EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0410

Απόφαση του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2009.
Jurado Hermanos, SL κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Κοινοτικό σήμα - Λεκτικό κοινοτικό σήμα JURADO - Μη υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως εκ μέρους της δικαιούχου του σήματος - Διαγραφή του σήματος κατά τη λήξη του χρόνου ισχύος της καταχωρίσεως - Αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβληθείσα από τον κατέχοντα άδεια αποκλειστικής χρήσεως.
Υπόθεση T-410/07.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 II-01345

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2009:153

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2009 ( *1 )

«Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό κοινοτικό σήμα JURADO — Μη υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως εκ μέρους της δικαιούχου του σήματος — Διαγραφή του σήματος κατά τη λήξη του χρόνου ισχύος της καταχωρίσεως — Αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβληθείσα από τον κατέχοντα άδεια αποκλειστικής χρήσεως»

Στην υπόθεση T-410/07,

Jurado Hermanos, SL, με έδρα το Alicante (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον C. Martín Álvarez, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους P. López Fernández de Corres και O. Montalto,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3 Σεπτεμβρίου 2007 (υπόθεση R 866/2007-2), σχετικά με την αίτηση της προσφεύγουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Νοεμβρίου 2007,

έχοντας υπόψη τη διάταξη του προέδρου του Πρωτοδικείου της 18ης Φεβρουαρίου 2008, T-410/07 R, Jurado Hermanos κατά ΓΕΕΑ (JURADO) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), με την οποία απερρίφθη η αίτηση της προσφεύγουσας περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων,

έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Μαρτίου 2008,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 25 Απριλίου 1996, η Café Tal de Costa Rica SA υπέβαλε ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος JURADO για τον καφέ και άλλα προϊόντα εμπίπτοντα στην κλάση 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε.

2

Μετά την εκ μέρους του ΓΕΕΑ καταχώριση του αιτηθέντος σήματος υπό τον αριθμό 240 218, η Café tal de Costa Rica (στο εξής: δικαιούχος του σήματος) συνήψε, στις 5 Αυγούστου 1998, με την προσφεύγουσα Jurado Hermanos, SL, σύμβαση περί αδείας αποκλειστικής χρήσεως με αντικείμενο το επίδικο σήμα. Η σύμβαση αυτή, η οποία εντασσόταν στο πλαίσιο άλλης συμβάσεως αδείας αποκλειστικής χρήσεως την οποία είχαν συνάψει οι ίδιοι συμβαλλόμενοι στις 15 Απριλίου 1996 και η οποία αφορούσε δύο ισπανικά σήματα καθώς και ένα πολωνικό, προέβλεπε ότι η διάρκεια ισχύος της αδείας ήταν 48 έτη, ήτοι μέχρι το έτος 2046. Η χορήγηση της ανωτέρω αδείας καταχωρίστηκε στο μητρώο κοινοτικών σημάτων σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως αυτός τροποποιήθηκε.

3

Με έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε, συμμορφούμενο προς το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, τόσο τη δικαιούχο του σήματος όσο και την προσφεύγουσα, ως εκ της ιδιότητάς της ως κατόχου της αδείας αποκλειστικής χρήσεως του επίδικου σήματος, ότι η καταχώρισή του έληγε στις 25 Απριλίου 2006. Με το ίδιο έγγραφο, το ΓΕΕΑ διευκρίνισε τις λεπτομέρειες ανανεώσεως αναφέροντας ότι τυχόν αίτηση συναφώς έπρεπε να υποβληθεί προ της 30ής Απριλίου 2006 ή, το αργότερο πριν από την 1η Νοεμβρίου 2006, οπότε, όμως, θα οφειλόταν πρόσθετο τέλος.

4

Δεδομένου ότι ουδεμία αίτηση ανανεώσεως έλαβε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε, με έγγραφο της 24ης Νοεμβρίου 2006, τη δικαιούχο του σήματος ότι το σήμα είχε διαγραφεί από το μητρώο σημάτων από τις 25 Απριλίου 2006.

5

Στις 23 Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση βάσει του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94. Διευκρίνισε ότι δεν είχε λάβει το έγγραφο της και ότι έλαβε γνώση της μη ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίδικου σήματος όλως τυχαίως, συμβουλευόμενη την ιστοσελίδα του ΓΕΕΑ στο διαδίκτυο.

6

Με απόφαση της 21ης Μαΐου 2007, το τμήμα «Σήματα και μητρώο» του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εκτιμώντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επιδείξει την όλως ιδιαίτερη επιμέλεια που επέβαλλαν οι περιστάσεις.

7

Η προσφεύγουσα άσκησε στις 31 Μαΐου 2007 προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94, κατά της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2007.

8

Με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2007 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή, και τούτο χωρίς να εξετάσει αν η προσφεύγουσα πληρούσε την προϋπόθεση να έχει επιδείξει την όλως ιδιαίτερη επιμέλεια που επέβαλλαν οι περιστάσεις. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι δεν έλαβε ρητώς εξουσιοδότηση εκ μέρους της δικαιούχου του σήματος, η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιούνταν ούτε να ζητήσει την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίδικου σήματος ούτε να απαιτήσει επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση συναφώς.

Αιτήματα των διαδίκων

9

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

ως κύριο αίτημα, την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την ικανοποίηση του αιτήματός της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, όπως είχε ζητήσει με την υποβληθείσα ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτησή της,

επικουρικώς, να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως, αναγνωρίζοντάς της την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη διαδικασία της ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επιδίκου σήματος,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

10

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε, κατόπιν ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, ότι το δεύτερο σκέλος των αιτημάτων της έπρεπε να εκληφθεί ως στοχεύον μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

11

Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

12

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, πρώτον, από παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματός της ακροάσεως και, δεύτερον, από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του κανονισμού 40/94. Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι επιβάλλεται η κατ’ αρχάς εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του κανονισμού 40/94

Επιχειρήματα των διαδίκων

13

Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε πεπλανημένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 78, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν μέρος στη διαδικασία της ανανεώσεως του σήματος υπό την έννοια ότι δεν είχε λάβει ρητώς την εξουσιοδότηση εκ μέρους της δικαιούχου του σήματος να ζητήσει την ανανέωσή του.

14

Το ΓΕΕΑ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

15

Δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, η τυχόν επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση εκ μέρους του ΓΕΕΑ προϋποθέτει, πρώτον, ότι ο αιτών είναι μέρος στην οικεία διαδικασία, δεύτερον, ότι, μολονότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει προθεσμία έναντι του ΓΕΕΑ και ότι, τρίτον, ότι το κώλυμα αυτό είχε ως άμεση συνέπεια, δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 40/94, την απώλεια δικαιώματος.

16

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, η ανανέωση μπορεί να ζητηθεί από τη δικαιούχο του σήματος ή από οποιοδήποτε πρόσωπο ρητώς εξουσιοδοτημένο από αυτόν να το πράξει. Εξ αυτού έπεται ότι μόνον οι δικαιούχοι του σήματος ή ρητώς εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρη στη διαδικασία ανανεώσεως.

17

Ειδικότερα, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, από τη δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, υποχρέωση του ΓΕΕΑ να ενημερώνει τους κατόχους καταχωρισμένου δικαιώματος επί του οικείου σήματος σχετικά με τη λήξη της καταχωρίσεως δεν προκύπτει ότι οι ανωτέρω δικαιούχοι είναι μέρη στη διαδικασία ανανεώσεως. Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, το οποίο ορίζει ότι, σε περίπτωση μη ενημερώσεως, το ΓΕΕΑ δεν ευθύνεται, και του κανόνα 29, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), το οποίο διευκρινίζει ότι τυχόν παράλειψη ενημερώσεως δεν επηρεάζει τη λήξη ισχύος της καταχωρίσεως, το άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94 προβλέπει απλώς υποχρέωση ενημερώσεως εκ μέρους του ΓΕΕΑ, η οποία είναι αμιγώς παρεπόμενη της διαδικασίας, χωρίς να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων ούτε στη δικαιούχο του σήματος ούτε σε άλλα πρόσωπα.

18

Ομοίως, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι, όπως προκύπτει από την ανταλλαγείσα μεταξύ αυτής και του ΓΕΕΑ αλληλογραφία με αντικείμενο την καταχώριση της αδείας επί του σήματος και τη διαφορά μεταξύ αυτής και της δικαιούχου του σήματος, αποδεικνυόταν ότι το ΓΕΕΑ είχε εκλάβει ότι η ίδια ήταν «μέρος στον φάκελο του σήματος». Πράγματι, πρώτον, ο κανονισμός 40/94 δεν αναγνωρίζει την έννοια του «μέρους στον αφορώντα το σήμα φάκελο». Δεύτερον, το γεγονός ότι το ΓΕΕΑ αντήλλαξε με την προσφεύγουσα αλληλογραφία εξηγείται από το ότι η δεύτερη ήταν κάτοχος αδείας αποκλειστικής χρήσεως του σήματος και ως εκ τούτου μέρος στην αφορώσα την καταχώριση της σχετικής αδείας διαδικασία. Τρίτον, οι διατάξεις του κανονισμού 40/94 δεν εξαρτώνται από το ΓΕΕΑ. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί ότι το ΓΕΕΑ είχε κρίνει πεπλανημένως ότι η προσφεύγουσα ήταν μέρος στη διαδικασία ανανεώσεως, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να της προσδώσει την ανωτέρω ιδιότητα.

19

Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι οδηγίες σχετικά με τις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες (μέρος E, τμήμα 6, τιτλοφορούμενο «Ανανέωση»), τις οποίες προσκόμισε η προσφεύγουσα και παρατίθενται ως «Τελική εκδοχή (27.11.2003)», εξομοιώνουν, από απόψεως δικαίου και όσον αφορά την ανανέωσή μιας καταχωρίσεως, τον κάτοχο αδείας επί του σήματος με τη δικαιούχο αυτού.

20

Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία διέπεται από τις διατάξεις των κανονισμών 40/94 και 2868/95. Όσον αφορά τις οδηγίες σχετικά με τις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες, οι οποίες απαντούν στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, συνιστούν απλώς την κωδικοποίηση ενός τρόπου συμπεριφοράς που προτίθεται να υιοθετήσει το ίδιο, οπότε, υπό την επιφύλαξη της συμφωνίας τους προς τους κανόνες υπέρτερης ισχύος, προκύπτει εξ αυτού ένας αυτοπεριορισμός του ΓΕΕΑ, καθόσον εναπόκειται στο ίδιο να συμμορφωθεί προς τους ανωτέρω κανόνες τους οποίους επέβαλε στον εαυτό του. Αντιθέτως, οι σχετικές οδηγίες δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τους κανονισμούς 40/94 και 2868/95 και με αποκλειστικό κριτήριο τις πράξεις αυτές πρέπει να μετρείται η ευχέρεια της προσφεύγουσας να υποβάλει αίτηση ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίδικου σήματος.

21

Δεύτερον, οι προσκομισθείσες από την προσφεύγουσα οδηγίες, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν εφαρμόζονταν ratione temporis επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, δεν έχουν το περιεχόμενο που επιδιώκει να τους προσδώσει αυτή. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε μόνον εν μέρει στο σημείο 6.3.1 των οδηγιών, παραλείποντας ιδίως το χωρίο, σύμφωνα με το οποίο «[τ]ο πρόσωπο το οποίο είναι κάτοχος καταχωρισμένου δικαιώματος επί του κοινοτικού σήματος αδυνατεί το ίδιο να υποβάλει αίτηση ανανεώσεως, εκτός […] αν έχει εξουσιοδοτηθεί ρητώς από τον κάτοχο του κοινοτικού σήματος να ζητήσει την ανανέωσή του». Άρα, από τις ανωτέρω οδηγίες ουδόλως συνάγεται ότι η προσφεύγουσα θα εξομοιώνονταν, ως κάτοχος δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως επί του σήματος, από νομικής απόψεως με τη δικαιούχο του σήματος όσον αφορά την ανανέωση, αλλά ότι, αντιθέτως, όπως κάθε άλλο πρόσωπο, οφείλει να είναι ρητώς εξουσιοδοτημένο από τη δικαιούχο του σήματος, ώστε να έχει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως ανανεώσεως, να αποδεικνύει δε την ύπαρξη αυτής της εξουσιοδοτήσεως.

22

Επομένως, επειδή η προσφεύγουσα δεν συμμετέχει ως μέρος στη διαδικασία ανανεώσεως αποκλειστικά και μόνο λόγω της ιδιότητάς της ως κατόχου αδείας χρήσεως του σήματος, πρέπει να εξεταστεί αν είχε εξουσιοδοτηθεί από τη δικαιούχο του σήματος να ζητήσει την ανανέωσή της καταχωρίσεώς του.

23

Συναφώς, υπογραμμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι ουδαμώς, ούτε κατά την ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα προσκόμισε παρόμοια ρητή εξουσιοδότηση προερχόμενη από τη δικαιούχο του σήματος. Το γεγονός ότι το ΓΕΕΑ δεν κάλεσε ρητώς την προσφεύγουσα να προσκομίσει παρόμοια εξουσιοδότηση στερείται συναφώς λυσιτελείας, καθόσον εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων τις οποίες επρόκειτο να επικαλεστεί, και τούτο χωρίς το ΓΕΕΑ να οφείλει να την καλέσει να το πράξει.

24

Ακολούθως, επιβάλλεται η απόρριψη των ισχυρισμών της προσφεύγουσας ότι, ως κάτοχος αδείας αποκλειστικής χρήσεως, είχε το δικαίωμα, κατά τη διάρκεια ισχύος της αδείας, να ζητήσει την ανανέωση του σήματος, αν δεν το έπραττε η δικαιούχος του σήματος. Γεγονός μεν είναι ότι ενδέχεται, κατ’ αρχήν, η ρητή εξουσιοδότηση να περιλαμβάνεται στη σύμβαση περί αδείας. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η σύμβαση αδείας δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη συναφώς. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύμβαση αδείας αποκλειστικής χρήσεως συνεπάγεται την εξουσιοδότηση του κατόχου της αδείας να ζητήσει την ανανέωσή της καταχωρίσεως, και μάλιστα ότι η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση θα έπρεπε να αναγνωριστεί, υπέρ του κατόχου της αδείας, ως κύρωση λόγω της καταχρήσεως δικαιώματος και της καταστρατηγήσεως του νόμου που φέρεται ότι διέπραξε δολίως ο κάτοχος του σήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός αυτός προσκρούει στη σαφή διατύπωση και στον σκοπό του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, το οποίο προβλέπει ότι η εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ρητή και το οποίο είναι εντελώς ξένο προς κάθε ιδέα επιβολής κυρώσεων στους ιδιώτες.

25

Ομοίως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί της αδυναμίας εκδόσεως, πριν από την προβλεπόμενη στο άρθρο 47, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 40/94 λήξη της «προθεσμίας χάριτος», δικαστικής αποφάσεως υποχρεώνουσας τη δικαιούχο του σήματος να της παράσχει τη ρητή εξουσιοδότηση να ζητήσει την ανανέωση της καταχωρίσεως στερείται λυσιτελείας. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αδυναμία αυτή ισχύει όντως, τούτου δεν μπορεί να οδηγήσει στον απαιτούμενο από το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 αποκλεισμό του όρου περί ρητής εξουσιοδοτήσεως.

26

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που η προσφεύγουσα αντλεί από το γεγονός ότι η διοικητική οδός είναι καταλληλότερη να προστατεύσει τα συμφέροντά της από οποιαδήποτε ένδικη αγωγή, καθόσον της προσφέρει τη δυνατότητα διατηρήσεως του κύρους του σήματος, πρόκειται περί καιροσκοπικών εκτιμήσεων εκ μέρους της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της επιλογής των νομικών μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαφύλαξη των εμπορικών συμφερόντων της, επιλογής η οποία ανήκει αποκλειστικά στην σφαίρα ευθύνης της. Αντιθέτως, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να συνδέεται με το ΓΕΕΑ ούτε ως προς τη δικονομική ιδιότητα που πρέπει να αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, ούτε ως προς το αποτέλεσμά της. Ως εκ τούτου, αν η προσφεύγουσα επέλεξε να μην κάνει χρήση της δικαστικής οδού προκειμένου να επιτύχει την εξουσιοδότηση να ζητήσει την ανανέωση της καταχωρίσεως, δεν εναπόκειται στο ΓΕΕΑ να θεραπεύσει την παράλειψη αυτή χορηγώντας της το εν λόγω δικαίωμα κατά παράβαση του κανονισμού 40/94.

27

Υπό το φως των σκέψεων που προηγήθηκαν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετείχε, εφόσον δεν διέθετε ρητή εξουσιοδότηση της δικαιούχου του σήματος να ζητήσει την ανανέωση της καταχωρίσεώς του, ως μέρος στη διαδικασία ανανεώσεως και, συνακόλουθα, δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής. Άρα, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη απορρίπτοντας την προσφυγή της προσφεύγουσας για τον λόγο αυτό.

28

Επειδή, λοιπόν, η προβλεπόμενη στο άρθρο 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 πρώτη προϋπόθεση δεν πληρούται, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου λόγου της προσφεύγουσας, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών απαντουσών στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεων.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

29

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών θεμελίωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, μεταξύ άλλων, στη μη αναγνώριση του νομικού καθεστώτος της ως ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίδικου σήματος. Δεδομένου ότι, αντιστρόφως, η απόφαση του τμήματος «Σήματα και μητρώο» ουδόλως είχε αμφισβητήσει το καθεστώς της ως ενδιαφερόμενου μέρους, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να λάβει θέση επί του ζητήματος αυτού με το δικόγραφο της προσφυγής της. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών, το οποίο εγνώριζε την απόφαση του τμήματος «Σήματα και μητρώο», όφειλε να λάβει τις παρατηρήσεις της προτού απορρίψει την προσφυγή της με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν ενδιαφερόμενο μέρος.

30

Το ΓΕΕΑ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

31

Σύμφωνα με το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ μπορούν να στηρίζονται μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Η εν λόγω διάταξη κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου του κοινοτικού σήματος, τη γενική αρχή προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας. Δυνάμει της εν λόγω γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, οι αποδέκτες των αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν αποτελεσματικά την άποψή τους. Το δικαίωμα ακροάσεως καλύπτει μεν όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η λήψη της αποφάσεως, αλλά δεν καλύπτει την τελική θέση την οποία προτίθεται να λάβει η διοίκηση [απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T-317/05, Kustom Musical Amplification κατά ΓΕΕΑ (σχήμα κιθάρας), Συλλογή 2007, σ. II-427, σκέψεις 24, 26 και 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

32

Eπιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, τα δικαιώματα άμυνας προσβάλλονται λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας μόνο στο μέτρο που αυτή είχε συγκεκριμένη επίπτωση στη δυνατότητα των βαλλομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-210/01, General Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5575, σκέψη 632 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η μη τήρηση των ισχυόντων κανόνων που σκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να καταστήσει παράνομη τη διοικητική διαδικασία μόνον αν αποδεικνύεται ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση τηρήσεως των εν λόγω κανόνων (προπαρατεθείσα απόφαση General Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 632· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-1711, σκέψη 56, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-191/98, T-212/98 έως T-214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3275, σκέψη 340).

33

Όπως διαπιστώθηκε στα πλαίσια της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ορθώς το ΓΕΕΑ θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν μέρος της διαδικασίας ανανεώσεως της καταχωρίσεως, καθόσον δεν είχε προσκομίσει ρητή εξουσιοδότηση, προερχόμενη από τη δικαιούχο του σήματος, να ζητήσει την ανανέωση. Πρέπει να προστεθεί συναφώς ότι η προσφεύγουσα ουδαμώς διευκρίνισε ότι ήταν σε θέση να προσκομίσει την εξουσιοδότηση αυτή αν της είχε ζητηθεί. Εξ αυτού έπεται ότι η ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε άλλο αποτέλεσμα από εκείνο της απορρίψεως της προσφυγής εκ μέρους του τμήματος προσφυγών.

34

Κατόπιν αυτού, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας είναι απορριπτέος, ενώ παρέλκει η εξέταση του αν η προσφεύγουσα ήταν σε θέση, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή της επί του ζητήματος αν ήταν μέρος στη διαδικασία ανανεώσεως.

35

Επειδή αμφότεροι οι λόγοι τους οποίους προέβαλε η προσφεύγουσα είναι απορριπτέοι, επιβάλλεται η απόρριψη τόσο των κύριων όσο και των επικουρικών αιτημάτων της προσφεύγουσας.

Επί των δικαστικών εξόδων

36

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εξόδων, σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Jurado Hermanos, SL στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εξόδων.

 

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2009.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top