EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0359

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τμήμα αναιρέσεων) της 20ής Φεβρουαρίου 2009.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Marli Bertolete και λοιπών.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Ιση μεταχείριση.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-359/07 P έως T-361/07 P.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2009 I-B-1-00005; II-B-1-00021

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2009:40

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 20ής Φεβρουαρίου 2009

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-359/07 P έως T-361/07 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Marli Bertolete κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Επί συμβάσει υπάλληλοι του Γραφείου “Υποδομές και Διοικητική Υποστήριξη” (ΟΙΒ) – Πρώην μισθωτοί βελγικού δικαίου – Αλλαγή του εφαρμοζόμενου καθεστώτος – Αποφάσεις της Επιτροπής περί καθορισμού των αποδοχών – Ίση μεταχείριση»

Αντικείμενο: Αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2007, F-26/06, Bertolete κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), F-24/06, Abarca Montiel κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή) και F-25/06, Ider κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), με τις οποίες ζητείται η αναίρεση των αποφάσεων αυτών.

Απόφαση: Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2007, F‑26/06, Bertolete κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), F-24/06, Abarca Montiel κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή) και F-25/06, Ider κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή) αναιρούνται. Οι προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σε πρώτο βαθμό των Marli Bertolete και 8 άλλων επί συμβάσει υπαλλήλων της Επιτροπής, Sabrina Abarca Montiel και 19 άλλων επί συμβάσει υπαλλήλων της Επιτροπής, Béatrice Ider, Marie-Claire Desorbay και Lino Noschese απορρίπτονται. Οι προσφεύγοντες πρωτοδίκως και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά τους έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι επί συμβάσει – Αποδοχές – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 62 επ.· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 19 επ., 92 και παράρτημα, άρθρο 2 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι επί συμβάσει – Αποδοχές – Αντιστάθμισμα στη μείωση των αποδοχών των υπαλλήλων, πρώην μισθωτών εθνικού δικαίου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, παράρτημα, άρθρο 2 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού – Ίση μεταχείριση – Εφαρμογή σε μεταβατικό καθεστώς

1.      Δεδομένου ότι, όπως ορίζεται στα άρθρα 62 επ. του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ο οποίος εφαρμόζεται και στους επί συμβάσει υπαλλήλους, πρώην μισθωτούς εθνικού δικαίου, δυνάμει των άρθρων 19 επ. του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (ΚΛΠ) και σε συνάρτηση με το άρθρο 92 ΚΛΠ, η έννοια των αποδοχών περιλαμβάνει τα οικογενειακά επιδόματα, η υποχρέωση των οργάνων, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του ΚΛΠ, να λάβουν υπόψη τους την τρέχουσα διαφορά μεταξύ, αφενός της νομοθεσίας του κράτους μέλους υπηρεσίας στον τομέα της φορολογίας, της κοινωνικής ασφαλίσεως και των συντάξεων και, αφετέρου, των σχετικών διατάξεων που εφαρμόζονται στον συμβασιούχο υπάλληλο, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε τα όργανα να πρέπει να συνεκτιμούν όλα τα στοιχεία που εμπεριέχονται στην έννοια των αποδοχών, όταν προτίθενται να αντισταθμίσουν τη μείωση των αποδοχών που σημειώνεται κατά τη μετάβαση στο καθεστώς του κοινοτικού επί συμβάσει υπαλλήλου. Προς τον σκοπό αυτό, υποχρεούνται, επομένως, να λάβουν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες του προτέρως εφαρμοστέου στον τομέα της φορολογίας, της κοινωνικής ασφαλίσεως και των συντάξεων εθνικού δικαίου οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν το ύψος αυτών των αποδοχών, όπως τις ορίζει ο κοινοτικός ΚΥΚ, παρότι ενδεχόμενα χρηματικά ωφελήματα που απορρέουν από αυτές τις ιδιατερότητες δεν συνυπολογίζονται απαραιτήτως στην έννοια των αποδοχών κατά το εθνικό δίκαιο. Συναφώς, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του σχετικού με το ΚΛΠ παραρτήματος υποχρεώνει τα όργανα, όταν αποφασίζουν κατά διακριτική ευχέρεια να αντισταθμίσουν τη μείωση αποδοχών, να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά τον υπολογισμό του προστιθέμενου ποσού, όλα τα μισθολογικά, φορολογικά και ασφαλιστικά πλεονεκτήματα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και τα οποία κατά το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο θα εντάσσονταν στην έννοια των αποδοχών. Επομένως, το γεγονός ότι το όργανο συμπεριέλαβε κατά τον υπολογισμό του προστιθέμενου ποσού που διατίθεται στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους τα κατά το εθνικό δίκαιο οικογενειακά επιδόματα, τα οποία συνιστούν κοινωνική παροχή του κράτους και όχι αμοιβή καταβαλλόμενη από τον εργοδότη, αποτελεί ορθή εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του σχετικού με το ΚΛΠ παραρτήματος.

(βλ. σκέψεις 45 έως 47)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Μαΐου 1987, 186/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1987, σ. 2029, σκέψεις 26 και 29· ΔΕΚ, 7 Μαΐου 1987, 189/85, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1987, σ. 2061, σκέψη 18

2.      Προς τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του επιπρόσθετου ποσού που καταβάλλεται στους υπαλλήλους, πρώην μισθωτούς εθνικού δικαίου, συνεπεία της μεταβάσεώς τους στο καθεστώς του κοινοτικού επί συμβάσει υπαλλήλου, το όργανο υποχρεούται να συγκρίνει τις εν λόγω περιπτώσεις βάσει του σκοπού που εξυπηρετεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του ΚΛΠ, προκειμένου να διατηρηθεί το προηγούμενο ύψος των αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται από κοινοτικής απόψεως, δηλαδή των προγενέστερων αποδοχών υπό ευρεία έννοια, συμπεριλαμβανομένων και των οικογενειακών επιδομάτων, και να τις μετατρέψει σε αποδοχές υπό την κοινοτική έννοια. Αυτή η σύγκριση, δεδομένου του σκοπού των εφαρμοστέων διατάξεων και της κοινοτικής έννοιας των αποδοχών που χρησιμοποιεί ο ΚΥΚ, περιλαμβάνει επομένως και την υποχρέωση του οργάνου να εκτιμήσει την αντίστοιχη οικογενειακή κατάσταση των ενδιαφερομένων και, ειδικότερα το αν έχουν τέκνα ή όχι. Εντούτοις, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, κατά τη μετάβαση στο καθεστώς του συμβασιούχου υπαλλήλου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων περί μεταβατικών μέτρων που εφαρμόζονται επί των υπαλλήλων που απασχολούνται από το Γραφείο Υποδομών των Βρυξελλών, η οικογενειακή και μισθολογική κατάσταση ενός προσώπου που έχει ένα ή περισσότερα τέκνα διαφέρει ουσιωδώς από την αντίστοιχη ενός προσώπου χωρίς τέκνα, αφού στην τελευταία περίπτωση το πρόσωπο αυτό δεν δικαιούται –ούτε με βάση το προηγούμενο εθνικό συμβατικό καθεστώς αλλά ούτε και βάσει του κοινοτικού ΚΥΚ– να λάβει οικογενειακά επιδόματα ως ειδική συνιστώσα των αποδοχών για τα συντηρούμενα από αυτό τέκνα. Αντιθέτως, η διαφορετική μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών προσώπων οικογενειακή και μισθολογική κατάσταση αποτελεί προσήκον κριτήριο διαφοροποιήσεώς τους το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί από το όργανο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εφαρμοστέας ρυθμίσεως.

(βλ. σκέψεις 50 και 51)

3.      Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε ένα μεταβατικό καθεστώς προϋποθέτει ότι το όργανο λαμβάνει υπόψη του την προσωπική κατάσταση του συνόλου των ενδιαφερομένων στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αλλαγής του καθεστώτος στο οποίο υπάγονται, καθόσον αποτελεί κρίσιμο στοιχείο θεμελιώδους σημασίας, ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους. Σε αντίθετη περίπτωση, τα κοινοτικά όργανα θα έπρεπε σε μια τέτοια ad hoc αλλαγή του καθεστώτος των ενδιαφερομένων, προς τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να συνεκτιμούν, κατά τη λήψη μέτρων γενικής εμβέλειας, την ενδεχόμενη εξέλιξη της προσωπικής καταστάσεως του κάθε ενδιαφερομένου, αναλαμβάνοντας έτσι το υπέρμετρο αλλά και ανέφικτο έργο της συγκριτικής αναλύσεως σε βάθος χρόνου. Εντούτοις, αυτή η εκτίμηση ουδόλως επηρεάζει την ανάγκη να ελέγχεται, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η προσωπική κατάσταση των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων, προκειμένου, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αίρονται, σε μεταγενέστερο στάδιο, μελλοντικές ανισότητες μεταξύ των προσώπων που βρίσκονται υπό παρόμοιες ή ίδιες καταστάσεις.

(βλ. σκέψη 54)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 14 Φεβρουαρίου 2007, T-435/04, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 90 επ.

Top