EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0334

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2008.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Freistaat Sachsen.
Αίτηση αναιρέσεως - Κρατικές ενισχύσεις - Σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων - Συμβατότητα με την κοινή αγορά - Κριτήρια εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων - Διαχρονική εφαρμογή - Σχέδιο που κοινοποιήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) 70/2001- Απόφαση μεταγενέστερη αυτής της θέσεως σε ισχύ - Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη - Ασφάλεια δικαίου - Πλήρης κοινοποίηση.
Υπόθεση C-334/07 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-09465

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:709

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2008 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων — Συμβατότητα με την κοινή αγορά — Κριτήρια εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων — Διαχρονική εφαρμογή — Σχέδιο που κοινοποιήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) 70/2001 — Απόφαση μεταγενέστερη αυτής της θέσεως σε ισχύ — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ασφάλεια δικαίου — Πλήρης κοινοποίηση»

Στην υπόθεση C-334/07 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 17 Ιουλίου 2007,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K. Gross, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι

το Freistaat Sachsen, εκπροσωπούμενο από τον Th. Lübbig, Rechtsanwalt,

προσφεύγον στον πρώτο βαθμό,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot (εισηγητή), J. Makarczyk, P. Kūris και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαΐου 2007, T-357/02, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-1261, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση 2003/226/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γερμανία — «Κατευθυντήριες γραμμές υπέρ των ΜΜΕ — Βελτίωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στην Σαξονία» — Υποπρογράμματα 1 (προπαίδευση), 4 (συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις), 5 (συνεργασία) και 7 (προώθηση σχεδιασμού προϊόντων) (ΕΕ 2003, L 91, σ. 13, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), καθορίζει τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στην άσκηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της εξουσίας που της απονέμει το άρθρο 88 ΕΚ να αποφαίνεται επί της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά.

3

Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως άπτεται, ειδικότερα, των ακόλουθων διατάξεων του κανονισμού αυτού:

του άρθρου 1, στοιχείο στ’, το οποίο ορίζει την «παράνομη ενίσχυση» ως «νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου [88], παράγραφος 3, της Συνθήκης»·

του άρθρου 1, στοιχείο η’, το οποίο περιέχει τον ακόλουθο ορισμό:

«“ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

του άρθρου 2, παράγραφος 2, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Στην κοινοποίηση, το οικείο κράτος μέλος παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να λάβει απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 7 (εφεξής αποκαλούμενη “πλήρης κοινοποίηση”).»

του άρθρου 4, παράγραφος 1, το οποίο έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2 [(απόφαση κατά την οποία το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση)], 3 [(απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων)] ή 4 [(απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας)].»

του άρθρου 4, παράγραφος 5, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, πρέπει να λαμβάνονται εντός δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης. Η κοινοποίηση θεωρείται πλήρης εάν, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της ή από την παραλαβή οποιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας που ζητήθηκε, η Επιτροπή δεν ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. […]»

του άρθρου 4, παράγραφος 6, το οποίο έχει ως εξής:

«Εάν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4 εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η ενίσχυση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί κατόπιν τούτου να θέσει σε εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα αφού ειδοποιήσει προηγουμένως σχετικά την Επιτροπή, εκτός εάν η τελευταία λάβει απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης.»

4

Στον τομέα των ενισχύσεων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ο κανονισμός (ΕΚ) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων [87] και [88] της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142, σ. 1), απονέμει, με το άρθρο του 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, περίπτωση i, στην Επιτροπή την εξουσία να δηλώνει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι ενισχύσεις προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι συμβατές προς την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση της κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

5

Ο κανονισμός (ΕΚ) 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, σ. 33, καθορίζει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να ικανοποιούν οι μεμονωμένες ενισχύσεις και τα καθεστώτα ενισχύσεων υπέρ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων προκειμένου να συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, και εξαιρεί τις επιχειρήσεις που ικανοποιούν τα κριτήρια αυτά από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

6

Σύμφωνα με το άρθρο του 10, ο κανονισμός αυτός άρχισε να ισχύει στις 2 Φεβρουαρίου 2001, δηλαδή την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

7

Στην τελευταία περίοδο της τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζεται ότι «[ο]ι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις [που θεσπίστηκε από την Επιτροπή (ΕΕ 1996, C 213, σ. 4)] πρέπει να καταργηθούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι το περιεχόμενό τους αντικαθίσταται από [αυτόν]».

Ιστορικό της διαφοράς

8

Στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Υπουργείου Οικονομίας και Εργασίας του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας για τη βελτίωση των επιδόσεων των εγκατεστημένων σε αυτό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, το εν λόγω ομόσπονδο κράτος χορηγεί στα πρόσωπα που ασκούν σε αυτό ελεύθερο επάγγελμα, καθώς και στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που έχουν σε αυτό την έδρα τους ή κάποια εγκατάστασή τους, μη επιστρεπτέες επιδοτήσεις για σχέδια που ευνοούν την ανάπτυξη της οικονομίας. Οι επιδοτήσεις αυτές προβλέπονται από ένα καθεστώς ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Επιτροπή το 1992 και εγκρίθηκε από αυτήν και του οποίου η ισχύς παρατάθηκε επανειλημμένως μετά από νέες εγκρίσεις. Οι ενισχύσεις αυτές σκοπούν στη βελτίωση της παραγωγικής και ανταγωνιστικής ικανότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

9

Με έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2000, το οποίο περιήλθε στην Επιτροπή στις 3 Ιανουαρίου 2001, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε νέα έκδοση του καθεστώτος ενισχύσεων (στο εξής: αρχική κοινοποίηση).

10

Στις 12 Ιανουαρίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 70/2001, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Φεβρουαρίου 2001.

11

Τον Δεκέμβριο του 2001, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία εξετάσεως για ορισμένα από τα μέτρα που προέβλεπε το κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων, ήτοι για τα μέτρα που προβλέπονταν στα υποπρογράμματα «προπαίδευση», «συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις», «συνεργασία» και «προώθηση σχεδιασμού προϊόντων» (στο εξής: τέσσερα επίδικα υποπρογράμματα). Αντιθέτως, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις όσον αφορά τα λοιπά υποπρογράμματα.

12

Μετά την ολοκλήρωση της εξετάσεώς της, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία, πρώτον, έκρινε ότι τα μέτρα που προβλέπονταν από τα τέσσερα επίδικα υποπρογράμματα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις. Δεύτερον, διευκρίνισε ότι, για να θεωρηθούν συμβατές προς την κοινή αγορά, οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 70/2001 και να μην υπερβαίνουν τα όρια εντάσεως που θέτει ο κανονισμός αυτός, με εξαίρεση τις λειτουργικές ενισχύσεις που προβλέπει το υποπρόγραμμα «συνεργασία», τις οποίες έκρινε ασύμβατες με την κοινή αγορά.

Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δέχθηκε το αίτημα του Freistaat Sachsen να ακυρωθούν τα εξής κεφάλαια της επίδικης αποφάσεως:

το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο οι ενισχύσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 70/2001 και υπερβαίνουν τα όρια εντάσεως της ενισχύσεως που θέτει ο κανονισμός αυτός είναι ασύμβατα με την κοινή αγορά·

το άρθρο 3, σύμφωνα με το οποίο οι λειτουργικές ενισχύσεις που προβλέπονται από το υποπρόγραμμα «συνεργασία» είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, και

το άρθρο 4, με το οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορεί να δρομολογήσει τα τέσσερα επίδικα υποπρογράμματα μόνον εφόσον τα εναρμονίσει με την απόφαση αυτή.

14

Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, εξετάζοντας τη συμβατότητα των επίδικων ενισχύσεων υπό το πρίσμα του κανονισμού 70/2001, μολονότι ο κανονισμός αυτός δεν είχε τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποιήσεώς τους, είχε προβεί σε αναδρομική εφαρμογή των νέων κανόνων που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

15

Το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε ουσιαστικά στις έννομες συνέπειες της κοινοποιήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει και ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, η προθεσμία των δύο μηνών που διαθέτει η ίδια για την προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιήσεως αυτής αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της.

16

Το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τα ανωτέρω το συμπέρασμα ότι η συμβατότητα μιας σχεδιαζόμενης ενισχύσεως με την κοινή αγορά πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται αποκλειστικά βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της κοινοποιήσεως της ενισχύσεως αυτής. Διευκρίνισε, δε, ότι η λύση αυτή δικαιολογείται από τις επιταγές της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας, καθώς δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να καθορίζει μονομερώς το νομικό καθεστώς που πρέπει να εφαρμοστεί στις ενισχύσεις τις οποίες καλείται να εξετάσει.

17

Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι η συλλογιστική αυτή επιρρωννύεται από τη νομολογία. Παρέπεμψε συναφώς στην απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-7869), η οποία αφορά τη διαχρονική εφαρμογή των διαδοχικών αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα σε ορισμένες περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις, κοινώς επονομαζόμενες «κώδικες ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα». Με την απόφαση εκείνη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η εφαρμογή των κανόνων του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα που ισχύει την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετική με ενισχύσεις που καταβλήθηκαν υπό το καθεστώς προηγούμενου κώδικα συνιστά αναδρομική εφαρμογή του μεταγενέστερου κώδικα.

18

Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, τόσο από τη διατύπωση όσο και από τον σκοπό του κανονισμού 70/2001, καθώς και από τις επιταγές που απορρέουν από την τήρηση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής.

19

Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνώριζε ενδεχομένως, κατά τον χρόνο της αρχικής κοινοποιήσεως, την επικείμενη τροποποίηση των κριτηρίων εξετάσεως που εφαρμόζονται στις κοινοποιούμενες κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύσεις δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή του κανονισμού 70/2001.

20

Τέλος, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (ΕΕ 2002, C 119, σ. 22), σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να εκτιμήσει τη συμβατότητα των ενισχύσεων αυτών με την κοινή αγορά βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά την ημερομηνία της χορηγήσεώς τους. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ενδεχόμενη αξιολόγηση των κοινοποιημένων σχεδίων ενισχύσεων βάσει των κανόνων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής θα ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να μην τηρούν τις διαδικαστικές υποχρεώσεις τους, όταν προτίθενται να χορηγήσουν ενίσχυση για την οποία η εφαρμοστέα νομοθεσία ενδέχεται να καταστεί αυστηρότερη.

Αιτήματα των διαδίκων

21

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αποφανθεί οριστικώς επί της ουσίας της υποθέσεως, απορρίπτοντας την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε το Freistaat Sachsen, και να το καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών.

22

Το Freistaat Sachsen ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής και την καταδίκη της τελευταίας στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

23

Η Επιτροπή επικαλείται δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως. Υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη, κυρίως, εκτιμώντας ότι η Επιτροπή εσφαλμένως εξέτασε το σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων που της κοινοποιήθηκε από ην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει του κανονισμού 70/2001, καθώς ο κανονισμός αυτός δεν είχε αρχίσει να ισχύει κατά την ημερομηνία παραλαβής της αρχικής κοινοποιήσεως και, επικουρικώς, κρίνοντας ότι η κοινοποίηση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί πλήρης.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

24

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η εφαρμογή του κανονισμού 70/2001 σε σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού είναι αντίθετη προς την αρχή της μη αναδρομικότητας, με αποτέλεσμα να καθίσταται παράνομη η επίδικη απόφαση, παρέβη τα άρθρα 88, παράγραφοι 2 και 3, 249, παράγραφος 2, και 254, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, τα άρθρα 3 επ. του κανονισμού 659/1999 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού 70/2001.

25

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή του κανονισμού 70/2001 στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων όχι μόνο δεν είναι σε καμιά περίπτωση αναδρομική, αλλά είναι σύμφωνη με την αρχή της άμεσης εφαρμογής, δυνάμει της οποίας ένα νομοθέτημα του κοινοτικού δικαίου έχει από τη θέση του σε ισχύ εφαρμογή στις τρέχουσες καταστάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.

26

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, κρίνοντας ότι η κοινοποίηση ενός σχεδίου κρατικών ενισχύσεων δημιουργεί μια νομική κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες που ίσχυαν την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η κοινοποίηση αυτή.

27

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτιμά ότι η κοινοποίηση αυτή έχει μόνο διαδικαστικές συνέπειες. Προσθέτει ότι η εξέταση στην οποία υποχρεούται δεν αφορά την κοινοποίηση αυτή καθεαυτήν, αλλά την κοινοποιούμενη ενίσχυση και ότι η εξέταση αυτή πρέπει να διεξάγεται όχι μόνο βάσει των στοιχείων που διαβιβάζονται στο πλαίσιο της εν λόγω κοινοποιήσεως, αλλά και βάσει των εκάστοτε πραγματικών στοιχείων, καθώς και των κανόνων δικαίου που ισχύουν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεώς της. Παραπέμπει συναφώς στα άρθρα 3, 4, παράγραφοι 2 έως 4 και 6, 5, παράγραφος 1, 6 και 7, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 659/1999.

28

Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η κοινοποίηση ενός σχεδίου κρατικής ενισχύσεως συνιστά υποχρέωση η οποία επιβάλλεται στα κράτη μέλη από τη Συνθήκη ΕΚ και δεν γεννά δικαιώματα.

29

Διευκρινίζει ότι η άμεση εξέταση της κοινοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η Επιτροπή να απαιτήσει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιπλέον πληροφορίες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού.

30

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προθεσμία των δύο μηνών που αρχίζει από την παραλαβή της κοινοποιήσεως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999, μετά τη λήξη της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού, η ενίσχυση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί αυτοδικαίως, αποτελεί απλή διαδικαστική προθεσμία. Ισχυρίζεται, δε, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, η ίδια νομιμοποιείται σε κάθε περίπτωση να λάβει την απόφασή της μέχρι τη λήξη της προθεσμίας αυτής και, αν χρειαστεί, να κινήσει επίσημη διαδικασίας εξετάσεως.

31

Εξάλλου, η Επιτροπή τονίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε πλήρη γνώση του σχεδίου από το οποίο προέκυψε ο κανονισμός 70/2001, διότι, μεταξύ άλλων, συμμετείχε στις εργασίες καταρτίσεως του σχεδίου αυτού.

32

Εκτιμά ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση, καθόσον αφορά τις παράνομες ενισχύσεις, και ότι η λύση που επέλεξε το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη δικαιολογούνταν, μεταξύ άλλων, από τον συγκεκριμένο χαρακτήρα των κωδίκων ενισχύσεων προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

33

Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης την ανάλυση του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι ο κανονισμός 70/2001 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διαπιστώνουν τα ίδια αν συντρέχει υποχρέωση κοινοποιήσεως καταδεικνύει ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή σε προγενέστερες καταστάσεις. Τονίζει, συναφώς, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη θέση σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν τα μέτρα που είχε κοινοποιήσει απαλλάσσονταν από την υποχρέωση αυτή και να αποσύρει, ενδεχομένως, την κοινοποίησή της, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 659/1999. Η Επιτροπή προσθέτει ότι από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 70/2001 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν κρατικές ενισχύσεις που εμπίπτουν στον κανονισμό αυτόν. Υποστηρίζει, επίσης, ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν είναι αντίθετος στη διατήρηση των κοινοποιήσεων που υπήρχαν κατά τον χρόνο θέσεώς του σε ισχύ.

34

Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η διευκρίνιση του δεύτερου εδαφίου της τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 70/2001, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή αξιολογεί τα κοινοποιούμενα καθεστώτα ενισχύσεων με γνώμονα «ιδίως» τα κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό αυτόν, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα την εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που υιοθετήθηκε το 1996, δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζεται ρητώς στην ως άνω αιτιολογική σκέψη, το πλαίσιο αυτό καταργήθηκε με τον εν λόγω κανονισμό.

35

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο παραλληλισμός, στον οποίον προβαίνει το Πρωτοδικείο, μεταξύ του κοινοποιηθέντος σχεδίου καθεστώτος ενισχύσεων και των παράνομων ενισχύσεων είναι αλυσιτελής. Ισχυρίζεται συναφώς ότι, ούτως ή άλλως, ακόμη και αν οι ενισχύσεις που κοινοποίησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν παράνομες, δεν θα ήταν εφαρμοστέα η ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης, στην οποία παραπέμπει το Πρωτοδικείο. Πράγματι, η ανακοίνωση αυτή ισχύει αποκλειστικά όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών ή παρόμοιων νομοθετημάτων, δεδομένου ότι στην τέταρτη αιτιολογική της σκέψη διευκρινίζεται ότι «δεν θίγει την ερμηνεία των κανονισμών του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων».

36

Το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η εφαρμογή του κανονισμού 70/2001 σε σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε προτού τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός αυτός συνιστούσε αναδρομική εφαρμογή του, η οποία καθιστά παράνομη την επίδικη απόφαση.

37

Το Freistaat Sachsen θεωρεί ότι η κοινοποίηση ενός σχεδίου ενισχύσεων δεν αποτελεί απλή υποχρέωση για τα κράτη μέλη, αλλά πράξη που δημιουργεί ειδικές υποχρεώσεις για την Επιτροπή και συνιστά την αφετηρία μιας προθεσμίας, της οποίας η λήξη συνεπάγεται σοβαρές έννομες συνέπειες για τα εμπλεκόμενα μέρη.

38

Το Freistaat Sachsen φρονεί ότι είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς την ασφάλεια δικαίου η αναδρομική εφαρμογή των κοινοτικών κειμένων που δεν περιέχουν ρητή σχετική διάταξη.

39

Θεωρεί ότι η λύση που έδωσε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, όσον αφορά τις παράνομες ενισχύσεις, πρέπει να εφαρμόζεται και στις κοινοποιηθείσες ενισχύσεις.

40

Φρονεί ότι το κράτος μέλος που κοινοποιεί ένα σχέδιο ενισχύσεων στηρίζει στην κοινοποίηση αυτή τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ότι θα εφαρμοστούν τα κριτήρια εξετάσεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως αυτής. Το Freistaat Sachsen επιφυλάσσεται, ωστόσο, για την περίπτωση που ο κανόνας που τέθηκε σε ισχύ μετά την κοινοποίηση ενός σχεδίου ενισχύσεων είναι ευνοϊκότερος για το εν λόγω κράτος μέλος από εκείνον που ίσχυε κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως αυτής.

41

Στη συνέχεια, το Freistaat Sachsen εκφράζει την άποψη ότι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι παράνομες ενισχύσεις πρέπει να αξιολογούνται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορηγήσεώς τους, πρέπει, και στην περίπτωση των ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν κανονικά, να εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο της «γενέσεώς» τους, δηλαδή κατά την κοινοποίησή τους, έτσι ώστε να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση τα κράτη μέλη που τηρούν τις διαδικαστικές τους υποχρεώσεις.

42

Επικουρικώς, το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι, ακόμη και σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής, η επίδικη απόφαση πρέπει, πάντως, να ακυρωθεί, διότι η Επιτροπή δεν άσκησε πραγματικά τη διακριτική της ευχέρεια. Δεν έλαβε, συναφώς, υπόψη της, κατά την εφαρμογή του κανονισμού 70/2001, τις ιδιαιτερότητες του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας και του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43

Κατά πάγια νομολογία, ο νέος κανόνας εφαρμόζεται αμέσως στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως που γεννήθηκε υπό το κράτος του παλαιότερου κανόνα (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Απριλίου 1970, 68/69, Brock, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 293, σκέψη 7, και της 10ης Ιουλίου 1986, 270/84, Licata κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι το πεδίο εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο ώστε να παρακωλύει, κατά γενικό τρόπο, την εφαρμογή του νέου κανόνα στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος του παλαιότερου κανόνα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 1987, 278/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1, σκέψη 36, και της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 19).

44

Αντιθέτως, οι κοινοτικοί κανόνες ουσιαστικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αφορούν καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν τη έναρξη ισχύος των κανόνων αυτών μόνο στον βαθμό κατά τον οποίον προκύπτει σαφώς από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοια ισχύς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2002, C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer, Συλλογή 2002, σ. I-1049, σκέψη 49).

45

Η κοινοποίηση των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αποτελεί κεντρικό στοιχείο των κοινοτικών διατάξεων που διέπουν τον έλεγχό τους και οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν τις ενισχύσεις αυτές δεν μπορούν να επικαλούνται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο νομότυπο της ενισχύσεως αν οι ενισχύσεις δεν χορηγήθηκαν τηρουμένης της σχετικής διαδικασίας (αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland, Συλλογή 1997, σ. I-1591, σκέψη 25, και της 22ας Απριλίου 2008, C-408/04 P, Επιτροπή κατά Salzgitter, Συλλογή 2008, σ. I-2767, σκέψη 104).

46

Σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ, το κράτος μέλος που προτίθεται να χορηγήσει ορισμένη ενίσχυση δεν μπορεί να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα προτού η εν λόγω διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση της Επιτροπής.

47

Η απαγόρευση που προβλέπει η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι, πριν από την επέλευση των αποτελεσμάτων μιας ενισχύσεως, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της εύλογη προθεσμία για να εξετάσει το σχέδιο διεξοδικώς και, ενδεχομένως, να κινήσει τη διαδικασία της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου (αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Boussac Saint Frères», Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψη 17, και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C-199/06, CELF και Μinistre de la Culture et de la Communication, Συλλογή 2008, σ. I-469, σκέψη 36).

48

Το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ θεσπίζει έτσι προληπτικό έλεγχο των νέων σχεδίων ενισχύσεων (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψη 2, και προπαρατεθείσα CELF και Μinistre de la Culture et de la Communication, σκέψη 37).

49

Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο προβλέπει ότι η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση «μόλις τη λάβει», επιβάλλει απλώς στο όργανο αυτό την υποχρέωση να ενεργεί αμελλητί και δεν αποτελεί, συνεπώς, κανόνα εφαρμογής ratione temporis των κανόνων εκτιμήσεως της συμβατότητας των κοινοποιηθέντων σχεδίων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Τέτοιος κανόνας δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η προθεσμία των δύο μηνών κατά την οποίαν η Επιτροπή διενεργεί προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιήσεως αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποιήσεως.

50

Αντιθέτως, το ζήτημα αν μια ενίσχυση αποτελεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια της Συνθήκης, πρέπει να κριθεί βάσει των αντικειμενικών στοιχείων που διαπιστώνονται κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 137, καθώς και της 1ης Ιουλίου 2008, C-341/06 P και C-342/06 P, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., Συλλογή, 2008, σ. Ι-4777, σκέψη 95). Ως εκ τούτου, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή ασκείται επί της εκτιμήσεως της καταστάσεως που έχει διενεργήσει η Επιτροπή μέχρι την ημερομηνία αυτή (προπαρατεθείσα απόφαση Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., σκέψη 144).

51

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι κανόνες, οι αρχές και τα κριτήρια εκτιμήσεως της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία κατά την οποίαν η Επιτροπή λαμβάνει την απόφασή της μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ότι προσαρμόζονται καλύτερα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

52

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κοινοποίηση των σχεδίων ενισχύσεων αποτελεί μεν υποχρέωση ουσιώδη για τον έλεγχό τους, αλλά δεν παύει να συνιστά απλώς μια διαδικαστική υποχρέωση, που έχει ως σκοπό να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διενεργεί προληπτικό και αποτελεσματικό, ταυτόχρονα, έλεγχο των ενισχύσεων που τα κράτη μέλη προτίθενται να χορηγήσουν στις επιχειρήσεις. Δεν μπορεί, επομένως, να έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος που πρέπει να εφαρμοστεί στις ενισχύσεις τις οποίες αφορά.

53

Κατά συνέπεια, η κοινοποίηση από ένα κράτος μέλος μιας σχεδιαζόμενης ενισχύσεως ή ενός καθεστώτος ενισχύσεων δεν δημιουργεί οριστικά διαμορφωμένη έννομη κατάσταση, πράγμα που θα σήμαινε ότι η Επιτροπή θα αποφαινόταν επί της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά εφαρμόζοντας τους κανόνες που ισχύουν κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως αυτής. Αντιθέτως, η Επιτροπή καλείται να εφαρμόσει τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεώς της, βάσει των οποίων και μόνον πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα της σχετικής αποφάσεώς της.

54

Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Freistaat Sachsen, η λύση αυτή δεν προτρέπει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν αμέσως τις ενισχύσεις που σχεδιάζουν χωρίς να τις κοινοποιήσουν, προκειμένου να επωφεληθούν του νομικού καθεστώτος που ισχύει κατά τον χρόνο της εφαρμογής αυτής. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συμβατότητα μιας παράνομης ενισχύσεως με την κοινή αγορά εκτιμάται σε κάθε περίπτωση κατά την ημερομηνία χορηγήσεώς της, τα κράτη μέλη δύσκολα μπορούν να προβλέψουν λεπτομερώς τις μεταβολές της νομοθεσίας. Εξάλλου, το κράτος μέλος που χορήγησε μια παράνομη ενίσχυση εκτίθεται, ενδεχομένως, στον κίνδυνο να υποχρεωθεί να την ανακτήσει, καθώς και να αποκαταστήσει τις ζημίες που προκλήθηκαν λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση CELF και Ministre de la Culture et de la Communication, σκέψη 55).

55

Επισημαίνεται, πάντως, ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 88, παράγραφος 2, ΕΚ, και 1, στοιχείο η’, του κανονισμού 659/1999, όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως για ένα σχέδιο ενισχύσεως, οφείλει να δώσει στους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις για τις οποίες πρόκειται, τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Ο κανόνας αυτός έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου.

56

Επομένως, όταν το νομικό καθεστώς υπό το οποίο ένα κράτος μέλος κοινοποίησε μια σχεδιαζόμενη ενίσχυση αλλάξει προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της, η τελευταία οφείλει, προτού αποφανθεί, ως υποχρεούται, βάσει των νέων κανόνων, να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με τους νέους αυτούς κανόνες. Μόνη εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελεί η περίπτωση στην οποία το νέο νομικό καθεστώς δε επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές σε σχέση με το προϊσχύσαν (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, C-49/05 P, Ferriere Nord SpA κατά Επιτροπής, σκέψεις 68 έως 71).

57

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται, πρώτον, ότι το σχεδιαζόμενο καθεστώς ενισχύσεων κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή προτού τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός 70/2001, δεύτερον, ότι την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός αυτός η Επιτροπή δεν είχε ακόμη αποφανθεί και, τρίτον, ότι ο κανονισμός αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως.

58

Επίσης, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε από τα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν θέση επί της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων.

59

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κρίνοντας ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της μη αναδρομικότητας, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την έκδοση της αποφάσεώς του. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής είναι βάσιμος. Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

Επί της αναπομπής στο Πρωτοδικείο

60

Από το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, όταν αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου για να την κρίνει εκείνο.

61

Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι ο λόγος αναιρέσεως περί αναδρομικού χαρακτήρα της εφαρμογής του κανονισμού 70/2001 στην επίδικη απόφαση είναι αβάσιμος, πρέπει να εκδοθεί απόφαση επί του τέταρτου και πέμπτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε το Freistaat Sachsen ενώπιον του Πρωτοδικείου, με τους οποίους επικαλείται, αφενός, τη μη άσκηση από την Επιτροπή της διακριτικής της ευχέρειας κατά την εξέταση των επίδικων ενισχύσεων, καθώς και την παράβαση της συνακόλουθης υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και, αφετέρου, το ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο ανταγωνισμός θα νοθευόταν πραγματικά ή δυνητικά από τις ενισχύσεις αυτές, καθώς και την παράβαση της συνακόλουθης υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

62

Η απάντηση στους ως άνω λόγους αναιρέσεως προϋποθέτει πολύπλοκες εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών βάσει στοιχείων που δεν ελήφθησαν υπόψη από το Πρωτοδικείο. Ενώπιον του Δικαστηρίου, το Freistaat Sachsen περιορίστηκε να υποστηρίξει, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι η Επιτροπή δεν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, για τον λόγο ότι, κατά την εφαρμογή του κανονισμού 70/2001, δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, ούτε εκείνες του κοινοποιηθέντος σχεδίου καθεστώτος ενισχύσεων.

63

Κατά συνέπεια, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η υπόθεση να πρέπει να αναπεμφθεί στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Πρωτοδικείο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαΐου 2007, T-357/02, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής.

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 

3)

Επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top