου στο Kilo εργοστασίου.

18.

Κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 1999 του διοικητικού συμβουλίου αποφασίστηκε η αποδοχή της προτάσεως της διοικούσας επιτροπής. Εντούτοις, κατά τα πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής, δεν ελήφθη καμία συγκεκριμένη απόφαση όσον αφορά το εργοστάσιο του Kilo.

19.

Την ίδια ημέρα, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης πρότεινε τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 20ής Δεκεμβρίου 1999 και 31ης Ιανουαρίου 2000, δηλαδή κατά τη διάρκεια έξι εβδομάδων.

20.

Το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσίβλητης της κύριας δίκης, με προεδρεύοντα τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρίας του ομίλου, έλαβε την 1η Φεβρουαρίου 2000 μια απόφαση περί διακοπής των δραστηριοτήτων της εταιρίας με εξαίρεση την πώληση ηλεκτρονικών υπολογιστών στη Φινλανδία. Η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης άρχισε να απολύει τους εργαζομένους της στις 8 Φεβρουαρίου 2000. Συνολικά, απολύθηκαν περίπου 450 εργαζόμενοι επί συνόλου 490.

21.

Ορισμένοι από τους εργαζομένους της αναιρεσίβλητης της κύριας δίκης υποστήριξαν ότι η εταιρία αυτή παρέβη τον νόμο περί συμμετοχής των εργαζομένων με τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο τέλος του 1999 και στις αρχές του 2000 όσον αφορά το κλείσιμο του εργοστασίου του Kilo. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15a του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι εκχώρησαν στους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, μεταξύ των οποίων η ένωση Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry, που είναι μία από τις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις στη Φινλανδία, τις αξιώσεις τους, μαζί με τους τόκους, ως προς την αποζημίωση που προβλέπει ο νόμος αυτός σε περίπτωση παρανόμως πραγματοποιουμένων ομαδικών απολύσεων, προκειμένου οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης να προβούν στην είσπραξή τους.

22.

Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το Espoon käräjäoikeus (πρωτοδικείο της πόλεως Espoo) να υποχρεώσει την αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης να τους καταβάλει την αποζημίωση που προβλέπει ο νόμος περί συμμετοχής των εργαζομένων. Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι, στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρίας, η οριστική απόφαση περί αποσπάσεως από την εταιρία του εργοστασίου του Kilo από την αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης είχε ληφθεί στην πραγματικότητα το αργότερο στις 14 Δεκεμβρίου 1999, πριν πραγματοποιηθούν οι προσβλεπόμενες διαβουλεύσεις με το προσωπικό. Η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, επομένως, παρέβη, με πρόθεση ή με πρόδηλη αμέλεια, τον νόμο περί συμμετοχής των εργαζομένων.

23.

Το Espoon käräjäoikeus έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης δεν απέδειξαν ότι το διοικητικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας είχε αποφασίσει τη διακοπή της δραστηριότητας του εργοστασίου του Kilo κατά τρόπον ώστε να θεωρείται ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο της αναιρεσίβλητης στην κύρια δίκη εταιρίας δεν διεξήχθηκαν σύμφωνα με τον νόμο περί συμμετοχής των εργαζομένων. Κατά το δικαστήριο αυτό, υπήρχαν όντως εναλλακτικές λύσεις έναντι του κλεισίματος του εργοστασίου και οι λύσεις αυτές εξετάστηκαν στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων. Το käräjäoikeus, συνάγοντας ότι η σχετική με τη διακοπή της δραστηριότητας του εργοστασίου στο Kilo απόφαση ελήφθη στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης της κύριας δίκης της 1ης Φεβρουαρίου 2000, όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν αδύνατο να ευρεθούν άλλες εναλλακτικές λύσεις, και ότι οι εν λόγω διαβουλεύσεις ήταν πραγματικές και πρόσφορες, απέρριψε την αγωγή.

24.

Το Helsingin hovioikeus (εφετείο του Ελσίνκι) επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, την πρωτόδικη απόφαση.

25.

Το Korkein oikeus, επιληφθέν σχετικής αιτήσεως αναιρέσεως, έκρινε ότι οι διατάξεις της οδηγίας 98/59 και του νόμου περί συνεργασίας παρουσιάζουν διαφορές από πλευράς περιεχομένου και δομής.

26.

Εκτιμώντας ότι η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 98/89 είναι αναγκαία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, το Korkein oikeus αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 […] την έννοια ότι η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο αυτό, περί διεξαγωγής διαβουλεύσεων “εγκαίρως” όταν ο εργοδότης “προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις” εργαζομένων, συνεπάγεται ότι πρέπει να διεξάγονται διαβουλεύσεις όταν έχει διαπιστωθεί, κατόπιν ορισμένων αποφάσεων περί της ακολουθητέας εμπορικής στρατηγικής ή περί αλλαγής της πορείας της οικείας επιχειρήσεως, η ανάγκη να προβεί η επιχείρηση σε ομαδικές απολύσεις; Ή έχει η διάταξη αυτή την έννοια ότι η υποχρέωση προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων υφίσταται ήδη όταν ο εργοδότης προτίθεται να λάβει τέτοια μέτρα ή να προβεί σε τέτοιες αλλαγές σχετικά με τη δραστηριότητα της επιχειρήσεως, όπως είναι η μεταβολή της παραγωγικής ικανότητας ή η συγκέντρωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα την ανάγκη για ομαδικές απολύσεις;

2)

Λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [98/59] κάνει μνεία περί έγκαιρης παροχής πληροφοριών κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας την έννοια ότι η υποχρέωση περί διεξαγωγής διαβουλεύσεων “εγκαίρως” την οποία αυτό προβλέπει όταν ο εργοδότης “προτίθεται” να προβεί σε ομαδικές απολύσεις σημαίνει ότι οι διαβουλεύσεις πρέπει να αρχίζουν πριν τα σχέδια του εργοδότη φθάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε αυτός να είναι σε θέση να έχει συγκεκριμένες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, [της εν λόγω οδηγίας] και να τις παράσχει στους εργαζομένους;

3)

Έχει την έννοια το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυτής, ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση στην οποία ελέγχεται από άλλη επιχείρηση, υποχρεούται να διεξαγάγει διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων όταν είτε ο ίδιος ο εργοδότης, είτε η μητρική εταιρία που τον ελέγχει προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις των εργαζομένων στην υπηρεσία του εργοδότη αυτού;

4)

Όταν πρόκειται για υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων στο πλαίσιο θυγατρικής αποτελούσας μέλος ομίλου και προκειμένου περί της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας [98/59] όσον αφορά την υποχρέωση “έγκαιρης” ενάρξεως των διαβουλεύσεων σε περίπτωση που ο εργοδότης “προτίθεται” να προβεί σε ομαδικές απολύσεις υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, γεννάται η υποχρέωση διεξαγωγής διαπραγματεύσεων ήδη όταν η διεύθυνση του ομίλου ή της μητρικής εταιρίας έχει την πρόθεση να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις, χωρίς όμως η πρόθεση αυτή να έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί ώστε να αφορά ορισμένα άτομα εργαζόμενα στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης ελεγχόμενης θυγατρικής εταιρίας; Ή γεννάται η υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής εταιρίας μόνο από τη στιγμή που η διεύθυνση του ομίλου ή της μητρικής εταιρίας προβλέπει ρητά ομαδικές απολύσεις όσον αφορά τη θυγατρική εταιρία;

5)

Όταν ο εργοδότης είναι μια θυγατρική επιχείρηση υπαγόμενη σε όμιλο εταιριών, η οποία ελέγχεται από άλλη επιχείρηση (τη μητρική εταιρία ή τη διεύθυνση του ομίλου) υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας [98/59], έχει το άρθρο 2 της οδηγίας [98/59] την έννοια ότι η προβλεπόμενη από αυτό διαδικασία διαβουλεύσεων πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν ληφθεί απόφαση περί ομαδικών απολύσεων σε επίπεδο μητρικής εταιρίας ή διευθύνσεως του ομίλου;

6)

Αν η οδηγία έχει την έννοια ότι οι διαβουλεύσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της θυγατρικής εταιρίας οφείλουν να έχουν ολοκληρωθεί πριν η μητρική εταιρία ή η διεύθυνση του ομίλου λάβει απόφαση περί ομαδικών απολύσεων, είναι η κρίσιμη στο πλαίσιο αυτό απόφαση μόνον εκείνη η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων εργαζομένων της θυγατρικής εταιρίας ή πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαβουλεύσεις πριν ληφθεί απόφαση σχετικά με την εμπορική στρατηγική σε επίπεδο μητρικής εταιρίας ή διευθύνσεως του ομίλου, βάσει της οποίας είναι μεν πιθανό να προβεί σε ομαδικές απολύσεις η θυγατρική εταιρία, χωρίς όμως τούτο να είναι ακόμη απολύτως βέβαιο;»

27.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, η Φινλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επίσης, οι εν λόγω διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2009, με εξαίρεση την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου που δεν παρέστη.

IV — Ανάλυση

Α — Επί του παραδεκτού των τεσσάρων πρώτων ερωτημάτων

28.

Kατά την αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα είναι απαράδεκτα ως μη λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Κατά τη γνώμη της, με τα ερωτήματα αυτά ζητείται να διευκρινιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο η επιχείρηση οφείλει να αρχίσει διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους σχετικά με τις απολύσεις, ενώ το νομικό αυτό ζήτημα δεν αποτέλεσε το αντικείμενο της διαδικασίας της κύριας δίκης, καθόσον κανένας διάδικος δεν ισχυρίστηκε ότι ο εργοδότης παρέλειψε να αρχίσει διαβουλεύσεις εγκαίρως.

29.

Κατ’ εμέ, η ένσταση που προβάλλεται κατά του παραδεκτού των τεσσάρων πρώτων ερωτημάτων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

30.

Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, τόσο το αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. ( 3 )

31.

Συνεπώς, υφίσταται τεκμήριο λυσιτέλειας ως προς τα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που προσδιόρισε με δική του ευθύνη, την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο ( 4 ). Η εφαρμογή του τεκμηρίου λυσιτέλειας μπορεί να αποκλείεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν πρόκειται για πρόβλημα υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται ( 5 ).

32.

Εν προκειμένω, τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, δεν αφορούν αποκλειστικά τον προσδιορισμό μιας συγκεκριμένης χρονικής αφετηρίας, αλλά τον προσδιορισμό της πράξεως ή του σχεδίου της μητρικής εταιρίας ή του ελεγχόμενου από την εταιρία αυτή εργοδότη που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τον χαρακτήρα πράξεως ή σχεδίου με το οποίο η ως άνω εταιρία ή ο εργοδότης εκφράζει την πρόθεση διενέργειας ομαδικών απολύσεων, με συνέπεια τη γένεση της υποχρεώσεως διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους υπό την έννοια της οδηγίας 98/59. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ερμηνεία αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο αν το σχέδιο περί αποσπάσεως του εργοστασίου που εκπόνησε η μητρική εταιρία σχετικά με την αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση περί ομαδικών απολύσεων, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, ή ως απόφαση που δημιουργεί ενδεχομένως την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων σχετικών με τις ομαδικές απολύσεις, όπως προβλέπει ο νόμος περί συμμετοχής των εργαζομένων που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 98/95. Επομένως, δεν πρόκειται ούτε για υποθετικό πρόβλημα ούτε για ζήτημα που δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

33.

Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί απάντηση στα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα.

Β — Επί της ουσίας

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

34.

Όπως προέκυψε κατά την εξέταση του παραδεκτού, ένα από τα ουσιώδη ζητήματα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης είναι αυτό του νομικού χαρακτηρισμού της «αποφάσεως» της μητρικής εταιρίας και ο προσδιορισμός των συνεπειών στον τομέα της διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τις οποίες προβλέπει η οδηγία 98/95. Το ζήτημα αυτό δημιούργησε εξάλλου κάποια σύγχυση στις παρατηρήσεις των διαδίκων που παρενέβησαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

35.

Επομένως, πριν από την εξέταση των διαφόρων προδικαστικών ερωτημάτων, είναι χρήσιμο να εξεταστεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/59 ( 6 ) και ειδικότερα το ζήτημα, περί του οποίου έγινε λόγος επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν η εν λόγω οδηγία επιβάλλει υποχρεώσεις όχι μόνο στον εργοδότη, αλλά και στην επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη αυτόν.

36.

Κατά τη γνώμη μου, μια απάντηση στο ζήτημα αυτό μπορεί να προκύπτει απευθείας από το γράμμα των εφαρμοστέων διατάξεων της ως άνω οδηγίας.

37.

Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 98/59, ιδίως το άρθρο 2, παράγραφοι 1, 3 και 4, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, δεν αφήνει καμία αμφιβολία όσον αφορά τον έχοντα τις σχετικές υποχρεώσεις ενημερώσεως, διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως.

38.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, προβλέπει ρητά ότι μόνον ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί, εγκαίρως, σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ορίζει ρητώς μόνον τον εργοδότη ως υπεύθυνο να παράσχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων. Κατά τη διάταξη της εν λόγω παραγράφου 3, δεύτερο εδάφιο, ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάσει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο των στοιχείων της έγγραφης ανακοινώσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο.

39.

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, δεν προβλέπει καμία υποχρέωση της μητρικής εταιρίας. Το άρθρο αυτό ορίζει απλώς ότι οι υποχρεώσεις ενημερώσεως και διαβουλεύσεως που προβλέπει η οδηγία 98/59 ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η απόφαση όσον αφορά τις ομαδικές απολύσεις προέρχεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη αυτόν. Το δεύτερο εδάφιο της ως άνω παραγράφου προβλέπει την ευθύνη του εργοδότη για τις αποφάσεις της μητρικής εταιρίας, ακόμα και αν δεν είχε λάβει σχετική γνώση.

40.

Εντούτοις, μολονότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, δεν προβλέπει ρητά καμία υποχρέωση της μητρικής εταιρίας στον τομέα της ενημερώσεως, της διαβουλεύσεως και της κοινοποιήσεως, σε περίπτωση που η μητρική εταιρία λαμβάνει την απόφαση η οποία έχει ως αποτέλεσμα ομαδικές απολύσεις, η τελευταία αυτή εταιρία υποχρεούται να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες στον εμπλεκόμενο εργοδότη, τον οποίο ελέγχει, για να είναι αυτός σε θέση να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις ενημερώσεως, διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 98/59. Κατά συνέπεια, η εν λόγω υποχρέωση της μητρικής εταιρίας που συνίσταται στην παροχή των αναγκαίων πληροφοριών επιβάλλεται αποκλειστικά στο πλαίσιο της σχέσεως μεταξύ εργοδότη και μητρικής εταιρίας. Δεν αφορά την κατά κυριολεξία υποχρέωση διαβουλεύσεως.

41.

Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59, που ορίζει τους κανόνες της διαδικασίας κοινοποιήσεως, προβλέπει ότι η εν λόγω υποχρέωση κοινοποιήσεως εναπόκειται αποκλειστικά στον εργοδότη που υποχρεούται να κοινοποιεί στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση (άρθρο 3, παράγραφος 1) και που πρέπει να διαβιβάζει στους εκπροσώπους των εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως αυτής (άρθρο 3, παράγραφος 2).

42.

Επομένως, κανένα στοιχείο που να μπορεί να συναχθεί από τις ερμηνευόμενες διατάξεις δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι η οδηγία 98/59 προβλέπει υποχρεώσεις της μητρικής εταιρίας στον τομέα της ενημερώσεως, της διαβουλεύσεως και της κοινοποιήσεως έναντι των εκπροσώπων των εργαζομένων στην υπηρεσία του εργοδότη ή έναντι των δημοσίων αρχών ( 7 ). Ειδικότερα, όσον αφορά την υποχρέωση διαβουλεύσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως εναπόκειται αποκλειστικά στον εργοδότη ακόμα και όταν η μητρική εταιρία, που ασκεί έλεγχο επ’ αυτής, λαμβάνει την απόφαση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τις ομαδικές απολύσεις.

43.

Κατόπιν των παρατηρήσεων αυτών, πρέπει να εξεταστούν τα έξι προδικαστικά ερωτήματα.

2. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

44.

Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο, πέρα από την κάπως συγκεχυμένη διατύπωση, ζητεί στην πραγματικότητα να διαφωτιστεί επί της σημασίας της εκφράσεως «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις», υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, προς προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίο ο εργοδότης διαμορφώνει την πρόθεση λήψεως του μέτρου αυτού, δεδομένου ότι τότε ακριβώς γεννάται η υποχρέωση διαβουλεύσεως. Το αιτούν δικαστήριο προτείνει δύο εναλλακτικές ερμηνείες: κατά την πρώτη ερμηνεία, ο χρόνος αυτός είναι όταν διαπιστώνεται ότι οι αποφάσεις εμπορικής στρατηγικής ή οι επελθούσες μεταβολές στην οικεία δραστηριότητα καθιστούν αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις. Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, ο χρόνος αυτός είναι αυτός κατά τον οποίο ο εργοδότης εξετάζει το ενδεχόμενο να λάβει μέτρα ή να προβεί σε αλλαγές που επηρεάζουν τη δραστηριότητα της εταιρίας, αναμενόμενο αποτέλεσμα των οποίων είναι να καταστούν αναγκαίες οι ομαδικές απολύσεις εργαζομένων ( 8 ).

45.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να προβεί «εγκαίρως» σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων όταν «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις».

46.

Η διάταξη αυτή, ορίζοντας ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως γεννάται μόλις ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, χρησιμοποιεί το ρήμα «προτίθεται» που δεν είναι, καθαυτό, ικανό να προσδιορίσει την ακριβή χρονική στιγμή γενέσεως της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως. Προς προσδιορισμό της, είναι αναγκαία η ερμηνεία της σχετικής διατάξεως.

47.

Η ερμηνεία αυτή πρέπει να έχει ως σημείο αφετηρίας, καταρχάς, τη σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59. Στη συνέχεια, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία αυτό είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει την ως άνω διάταξη σε υπόθεση ανάλογη προς αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, καθώς και ο σκοπός της διατάξεως αυτής.

48.

Στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 98/59, το ρήμα «προτίθεται» («envisager» στα γαλλικά) αποδίδεται με λέξεις όπως «beabsichtigen» (στα γερμανικά), «tener la intención» (στα ισπανικά), «prevedere» (στα ιταλικά ) και «contemplate» (στα αγγλικά).

49.

Συνεπώς, από τη σύγκριση των διαφόρων αυτών γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 απορρέει ότι η βούληση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να συνδέσει την επιβολή της υποχρεώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή με την ύπαρξη προθέσεως του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

50.

Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 μπορεί να γίνει δεκτή με γνώμονα την απόφαση Nielsen & Søn ( 9 ), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/129 έχει εφαρμογή όταν ο εργοδότης, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, θα έπρεπε να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, χωρίς όμως να προχωρήσει σε ένα τέτοιο μέτρο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή παρά μόνον όταν ο εργοδότης σκοπεύει πράγματι να προβεί σε ομαδικές απολύσεις ή έχει καταρτίσει σχέδιο ομαδικών απολύσεων ( 10 ).

51.

Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως, τη γένεση της οποίας η οδηγία 98/59 εξαρτά από το γεγονός ότι ένας εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

52.

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59, η υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται μόνον «με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας» με τους εκπροσώπους των εργαζομένων επί των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων. Αποσκοπεί επίσης να αμβλύνει τις συνέπειες των απολύσεων αυτών με την προσφυγή σε μέτρα κοινωνικής φύσεως προς παροχή αρωγής στα θιγόμενα άτομα, προκειμένου ιδίως να διευκολυνθεί η επαγγελματική αποκατάσταση των απολυομένων εργαζομένων σε παρόμοια ή σε διαφορετική θέση εργασίας.

53.

Προς επίτευξη είτε του ενός είτε του άλλου από τους σκοπούς αυτούς, η διαβούλευση έχει, κατ’ ουσίαν, λειτουργικό χαρακτήρα για την πραγματοποίηση μιας διαπραγματεύσεως ( 11 ). Η σχετική ρύθμιση προβλέπει ότι ο εργοδότης αρχίζει τη διαπραγμάτευση εγκαίρως, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο, λόγω της λειτουργίας που ασκεί, παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων τη δυνατότητα να μετάσχουν με αποτελεσματικό τρόπο στη διαπραγμάτευση αυτή.

54.

Όμως, ακριβώς για να είναι αποτελεσματική η συμμετοχή αυτή, πρέπει να πραγματοποιείται σε χρόνο κατά τον οποίο η διαπραγμάτευση μπορεί να έχει επαρκώς προσδιορισμένο αντικείμενο· ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος εκτός εκείνου κατά τον οποίο διαπιστώνεται ότι υφίσταται πρόθεση του εργοδότη για ομαδικές απολύσεις ή, τουλάχιστον, ότι ο εργοδότης προβλέπει ήδη τη δυνατότητα να προβεί σε τέτοιες απολύσεις κατόπιν των σχεδιαζόμενων μέτρων. Μόνον τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εργοδότης υποχρεούται σε διεξαγωγή διαβουλεύσεων. Πριν από τη στιγμή αυτή, δεν μπορεί να υφίσταται πραγματική συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεως όσον αφορά τις θέσεις εργασίας τους, ούτε να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις έναντι των ομαδικών απολύσεων· κατά συνέπεια, η διαβούλευση θα στερείται χρησιμότητας.

55.

Δεδομένου ότι, όπως σαφώς αφήνει να εννοηθεί το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, η συνέπεια που απορρέει από το γεγονός ότι ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις επέρχεται αυτομάτως και ότι το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται μόνον αν υφίσταται πρόθεση ή σχέδιο εκ μέρους του εργοδότη για ομαδικές απολύσεις, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός αυτό —ήτοι το γεγονός ότι υπάρχει πρόθεση πραγματοποιήσεως των εν λόγω απολύσεων— συμβαίνει μόνον όταν ο εργοδότης αυτός είναι σε θέση να προβεί σε διαβούλευση η οποία να μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω μιας διαπραγματεύσεως που να έχει ένα επαρκώς προσδιορισμένο αντικείμενο.

56.

Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως και της ανάγκης να διαπιστώνεται η ύπαρξη προθέσεως του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, μια απόφαση που δημιουργεί ενδεχόμενη ανάγκη πραγματοποιήσεως ομαδικών απολύσεων στο μέλλον δεν μπορεί να καλύπτεται από τον όρο «προτίθεται», διότι η απόφαση αυτή χαρακτηρίζεται από έλλειψη προθέσεως του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις ή από ανυπαρξία ενός συγκεκριμένου σχεδίου για τέτοιες απολύσεις.

57.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η πρώτη ερμηνεία που προτείνει το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, σχετικά με την κατάσταση στην οποία ο εργοδότης λαμβάνει μέτρα που καθιστούν αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις εργαζομένων, είναι παραπλήσια της περιπτώσεως όπου ο εργοδότης θα έπρεπε ενδεχομένως να προβλέψει ομαδικές απολύσεις, αλλά δεν έχει ακόμη την πρόθεση να λάβει ένα τέτοιο μέτρο. Λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα απόφαση Nielsen και την έννοια που πρέπει να δοθεί στη λέξη «προτίθεται» με γνώμονα τη λειτουργία της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως, έχω τη γνώμη ότι η οδηγία 98/59 δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια τέτοια κατάσταση. Πράγματι, πιστεύω ότι η έκφραση «καθιστά αναγκαίο» που χρησιμοποιεί το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε ένα πρώιμο στάδιο στο οποίο ο εργοδότης δεν σχεδιάζει ακόμη ή δεν προβλέπει ομαδικές απολύσεις.

58.

Κατόπιν τούτου, πρέπει να σημειωθεί ότι η δεύτερη ερμηνεία που προτείνει το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, κατά την οποία το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως επιβάλλεται σε περίπτωση που ο εργοδότης προτίθεται να λάβει μέτρα, αποτέλεσμα των οποίων θα είναι η ανάγκη για ομαδικές απολύσεις εργαζομένων, περιγράφει μια κατάσταση ακόμη πιο απομακρυσμένη από εκείνη που περιγράφεται στην πρώτη εναλλακτική ερμηνεία. Σε μια τέτοια κατάσταση, όχι μόνον ο εργοδότης δεν έχει ακόμη σχεδιάσει ή προβλέψει ομαδικές απολύσεις, αλλά και η πραγματοποίησή τους αποτελεί ακόμη μόνον ένα ενδεχόμενο.

59.

Επομένως, κατά τη γνώμη μου, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη εναλλακτική ερμηνεία που προτείνονται με το πρώτο ερώτημα αφορούν καταστάσεις στις οποίες δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η οδηγία 98/59.

60.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η έκφραση «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις» δεν μπορεί να καλύπτει ούτε την κατάσταση στην οποία ο εργοδότης λαμβάνει μέτρα που θα καταστήσουν αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις εργαζομένων, ούτε εκείνη όπου ο εργοδότης σχεδιάζει να λάβει μέτρα, αποτέλεσμα των οποίων θα είναι η ανάγκη για ομαδικές απολύσεις εργαζομένων· η έκφραση αυτή πρέπει νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει πρόθεση του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις ή, τουλάχιστον, ότι αυτός προβλέπει ήδη τη δυνατότητα πραγματοποιήσεώς τους κατόπιν των σχεδιαζομένων μέτρων.

3. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

61.

Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η υποχρέωση του εργοδότη να διεξαγάγει διαβουλεύσεις εγκαίρως όταν προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις επιβάλλει να αρχίζουν οι διαβουλεύσεις πριν ακόμη ο εργοδότης είναι σε θέση να παράσχει τις πληροφορίες περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59. Επομένως, αφορά τη σχέση μεταξύ του σημείου αφετηρίας των διαβουλεύσεων και της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59 στους εκπροσώπους των εργαζομένων.

62.

Διαπιστώνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 προκύπτει σαφώς ότι ο εργοδότης πρέπει να παρέχει τις πληροφορίες «εγκαίρως κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων», προκειμένου να «μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις».

63.

Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, οι πληροφορίες περί των οποίων γίνεται λόγος στο σημείο β’, περιπτώσεις i έως vi, πρέπει να παρέχονται κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, μπορεί λογικά να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση παροχής όλων των αναγκαίων πληροφοριών δεν πρέπει οπωσδήποτε να τηρείται κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαβουλεύσεως, αλλά μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκειά της.

64.

Πράγματι, κατά τη λογική της διατάξεως αυτής, ο εργοδότης πρέπει να τηρεί ενήμερους τους εργαζομένους περί των εξελίξεων και να τους παρέχει κάθε κρίσιμη πληροφορία καθ’ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων. Η εν λόγω ευελιξία καθίσταται αναγκαία λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι πληροφορίες μπορούν να είναι διαθέσιμες σε διαφορετικά σημεία της διαδικασίας διαβουλεύσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να συμπληρώνει κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων τις πληροφορίες περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

65.

Η ευελιξία αυτή καθίσταται ακόμη πιο αναγκαία καθόσον, όπως προκύπτει ρητά από την ίδια παράγραφο 3 του άρθρου 2, της εν λόγω οδηγίας, η ανακοίνωση πληροφοριών «εγκαίρως» έχει ως σκοπό να «μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις» κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβουλεύσεως. Κατά συνέπεια, η ανακοίνωση πληροφοριών πρέπει να νοείται ως υποχρέωση με σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα συμμετοχής των εργαζομένων στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τον πληρέστερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο, προς τον σκοπό δε αυτό οι πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται μέχρι και την τελευταία στιγμή της διαβουλεύσεως.

66.

Επομένως, ο χρόνος ενάρξεως των διαβουλεύσεων δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που απαριθμεί το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

67.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των ομαδικών απολύσεων δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιτάσσει το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

4. Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

68.

Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυτής, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων γεννάται όταν είτε ο εργοδότης είτε η μητρική εταιρία που τον ελέγχει προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Με το τέταρτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η γένεση της υποχρεώσεως διεξαγωγής διαβουλεύσεων επιβάλλει, σε περίπτωση ομίλου, η εκτίμηση της ανάγκης ομαδικών απολύσεων τις οποίες σχεδιάζει η μητρική εταιρία να έχει συγκεκριμενοποιηθεί έτσι ώστε να αφορά εργαζομένους ενός ορισμένου εργοδότη.

69.

Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, οι υποχρεώσεις του εργοδότη στον τομέα της ενημερώσεως, της διαβουλεύσεως και της κοινοποιήσεως επιβάλλονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση όσον αφορά τις ομαδικές απολύσεις προέρχεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη αυτόν.

70.

Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της διατάξεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο εφιστά την προσοχή μας επί της διαφορετικής διατυπώσεως των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 (η παράγραφος 1 αναφέρει την περίπτωση στην οποία ο εργοδότης «προτίθεται» να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, ενώ η παράγραφος 4 κάνει λόγο για μια «απόφαση» περί ομαδικών απολύσεων), αφενός, και επί του διαφορετικού χρόνου που χρησιμοποιείται στα ρήματα τα οποία αφορούν την «απόφαση» σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις της παραγράφου 4 (για παράδειγμα, ενεστώς στα γαλλικά, «émane», παρατατικός στα γερμανικά, «getroffen wurde», present continuous στα αγγλικά, «is being taken», και παρακείμενος στα φινλανδικά, «on päättänyt»), αφετέρου.

71.

Όσον αφορά τη διαφορετική διατύπωση των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59, φρονώ ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη α) μια συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 98/59 και β) ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 4, αυτής.

72.

Όσον αφορά τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 98/59, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κύριος κανόνας σχετικά με την έναρξη της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 4, έχει απλώς μια επικουρική λειτουργία σε σχέση με την παράγραφο 1. Πράγματι, η παράγραφος 4 έχει ως σκοπό να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως του εργοδότη που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 όταν ο τελευταίος είναι θυγατρική άλλης επιχειρήσεως. Για τον λόγο αυτό, η διαφορετική διατύπωση της επικουρικής διατάξεως της παραγράφου 4 δεν μεταβάλλει τη σημασία του κύριου κανόνα, αλλά, αντιθέτως, η επικουρική διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον κύριο κανόνα.

73.

Κατά συνέπεια, ο όρος «απόφαση» που χρησιμοποιείται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 πρέπει να νοηθεί υπό ευρεία έννοια, με γνώμονα το άρθρο 2, παράγραφος 1, το οποίο, όπως υπογραμμίστηκε στο σημείο 54 των προτάσεών μου, χρησιμοποιώντας το ρήμα «προτίθεμαι» αναφέρεται σε χρόνο κατά τον οποίο σχεδιάζονται ή προβλέπονται ομαδικές απολύσεις και ο οποίος προηγείται της σχετικής με τις απολύσεις αποφάσεως.

74.

Επομένως, έχω τη γνώμη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59, δεν έχει την έννοια ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως γεννάται όταν η μητρική εταιρία έχει λάβει απόφαση περί ομαδικών απολύσεων, αλλά αντιθέτως, γεννάται τον χρόνο κατά τον οποίο είτε ο εργοδότης είτε η επιχείρηση που τον ελέγχει προτίθεται, δηλαδή σχεδιάζει ή προβλέπει, να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

75.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της οδηγίας 98/59, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, αυτής, ο οποίος είναι η αποφυγή των ομαδικών απολύσεων ή, τουλάχιστον, η μείωση του αριθμού των εργαζομένων που θα θιγούν από το μέτρο αυτό. Η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού θα διακυβευόταν σε περίπτωση διενέργειας της διαβουλεύσεως ύστερα από την απόφαση περί ομαδικών απολύσεων εκ μέρους της μητρικής εταιρίας που ελέγχει τον εργοδότη ο οποίος οφείλει να προβεί στις απολύσεις αυτές ( 12 ).

76.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, παρέλκει να εξεταστούν οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων όσον αφορά τον χρόνο που χρησιμοποιούν τα ρήματα τα οποία συνδέονται με τον όρο «απόφαση», ενώ πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκεί επιρροή συναφώς η χρησιμοποίηση παρελθόντος χρόνου σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59.

77.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυτής, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων γεννάται όταν είτε ο εργοδότης είτε η μητρική εταιρία που τον ελέγχει σχεδιάζει ή προβλέπει να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

78.

Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως τονίστηκε στα σημεία 38 και 40 των προτάσεών μου, ο εργοδότης υποχρεούται να τηρήσει την ως άνω υποχρέωση διαβουλεύσεως, ανεξάρτητα από το αν οι ομαδικές απολύσεις σχεδιάζονται ή προβλέπονται από τον ίδιο τον εργοδότη ή από τη μητρική εταιρία.

79.

Φρονώ ότι η διαπίστωση αυτή πρέπει να ληφθεί ως βάση προκειμένου να δοθεί απάντηση στο τέταρτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, με το οποίο ερωτά αν η γένεση της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων επιβάλλει, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, να έχει προσδιοριστεί η θυγατρική της οποίας οι εργαζόμενοι θα θιγούν από τις ομαδικές απολύσεις.

80.

Δεδομένου ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων βαρύνει τον εργοδότη, έχω τη γνώμη ότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται παρά μόνον όταν η μητρική εταιρία, που ασκεί τον σχετικό έλεγχο, έχει προσδιορίσει τη θυγατρική στην οποία σχεδιάζεται να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις. Μόνον αυτή η θυγατρική, ως εργοδότης, μπορεί να προβεί σε τέτοιες διαβουλεύσεις, σκοπός των οποίων είναι η επίτευξη συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

81.

Ο ως άνω σκοπός της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως, που είναι, όπως υπογραμμίστηκε στο σημείο 53 των προτάσεών μου, η εξασφάλιση μιας πραγματικής συμμετοχής των εκπροσώπων των εργαζομένων στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως σχετικά με τις θέσεις εργασίας τους, θα διακυβευόταν σε περίπτωση που η υποχρέωση διαβουλεύσεως επιβαλλόταν σε χρόνο κατά τον οποίο η μητρική εταιρία δεν έχει ακόμη προσδιορίσει τη θυγατρική στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις. Στην περίπτωση αυτή, όλες οι θυγατρικές ενός ομίλου επιχειρήσεων θα ήταν υποχρεωμένες να αρχίσουν ταυτόχρονα διαβουλεύσεις στο πλαίσιο μιας καταστάσεως όπου κανένας δεν γνωρίζει ακόμη ποιο θα μπορούσε να είναι το αντικείμενό τους ή αν αυτές είναι πράγματι αναγκαίες. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι αδύνατη η ουσιαστική συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων.

82.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως γεννάται όταν η μητρική εταιρία που ασκεί τον σχετικό έλεγχο έχει προσδιορίσει τη θυγατρική στην οποία σχεδιάζεται να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις.

83.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων γεννάται όταν είτε ο εργοδότης είτε η επιχείρηση που τον ελέγχει σχεδιάζει ή προβλέπει να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Σε περίπτωση που η μητρική εταιρία είναι εκείνη η οποία προβλέπει τέτοιες απολύσεις, η υποχρέωση διαβουλεύσεως δεν γεννάται παρά μόνον όταν η μητρική προσδιορίσει τη θυγατρική την οποία θα αφορούν οι απολύσεις αυτές.

5. Επί του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

84.

Με το πέμπτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο εργοδότης πρέπει να ολοκληρώσει τη διαδικασία διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 πριν ληφθεί η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων σε επίπεδο μητρικής εταιρίας. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, με το έκτο ερώτημα, πριν από ποιαν ακριβώς απόφαση της μητρικής εταιρίας πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία διαβουλεύσεως. Προτείνει δύο εναλλακτικές λύσεις: μια απόφαση έχουσα απευθείας ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής ή μια απόφαση εμπορικής στρατηγικής βάσει της οποίας η πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής είναι μεν πιθανή, χωρίς όμως τούτο να είναι ακόμη απολύτως βέβαιο και οριστικό.

85.

Πιστεύω ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πέμπτο ερώτημα μπορεί να συναχθεί από την προαναφερθείσα απόφαση Junk. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι μια σύμβαση εργασίας δεν μπορεί να καταγγέλεται παρά μόνον μετά το πέρας της διαδικασίας διαβουλεύσεως, δηλαδή αφού ο εργοδότης τηρήσει τις υποχρεώσεις του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 ( 13 ). Επομένως, η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει να έχει περατωθεί πριν από τη λήψη αποφάσεως περί ομαδικών απολύσεων.

86.

Όσον αφορά περίπτωση στην οποία η απόφαση αυτή περί ομαδικών απολύσεων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο μιας θυγατρικής λαμβάνεται από τη μητρική εταιρία, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59 ορίζει ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως επιβάλλεται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη αυτόν ή, όπως διευκρινίστηκε με την απάντηση στο τρίτο ερώτημα, ανεξάρτητα από το αν οι απολύσεις αυτές σχεδιάζονται από τον εργοδότη ή από την επιχείρηση που τον ελέγχει.

87.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι κάθε απόφαση μητρικής εταιρίας να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στο πλαίσιο μιας θυγατρικής, αποτέλεσμα της οποίας είναι να υποχρεωθεί η θυγατρική, ως εργοδότης, να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων της, δεν μπορεί να λαμβάνεται παρά μόνον μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59.

88.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της οδηγίας 98/59, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, αυτής, ο οποίος είναι η αποφυγή των ομαδικών απολύσεων ή, τουλάχιστον, η μείωση του αριθμού των εργαζομένων που θα θιγούν από το μέτρο αυτό. Η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού, όπως υπογραμμίστηκε στο σημείο των προτάσεών μου, διακυβεύεται αν η διαβούλευση πραγματοποιείται ύστερα από την απόφαση της μητρικής εταιρίας περί ομαδικών απολύσεων ( 14 ).

89.

Όσον αφορά το έκτο ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ερωτά πριν από ποιαν ακριβώς απόφαση της μητρικής εταιρίας πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία διαβουλεύσεως, κατά τη γνώμη μου προκύπτει ήδη από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο και το πέμπτο ερώτημα ότι πρόκειται για την απόφαση περί ομαδικών απολύσεων, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης εναλλακτικής λύσεως που προτείνει το αιτούν δικαστήριο.

90.

Όσον αφορά τη δεύτερη εναλλακτική λύση που προτείνει το αιτούν δικαστήριο, κατά την οποία η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει να ολοκληρώνεται πριν ληφθεί η απόφαση εμπορικής στρατηγικής βάσει της οποίας η πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής είναι μεν πιθανή, χωρίς όμως τούτο να είναι ακόμη απολύτως βέβαιο και οριστικό, υπενθυμίζω την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα.

91.

Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως που περιλαμβάνεται στο σημείο 60 των προτάσεών μου, κατά την οποία η απόφαση του εργοδότη που θα καταστήσει αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις εργαζομένων δεν μπορεί να καλύπτεται από την έκφραση «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις», διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή, που δεν είναι ικανή να αποτελέσει σημείο αφετηρίας των διαβουλεύσεων, δεν μπορεί ούτε να θεωρηθεί ότι προσδιορίζει το χρονικό σημείο ολοκληρώσεως των διαβουλεύσεων.

92.

Δεδομένου ότι, έναντι της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως, είναι άνευ σημασίας, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59, το αν η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων προέρχεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που τον ελέγχει, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στο προηγούμενο σημείο σχετικά με απόφαση του εργοδότη ισχύει επίσης όσον αφορά την απόφαση της μητρικής εταιρίας που καθιστά αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις των εργαζομένων του εργοδότη αυτού.

93.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πέμπτο και το έκτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, ο εργοδότης πρέπει να ολοκληρώσει τη διαδικασία διαβουλεύσεως πριν ληφθεί η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων σε επίπεδο μητρικής εταιρίας. Η απόφαση εμπορικής στρατηγικής της τελευταίας αυτής εταιρίας βάσει της οποίας η πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής είναι μεν πιθανή, χωρίς όμως τούτο να είναι ακόμη απολύτως βέβαιο και οριστικό, δεν μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας για τον προσδιορισμό του χρόνου περατώσεως των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

V — Πρόταση

94.

Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Korkein oikeus:

«Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η έκφραση “προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις” δεν μπορεί να καλύπτει ούτε την κατάσταση στην οποία ο εργοδότης λαμβάνει μέτρα που θα καταστήσουν αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις εργαζομένων, ούτε εκείνη όπου ο εργοδότης σχεδιάζει να λάβει μέτρα, αποτέλεσμα των οποίων θα είναι η ανάγκη για ομαδικές απολύσεις εργαζομένων· η έκφραση αυτή πρέπει νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει πρόθεση του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις ή, τουλάχιστον, ότι αυτός προβλέπει ήδη τη δυνατότητα πραγματοποιήσεώς τους κατόπιν των σχεδιαζομένων μέτρων.

Η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των ομαδικών απολύσεων δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων γεννάται όταν είτε ο εργοδότης είτε η επιχείρηση που τον ελέγχει σχεδιάζει ή προβλέπει να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Σε περίπτωση που η μητρική εταιρία είναι εκείνη η οποία προβλέπει τέτοιες απολύσεις, η υποχρέωση διαβουλεύσεως δεν γεννάται παρά μόνον όταν η μητρική προσδιορίσει τη θυγατρική την οποία θα αφορούν οι απολύσεις αυτές.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων, ο εργοδότης πρέπει να ολοκληρώσει τη διαδικασία διαβουλεύσεως πριν ληφθεί η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων σε επίπεδο μητρικής εταιρίας. Η απόφαση εμπορικής στρατηγικής της τελευταίας αυτής εταιρίας βάσει της οποίας η πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής είναι μεν πιθανή, χωρίς όμως τούτο να είναι ακόμη απολύτως βέβαιο και οριστικό, δεν μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας για τον προσδιορισμό του χρόνου περατώσεως των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ L 255, σ. 16.

( 3 ) Βλ., ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2008, C-248/07, Trespa International (Συλλογή 2008, σ. I-8221, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 4 ) Όπ.π. (σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 5 ) Όπ.π. (σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 6 ) Η οδηγία 98/59 αποτελεί, όπως ορίζει ειδικότερα η πρώτη αιτιολογική της σκέψη, κωδικοποίηση της οδηγίας 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, η οποία τροποποιεί την οδηγία 75/129/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ L 245, σ. 3). Πράγματι, όπως είχα ήδη την ευκαιρία να τονίσω με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mono Car Styling SA (βλ. προτάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2009, C-12/08, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημεία 35 και 36), η οδηγία 98/59 είναι δυνατό να θεωρηθεί ως η ισχύουσα μορφή της οδηγίας 75/129.

( 7 ) Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από την πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη. Συναφώς, πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να αναφερθώ στις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 92/56, οι οποίες, μεταξύ άλλων, με την προσθήκη της παραγράφου 4 στο άρθρο 2 της οδηγίας 75/129, οδήγησαν στη θέσπιση του οριστικού κειμένου της οδηγίας 75/129, το οποίο επαναλαμβάνει η οδηγία 98/59. Κατά το σημείο 16 της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 75/129/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (COM/91/292 τελικό, ΕΕ C 310 της 30.11.1991, σ. 5) «πρέπει να υπογραμμιστεί ότι βάσει του αναθεωρημένου κειμένου δεν επιβάλλεται απευθείας καμία υποχρέωση στην ίδια την επιχείρηση που ασκεί τον σχετικό έλεγχο. Επομένως, αποφεύγονται διεθνούς χαρακτήρα προβλήματα κατά την εφαρμογή της ρυθμίσεως. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν προτείνει έναν μηχανισμό […] που να παρέχει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να ζητήσουν διαβουλεύσεις με την κεντρική διοίκηση της επιχειρήσεως ή με τη διεύθυνση της επιχειρήσεως που ασκεί έλεγχο επί του ομίλου (το καλούμενο σύστημα “by-pass”).»

( 8 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 9 ) Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1985, 284/83, Nielsen & Søn (Συλλογή 1985, σ. 553).

( 10 ) Βλ. σκέψεις 12 έως 17 της προαναφερθείσας αποφάσεως Nielsen & Søn.

( 11 ) Ως παράδειγμα από το οποίο καθίσταται σαφής η λειτουργία των διαβουλεύσεων που συνεπάγονται διαπραγμάτευση, βλ. σημείο 59 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tizzano στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-188/03, Junk (Συλλογή 2005, σ. I-885), καθώς και τη σκέψη 43 της προαναφερθείσας αποφάσεως Junk.

( 12 ) Βλ., επ’ αυτού, σκέψη 44 της προαναφερθείσας αποφάσεως Junk.

( 13 ) Βλ. σκέψη 45 της προαναφερθείσας αποφάσεως Junk.

( 14 ) Βλ., επ’ αυτού, σκέψη 44 της προαναφερθείσας αποφάσεως Junk.

Top