EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TO0326

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Δεκεμβρίου 2007.
Cheminova A/S και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Οδηγία 91/414/ΕΟΚ - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Παραδεκτό - Έλλειψη επείγοντος.
Υπόθεση T-326/07 R.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 II-04877

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2007:364

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 4ης Δεκεμβρίου 2007 ( *1 )

Στην υπόθεση T-326/07 R,

Cheminova A/S, με έδρα το Harboøre (Δανία),

Cheminova Agro Italia Srl, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

Cheminova Bulgaria EOOD, με έδρα τη Σόφια (Βουλγαρία),

Agrodan, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Lodi SAS, με έδρα το Grand-Fougeray (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους C. Mereu και K. Van Maldegem,

αιτούσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους B. Doherty και L. Parpala,

καθής,

με αντικείμενο την αναστολή εκτελέσεως, μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως στην κύρια δίκη, της αποφάσεως 2007/389/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας malathion στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 146, σ. 19),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Το νομικό πλαίσιο

1

Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1, στο εξής: οδηγία), εισήγαγε μεταξύ άλλων το κοινοτικό καθεστώς που ισχύει για την έγκριση και την ανάκληση της εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

2

Η ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρει ότι οι διατάξεις που διέπουν την έγκριση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας, έτσι ώστε ιδίως να αποφεύγεται η έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων των οποίων οι κίνδυνοι για την υγεία, τα υπόγεια ύδατα και το περιβάλλον δεν έχουν γίνει το αντικείμενο κατάλληλων ερευνών. Η αιτιολογική αυτή σκέψη εκθέτει και ότι ο στόχος βελτιώσεως της φυτικής παραγωγής δεν πρέπει να θίγει την προστασία τόσο της υγείας του ανθρώπου και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος.

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας ορίζει ως φυτοπροστατευτικά προϊόντα, μεταξύ άλλων, τις δραστικές ουσίες οι οποίες προορίζονται να καταστρέφουν τα ανεπιθύμητα φυτά. Το άρθρο αυτό ορίζει ως δραστικές ουσίες τις ουσίες ή τους μικροοργανισμούς που έχουν γενική ή ειδική δράση σε επιβλαβείς οργανισμούς ή σε φυτά, μέρη φυτών ή φυτικά προϊόντα.

4

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον αν οι δραστικές ουσίες του απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας.

5

Οι δραστικές ουσίες που δεν έχουν καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας μπορούν να υπαχθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε μεταβατικό καθεστώς το οποίο εισάγει παρέκκλιση. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, ένα κράτος μέλος μπορούσε, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην εγχώρια αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν δραστικές ουσίες τις οποίες δεν αφορά το παράρτημα Ι και οι οποίες βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας, δηλαδή στις 25 Ιουλίου 1993. Η Επιτροπή έπρεπε να αρχίσει την εφαρμογή ενός προγράμματος εργασίας για τη σταδιακή εξέταση των δραστικών αυτών ουσιών. Στη συνέχεια, μπορούσε να αποφασιστεί αν η περί ης πρόκειται ουσία θα περιληφθεί στο παράρτημα I της οδηγίας. Τα κράτη μέλη έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι, αναλόγως της περιπτώσεως, θα χορηγηθούν, ανακληθούν ή τροποποιηθούν οι σχετικές εγκρίσεις.

6

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Επιτροπή άρχισε την εφαρμογή ενός προγράμματος εργασίας για τη σταδιακή εξέταση των δραστικών ουσιών, στο πλαίσιο του οποίου τα ενδιαφερόμενα μέρη που ήθελαν να καταχωριστεί μια τέτοια ουσία στο παράρτημα I έπρεπε να προσκομίσουν εμπροθέσμως στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη όλα τα αναγκαία στοιχεία.

7

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ L 366, σ. 10), οργάνωσε τη διαδικασία αξιολογήσεως για μια πρώτη σειρά ουσιών ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της οδηγίας.

8

Στη συνέχεια, με τον κανονισμό (ΕΚ) 451/2000 της Επιτροπής, της 28ης Φεβρουαρίου 2000, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσεως του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ L 55, σ. 25), η Επιτροπή προέβλεψε την αξιολόγηση μιας δεύτερης και τρίτης σειράς δραστικών ουσιών ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της οδηγίας.

9

Στις δραστικές ουσίες της δεύτερης σειράς περιλαμβάνεται το malathion —αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας—, αντιπαρασιτικό προϊόν που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση κυρίως διαφόρων εντόμων σε ευρύ φάσμα φυτών στη γεωργία και στην κηπουρική, καθώς και για την καταπολέμηση κουνουπιών, μυγών και εντόμων σε οικιακούς χώρους.

10

Η διαδικασία την οποία εισήγαγε ο κανονισμός 451/2000 άρχιζε με την προβλεπόμενη από το άρθρο του 4, παράγραφος 1, εκδήλωση ενδιαφέροντος, η οποία έπρεπε να γίνει μέχρι τις 31 Αυγούστου 2000 προς το οριζόμενο στο παράρτημα I του κανονισμού κράτος εισηγητή, δηλαδή τη Δημοκρατία της Φινλανδίας για το malathion, από τον παραγωγό που επιθυμούσε να καταχωριστεί η ουσία αυτή στο παράρτημα I της οδηγίας.

11

Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, όσοι είχαν προβεί στην πιο πάνω ανακοίνωση όφειλαν να υποβάλουν στο κράτος μέλος εισηγητή συνοπτικό φάκελο και πλήρη φάκελο, όπως οι φάκελοι αυτοί ορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού.

12

Η προθεσμία υποβολής των φακέλων αυτών, καθώς και καταλλήλων πληροφοριών δυναμένων να συντελέσουν στην αξιολόγηση των δραστικών ουσιών έληξε στις 30 Απριλίου 2002 βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχεία γ΄ και δ΄, του κανονισμού 451/2000 και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 703/2001 της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των δραστικών ουσιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων που πρόκειται να αξιολογηθούν κατά τη δεύτερη φάση του προγράμματος εργασίας το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας και την αναθεώρηση του καταλόγου των κρατών μελών που έχουν οριστεί ως εισηγητές για τις ουσίες αυτές (ΕΕ L 98, σ. 6).

13

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, το κράτος μέλος εισηγητής όφειλε να υποβάλει στην Επιτροπή, το αργότερο έξι μήνες μετά την παραλαβή όλων των φακέλων για μια δραστική ουσία, έκθεση σχετικά με την πληρότητα των διαβιβασθέντων φακέλων. Για τις δραστικές ουσίες που αποτελούσαν το αντικείμενο φακέλου ο οποίος θεωρούνταν πλήρης, το κράτος μέλος εισηγητής αξιολογούσε τον φάκελο.

14

Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, όπως είχε αρχικά, το κράτος μέλος εισηγητής όφειλε να υποβάλει στην Επιτροπή, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο δώδεκα μήνες από τότε που ο φάκελος θεωρήθηκε πλήρης, έκθεσή του για την αξιολόγηση του φακέλου, έκθεση η οποία περιείχε σύσταση να καταχωριστεί ή να μη καταχωριστεί η δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας.

15

Οι διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1490/2002 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2002, για τη θέσπιση περαιτέρω λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της τρίτης φάσεως του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας και για την τροποποίηση του κανονισμού 451/2000 (ΕΕ L 224, σ. 23), υπό την έννοια ότι εισήχθη ένα πρόσθετο στάδιο στα σχετική διαδικασία.

16

Έτσι, το κράτος μέλος εισηγητής —ενώ συνιστούσε στην Επιτροπή την καταχώριση ή μη καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας— όφειλε να υποβάλει σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως του φακέλου στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) αμελλητί και το αργότερο δώδεκα μήνες από τότε που ο φάκελος κρίθηκε πλήρης (άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000). Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, μολονότι η υποβολή νέων μελετών δεν ήταν κατ’ αρχήν αποδεκτή, το κράτος μέλος εισηγητής μπορούσε να καλέσει όσους είχαν προβεί στην πιο πάνω ανακοίνωση να υποβάλουν πρόσθετα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για την αποσαφήνιση του φακέλου (άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 451/2000).

17

Η ΕΑΑΤ έπρεπε τότε να διαβιβάσει το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως του κράτους μέλους εισηγητή στα άλλα κράτη μέλη και μπορούσε να οργανώσει διαβούλευση με εμπειρογνώμονες (συλλογική εξέταση). Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, η υποβολή νέων μελετών δεν ήταν αποδεκτή· ωστόσο, το κράτος μέλος εισηγητής μπορούσε, κατόπιν συμφωνίας με την ΕΑΑΤ, να καλέσει όσους είχαν προβεί στη σχετική ανακοίνωση να υποβάλουν, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, πρόσθετα στοιχεία που το κράτος μέλος εισηγητής ή η ΕΑΑΤ έκρινε αναγκαία για την αποσαφήνιση του φακέλου (άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000).

18

Η ΕΑΑΤ έπρεπε να αξιολογήσει το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως του κράτους μέλους εισηγητή και να διαβιβάσει στην Επιτροπή εντός προθεσμίας ενός έτους από την παραλαβή του εν λόγω σχεδίου εκθέσεως τη γνώμη της ως προς το αν η δραστική ουσία είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις ασφάλειας που θέτει η οδηγία. Αν παρίστατο ανάγκη, η ΕΑΑΤ μπορούσε να γνωμοδοτήσει σχετικά με τις επιλογές που θεωρούνταν ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις ασφάλειας (άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000).

19

Το αργότερο έξι μήνες μετά την παραλαβή της γνώμης της ΕΑΑΤ, η Επιτροπή όφειλε να προτείνει, αναλόγως της περιπτώσεως, την έκδοση αποφάσεως για τη μη καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας και για την ανάκληση από τα κράτη μέλη των εγκρίσεων των προστατευτικών προϊόντων που περιείχαν την ουσία αυτή ή την έκδοση οδηγίας για την καταχώριση της εν λόγω ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας (άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000).

20

Η τελική πράξη έπρεπε να εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που αποκαλείται «επιτροπολογία» και προβλέπεται από τις συνδυασμένες διατάξεις της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων ασκήσεως των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), του άρθρου 19 της οδηγίας και του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1490/2002, δηλαδή κατόπιν γνώμης της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων.

Το ιστορικό της διαφοράς

21

Η αιτούσα Cheminova A/S είναι δανική εταιρία η οποία ιδρύθηκε το 1938 και της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται κυρίως στην παρασκευή και εμπορία φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Εμπορεύεται τα προϊόντα της με δύο τρόπους: είτε τα πωλεί στην κοινοτική αγορά κατ’ ευθείαν σε πελάτες χρησιμοποιώντας δικές της εθνικές εγκρίσεις, είτε επιλέγει να τα πωλεί μέσω θυγατρικών, όπως η Cheminova Agro Italia Srl, η Cheminova Bulgaria EOOD και η Agrodan, SA, αιτούσες στην παρούσα υπόθεση, ή μέσω πελατών. Στην δεύτερη περίπτωση, οι πιο πάνω θυγατρικές και πελάτες μπορούν και αυτοί να έχουν εθνικές εγκρίσεις. Επιπλέον, οι αιτούσες πωλούν τα προϊόντα τους σε πελάτες σε μη κοινοτικές αγορές, και ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική και στην Αφρική. Η Cheminova A/S, η Cheminova Agro Italia, η Cheminova Bulgaria και η Agrodan (συλλήβδην στο εξής: τέσσερις αιτούσες Cheminova) ανήκουν σε έναν όμιλο του οποίου μητρική εταιρία είναι η Auriga Industries A/S, εταιρία που η ίδια δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα.

22

Η αιτούσα Lodi SAS είναι γαλλική εταιρία που ειδικεύεται στην παρασκευή και πώληση εντομοκτόνων. Κατέχει στη Γαλλία άδειες εμπορίας για διάφορα προϊόντα που έχουν ως βάση το malathion.

23

Στις 24 Αυγούστου 2000, η Cheminova A/S ανακοίνωσε στην Επιτροπή την επιθυμία της να καταχωριστεί το malathion στο παράρτημα I της οδηγίας. Η Επιτροπή δέχθηκε την ανακοίνωση αυτή και καταχώρισε το όνομα της Cheminova A/S στον κατάλογο «των προσώπων που έχουν προβεί σε ανακοίνωση». Η Cheminova A/S υπέβαλε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το κράτος μέλος εισηγητή, συνοπτικό και πλήρη φάκελο, ζητώντας αξιολόγηση της χρήσεως για τέσσερα καλλιεργούμενα είδη: γεώμηλα, φράουλες, αλφάλφα και καλλωπιστικά φυτά (φυτά θερμοκηπίου). Στις 28 Οκτωβρίου 2002, η Δημοκρατία της Φινλανδίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι είναι πλήρης ο φάκελος τον οποίο υπέβαλε η Cheminova A/S.

24

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας αξιολόγησε το malathion και, χωρίς να ζητήσει από τη Cheminova A/S να της υποβάλει πρόσθετα επιστημονικά στοιχεία, υπέβαλε το σχέδιό της εκθέσεως αξιολογήσεως στην ΕΑΑΤ στις 2 Φεβρουαρίου 2004 προκειμένου να γίνει συλλογική εξέταση. Το εν λόγω σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως —το οποίο συνιστούσε την καταχώριση του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας περιοριζομένης της χρήσεώς του στα καλλωπιστικά φυτά θερμοκηπίου— έγινε το αντικείμενο συλλογικής εξετάσεως από τα κράτη μέλη και την ΕΑΑΤ. Η εξέταση αυτή διήρκεσε από τις 2 Φεβρουαρίου 2004 μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 2006, χωρίς η ΕΑΑΤ ή η Δημοκρατία της Φινλανδίας να ζητήσουν από τη Cheminova A/S να υποβάλει πρόσθετα επιστημονικά στοιχεία. Κατά το χρονικό διάστημα από τις 4 Απριλίου μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 2005, η Cheminova A/S διαβίβασε εξ ιδίας πρωτοβουλίας επιστημονικά έγγραφα σχετικά με το malathion στη Δημοκρατία της Φινλανδίας και στην ΕΑΑΤ.

25

Στις 13 Ιανουαρίου 2006, η ΕΑΑΤ υπέβαλε στην Επιτροπή τα «συμπεράσματ[ά της] σχετικά με τη συλλογική εξέταση της αξιολογήσεως του κινδύνου από φυτοφάρμακα που περιέχουν τη δραστική ουσία malathion». Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, εξέτασαν την προβληματική. Στις 17 Μαρτίου και 31 Ιουλίου 2006, η Cheminova A/S διαβίβασε στην Επιτροπή περαιτέρω επιστημονικά έγγραφα σχετικά με το malathion. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή συνέταξε την έκθεσή της εξετάσεως του malathion με την οποία πρότεινε να μη καταχωριστεί το malathion στο παράρτημα I της οδηγίας.

26

Τέλος, σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η Επιτροπή εξέδωσε στις 6 Ιουνίου 2007 την απόφαση 2007/389/ΕΚ σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας malathion στο παράρτημα I της οδηγίας και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 146, σ. 19, στο εξής: βαλλόμενη απόφαση), της οποίας το διατακτικό έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η ουσία malathion δεν καταχωρίζεται ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας […].

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν malathion ανακαλούνται έως τις 6 Δεκεμβρίου 2007·

β)

από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης δεν χορηγούνται ούτε ανανεώνονται εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν malathion.

Άρθρο 3

Τυχόν περίοδος χάριτος την οποία παραχωρούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 6, της οδηγίας […] είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και εκπνέει το αργότερο στις 6 Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.»

27

Η μη καταχώριση του malathion ως δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας δικαιολογήθηκε στη βαλλόμενη απόφαση με το γεγονός ότι, κατά την αξιολόγηση της δραστικής αυτής ουσίας, εντοπίστηκαν ορισμένες αιτίες ανησυχίας, δηλαδή εντοπίστηκαν μη αποκλεισμένη γονιδιοτοξικότητα του isomalathion και σημαντικές από τοξικολογική άποψη συνέπειες ορισμένων μεταβολιτών, πράγμα που δεν επέτρεψε, βάσει των διαθεσίμων πληροφοριών, να καθοριστεί αν το malathion πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως στο παράρτημα I της οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 5).

28

Έτσι, η βαλλόμενη απόφαση εκθέτει ότι, λόγω της παρουσίας του isomalathion στο τεχνικό υλικό, μιας προσμίξεως η οποία συμβάλλει σημαντικά στην τοξικότητα του malathion και της οποίας η γονιδιοτοξικότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα σχετικά με τον κίνδυνο για τους χειριστές, τους εργαζόμενους και τους παρευρισκόμενους. Επιπλέον, εκθέτει ότι από τις διαθέσιμες πληροφορίες δεν αποδείχθηκε ότι η εκτιμώμενη έκθεση των καταναλωτών που είναι αποτέλεσμα χρόνιας και οξείας προσλήψεως εδωδίμων προϊόντων είναι αποδεκτή, λόγω των ανεπαρκών πληροφοριών σχετικά με τις συνέπειες ορισμένων σημαντικών από τοξικολογική άποψη μεταβολιτών (αιτιολογική σκέψη 5).

29

Παρά τα επιχειρήματα που η Cheminova A/S προέβαλε (μεταξύ της 4ης Απριλίου 2005 και της 31ης Ιουλίου 2006) σχετικά με το isomalathion και τους μεταβολίτες, η Επιτροπή εκτίμησε ότι παραμένουν οι αιτίες ανησυχίας. Θεώρησε ότι οι αξιολογήσεις που έγιναν βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν και εξετάστηκαν κατά τις συνεδριάσεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΑΑΤ δεν απέδειξαν ότι, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσεως, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν malathion πληρούν γενικά τις προϋποθέσεις της οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 6).

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Αυγούστου 2007, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή για την ακύρωση της βαλλομένης αποφάσεως.

31

Με χωριστό έγγραφο, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, οι αιτούσες υπέβαλαν την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούν από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

να αναστείλει την εκτέλεση της βαλλομένης αποφάσεως·

να διατάξει οποιοδήποτε κατάλληλο ασφαλιστικό μέτρο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

να καταδικάσει τις αιτούσες στα δικαστικά έξοδα.

33

Στις 31 Οκτωβρίου 2007, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων έθεσε ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν γραπτώς σε αυτές εντός της προθεσμίας που είχε ταχθεί.

Σκεπτικό

34

Βάσει συνδυασμού των διατάξεων, αφενός, των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και, αφετέρου, του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, το Πρωτοδικείο δύναται, αν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης ενώπιόν του πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα.

35

Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου το οποίο ζητείται. Έτσι, αναστολή εκτελέσεως και προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων αν έχει αποδειχθεί ότι από πραγματική και νομική άποψη η χορήγησή τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) και ότι, για να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στα συμφέροντα του αιτούντος, είναι αναγκαίο να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν εκδοθεί απόφαση στην κύρια δίκη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται όταν δεν συντρέχει μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30]. Επίσης, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων σταθμίζει, αν παρίσταται ανάγκη, τα συγκρουόμενα συμφέροντα (βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-1461, σκέψη 73 και την παρατιθέμενη νομολογία).

36

Επιπλέον, στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα γίνει η εξέταση αυτή, καθόσον κανένας κανόνας του κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την ανάγκη εκδόσεως διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C-459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25].

37

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας και ιδίως των απαντήσεων των διαδίκων στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

38

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη, καθόσον δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 104, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περιορίζεται στην ουσία να παραπέμψει στο μακροσκελές κείμενο του δικογράφου της προσφυγής και από μόνη της δεν καθιστά δυνατό να γίνουν κατανοητές οι επικρίσεις που στρέφονται κατά της βαλλομένης αποφάσεως. Έτσι, οι περιεχόμενοι στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ισχυρισμοί για να αποδειχθεί fumus boni juris διατυπώνονται μόνο σε εννέα παραγράφους, ενώ το δικόγραφο της προσφυγής αφιερώνει 88 παραγράφους στους λόγους ακυρώσεως. Πάντως, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων δεν πρέπει να λάβει υπόψη ισχυρισμούς που δεν εκτίθενται στην ίδια την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

39

Η Επιτροπή προσθέτει ότι η βαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί μια πράξη γενικής ισχύος που απευθύνεται μόνο στα κράτη μέλη, δεν αφορά ατομικά, κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καμία από τις αιτούσες εκτός από την Cheminova A/S. Οι άλλες αιτούσες είναι απλώς πωλητές ή χρήστες του σχετικού προϊόντος. Πάντως, όπως προκύπτει από τρεις καταλόγους που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις της Επιτροπής, εκτός από τις εν λόγω αιτούσες υπάρχουν πολλοί άλλοι επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν malathion ή έχουν άδεια να το πωλούν. Κατά συνέπεια, η προσφυγή και, επομένως, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες όσον αφορά τις εν λόγω αιτούσες.

40

Κατά τις αιτούσες, η προσφυγή είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον στρέφεται κατά μιας πράξεως η οποία παράγει υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα που τις αφορούν άμεσα και ατομικά. Δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι παραδεκτώς άσκησε προσφυγή η Cheminova A/S ως εκείνος που προέβη στις ανακοίνωση σχετικά με το malathion. Πάντως, όταν το ζήτημα είναι να αποδειχθεί το παραδεκτό μιας και της αυτής προσφυγής που ασκήθηκε από διάφορους προσφεύγοντες και όταν η προσφυγή είναι παραδεκτή όσον αφορά έναν από αυτούς, παρέλκει να εξεταστεί το έννομο συμφέρον των άλλων προσφευγόντων [βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 2007, T-31/07 R, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2767, σκέψη 113 και την παρατιθέμενη νομολογία].

41

Επιπλέον, όσον αφορά τις άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S, κάθε μία από αυτές έχει έννομο συμφέρον σχετικά με την προσφυγή, καθόσον όλες κατέχουν εθνικές άδειες εμπορίας φυτοφαρμακευτικών προϊόντων με βάση το malathion, που τους χορηγήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, εφόσον ουδείς άλλος επιχειρηματίας δύναται πλέον να λάβει τέτοιες άδειες εμπορίας, οι αιτούσες αυτές ανήκουν σε κλειστό κύκλο επιχειρηματιών. Όλες οι άδειές τους ανακλήθηκαν το αργότερο στις 6 Δεκεμβρίου 2007, πράγμα που αποτελεί άμεση συνέπεια της βαλλομένης αποφάσεως.

Εκτίμηση του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων

42

Βάσει των διατάξεων του άρθρου 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε υπόθεση που έχει αχθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται να μπορεί όντως να εξεταστεί από το Πρωτοδικείο η προσφυγή με την οποία συναρτάται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

43

Κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό της προσφυγής κατ’ αρχήν δεν πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον διαφορετικά θα προδικαζόταν η κρίση επί της προσφυγής. Ωστόσο, μπορεί να είναι αναγκαίο, όταν έχει προβληθεί ότι είναι προδήλως απαράδεκτη η προσφυγή με την οποία συναρτάται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, να αποδειχθεί η ύπαρξη ορισμένων στοιχείων που καθιστούν δυνατό να συναχθεί εκ πρώτης όψεως ότι είναι παραδεκτή η προσφυγή [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-300/00 P(R), Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8797, σκέψη 34, και διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T-236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-15, σκέψη 42, και της 8ης Αυγούστου 2002, T-155/02 R, VVG International κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3239, σκέψη 18].

44

Η εν λόγω εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής είναι κατ’ ανάγκην συνοπτική, λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (προαναφερθείσα στη σκέψη 43 διάταξη Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 35).

45

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το παραδεκτό της προσφυγής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως, καθόσον σκοπός είναι να εξεταστεί αν ο αιτών προσκόμισε επαρκή στοιχεία που εκ των προτέρων δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το παραδεκτό της προσφυγής. Ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κηρύξει την εν λόγω αίτηση απαράδεκτη μόνον αν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το παραδεκτό της προσφυγής. Πράγματι, απόφανση επί του παραδεκτού στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, όταν εκ πρώτης όψεως δεν αποκλείεται εντελώς το παραδεκτό, θα προδίκαζε την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της προσφυγής (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2001, Τ-342/00 R, Petrolessence και SG2R κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-67, σκέψη 17· της 19ης Δεκεμβρίου 2001, Τ-195/01 R και Τ-207/01 R, Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3915, σκέψη 47, και της 7ης Ιουλίου 2004, T-37/04 R, Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II-2153, σκέψη 110).

46

Εν προκειμένω, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν παρά ταύτα υπάρχουν στοιχεία που εκ πρώτης όψεως επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

47

Διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή, ενώ αμφισβητεί ότι οι άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S άσκησαν παραδεκτώς την προσφυγή, ρητώς δέχεται το παραδεκτό αυτό όσον αφορά την τελευταία εταιρία. Συγκεκριμένα, εφόσον η Cheminova A/S, ως εκείνος που προέβη στην ανακοίνωση σχετικά με το malathion, όντως έλαβε μέρος στην προβλεπόμενη από την οδηγία διαδικασία αξιολογήσεως μιας δραστικής ουσίας και καλύφθηκε από τις προβλεπόμενες από τη σχετική ρύθμιση διαδικαστικές εγγυήσεις, εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η βαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά, κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, τη Cheminova A/S και ότι η προσφυγή που ασκήθηκε από αυτήν είναι παραδεκτή [προαναφερθείσα στη σκέψη 40 διάταξη Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 112].

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον πρόκειται για μία και την αυτή προσφυγή, εκ πρώτης όψεως παρέλκει να εξεταστεί το έννομο συμφέρον των άλλων αιτουσών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 31, και του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2003, T-374/00, Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-2275, σκέψη 57· βλ., στο ίδιο πνεύμα, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1995, T-447/93 έως T-449/93, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1971, σκέψη 82). Η νομολογία αυτή, η οποία στηρίζεται σε σκέψεις οικονομίας της διαδικασίας, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η τάδε ή η δείνα αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον, το Πρωτοδικείο θα πρέπει παρά ταύτα να εξετάσει επί της ουσίας τους λόγους ακυρώσεως στο σύνολό τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2007, T-282/06, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2149, σκέψη 52).

49

Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι η νομολογία που προαναφέρθηκε στη σκέψη 48 ναι μεν πρέπει αν παραστεί ανάγκη να ληφθεί υπόψη στην κύρια δίκη, πλην όμως δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά το ζήτημα της αξιολογήσεως του επείγοντος στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

50

Κατά πάγια νομολογία, το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη του διαδίκου ο οποίος ζητεί το ασφαλιστικό μέτρο. Ο διάδικος αυτός οφείλει να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί προσωπικώς βλάβη που θα έχει σοβαρές και ανεπανόρθωτες συνέπειες γι’ αυτόν (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1987, 142/87 R, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2589, σκέψη 23, και της 8ης Μαΐου 1991, C-356/90 R, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-2423, σκέψεις 20 και 23).

51

Επομένως, μόνον ο διάδικος που παραδεκτώς άσκησε την προσφυγή με την οποία συναρτάται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δύναται να αποδείξει το επείγον της αιτήσεως αυτής ισχυριζόμενος ότι αν δεν διαταχθεί το ασφαλιστικό μέτρο που ζητεί θα υποστεί προσωπικώς σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Αν δεν υπήρχε ο περιορισμός αυτός, θα ήταν αρκετό, για να διαταχθεί ασφαλιστικό μέτρο, επιχειρήσεις τις οποίες αφορά μια κοινοτική πράξη να συνασπιστούν ασκώντας συλλογική προσφυγή ακυρώσεως συνοδευόμενη με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, προσφυγή που θα ασκούνταν από προσφεύγοντες εκ των οποίων μόνον ένας θα την είχε ασκήσει παραδεκτώς κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ενώ οι λοιποί θα μπορούσαν μόνο να αποδείξουν ότι υπέστησαν σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη.

52

Κατά συνέπεια, στο τωρινό πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί αν εκ πρώτης όψεως είναι προδήλως απαράδεκτη η προσφυγή που οι αιτούσες εκτός της Cheminova A/S άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου για την ακύρωση της βαλλομένης αποφάσεως.

53

Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά έστω και αν εκδόθηκαν ως κανονισμός ή απόφαση που απευθύνθηκε σε άλλο πρόσωπο.

54

Όσον αφορά το ζήτημα αν η βαλλόμενη απόφαση, η οποία απευθύνθηκε μόνο στα κράτη μέλη (άρθρο 4 της βαλλομένης αποφάσεως), εκ πρώτης όψεως αφορά ατομικά τις άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S, διαπιστώνεται πρώτα ότι η βαλλόμενη απόφαση είναι εκ πρώτης όψεως μια πράξη γενικής ισχύος καθόσον έχει εφαρμογή σε αντικειμενικώς οριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων οι οποίες περιγράφονται με γενικό και αφηρημένο τρόπο. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 1 έως 3 της βαλλομένης αποφάσεως αφορούν μια δραστική ουσία, το malathion, και τους επιχειρηματίες που κατέχουν άδειες εμπορίας, οι οποίες περιγράφονται με γενικό και αφηρημένο τρόπο. Κατά συνέπεια, με γνώμονα τις διατάξεις αυτές και υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των πιο πάνω επιχειρηματιών, εκ πρώτης όψεως η βαλλόμενη απόφαση αφορά με τον ίδιο τρόπο τους επιχειρηματίες αυτούς και τους θέτει σε πανομοιότυπη κατάσταση.

55

Ωστόσο, σε ορισμένες περιστάσεις, δεν αποκλείεται οι διατάξεις μιας τέτοιας πράξεως γενικής ισχύος να μπορούν να αφορούν ατομικά μερικούς από αυτούς (βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2501, σκέψη 13· της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorníu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-1853, σκέψη 19, και της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 36).

56

Κατά πάγια νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι αποδέκτης μιας πράξεως δύναται να ισχυριστεί ότι η εν λόγω πράξη το αφορά ατομικά, κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, μόνον αν θίγεται από αυτήν λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον που εξατομικεύεται ο αποδέκτης της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937 και συγκεκριμένα σ. 942· προαναφερθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Codorníu κατά Συμβουλίου, σκέψη 20· προαναφερθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 36, και απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2004, C 263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, Συλλογή 2004, σ. I-3425, σκέψη 45).

57

Συναφώς, η δυνατότητα καθορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων έχει εφαρμογή ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό αφορά ατομικά τα πιο πάνω υποκείμενα δικαίου, όταν δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή γίνεται λόγω μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που ορίζεται από την εν λόγω πράξη (διάταξη του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 1993, C-131/92, Arnaud κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I-2573, σκέψη 13· βλ., επίσης τη διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-409/96 P, Sveriges Betodlares και Henrikson κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-7531, σκέψη 37, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2000, T-138/98, ACAV κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-341, σκέψη 64).

58

Εν προκειμένω, φαίνεται ότι οι άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S, πόρρω απέχουσες από το να εξατομικεύονται από ιδιαίτερες ιδιότητές τους, θίγονται με τον ίδιο τρόπο όπως όλοι οι άλλοι πωλητές και χρήστες του malathion που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Η βαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να επιτρέπει το συμπέρασμα ότι εκδόθηκε λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης καταστάσεως των άλλων αιτουσών εκτός της Cheminova A/S. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι μόνο λόγω της αντικειμενικής τους ιδιότητας ως επιχειρηματιών τους οποίους αφορά η βαλλόμενη απόφαση οι αιτούσες αυτές μπορούν να ισχυριστούν ότι θίγονται από την απόφαση αυτή. Πάντως, το γεγονός ότι η βαλλόμενη απόφαση τις θίγει κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν είναι αρκετό για να τις αφορά ατομικά κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Κανένα από τα αντεπιχειρήματα που προέβαλαν οι αιτούσες δεν καθιστά δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση η κρίση αυτή.

59

Όσον αφορά το γεγονός ότι οι άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S κατέχουν εθνικές άδειες εμπορίας του malathion, αρκεί η παρατήρηση ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων εμπορίας, ύπαρξη που δυνητικά τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τη βαλλόμενη απόφαση, δεν είναι ικανή να εξατομικεύσει τον κάτοχο του εν λόγω δικαιώματος καθόσον δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογήν ενός γενικού και αφηρημένου κανόνα, το ίδιο δικαίωμα χορηγήθηκε σε αντικειμενικά καθορισμένους επιχειρηματίες (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2005, T-94/04, EEB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4919, σκέψεις 53 έως 55). Πάντως, η Επιτροπή απέδειξε, προσκομίζοντας τρεις καταλόγους που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις της, ότι εκτός από τις αιτούσες υπάρχουν πολλές άλλες επιχειρήσεις που και αυτές πωλούν και χρησιμοποιούν malathion και επομένως έχουν δικαιώματα εμπορίας όπως οι αιτούσες. Σε απάντηση ερωτήσεως που έθεσε ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούσες δεν αμφισβήτησαν την παρουσία στην αγορά των επιχειρήσεων αυτών που ανέφερε η Επιτροπή.

60

Επιπλέον, σε απάντηση ερωτήσεως που έθεσε ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούσες παρουσίασαν έγγραφα με τα οποία παρασχέθηκε στις άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S πρόσβαση σε στοιχεία της τελευταίας, έγγραφα τα οποία προορίζονταν να τις διευκολύνουν να λάβουν εθνικές άδειες εμπορίας του malathion. Επικαλούμενες την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. II-3305, σκέψη 98), οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι τα έγγραφα αυτά έδωσαν σε αυτές ειδικά δικαιώματα ανάλογα με εκείνο που μπορούσε να επικαλεστεί η προσφεύγουσα επιχείρηση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Codorníu κατά Συμβουλίου (σκέψη 21).

61

Εν προκειμένω, αρκεί η παρατήρηση ότι τα σχετικά έγγραφα προσβάσεως δεν είχαν ούτε ως σκοπό ούτε ως συνέπεια να θέσουν τις αποδέκτριες επιχειρήσεις στη νομική θέση που είχε η Cheminova A/S. Εφόσον τα έγγραφα αυτά περιορίζονταν να διευκολύνουν τη χορήγηση εθνικών αδειών εμπορίας του malathion, το περιεχόμενό τους δεν μπορούσε να υπερκεράσει το περιεχόμενο των ίδιων των αδειών αυτών. Πάντως, όπως κρίθηκε πιο πάνω στη σκέψη 59, οι άδειες αυτές δεν μπορούν να εξατομικεύσουν τις άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S. Όσο για την επίκληση της προαναφερθείσας στη σκέψη 60 αποφάσεως Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, η επίκληση αυτή δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, η προσφυγή κηρύχθηκε παραδεκτή μόνο λόγω ενός συνόλου στοιχείων που δημιούργησαν μια ιδιαίτερη διαδικαστική κατάσταση η οποία χαρακτήριζε την προσφεύγουσα, δηλαδή ιδίως λόγω της ιδιότητάς της ως υπευθύνου για την πρώτη θέση σε κυκλοφορία του σχετικού προϊόντος (προαναφερθείσα απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψεις 97, 98 και 105). Πάντως, τούτο δεν συμβαίνει με τη διαδικαστική κατάσταση των άλλων αιτουσών εκτός της Cheminova A/S.

62

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η βαλλόμενη απόφαση δύναται να παραγάγει διαφορετικά αποτελέσματα αναλόγως κάθε σχετικού πωλητή ή χρήστη, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι οι άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S έχουν ιδιαίτερες ιδιότητες ή βρίσκονται σε μια πραγματική κατάσταση που τις χαρακτηρίζει σε σχέση με τους επιχειρηματίες που περιλαμβάνονται στους καταλόγους τους οποίους προσκόμισε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, οι αιτούσες δεν διευκρίνισαν, στη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, σε ποιο μέτρο τα δικαιώματά τους εμπορίας θίχτηκαν από τις αρνητικές συνέπειες της βαλλομένης αποφάσεως, και τούτο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να τις διαφοροποιήσει από οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία της σχετικής κατηγορίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, T-28/07, Fels-Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63).

63

Τέλος, απορριπτέα είναι και η επιχειρηματολογία ότι οι άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S ανήκουν σε κλειστό κύκλο επιχειρήσεων που υποχρεώθηκαν να χάσουν τις άδειές τους εμπορίας το αργότερο στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Συγκεκριμένα, για να μπορέσει η ύπαρξη ενός τέτοιου κύκλου να ασκήσει επιρροή ως στοιχείο εξατομικεύσεως των εν λόγω ιδιωτών όσον αφορά μια πράξη γενικής ισχύος, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη να είχε την υποχρέωση να λάβει υπόψη, κατά την έκδοση της εν λόγω πράξεως, την ιδιαίτερη κατάσταση των ιδιωτών αυτών (βλ. την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 διάταξη Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 46, και την παρατιθέμενη νομολογία· την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, T-489/93, Unifruit Hellas κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-1201, σκέψη 25· τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουνίου 1997, T-60/96, Merck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-849, σκέψη 58, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2001, T-166/99, Andres de Dios κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II-1857, σκέψη 54). Πάντως, εν προκειμένω τέτοια υποχρέωση δεν είχε επιβληθεί στην Επιτροπή για την έκδοση της βαλλομένης αποφάσεως.

64

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η βαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τις άλλες αιτούσες εκτός της Cheminova A/S. Κατά συνέπεια, οι αιτούσες αυτές δεν μπορούν να επικαλεστούν παραδεκτώς την ατομική τους κατάσταση για να αποδείξουν το επείγον της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, δεν υπέβαλαν παραδεκτώς ούτε την παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

65

Στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 104, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, η αίτηση σχετικά με ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που εκ πρώτης όψεως δικαιολογούν να διαταχθεί το ζητούμενο μέτρο και πρέπει να υποβληθεί με χωριστό έγγραφο και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 43 και 44 του ίδιου κανονισμού.

66

Εν προκειμένω, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει από μόνη της να παρέχει στον καθού τη δυνατότητα να ετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως, εν ανάγκη, χωρίς άλλα πληροφοριακά στοιχεία που τη στηρίζουν, τα δε ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων η αίτηση αυτή στηρίζεται πρέπει να απορρέουν με συνεπή και κατανοητό τρόπο από το ίδιο το κείμενο της αιτήσεως αυτής (προαναφερθείσα στη σκέψη 43 διάταξη Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 34, και διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2002, T-306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2387, σκέψη 52· της 25ης Ιουνίου 2003, T-175/03 R, Schmitt κατά AER, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-175 και II-883, σκέψη 18, και της 23ης Μαΐου 2005, T-85/05 R, Δήμος Άνω Λιοσίων κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1721, σκέψη 37).

67

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ναι μεν δύναται όντως να θεωρηθεί ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει κενά όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται για να δικαιολογηθεί fumus boni juris, πλην όμως η αίτηση αυτή περιέχει στοιχεία που δίνουν στον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να τα εξετάσει. Συγκεκριμένα, από την αίτηση αυτή προκύπτει ότι οι αιτούσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι η βαλλόμενη απόφαση στερείται βάσεως καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη κρίσιμα επιστημονικά στοιχεία που η Cheminova A/S υπέβαλε εγκαίρως στα αρμόδια όργανα. Επιπλέον, προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 1490/2002 κατά το μέρος που επέτρεψε την αναδρομική παρέμβαση της ΕΑΑΤ στη διαδικασία αξιολογήσεως του malathion, ενώ η διαδικασία αυτή είχε κινηθεί.

68

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή όσον αφορά τη Cheminova A/S.

Επί του επείγοντος

Επιχειρήματα των διαδίκων

69

Κατά τις αιτούσες, η επείγουσα ανάγκη να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση απορρέει από το γεγονός ότι η βαλλόμενη απόφαση θα προκαλέσει σε αυτές σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Η βλάβη αυτή συνίσταται στην απώλεια, το αργότερο στις 6 Δεκεμβρίου 2007, των αδειών τους πωλήσεως προϊόντων με βάση το malathion, στην απώλεια πελατών και στην ανεπανόρθωτη απώλεια μεριδίων αγοράς υπέρ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων που είναι ισχυρότατες και ήδη υπάρχουν στην αγορά. Επιπλέον, η βαλλόμενη απόφαση θα καταστρέψει ανεπανόρθωτα τη φήμη των κύριων προϊόντων των τεσσάρων αιτουσών Cheminova. Τέλος, η βαλλόμενη απόφαση θίγει τη φήμη των ήδη παλαιών άλλων σημάτων των αιτουσών στην αγορά.

70

Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως που έχουν, οι αιτούσες επικαλούνται τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-365/03 P(R), Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-12389, σκέψη 6), για να υποστηρίξουν ότι είναι αρκετό να αποδείξουν ότι «είναι πιθανόν» να υποστούν σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη καθόσον «θα είναι δύσκολο να προτείνουν» υποκατάστατα προϊόντα στην πελατεία τους και καθόσον θα αντιμετωπίσουν τον «κίνδυνο» να χάσουν αμέσως μερίδια αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Προσθέτουν ότι ο κατά τα πιο πάνω καθορισμός του απαιτούμενου επιπέδου αποδείξεως επιβεβαιώθηκε από την προαναφερθείσα στη σκέψη 40 διάταξη Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής.

71

Επιπλέον, οι αιτούσες δεν οφείλουν να αποδείξουν ότι είναι πιθανόν να γίνουν αφερέγγυες αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της βαλλομένης αποφάσεως, αλλά τους είναι αρκετό να αποδείξουν ότι, αν δεν διαταχθεί ένα τέτοιο μέτρο, θα βρεθούν σε κατάσταση ικανή «να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τα μερίδιά τους αγοράς» (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Απριλίου 2003, T-392/02 R, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II-1825, σκέψη 107, και της 5ης Αυγούστου 2003, T-158/03 R, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3041, σκέψη 69) ή θα θιγεί «η θέση τους στην αγορά» ή η φήμη τους (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουλίου 2000, T-169/00 R, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2951, σκέψη 45).

72

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, οι αιτούσες αναφέρουν ότι η Cheminova A/S παρασκευάζει τρία διαφορετικά είδη φυτοπροστατευτικών προϊόντων: εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα και μυκητοκτόνα. Στην αγορά των εντομοκτόνων, εμπορεύεται διάφορες δραστικές ουσίες, και μεταξύ αυτών malathion, chlorpyriphos και dimethoate.

73

Οι κύριες αγορές στην Ευρώπη στις οποίες η Cheminova A/S εμπορεύεται το malathion, μέσω των θυγατρικών της Cheminova Agro Italia και Agrodan, είναι η Ιταλία και η Ισπανία. Επίσης, η Cheminova A/S πωλεί προϊόντα με βάση το malathion στη Cheminova Bulgaria και στις θυγατρικές της στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όσον αφορά άλλα κράτη της Κοινότητας, η Cheminova A/S εμπορεύεται κατ’ ευθείαν τα προϊόντα της σε πελάτες.

74

Όσο για το επικείμενο και ανεπανόρθωτο της βλάβης, είναι προφανές ότι, βάσει της βαλλομένης αποφάσεως, τα κράτη μέλη πρέπει να ανακαλέσουν το αργότερο στις 6 Δεκεμβρίου 2007 τις εγκρίσεις φυτοφαρμακευτικών προϊόντων που κατέχουν οι τέσσερις αιτούσες Cheminova. Η ανάκληση των εγκρίσεων αυτών θα έχει ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη απώλεια όλων των μεριδίων αγοράς των αιτουσών και της πελατείας τους όσον αφορά το malathion, το δε μερίδιό τους στην κοινοτική αγορά του malathion εκτιμάται περί τα [εμπιστευτικό] ( 1 ).

75

Όσον αφορά τη δυνατότητα υποκαταστάσεως του malathion, από τεχνικής απόψεως ουδεμία δραστική ουσία είναι πανομοιότυπη με άλλη. Ελλείψει τέλειας δυνατότητας υποκαταστάσεως, οι πελάτες των αιτουσών πρέπει να λάβουν υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά του υποκατάστατου πριν το επιλέξουν αντί του malathion. Από νομικής απόψεως, οι αιτούσες πρέπει να έχουν εθνική άδεια για τη χρήση και την εμπορία υποκατάστατης ουσίας. Εφόσον η λήψη τέτοιων αδειών απαιτεί χρόνο, είναι πιθανόν ότι εν τω μεταξύ η αγορά θα κατακτηθεί από ανταγωνίστριες επιχειρήσεις. Η εισαγωγή νέας δραστικής ουσίας από τις αιτούσες θα απαιτήσει περί τα δέκα έτη έρευνας και αναπτύξεως και από οικονομικής απόψεως θα είναι επαχθέστατη. Από εμπορικής απόψεως, δεν είναι εύλογο να απαιτηθεί να διανέμουν οι αιτούσες τα προϊόντα άλλων παρασκευαστών. Από διαρθρωτικής απόψεως, η σχετική αγορά χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, καθόσον οι αιτούσες αντιμετωπίζουν ισχυρούς ανταγωνιστές ικανούς να προτείνουν όχι μόνον προϊόντα άμεσης υποκαταστάσεως, αλλά και προϊόντα για όλες τις ανάγκες σχετικά με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, των κακών χόρτων και των ασθενειών.

76

Όσον αφορά τα προϊόντα που ανταγωνίζονται το malathion, οι αιτούσες προσκομίζουν πίνακα 22 πιθανών υποκατάστατων ουσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται το chlorpyrifos και το abamectine, και τις οποίες εμπορεύονται ισχυρές εταιρίες όπως η Dow, η Bayer, η DuPont, η Syngenta και η BASF. Οι εταιρίες αυτές έχουν, αφενός, πολύ γνωστά επώνυμα προϊόντα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πελατών στους οποίους οι αιτούσες δεν θα επιτρέπεται πλέον να πωλούν προϊόντα με βάση το malathion και, αφετέρου, σημαντικούς οικονομικούς πόρους προοριζόμενους για τις διαφημίσεις που είναι αναγκαίο να συνοδεύουν τις πωλήσεις αυτές. Κατά συνέπεια, θα μπορέσουν να κατακτήσουν την αγορά που θα χάσουν οι τέσσερις αιτούσες Cheminova και να παγιώσουν την κατάκτηση αυτή.

77

Στο πλαίσιο αυτό, οι αιτούσες επικαλούνται δηλώσεις πελατών της Cheminova A/S ότι τα κύρια προϊόντα στα οποία οι πελάτες αυτοί θα στραφούν ελλείψει του malathion είναι το chlorpyrifos, το phosmet και το dimethoate.

78

Όσον αφορά το ενδεχόμενο επιστροφής του malathion στην αγορά, οι αιτούσες επικαλούνται μια έρευνα που έγινε σε ορισμένους από τους κύριους πελάτες τους. Οι εννέα απαντήσεις πελατών εγκατεστημένων σε έξι κράτη μέλη της Κοινότητας ενισχύουν την πιθανότητα ανεπανόρθωτης απώλειας μεριδίων αγοράς και πελατών.

79

Όσον αφορά τη δυνατότητα των τεσσάρων αιτουσών Cheminova να αντισταθμίσουν την απώλεια των προϊόντων με βάση το malathion αντικαθιστώντας τα με άλλα προϊόντα του δικού τους φάσματος προϊόντων, ισχυρίζονται ότι τέτοια υποκατάσταση θα είναι δυνατή μόνον όσον αφορά το chlorpyrifos-ethyl και το dimethoate.

80

Ωστόσο, τα προϊόντα τους με βάση το chlorpyrifos και το dimethoate δεν μπορούν να θεωρηθούν υποκατάστατα των προϊόντων με βάση το malathion. Συγκεκριμένα, δεν έχουν τις αναγκαίες εθνικές άδειες σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη όπου τώρα δραστηριοποιούνται. Στο πλαίσιο αυτό, ένας πίνακας αποδεικνύει αναντιστοιχία μεταξύ των προϊόντων με βάση το dimethoate και το chlorpyrifos στην Ισπανία, την κύρια κοινοτική αγορά τους. Έτσι, μόνον το [εμπιστευτικό] % των χρήσεων που θα χαθούν μπορεί θεωρητικά να ανακτηθεί στην Ισπανία με πωλήσεις υποκατάστατων προϊόντων τα οποία ανήκουν στο φάσμα προϊόντων των αιτουσών. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο [εμπιστευτικό] % του κύκλου εργασιών της αιτούσας Agrodan σχετικά με το malathion.

81

Υπενθυμίζοντας ότι το malathion χρησιμοποιούνταν με κάθε ασφάλεια στην κοινοτική αγορά περί τα 40 έτη, οι αιτούσες προσθέτουν ότι η βαλλόμενη απόφαση θίγει τη γενική φήμη τους και την εμπιστοσύνη στο malathion. Θίγονται σοβαρά σε μια αγορά που είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη σε ζητήματα υγείας και περιβάλλοντος, πράγμα που έχει σοβαρές συνέπειες που θα μετατραπούν σε δυσκολίες όχι μόνο στις εμπορικές σχέσεις με την πελατεία, αλλά και στις σχέσεις με τα πρόσωπα που έχουν επενδύσει ως μέτοχοι. Ειδικότερα, η Cheminova A/S κατέχει το σήμα Fyfanon®™, το οποίο καταχωρίστηκε το 1969, και αντιπροσωπεύει τα ουσιώδη της δραστηριότητάς της εμπορίας του malathion εδώ και περίπου 40 χρόνια. Η Cheminova A/S είναι κάτοχος άλλων σημάτων σχετικών με το malathion, των οποίων η φήμη και το «good-will» θα εκμηδενισθούν από τη βαλλόμενη απόφαση.

82

Οι αιτούσες ισχυρίζονται ακόμη ότι, αν το malathion είχε όντως καταχωριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας, το άρθρο 13 της οδηγίας θα έδινε στη Cheminova A/S, ως εκείνον που προέβη στην ανακοίνωση σχετικά με το malathion, τη δυνατότητα να αρνηθεί σε ανταγωνιστές και πελάτες της πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που απέκτησε με υψηλό κόστος για να πετύχει την καταχώριση αυτή. Συνήθως, η πρόσβαση των πιο πάνω ανταγωνιστών και πελατών στα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία —που είναι αναγκαία για τη λήψη εθνικών εγκρίσεων για το σχετικό φυτοπροστατευτικό προϊόν— επιτρέπεται μόνον έναντι αμοιβής που υπολογίζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποζημιωθεί για τα έξοδά του εκείνος ο οποίος προέβη στη σχετική ανακοίνωση. Πάντως, από τη μη καταχώριση του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας, η Cheminova A/S υφίσταται βλάβη η οποία συνίσταται στη μη απόλαυση των δικαιωμάτων προστασίας των δεδομένων που θα απέρρεαν από την καταχώριση αυτή.

83

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της βλάβης που θα προκληθεί από τη βαλλόμενη απόφαση, οι αιτούσες αναφέρουν ότι ο κύκλος εργασιών της αιτούσας Cheminova A/S, περιλαμβανομένου του κύκλου εργασιών των αιτουσών Cheminova Agro Italia, Cheminova Bulgaria και Agrodan, αντιπροσωπεύει περί το [εμπιστευτικό] % του συνολικού κύκλου εργασιών ολόκληρου του ομίλου το 2006. Κατά τις αιτούσες, από την έκθεση της Deloitte & Touche (η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων) προκύπτει ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε σχετικά με το malathion κατά το ημερολογιακό έτος 2006 ανήλθε σχεδόν σε [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ, πράγμα που αντιπροσωπεύει το [εμπιστευτικό] % του συνολικού κύκλου εργασιών των τεσσάρων αιτουσών Cheminova. Το [εμπιστευτικό] % του εν λόγω κύκλου εργασιών πραγματοποιήθηκε στην κοινοτική αγορά. Το συνολικό ποσό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε στις χώρες τις οποίες αφορά η βαλλόμενη απόφαση ανέρχεται περίπου σε [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ το 2006, πράγμα που αντιπροσωπεύει το [εμπιστευτικό] % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε σχετικά με το malathion.

84

Διευκρινίζουν ότι οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας θα χαθούν λόγω της ανακλήσεως των εθνικών εγκρίσεων. Όσον αφορά τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε τρίτες χώρες, η έκθεση Deloitte & Touche δείχνει ότι βλάβη θα υπάρξει από πλείστες όσες αιτίες. Έτσι, ορισμένες τρίτες χώρες θα ακολουθήσουν την κοινοτική ρύθμιση, οπότε η άρνηση καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας θα επιφέρει την απαγόρευση της ουσίας αυτής στις χώρες αυτές, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την έκθεση Phillips McDougall (επισυνάπτεται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συμβάσεως του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναινέσεως μετά από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο (EE 2003, L 63, σ. 29), τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση αυτή οφείλουν να ανακοινώνουν τις απαγορεύσεις εντός 90 ημερών από την επιβολή τους. Μια τέτοια ανακοίνωση θα μπορέσει να οδηγήσει στην καταχώριση της ουσίας στο παράρτημα III της Συμβάσεως, οπότε η σχετική ουσία θα υπόκειται σε διαδικασία συναινέσεως σε περίπτωση εξαγωγής από την Κοινότητα. Πάντως, η Επιτροπή έχει ετοιμάσει τέτοια ανακοίνωση.

85

Επιπλέον, γενικά μια απόφαση μη καταχωρίσεως, όπως η βαλλόμενη απόφαση, συνοδεύεται με τον καθορισμό ανώτατων ορίων υπολειμμάτων (στο εξής: ΑΟΥ) για τη σχετική ουσία στα προϊόντα φυτικής προελεύσεως. Ο καθορισμός τέτοιων ΑΟΥ οδηγεί στην πράξη στην απαγόρευση των εισαγωγών στην Κοινότητα εσοδειών ή προϊόντων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία με malathion εκτός της Κοινότητας. Εν πάση περιπτώσει, η αβεβαιότητα σχετικά με τα ΑΟΥ θα είναι αρκετή για να δημιουργήσει αμφιβολίες σε πελάτες έξω από την Κοινότητα, όπως πιστοποιεί ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απεστάλη από τη Fundecitrus, μια οργάνωση καλλιεργητών εσπεριδοειδών στη Βραζιλία. Η Deloitte & Touche έλαβε τα στοιχεία αυτά υπόψη κατά την αξιολόγηση της βλάβης που θα απορρεύσει από την απώλεια των πωλήσεων του malathion έξω από την Κοινότητα.

86

Η Deloitte & Touche υπολόγισε και τα διαφυγόντα κέρδη σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη που προεξοφλήθηκε στο πλαίσιο του «σχεδίου κραμβόσπορος»: η Cheminova A/S, εφόσον σχεδίαζε να προμηθεύει malathion στον τομέα του κραμβόσπορου το αργότερο το 2009, προέβλεπε ότι το «σχέδιο κραμβόσπορος» θα αυξήσει σημαντικά τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη από τα προϊόντα με βάση το malathion. H Deloitte & Touche εκτίμησε τα διαφυγόντα αυτά κέρδη σε πάνω από [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2011.

87

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών στοιχείων που ήσαν αναγκαία για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της βλάβης, η Deloitte & Touche εκτίμησε γύρω στα [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ το συνολικό ποσό της βλάβης που οι τέσσερις αιτούσες Cheminova θα υποστούν από τη βαλλόμενη απόφαση.

88

Όσον αφορά την αιτούσα Lodi, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι και αυτή θα υποστεί σοβαρή κι ανεπανόρθωτη βλάβη αν δεν διαταχθεί το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο.

89

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η βλάβη που προβάλλεται από τις αιτούσες είναι αμιγώς χρηματική. Γενικά, μια τέτοια βλάβη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη, καθόσον αργότερα μπορεί να γίνει το αντικείμενο χρηματικής αποζημιώσεως.

90

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της προβαλλομένης βλάβης, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η βαλλόμενη απόφαση θα έχει ως συνέπεια για τις αιτούσες απώλεια πωλήσεων, εισοδημάτων και μεριδίων αγοράς. Ωστόσο, ένα μερίδιο αγοράς δεν είναι αυτοσκοπός: η επιχείρηση μπορεί να το εκμεταλλευθεί μόνο στο μέτρο που της αποφέρει κέρδη. Κατά συνέπεια, για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της απωλείας ενός μεριδίου αγοράς, το μερίδιο αυτό πρέπει να μεταφραστεί με οικονομικούς όρους, και τούτο λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού μεγέθους ολόκληρης της επιχειρήσεως. Πάντως, εν προκειμένω, η βαλλόμενη απόφαση δεν αφορά μεγάλο μέρος των πωλήσεων του malathion από τις τέσσερις αιτούσες Cheminova, δεδομένου ότι μόνο το [εμπιστευτικό] % των πωλήσεών τους σχετικά με το malathion πραγματοποιείται στην κοινοτική αγορά.

91

Η βλάβη που μπορεί να ληφθεί υπόψη ανέρχεται μόλις στο [εμπιστευτικό] % του κύκλου εργασιών του ομίλου Cheminova τα τρία προσεχή έτη. Πάντως, μια τέτοια βλάβη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρή. Εν προκειμένω, η Επιτροπή επικαλείται τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 1990, C-51/90 R και C-59/90 R, Cosmos-Tank κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-2167).

92

Κατά την Επιτροπή, κακώς οι αιτούσες λαμβάνουν υπόψη κατά τον υπολογισμό της βλάβης απώλειες πωλήσεων και εισοδημάτων μεταγενέστερες του 2010. Συγκεκριμένα, οι απώλειες αυτές παραείναι μακρινές για να δικαιολογήσουν το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο. Επιπλέον, οι αιτούσες αναμιγνύουν τις πωλήσεις στην κοινοτική αγορά με τις πωλήσεις σε εξωκοινοτικές αγορές. Πάντως, η βαλλόμενη απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της μόνο στην κοινοτική αγορά και όχι σε τρίτες χώρες.

93

Όσον αφορά το ανεπανόρθωτο της προβαλλομένης βλάβης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αιτούσες έπρεπε να αποδείξουν ότι εμπόδια διαρθρωτικής ή νομικής φύσεως θα τις εμποδίσουν να ανακτήσουν σημαντικό κλάσμα των μεριδίων τους αγοράς με τη βοήθεια ιδίως κατάλληλων μέτρων διαφημίσεως. Πάντως, δεν προσκόμισαν καμία απόδειξη σχετικά, αλλά περιορίστηκαν να ισχυριστούν ότι ανταγωνιστές έχουν υψηλά μερίδια αγοράς. Ωστόσο, αυτό καθ’ εαυτό, το γεγονός αυτό δεν είναι διαρθρωτικό εμπόδιο σχετικά με τη δυνατότητα των αιτουσών να ανακτήσουν τα μερίδιά τους αγοράς.

94

Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι αντιφατική όσον αφορά τις δραστικές ουσίες που μπορούν να αντικαταστήσουν το malathion. Έτσι, οι δύο εκθέσεις που οι αιτούσες προσκόμισαν προς στήριξη του ισχυρισμού τους καταλήγουν σε εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα. Επιπλέον, οι μαρτυρίες πελατών τις οποίες οι αιτούσες επικαλέστηκαν για να αποδείξουν ότι δεν θα είναι δυνατή επιστροφή του malathion στην αγορά ουδόλως επιτρέπουν την πεσιμιστική ερμηνεία που γίνεται από τις αιτούσες. Αντιθέτως, η επιστροφή αυτή είναι εντελώς ρεαλιστική.

95

Επιπλέον, οι αιτούσες δέχθηκαν ότι οι ουσίες που είναι ικανές να αντικαταστήσουν το malathion δεν μπορούν να το υποκαταστήσουν τέλεια. Τούτο αποδεικνύει ότι, αν το malathion επανεισαχθεί στην αγορά, θα μπορέσει να ανακτήσει το μερίδιό του αγοράς χάρη στα εγγενή χαρακτηριστικά του. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια που θα τις εμποδίσουν να ανακτήσουν σημαντικό τμήμα της αγοράς.

96

Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτών ότι εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε το επείγον του ασφαλιστικού μέτρου.

Εκτίμηση του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων

97

Κατά πάγια νομολογία, το επείγον του ασφαλιστικού μέτρου πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αποφευχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον διάδικο ο οποίος ζητεί το ασφαλιστικό μέτρο. Το επικείμενο της βλάβης δεν πρέπει να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα· είναι αρκετό, ιδιαίτερα όταν η επέλευση της βλάβης εξαρτάται από τη συνδρομή συνόλου παραγόντων, να είναι η βλάβη προβλέψιμη με επαρκή βαθμό πιθανότητας (βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2007, T-346/06 R, IMS κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-1781, σκέψεις 121 και 123 και την παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, ο διάδικος που επικαλείται τη βλάβη αυτή οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που τεκμαίρεται ότι στηρίζουν την πιθανότητα σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-8705, σκέψη 67, και διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T-151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3295, σκέψη 188, και της 25ης Ιουνίου 2002, T-34/02 R, B κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2803, σκέψη 86].

98

Αποτελεί πάγια νομολογία και το ότι μια βλάβη χρηματικής φύσεως δεν δύναται, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δύσκολα ανορθώσιμη, καθόσον συνήθως δύναται να γίνει αργότερα το αντικείμενο χρηματικής αποζημιώσεως [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2001, C-471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, Συλλογή 2001, σ. I-2865, σκέψη 113, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2001, T-339/00 R, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1721, σκέψη 94].

99

Το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο δικαιολογείται μόνον όταν, αν δεν διαταχθεί το μέτρο αυτό, ο αιτών θα βρεθεί σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή του πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως στη δίκη επί της προσφυγής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2002, T-181/02 R, Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-5081, σκέψη 84). Εφόσον το επικείμενο του αφανισμού από την αγορά αποτελεί όντως βλάβη που είναι και ανεπανόρθωτη και σοβαρή, η λήψη του ζητούμενου ασφαλιστικού μέτρου δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή.

100

Ναι μεν λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι, αν δεν διαταχθεί το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο, θα μεταβληθούν με ανεπανόρθωτο τρόπο τα μερίδια αγοράς που έχει ο αιτών [διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-13/99 R, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-1961, σκέψη 138· προαναφερθείσα στη σκέψη 71 διάταξη Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 107, και προαναφερθείσα στη σκέψη 40 διάταξη Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 175], πλην όμως πρέπει να διευκρινιστεί ότι η περίπτωση αυτή δύναται να εξομοιωθεί με τον κίνδυνο αφανισμού από την αγορά και να δικαιολογήσει τη λήψη του ζητούμενου ασφαλιστικού μέτρου μόνον αν η ανεπανόρθωτη μετατροπή των μεριδίων αγοράς είναι και αυτή σοβαρή. Κατά συνέπεια, δεν είναι αρκετό να υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ανεπανόρθωτα ένα μερίδιο αγοράς, όσο μικρό και αν είναι, αλλά έχει σημασία το μερίδιο αυτό να είναι αρκετά μεγάλο. Επιπλέον, ο αιτών ο οποίος επικαλείται την απώλεια ενός τέτοιου μεριδίου αγοράς οφείλει να αποδείξει ότι λόγω διαρθρωτικών ή νομικών εμποδίων είναι αδύνατη η ανάκτηση σημαντικού κλάσματος του μεριδίου αυτού, ακόμη και αν χρησιμοποιηθούν μεταξύ άλλων κατάλληλα μέτρα διαφημίσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την προαναφερθείσα στη σκέψη 98 διάταξη Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, σκέψεις 110 και 111, και τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2007, T-416/06 R, Sumitomo Chemical Agro Europe κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 59 και 60).

101

Υπό το φως των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξεταστούν τα στοιχεία που οι αιτούσες προέβαλαν για να αποδείξουν ότι η Cheminova A/S θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της βαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιχειρηματολογία σχετικά με τις αιτούσες Lodi, Cheminova Agro Italia, Cheminova Bulgaria και Agrodan δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο της εξετάσεως αυτής (βλ. τη σκέψη 64 της παρούσας διατάξεως).

102

Πρέπει να εξακριβωθεί ευθύς εξ αρχής αν η προβαλλόμενη βλάβη δύναται να χαρακτηριστεί σοβαρή με γνώμονα, ιδίως, το μέγεθος και τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως καθώς και τα χαρακτηριστικά του ομίλου στον οποίο ανήκει [προαναφερθείσα στη σκέψη 91 διάταξη Cosmos-Tank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 26· προαναφερθείσα στη σκέψη 40 διάταξη Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 196 και 203 και παρατιθέμενη νομολογία].

103

Εν προκειμένω, οι αιτούσες αναφέρουν ότι ο μέσος κύκλος εργασιών κατά τα τρία έτη 2004, 2005 και 2006 του ομίλου στον οποίο η Cheminova ανήκει ανήλθε σε 5,248 δισεκατομμύρια δανικές κορώνες, δηλαδή πάνω από 700 εκατομμύρια ευρώ. Κατά τις αιτούσες, η σοβαρότητα της βλάβης αποδεικνύεται μεταξύ άλλων από το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών σχετικά με το malathion κατά το έτος 2006 ανήλθε γύρω στα [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ, «πράγμα που αντιπροσωπεύει το [εμπιστευτικό] % του συνολικού κύκλου εργασιών των αιτουσών Cheminova». Διευκρινίζουν ότι «το [εμπιστευτικό] % αυτού του κύκλου εργασιών πραγματοποιήθηκε στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως».

104

Εξ αυτών προκύπτει ότι, σύμφωνα με τους αριθμούς που επικαλέστηκαν οι αιτούσες, η ετήσια βλάβη που θα προκληθεί από τη βαλλόμενη απόφαση στην κοινοτική αγορά είναι μικρότερη από το 1 % του κύκλου εργασιών του ομίλου τους.

105

Πάντως, η αποδεικτική ισχύς των στοιχείων στα οποία στηρίζεται ο μικρότερος του 1 % αριθμός αυτός αποδυναμώνεται σαφώς από το γεγονός ότι οι αριθμοί που επικαλέστηκαν οι αιτούσες πρέπει να σχετικοποιηθούν, και τούτο για δύο λόγους.

106

Αφενός, τα ποσοστά που αναφέρει η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων υπολογίστηκαν σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των τεσσάρων αιτουσών Cheminova, ενώ έπρεπε να υπολογιστούν σε σχέση με τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών του ομίλου στον οποίο αυτές ανήκουν. Αφετέρου, όπως κρίθηκε πιο πάνω (σκέψεις 64 και 101), μόνο τα στοιχεία που αφορούν τη Cheminova A/S μπορούν να ληφθούν υπόψη για να αποδειχθεί το επείγον του ασφαλιστικού μέτρου. Πάντως, τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αφορούν τις τέσσερις αιτούσες Cheminova και δεν καθιστούν δυνατό να προσδιοριστούν οι αριθμοί που αφορούν τη Cheminova A/S, ενώ οι αριθμοί αυτοί έπρεπε να περιλαμβάνονται σε αυτή ταύτη την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (βλ. τη σκέψη 66 της παρούσας διατάξεως).

107

Επομένως, τα αριθμητικά στοιχεία που οι αιτούσες προσκόμισαν σχετικά με τη βλάβη που θα προκληθεί στην κοινοτική αγορά δεν είναι αρκούντως ακριβή για να αποδείξουν ότι για τη Cheminova A/S είναι επείγον το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο.

108

Ως εκ περισσού, αν αξιολογηθεί κατά προσέγγιση η ετήσια βλάβη που η βαλλόμενη απόφαση θα προκαλέσει μόνο στη Cheminova A/S στην κοινοτική αγορά, θα προκύψει ένα μέγεθος σημαντικά κατώτερο από το μικρότερο του 1 % ποσοστό του κύκλου εργασιών του ομίλου Cheminova.

109

Στο μέτρο που οι αιτούσες επικαλούνται μείωση των πωλήσεών τους σε κράτη μη μέλη της Κοινότητας ως συνέπεια της βαλλομένης αποφάσεως λόγω του ότι ορισμένες τρίτες χώρες θα ακολουθήσουν την κοινοτική ρύθμιση, διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά αυτή δεν προβάλλεται όσον αφορά την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτή του Καναδά, όπου οι αιτούσες πωλούν, σύμφωνα με την έκθεση Deloitte & Touche, το [εμπιστευτικό] % των προϊόντων τους με βάση το malathion. Κατά το ίδιο το κείμενο της εκθέσεως αυτής, είναι πιθανόν ότι οι δύο αυτές αγορές ουδόλως θα επηρεαστούν από τη μη καταχώριση του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας. Κατά συνέπεια, ο φερόμενος αρνητικός αντίκτυπος της βαλλομένης αποφάσεως στις πωλήσεις σε τρίτες χώρες είναι σημαντικά μειωμένος, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ίδιες οι αιτούσες.

110

Όσον αφορά τις άλλες τρίτες χώρες στις οποίες οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι εμπορεύονται προϊόντα με βάση το malathion, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο, αν υποτεθεί ότι διαταχθεί, θα εμποδίσει τις αρχές των σχετικών χωρών να απαγορεύσουν την εμπορία του malathion στο έδαφός τους. Κατά συνέπεια, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι η αναστολή εκτελέσεως της βαλλομένης αποφάσεως είναι ικανή να εμποδίσει την επέλευση της προβαλλομένης βλάβης. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια απαγόρευση της εμπορίας του malathion θα ήταν άμεση συνέπεια όχι της βαλλομένης αποφάσεως, αλλά αποφάσεως των αρχών κάθε τρίτης χώρας στο πλαίσιο της κυριαρχικής εξουσίας τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την προαναφερθείσα στη σκέψη 100 διάταξη της 30ής Ιουνίου 1999, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 160).

111

Η από τις αιτούσες επίκληση του άρθρου 5 της Συμβάσεως του Ρότερνταμ (βλ. τη σκέψη 84 της παρούσας διατάξεως) ούτε και αυτή είναι ικανή να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η υποχρέωση πληροφορήσεως και ανακοινώσεως που η Κοινότητα έχει βάσει της διατάξεως αυτής δύναται να προκαλέσει στη Cheminova A/S προβλέψιμη και αποτιμητή βλάβη σε συγκεκριμένη τρίτη χώρα κατά τη διάρκεια της δίκης επί της προσφυγής. Ναι μεν οι αιτούσες επισήμαναν ότι, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1376/2007 της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2007, για τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) 304/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων (EE L 307, σ. 14), το malathion πρόσφατα καταχωρίστηκε στο μέρος Ι του παραρτήματος Ι του κανονισμού 304/2003, ο οποίος θέτει σε εφαρμογή τη Σύμβαση του Ρότερνταμ, πλην όμως αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 304/2003, η καταχώριση αυτή έχει ως συνέπεια μόνο να δημιουργήσει μια υποχρέωση πληροφορήσεως έναντι ενδεχομένων χωρών εισαγωγής. Κατά συνέπεια, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι ο μηχανισμός της Συμβάσεως του Ρότερνταμ συνεπάγεται ευθέως και αφεύκτως απώλειες πωλήσεων προϊόντων με βάση το malathion στην αγορά συγκεκριμένων τρίτων χωρών. Αντιθέτως, δέχθηκαν, σε απάντηση ερωτήσεως του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, ότι μόνο στην τρίτη χώρα απόκειται να αποφασίσει αν θα εισαγάγει τα σχετικά προϊόντα.

112

Οι αιτούσες υποστηρίζουν ακόμη ότι μια απόφαση μη καταχωρίσεως, όπως η βαλλόμενη απόφαση, γενικά συνοδεύεται με τον καθορισμό νέων ΑΟΥ για τη σχετική ουσία στα προϊόντα φυτικής προελεύσεως, πράγμα που καταλήγει στην πράξη στο να απαγορευθούν οι εισαγωγές στην Κοινότητα εσοδειών ή προϊόντων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία με malathion έξω από την Κοινότητα και δημιουργεί αμφιβολίες στους καταναλωτές των τρίτων χωρών. Σε απάντηση ερωτήσεως του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, διευκρίνισαν ότι ο σύνδεσμος μεταξύ της βαλλομένης αποφάσεως και του καθορισμού των ΑΟΥ έγκειται στο ότι θίγεται σε τρίτες χώρες η πώληση προϊόντων με βάση το malathion.

113

Εν προκειμένω, όσον αφορά τις φερόμενες αρνητικές συνέπειες νέων ΑΟΥ στο εμπόριο με τρίτες χώρες, δεν αμφισβητείται ότι οι αιτούσες πωλούν το [εμπιστευτικό] % των προϊόντων τους με βάση το malathion στις αγορές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά. Πάντως, κατά το ίδιο το κείμενο της εκθέσεως Deloitte & Touche είναι πιθανόν οι δύο αυτές αγορές να μην επηρεαστούν καθόλου από την προβληματική σχετικά με τα ΑΟΥ. Όσον αφορά τις άλλες αγορές, αρκεί η υπόμνηση ότι μόνο στις σχετικές τρίτες χώρες απόκειται να αποφασίσουν αν θα εισαγάγουν προϊόντα με βάση το malathion (βλ. τις σκέψεις 110 και 111 της παρούσας διατάξεως).

114

Ομοίως, στην κοινοτική αγορά, αν η βαλλόμενη απόφαση μπορούσε όντως να επιφέρει τον καθορισμό νέων ΑΟΥ για το malathion, η φερόμενη βλάβη που θα προκαλούνταν από αυτά τα ΑΟΥ δεν θα ήταν άμεση συνέπεια της βαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, όπως δέχθηκαν οι αιτούσες, η κοινοτική διαδικασία καθορισμού ΑΟΥ δεν εξαρτάται από τη μη καταχώριση του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας. Άλλωστε, οι αιτούσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι η μη καταχώριση του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο να απαγορευθούν, λόγω αυστηρότερων νέων ΑΟΥ, οι εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία με την ουσία αυτή. Οι αιτούσες δεν εξέθεσαν τους λόγους που θα εμπόδιζαν τον κοινοτικό νομοθέτη να «ανεχθεί», για να διευκολύνει το διεθνές εμπόριο, την εισαγωγή τροφίμων και προϊόντων φυτικής προελεύσεως σχετικά με τα οποία ίσχυαν τα παλαιά ΑΟΥ για το malathion.

115

Επομένως, οι ισχυρισμοί των αιτουσών σχετικά με την προβληματική των ΑΟΥ δεν ασκούν επιρροή για να αποδειχθεί η σοβαρότητα της βλάβης που η βαλλόμενη απόφαση φέρεται ότι θα προκαλέσει στη Cheminova A/S.

116

Στο μέτρο που οι αιτούσες αναφέρονται στο «σχέδιο κραμβόσπορος», στο πλαίσιο του οποίου φέρεται ότι η Cheminova A/S σχεδίαζε να προμηθεύει malathion στον τομέα των κραμβόσπορων, προβλέποντας σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών και των κερδών σχετικά με τα προϊόντα της με βάση το malathion, είναι αρκετό να σημειωθεί ότι τα περί ων πρόκειται διαφυγόντα κέρδη στηρίζονται απλώς και μόνο σε προσδοκίες, δεδομένου ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν αναφέρει καμία υπογεγραμμένη σύμβαση, ή προσύμβαση, παραδόσεως έχουσα ως αντικείμενο την από τη Cheminova A/S εφαρμογή του σχεδίου αυτού, του οποίου η εκτέλεση φέρεται ότι τίθεται σε κίνδυνο από τη βαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, το «σχέδιο κραμβόσπορος» δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί μέχρι του σημείου να μπορέσει να θεωρηθεί κεκτημένο για τη Cheminova A/S.

117

Επομένως, η βλάβη που προβάλλεται σε σχέση με το «σχέδιο κραμβόσπορος» πρέπει να χαρακτηριστεί υποθετική. Πάντως, μια εντελώς υποθετική βλάβη, εφόσον εξαρτάται από την επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων περιστατικών, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (προαναφερθείσα στη σκέψη 45 διάταξη Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ κατά Επιτροπής, σκέψη 101, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2004, T-422/03 R, Enviro Tech Europe και Enviro Tech International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-469, σκέψη 65). Κατά συνέπεια, ούτε και οι ισχυρισμοί που οι αιτούσες προέβαλαν στο πλαίσιο αυτό μπορούν να αποδείξουν τη σοβαρότητα της βλάβης που η βαλλόμενη απόφαση φέρεται ότι θα προκαλέσει στη Cheminova A/S.

118

Όσον αφορά τη βλάβη που θα προκληθεί από τη στέρηση των δικαιωμάτων προστασίας δεδομένων, προστασίας που οι αιτούσες θεωρούν ότι προβλέπεται από το άρθρο 13 της οδηγίας, διαπιστώνεται ότι στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων οι αιτούσες δεν αποτίμησαν το ζημιογόνο αυτό στοιχείο που απορρέει από τη μη καταχώριση του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας, χωρίς όμως να υποστηρίξουν ότι η αποτίμηση αυτή είναι αδύνατη. Κατά συνέπεια, και ο ισχυρισμός περί προστασίας δεδομένων πρέπει να απορριφθεί.

119

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό κανένα από τα στοιχεία που προβλήθηκαν για να αποδειχθεί η σοβαρότητα της βλάβης που θα υποστεί η Cheminova A/S.

120

Επιπλέον, η βλάβη αυτή, η οποία εκτιμάται κατά προσέγγιση κάτω από το 1 % του κύκλου εργασιών του ομίλου Cheminova (βλ. τη σκέψη 108 της παρούσας διατάξεως), πρέπει να μειωθεί ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι οι αιτούσες δέχθηκαν ότι μέρος των πωλήσεών τους προϊόντων με βάση το malathion μπορεί να αντισταθμιστεί με την πώληση άλλων προϊόντων που παρασκευάζουν ή που έχουν άδεια να εμπορεύονται, διευκρινίζοντας ότι το [εμπιστευτικό] % των χρήσεων που θα χαθούν μπορεί να ανακτηθεί στην Ισπανία με πωλήσεις υποκατάστατων προϊόντων που περιλαμβάνονται στο φάσμα προϊόντων των αιτουσών.

121

Οι διαπιστώσεις αυτές αρκούν για το συμπέρασμα ότι, ούτως ή άλλως, η βλάβη που θα προκληθεί στη Cheminova A/S από τη βαλλόμενη απόφαση είναι σαφώς μικρότερη του 1 % του κύκλου εργασιών του ομίλου Cheminova και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί κάθε ένα από τα υποκατάστατα προϊόντα και να καθοριστούν οι μειώσεις που πρέπει να γίνουν, πράγμα που άλλωστε θα ήταν αδύνατον λόγω του ότι δεν υπάρχουν αριθμοί που να αφορούν μόνο τη Cheminova A/S.

122

Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από αξιολόγηση του συνόλου των περιστάσεων που επικαλέστηκαν οι αιτούσες, και ιδίως της περιστάσεως ότι η Cheminova A/S άρχισε να παράγει malathion το 1968 υπό το σήμα Fyfanon®™, έγινε το 1991 ο κύριος παρασκευαστής του malathion, οπότε δρα στην αγορά του malathion περί τα 40 έτη και έχει άδειες εμπορίας φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση το malathion για πολλές χρήσεις σε δέκα κράτη μέλη της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, οι ιστορικές αυτές σκέψεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον από αυτές δεν συνάγεται κανένα αποτιμημένο οικονομικό στοιχείο που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για να αξιολογηθεί η βλάβη που θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου.

123

Άλλωστε, οι αιτούσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη η βλάβη που πιο πάνω εκτιμήθηκε κατά προσέγγιση.

124

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι οι αιτούσες ναι μεν υποστηρίζουν ότι διατρέχουν τον κίνδυνο να χάσουν τα μερίδια αγοράς και τη φήμη που απέκτησαν σχετικά με το malathion στην Κοινότητα, πλην όμως δεν κατάφεραν να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον ότι για τη Cheminova A/S θα είναι αδύνατον να ανακτήσει τη χαμένη φήμη και τα χαμένα μερίδια αγοράς, στην περίπτωση που η βαλλόμενη απόφαση ακυρωθεί κατά το πέρας της δίκης επί της προσφυγής. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της δικογραφίας στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι οι απώλειες αυτές είναι ανεπανόρθωτες και ότι όσον αφορά το malathion δεν θα είναι δυνατόν να ανακτηθεί η προηγούμενη θέση της Cheminova A/S.

125

Αφενός, οι ίδιες οι αιτούσες υπογραμμίζουν ότι θα είναι αδύνατον να υπάρξει τέλεια και ανεπίληπτη, από τεχνικής απόψεως, υποκατάσταση του malathion. Αφετέρου, σημειώνουν ότι ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του malathion είναι ότι έχει ευρύ φάσμα δράσεως και μπορεί να πωληθεί στον καλλιεργητή σε μικρή σχετικά τιμή. Τέλος, ρητώς επέσυραν την προσοχή σε δηλώσεις τριών αντιπροσωπευτικών οργανώσεων της πελατείας τους στην Ευρώπη οι οποίες υπογραμμίζουν τη σημασία του malathion, το ότι είναι απαραίτητο στο οπλοστάσιο των χημικών εργαλείων που προορίζονται για καταπολέμηση των επιβλαβών εντόμων και για αποτροπή της αναπτύξεως αντιστάσεων από αυτά, καθώς και τις ολέθριες οικονομικές συνέπειες της μη καταχωρίσεως του malathion στο παράρτημα I της οδηγίας.

126

Επομένως, είναι προφανές ότι οι ιδιότητες του malathion εκτιμώνται πολύ από την πελατεία των αιτουσών και ότι δεν υπάρχει τέλειο υποκατάστατο. Τα εν λόγω στοιχεία συνηγορούν και αυτά υπέρ της δυνατότητας επιστροφής του malathion στην αγορά αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της βαλλομένης αποφάσεως και αν στη συνέχεια η απόφαση αυτή ακυρωθεί με την απόφαση επί της προσφυγής.

127

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα μιας έρευνας που έγινε σε ορισμένους από τους κύριους πελάτες τους και αφορούσε το ενδεχόμενο επιστροφής του malathion στην αγορά μετά τυχόν νέα έγκριση της ουσίας αυτής. Συγκεκριμένα, κανένας από τους πελάτες που ρωτήθηκαν δεν απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε δυνατότητα να ανακτηθούν από το malathion τα μερίδια αγοράς που θα χαθούν.

128

Εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ένας από τους εννέα πελάτες δέχθηκε χωρίς επιφυλάξεις τη δυνατότητα επιστροφής του malathion στην αγορά. Ναι μεν ένας άλλος πελάτης δήλωσε ότι η επιστροφή αυτή είναι δύσκολη καθόσον η αγορά θα έχει εν μέρει κατακτηθεί από άλλα προϊόντα, πλην όμως η αποδεικτική ισχύς της απαντήσεως αυτής αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι η εν λόγω απάντηση δόθηκε από τη Lodi, αιτούσα, η οποία ουδόλως δύναται να χαρακτηριστεί αντικειμενική πηγή πληροφοριών, καθόσον στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας υποστηρίζει ακριβώς ότι θα είναι αδύνατη η ανάκτηση της παλαιότερης θέσεώς της στην αγορά σχετικά με το malathion. Ένας τρίτος πελάτης απάντησε ότι, αν τα υποκατάστατα και malathion συγκριθούν εξ απόψεως αποτελεσματικότητας και τιμών, δύσκολα μπορεί να φανταστεί ότι οι γεωργοί θα ξαναχρησιμοποιήσουν το malathion. Ωστόσο, ο πελάτης αυτός προσέθεσε ότι πάλι θα πωλεί malathion σε περίπτωση επιστροφής στην αγορά. Οι άλλοι πελάτες εξάρτησαν την επιστροφή του malathion στην αγορά από την αποτελεσματικότητά του και την ανταγωνιστικότητα της τιμής του.

129

Πάντως, οι αιτούσες δεν ισχυρίστηκαν ότι το malathion είναι λιγότερο αποτελεσματικό από τα υποκατάστατα τα οποία θα κατακτήσουν τα μερίδια αγοράς που θα χαθούν λόγω της βαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά το επίπεδο των τιμών, οι ίδιες οι αιτούσες ανέφεραν ένα σχετικά υψηλό περιθώριο κερδών για ορισμένα από τα προϊόντα τους με βάση το malathion, δηλαδή [εμπιστευτικό] %, πράγμα που θα μπορούσε να τους δώσει τη δυνατότητα να μειώσουν τις τιμές για να στηρίξουν την επανεισαγωγή των προϊόντων αυτών στην αγορά.

130

Επομένως, ναι μεν από οικονομικής απόψεως μπορεί να είναι αρκετά επαχθής η ανάκτηση σχετικά με το malathion των μεριδίων αγοράς που θα χαθούν λόγω της βαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως η πιο πάνω επιστροφή στην αγορά, περιλαμβανομένης της αποκαταστάσεως της φήμης του malathion, δεν είναι αδύνατη (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την προαναφερθείσα στη σκέψη 100 διάταξη της 30ής Ιουνίου 1999, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψεις 161 έως 165).

131

Κατά συνέπεια, η βλάβη που η Cheminova A/S φέρεται ότι θα υποστεί από τη βαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα άλλα ζητήματα, και μεταξύ αυτών η δυνατότητα υποκαταστάσεως, που τέθηκαν στο πλαίσιο του επείγοντος του ασφαλιστικού μέτρου.

132

Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν, όπως τώρα έχουν τα πράγματα, ότι η Cheminova θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής εκτελέσεως.

133

Κατά συνέπεια, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως επείγοντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν πληρούνται οι άλλες προϋποθέσεις να διαταχθεί αναστολή εκτελέσεως.

 

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

 

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Λουξεμβούργο, 4 Δεκεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

M. Jaeger


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

( 1 ) Εμπιστευτικά στοιχεία που αποκρύπτονται.

Top