Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TO0031

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 2007.
    Du Pont de Nemours (France) SAS και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Οδηγία 91/414/ΕΟΚ - Παραδεκτό - Fumus boni juris - Επείγον - Στάθμιση των συμφερόντων.
    Υπόθεση T-31/07 R.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 II-02767

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2007:236

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    της 19ης Ιουλίου 2007 ( *1 )

    Στην υπόθεση T-31/07 R,

    Du Pont de Nemours (France) SAS, με έδρα το Puteaux (Γαλλία),

    Du Pont Portugal — Serviços, Sociedada Unipessoal Lda, με έδρα τη Λισαβόνα (Πορτογαλία),

    Du Pont Ibérica SL, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία),

    Du Pont de Nemours (Belgium) BVBA, με έδρα το Mechelen (Βέλγιο),

    Du Pont de Nemours Italiana Srl, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

    Du Pont De Nemours (Nederland) BV, με έδρα το Dordrecht (Κάτω Χώρες),

    Du Pont de Nemours (Deutschland) GmbH, με έδρα το Bad Homburg vor der Höhe (Γερμανία),

    DuPont CZ s.r.o., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία),

    DuPont Magyarország Kereskedelmi kft, με έδρα το Budaors (Ουγγαρία),

    DuPont Poland sp. z o.o., με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία),

    DuPont Romania Srl, με έδρα το Βουκουρέστι (Ρουμανία),

    DuPont (UK) Ltd, με έδρα το Herts (Ηνωμένο Βασίλειο),

    Ντυ Ποντ Άγκρο Ελλάς AE, με έδρα το Χαλάνδρι (Ελλάδα),

    DuPont International Operations SARL, με έδρα το Grand Saconnex (Ελβετία),

    DuPont Solutions (France) SAS, με έδρα το Puteaux,

    εκπροσωπούμενες από τους D. Waelbroeck και N. Rampal, δικηγόρους,

    αιτούσες,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους L. Parpala και B. Doherty,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση περί αναστολής της ισχύος ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2006/133/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/EOK του Συμβουλίου ώστε να καταχωριστεί η ουσία flusilazole ως δραστική ουσία (ΕΕ L 349, σ. 27),

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Νομικό πλαίσιο

    1

    Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), θεσπίζει, μεταξύ άλλων, το κοινοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χορήγηση και την ανάκληση της εγκρίσεως διαθέσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά.

    2

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι «[τα] κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον εφόσον […] οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι».

    3

    Για τις δραστικές ουσίες που δεν έχουν καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 μπορεί να ισχύσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κατά παρέκκλιση μεταβατικό καθεστώς. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 ορίζει έτσι ότι «ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι και τα οποία διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας».

    4

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 366, σ. 10), οργανώνει τη διαδικασία αξιολογήσεως πολλών ουσιών ενόψει της ενδεχόμενης καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας. Μεταξύ των ουσιών αυτών περιλαμβάνεται και η flusilazole.

    5

    Η διαδικασία την οποία θεσπίζει ο κανονισμός 3600/92 αρχίζει με την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος l, του κανονισμού αυτού κοινοποίηση ενδιαφέροντος, την οποία απευθύνει στην Επιτροπή ο παραγωγός που επιθυμεί την καταχώριση κάποιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

    6

    Στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του κανονισμού 3600/92, προβλέπεται ότι, μετά την εξέταση των κοινοποιήσεων ενδιαφέροντος, καθορίζεται το εισηγούμενο για την αξιολόγηση κάθε μιας από τις εν λόγω δραστικές ουσίες κράτος μέλος. Εν προκειμένω, ως το εισηγούμενο κράτος μέλος για τη flusilazole ορίστηκε η Ιρλανδία (στο εξής: εισηγούμενο κράτος μέλος), κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 933/94 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1994, που αφορά τον καθορισμό των δραστικών ουσιών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των εισηγουμένων κρατών μελών για την εφαρμογή του κανονισμού 3600/92 (ΕΕ L 107, σ. 8).

    7

    Αφού οριστεί το εισηγούμενο κράτος μέλος, εναπόκειται στους έχοντες προβεί σε κοινοποίηση να του διαβιβάσουν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος l, του κανονισμού 3600/92, «συνοπτικό φάκελο» και «πλήρη φάκελο», όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου κανονισμού.

    8

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 806/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία συμβουλευτικής επιτροπής (ειδική πλειοψηφία) (ΕΕ L 122, σ. 1), προβλέπει ότι η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων (στο εξής: μόνιμη επιτροπή).

    9

    Το άρθρο 7, παράγραφος 3α, του κανονισμού 3600/92, που προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1199/97 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση του κανονισμού 3600/92 (ΕΕ L 170, σ. 19), προβλέπει ότι, μετά την εξέταση, εκ μέρους της μόνιμης επιτροπής, του συνοπτικού φακέλου και της εκθέσεως που έχει καταρτίσει το εισηγούμενο κράτος μέλος, εξέταση η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στη μόνιμη επιτροπή είτε σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 είτε σχέδιο αποφάσεως για την ανάκληση των εγκρίσεων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη συγκεκριμένη δραστική ουσία είτε σχέδιο αποφάσεως με σκοπό αυτή την ανάκληση διατηρουμένης, ωστόσο, της δυνατότητας επανεξετάσεως της καταχωρίσεως στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας μετά την υποβολή των αποτελεσμάτων πρόσθετων δοκιμών ή συμπληρωματικών πληροφοριών, είτε, τέλος, σχέδιο αποφάσεως για την αναβολή της καταχωρίσεως της εν λόγω δραστικής ουσίας μέχρι την υποβολή των αποτελεσμάτων πρόσθετων δοκιμών ή συμπληρωματικών πληροφοριών.

    10

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μια δραστική ουσία καταχωρείται στο παράρτημα Ι για μια αρχική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα έτη, εφόσον μπορεί να αναμένεται ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που την περιέχουν θα πληρούν τους ακόλουθους όρους:

    α)

    τα υπολείμματά τους, που προέρχονται από εφαρμογή σύμφωνη με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχουν βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον και μπορούν, εφόσον είναι σημαντικά από τοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη, να μετρηθούν με μεθόδους γενικής χρήσης·

    β)

    η χρήση τους, που είναι αποτέλεσμα εφαρμογής σύμφωνης με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχει βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β’, σημεία iv και v.»

    11

    Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414 προβλέπει τα εξής:

    «Κατόπιν αιτήσεως, η καταχώριση μιας ουσίας στο παράρτημα Ι μπορεί να ανανεώνεται μία ή περισσότερες φορές για περιόδους που δεν υπερβαίνουν τα δέκα έτη· η καταχώριση αυτή μπορεί να αναθεωρηθεί οποιαδήποτε στιγμή εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν πληρούνται πλέον. Η ανανέωση χορηγείται, όταν έχει υποβληθεί σχετική αίτηση αρκετά πριν και τουλάχιστον δύο έτη πριν τη λήξη της περιόδου καταχώρισης, για την περίοδο που απαιτείται προκειμένου να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση, καθώς και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να υποβληθούν οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4.»

    12

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 ορίζει τα εξής:

    «1.   Η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 19.

    Με τη διαδικασία αυτή αποφασίζονται επίσης:

    οι όροι καταχώρισης,

    οι αναγκαίες τροποποιήσεις του παραρτήματος Ι,

    η διαγραφή μιας δραστικής ουσίας από το παράρτημα Ι, εφόσον δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2.»

    13

    Με την έκδοση αποφάσεως ή οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3α, του κανονισμού 3600/92, παύει να ισχύει το προβλεπόμενο από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 κατά παρέκκλιση μεταβατικό καθεστώς.

    14

    Η οδηγία 2006/133/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/EOK του Συμβουλίου, ώστε να καταχωριστεί η ουσία flusilazole ως δραστική ουσία (ΕΕ L 349, σ. 27, στο εξής: επίδικη οδηγία), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007, τροποποιεί το παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 καταχωρίζοντας σ’ αυτό τη flusilazole.

    15

    Το άρθρο 1 της επίδικης οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Το παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414[…] τροποποιείται όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.»

    16

    Στο μέρος Α των ειδικών διατάξεων του παραρτήματος της επίδικης οδηγίας προβλέπονται τα εξής:

    «Επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνον ως μυκητοκτόνο για τις ακόλουθες καλλιέργειες:

    σιτηρά εκτός από το ρύζι,

    αραβόσιτος,

    κράμβη,

    ζαχαρότευτλα,

    σε δοσολογία που δεν υπερβαίνει τα 200 g δραστικής ουσίας ανά εκτάριο και ανά εφαρμογή.

    Δεν πρέπει να χορηγούνται εγκρίσεις για τις ακόλουθες χρήσεις:

    χρήση στον ατμοσφαιρικό αέρα,

    χρήσεις με ασκό πλάτης ή με το χέρι ούτε από ερασιτέχνες ούτε από επαγγελματίες χρήστες,

    οικιακή κηπουρική.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή όλων των κατάλληλων μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου […]»

    17

    Το άρθρο 2 της επίδικης οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2007 τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας

    Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιουλίου 2007.

    […]»

    18

    Το άρθρο 3 της επίδικης οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την οδηγία 91/414[…], τροποποιούν ή ανακαλούν, κατά περίπτωση, τις ισχύουσες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία flusilazole ως δραστική ουσία έως τις 30 Ιουνίου 2007. Έως την ημερομηνία αυτή, εξακριβώνουν, ιδίως, ότι πληρούνται οι όροι του παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την ουσία flusilazole, με εξαίρεση όσα προσδιορίζονται στο μέρος Β της καταχώρισης της εν λόγω δραστικής ουσίας και ότι οι κάτοχοι εγκρίσεων διαθέτουν ή έχουν πρόσβαση σε φάκελο, που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 13.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για κάθε εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν που περιέχει flusilazole τα κράτη μέλη επαναξιολογούν το προϊόν σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που προβλέπονται στο παράρτημα VI της οδηγίας 91/414[…], με βάση φάκελο ο οποίος ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας λαμβάνοντας υπόψη το μέρος Β της καταχώρισης στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την ουσία flusilazole. Με βάση την αξιολόγηση αυτή, διαπιστώνουν εάν το προϊόν ικανοποιεί τους όρους του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία β’, γ’, δ’ και ε’ της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

    Σε συνέχεια της διαπίστωσης αυτής τα κράτη μέλη, στην περίπτωση προϊόντων που περιέχουν flusilazole, τροποποιούν ή ανακαλούν, κατά περίπτωση, την έγκριση έως τις 30 Ιουνίου 2008.»

    Ιστορικό της διαφοράς

    19

    Η flusilazole είναι μυκητοκτόνο που χρησιμοποιείται και κυκλοφορεί στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως από εικοσαετίας και πλέον.

    20

    Οι ισχύουσες εγκρίσεις για την κυκλοφορία φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση τη flusilazole στην αγορά έχουν καταχωριστεί για χρήση σε 26 είδη καλλιέργειας εντός δεκαπέντε κρατών μελών.

    21

    Συνεπώς, η ουσία αυτή ήταν παρούσα στην αγορά όταν άρχισε να ισχύει η οδηγία 91/414 στις 25 Ιουλίου 1993.

    22

    Οι προσφεύγουσες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και την πώληση της flusilazole καθώς και φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση τη flusilazole.

    23

    Στις 23 Ιουλίου 1993, η Du Pont de Nemours (France) SA (στο εξής: κοινοποιήσασα επιχείρηση) κοινοποίησε στο εισηγούμενο κράτος μέλος την πρόθεσή της να ζητήσει την καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

    24

    Τον Ιούλιο του 1996, το εισηγούμενο κράτος μέλος υπέβαλε σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως στην Επιτροπή συνιστώντας την καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περίοδο δέκα ετών.

    25

    Στις 17 Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή διαβίβασε το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως σε όλα τα κράτη μέλη ζητώντας τη γνώμη τους και, κατόπιν, προέβη σε ευρεία διαβούλευση με εμπειρογνώμονες προερχόμενους από διάφορα κράτη μέλη.

    26

    Στις 14 Απριλίου 1997, η πλήρης έκθεση υποβλήθηκε στα κράτη μέλη και στην κοινοποιήσασα επιχείρηση για παρατηρήσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες. Συμπληρωματικά στοιχεία ζητήθηκαν στη συνέχεια και από την κοινοποιήσασα επιχείρηση.

    27

    Η τελική αξιολόγηση των διαφόρων στοιχείων του φακέλου εκ μέρους της μόνιμης επιτροπής έγινε από τον Δεκέμβριο του 1997 έως τον Ιανουάριο του 2001 και επρόκειτο να οριστικοποιηθεί κατά τη συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής στις 7 Δεκεμβρίου 2001.

    28

    Στις 8 Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή κατέληξε, στο σχέδιο εκθέσεως επανεξετάσεως, ότι η flusilazole φαινόταν σύμφωνη με τις προδιαγραφές ασφαλείας που προβλέπει η οδηγία 91/414, αλλά ότι συμπληρωματικές μελέτες ήταν απαραίτητες προς επιβεβαίωση του συμπεράσματος αυτού.

    29

    Τον Σεπτέμβριο του 2003, όταν είχαν υποβληθεί όλες οι ζητηθείσες μελέτες, το εισηγούμενο κράτος μέλος κατέληξε ότι η flusilazole δεν παρουσίαζε κανένα κίνδυνο και μπορούσε να καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

    30

    Στις αρχές Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Ωστόσο, στις 8 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή αποφάσισε να μην υποβάλει την πρόταση αυτή προς ψήφιση στη μόνιμη επιτροπή.

    31

    Τον Απρίλιο του 2005, συζητήθηκε νέα πρόταση στην ομάδα εργασίας της μόνιμης επιτροπής, η οποία εισηγήθηκε καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 περιοριζόμενη σε επτά μόνον έτη και συνοδευόμενη από υποχρέωση δοκιμών που θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που διαμορφώνονταν τότε στο πλαίσιο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) για τις δοκιμές, με σκοπό την καλύτερη αξιολόγηση των δυνητικών ιδιοτήτων προκλήσεως ενδοκρινικής διαταραχής.

    32

    Τον Αύγουστο του 2005, και ενώ η νέα πρόταση δεν είχε ακόμα υποβληθεί στη μόνιμη επιτροπή προς ψήφιση, η Επιτροπή πληροφόρησε την κοινοποιήσασα επιχείρηση ότι εξέταζε το ενδεχόμενο να εκδώσει απόφαση περί μη καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

    33

    Στις 10 Αυγούστου 2005, το εισηγούμενο κράτος μέλος πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν συμφωνούσε με την ακολουθούμενη προσέγγιση του ζητήματος.

    34

    Στις 20 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή πληροφόρησε εγγράφως την κοινοποιήσασα επιχείρηση ότι τυχόν καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 δεν θα κάλυπτε παρά μόνον τις καλλιέργειες που είχαν πράγματι αξιολογηθεί με τη διεξαγωγή επιστημονικών δοκιμών.

    35

    Στις 3 Μαρτίου 2006, δεν επιτεύχθηκε στη μόνιμη επιτροπή επαρκής πλειοψηφία για την έγκριση νέας προτάσεως της Επιτροπής, η οποία αφορούσε, τη φορά αυτή, την καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περιορισμένη χρήση στις καλλιέργειες των σιτηρών, της κράμβης, του αραβόσιτου και των ζαχαρότευτλων.

    36

    Στις 25 Ιουνίου 2006, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), και ελλείψει θετικής ψηφορφορίας στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρότασή της, η οποία προέβλεπε την εγγραφή της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περίοδο επτά ετών και για χρήση περιοριζόμενη στις καλλιέργειες των σιτηρών, της κράμβης, του αραβόσιτου και των ζαχαρότευτλων. Ωστόσο, η απαιτούμενη για την υιοθέτηση της προτάσεως αυτής ειδική πλειοψηφία δεν επιτεύχθηκε.

    37

    Στις 13 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο προέβλεπε την εγγραφή της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περίοδο περιοριζόμενη στους 18 μήνες.

    38

    Στις 11 Δεκεμβρίου 2006, ελλείψει αποφάσεως του Συμβουλίου, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη οδηγία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/468, ακολουθώντας την τελευταία της πρόταση, δηλαδή προβλέποντας την εγγραφή της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περίοδο περιοριζόμενη στους 18 μήνες και για χρήση περιοριζόμενη στις καλλιέργειες των σιτηρών (εκτός από το ρύζι), της κράμβης, του αραβόσιτου και των ζαχαρότευτλων (στο εξής: αμφισβητούμενοι περιορισμοί).

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    39

    Στις 12 Φεβρουαρίου 2007, οι προσφεύγουσες άσκησαν, αφενός, προσφυγή βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ με αίτημα τη μερική ακύρωση της επίδικης οδηγίας και, αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 288 ΕΚ.

    40

    Αυθημερόν, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων βάσει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ ζητώντας, αφενός, την αναστολή της εκτελέσεως ορισμένων διατάξεων της επίδικης οδηγίας και, αφετέρου, τη λήψη άλλων προσωρινών μέτρων.

    41

    Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 28 Φεβρουαρίου 2007, οι δε αιτούσες κατέθεσαν τις τελικές παρατηρήσεις τους στις 15 Μαρτίου 2007.

    42

    Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους στις 23 Απριλίου 2007.

    43

    Με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούσες ζητούν από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

    να διατάξει την Επιτροπή να λάβει να κατάλληλα μέτρα ώστε να μετατεθεί, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κύριας προσφυγής:

    η ημερομηνία εκπνοής της περιόδου καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, η οποία προς το παρόν έχει οριστεί ως η 30ή Ιουνίου 2008 με το παράρτημα της επίδικης οδηγίας·

    η ημερομηνία έως την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να τροποποιήσουν ή να αποσύρουν, κατόπιν επαναξιολογήσεως, την έγκριση των προϊόντων που περιέχουν flusilazole, και η οποία επίσης ορίζεται ως η 30ή Ιουνίου 2008 με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της επίδικης οδηγίας·

    να διατάξει την Επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αναστείλει, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κύριας προσφυγής, την ισχύ του περιορισμού που περιλαμβάνεται στο μέρος Α των ειδικών διατάξεων που προβλέπει το παράρτημα της επίδικης οδηγίας και αφορούν τα είδη καλλιέργειας επί των οποίων η χρήση της flusilazole μπορεί να επιτραπεί από τα κράτη μέλη βάσει της καταχωρίσεώς της στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, και ο οποίος πρέπει να εφαρμοστεί στο εσωτερικό δίκαιο το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2007·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    44

    Η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, αφενός, να κρίνει απαράδεκτη ή αβάσιμη την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και, αφετέρου, να καταδικάσει τις αιτιούσες στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    45

    Δυνάμει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, αφενός, και του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, αφετέρου, το Πρωτοδικείο μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

    46

    Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων είναι απορριπτέες αν δεν πληρούται μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-1461, σκέψη 73).

    47

    Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 23, και της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-364/98 P(R), Emesa Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-8815, σκέψη 44].

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    Επί του παραδεκτού

    48

    Κατά την Επιτροπή, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη.

    49

    Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς, αφενός, ότι η κύρια προσφυγή με την οποία συνδέεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι, πρώτον, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση πράξεως γενικής ισχύος, εν προκειμένω οδηγίας, ενώ η πράξη αυτή δεν αφορά ατομικά καμία από αυτές και, δεύτερον, τα αιτήματα της κύριας προσφυγής με τα οποία ζητείται η ακύρωση των αμφισβητουμένων περιορισμών είναι απαράδεκτα στο μέτρο που οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν ένα συνολικό σύστημα και δεν μπορούν να αποσπαστούν από την υπόλοιπη οδηγία.

    50

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, αφετέρου, ότι τα αιτήματα με τα οποία ζητείται από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων να την υποχρεώσει να λάβει ορισμένα μέτρα είναι απαράδεκτα, λόγω του ότι, πρώτον, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει εντολές στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται βάσει του άρθρου 230 ΕΚ και, δεύτερον, μια τέτοια εντολή δεν θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα, καθόσον θα απέβλεπε σε τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας την οποία η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να υιοθετήσει χωρίς παρέμβαση των λοιπών μερών της νομοθετικής διαδικασίας, τα οποία θα μπορούσαν να μη τη δεχθούν.

    51

    Κατά τις αιτούσες, αντιθέτως, τόσο η κύρια προσφυγή όσο και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι παραδεκτές.

    Επί του fumus boni juris

    52

    Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η επίδικη οδηγία είναι παράνομη στο μέτρο που, πρώτον, θεσπίζοντας τους αμφισβητούμενους περιορισμούς βάσει μιας αξιολογήσεως της επικινδυνότητας της flusilazole και όχι μιας αξιολογήσεως των ενδεχομένων κινδύνων από τη χρήση της, η εν λόγω οδηγία δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία 91/414, σύμφωνα με την οποία κάθε δραστική ουσία πρέπει να εκτιμάται βάσει αξιολογήσεως των κινδύνων από τη χρήση της.

    53

    Κατά τις αιτούσες, οι επιπτώσεις της flusilazole στην υγεία των ανθρώπων και στο περιβάλλον αξιολογήθηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τυχόν ανησυχίες ως προς τα εγγενή τοξικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου προκλήσεως ενδοκρινικής διαταραχής, λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως. Κατά τη διαδικασία αυτή, η κοινοποιήσασα επιχείρηση απέδειξε ότι υπήρχαν ασφαλείς χρήσεις της flusilazole και, στο σχέδιο επανεξετάσεως της Επιτροπής του Ιουνίου 2004, διατυπώθηκε, με ορισμένες επιφυλάξεις, θετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ασφάλεια της flusilazole.

    54

    Κατά τις αιτούσες, απλές ανησυχίες τις οποίες διατυπώνουν διάφορα κράτη μέλη ως προς τις επικίνδυνες ιδιότητες της flusilazole δεν δικαιολογούν ούτε την απαγόρευσή της μετά τις 30 Ιουνίου 2008 ούτε την προηγούμενη ανάκληση, από 30ής Ιουνίου 2007, όλων των εγκρίσεων αυτής της δραστικής ουσίας για χρήσεις άλλες από εκείνες που επιτρέπει η επίδικη οδηγία.

    55

    Δεύτερον, η επίδικη οδηγία παραβιάζει την αρχή της προφυλάξεως, η εφαρμογή της οποίας πρέπει να στηρίζεται μόνο στην αξιολόγηση των κινδύνων από τη χρήση και όχι σε αξιολόγηση της επικινδυνότητας.

    56

    Τρίτον, η επίδικη οδηγία παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που, πρώτον, η Επιτροπή ουδέποτε έχει θεσπίσει τέτοιους περιορισμούς σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεύτερον, η επίδικη οδηγία εμποδίζει τα κράτη μέλη να λάβουν οποιαδήποτε απόφαση διαχειρίσεως των κινδύνων, ιδίως όσον αφορά άλλες χρήσεις για τις οποίες η flusilazole θα μπορούσε να επιτραπεί, και, τρίτον, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί άλλα μέτρα λιγότερο περιοριστικά.

    57

    Τέταρτον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που άλλες δραστικές ουσίες των οποίων η τοξικότητα είναι περισσότερο εμφανής απ’ όσο της flusilazole έχουν καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 χωρίς κανένα περιορισμό.

    58

    Πέμπτον, εκδίδοντας την επίδικη οδηγία, η Επιτροπή παρέβη το καθήκον χρηστής διοικήσεως, προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως των αιτουσών, παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει.

    59

    Έκτον, η επίδικη οδηγία πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λόγω του ότι οι αμφισβητούμενοι περιορισμοί στηρίζονται σε ανησυχίες, εκφραζόμενες από ορισμένα κράτη μέλη, οι οποίες δεν είναι τεκμηριωμένες.

    60

    Τέλος, η επίδικη οδηγία εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας.

    61

    Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η επίδικη οδηγία είναι νόμιμη.

    62

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει προκαταρκτικώς ότι, πρώτον, είναι η μόνη αρμόδια να εκδώσει απόφαση σχετικά με την ασφάλεια της flusilazole κατά τη διαδικασία της οδηγίας 91/414. Εν προκειμένω, από τη διαδικασία αυτή προέκυψαν αμφιβολίες ως προς τα αποτελέσματα της flusilazole στο ενδοκρινικό σύστημα. Έτσι, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, η Επιτροπή αποφάσισε να επιτρέψει τη διάθεση της ουσίας αυτής στην αγορά μόνον υπό ορισμένους περιοριστικούς όρους.

    63

    Δεύτερον, οι αμφισβητούμενοι περιορισμοί εκφράζουν τη βούληση της Επιτροπής να εφαρμόσει την αρχή της προφυλάξεως, η οποία μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στην αξιολόγηση των κινδύνων από τη χρήση της ουσίας, αλλά και στη διαχείριση τους.

    64

    Τρίτον, η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου προς εκτίμηση μιας πράξεως όπως η επίδικη οδηγία είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι η πράξη αυτή συνιστά αποτέλεσμα περίπλοκων εκτιμήσεων σε ζητήματα τεχνικής φύσεως.

    65

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αιτούσες, η Επιτροπή απαντά ότι, πρώτον, όσον αφορά τον περιορισμό σχετικά με τις χρήσεις της flusilazole, έχει θεσπίσει παρόμοιους περιορισμούς οσάκις, σε άλλες περιπτώσεις, υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την επικινδυνότητα των αξιολογούμενων ουσιών. Εν προκειμένω, ο εν λόγω περιορισμός δικαιολογείται από τους κινδύνους διαταραχής του ενδοκρινικού συστήματος τους οποίους διαπίστωσε η Επιτροπή, η οποία, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, αποφάσισε να επιτρέψει μόνον τις χρήσεις που είχαν πράγματι αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικών δοκιμών.

    66

    Δεύτερον, όσον αφορά τον περιορισμό που αφορά τη δεκαοκτάμηνη μόνον ισχύ της καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, σκοπός του περιορισμού αυτού είναι να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να ασχοληθούν κατά προτεραιότητα με τη flusilazole, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών κινδύνων που εμφανίζει η ουσία αυτή.

    67

    Τρίτον, όσον αφορά την αρχή της χρηστής διοικήσεως, κατά την Επιτροπή δεν είναι δυνατή η επίκληση της αρχής αυτής ανεξάρτητα από την προσβολή κάποιου άλλου δικαιώματος.

    68

    Τέταρτον, όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι εμποδίστηκαν να προβάλουν επιχειρήματα στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως.

    69

    Πέμπτον, όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, οι αιτούσες δεν ανέφεραν ως προς τι παραβιάστηκε η αρχή αυτή.

    70

    Έκτον, όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι οι αιτούσες δεν ανέφεραν τα στοιχεία επί των οποίων στήριξαν την εμπιστοσύνη τους.

    71

    Έβδομον, όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κάθε δραστική ουσία πρέπει, κατά την Επιτροπή, να αξιολογείται ανεξάρτητα από τις άλλες δραστικές ουσίες και, οσάκις εγκρίνεται μια δραστική ουσία, μπορούν να λαμβάνονται μέτρα μετριασμού των κινδύνων.

    72

    Όγδοον, όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 8 της επίδικης οδηγίας περιέχουν τους λόγους που την οδήγησαν να θεσπίσει τους αμφισβητούμενους περιορισμούς.

    73

    Ένατον, όσον αφορά την αιτίαση ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πλάνη αυτή δεν είναι αποδεδειγμένη.

    74

    Τέλος, όσον αφορά την κατάχρηση εξουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούσες δεν προσδιόρισαν τον αθέμιτο σκοπό τον οποίο επιδίωκε η Επιτροπή.

    Επί του επείγοντος

    75

    Οι αιτούσες εκτιμούν ότι είναι επείγον να γίνει δεκτή η αίτηση προσωρινών μέτρων, ώστε να μην υποστούν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, η οποία δεν είναι καθαρά οικονομικής φύσεως. Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η ζημία αυτή θα συνίσταται, πρώτον, σε ανεπανόρθωτη απώλεια του μεριδίου αγοράς που κατέχουν στην ευρωπαϊκή αγορά των τριαζολικών μυκητοκτόνων, δεύτερον, στο κλείσιμο του εργοστασίου τους στο Cernay (Γαλλία) και, τρίτον, στη ζημία που θα υποστούν οι γεωργοί που χρησιμοποιούν τη flusilazole καθώς και η ευρωπαϊκή γεωργία στο σύνολό της.

    76

    Όσον αφορά την πρώτη ζημία που επικαλούνται οι αιτούσες και η οποία έχει σχέση με την ανεπανόρθωτη απώλεια των μεριδίων αγοράς που κατέχουν στην ευρωπαϊκή αγορά τριαζολικών μυκητοκτόνων, οι αιτούσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προβαλλόμενη ζημία είναι επικείμενη, δεδομένου ότι η επίδικη οδηγία, απαγορεύοντας στην πράξη την εμπορία της flusilazole, θα έχει ως συνέπεια, από τις 30 Ιουνίου 2008, την απώλεια των συναφών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, των οποίων η σημερινή καθαρή αξία εκτιμάται σε 84 εκατομμύρια ευρώ περίπου, υπολογιζόμενη βάσει των εσόδων τα οποία οι αιτούσες θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν από την εμπορία της flusilazole κατά το χρονικό διάστημα 2007-2017.

    77

    Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, η ζημία αυτή είναι ανεπανόρθωτη λόγω του ότι, πρώτον, δεν διαθέτουν εναλλακτικά προϊόντα για να αντικαταστήσουν τη flusilazole στην αγορά των τριαζολικών μυκητοκτόνων και, δεύτερον, οι ανταγωνιστές των αιτουσών στην αγορά αυτή, ιδίως οι Bayer CropScience, BASF και Syngenta, θα καταλάβουν εύκολα τα μερίδια αγοράς που κατέχουν οι αιτούσες. Πράγματι, οι αιτούσες κατέχουν μερίδιο αγορά που ανέρχεται μόνο στο [απόρρητο] ( 1 ) περίπου, ενώ τα μερίδια αγορά των Bayer CropScience, BASF και Syngenta ανέρχονται, αντιστοίχως, στο [απόρρητο]. Τρίτον, η εικόνα της flusilazole θα τρωθεί από την μακροπρόθεσμη απαγόρευση της χρήσεως στην οποία οδηγεί η επίδικη οδηγία και οι αγοραστές δεν θα θέλουν πλέον να την παραγγείλουν. Τέταρτον, οι επίσημοι τεχνικοί σύμβουλοι στα κράτη μέλη θα αποκλείσουν τη flusilazole από τα συνιστώμενα προγράμματα και, κατά συνέπεια, μετά από μια ορισμένη περίοδο απουσίας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο —αν όχι αδύνατο— να την επανεισαγάγουν στα προγράμματα αυτά. Πέμπτον, η ευαισθησία σε ζητήματα δημόσιας υγείας η οποία διακρίνει τους πελάτες και τους εμπορικούς εταίρους των αιτουσών θα είχε ως συνέπεια την απώλεια της εμπιστοσύνης τους στο επίμαχο προϊόν. Έκτον, η εικόνα των αιτουσών στον συγκεκριμένο βιομηχανικό τομέα επίσης θα τρωθεί.

    78

    Όσον αφορά τη δεύτερη ζημία που προβάλλουν οι αιτούσες, και η οποία συνδέεται με το κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay, που είναι η εγκατάσταση στην οποία οι αιτούσες συγκεντρώνουν το σύνολο της παραγωγής flusilazole για την ευρωπαϊκή αγορά, οι αιτούσες υποστηρίζουν ουσιαστικά ότι η διακοπή της λειτουργίας μιας τέτοιας εγκαταστάσεως, το [απόρρητο] της παραγωγής της οποίας προορίζεται για την ευρωπαϊκή αγορά, θα έχει ως συνέπεια, πρώτον, την απώλεια 40 θέσεων απασχολήσεως στο ίδιο το εργοστάσιο, δεύτερον, την απώλεια δεκάδων θέσεων απασχολήσεως στις επιχειρήσεις που επεξεργάζονται τη flusilazole, τρίτον, αν το εργοστάσιο αφιερωθεί στην παραγωγή άλλου προϊόντος, την αδυναμία μεταγενέστερης αλλαγής του αντικειμένου της παραγωγής σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο ακυρώσει την επίδικη οδηγία, τέταρτον, σοβαρή βλάβη των προμηθευτών πρώτων υλών και, πέμπτον, σημαντική μείωση του επιπέδου των επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη.

    79

    Όσον αφορά την τρίτη ζημία που προβάλλουν οι αιτούσες, και η οποία έχει σχέση με τη ζημία που θα υποστούν οι γεωργοί που χρησιμοποιούν τη flusilazole και η ευρωπαϊκή γεωργία γενικά, οι αιτούσες παρατηρούν, καταρχάς, ότι δεν υφίσταται σήμερα καμία τεχνική λύση άλλη από τη flusilazole για την αντιμετώπιση των ασθενειών του ξύλου της αμπέλου, δεύτερον, ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο καταχωρισμένο προϊόν ικανό να περιορίσει τη φόμωψη στο ηλιοτρόπιο και, τέλος, ότι η flusilazole είναι το μόνο προϊόν για την αντιμετώπιση των ασθενειών του λιναριού και της κάνναβης. Εξάλλου, σε άλλες καλλιέργειες, η απόσυρση της flusilazole θα αυξήσει το κόστος προστασίας των καλλιεργειών από τις μυκητιάσεις. Οι αιτούσες υπολογίζουν τη ζημία που θα υποστούν οι Ευρωπαίοι γεωργοί σε 90 εκατομμύρια ευρώ περίπου.

    80

    Κατά την Επιτροπή, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι συνιστά επείγουσα ανάγκη η λήψη των ζητουμένων ασφαλιστικών μέτρων.

    81

    Η Επιτροπή αναπτύσσει, προκαταρκτικώς, ορισμένες σκέψεις παρατηρώντας, πρώτον, ότι οι ζημίες που επικαλούνται οι αιτούσες είναι οικονομικής φύσεως, οπότε δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανεπανόρθωτες. Δεύτερον, οι αιτούσες δεν προσκόμισαν έγγραφα προερχόμενα από ανεξάρτητη πηγή προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Τρίτον, οι αιτούσες όφειλαν να είχαν προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί καθεμία από αυτές. Τέταρτον, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ποια θα είναι η ρύθμιση που θα ισχύσει για τη flusilazole μετά τις 30 Ιουνίου 2008, θα πρέπει να εκτιμηθούν μόνον οι ενδεχόμενες συνέπειες μιας δεκαοκτάμηνης απαγορεύσεως της εμπορίας της flusilazole για τις αιτούσες, και όχι οι πιθανές συνέπειες μιας πλήρους απαγορεύσεως. Επιπλέον, εφόσον η περίοδος την οποία προβλέπει η επίδικη οδηγία για τη διάθεση των αποθεμάτων εκτείνεται έως τις 30 Ιουνίου 2007, η εκτίμηση των επιπτώσεών της θα πρέπει να αφορά μόνο το χρονικό διάστημα από 30 Ιουνίου 2007 έως 30 Ιουνίου 2008. Πέμπτον, η ζημία την οποία προβάλλουν οι αιτούσες δεν είναι επικείμενη. Έκτον, οι αιτούσες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι, μετά τις 30 Ιουνίου 2008, η άδεια κυκλοφορίας της flusilazole δεν θα μπορέσει να ανανεωθεί.

    82

    Όσον αφορά τις ζημίες που προβάλλουν οι αιτούσες, η Επιτροπή υποστηρίζει, ως προς την απώλεια των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των αιτουσών, ότι το κριτήριο υπολογισμού της σημερινής καθαρής αξίας των δραστηριοτήτων αυτών, που αναφέρεται στα έσοδα που οι αιτούσες θα μπορούσαν να αντλήσουν από την εμπορία της flusilazole κατά την περίοδο 2007-2017, δεν είναι ορθό. Πρώτον, το κριτήριο αυτό στηρίζεται στην εσφαλμένη σκέψη ότι η καταχώριση της flusilazole δεν θα ανανεωθεί μετά την παρέλευση του δεκαοκταμήνου που προβλέπει η επίδικη οδηγία, ενώ είναι αδύνατον να προβλεφθεί ποια θα είναι η ρύθμιση που θα ισχύσει τότε για τη flusilazole. Δεύτερον, ο υπολογισμός λαμβάνει υπόψη μια ζημία η οποία, κατά το ουσιώδες μέρος της, θα προκληθεί πολύ αργότερα από την περάτωση της κύριας δίκης. Τρίτον, για καθένα από τα έτη μεταξύ 2007 και 2017, οι αιτούσες αφαιρούν σημαντικά ποσά ως δαπάνες, που κυμαίνονται μεταξύ [απόρρητο] και [απόρρητο]. Η Επιτροπή θεωρεί συναφώς ότι, αν η flusilazole δεν διατίθεται στο εμπόριο, δεν μπορεί να υπάρχουν δαπάνες εμπορίας, διοικητικές δαπάνες ή δαπάνες διανομής της flusilazole.

    83

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη απώλεια μεριδίων αγοράς από τις αιτούσες στην αγορά των τριαζολικών μυκητοκτόνων, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι μια τέτοια απώλεια προϋποθέτει ότι η καταχώριση της flusilazole δεν θα ανανεωθεί μετά την παρέλευση του δεκαοκταμήνου που προβλέπει η επίδικη οδηγία, πράγμα που δεν μπορεί να αποδειχθεί.

    84

    Δεύτερον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εμπορία της flusilazole θα απαγορευθεί πλήρως μετά τις 30 Ιουνίου 2008, οι αιτούσες όφειλαν να αποδείξουν ότι, εξ αυτού του λόγου, θα περιέρχονταν σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή τους ή να μεταβάλει κατά τρόπο ανεπανόρθωτο τα μερίδια αγοράς που κατέχουν. Ειδικότερα, έπρεπε να αποδείξουν ότι εμπόδια διαρθρωτικής ή νομικής φύσεως θα τις εμπόδιζαν να επανέλθουν στην αγορά σε περίπτωση που η επίδικη οδηγία ακυρωνόταν τελικά από το Πρωτοδικείο.

    85

    Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των αιτουσών σύμφωνα με τα οποία, αφενός, οι προμηθευτές θα λάβουν άλλα μέτρα και δεν θα επανέλθουν, συνεπώς, στις προσφεύγουσες και, αφετέρου, οι επίσημοι τεχνικοί σύμβουλοι δεν θα περιλάβουν πλέον τη flusilazole στα συμβουλευτικά προγράμματά τους, οι δε αποφάσεις αυτές θα είναι αμετάκλητες, η Επιτροπή θεωρεί ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία.

    86

    Τέταρτον, όσον αφορά τη δυνατότητα αντικαταστάσεως της flusilazole, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αφενός, τα μυκητοκτόνα tebuconazole και proquinazid, τα οποία επίσης εμπορεύονται οι αιτούσες, μπορούν να αντικαταστήσουν τη flusilazole και, αφετέρου, ακόμα και αν οι αιτούσες δεν διέθεταν δικά τους εναλλακτικά προϊόντα, θα μπορούσαν να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες προκειμένου να διανέμουν τα προϊόντα άλλων παραγωγών.

    87

    Πέμπτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό των αιτουσών ότι δεν θα μπορέσουν να επανέλθουν στην αγορά, ακόμα και αν η επίδικη οδηγία ακυρωθεί, δεδομένου ότι οι καταναλωτές θα ανησυχούν για τις επιπτώσεις της ουσίας στη δημόσια υγεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αφενός, αν η επίδικη οδηγία ακυρωθεί, οι αιτούσες θα μπορούσαν να οργανώσουν ενημερωτική εκστρατεία για να πείσουν τους πελάτες τους να επανέλθουν στο προϊόν τους και, αφετέρου, οι αιτούσες δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα ήταν αδύνατο, στην περίπτωση αυτή, να τους πείσουν να αγοράζουν και πάλι flusilazole.

    88

    Έκτον, οι αιτούσες δεν επικαλούνται, κατά την Επιτροπή, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι ανταγωνιστές τους θα απορροφήσουν τα μερίδια αγοράς τους και ότι αυτή η απώλεια μεριδίων αγοράς θα είναι ανεπανόρθωτη.

    89

    Όσον αφορά το κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούσες, αφενός, δεν προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται εκτός Κοινότητας δεν θα είναι επαρκείς για να αποφευχθεί το κλείσιμο του εργοστασίου αυτού και, αφετέρου, επικαλούνται ζημίες τις οποίες στην πραγματικότητα υφίστανται τρίτοι και, συνεπώς, δεν υφίστανται άμεσα οι αιτούσες.

    90

    Όσον αφορά την υποτιθέμενη βλάβη της ευρωπαϊκής γεωργίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η βλάβη αυτή, αφενός, δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμο και, αφετέρου, δεν αποτελεί βλάβη την οποία υφίστανται άμεσα οι αιτούσες.

    91

    Τέλος, όσον αφορά το ενδεχόμενο η προβαλλόμενη ζημία να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη των αιτουσών, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, πρώτον, η μητρική εταιρία του ομίλου στον οποίο ανήκουν οι αιτούσες είναι σημαντική επιχείρηση η οποία πραγματοποίησε έσοδα τα οποία, το 2006, ανήλθαν σε 27,4 δισεκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD), δεύτερον, η προβαλλόμενη ζημία των 84 εκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχεί στο 0,22 % περίπου του συνολικού εισηγμένου στο χρηματιστήριο κεφαλαίου της μητρικής μόνον αυτής εταιρίας και, τρίτον, η προβαλλόμενη ζημία δεν αντιπροσωπεύει παρά το 0,108 %, ήτοι περίπου το ένα χιλιοστό, των ετησίων εσόδων του εν λόγω ομίλου.

    92

    Με τις τελικές παρατηρήσεις τους της 15ης Μαρτίου 2007 οι αιτούσες απαντούν στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

    93

    Πρώτον, οι αιτούσες επαναλαμβάνουν ότι η επίδικη οδηγία καταλήγει ουσιαστικά στην απαγόρευση της εμπορίας της flusilazole από τις 30 Ιουνίου 2008. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η πιθανότητα παρατάσεως είναι καθαρά υποθετική, δεν μπορεί να αποκλείσει το επείγον της υποθέσεως, καθόσον οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμώνται βάσει της καταστάσεως που υφίσταται κατά τον χρόνο της υποβολής τους.

    94

    Πράγματι, μετά τις 30 Ιουνίου 2008 —ήτοι μετά την παρέλευση του δεκαοκταμήνου που προβλέπει η επίδικη οδηγία— η διάθεση flusilazole στην αγορά θα απαγορεύεται δυνάμει της οδηγίας αυτής.

    95

    Συναφώς, οι αιτούσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι η Επιτροπή, καίτοι αναφέρει ότι η διαδικασία που θα επιτρέψει την παράταση της περιόδου καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 θα μπορούσε να είναι πολύ ταχεία, δεν παρέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι οριστική αξιολόγηση της fusilazole θα μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ολίγων μηνών, ενώ, αφενός, πλείονα έτη δεν έχουν μέχρι σήμερα αρκέσει ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση αυτή και, αφετέρου, αίτηση περί παρατάσεως πρέπει κανονικά να υποβληθεί τουλάχιστον δύο έτη πριν από τη λήξη της εγκρίσεως της επίμαχης ουσίας. Δεύτερον, η Επιτροπή δεν εξήγησε ως προς τι η κατάσταση θα μπορούσε να μεταβληθεί στη διάρκεια του δεκαοκταμήνου κατά το οποίο η flusilazole μπορεί ακόμα μερικώς να διατίθεται στην αγορά μόνο για τις επιτρεπόμενες χρήσεις. Τρίτον, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι πρόωρη, και η οποία στηρίζεται στην ιδέα ότι η Επιτροπή θα μπορούσε, καταρχήν, να λάβει απόφαση τροποποιούσα την αρχική της απόφαση, καταλήγει στο να πρέπει να θεωρείται στην πραγματικότητα μια τέτοια αίτηση πάντοτε πρόωρη και να μη μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτή, καθιστώντας τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων άνευ αντικειμένου. Τέταρτον, οποιαδήποτε απόφαση εκδοθεί μετά την περίοδο των 18 μηνών θα είναι πολύ καθυστερημένη ώστε να αποφευχθούν τα αρνητικά αποτελέσματα των αμφισβητουμένων περιορισμών.

    96

    Όσον αφορά την απώλεια των μεριδίων τους στην αγορά, οι αιτούσες αναπτύσσουν διάφορες προκαταρκτικές σκέψεις υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, η προϋπόθεση του επείγοντος που απαιτείται ώστε να διαταχθούν προσωρινά μέτρα δεν απαιτεί να αποδεικνύεται ότι υφίσταται κίνδυνος εξαφανίσεως του αιτούντος. Κατά τις αιτούσες, για να πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος, τους αρκεί να αποδείξουν ότι απειλούνται να απολέσουν κατά τρόπο μη αναστρέψιμο τα μερίδια αγοράς τους.

    97

    Όσον αφορά το ανεπανόρθωτο της προβαλλόμενης ζημίας, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι, πρώτον, τα δύο προϊόντα που αναφέρει η Επιτροπή δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εναλλακτικά προϊόντα, δεδομένου ότι οι αιτούσες διαθέτουν στην αγορά, αφενός, την tebuconazole βάσει αδείας που τους επιτρέπει να τη διαθέτουν μόνο στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και, αφετέρου, την proquinazid, βάσει αδείας η οποία τους επιτρέπει να τη διαθέτουν στην αγορά μόνο για χρήση επί άλλων καλλιεργειών ή κατ’ άλλων ασθενειών από εκείνες για τις οποίες κυκλοφορεί η flusilazole. Δεύτερον, προτού μπορέσουν οι αιτούσες να θέσουν μια νέα ουσία στην αγορά, θα χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία για τις αναγκαίες για την παραγωγή της μελέτες, έρευνες και διοικητικές διατυπώσεις. Τρίτον, οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνει η Επιτροπή, όπως οι παράλληλες εισαγωγές, οι σύναψη συμβάσεων διανομής με άλλους παραγωγούς και η διάθεση γενόσημων προϊόντων στην αγορά, είναι πρακτικά ανεφάρμοστες, δεδομένου ότι, καταρχάς, δεν έχει έννοια από οικονομικής απόψεως, για τον ανταγωνιστή παραγωγό, να επιτρέψει στις αιτούσες να επιζήσουν στην αγορά αυτή, περαιτέρω, οι παράλληλες εισαγωγές είναι δυνατές μόνο για περιορισμένες ποσότητες, οι οποίες δεν αρκούν για να καλυφθεί το κόστος των αιτουσών, και, τέλος, οι αιτούσες δεν δραστηριοποιούνται στην αγορά γενόσημων προϊόντων και, εν πάση περιπτώσει, και η ανάπτυξη ενός γενόσημου προϊόντων απαιτεί πλείονα έτη. Τέταρτον, η ανάκληση της εγκρίσεως της διαθέσεως της flusilazole στην αγορά θα επιφέρει μη αναστρέψιμες μεταβολές στη δομή της αγοράς, λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, όπως ανέφεραν διάφοροι διανομείς, το γεγονός ότι η άδεια εμπορίας ενός προϊόντος έχει ανακληθεί θίγει ανεπανόρθωτα την εικόνα του και, αφετέρου, η αδράνεια των καταναλωτών έχει ως συνέπεια ότι δεν θα αλλάξουν και πάλι προϊόν για να επανέλθουν σε άλλο προϊόν το οποίο μόλις έχουν εγκαταλείψει.

    98

    Τέλος, η ανάκληση της άδειας εμπορίας της flusilazole θα έχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay, το [απόρρητο] της παραγωγής του οποίου προορίζεται για την ευρωπαϊκή αγορά. Η παραγωγή θα διακοπεί επί εννέα μήνες, πράγμα που συνεπάγεται κόστος [απόρρητο], δεδομένου ότι διακοπή ενός μήνα συνεπάγεται κόστος [απόρρητο]. Επιπλέον, η εκτιμώμενη αύξηση του κόστους ανά πωλούμενο χιλιόγραμμο προϊόντων με βάση τη flusilazole θα είναι της τάξεως του [απόρρητο], συνέπεια της αυξήσεως του κόστους των πρώτων υλών ανά χιλιόγραμμο που θα προκύψει από τη μείωση των παραδιδομένων ποσοτήτων. Το πάγιο κόστος της παραγωγής της flusilazole το 2006, που ανήλθε συνολικώς σε [απόρρητο], θα πρέπει να κατανεμηθεί στον υπόλοιπο όγκο της flusilazole, της οποίας το κόστος παραγωγής θα αυξηθεί κατά συνέπεια κατά [απόρρητο] ανά λίτρο τελικού προϊόντος.

    99

    Κατά την ακρόασή της, η Επιτροπή απάντησε ότι, όσον αφορά, πρώτον, τα αποτελέσματα της επίδικης οδηγίας, αφενός, οι αιτούσες δεν προσκόμισαν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η οδηγία αυτή θα καταλήξει στην απαγόρευση της εμπορίας της flusilazole από τις 30 Ιουνίου 2008 και, αφετέρου, ακόμα και αν ληφθεί απόφαση περί απαγορεύσεως της εμπορίας της flusilazole, η ανάκληση των εθνικών εγκρίσεων θα οφείλεται στην απόφαση αυτή και όχι στην επίδικη οδηγία, οπότε η ζημία που προβάλλουν οι αιτούσες είναι απλώς υποθετική.

    100

    Όσον αφορά, δεύτερον, το ανεπανόρθωτο της ζημίας που προβάλλουν οι αιτούσες, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επιχειρηματολογία των αιτουσών είναι αντιφατική, στο μέτρο που αναφέρεται συγχρόνως στη μοναδικότητα των ιδιοτήτων της flusilazole, προς απόδειξη της αδυναμίας αντικαταστάσεώς της με άλλα προϊόντα, και στην ύπαρξη πλειόνων εναλλακτικών προϊόντων, προς απόδειξη του ότι οι καταναλωτές δεν θα επιτρέψουν στη flusilazole σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο ακυρώσει την επίδικη οδηγία.

    101

    Όσον αφορά τον σοβαρό χαρακτήρα της προβαλλόμενης ζημίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αιτούσες δεν μπορούν να περιοριστούν στην επίκληση απώλειας μεριδίων αγοράς, αλλά υποχρεούνται και να αποδείξουν ότι μια τέτοια απώλεια θα τους προξενούσε σοβαρή ζημία, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του ομίλου με τον οποίο συνδέονται μέσω του συνόλου των μετόχων τους.

    Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

    102

    Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η στάθμιση των συμφερόντων κλίνει υπέρ αυτών λόγω του ότι, αφενός, τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα περιορίζονται στη διατήρηση της υφισταμένης καταστάσεως και, αφετέρου, η flusilazole είναι ουσιώδους σημασίας για τους γεωργούς της Κοινότητας και τους επιτρέπει να ανταγωνίζονται τους άλλους γεωργούς ανά τον κόσμο.

    103

    Κατά την ακρόαση, οι αιτούσες ζήτησαν εξάλλου να συνεκτιμηθούν κατά τη στάθμιση των συμφερόντων και οι ζημίες που ενδέχεται να προκληθούν στους εργαζομένους, στις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την παραγωγή της flusilazole, στους γεωργούς που χρησιμοποιούν τη δραστική αυτή ουσία και στην ευρωπαϊκή γεωργία εν γένει.

    104

    Κατά την Επιτροπή, η στάθμιση των συμφερόντων κλίνει υπέρ της απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, λόγω του ότι, αφενός, οι αμφισβητούμενοι περιορισμοί έχουν μελετηθεί ως σύνολο και δεν μπορούν να αποσπαστούν από την υπόλοιπη επίδικη οδηγία χωρίς να διακυβευθεί ο σκοπός της ρυθμίσεως, που συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας, και, αφετέρου, αν ανασταλεί η ισχύς των αμφισβητουμένων περιορισμών, η προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος θα εξασθενήσει.

    Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

    Επί του παραδεκτού

    105

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 104, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεως ενός οργάνου, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 242 ΕΚ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    106

    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, καίτοι είναι αληθές ότι το ζήτημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν πρέπει, καταρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων διότι άλλως προδικάζεται η ουσία της υποθέσεως, γεγονός παραμένει ότι, προκειμένου να κηρυχθεί παραδεκτή η αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως, ο αιτών οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό της προσφυγής με την οποία συνδέεται η αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων, και τούτο για να μη μπορεί, μέσω της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, να επιτευχθεί αναστολή εκτελέσεως πράξεως που δεν πρόκειται στη συνέχεια να ακυρωθεί από τον κοινοτικό δικαστή, καθόσον η προσφυγή θα κριθεί απαράδεκτη στην κύρια δίκη [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-329/99 P(R), Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8343, σκέψη 89· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 2004, T-37/04 R, Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II-2153, σκέψη 108].

    107

    Η εν λόγω εξέταση του παραδεκτού της κύριας προσφυγής είναι κατ’ ανάγκην συνοπτική, λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-300/00 P(R), Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8797, σκέψη 35· προμνησθείσα στη σκέψη 106 διάταξη Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, σκέψη 109].

    108

    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως, δεδομένου ότι η εν λόγω εκτίμηση αποσκοπεί στο να εξεταστεί αν ο αιτών προσκόμισε επαρκή στοιχεία τα οποία δικαιολογούν, a priori, το να συναχθεί ότι το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κρίνει την εν λόγω αίτηση απαράδεκτη μόνον αν το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να αποκλειστεί τελείως. Πράγματι, η έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παραδεκτό αυτό δεν αποκλείεται εκ πρώτης όψεως τελείως θα προδίκαζε την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της κύριας προσφυγής (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2001, Τ-342/00 R, Petrolessence και SG2R κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-67, σκέψη 17· της 19ης Δεκεμβρίου 2001, Τ-195/01 R και Τ-207/01 R, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3915, σκέψη 47, και προμνησθείσα στη σκέψη 106 διάταξη Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, σκέψη 110).

    109

    Εν προκειμένω, οι αιτούσες συνδέουν την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με προσφυγή ακυρώσεως της οποίας το παραδεκτό αμφισβητεί η Επιτροπή.

    110

    Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούσες επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν αποκλείεται τελείως.

    111

    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η επίδικη οδηγία αφορά τις αιτούσες ατομικά.

    112

    Συναφώς, αφενός, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά την ακρόαση, οι αιτούσες προσκόμισαν έγγραφο από το οποίο προκύπτει ότι η Du Pont de Nemours (France) SA, η οποία μνημονευόταν στον κανονισμό 933/94 ως κοινοποιήσασα επιχείρηση, άλλαξε εν τω μεταξύ επωνυμία και ονομάζεται πλέον Du Pont de Nemours (France) SAS. Η πρώτη αιτούσα πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρείται ως η κοινοποιήσασα επιχείρηση. Εξάλλου, η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε στη διαδικασία αξιολογήσεως και ίσχυσαν υπέρ αυτής διαδικαστικές εγγυήσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί, εκ πρώτης όψεως, το ενδεχόμενο να θίγει η επίδικη οδηγία την πρώτη αιτούσα ατομικά και να είναι παραδεκτή η κύρια προσφυγή της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3305, σκέψεις 99 έως 105, και T-70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3495, σκέψεις 91 έως 96).

    113

    Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν πρόκειται για το παραδεκτό μίας και μόνης προσφυγής, ασκουμένης από πλείονες προσφεύγοντες η δε προσφυγή είναι παραδεκτή όσον αφορά έναν από αυτούς, παρέλκει η εξέταση της νομιμοποιήσεως των λοιπών προσφευγόντων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 31· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T-127/99, T-129/99 και T-148/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1275, σκέψη 52, και της 8ης Ιουλίου 2003, T-374/00, Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-2275, σκέψη 57).

    114

    Όσον αφορά το παραδεκτό των αιτημάτων της κύριας προσφυγής περί μερικής ακυρώσεως της επίδικης οδηγίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η μερική ακύρωση κοινοτικής πράξεως είναι δυνατή μόνον στο μέτρο που τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπαστούν από την υπόλοιπη πράξη. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι αυτή η απαίτηση της δυνατότητας διαχωρισμού δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση μιας πράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της πράξεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2006, C-36/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-2981, σκέψεις 12 και 13· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 257).

    115

    Όμως, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίζεται να αναφέρει ότι οι αμφισβητούμενοι περιορισμοί δεν μπορούν να αποσπαστούν από το υπόλοιπο της επίδικης οδηγίας, χωρίς ωστόσο να παρέχει στοιχεία που να επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι η ζητούμενη μερική ακύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία της οδηγίας αυτής.

    116

    Εν προκειμένω, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η προσφυγή τους δεν συνίσταται στην ακύρωση της επίδικης οδηγίας, η οποία είναι οδηγία που εκδόθηκε για την καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, αλλά στην καταχώριση της ουσίας αυτής χωρίς τους αμφισβητούμενους περιορισμούς, τους οποίους οι αιτούσες θεωρούν αδικαιολόγητους από επιστημονικής απόψεως και παράνομους.

    117

    Στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως, καθόσον σκοπός της ενέργειας αυτής είναι να εξεταστεί κατά πόσον ο αιτών προσκομίζει επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως το να συναχθεί ότι το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Συνεπώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κρίνει την αίτηση αυτή απαράδεκτη μόνον αν το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να αποκλειστεί τελείως.

    118

    Όμως, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής δεν παρέχουν στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να κρίνει κατά πόσον οι προσβαλλόμενες διατάξεις μπορούν να αποσπαστούν από τις λοιπές διατάξεις της επίδικης οδηγίας, οπότε το παραδεκτό των αιτημάτων της κύριας προσφυγής δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ πρώτης όψεως.

    119

    Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το ζήτημα κατά πόσον η μερική ακύρωση θα μετέβαλλε την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως αποτελεί κριτήριο αντικειμενικό και όχι κριτήριο υποκειμενικό απτόμενο της πολιτικής βουλήσεως της αρχής η οποία εξέδωσε την επίμαχη πράξη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-239/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-10333, σκέψη 37).

    120

    Συνεπώς, ο πολιτικός σκοπός που επιδίωκε η Επιτροπή εκδίδοντας οδηγία για την καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, συνοδεύοντας συγχρόνως την καταχώριση αυτή με ορισμένους περιορισμούς, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η μερική ακύρωση της επίδικης οδηγίας θα μετέβαλε την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως.

    121

    Εξάλλου, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παρατηρηθεί ότι η flusilazole ήταν, πριν από τις 30 Ιουνίου 2007, επιτρεπόμενη ουσία. Η επίδικη οδηγία έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται η ουσία αυτή επί ορισμένο χρονικό διάστημα και υπό ορισμένους περιορισμούς χρήσεως. Όμως, αν οι αιτούσες μπορούσαν μόνο να ζητήσουν την πλήρη ακύρωση της πράξεως, όπως υπονοεί η Επιτροπή, και όχι την ακύρωση των αμφισβητουμένων περιορισμών, η προσφυγή τους θα τις οδηγούσε στην απαγόρευση της flusilazole, καθόσον οι αιτούσες δεν θα μπορούσαν πλέον να επωφεληθούν από την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414. Μια τέτοια προσφυγή δεν θα είχε προδήλως γι’ αυτές καμία πρακτική χρησιμότητα.

    122

    Επομένως, αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, οι αιτούσες δεν θα μπορούσαν να ζητήσουν ούτε την πλήρη ακύρωση της πράξεως ούτε τη μερική ακύρωσή της, ούτε, ως εκ τούτου, να προστατευθούν από τη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία που υποστηρίζουν ότι τους προξενεί η επίδικη οδηγία. Συνεπώς, στο στάδιο αυτό, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    123

    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιτρέπουν να θεωρηθεί, στην υπό κρίση περίπτωση, ότι το παραδεκτό της κύριας προσφυγής προδήλως αποκλείεται.

    124

    Όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί βάσει του ότι με την αίτηση επιδιώκεται να απευθύνει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εντολές στην Επιτροπή, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην πραγματικότητα, εκείνο που επιδιώκουν οι αιτούσες με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι η αναστολή της εκτελέσεως ορισμένων διατάξεων της επίδικης οδηγίας.

    125

    Εν πάση περιπτώσει, οι αιτούσες δεν περιορίζονται να θεμελιώσουν την αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων στο άρθρο 242 ΕΚ, αλλά επικαλούνται και το άρθρο 243 ΕΚ.

    126

    Όμως, βάσει του άρθρου 243 ΕΚ, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Ειδικότερα, μπορεί να απευθύνει, προσωρινώς, τις κατάλληλες εντολές προς την Επιτροπή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Αυγούστου 1983, 118/83 R, Muratori κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2583, σκέψη 53).

    127

    Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί, βάσει των στοιχείων που επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι παραδεκτή.

    Επί του fumus boni juris

    128

    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ορισμένοι τουλάχιστον από τους λόγους που επικαλούνται οι αιτούσες φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, προσφυείς και, εν πάση περιπτώσει, όχι παντελώς στερούμενοι ερείσματος. Αυτό ισχύει ιδίως για τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο.

    129

    Οι δύο αυτοί λόγοι που προβάλλουν οι αιτούσες στηρίζονται σε κοινή επιχειρηματολογία η οποία θεμελιώνεται, ουσιαστικά, στη διάκριση μεταξύ, αφενός, της έννοιας του κινδύνου από τη χρήση μιας ουσίας και, αφετέρου, της έννοιας της επικινδυνότητάς της.

    130

    Το Πρωτοδικείο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει, σε παρεμφερή τομέα εμπίπτοντα επίσης στην κοινή γεωργική πολιτική κατά το άρθρο 37 ΕΚ, ότι η έννοια του «κινδύνου» ανταποκρίνεται στη λειτουργία της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω χρήσεως ενός προϊόντος ή μιας διαδικασίας. Η έννοια της «επικινδυνότητας» χρησιμοποιείται γενικώς με ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να έχει αντίθετες επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου (προμνησθείσα στη σκέψη 112 απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 147).

    131

    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι η αξιολόγηση των κινδύνων έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση του βαθμού της πιθανότητας των αρνητικών επιδράσεων ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή διαδικασίας στην υγεία του ανθρώπου και τη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 112 απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 148).

    132

    Με τον πρώτο λόγο, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η διαδικασία αξιολογήσεως που θεσπίστηκε με την οδηγία 91/414, όπως προκύπτει από το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, στηρίζεται σε εκτίμηση των κινδύνων από τη χρήση. Συγκεκριμένα, κανένα από τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που εμπίπτουν στην επίδικη ρύθμιση δεν έχει επικίνδυνες ιδιότητες και σκοπός της επίμαχης νομοθεσίας είναι η διαχείριση των κινδύνων που είναι εγγενείς στην εμπορία τέτοιων προϊόντων.

    133

    Όπως παρατηρούν οι αιτούσες, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414, η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής αποκλείεται εκτός εάν, με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μπορεί να αναμένεται ότι ένα τουλάχιστον φυτοπροστατευτικό σκεύασμα που περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία θα είναι ασφαλές. Με άλλες λέξεις, έστω και αν μια ουσία είναι επικίνδυνη, μπορεί πάντοτε εκ πρώτης όψεως να εγγραφεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνεται σε ένα νομικώς αποδεκτό βαθμό επικινδυνότητας όταν τηρούνται οι κατάλληλες οδηγίες χρήσεως.

    134

    Η Επιτροπή δεν φαίνεται να αμφισβητεί ότι η οδηγία 91/414 απαιτεί αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση των ουσιών των οποίων η εμπορία χρήζει εγκρίσεως. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη οδηγία, η οποία εκδόθηκε βάσει της οδηγίας 91/414, στηρίζεται σε αξιολόγηση των κινδύνων από τη χρήση, όπως αυτοί προκύπτουν από επιστημονικές δοκιμές πραγματοποιηθείσες κατά την ανάλυση της flusilazole.

    135

    Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο τους, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η αρχή της προφυλάξεως, την οποία επικαλείται εν προκειμένω η ίδια η Επιτροπή, επίσης στηρίζεται σε εκτίμηση των κινδύνων από τη χρήση και όχι σε εκτίμηση της επικινδυνότητας.

    136

    Ειδικότερα, οι αιτούσες στηρίζονται στη νομολογία του Πρωτοδικείου σύμφωνα με την οποία η αρχή της προφυλάξεως μπορεί να εφαρμοστεί μόνον σε καταστάσεις κινδύνου, ιδίως για την υγεία του ανθρώπου, οι οποίες, χωρίς να στηρίζονται σε απλές υποθέσεις που δεν έχουν ελεγχθεί επιστημονικά, δεν έχουν ακόμα πλήρως αποδειχθεί (προμνησθείσα στη σκέψη 112 απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 146).

    137

    Συναφώς, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι, οσάκις μια κοινοτική αρχή καλείται, στο πλαίσιο της αποστολής της, να πραγματοποιήσει πολύπλοκες εκτιμήσεις, διαθέτει για τον λόγο αυτό ευρεία διακριτική ευχέρεια, η άσκηση της οποίας υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος δεν συνεπάγεται ότι ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να υποκαταστήσει την εν λόγω αρχή στην εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων. Έτσι, σε παρόμοια περίπτωση, ο κοινοτικός δικαστής περιορίζεται να εξετάσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και τους νομικούς χαρακτηρισμούς που συνάγει απ’ αυτά η εν λόγω αρχή και, ειδικότερα, αν η ενέργεια της αρχής αυτής πάσχει από πρόδηλο σφάλμα ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή αν η αρχή αυτή υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2001, C-471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, Συλλογή 2001, σ. I-2865, σκέψη 96].

    138

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να απαντήσει στους δύο αυτούς λόγους, το Πρωτοδικείο θα κληθεί ενδεχομένως να αποφανθεί επί του κατά πόσον η Επιτροπή, εκδίδοντας την επίδικη οδηγία, υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

    139

    Συναφώς, οι αιτούσες υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή είχε σε μια πρώτη φάση, βάσει μιας σειράς επιστημονικών μελετών που προσκόμισε η κοινοποιήσασα επιχείρηση κατόπιν αιτήσεως της ίδιας της Επιτροπής, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η flusilazole ήταν ασφαλής και μπορούσε να καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περίοδο δέκα ετών, έστω και αν η καταχώριση αυτή έπρεπε να συνοδεύεται από ορισμένους περιορισμούς. Μόνο μετά την εξέταση του αρχικού σχεδίου της Επιτροπής από τη μόνιμη επιτροπή, το σχέδιο αυτό τροποποιήθηκε, και μάλιστα κατ’ επανάληψη, μέχρις ότου διαμορφωθεί το κείμενο που τελικά υιοθέτησε η Επιτροπή. Η Επιτροπή αιτιολόγησε τις τροποποιήσεις αυτές στηριζόμενη στους κινδύνους που ενέχει η ενδοκρινική διαταραχή την οποία δυνητικά μπορεί να προκαλέσει η flusilazole.

    140

    Όμως, όπως υποστηρίζουν οι αιτούσες, η αιτιολογία αυτή φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να θέτει εν αμφιβόλω την προηγουμένως πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση των κινδύνων από τη χρήση.

    141

    Εξάλλου, αυτή η αμφισβήτηση των πορισμάτων της εκθέσεως εξετάσεως της Επιτροπής και των διαφόρων συμπληρωματικών μελετών φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να οφείλεται απλώς σε ανησυχίες που έχουν εκφράσει διάφορα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 της επίδικης οδηγίας, χωρίς να προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ανησυχίες αυτές έπρεπε να υπερισχύσουν των αποδεικτικών στοιχείων που είχε συγκεντρώσει κατά την προηγηθείσα πολυετή αξιολόγηση.

    142

    Κατόπιν των ανωτέρω, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή όντως υπέπεσε σε πλάνη στηρίζοντας την επίδικη οδηγία σε εκτίμηση της επικινδυνότητας και, κατά συνέπεια, αφενός, παρέβη την οδηγία 91/414 και, αφετέρου, παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτή η πλάνη να είχε συνέπειες από πλευράς νομιμότητας της επίδικης οδηγίας.

    143

    Επομένως, οι δύο λόγοι, τους οποίους οι αιτούσες αντλούν, κατ’ ουσίαν, αφενός, από παράβαση του άρθρου 91/414 συνιστάμενη στο ότι η επίδικη οδηγία δεν στηρίζεται σε εκτίμηση των κινδύνων από τη χρήση και, αφετέρου, από παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως, απαιτούν, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, εμπεριστατωμένη εξέταση στην οποία δεν μπορεί να προβεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων και δεν μπορούν, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθούν ως στερούμενοι παντελώς ερείσματος. Συνεπώς, εφόσον πληρούται η προϋπόθεση του fumus boni juris, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δικαιολογείται να προβεί στην εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων χορηγήσεως των προσωρινών μέτρων.

    Επί του επείγοντος

    144

    Κατά πάγια νομολογία, το επείγον της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 106 διάταξη Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 94 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οσάκις η ζημία εξαρτάται από τη συνδρομή πλειόνων παραγόντων, αρκεί να εμφανίζεται ως προβλέψιμη με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως [διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Ιανουαρίου 2004, T-369/03 R, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-205, σκέψη 71· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1993, C-280/93 R, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I-3667, σκέψεις 32 έως 34, και του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-8705, σκέψη 67].

    145

    Ο αιτών το προσωρινό μέτρο υποχρεούται πάντως να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων υποτίθεται ότι στηρίζεται η πιθανολόγηση μιας τέτοιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας (προμνησθείσα στη σκέψη 144 διάταξη Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 72· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσα στη σκέψη 144 διάταξη HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67).

    146

    Εν προκειμένω, οι αιτούσες επικαλούνται τρεις ζημίες συνιστάμενες, πρώτον, στην απώλεια των μεριδίων τους στην οικεία αγορά, δεύτερον, στο κλείσιμο του εργοστασίου τους στο Cernay και, τρίτον, στη ζημία που θα προξενηθεί στους γεωργούς που χρησιμοποιούν τη flusilazole και στην ευρωπαϊκή γεωργία στο σύνολό της.

    147

    Πρέπει να παρατηρηθεί, προκαταρκτικώς, ότι η προβαλλόμενη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, στην αποτροπή της οποίας αποσκοπεί το ζητούμενο προσωρινό μέτρο, μπορεί να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο της εξετάσεως της σχετικής με το επείγον προϋποθέσεως, μόνο στο μέτρο που είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα του διαδίκου που ζητεί το προσωρινό μέτρο. Επομένως, οι ζημίες που η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως μπορεί να προκαλέσει σε διάδικο άλλον από αυτόν που ζητεί το προσωρινό μέτρο μπορούν να ληφθούν υπόψη, ενδεχομένως, από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων μόνο στο πλαίσιο της σταθμίσεως των διακυβευομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Αυγούστου 2006, T-69/06 R, Aughinish Alumina κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 80· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-13/99 R, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-1961, σκέψη 136, και της 1ης Φεβρουαρίου 2006, T-417/05 R, Endesa κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 64).

    148

    Συνεπώς, τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι αιτούσες προς απόδειξη του υποστατού της τρίτης ζημίας που είναι πιθανόν να προκληθεί στους γεωργούς που χρησιμοποιούν τη flusilazole και στην ευρωπαϊκή γεωργία γενικώς θα ληφθούν υπόψη μόνο στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων.

    149

    Επομένως, απομένει να εξεταστούν οι προβαλλόμενες ζημίες που συνίστανται, αφενός, στο κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay και, αφετέρου, στην απώλεια των μεριδίων αγοράς που κατέχουν οι αιτούσες στις επίμαχες αγορές.

    150

    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου η επιχειρηματολογία την οποία προβάλλει η Επιτροπή, πρώτον, υποστηρίζοντας ότι είναι εσφαλμένη η ερμηνεία των διατάξεων της επίδικης οδηγίας εκ μέρους των αιτουσών, οι οποίες υποστηρίζουν ότι, μετά τις 30 Ιουνίου 2008, η flusilazole θα απαγορευθεί, δεύτερον, αμφισβητώντας τον επικείμενο χαρακτήρα των προβαλλομένων ζημιών, λόγω του ότι δεν μπορεί να είναι γνωστόν προς το παρόν αν η flusilazole θα παραμείνει πλήρως απαγορευμένη μετά τις 30 Ιουνίου 2008, εφόσον η Επιτροπή μπορεί να προτείνει τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, τρίτον, υποστηρίζοντας ότι η ζημία, ενδεχομένως, δεν θα εμφανιστεί παρά μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής και, τέλος, τέταρτον, ζητώντας να εκτιμηθεί η έκταση της ζημίας μόνον σε συνάρτηση με τις συνέπειές της κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 30ής Ιουνίου 2007 και 30ής Ιουνίου 2008.

    151

    Πράγματι, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι αιτούσες, σύμφωνα με τη νυν ισχύουσα νομοθεσία, η flusilazole θα απαγορεύεται μερικώς από τις 30 Ιουνίου 2007 και πλήρως από τις 30 Ιουνίου 2008. Όμως, βάσει αυτής ακριβώς της απαγορεύσεως εναπόκειται στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί, και όχι βάσει μιας υποθετικής τροποποιήσεως της νομοθεσίας που θα προταθεί ενδεχομένως από την Επιτροπή. Η προβαλλόμενη ζημία είναι πράγματι επικείμενη στο μέτρο που, αφενός, οι αιτούσες θα απολέσουν, μετά τις 30 Ιουνίου 2007, τη δυνατότητα να διαθέτουν τα αποθέματά τους για καλλιέργειες άλλες από εκείνες που απαριθμούνται στην επίδικη οδηγία και, αφετέρου, η ζημία θα αρχίσει να γίνεται αισθητή από την 1η Ιουλίου 2007, ήτοι πολύ προτού εκδοθεί απόφαση επί της κύριας προσφυγής.

    152

    Εξάλλου, πρέπει, ως εκ περισσού, να υπογραμμιστεί ότι το βάσιμο των επιχειρημάτων των αιτουσών περί πρακτικής αδυναμίας τροποποιήσεως της ισχύουσας νομοθεσίας πριν από τις 30 Ιουνίου 2008, δεδομένου ότι απαιτείται η υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως δύο έτη πριν από τη λήξη της καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, πράγμα το οποίο οι προθεσμίες τις οποίες προβλέπει η επίδικη οδηγία καθιστούν αδύνατο, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ πρώτης όψεως.

    153

    Πράγματι, οι εξηγήσεις που παρέσχε συναφώς η Επιτροπή, όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414, η οποία επιχειρεί να διακρίνει μεταξύ της νομικής καταστάσεως που διέπεται από την πρώτη περίοδο της διατάξεως αυτής και εκείνης που διέπεται από τη δεύτερη περίοδό της και θεωρεί ότι η προθεσμία των δύο ετών δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, φαίνονται τουλάχιστον σιβυλλικές και δεν πείθουν.

    154

    Πράγματι, η Επιτροπή υποστηρίζει ουσιαστικά, αφενός, ότι, όπως επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 11 της επίδικης οδηγίας, τίποτε δεν εμποδίζει την υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως εκ μέρους των αιτουσών ή κάθε άλλου ενδιαφερομένου. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η πρώτη περίοδος του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414 θεσπίζει μια γενική εξουσία ανανεώσεως των καταχωρίσεων και τελειώνει με τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να τις αναθεωρούν αν υφίστανται, ιδίως, προβλήματα ασφάλειας, ενώ η δεύτερη περίοδος συμπληρώνει τη διάταξη αυτή και αναφέρεται στην ιδιαίτερη περίπτωση των ουσιών που υποβάλλονται σε επανεξέταση και των οποίων η ισχύς της καταχωρίσεως μπορεί να λήξει προτού η επανεξέταση αυτή ολοκληρωθεί. Δεδομένου ότι η επανεξέταση μιας δραστικής ουσίας γίνεται, κατά την Επιτροπή, με πρωτοβουλία των δημοσίων αρχών και όχι ενός επιχειρηματία, η επανεξέταση και, ως εκ τούτου, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αιτήσεως ανανεώσεως μιας καταχωρίσεως.

    155

    Όμως, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι η αίτηση για την οποία κάνει λόγο η πρώτη περίοδος του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414 δεν μπορεί να διακριθεί από την αίτηση στην οποία αναφέρεται η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής. Πράγματι, η υπόθεση της επανεξετάσεως φαίνεται εγγενής της αιτήσεως ανανεώσεως σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 6 της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 6 της οδηγίας 91/414 φαίνεται, καταρχάς, να προβλέπει ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στις αιτήσεις ανανεώσεως που εμπίπτουν στο άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής.

    156

    Συνεπώς, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι η προθεσμία των δύο ετών στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414 ισχύει σε περίπτωση ανανεώσεως της καταχωρίσεως, όπως η υπό κρίση περίπτωση.

    157

    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι αυτή η προθεσμία τουλάχιστον δύο ετών για την κατάθεση αιτήσεως ανανεώσεως δεν μπορεί να τηρηθεί στην υπό κρίση περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της επίδικης οδηγίας, ήτοι της 1ης Ιανουαρίου 2007, και, αφετέρου, της ημερομηνίας που προβλέπει η επίδικη οδηγία για τη λήξη της ισχύος της καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, ήτοι της 30ής Ιουνίου 2008.

    158

    Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της επίδικης οδηγίας προβλέπει ότι κάθε εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν που περιέχει flusilazole επαναξιολογείται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές του παρατήματος VI της οδηγίας 91/414, βάσει φακέλου ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙΙ της τελευταίας αυτής οδηγίας και λαμβανομένου υπόψη του μέρους Β της καταχωρίσεως στο παράρτημα Ι της ίδιας οδηγίας όσον αφορά τη flusilazole.

    159

    Όμως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επαναξιολόγηση δεν θα πραγματοποιηθεί, καταρχάς, παρά μόνο για τα προϊόντα που επιτρέπει η οδηγία 91/414.

    160

    Η επαναξιολόγηση δεν μπορεί συνεπώς, εκ πρώτης όψεως, να οδηγήσει σε διεύρυνση του καταλόγου των επιτρεπομένων κατά την οδηγία 91/414 χρήσεων, αντίθετα απ’ ό,τι αφήνει να εννοηθεί η Επιτροπή, αλλά μπορεί, αντιθέτως, να καταλήξει σε νέους περιορισμούς, αν όχι στην πλήρη απαγόρευση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση τη flusilazole.

    161

    Συνεπώς, από τη συνοπτική αυτή εξέταση του ισχύοντος νομικού πλαισίου δεν μπορεί να αποκλειστεί, εκ πρώτης όψεως, το βάσιμο της επιχειρηματολογίας των αιτουσών και, ως εκ τούτου, ο επικείμενος χαρακτήρας της ζημίας που τις απειλεί.

    Επί του κλεισίματος του εργοστασίου του Cernay

    162

    Οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι η έκδοση της επίδικης οδηγίας, στο μέτρο που καταλήγει στο να τους απαγορεύει την εμπορία της flusilazole, θα προκαλέσει το κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay.

    163

    Οι αιτούσες υποστηρίζουν συναφώς ότι διαθέτουν τρία εργοστάσια στην Ευρώπη, εκ των οποίων το ένα στο Cernay. Το εργοστάσιο του Cernay είναι το μόνο στο οποίο οι αιτούσες παράγουν flusilazole. Το [απόρρητο] της παραγωγής flusilazole του εργοστασίου του Cernay προορίζεται να διατεθεί στην αγορά εντός της Κοινότητας.

    164

    Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι από τα δικόγραφα των αιτουσών προκύπτει ότι και άλλες ουσίες φαίνεται να παράγονται στο εργοστάσιο του Cernay. Ασφαλώς, μια απώλεια του [απόρρητο] της παραγωγής δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί ως περιορισμένων διαστάσεων, και τούτο έστω και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι άλλες αγορές εκτός Κοινότητας είναι ανοικτές για τις αιτούσες. Ωστόσο, οι αιτούσες δεν προσκόμισαν στοιχεία που να επιτρέπουν να υπολογιστεί αριθμητικώς η επίπτωση μιας τέτοιας απώλειας στο σύνολο της παραγωγής του εν λόγω εργοστασίου, αλλά περιορίστηκαν να προσκομίσουν στοιχεία όσον αφορά την επιχειρηματική τους δραστηριότητα που συνδέεται με την παραγωγή της flusilazole.

    165

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο ότι η απώλεια του [απόρρητο] της παραγωγής flusilazole του εργοστασίου του Cernay θα προκαλέσει το κλείσιμό του, που θα οφείλεται στην απαγόρευση της εμπορίας της flusilazole στην οποία θα οδηγήσει η επίδικη οδηγία.

    166

    Έστω και αν υποτεθεί ότι οι αιτούσες μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η έκδοση της επίδικη οδηγίας θα προκαλέσει το κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το κλείσιμο αυτό θα τους προξενήσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

    167

    Συγκεκριμένα, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι το κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay θα έχει ως συνέπεια, κατά πρώτον, την απώλεια 40 θέσεων απασχολήσεως στο ίδιο το εργοστάσιο, δεύτερον, την απώλεια δεκάδων θέσεων απασχολήσεως στις επιχειρήσεις που επεξεργάζονται τη flusilazole, τρίτον, αν το εργοστάσιο αλλάξει αντικείμενο παραγωγής, την αδυναμία μεταγενέστερης επαναφοράς της προηγούμενης παραγωγής σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο ακυρώσει την επίδικη οδηγία, τέταρτον, τη σοβαρή βλάβη των προμηθευτών πρώτων υλών και, πέμπτον, τη σημαντική μείωση του επιπέδου των επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη.

    168

    Όμως, βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 147, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, πρώτον, η απώλεια 40 θέσεων απασχολήσεως στο ίδιο το εργοστάσιο του Cernay, δεύτερον, η απώλεια δεκάδων θέσεων απασχολήσεως στις επιχειρήσεις που επεξεργάζονται τη flusilazole και, τρίτον, η σοβαρή βλάβη των προμηθευτών πρώτων υλών δεν αποτελούν ζημίες που προκαλούνται στα συμφέροντα των αιτουσών και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων.

    169

    Πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί ότι, αν οι δυσκολίες αυτές επηρέαζαν ανεπανόρθωτα την παραγωγή των αιτουσών ή τον κύκλο παραγωγής της fluzilazole, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως της προϋποθέσεως του επείγοντος.

    170

    Από τα δικόγραφα, ωστόσο, των αιτουσών δεν προκύπτει επαρκώς κατά νόμον ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση εν προκειμένω. Πράγματι, οι αιτούσες δεν επικαλούνται, κατ’ ουσίαν, παρά μια αύξηση του κόστους αν το εργοστάσιο του Cernay περιοριστεί στην παραγωγή flusilazole για εξαγωγή προς τις τρίτες χώρες, όχι όμως την τεχνική αδυναμία επαναλήψεως της παραγωγής της ουσίας αυτής σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση γίνει δεκτή η κύρια προσφυγή τους.

    171

    Συνεπώς, δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του επείγοντος.

    172

    Εξάλλου, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι αιτούσες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να αποδείξει τους ισχυρισμούς τους όσον αφορά, αφενός, τη σημαντική μείωση του επιπέδου των επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη και, αφετέρου, την αδυναμία του εργοστασίου του Cernay να επανέλθει αργότερα στην προηγούμενη παραγωγή του αν το Πρωτοδικείο ακυρώσει την επίδικη οδηγία.

    173

    Επομένως, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι τυχόν κλείσιμο του εργοστασίου του Cernay θα τους προξενούσε σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

    Επί της ζημίας που άπτεται της απώλειας μεριδίων αγοράς

    174

    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η χρηματική ζημία δεν μπορεί, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αντισταθμίσεως (διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1984, 141/84 R, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 2575, σκέψη 4, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Απριλίου 2003, T-392/02 R, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II-1825, σκέψη 106· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 137 διάταξη Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, σκέψη 113).

    175

    Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, η ζητούμενη αναστολή εκτελέσεως θα δικαιολογούνταν μόνον αν προέκυπτε ότι, ελλείψει τέτοιου μέτρου, η αιτούσα θα περιερχόταν σε κατάσταση η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια της την υπόσταση ή να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τα μερίδιά της στην αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 147 διάταξη Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 138, και προμνησθείσα στη σκέψη 174 διάταξη Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 107).

    176

    Εν προκειμένω, οι αιτούσες δεν υποστηρίζουν ότι η επίδικη οδηγία θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή τους. Ωστόσο, διατείνονται ότι η επίδικη οδηγία θα μεταβάλει ανεπανόρθωτα τα μερίδιά τους στην αγορά.

    177

    Πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστεί, σύμφωνα με πάγια νομολογία, αν, αφενός, η προβαλλόμενη από τις αιτούσες απώλεια μεριδίων αγοράς αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμο και αν, αφετέρου, αποδεικνύεται ότι η απώλεια αυτή είναι μη αναστρέψιμη.

    178

    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η επίδικη οδηγία θα έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίσει την αιτούσα να διαθέτει στην αγορά flusilazole από τις 30 Ιουνίου 2007, αφενός, για καλλιέργειες άλλες από εκείνες που απαριθμεί η εν λόγω οδηγία, και από τις 30 Ιουνίου 2008, αφετέρου, για όλες τις καλλιέργειες, αν δεν υπάρξει εν τω μεταξύ καμία τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας.

    179

    Όσον αφορά τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της απώλειας, από τις αιτούσες, μεριδίων αγοράς στην ευρωπαϊκή αγορά τριαζολικών μυκητοκτόνων, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι, πρώτον, δεν διαθέτουν εναλλακτικά προϊόντα για να αντικαταστήσουν τη flusilazole στην αγορά των τριαζολικών μυκητοκτόνων.

    180

    Πρέπει, συναφώς, να παρατηρηθεί ότι, αφενός, οι αιτούσες προσκόμισαν επαρκή στοιχεία για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι δύο εναλλακτικές ουσίες που υποδεικνύει η Επιτροπή δεν μπορούν εύλογα να θεωρηθούν ως συνιστώσες εναλλακτική της flusilazole λύση στην ευρωπαϊκή αγορά των τριαζολικών μυκητοκτόνων. Πράγματι, φαίνεται, πρώτον ότι η tebuconazole είναι ουσία [απόρρητο] για την καταπολέμηση της σκωριάσεως της σόγιας και, δεύτερον, ότι η proquinazid παρασκευάζεται για την καταπολέμηση διαφορετικού είδους ασθενειών και δεν είναι εγκεκριμένη ή δεν έχει ακόμα εγκριθεί στα περισσότερα κράτη μέλη. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι δικαίως οι αιτούσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η flusilazole είναι η μόνη ουσία, στο φάσμα των προϊόντων της, που ανήκει στην ομάδα των τριαζολικών μυκητοκτόνων και, δεύτερον, ότι δεν παράγουν κανένα εναλλακτικό μυκητοκτόνο ικανό να αντικαταστήσει τη flusilazole, το οποίο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις καλλιέργειες ή για τις ασθένειες για τις οποίες σήμερα χρησιμοποιείται η ουσία αυτή.

    181

    Αφετέρου, δεν είναι εύλογο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, να απαιτηθεί από τις αιτούσες να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες ώστε να διανέμουν τα προϊόντα άλλων παραγωγών, πράγμα που θα τις οδηγούσε να εξαρτώνται από τη βούληση των ανταγωνιστών τους προκειμένου να αποφύγουν απώλεια των μεριδίων τους στην αγορά.

    182

    Δεύτερον, η κατάσταση του ανταγωνισμού, όπως την περιέγραψαν οι αιτούσες χωρίς η Επιτροπή να την αμφισβητήσει σοβαρά, εμφανίζει έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων που είναι παρούσες στην αγορά αυτή και δεν επιτρέπει να αποκλειστεί, με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως, ότι οι ανταγωνιστές των αιτουσών, ιδίως οι Bayer CropScience, BASF και Syngenta, δεν θα σφετεριστούν μερίδια αγοράς των αιτουσών.

    183

    Πράγματι, οι αιτούσες κατέχουν μερίδιο αγοράς ανερχόμενο περίπου σε [απόρρητο], ενώ τα μερίδια αγοράς της BASF, της Bayer CropScience και της Syngenta ανέρχονται, αντιστοίχως, σε [απόρρητο] και [απόρρητο].

    184

    Όμως, όπως βεβαιώνουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούσες, έστω και αν η flusilazole καλύπτει μια συγκεκριμένη τεχνική ανάγκη και κατέχει σημαντικό μερίδιο αγοράς για ορισμένες καλλιέργειες ή όσον αφορά ορισμένες χώρες, είναι αναμφισβήτητο ότι διάφορα τριαζολικά προϊόντα που πωλούν οι τρεις αυτές επιχειρήσεις την ανταγωνίζονται ευθέως στους τομείς αυτούς και θα μπορούσαν να την υποκαταστήσουν άμεσα.

    185

    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι δικαίως οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι, από την έναρξη της ισχύος των αμφισβητουμένων περιορισμών, είναι εκτεθειμένες σε εξαιρετικά σοβαρό κίνδυνο απώλειας των μεριδίων τους στην αγορά.

    186

    Εξάλλου, πρώτον, όπως βεβαιώνουν οι επιστολές των διανομέων των προσφευγουσών τις οποίες επισύναψαν οι τελευταίες στα δικόγραφά τους, είναι πιθανόν η απαγόρευση των προϊόντων των αιτουσών να βλάψει την εικόνα της flusilazole εφόσον, ειδικότερα, άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα είναι παρόντα στην αγορά και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προκαλέσει η απαγόρευση αυτή πιθανότατα μείωση του ενδιαφέροντος των αγοραστών για το προϊόν αυτό.

    187

    Δεύτερον, όπως επίσης βεβαιώνουν οι επιστολές των διανομέων των αιτουσών, οι επίσημοι τεχνικοί σύμβουλοι στα κράτη μέλη θα οδηγηθούν αναπόφευκτα στο να διαγράψουν τη flusilazole από τα συνιστώμενα προγράμματα, δεδομένου ότι αυτή θα έχει απαγορευτεί, και είναι, συνεπώς, πιθανόν, μετά από μια περίοδο απουσίας, να είναι πολύ δύσκολο να την επανεντάξουν στα προγράμματα αυτά.

    188

    Τρίτον, είναι πρόδηλο ότι, όπως προκύπτει από τις επιστολές και την έκθεση της dmrkynetec Ltd, που επίσης επισύναψαν οι αιτούσες στα δικόγραφά τους, η ευαισθησία των τελικών αποδεκτών των προϊόντων, δηλαδή των γεωργών, των πελατών και των εμπορικών εταίρων των αιτουσών, όσον αφορά τα ζητήματα δημόσιας υγείας θα έχει ως συνέπεια να απολέσουν οι τελευταίοι την εμπιστοσύνη τους στη flusilazole. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι οι ισχυρισμοί των αιτουσών, που υποστηρίζουν ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επανοικοδομήσουν αυτή την εμπιστοσύνη μετά από μια περίοδο απαγορεύσεως της flusilazole, που δεν αποκλείεται να διαρκέσει πλείονα έτη, είναι επαρκώς αληθοφανείς.

    189

    Τέλος, τέταρτον, δεν αποκλείεται να τρωθεί και η εμπορική εικόνα των αιτουσών στον συγκεκριμένο βιομηχανικό τομέα, που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό μεταξύ περιορισμένου αριθμού μεγάλων επιχειρήσεων.

    190

    Ασφαλώς, πρέπει συναφώς να παρατηρηθεί, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ότι, αν το Πρωτοδικείο ακυρώσει την επίδικη οδηγία, οι αιτούσες θα μπορούσαν να οργανώσουν διαφημιστική εκστρατεία μέσω του Τύπου προκειμένου να ανακτήσουν τα απολεσθέντα μερίδιά τους στην αγορά.

    191

    Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η ανάληψη διαφημιστικής εκστρατείας πολλά ίσως έτη μετά την εξαφάνιση της flusilazole δεν προσφέρει καμία εγγύηση στις αιτούσες ότι θα μπορέσουν να ανακτήσουν, έστω και εν μέρει, τα απολεσθέντα μερίδια αγοράς, όπως μαρτυρά η έκθεση της dmrkynetec που προσκόμισαν οι αιτούσες.

    192

    Πρέπει να διευκρινιστεί συναφώς ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, το γεγονός ότι δεν υπήρξε πρόβλημα δημόσιας υγείας από τη χρήση της flusilazole αφότου κυκλοφόρησε στην αγορά δεν είναι, αυτό καθαυτό, ικανό να ανατρέψει, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκστρατείας, το πολύ αρνητικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει ένα μέτρο απαγορεύσεως αυτής της δραστικής ουσίας.

    193

    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, κατά πάγια νομολογία, αν η εκτέλεση μιας πράξεως της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κύρια προσφυγή είναι ικανή να προκαλέσει μη αναστρέψιμη εξέλιξη της αγοράς στην οποία ο αιτών ήδη δραστηριοποιείται, η ζημία που ενδέχεται να υποστεί, καίτοι οικονομικής φύσεως, μπορεί ωστόσο κατ’ εξαίρεση να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2001, T-139/01 R, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-2415, σκέψη 94 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    194

    Όμως, εν προκειμένω, είναι πιθανόν να σημειωθεί μη αναστρέψιμη εξέλιξη της επίμαχης αγοράς.

    195

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η ζημία που θα έχουν υποστεί οι αιτούσες λαμβανομένης υπόψη της απώλειας των μεριδίων τους στην αγορά να είναι, εν μέρει τουλάχιστον, μη αναστρέψιμη.

    196

    Όσον αφορά τη σοβαρότητα της ζημίας που συνδέεται με την απώλεια των μεριδίων αγοράς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν ο αιτών είναι επιχείρηση, η σοβαρότητα μιας υλικής ζημίας πρέπει να εκτιμάται με κριτήριο, ιδίως, το μέγεθος της επιχειρήσεως αυτής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, T-195/05 R, Deloitte Business Advisory κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3485, σκέψη 156· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 1990, C-51/90 R και C-59/90 R, Comos Tank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-2167, σκέψεις 26 και 31, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Δεκεμβρίου 2004, T-201/04 R, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-4463, σκέψη 257). Εξάλλου, η εκτίμηση της ουσιαστικής καταστάσεως του αιτούντος μπορεί να πραγματοποιηθεί λαμβανομένων ιδίως υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου με τον οποίο συνδέεται μέσω του συνόλου των μετόχων του [προμνησθείσα στη σκέψη 174 διάταξη Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 108· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 1995, C-12/95 P, Transacciones Marítimas κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-467, σκέψη 12, και της 15ης Απριλίου 1998, C-43/98 P(R), Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. Ι-1815, σκέψη 36].

    197

    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απώλεια μεριδίων αγοράς που θα υποστούν οι αιτούσες θα έχει, εν πάση περιπτώσει, πολύ περιορισμένη επίπτωση στον κύκλο εργασιών τους λαμβανομένου υπόψη του ομίλου στον οποίο ανήκουν. Η Επιτροπή προβάλλει συναφώς ορισμένα επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι οι οικονομικές ζημίες που μπορεί να υποστεί ο όμιλος αυτός σε καμία περίπτωση δεν θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξή του.

    198

    Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι οι αιτούσες δεν ισχυρίζονται ότι απειλείται η ύπαρξή τους από την επίδικη οδηγία. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι η απώλεια μεριδίων αγοράς και μόνον, εφόσον αποδειχθεί, συνιστά σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σύμφωνα με τη νομολογία και ότι, συνεπώς, δεν χρειάζεται να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η απώλεια των μεριδίων αγοράς είναι ικανή να επηρεάσει τον όμιλο στον οποίο ανήκουν.

    199

    Υπενθυμίζεται ότι τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα δικαιολογούνται μόνον αν προκύπτει ότι, αν δεν ληφθούν τέτοια μέτρα, οι αιτούσες θα περιέλθουν σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή τους ή να μεταβάλει κατά τρόπο ανεπανόρθωτο τα μερίδιά τους στην αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσα στη σκέψη 147 διάταξη της 30ής Ιουνίου 1999, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 138, και προμνησθείσα στη σκέψη 174 διάταξη Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 107).

    200

    Δεν απαιτείται συνεπώς να αποδείξουν οι αιτούσες, όταν επικαλούνται τον κίνδυνο απώλειας μεριδίων αγοράς, ότι κινδυνεύει η ύπαρξή τους.

    201

    Εναπόκειται, ωστόσο, στις αιτούσες να αποδείξουν ότι η ζημία που υποστηρίζουν ότι πρόκειται να υποστούν αποτελεί σοβαρή ζημία.

    202

    Ασφαλώς, εν προκειμένω, η οικονομική επίπτωση της απώλειας της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αιτουσών που συνδέεται με την εμπορία της flusilazole δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη του ίδιου του ομίλου στον οποίο ανήκουν. Ωστόσο, η εκτίμηση της σοβαρότητας της μη αναστρέψιμης απώλειας μεριδίων αγοράς δεν μπορεί να στηρίζεται, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, απλώς και μόνο στη λογιστική αξία της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω της οποίας επιτυγχάνονται αυτά τα μερίδια αγοράς και στην απώλεια αυτής της αξίας για τον όμιλο.

    203

    Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η λήψη υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου προϋποθέτει συνεκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσα στη σκέψη 147 διάταξη Aughinish Alumina κατά Επιτροπής, σκέψεις 69 έως 78).

    204

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εναπόκειται να εκτιμήσει, σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υποθέσεως, αν η άμεση εκτέλεση της πράξεως που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναστολής μπορεί να προκαλέσει στον αιτούντα σοβαρή και επικείμενη ζημία, την οποία καμία μεταγενέστερη απόφαση δεν θα μπορέσει να αποκαταστήσει (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2002, T-306/01 R, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2387, σκέψη 93, και της 15ης Μαΐου 2003, T-47/03 R, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II-2047, σκέψη 30).

    205

    Πρέπει να παρατηρηθεί, εν προκειμένω, ότι οι αιτούσες είναι παρούσες στην αγορά από εικοσαετίας και πλέον και διαθέτουν άδειες κυκλοφορίας στην αγορά για φυτοπροστατευτικά προϊόντα με βάση τη flusilazole που έχουν καταχωριστεί για χρήση σε 26 είδη καλλιεργειών εντός 15 κρατών μελών. Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι τα άλλα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά οι αιτούσες χαίρουν εμπορικής φήμης η οποία θα μπορούσε να τρωθεί σημαντικά από τυχόν πλήρη απαγόρευση της flusilazole από τις 30 Ιουνίου 2008. Η απώλεια μεριδίων αγοράς από τις αιτούσες, που δημιουργήθηκαν χάρη στην τεχνογνωσία, επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και με την δημιουργία πελατείας σε διάστημα πολλών ετών σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, να θεωρηθεί ικανή να τους προξενήσει σοβαρή ζημία. Το γεγονός ότι η απώλεια αυτή έχει περιορισμένη μόνον επίδραση στον κύκλο εργασιών του ομίλου δεν αρκεί, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, γα να αποκλειστεί η σοβαρότητα της εν λόγω ζημίας.

    Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

    206

    Όταν, στο πλαίσιο αιτήσεως για τη λήψη προσωρινών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του οποίου προβάλλεται ο κίνδυνος να υποστεί ο αιτών σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σταθμίζει τα διάφορα διακυβευόμενα συμφέροντα, οφείλει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν τυχόν ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της ουσίας θα καθιστούσε δυνατή την ανατροπή της καταστάσεως που θα είχε δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως θα μπορούσε να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουλίου 2006, T-114/06 R, Globe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-2627, σκέψη 147· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2003, C-182/03 R και C-217/03 R, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-6887, σκέψη 142).

    207

    Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι, καταρχήν, οι επιταγές που άπτονται της προστασίας της δημόσιας υγείας πρέπει αναμφισβήτητα να υπερισχύουν θεωρήσεων οικονομικής φύσεως (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-70/99 R, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-2027, σκέψη 152 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    208

    Εν προκειμένω, οι λόγοι τους οποίους προβάλλει η Επιτροπή προς δικαιολόγηση της θεσπίσεως της επίδικης οδηγίας συνίστανται στους κινδύνους προκλήσεως ενδοκρινικής διαταραχής τους οποίους ενδέχεται να ενέχει η flusilazole. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ίδια η Επιτροπή, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως, άφησε να εννοηθεί ότι, βάσει των πραγματοποιηθεισών επιστημονικών δοκιμών και των πληροφοριών και μελετών που προσκόμισε η κοινοποιήσασα επιχείρηση κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η flusilazole ήταν ασφαλής.

    209

    Πράγματι, βάσει αυτής της αξιολογήσεως, η Επιτροπή πρότεινε την καταχώριση της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414. Τα αρχικά μέτρα που παρουσιάστηκαν στη μόνιμη επιτροπή προέβλεπαν τον περιορισμό της περιόδου καταχωρίσεως σε επτά έτη, ούτως ώστε τα κράτη μέλη να δώσουν προτεραιότητα στην επανεξέταση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν flusilazole και κυκλοφορούν ήδη στην αγορά.

    210

    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της επίδικης οδηγίας, μόνο μετά από εξέταση στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής και του Συμβουλίου τροποποίησε η Επιτροπή την πρότασή της, βάσει των ανησυχιών που εξέφρασαν ορισμένα κράτη μέλη, εκτιμώντας ότι ήταν αναγκαίο να επιβληθούν επιπλέον περιορισμοί προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος σε επίπεδο που θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεκτό και συνάδον προς το υψηλό επίπεδο προστασίας που επιδιώκεται στην Κοινότητα.

    211

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, πέραν ορισμένων περιορισμών που υπήρχαν στην αρχική της πρόταση, μείωσε την περίοδο καταχωρίσεως σε 18 μήνες αντί των 7 ετών που είχαν προβλεφθεί αρχικά.

    212

    Επειδή η μόνιμη επιτροπή δεν διατύπωσε γνώμη διά στόματος του προέδρου της εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση περιέχουσα τους αμφισβητούμενους περιορισμούς. Κατά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία 91/414, το Συμβούλιο δεν είχε ούτε υιοθετήσει την προτεινόμενη πράξη εφαρμογής ούτε διατυπώσει την αντίρρησή του έναντι της προτάσεως αυτής. Έτσι, η Επιτροπή εξέδωσε την προταθείσα πράξη με τους αμφισβητούμενους περιορισμούς.

    213

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, πρώτον, η flusilazole παράγεται και διατίθεται στην αγορά από τις αιτούσες από εικοσαετίας και πλέον.

    214

    Δεύτερον, δεν φαίνεται αποδεδειγμένο, εξ όσων προκύπτουν από τα δικόγραφα των διαδίκων, ότι η χρήση της δημιούργησε προβλήματα για τη δημόσια υγεία.

    215

    Τρίτον, η αξιολόγηση της flusilazole συνεχίστηκε επί περισσότερα από 13 έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων η θέση της Επιτροπής υπήρξε σταθερή όσον αφορά το αβλαβές αυτής της ουσίας και μόνον αφού είχε προτείνει την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 για περίοδο δέκα ετών η Επιτροπή πρότεινε, βάσει των συζητήσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής, περιορισμό αυτής της περιόδου καταχωρίσεως σε 7 έτη, προτού τη μειώσει, τελικά, σε 18 μήνες.

    216

    Τέλος, τέταρτον, η flusilazole κρίθηκε τελικά επαρκώς ασφαλής ώστε να επιτραπεί η χρήση της για ορισμένες καλλιέργειες, ενώ η απαγόρευση της χρήσεώς της για τις άλλες καλλιέργειες φαίνεται να οφείλεται απλώς σε ανησυχίες εκφρασθείσες από ορισμένα κράτη μέλη.

    217

    Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι, υπό την επιφύλαξη των διαλαμβανομένων στη σκέψη 160, η Επιτροπή δεν αποκλείει τη δυνατότητα της επεκτάσεως της νυν ισχύουσας καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 και σε άλλες καλλιέργειες.

    218

    Όμως, χωρίς ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμηση των εξ ορισμού πολύπλοκων τεχνικών δεδομένων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι αιτούσες περιορίζονται να ζητήσουν τη διατήρηση μιας καταστάσεως η οποία υφίσταται από πολλών ετών.

    219

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο παρόν στάδιο, φαίνεται, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το σύνολο των απαιτουμένων αξιολογήσεων εντός της δεκαπενταετούς προθεσμίας που της είχε ταχθεί προς τούτο, καταλήγοντας, προς βλάβη των αιτουσών, σε μη πλήρη αξιολόγηση, και, αφετέρου, ότι, καίτοι τα αποτελέσματα της flusilazole επί ορισμένων καλλιεργειών εξακολουθούν, ασφαλώς, να μην είναι γνωστά, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που χρησιμοποιούν τη δραστική αυτή ουσία έχουν ωστόσο επιτραπεί από τα κράτη μέλη επί δεκαπέντε έτη και πλέον χωρίς, εκ πρώτης όψεως, να έχει θεωρηθεί αναγκαίο να ληφθεί κάποιο απαγορευτικό ή προφυλακτικό μέτρο όσον αφορά τα προϊόντα των αιτουσών.

    220

    Επομένως, ένα μέτρο αναστολής της εκτελέσεως των αμφισβητουμένων περιορισμών μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης δεν φαίνεται, εν προκειμένω, ικανό να θέσει σε κίνδυνο την υγεία περισσότερο από τη μη λήψη μέτρων τόσο σε κοινοτικό όσο και εθνικό επίπεδο επί δεκαπενταετία και πλέον, ιδίως όταν κανένα αποδεδειγμένως βλαπτικό αποτέλεσμα της flusilazole δεν έχει καταγγελθεί και, αντιθέτως, ασφαλείς χρήσεις της έχουν διαπιστωθεί τόσο από το εισηγούμενο κράτος μέλος όσο και από την επιτροπή επανεξετάσεως.

    221

    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414 επιτρέπει την επανεξέταση, ανά πάσα στιγμή, των εγκρίσεων που έχουν χορηγηθεί για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν πληρούται πλέον μία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ των οποίων και η προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά, υπό το φως των τρεχουσών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, δεν έχουν άμεση ή έμμεση επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα και δεν έχουν μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον.

    222

    Αφετέρου, το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι ένα προϊόν, το οποίο έχει εγκρίνει ή υποχρεούται να εγκρίνει σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας, θέτει σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή το περιβάλλον, μπορεί να περιορίσει ή να απαγορεύσει προσωρινά τη χρήση και/ή την πώληση του προϊόντος αυτού στην επικράτειά του. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος αυτό οφείλει να πληροφορήσει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη και να αναφέρει τους λόγους που υπαγόρευσαν την απόφασή του.

    223

    Συνεπώς, φαίνεται ότι θα μπορούσαν να ληφθούν εν ανάγκη προφυλακτικά μέτρα δυνάμει της οδηγίας 91/414 αν η ισχύς των αμφισβητουμένων περιορισμών ανασταλεί μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κύριας προσφυγής.

    224

    Εξάλλου, η εκτέλεση της επίδικης οδηγίας είναι ικανή να επηρεάσει αισθητότατα τα συμφέροντα όχι μόνον των αιτουσών, αλλά και τρίτων. Ειδικότερα, έστω και αν οι αιτούσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν εκ πρώτης όψεως, όπως κρίθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 162 έως 173, ότι η επίδικη οδηγία θα μπορούσε να προκαλέσει το κλείσιμο του εργοστασίου τους στο Cernay, μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι οι συνέπειες μιας μη αναστρέψιμης μειώσεως των μεριδίων των αιτουσών στην αγορά θα είναι σημαντικές. Ειδικότερα, δεν μπορεί να αποκλειστεί πιθανή μείωση του προσωπικού του εργοστασίου αυτού ούτε ο επηρεασμός των επιχειρήσεων που επεξεργάζονται τη flusilazole.

    225

    Επιπλέον, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι οι γεωργοί που χρησιμοποιούν τη flusilazole και η ευρωπαϊκή γεωργία γενικότερα θα επηρεαστούν, ιδίως λόγω του ότι, καταρχάς, δεν υπάρχει σήμερα καμία τεχνική λύση άλλη από τη flusilazole για την αντιμετώπιση των ασθενειών του ξύλου της αμπέλου, δεύτερον, δεν υπάρχει κανένα καταχωρισμένο προϊόν ικανό να περιορίσει τη φόμωψη στο ηλιοτρόπιο και, τέλος, ότι η flusilazole είναι το μόνο προϊόν για την αντιμετώπιση των ασθενειών του λιναριού και της κάνναβης.

    226

    Όμως, η Επιτροπή περιορίζεται να αμφισβητήσει τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζοντας ότι αντιφάσκουν προς εκείνα που αναπτύσσουν οι αιτούσες προς αμφισβήτηση της δυνατότητας υποκαταστάσεως της flusilazole με άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα.

    227

    Αρκεί, συναφώς, η παρατήρηση ότι το γεγονός ότι η flusilazole έχει μοναδικές ιδιότητες επί ορισμένων καλλιεργειών προδήλως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορεί να αντικατασταθεί από άλλες ουσίες στην αγορά των τριαζολικών μυκητοκτόνων όσον αφορά άλλες καλλιέργειες. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    228

    Πρέπει, κατά συνέπεια, να συναχθεί ότι η στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων κλίνει υπέρ της χορηγήσεως των ζητουμένων προσωρινών μέτρων.

    229

    Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των ζητουμένων προσωρινών μέτρων πληρούνται εν προκειμένω.

    230

    Κατά συνέπεια, πρέπει να ανασταλούν, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής, αφενός, η λήξη της ισχύος της καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, που ορίστηκε για τις 30 Ιουνίου 2008 με το παράρτημα της επίδικης οδηγίας, καθώς και η ημερομηνία έως την οποία τα κράτη μέλη τροποποιούν ή ανακαλούν, εν ανάγκη, κατόπιν αξιολογήσεως, την έγκριση που έχει χορηγηθεί για τα προϊόντα που περιέχουν flusilazole, και η οποία έχει οριστεί ως η 30ή Ιουνίου 2008 με το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της επίδικης οδηγίας και, αφετέρου, η ισχύς του περιορισμού που προβλέπει το μέρος Α των ειδικών διατάξεων του παραρτήματος της επίδικης οδηγίας, το οποίο αναφέρεται στα είδη καλλιέργειας στα οποία η χρήση της flusilazole μπορεί να επιτραπεί από τα κράτη μέλη, ήτοι τα σιτηρά (εκτός από το ρύζι), τον αραβόσιτο, την κράμβη και τα ζαχαρότευτλα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    διατάσσει :

     

    1)

    Αναστέλλει μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής τη λήξη της ισχύος της καταχωρίσεως της flusilazole στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, που έχει οριστεί για τις 30 Ιουνίου 2008 με το παράρτημα της οδηγίας 2006/133/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414, ώστε να καταχωριστεί η ουσία flusilazole ως δραστική ουσία.

     

    2)

    Αναστέλλει μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής την ημερομηνία έως την οποία τα κράτη μέλη τροποποιούν ή ανακαλούν, εν ανάγκη, κατόπιν αξιολογήσεως, την έγκριση που έχει χορηγηθεί για τα προϊόντα που περιέχουν flusilazole, και η οποία έχει οριστεί ως η 30ή Ιουνίου 2008 με το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/133.

     

    3)

    Αναστέλλει μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής την ισχύ του περιορισμού που προβλέπει το μέρος Α των ειδικών διατάξεων του παραρτήματος της οδηγίας 2006/133, το οποίο αναφέρεται στα είδη καλλιέργειας στα οποία η χρήση της flusilazole μπορεί να επιτραπεί από τα κράτη μέλη, ήτοι τα σιτηρά (εκτός από το ρύζι), τον αραβόσιτο, την κράμβη και τα ζαχαρότευτλα.

     

    4)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    Λουξεμβούργο, 19 Ιουλίου 2007.

    Ο Γραμματέας

    E. Coulon

    Ο Πρόεδρος

    B. Vesterdorf


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    ( 1 ) — Μη δημοσιοποιούμενα απόρρητα στοιχεία.

    Top