EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0558

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 10ης Μαρτίου 2009.
The Queen, κατόπιν αιτήσεως των S.P.C.M. SA, C.H. Erbslöh KG, Lake Chemicals and Minerals Ltd και Hercules Inc. κατά Secretary of State for the Environment, Food and Rural Affairs.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) - Ηνωμένο Βασίλειο.
Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 - Χημικές ουσίες - Καταχώριση, αξιολόγηση, αδειοδότηση των ουσιών αυτών και εφαρμοστέοι περιορισμοί (REACH) - Έννοια "μονομερών ουσιών" - Ισχύς - Αναλογικότητα - Ίση μεταχείριση.
Υπόθεση C-558/07.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-05783

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:142

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 10ης Μαρτίου 2009 ( 1 )

Υπόθεση C-558/07

The Queen, κατόπιν αιτήσεως των:

S.P.C.M. SA κλπ.

κατά

Secretary of State for the Environment, Food and Rural Affairs

«Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 — Χημικές ουσίες — Καταχώριση, αξιολόγηση, αδειοδότηση των ουσιών αυτών και εφαρμοστέοι περιορισμοί (REACH) — Έννοια “μονομερών ουσιών” — Ισχύς — Αναλογικότητα — Ίση μεταχείριση»

I — Εισαγωγή

1.

Το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο) ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας της εννοίας των μονομερών ουσιών.

2.

Εκ πρώτης όψεως, αυτή η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως φαίνεται παράδοξη. Το φυσιολογικό θα ήταν να υποβληθεί το ερώτημα αυτό σε κάποιον χημικό. Εντούτοις, κατόπιν εγγύτερης θεωρήσεως των πραγμάτων συνάγεται ότι στο ερώτημα αυτό μπορεί και πρέπει να δοθεί απάντηση βάσει των κανόνων της κοινοτικής νομοθεσίας.

3.

Προς τούτο, το Δικαστήριο πρέπει για πρώτη φορά να ερμηνεύσει τον κανονισμό (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων ( 2 ) (στο εξής: κανονισμός REACH).

II — Νομικό πλαίσιο

4.

Κρίσιμη διάταξη για την παρούσα υπόθεση είναι το άρθρο 5 του κανονισμού REACH το οποίο προβλέπει την υποχρέωση καταχωρίσεως των ουσιών:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 6, 7, 21 και 23, ουσίες υπό καθαρή μορφή, σε παρασκευάσματα ή σε προϊόντα μπορούν να παρασκευάζονται στην Κοινότητα ή να διατίθενται στην αγορά μόνον εφόσον έχουν καταχωρηθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του παρόντος Τίτλου, εφόσον τούτο απαιτείται.»

5.

Το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού REACH ορίζει τη θεμελιώδη έννοια της ουσίας:

«Ένα χημικό στοιχείο και οι ενώσεις του σε φυσική κατάσταση ή όπως λαμβάνονται από οποιαδήποτε διεργασία παρασκευής, συμπεριλαμβανομένου κάθε προσθέτου που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της σταθερότητάς της και κάθε πρόσμειξης που προέρχεται από τη χρησιμοποιούμενη διεργασία, αποκλειόμενου κάθε διαλύτη που μπορεί να διαχωρισθεί, χωρίς να επηρεάσει τη σταθερότητα της ουσίας ή να μεταβάλει τη σύνθεσή της».

6.

Το άρθρο 3, σημείο 5, του κανονισμού REACH ορίζει την έννοια του πολυμερούς:

«Ουσία η οποία αποτελείται από μόρια χαρακτηριζόμενα από ακολουθία ενός ή περισσότερων τύπων μονομερών μονάδων. Τα μοριακά βάρη των εν λόγω μορίων πρέπει να καλύπτουν κάποιο φάσμα μέσα στο οποίο οι διαφορές μοριακού βάρους οφείλονται πρωτίστως στη διαφορά του αριθμού των μονομερών μονάδων που τα απαρτίζουν. Ένα πολυμερές περιλαμβάνει τα εξής:

α)

μια απλή κατά βάρος πλειοψηφία μορίων που περιέχουν τρεις τουλάχιστον μονομερείς μονάδες συνδεδεμένες με ομοιοπολικούς δεσμούς με τουλάχιστον άλλη μία μονομερή μονάδα ή με άλλο αντιδρών συστατικό,

β)

λιγότερο από μια απλή κατά βάρος πλειοψηφία μορίων ενός και του αυτού μοριακού βάρους.

Στο πλαίσιο του παρόντος ορισμού, ως “μονομερής μονάδα” νοείται η αντιδρώσα μορφή μιας μονομερούς ουσίας ενός πολυμερούς».

7.

Η έννοια του μονομερούς ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 6:

«Ουσία η οποία μπορεί να σχηματίζει ομοιοπολικούς δεσμούς με αλληλουχία πρόσθετων όμοιων ή ανόμοιων μορίων υπό τις συνθήκες της σχετικής αντίδρασης σχηματισμού πολυμερών που χρησιμοποιείται για τη συγκεκριμένη διαδικασία».

8.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού REACH, οι διατάξεις των Τίτλων II και VI, ήτοι μεταξύ άλλων οι υποχρεώσεις καταχωρίσεως του άρθρου 5, δεν εφαρμόζονται στα πολυμερή.

9.

Η 41η αιτιολογική σκέψη παρέχει ορισμένες εξηγήσεις για το καθεστώς αυτό:

«[…] Τα πολυμερή θα πρέπει να εξαιρεθούν από την καταχώριση και την αξιολόγηση έως ότου γίνει εφικτή η επιλογή των πολυμερών που θα πρέπει να καταχωρούνται λόγω των κινδύνων που ενέχουν για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον, με τρόπο απλό και αποτελεσματικό από άποψη κόστους και βάσει έγκυρων τεχνικών και επιστημονικών κριτηρίων.»

10.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 138, παράγραφος 2, ορίζει σε σχέση με τις προϋποθέσεις ενδεχόμενης μελλοντικής υποχρεώσεως καταχωρίσεως ορισμένων ειδών πολυμερών:

«Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις μόλις βρεθεί κάποιος πρακτικός και οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την επιλογή των πολυμερών που θα καταχωρούνται βάσει έγκυρων τεχνικών και επιστημονικών κριτηρίων και αφού δημοσιευθεί έκθεση σχετικά με τα εξής:

α)

τους κινδύνους των πολυμερών σε σχέση με άλλες ουσίες,

β)

την ανάγκη, εάν υπάρχει, καταχώρισης ορισμένων ειδών πολυμερών, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία και, αφετέρου, την προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος.»

11.

Αντιθέτως, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπάρχει υποχρέωση καταχωρίσεως ορισμένων μονομερών ουσιών οι οποίες περιέχονται σε πολυμερή:

«Κάθε παρασκευαστής ή εισαγωγέας πολυμερούς προβαίνει σε καταχώριση στον Οργανισμό για την ή τις μονομερείς ουσίες ή άλλες ουσίες, που δεν έχουν ήδη καταχωρηθεί από προηγούμενο φορέα της αλυσίδας εφοδιασμού, εάν συντρέχουν και οι δύο όροι που ακολουθούν:

α)

το πολυμερές περιέχει την εν λόγω μονομερή ουσία ή ουσίες ή την άλλη ουσία ή ουσίες υπό μορφή μονομερών μονάδων και χημικώς συνδεδεμένης ουσίας ή ουσιών σε συγκέντρωση τουλάχιστον 2% κατά βάρος (β/β),

β)

η συνολική ποσότητα της εν λόγω μονομερούς ουσίας ή ουσιών ή άλλης ουσίας ή ουσιών ανέρχεται σε 1 τόνο τουλάχιστον ετησίως.»

III — Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.

Η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κινήθηκε από επιχειρήσεις που παράγουν, μεταξύ άλλων, πολυμερή ή που τα εισάγουν στην ευρωπαϊκή αγορά. Καθού είναι το Department for Environment, Food and Rural Affairs, το οποίο είναι η αρμόδια αρχή της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου για την εφαρμογή του κανονισμού REACH.

13.

Σκοπός της διαδικασίας είναι να αρθούν οι επιφυλάξεις ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH και να διευκρινιστεί αν η διάταξη αυτή πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρη.

14.

Ως εκ τούτου, το High Court υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι κατά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1907/2006 προϋποθέσεις καταχωρίσεως δεν ισχύουν για τα πολυμερή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 3, αναφορά στις “μονομερείς ουσίες” να νοηθεί ως αφορώσα:

α)

μονομερή υπό αντιδρώσα μορφή, ήτοι μονομερή τα οποία έχουν αντιδράσει μαζί κατά τρόπον ώστε να είναι αδιάσπαστα από το πολυμερές του οποίου αποτελούν μέρος·

β)

μονομερή υπό μη αντιδρώσα μορφή, ήτοι μονομερή τα οποία είναι υπολειμματικά ως προς τη διαδικασία πολυμερισμού και τα οποία διατηρούν τις δικές τους χημικές ιδιότητες που είναι διαφορετικές από το πολυμερές μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής· ή

γ)

τόσο τα υπό αντιδρώσα μορφή μονομερή όσο και τα υπό μη αντιδρώσα μορφή μονομερή;

2)

Αν στο πρώτο ερώτημα δοθεί είτε η προαναφερθείσα απάντηση α) είτε η προαναφερθείσα απάντηση γ), είναι η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού επί των παρασκευαστών ή των εισαγωγέων πολυμερών παράνομη για τον λόγο ότι οι προϋποθέσεις στερούνται λογικής, δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις ή είναι δυσανάλογες;»

15.

Στην έγγραφη διαδικασία μετέσχον η C. H. Erbslöh KG και η Lake Chemicals and Minerals Ltd. (στο εξής, από κοινού: Erbslöh) καθώς και η SPCM SA και η Hercules Incorporated (στο εξής συνοπτικά ως: SPCM) ως προσφεύγουσες της κύριας δίκης, καθώς και η Πολωνική Δημοκρατία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πλην της Πολωνίας, οι μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Ιανουαρίου 2009.

IV — Νομική εκτίμηση

Α — Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο γενικό πλαίσιο του κανονισμού REACH

16.

Ο κανονισμός REACH ρυθμίζει την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών ουσιών. Το πρώτο στάδιο είναι η καταχώριση.

17.

Κατ’ αρχήν, κάθε εισαγωγέας και κάθε παραγωγός πρέπει να καταχωρούν όλες τις χημικές ουσίες που εισάγουν ή παράγουν και να παρέχουν συναφώς ορισμένες πληροφορίες. Η έκταση των αναγκαίων πληροφοριών εξαρτάται από τις ποσότητες εισαγωγής ή παραγωγής των εκάστοτε ουσιών. Στην περίπτωση που δεν διαθέτουν ακόμη τις πληροφορίες αυτές, πρέπει να τις συγκεντρώσουν πριν από την καταχώριση, ενδεχομένως κατόπιν εκπονήσεως μελετών.

18.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχουν κατ’ αρχάς τη δυνατότητα στους παραγωγούς, στους εισαγωγείς και στους μεταγενέστερους χρήστες να εξασφαλίζουν, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH, ότι οι ουσίες που παρασκευάζουν, διαθέτουν στην αγορά ή χρησιμοποιούν δεν βλάπτουν την υγεία του ανθρώπου ούτε το περιβάλλον.

19.

Πέραν τούτου, οι χημικές ουσίες μπορούν να αξιολογηθούν βάσει της καταχωρίσεως και βάσει άλλων πληροφοριών. Η αξιολόγηση αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό από την Επιτροπή των ουσιών, ήτοι την απαγόρευση ορισμένων χρήσεών τους. Υπό ορισμένες περιστάσεις, η Επιτροπή μπορεί επίσης να απαγορεύσει οποιαδήποτε χρήση μιας ουσίας. Στην περίπτωση αυτή, για τυχόν χρήση της απαιτείται άδεια.

20.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την καταχώριση μονομερών. Μονομερή είναι ως ένα βαθμό τα δομικά υλικά από τα οποία αποτελούνται πολυπλοκότερα χημικά μόρια, τα λεγόμενα πολυμερή. Έτσι, το πολυαιθυλένιο, από το οποίο είναι κατασκευασμένες πολλές πλαστικές συσκευασίες, είναι ένα πολυμερές. Όπως υποδηλώνει η ονομασία, η βασική ουσία αποτελείται κατά κανόνα από μονομερή αιθυλενίου σε κατάσταση αερίου (C2H4). Τα σχετικά μικρά μόρια αιθυλενίου σχηματίζουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας πολυμερισμού, μακρές αλυσίδες μορίων πολυαιθυλενίου.

21.

Από τα στοιχεία της Επιτροπής συνάγεται ότι υπάρχουν περίπου εκατό μονομερή τα οποία μπορούν να σχηματίσουν από 70000 έως 400000 διαφορετικούς συνδυασμούς πολυμερών.

22.

Τα μη αντιδρώντα μονομερή πρέπει, κατά το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού REACH, να καταχωρούνται, δεδομένου ότι αποτελούν αυτοτελείς ουσίες. Αντιθέτως, τα πολυμερή εξαιρούνται, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, από την υποχρέωση καταχωρίσεως.

23.

Το επίμαχο ζήτημα είναι αν τα αντιδρώντα μονομερή, που υπάρχουν σε πολυμερή, πρέπει, βάσει ενός ειδικού κανόνα του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH, να καταχωρούνται, μολονότι δεν αποτελούν αυτοτελείς ουσίες. Τούτο αφορά κυρίως την εισαγωγή πολυμερών, δεδομένου ότι τα μονομερή που χρησιμοποιούνται εκτός της Κοινότητας για την παραγωγή πολυμερών δεν έχουν ακόμη καταχωριστεί.

Β — Επί του πρώτου ερωτήματος — Ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH

24.

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH, ο παρασκευαστής ή εισαγωγέας πολυμερούς προβαίνει σε καταχώριση των μονομερών ουσιών που δεν έχουν καταχωρηθεί από προηγούμενο φορέα της αλυσίδας εφοδιασμού, εάν το πολυμερές περιέχει την εν λόγω μονομερή ουσία υπό μορφή μονομερών μονάδων και η συνολική ποσότητα της εν λόγω μονομερούς ουσίας ανέρχεται σε έναν τόνο τουλάχιστον ετησίως.

25.

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίον πρέπει να ερμηνευθεί η έννοια της μονομερούς ουσίας της διατάξεως αυτής. Η απάντηση συνάγεται, κατ’ ουσίαν, από το γράμμα των σχετικών διατάξεων. Ωστόσο, θα εξετάσω πέραν αυτών και ορισμένα επιχειρήματα τα οποία αντλούν οι SPCM και Erbslöh από το σύστημα και τους σκοπούς του κανονισμού REACH.

1. Η διατύπωση των σχετικών διατάξεων

26.

Η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού REACH οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ως μονομερή νοούνται αυτά που συνδέονται προς πολυμερή. Πράγματι, τα μονομερή πρέπει κατ’ αρχήν να καταχωρούνται, εφόσον κάποιο πολυμερές αποτελείται από αυτά.

27.

Ένα πολυμερές αποτελείται, κατά το άρθρο 3, σημείο 5, του κανονισμού REACH, κατ’ ουσίαν από μια ακολουθία μονομερών που συνδέονται μεταξύ τους και ονομάζονται μονομερείς μονάδες. Αντιστοίχως, στην τελευταία περίοδο του άρθρου 3, σημείο 5, ως μονομερής μονάδα νοείται η αντιδρώσα μορφή μιας μονομερούς ουσίας ενός πολυμερούς.

28.

Ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνει την προσθήκη του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού REACH «υπό μορφή μονομερών μονάδων και χημικώς συνδεδεμένης ουσίας ή ουσιών». Με την προσθήκη αυτή καθίσταται σαφές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης εννοούσε, στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, την αντιδρώσα μορφή του μονομερούς.

29.

Αντιθέτως, η ρητή μνεία των μονομερών μονάδων στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού REACH αποκλείει τη συμπερίληψη μη αντιδρώντων μονομερών κατά την έννοια του δεύτερου εναλλακτικού σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Στον βαθμό που αποτελούν κατάλοιπα της διαδικασίας πολυμερισμού εντός του πολυμερούς, αποτελούν βεβαίως κατά την έννοια του γενικού ορισμού της ουσίας του άρθρου 3, παράγραφος 1, αναπόσπαστο τμήμα του πολυμερούς, πλην όμως το άρθρο 6, παράγραφος 3, αφορά μόνον τα αντιδρώντα μονομερή υπό μορφή μονομερών μονάδων.

30.

Πάντως, η Erbslöh και η SPCM θεωρούν ότι είναι αντιφατικό να επεκταθεί η ισχύς του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH στα αντιδρώντα μονομερή. Κατά τον ορισμό του άρθρου 3, σημείο 6, τα μονομερή δεν έχουν ακόμη ενωθεί για να αποτελέσουν πολυμερή, αλλά έχουν μόνον τη δυνατότητα να σχηματίσουν τέτοιες ενώσεις.

31.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αν ληφθεί αποκλειστικά υπόψη ο γενικός ορισμός της ουσίας του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, ουσίες μπορούν να είναι μόνον τα μη αντιδρώντα μονομερή.

32.

Πράγματι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH ορίζει την ουσία ως ένα χημικό στοιχείο και τις ενώσεις του. Οι χημικές ουσίες χαρακτηρίζονται μεταξύ άλλων από ιδιαίτερες ιδιότητες, όπως είναι π.χ. το σημείο τήξεώς τους. Βάσει του ορισμού αυτού, μονομερή και πολυμερή είναι ουσίες, δεδομένου ότι αποτελούν ενώσεις των συστατικών χημικών στοιχείων τους.

33.

Αντιθέτως, ορισμένες υποομάδες πολυμερών, ήτοι τα αντιδρώντα μονομερή, δεν αποτελούν αυτοτελείς ενώσεις. Όπως επισημαίνει η Erbslöh και η SPCM, δεν έχουν ιδιαίτερες χημικές ιδιότητες, αλλά τις ιδιότητες των πολυμερών των οποίων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος. Ως εκ τούτου, αυτές οι υποομάδες δεν αποτελούν κατ’ αρχήν ουσίες κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH.

34.

Εντούτοις, η Erbslöh και η SPCM παραβλέπουν ότι ο κανονισμός REACH θέτει, σε σχέση με τις μονομερείς ουσίες, μια ειδική ρύθμιση η οποία αποκλίνει από τον γενικό ορισμό των ουσιών. Η έννοια της μονομερούς μονάδας ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 5, ως η αντιδρώσα μορφή μιας μονομερούς ουσίας ενός πολυμερούς. Εντεύθεν συνάγεται ότι ο κανονισμός REACH δέχεται δύο είδη μονομερών ουσιών, ήτοι μια αντιδρώσα μορφή –τη μονομερή μονάδα ως αναπόσπαστο μέρος πολυμερών– και μια μη αντιδρώσα –το οριζόμενο στο άρθρο 3, σημείο 6, μονομερές.

35.

Η SPCM αντιτάσσει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH κάνει λόγο για μονομερείς ουσίες και όχι για μονομερείς μονάδες. Εντούτοις, το στοιχείο αʹ της διατάξεως αυτής διευκρινίζει ότι ως μονομερείς ουσίες νοούνται αυτές που έχουν τη μορφή μονομερών μονάδων. Κατά τα λοιπά, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και άλλες ουσίες που πρέπει να καταχωρούνται πέραν αυτών που αποτελούν συστατικά στοιχεία των πολυμερών, όχι υπό τη μορφή που ανταποκρίνεται στον ορισμό τους, ήτοι υπό τη μη αντιδρώσα μορφή, αλλά –ρητώς– υπό την αντιδρώσα μορφή.

36.

Διαφορετικό συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το γεγονός ότι ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις, ιδίως η απόδοση στην αγγλική και τη γαλλική, δεν χρησιμοποιούν στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού REACH για τις μονομερείς μονάδες την ίδια ακριβώς έννοια που χρησιμοποιούν στο άρθρο 3, σημείο 5. Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται, αφενός, ο όρος monomer unit και, αφετέρου, monomeric units, στο δε γαλλικό οι έννοιες unité monomère και unités monomériques.

37.

Εντούτοις, αυτές οι ασήμαντες διαφορές οφείλονται στη μη ακριβή μετάφρασή τους κατά τη διάρκεια των συσκέψεων του Συμβουλίου. Ο ορισμός των πολυμερών του άρθρου 3, σημείο 5, ο οποίος καθορίζει επίσης την έννοια της μονομερούς μονάδας, ελήφθη αυτούσιος από την πρόταση της Επιτροπής. Αντιθέτως, το Συμβούλιο προσέθεσε το τμήμα της περιόδου «υπό μορφή μονομερών μονάδων και χημικώς συνδεδεμένης ουσίας ή ουσιών» στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, το πρώτον κατόπιν προτάσεως της σουηδικής αντιπροσωπείας στο Συμβούλιο ( 3 ). Στα σουηδικά, όπως και στα γερμανικά, στις δύο διατάξεις χρησιμοποιείται μία ενιαία έννοια για τη μονομερή μονάδα ( 4 ). Ειδικότερα, η αρχική γλωσσική απόδοση στα σουηδικά αποτελεί ένδειξη ότι σκοπός των διαφορών που παρουσιάζουν η αγγλική και γαλλική γλωσσική απόδοση δεν είναι να δοθεί κάποια άλλη σημασία.

38.

Συνεπώς, από τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων συνάγεται, υπό το φως των νομοπαρασκευαστικών εργασιών, ότι η έννοια «μονομερείς ουσίες» του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH αφορά μόνον αντιδρώντα μονομερή, ήτοι μονομερή που αντιδρούν μεταξύ τους κατά τρόπον ώστε να ενώνονται με το πολυμερές του οποίου είναι αναπόσπαστο μέρος.

2. Η οικονομία του κανονισμού

39.

Πάντως, κατ’ αυτού του συναγόμενου μέχρι τούδε συμπεράσματος προβάλλονται διάφορες ενστάσεις οι οποίες στηρίζονται στην οικονομία του κανονισμού REACH. Συναφώς, λαμβάνεται κυρίως υπόψη η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 9, από την υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τα πολυμερή.

40.

Η Erbslöh επικαλείται ως προς το σημείο αυτό τη γενική ερμηνευτική αρχή του κοινοτικού δικαίου ότι οι εξαιρέσεις από γενικούς κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Κατά την άποψή της, η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τις μονομερείς ουσίες αποτελεί εξαίρεση από την απαλλαγή που ισχύει σε σχέση με τα πολυμερή και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

41.

Εντούτοις, ως προς το σημείο αυτό η Erbslöh παραβλέπει ότι η βασική αρχή του κανονισμού REACH είναι η καταχώριση. Συνεπώς, η απαλλαγή από την υποχρέωση αυτή που ισχύει για τα πολυμερή αποτελεί μια στενώς ερμηνευτέα εξαίρεση. Αν η υποχρέωση καταχωρίσεως για τα μονομερή που υπάρχουν σε πολυμερή αποτελούσε αντίστροφη εξαίρεση, τότε θα έπρεπε, ως επάνοδος στον κανόνα, να ερμηνεύεται διασταλτικά ( 5 ).

42.

Σε τελευταία ανάλυση, η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τις μονομερείς ουσίες υπό τη μορφή μονομερών μονάδων δεν αποτελεί εξαίρεση από την απαλλαγή που ισχύει για τα πολυμερή, αλλά αυτοτελές μέρος του συστήματος υποχρεώσεων που θέτει ο κανονισμός REACH. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρείται ως συσταλτικώς ερμηνευτέα εξαίρεση.

43.

Περαιτέρω, η Erbslöh και η SPCM υποστηρίζουν ότι τυχόν υποχρέωση καταχωρίσεως για τις αντιδρώσες μονομερείς ουσίες σε πολυμερή θα καθιστούσε κενό γράμμα την εξαίρεση από την υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τα πολυμερή.

44.

Πράγματι, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατά την καταχώριση μονομερών ουσιών υπό τη μορφή μονομερών μονάδων, ήτοι αντιδρώντων μερών ενός πολυμερούς, υπάρχει υποχρέωση προσκομίσεως στοιχείων σχετικά με το πολυμερές. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι μονομερείς ουσίες υπό τη μορφή μονομερών μονάδων έχουν μόνον τις ιδιότητες του πολυμερούς εντός του οποίου αντιδρούν.

45.

Βάσει της ανωτέρω ερμηνείας, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH θα αντέφασκε πράγματι –όπως υποστηρίζουν η Erbslöh και η SPCM — προς το άρθρο 2, παράγραφος 9. Στην πράξη, κάθε πολυμερές που κυκλοφορεί στην ευρωπαϊκή αγορά θα έπρεπε εμμέσως, λόγω των μονομερών ουσιών του, να αποτελεί το αντικείμενο καταχωρίσεως.

46.

Εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει υποχρέωση καταχωρίσεως των ιδιοτήτων των πολυμερών, αλλά –όπως υποστηρίζει η Επιτροπή– των ιδιοτήτων των μονομερών. Πράγματι, βάσει της ανωτέρω διατάξεως αρκεί να έχει καταχωρηθεί η μονομερής ουσία από προηγούμενο φορέα της αλυσίδας εφοδιασμού. Ωστόσο, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο φορέας αυτός δεν έχει την υποχρέωση να γνωρίζει ποια είναι τα πολυμερή που παράγονται από τα μονομερή του. Ενδεχομένως το μονομερές αυτό να χρησιμοποιείται ακόμη και κατά την παρασκευή πολλών διαφορετικών πολυμερών.

47.

Ωστόσο, από τους ισχυρισμούς της Επιτροπής προκύπτουν τουλάχιστον οι εφαρμογές της καταχωρίσεως των ιδιοτήτων των πολυμερών: σε περίπτωση παρασκευής ή εισαγωγής μονομερών ουσιών σε ποσότητες δέκα τόνων ή άνω ετησίως, πρέπει να προσκομίζεται κατά την καταχώριση, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του παραρτήματος Ι του κανονισμού REACH, έκθεση χημικής ασφάλειας για κάθε ουσία. Η έκθεση αυτή πρέπει, κατά την Επιτροπή, να περιλαμβάνει τον κύκλο ζωής του παραγόμενου πολυμερούς.

48.

Η άποψη αυτή καταλήγει να καθιστά κενό γράμμα την απαλλαγή των πολυμερών. Εντούτοις, δεν είναι πειστική, διότι ο κύκλος ζωής του μονομερούς λήγει κατά τον χρόνο αντιδράσεώς του εντός ενός πολυμερούς. Κατά το παράρτημα I, σημείο 0.3., του κανονισμού REACH, ο κύκλος ζωής μιας ουσίας καλύπτει την παρασκευή της και όλες τις προσδιοριζόμενες χρήσεις. Εντούτοις, ένα πολυμερές δεν αποτελεί χρήση, αλλά μία αυτοτελή ουσία κατά την έννοια του ορισμού της ουσίας του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού REACH. Επομένως, έχει τον δικό του κύκλο ζωής.

49.

Συνεπώς, τα σχετικά με τη χρήση του μονομερούς στοιχεία εκτείνονται στο γεγονός ότι χρησιμοποιείται για την παρασκευή ορισμένων πολυμερών, όχι όμως και στις ιδιότητες αυτών των πολυμερών. Στην περίπτωση κατά την οποία το πολυμερές έχει καταχωρηθεί από προηγούμενο φορέα της αλυσίδας εφοδιασμού, ο οποίος δεν γνωρίζει τη χρήση για την παρασκευή του πολυμερούς αυτού, πρέπει η χρήση αυτή, κατά τα άρθρα 37 και 38 του κανονισμού REACH, να δηλώνεται από τον επόμενο παραγωγό.

50.

Ως εκ τούτου, η υποχρέωση καταχωρίσεως των μονομερών ουσιών που αντιδρούν εντός πολυμερών δεν καθιστά κενό γράμμα την απαλλαγή των πολυμερών. Η υποχρέωση καταχωρίσεως των μονομερών ουσιών δεν αντιστοιχεί σε κάποια έμμεση υποχρέωση καταχωρίσεως σε σχέση με τα πολυμερή.

51.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίον και η επιχειρηματολογία της Erbslöh και της SPCM ότι είναι ελάχιστοι οι κίνδυνοι από τα πολυμερή δεν είναι αντίθετη προς την προτεινόμενη ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH. Οι κίνδυνοι από τα πολυμερή δεν έχουν άμεση σημασία για την καταχώριση των μονομερών ουσιών. Κατά τα λοιπά, ορθώς η Επιτροπή τονίζει ότι η υποχρέωση καταχωρίσεως δεν προϋποθέτει κάποιον ιδιαίτερο κίνδυνο, αλλά σκοπεί στον εντοπισμό των κινδύνων.

52.

Επομένως, η υποχρέωση καταχωρίσεως για τις μονομερείς ουσίες που υπάρχουν εντός πολυμερών δεν αντιφάσκει προς τις λοιπές διατάξεις του κανονισμού REACH.

3. Επί των σκοπών του κανονισμού REACH

53.

Τέλος, προβάλλονται οι σκοποί του κανονισμού REACH ως επιχείρημα κατά της υποχρεώσεως καταχωρίσεως των μονομερών που υπάρχουν εντός πολυμερών.

54.

Ως προς το σημείο αυτό, υπάρχουν δύο γραμμές επιχειρηματολογίας. Αφενός, τονίζεται εκ νέου ότι τα πολυμερή απαλλάσσονται της υποχρεώσεως καταχωρίσεως, απαλλαγή η οποία θα υπονομευόταν από την υποχρέωση καταχωρίσεως των μονομερών. Εντούτοις, έχει αποδειχθεί ότι τούτο δεν συμβαίνει.

55.

Αφετέρου, αμφισβητείται το κατά πόσον η υποχρέωση καταχωρίσεως των μονομερών συνάδει προς τους γενικούς σκοπούς του κανονισμού REACH. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, ο κανονισμός αυτός σκοπεί να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής εναλλακτικών μεθόδων αξιολογήσεως των κινδύνων από ουσίες, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία ουσιών εντός της εσωτερική αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας.

56.

Δεν μπορώ να αντιληφθώ κάποια αντίθεση προς τους ανωτέρω σκοπούς. Ούτε υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι σκοποί αυτοί θα απαιτούσαν μια διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH.

57.

Αντιθέτως, το αν μεταξύ των σκοπών αυτών συγκαταλέγεται η υποχρέωση καταχωρίσεως των μονομερών έχει σημασία πρωτίστως για το δεύτερο ερώτημα, ιδίως στον βαθμό που το ερώτημα αυτό έχει ως αντικείμενο τη συμβατότητα του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH με την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του δεύτερου ερωτήματος.

4. Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

58.

Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έννοια «μονομερείς ουσίες» του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH αφορά μόνον αντιδρώντα μονομερή, ήτοι μονομερή τα οποία έχουν αντιδράσει μεταξύ τους κατά τρόπον ώστε να ενώνονται προς το πολυμερές του οποίου αποτελούν μέρος.

Γ — Επί του δεύτερου ερωτήματος — Κύρος του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH

59.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH επί παραγωγών ή εισαγωγέων πολυμερών είναι παράνομη εκ του λόγου ότι η διάταξη στερείται λογικής, εισάγει δυσμενείς διακρίσεις ή είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί το κύρος της διατάξεως αυτής.

1. Εισαγωγική παρατήρηση σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογήσεως

60.

Η Erbslöh και η SPCM υποστηρίζουν ότι είναι ανεπαρκής η αιτιολογία του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH.

61.

Βεβαίως, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν θέτει το ζήτημα της αιτιολογίας, ωστόσο το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει σε σχέση με τις ευθείες προσφυγές κατά ατομικών αποφάσεων ότι τυχόν ανεπαρκής αιτιολογία, η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 253 ΕΚ, αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ ( 6 ) και, πέραν τούτου, αποτελεί ζήτημα το οποίο μπορεί και πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο κοινοτικός δικαστής ( 7 ). Η έλλειψη αιτιολογίας ή η πρόδηλη ανεπάρκειά της δεν μπορούν να καλυφθούν από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ( 8 ). Πράγματι, η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητάς της και στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη και αν πρέπει να ασκήσει κάποιο ένδικο βοήθημα ( 9 ). Συνεπώς, η αιτιολογία αποτελεί μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση του δικαστικού ελέγχου ενός μέτρου.

62.

Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ επιβαλλόμενη αιτιολογία πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως. Από την εν λόγω αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο. Η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συντρέχει προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, το δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Εντούτοις, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι από την αιτιολογία μιας πράξεως δεν μπορεί να απαιτείται να διασαφηνίζονται όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται από πλευράς όχι μόνον του γράμματός της αλλά και του πλαισίου της, καθώς και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, αν από την αμφισβητούμενη πράξη προκύπτει το ουσιώδες του επιδιωκόμενου από το κοινοτικό όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη ( 10 ).

63.

Μολονότι δεν παρατίθεται κάποια ειδική αιτιολογία σε σχέση με την υποχρέωση καταχωρίσεως για τα μονομερή που περιέχονται σε πολυμερή, εντούτοις η εν λόγω διάταξη συνιστά μια τεχνική απόφαση η οποία δεν χρήζει ιδιαίτερης αιτιολογίας. Όπως θα καταδειχθεί μεταξύ άλλων στη συνέχεια στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας, η ρύθμιση αυτή μπορεί να συγκαταλεγεί μεταξύ των γενικών λόγων για την έκδοση του κανονισμού REACH. Το γεγονός ότι μια ειδική τεχνική ρύθμιση συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αιτιολογιών δεν σημαίνει ότι πρέπει κατ’ ανάγκη να εκφράζεται τούτο ρητώς στις αιτιολογικές σκέψεις μιας γενικής ρυθμίσεως. Τούτο μπορεί ενδεχομένως να προκύπτει από διευκρινίσεις παρεχόμενες εκ των υστέρων.

64.

Συνεπώς, δεν μπορεί να διαπιστωθεί παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

2. Επί της αιτιάσεως ότι η διάταξη στερείται λογικής

65.

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH είναι ανίσχυρο εκ του λόγου ότι στερείται λογικής. Βεβαίως, δεν είναι σύνηθες να εξετάζεται το κοινοτικό δίκαιο ως προς το αν είναι λογικό ή όχι, πλην όμως από την επιχειρηματολογία των μετεχόντων στη διαδικασία συνάγεται ότι πρόκειται κυρίως για την αρχή της ασφάλειας δικαίου υπό την ιδιαίτερη έκφανση της επιταγής του επακριβούς καθορισμού του νομοθετικού πλαισίου.

66.

Συγκεκριμένα, η Erbslöh και η SPCM υποστηρίζουν ότι η έλλειψη λογικής συνοχής προκύπτει από την αντίφαση προς την απαλλαγή των πολυμερών. Όντως, μια πραγματική αντίφαση μεταξύ κανόνων δικαίου της αυτής τυπικής ισχύος μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το κύρος τους, αν η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να αρθεί μέσω ερμηνείας ή μέσω της εφαρμογής των αρχών που διέπουν τη σύγκρουση κανόνων της αυτής τυπικής ισχύος, όπως είναι π.χ. η αρχή lex posterior ή lex specialis. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί ποια είναι η εφαρμοστέα ρύθμιση. Μια τέτοια αντίφαση θα προσέβαλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Αυτή η θεμελιώδης αρχή του κοινοτικού δικαίου απαιτεί όπως μια ρύθμιση είναι σαφής και ακριβής, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν κατά συνέπεια τα μέτρα τους ( 11 ). Πάντως, κατέδειξα ότι η υποχρέωση καταχωρίσεως για τα αντιδρώντα μονομερή εντός πολυμερών και η απαλλαγή των πολυμερών δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους ( 12 ).

67.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH δεν στερείται λογικής υπό την έννοια ότι εισάγει μια αντιφατική ρύθμιση.

3. Επί της αρχής της αναλογικότητας

68.

Η αρχή της αναλογικότητας ανήκει στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου τις οποίες ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεούται να τηρεί ( 13 ). Ως εκ τούτου, η αρχή αυτή απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκονται με τη σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο αναγκαστικό μέτρο και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 14 ).

α) Επί της κατανομής του βάρους αποδείξεως και του κριτηρίου ελέγχου

69.

Κατά την Erbslöh, ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να αποδείξει ότι τα μέτρα για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος, τα οποία περιορίζουν τον ανταγωνισμό, είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας. Η άποψη αυτή στηρίζεται στη νομολογία επί των άρθρων 28 EK και 30 ΕΚ η οποία όμως –όσον αφορά το βάρος αποδείξεως– δεν μπορεί να μεταφερθεί στην αρχή της αναλογικότητας.

70.

Όταν ένα κράτος μέλος επικαλείται εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 28 ΕΚ –ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων– τότε πρέπει να αποδεικνύει ότι συντρέχουν πράγματι οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αυτής ( 15 ). Αντιθέτως, ισχύει κατ’ αρχήν το τεκμήριο νομιμότητας του κοινοτικού δικαίου ( 16 ). Κατ’ εφαρμογήν του τεκμηρίου αυτού, η απόδειξη της ελλείψεως νομιμότητας βαρύνει αυτόν ο οποίος θέτει εν αμφιβόλω το κύρος μιας νομικής πράξεως της Κοινότητας ( 17 ).

71.

Στην περίπτωση του κανονισμού REACH, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους τομείς της νομοθεσίας, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας δεν υπόκειται σε αυστηρό δικαστικό έλεγχο. Αντιθέτως, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και χειρισμών («διακριτική εξουσία»), όταν προβαίνει σε περίπλοκες τεχνικές και/ή πολιτικές αποφάσεις ( 18 ). Στην περίπτωση του κανονισμού REACH, έπρεπε να επιτευχθεί ένας δύσκολος συμβιβασμός μεταξύ των σκοπών που επιδιώκουν οι πολιτικές για το περιβάλλον και την υγεία, αφενός, και των οικονομικών συμφερόντων, αφετέρου.

72.

Κατά τον έλεγχο της ασκήσεως της αρμοδιότητας αυτής, ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον κοινοτικό νομοθέτη στην εκτίμησή του, αλλά πρέπει να περιορίζεται να εξετάζει μήπως αυτή εμφανίζει πρόδηλο σφάλμα ή κατάχρηση εξουσίας ή μήπως η εν λόγω αρχή υπερέβη προδήλως τα άκρα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως ( 19 ).

73.

Η νομολογία δεν είναι πάντοτε σαφής ως προς τον τρόπο με τον οποίον τα ανωτέρω επηρεάζουν τον έλεγχο της αναλογικότητας. Ορισμένες αποφάσεις διαπιστώνουν ότι η νομιμότητα ενός μέτρου που εκδίδει ο νομοθέτης μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω μόνο στην περίπτωση που είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίον επιδιώκει το αρμόδιο όργανο ( 20 ). Ενίοτε, η νομολογία τονίζει ρητώς ότι το ζήτημα που τίθεται δεν είναι αν το μέτρο που θεσπίστηκε στον τομέα αυτόν είναι το μόνο ή το καλύτερο δυνατό, αλλά μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο ( 21 ).

74.

Εντούτοις, οι ανωτέρω διαπιστώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε παρανοήσεις. Όταν είναι πρόδηλον ότι υπάρχουν λιγότερο επαχθή μέτρα πλην εξίσου αποτελεσματικά ή όταν τα ληφθέντα μέτρα είναι προδήλως δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, πρέπει να παρέχεται έννομη προστασία στον θιγόμενο. Άλλως, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία πηγάζει από το πρωτογενές δίκαιο, θα εστερείτο της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

75.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει εξετάσει σε πολλές αποφάσεις του, μεταξύ άλλων, και το αν υπάρχουν προδήλως λιγότερο δραστικά μέτρα ( 22 ) ή ακόμη και το αν οι επιβαρύνσεις είναι εύλογες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 23 ).

76.

Το Δικαστήριο δεν έχει μέχρι τούδε ορίσει ρητώς υπό ποιες προϋποθέσεις ένα μέτρο είναι προδήλως ασύμβατο προς την αρχή της αναλογικότητας. Το αποφασιστικό κριτήριο πρέπει σε τελευταία ανάλυση να στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα κοινοτικά δικαστήρια δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να υποκαθιστούν τον νομοθέτη στην εκτίμησή του επί δυσχερών ζητημάτων.

77.

Μια τέτοια εκτίμηση του κοινοτικού νομοθέτη μπορεί κατά κανόνα να τεθεί εν αμφιβόλω μόνο στην περίπτωση που δεν έχει λογικές βάσεις ( 24 ). Συναφώς, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή εκτείνεται και στο αν κατά τη λήψη της αποφάσεως ελήφθησαν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών ( 25 ).

78.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να εξεταστεί αν η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τα μονομερή αποτελεί ένα σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας μέσο για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού.

β) Επί των σκοπών που επιδιώκει το μέτρο και επί του πρόσφορου χαρακτήρα τους

79.

Κατά τους ισχυρισμούς των κοινοτικών οργάνων, το μέτρο επιδιώκει δύο σκοπούς. Αφενός, σκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας, δεδομένου ότι η καταχώριση των μονομερών παρέχει τη δυνατότητα αποτροπής ορισμένων κινδύνων οι οποίοι συνδέονται με τα πολυμερή. Αφετέρου, σκοπός της υποχρεώσεως καταχωρίσεως των μονομερών είναι να υπάρξει ισότητα στον ανταγωνισμό στην ευρωπαϊκή αγορά των πολυμερών.

Επί των κινδύνων για το περιβάλλον και την υγεία

80.

Κατά το άρθρο 1 και την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού REACH, σκοπός του είναι μεταξύ άλλων η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Τούτο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των άρθρων 95, παράγραφος 3, 152, παράγραφος 1, καθώς και 174, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ.

81.

Κατά το άρθρο 174, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα κατά τη χάραξη της πολιτικής της στον τομέα του περιβάλλοντος. Αν, παρά τα στοιχεία αυτά, δεν υπάρχει βεβαιότητα για την ύπαρξη ή την έκταση των κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, τα κοινοτικά όργανα μπορούν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προφυλάξεως που κατοχυρώνει το άρθρο 174, παράγραφος 2, ΕΚ, να λάβουν προστατευτικά μέτρα χωρίς να χρειάζεται να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως η ύπαρξη και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων ( 26 ).

82.

Όπως τονίζουν, μεταξύ άλλων, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η καταχώριση των ουσιών σκοπεί ακριβώς στη βελτίωση των στοιχείων σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά. Συνεπώς, αποτελεί από τη φύση της ένα μέσο για την εμπέδωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας.

83.

Διιστάμενες είναι οι απόψεις των μετεχόντων στη διαδικασία σε σχέση με το ζήτημα αν και κατά πόσον τα πολυμερή ενέχουν κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον ( 27 ). Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει υποχρέωση καταχωρίσεως των πολυμερών, αλλά μόνον των μονομερών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τους, σημασία έχουν μόνον οι κίνδυνοι οι οποίοι μπορούν να αξιολογηθούν καλύτερα βάσει της καταχωρίσεως αυτής.

84.

Ως προς το σημείο αυτό, από τα αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών που προσκόμισαν η SPCM και η Erbslöh, που δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ αρχήν από τα κοινοτικά όργανα, συνάγεται ότι πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα χρησιμοποιούμενα μονομερή δεν παρέχουν κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα συναγωγής συμπερασμάτων ως προς τις ιδιότητες και τους κινδύνους των παραγόμενων πολυμερών. Αναγνωρίζεται ότι οι μονομερείς ουσίες δημιουργούν κατά κανόνα σταθερούς δεσμούς εντός των πολυμερών και ότι, κατ’ αρχήν, δεν συνεπάγονται αυτοτελείς κινδύνους.

85.

Το βασικό επιχείρημα των κοινοτικών οργάνων ως προς την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ της καταχωρίσεως των μονομερών και των κινδύνων από τα πολυμερή στηρίζεται στο άρθρο 138, παράγραφος 2, και στην 41η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού REACH. Βάσει αυτών, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις άπαξ βρεθεί κάποιος πρακτικός και οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την επιλογή των πολυμερών που θα καταχωρούνται βάσει έγκυρων τεχνικών και επιστημονικών κριτηρίων. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι η καταχώριση των μονομερών είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής.

86.

Ειδικότερα, η Επιτροπή διευκρίνισε το επιχείρημα αυτό υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο της καταχωρίσεως, η έκθεση κινδύνων πρέπει να περιλαμβάνει επίσης τον κύκλο ζωής του πολυμερούς το οποίο αποτελεί προϊόν επεξεργασίας του μονομερούς. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό.

87.

Πράγματι, έχει αποδειχθεί ότι η έκθεση περί κινδύνων από μονομερείς ουσίες δεν έχει ως αντικείμενο τους κινδύνους από το παραγόμενο πολυμερές δια της χρήσεως του μονομερούς ( 28 ). Πράγματι, κάτι τέτοιο θα καθιστούσε άνευ αξίας την απαλλαγή των πολυμερών και θα επεξέτεινε υπέρμετρα την έννοια του κύκλου ζωής μιας χημικής ουσίας. Ως εκ τούτου, η έκθεση σε κινδύνους περιλαμβάνει μόνον την ονομασία του πολυμερούς το οποίο παρήχθη από το μονομερές.

88.

Εντούτοις, η Επιτροπή αναφέρει, παραπέμποντας σε μια πραγματογνωμοσύνη που κατατέθηκε ενώπιον του High Court ( 29 ), δύο ειδικούς κινδύνους από τα πολυμερή που σχετίζονται με τα μονομερή τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τους.

89.

Πρώτον, δεν χάνονται όλες οι ιδιότητες ενός μονομερούς κατά τον πολυμερισμό. Αντιθέτως, η απώλεια ιδιοτήτων εξαρτάται από την ταυτότητα των λειτουργικών ομάδων του μορίου της μονομερούς ουσίας που μετέσχε στη χημική αυτή αντίδραση. Λειτουργικές ομάδες που εξακολουθούν να υφίστανται θα μπορούσαν να προσδώσουν στο πολυμερές ορισμένες ιδιότητες του μονομερούς.

90.

Το αν εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες ιδιότητες του μονομερούς εξαρτάται προδήλως από την εκάστοτε χημική αντίδραση, ήτοι από το παραγόμενο πολυμερές. Στον βαθμό που η καταχώριση μονομερών περιλαμβάνει την ονομασία του παραγόμενου πολυμερούς ( 30 ), η δε χημική ονοματολογία παρέχει ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη δομή του εκάστοτε μορίου πολυμερούς ( 31 ), παρέχει τη δυνατότητα συναγωγής συμπερασμάτων ως προς το αν εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες ιδιότητες του μονομερούς. Ως προς το σημείο αυτό, η καταχώριση των χρησιμοποιούμενων μονομερών είναι πρόσφορη να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο από ένα πολυμερές.

91.

Εντούτοις, η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τις αντιδρώσες μονομερείς ουσίες, τις οποίες ο εισαγωγέας εισάγει σε ποσότητες που κυμαίνονται μεταξύ ενός και δέκα τόνων, είναι άνευ χρησιμότητας για τον σκοπό αυτόν. Πράγματι, η σαφής ονομασία του παραχθέντος πολυμερούς είναι –εξ όσων μπορώ να κρίνω- αναγκαία μόνο στην περίπτωση που πρέπει να υποβληθεί έκθεση περί κινδύνων βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού REACH. Εντούτοις, τούτο προϋποθέτει την εισαγωγή ετησίως άνω των δέκα τόνων της επίμαχης ουσίας, ενώ η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τις αντιδρώσες μονομερείς ουσίες ισχύει για ποσότητες άνω του ενός τόνου ετησίως. Χωρίς τη σαφή χημική ταυτοποίηση του πολυμερούς είναι αδύνατο να υπάρξουν αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με ιδιότητες μονομερών που εξακολουθούν να υφίστανται.

92.

Δεύτερον, τα πολυμερή μπορούν υπό ορισμένες περιστάσεις να διασπαστούν. Εντούτοις, η Επιτροπή ρητώς αναγνωρίζει ότι σπανίως τα πολυμερή που διασπώνται απελευθερώνουν τα μονομερή που περιέχουν. Το αν και υπό ποιες περιστάσεις ένα πολυμερές διασπάται, εξαρτάται προδήλως και κυρίως από το εκάστοτε πολυμερές. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσον τα μονομερή που περιέχει ένα πολυμερές είναι υπεύθυνα γι’ αυτό το είδος της διασπάσεως. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη επαρκούς σχέσεως μεταξύ της καταχωρίσεως των μονομερών και του κινδύνου της διασπάσεως του πολυμερούς στα χρησιμοποιηθέντα μονομερή.

93.

Πέραν τούτου, η υποχρέωση καταχωρίσεως για τα αντιδρώντα μονομερή εντός πολυμερών θα μπορούσε να έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων από την ύπαρξη μη αντιδρώντων μονομερών. Είναι αναμφισβήτητο ότι τα μη αντιδρώντα μονομερή ενέχουν κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον. Τα μονομερή είναι σχετικά μικρά μόρια με έντονη τάση να αντιδρούν τα οποία, ως εκ τούτου, μπορούν να έχουν επιπτώσεις.

94.

Στην περίπτωση της παρασκευής πολυμερών εντός της Κοινότητας, είναι πρόδηλη η χρησιμότητα της καταχωρίσεως των μονομερών που περιέχονται σε αυτά: οι μονομερείς ουσίες χρησιμοποιούνται ως μη αντιδρώντα μονομερή εντός της Κοινότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει τα στοιχεία που αφορούν την καταχώριση να είναι γνωστά στον χώρο αυτόν προκειμένου να είναι δυνατή η αντιμετώπιση τυχόν κινδύνων. Εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία για τα μονομερή αυτά, δεδομένου ότι, ακόμη και ανεξαρτήτως της χρήσεώς τους για την παρασκευή πολυμερών, η καταχώρισή τους επιβάλλεται, βάσει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, σε περίπτωση παρασκευής ή εισαγωγής. Συνεπώς, η Erbslöh και η SPCM δεν προβάλλουν ως προς το σημείο αυτό ειδικές ενστάσεις.

95.

Εντούτοις, αμφότερες οι εταιρίες αυτές που μετέχουν στη διαδικασία επισημαίνουν ότι η κατάσταση σε περίπτωση εισαγωγής πολυμερών είναι τελείως διαφορετική: μονομερή χρησιμοποιούνται στην περίπτωση αυτή μόνον εκτός της Κοινότητας. Η Κοινότητα έρχεται κατ’ αρχήν σε επαφή μόνο με μονομερείς ουσίες υπό τη μορφή αντιδρουσών μονομερών μονάδων που περιέχονται σε πολυμερή.

96.

Η καταχώριση μονομερών ουσιών που βρίσκονται υπό αντιδρώσα μορφή σε εισαγόμενα πολυμερή συμβάλλει μόνο στην προαναφερθείσα έκταση στην προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας εντός της Κοινότητας.

97.

Εντούτοις, υπάρχουν κίνδυνοι προερχόμενοι και από μη αντιδρώντα κατάλοιπα μονομερών. Είναι αναμφισβήτητο ότι ενδέχεται να υπάρξει πρόσμειξη τέτοιων καταλοίπων με πολυμερή και ότι τα μονομερή αυτά ενδέχεται, κατά τη χρήση του πολυμερούς, να έρθουν σε επαφή με το περιβάλλον.

98.

Η Επιτροπή επισημαίνει τον κίνδυνο αυτόν με τις παρατηρήσεις της και υποστήριξε ενώπιον της επιτροπής για τα τεχνικά εμπορικά εμπόδια του ΠΟΕ ότι αποτελεί έναν από τους λόγους για την καταχώριση των αντιδρώντων μονομερών ( 32 ).

99.

Πράγματι, η καταχώριση των αντιδρώντων μονομερών εντός πολυμερών μπορεί να δώσει στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο των καταλοίπων των μονομερών. Πράγματι, τα χρησιμοποιούμενα για την παρασκευή του πολυμερούς μονομερή θα πρέπει να είναι τα ίδια με αυτά που εμφανίζονται ως κατάλοιπα. Ενδεχομένως, τα χρησιμοποιούμενα είδη μονομερών παρέχουν επίσης τη δυνατότητα συναγωγής συμπερασμάτων ως προς το ενδεχόμενο να προκύψουν κατάλοιπα.

100.

Συνεπώς, η υποχρέωση καταχωρίσεως μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση του κινδύνου από τις προσμίξεις με μονομερή.

Επί του επί ίσοις όροις ανταγωνισμού

101.

Το Συμβούλιο και η Πολωνία τονίζουν ότι η καταχώριση αντιδρώντων μονομερών προάγει τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ κοινοτικών παραγωγών και εισαγωγέων πολυμερών.

102.

Στις τιμές των κοινοτικών πολυμερών ενσωματώνεται κατά κανόνα ένα συγκεκριμένο ποσοστό για τα έξοδα καταχωρίσεως των μονομερών που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας. Πράγματι, πρέπει να θεωρείται ότι τα μονομερή αυτά καταχωρήθηκαν ως αυτοτελείς ουσίες κατά την παρασκευή ή την εισαγωγή τους. Αντιθέτως, εκτός της Κοινότητας είναι δυνατή η παραγωγή πολυμερών χωρίς να υπάρχει η υποχρέωση καταχωρίσεως των αρχικών ουσιών. Αυτή η στρέβλωση του ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά των πολυμερών αποτρέπεται αν υποχρεωθούν τουλάχιστον οι εισαγωγείς να καταχωρούν τις αρχικές ουσίες.

103.

Η υποχρέωση καταχωρίσεως που επιβάλλεται στους εισαγωγείς οδηγεί ταυτόχρονα σε δικαιότερη κατανομή των εξόδων καταχωρίσεως μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων οι οποίες παράγουν ή εισάγουν το εκάστοτε πολυμερές εντός της Κοινότητας. Πράγματι, σκοπός των ρυθμίσεων του κανονισμού REACH είναι η κατανομή των εξόδων μεταξύ των καταχωρούντων για τη διεξαγωγή των ερευνών που απαιτούνται για μια καταχώριση. Αυτή η κατανομή των εξόδων αντιστοιχεί στην ευθύνη και στα πλεονεκτήματα τα οποία συνεπάγεται η διάθεση στην αγορά ενός πολυμερούς. Συνεπώς, πρόκειται για εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της αναλογικότητας ( 33 ).

104.

Η δημιουργία συνθηκών θεμιτού ανταγωνισμού μπορεί να υπαχθεί στον μνημονευόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH σκοπό της ενισχύσεως της ανταγωνιστικότητας ( 34 ). Πέραν τούτου, η ίση μεταχείριση εισαγωγέων και παραγωγών αποτελεί, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του, ρητό σκοπό του κανονισμού REACH:

«Η νομοθεσία αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται με αμερόληπτο τρόπο, είτε το εμπόριο των ουσιών γίνεται στην εσωτερική αγορά είτε διεθνώς σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Κοινότητας.»

105.

Η προστασία των κοινοτικών παραγωγών από μειονεκτήματα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού αποτελεί κατ’ αρχήν θεμιτό σκοπό του κοινοτικού νομοθέτη ( 35 ). Παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν ο σκοπός αυτός δημιουργεί προβλήματα στο πλαίσιο του παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου. Βεβαίως, η εξεταζόμενη εν προκειμένω ρύθμιση αποτέλεσε επανειλημμένως αντικείμενο συζητήσεως στους κόλπους της επιτροπής για τα τεχνικά εμπορικά εμπόδια ( 36 ). Εντούτοις, η συμβατότητα με ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν εξετάζει το κύρος του κοινοτικού δικαίου βάσει του κριτηρίου αυτού ( 37 ).

106.

Συνεπώς, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH δεν είναι προδήλως απρόσφορο προς επίτευξη του θεμιτού σκοπού του επί ίσοις όροις ανταγωνισμού.

Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

107.

Η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τα αντιδρώντα εντός πολυμερών μονομερή είναι πρόσφορη για την επίτευξη τριών θεμιτών σκοπών: την αντιμετώπιση κινδύνων για το περιβάλλον και την υγεία που απορρέουν από την πρόσμειξη καταλοίπων μονομερών με πολυμερή. Πέραν τούτου, η υποχρέωση αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη σε ορισμένες περιπτώσεις προκειμένου να αξιολογηθούν οι κίνδυνοι από τις ιδιότητες των μονομερών που εξακολουθούν να υφίστανται εντός των πολυμερών. Επίσης, η καταχώριση συμβάλλει στον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ κοινοτικών παραγωγών και εισαγωγέων πολυμερών.

γ) Επί της αναγκαιότητας της υποχρεώσεως καταχωρίσεως

108.

Πρέπει να εξεταστεί αν η υποχρέωση καταχωρίσεως που ισχύει για τα αντιδρώντα εντός πολυμερών μονομερή είναι αναγκαία για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών.

109.

Ως προς τους σκοπούς της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, υπάρχουν πράγματι επιφυλάξεις ως προς την αναγκαιότητα της υποχρεώσεως καταχωρίσεως.

110.

Η χρήση εκτεταμένων πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα μονομερή προκειμένου να εκτιμηθούν οι κίνδυνοι από τις ιδιότητες των μονομερών που εξακολουθούν να υφίστανται εντός των πολυμερών φαίνεται να είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Πολλά είναι αυτά που συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι μια περιορισμένη σε έκταση, πλην όμως στοχοθετημένη, υποχρέωση συγκεντρώσεως στοιχείων σχετικά με το πολυμερές είναι λιγότερο επαχθής και τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματική.

111.

Αντιθέτως, για την αξιολόγηση του κινδύνου από κατάλοιπα μονομερών είναι αναμφισβήτητο ότι έχουν σημασία τα στοιχεία σχετικά με το μονομερές. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι σε σχέση με τον κίνδυνο αυτόν θα αρκούσε η υποχρεωτική καταχώριση μόνον των καθαυτό προσμείξεων με μονομερή.

112.

Στην κατεύθυνση αυτή, η Erbslöh και η SPCM προτείνουν επίσης να ερμηνευθεί το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH κατά τρόπον ώστε να υπάρχει υποχρέωση καταχωρίσεως μόνον των μη αντιδρώντων καταλοίπων μονομερών. Εντούτοις, τυχόν περιορισμός στα μη αντιδρώντα μονομερή ή σε κατάλοιπα μονομερών θα στερούσε σε μεγάλο βαθμό το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του. Είναι απίθανο να υπάρχουν πολλά πολυμερή που να περιέχουν 2% ή περισσότερο κατά βάρος κατάλοιπα μονομερών. Ένα προϊόν με τόσο μεγάλο ποσοστό προσμείξεων δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των χρηστών του πολυμερούς.

113.

Αντιθέτως, μια αντίστοιχη υποχρέωση καταχωρίσεως θα έπρεπε να υπάρχει σε σχέση με τα κατάλοιπα τα οποία πράγματι προκύπτουν. Η Erbslöh υποστήριξε, χωρίς να υπάρξει αντίκρουση ως προς το σημείο αυτό, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι μπορεί να εντοπιστεί η ύπαρξη τέτοιων καταλοίπων χωρίς μεγαλύτερες δυσχέρειες δι’ ατμοσφαιρικής αποστάξεως και αεριοχρωματογραφίας.

114.

Ωστόσο, παρέλκει, σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα αν οι προαναφερθείσες επιφυλάξεις είναι βάσιμες ή ενδεχομένως θα μπορούσαν να αντικρουστούν από περαιτέρω επιχειρήματα των κοινοτικών οργάνων λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής εξουσίας του νομοθέτη κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προφυλάξεως.

115.

Πράγματι, η υποχρέωση καταχωρίσεως είναι πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της υπάρξεως επί ίσοις όροις ανταγωνισμού.

116.

Βεβαίως, θα ήταν δυνατό να περιοριστούν τα μέτρα για την προστασία της θέσεως των κοινοτικών παραγωγών στον ανταγωνισμό στις αγορές στις οποίες πράγματι δραστηριοποιούνται. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση καταχωρίσεως σε σχέση με τα χρησιμοποιηθέντα μονομερή θα υφίστατο μόνο για τα πολυμερή τα οποία παράγονται και εντός της Κοινότητας ( 38 ). Εντούτοις, με τον τρόπο αυτόν δεν θα προστατευόταν ο πιθανός ανταγωνισμός εξίσου αποτελεσματικά. Πράγματι, μια νέα παραγωγή πολυμερών εντός της Κοινότητας μπορεί να αρχίσει μόνο μετά την καταχώριση των χρησιμοποιούμενων μονομερών. Ως προς το σημείο αυτό, ο νέος κοινοτικός παραγωγός, ακόμη και χωρίς έσοδα από την παραγωγή του, θα πρέπει να επενδύσει κεφάλαια για την καταχώριση μονομερών, ενώ οι ανταγωνιστές από την αλλοδαπή θα μπορούσαν (κατ’ αρχάς) να προβούν εντός της Κοινότητας σε παραδόσεις πολυμερών χωρίς να υποβληθούν σε τέτοια έξοδα.

117.

Ακόμη και η τυχόν επιβολή δασμολογικής εισφοράς επί των εισαγόμενων πολυμερών προκειμένου να αντισταθμιστεί κατ’ αποκοπήν η εξοικονόμηση δαπανών για τη μη καταχώριση των χρησιμοποιηθέντων μονομερών δεν επιβάλλεται ως εξίσου αποτελεσματικό ηπιότερο μέσο.

118.

Συνεπώς, η ρύθμιση είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία σε σχέση με τον σκοπό του επί ίσοις όροις ανταγωνισμού μεταξύ παραγωγών της Κοινότητας και τρίτων χωρών.

δ) Επί της συμβατότητας της υποχρεώσεως καταχωρίσεως προς την αρχή της αναλογικότητας

119.

Τέλος, τίθεται το ερώτημα αν τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η υποχρέωση καταχωρίσεως για την εισαγωγή πολυμερών τελούν σε αναλογία σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

120.

Κατά την Erbslöh και την SPCM, οι εισαγωγείς αντιμετωπίζουν μεγάλες πρακτικές δυσχέρειες. Είναι απίθανο να έχουν καταχωρηθεί τα μονομερή από προηγούμενες επιχειρήσεις της αλυσίδας εφοδιασμού, ήτοι από παραγωγούς των μονομερών ή των πολυμερών. Αυτοί οι παραγωγοί κατά κανόνα δεν υπόκεινται, καθότι κοινοτικοί, στην υποχρέωση καταχωρίσεως και δεν έχουν ενδεχομένως κάποιο συμφέρον να προβούν στην καταχώριση των μονομερών ουσιών μέσω κάποιου αποκλειστικού αντιπροσώπου.

121.

Αντιθέτως, οι εισαγωγείς δεν γνωρίζουν συχνά την ταυτότητα των μονομερών ουσιών τα οποία βρίσκονται, υπό αντιδρώσα μορφή, στα εισαγόμενα από αυτούς πολυμερή. Οι προμηθευτές τους αποσιωπούν κατά κανόνα τα στοιχεία αυτά ως επιχειρηματικά απόρρητα. Αποτελεσματικές μέθοδοι αναλύσεως για την ταυτοποίηση των αντιδρουσών μονομερών ουσιών δεν υφίστανται.

122.

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Ωστόσο υποστηρίζει ορθώς ότι το πρόβλημα αυτό έχει επιλυθεί από την αγορά. Αν οι προμηθευτές των πολυμερών επιθυμούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην ευρωπαϊκή αγορά, θα παράσχουν τη δυνατότητα καταχωρίσεως των μονομερών ουσιών ή –διατηρώντας τα επιχειρηματικά απόρρητά τους– θα προβούν οι ίδιοι στην καταχώριση μέσω κάποιου αποκλειστικού αντιπροσώπου. Ειδάλλως, δεν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά αυτή. Οι εισαγωγείς και οι ενδεχόμενοι χρήστες των πολυμερών μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση αυτή, εφόσον παρίσταται ανάγκη, μέσω των τιμών των οποίων είναι πρόθυμοι να καταβάλλουν.

123.

Βεβαίως, η Erbslöh φοβάται το ενδεχόμενο περαιτέρω επιπλοκών διότι διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το ότι η καταχώριση μονομερών από εξωτερικούς παραγωγούς απαλλάσσει πράγματι τον εισαγωγέα από την υποχρέωση καταχωρίσεως, πλην όμως οι επιφυλάξεις αυτές δεν είναι πειστικές.

124.

Τα κοινοτικά όργανα υποστηρίζουν ότι προμηθευτές πολυμερών εκτός της Κοινότητας μπορούν, βάσει του άρθρου 8, του κανονισμού REACH, να διορίσουν έναν αποκλειστικό αντιπρόσωπο ο οποίος να προβαίνει αντί του εισαγωγέα στην καταχώριση μονομερών. Η Erbslöh έχει αμφιβολίες ως προς το αν θα υπάρξει μια τέτοια καταχώριση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, από προηγούμενο φορέα της αλυσίδας εφοδιασμού, δεδομένου ότι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος δεν αποτελεί προηγούμενο φορέα και ο εκτός της Κοινότητας φορέας δεν υπέχει την υποχρέωση καταχωρίσεως.

125.

Εντούτοις, ο θεσμός του αποκλειστικού αντιπροσώπου προϋποθέτει ότι η καταχώρισή του απαλλάσσει τους επόμενους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού από τις υποχρεώσεις καταχωρίσεως. Ειδάλλως, θα εστερείτο οποιουδήποτε νοήματος. Ως εκ τούτου, το άρθρο 8 του κανονισμού REACH ορίζει ρητώς ότι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του εισαγωγέα. Συνεπώς, η καταχώρισή του πρέπει, και στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH, να έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εισαγωγέα.

126.

Κατά τα λοιπά, η προσφυγή σε άλλους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κανονισμού REACH. Και για άλλες χημικές ουσίες απαιτεί η καταχώριση τη συγκέντρωση πληροφοριακών στοιχείων από άλλες επιχειρήσεις. Πράγματι, η καταχώριση πρέπει να αντιμετωπίζει τους κινδύνους οι οποίοι προέρχονται από ταυτοποιημένες χρήσεις της ουσίας. Πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις χρήσεις αυτές και τους κινδύνους μπορούν συχνά να παράσχουν μόνον οι αγοραστές των ουσιών. Αν αυτοί δεν μετέχουν στην καταχώριση, πρέπει να παράσχουν, υπό ορισμένες περιστάσεις, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους κινδύνους που ενέχει η χρήση της ουσίας (βλ. άρθρα 37 επ. του κανονισμού REACH).

127.

Έστω και αν η καταχώριση μονομερών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα ήταν πρακτικά ανέφικτη, εντούτοις η «Guidance for monomers and polymers» του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων ( 39 ) υποδεικνύει έναν τρόπο διαθέσεως του πολυμερούς στην αγορά: την αντιμετώπισή του ως ουσίας με άγνωστη ή μεταβλητή σύνθεση, ως προϊόντος περίπλοκων αντιδράσεων ή ως βιολογικού υλικού. Στην περίπτωση αυτή, το πολυμερές θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να καταχωρισθεί βάσει αυτής της προσωρινής λύσεως ( 40 ).

128.

Μια άλλη ένσταση στηρίζεται στα έξοδα της καταχωρίσεως. Κατά τους ισχυρισμούς της SPCM και της Erbslöh, τα έξοδα αυτά είναι σαφώς δυσανάλογα προς τον κύκλο εργασιών, ιδίως της θιγόμενης επιχειρήσεως Lake, καθώς και προς τις εν λόγω ποσότητες των ουσιών.

129.

Ωστόσο, όλοι οι χρήστες χημικών υπόκεινται κατ’ αρχήν στα έξοδα αυτά. Αποτελεί θεμελιώδες διαρθρωτικό στοιχείο του κανονισμού REACH η αποδοχή της επιβαρύνσεως αυτής. Πρέπει να γίνεται κατ’ αρχήν αποδεκτό το ενδεχόμενο να μην υπάρχει πλέον ζήτηση στην αγορά για μια ουσία λόγω των εξόδων καταχωρίσεως.

130.

Πέραν τούτου, κατά τον κανονισμό REACH τα έξοδα των αναγκαίων ερευνών μπορούν να κατανέμονται τουλάχιστον εν μέρει μεταξύ όσων καταχωρούν την αυτή ουσία. Δεδομένου ότι ένας περιορισμένος αριθμός μονομερών ουσιών μπορεί να συνδυαστεί για την παρασκευή ενός πολύ μεγάλου αριθμού πολυμερών ( 41 ), πρέπει να αναμένεται η καταχώριση των αυτών μονομερών ουσιών από διάφορους παραγωγούς και εισαγωγείς. Δια της προσφυγής στη διαδικασία συντονισμού του κανονισμού REACH, μπορούν να κατανείμουν μεταξύ τους τα έξοδα.

131.

Συνεπώς, η επιβάρυνση που συνεπάγεται η υποχρέωση καταχωρίσεως μονομερών ουσιών, υπό αντιδρώσα μορφή, εντός πολυμερών ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στα γενικά έξοδα τα οποία συνεπάγεται η εφαρμογή του κανονισμού REACH. Η επιβάρυνση αυτή πρέπει να αντιπαραβάλλεται, μεταξύ άλλων, προς τον σκοπό της διασφαλίσεως του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ κοινοτικών παραγωγών πολυμερών και παραγωγών τρίτων χωρών. Η σχέση αυτή δεν είναι προδήλως δυσανάλογη.

132.

Συνεπώς, δεν διαπιστώθηκε ότι συντρέχει προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

4. Επί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

133.

Τέλος, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού REACH συνεπάγεται παράνομες δυσμενείς διακρίσεις. Το σκέλος αυτό του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος αφορά τη συμβατότητα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Η αρχή αυτή απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά ( 42 ).

134.

Η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον στηρίζεται σε κάποιο αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή εφόσον είναι συναφής προς τον σκοπό που νομίμως επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία, και η διαφορά αυτή είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκει η μεταχείριση αυτή ( 43 ). Συνεπώς, η εκάστοτε ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη προς τις διαφορές και τις ομοιότητες της εκάστοτε καταστάσεως ( 44 ).

135.

Εντούτοις, όπως και στην περίπτωση της αρχής της αναλογικότητας έτσι και κατά την εξέταση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και χειρισμών («διακριτική εξουσία») ( 45 ). Εντούτοις, είναι υποχρεωμένος να στηρίζει την απόφασή του σε κριτήρια τα οποία είναι αντικειμενικά και σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, να λαμβάνει δε συναφώς υπόψη του όλα τα πραγματικά στοιχεία καθώς και τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω πράξεως ( 46 ). Πέραν του κύριου σκοπού της ρυθμίσεως, πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη του πλήρως τα εμπλεκόμενα συμφέροντα ( 47 ).

136.

Η Erbslöh και η SPCM αντιτάσσουν ότι οι εισαγωγείς και οι κοινοτικοί παραγωγοί πολυμερών υπόκεινται μεν στην ίδια υποχρέωση, πλην όμως αυτή βαρύνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους εισαγωγείς.

137.

Οι κοινοτικοί παραγωγοί πολυμερών μπορούν να καταχωρίσουν τα χρησιμοποιούμενα μονομερή πολύ ευχερέστερα απ’ ό,τι οι εισαγωγείς πολυμερών. Οι παραγωγοί γνωρίζουν τα χρησιμοποιούμενα μονομερή και, ως εκ τούτου, έχουν τη δυνατότητα να τα καταχωρίσουν.

138.

Αντιθέτως, οι εισαγωγείς εξαρτώνται από τη βοήθεια των εξωτερικών προμηθευτών προτού καταστεί εφικτό να ασχοληθούν με την καταχώριση. Η Erbslöh και η SPCM φοβούνται ότι οι προμηθευτές δεν θα θέσουν στη διάθεση των εισαγωγέων τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα χρησιμοποιούμενα μονομερή ούτε θα προβούν οι ίδιοι στην καταχώριση των μονομερών αυτών μέσω κάποιου αποκλειστικού αντιπροσώπου.

139.

Εντούτοις, η εξάρτηση αυτή των εισαγωγέων είναι η αναγκαία συνέπεια του γεγονότος ότι η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα για τη θέσπιση δεσμευτικών υποχρεώσεων εις βάρος επιχειρήσεων τρίτων χωρών.

140.

Βεβαίως, η υποχρέωση καταχωρίσεως συγκεκριμενοποιείται στο πρόσωπο του εισαγωγέα. Ωστόσο, απευθύνεται προς τους προμηθευτές του. Οι προμηθευτές είναι αυτοί που μπορούν κατ’ αρχήν να συγκριθούν με τους κοινοτικούς παραγωγούς. Επίσης, τα εισαγόμενα πολυμερή δεν διαφέρουν κατά κανόνα από τα πολυμερή τα οποία παράγονται εντός της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, παρεμφερείς καταστάσεις τυγχάνουν της αυτής μεταχειρίσεως.

141.

Ενόψει του προαναφερθέντος σκοπού της υποχρεώσεως καταχωρίσεως, ήτοι της δημιουργίας συνθηκών για τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό, είναι δικαιολογημένο αυτές οι παρεμφερείς καταστάσεις να υπόκεινται σε παρεμφερείς απαιτήσεις. Οι παραγωγοί τρίτων χωρών μπορούν είτε να αναλάβουν την εκπλήρωση των απαιτήσεων αυτών είτε να μην έχουν πρόσβαση στην κοινοτική αγορά.

142.

Η σύγκριση των εισαγωγέων με τους κοινοτικούς παραγωγούς οδηγεί βέβαια στο συμπέρασμα ότι δεν τυγχάνουν της αυτής μεταχειρίσεως καθώς δεν ευρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση. Οι εισαγωγείς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως μόνο στον βαθμό που αποτελούν τους μόνους ορατούς εκπροσώπους των εξωτερικών παραγωγών –εν πάση περιπτώσει εφόσον αυτοί δεν χρησιμοποιούν κάποιον αποκλειστικό αντιπρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού REACH. Το γεγονός ότι οι εισαγωγείς υπόκεινται σε διαφορετικό βαθμό στην υποχρέωση καταχωρίσεως συνδέεται με τη διαφορά αυτή σε σχέση με την κατάσταση ενός παραγωγού.

143.

Συνεπώς, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι συντρέχει προσβολή της αρχής της ισότητας.

V — Πρόταση

144.

Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

1.

Η έννοια «μονομερείς ουσίες» του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων αφορά μόνον τα αντιδρώντα μονομερή, ήτοι το μονομερή τα οποία έχουν αντιδράσει μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ενωθούν με το πολυμερές του οποίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος.

2.

Από την εξέταση του δεύτερου ερωτήματος δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να κλονίσει το κύρος του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006 βάσει των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Πλήρης τίτλος: κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006 L 396, σ. 1 επ.). Oι μέχρι τούδε τροποποιήσεις του κανονισμού είναι άνευ σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση.

( 3 ) Βλ. υπ’ αριθ. 13788/2004 έγγραφο του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2004, σ. 5, υποσημείωση 25.

( 4 ) Στη σουηδική: monomerenhet.

( 5 ) Βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1998, C-346/95, Blasi (Συλλογή 1998, σ. I-481, σκέψη 19), και προτάσεις μου της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-428/02, Fonden Märzelisborg Lystbådehavn (Συλλογή 2005, σ. I-1527, σημείο 16), και αντίθετες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber της 29ης Ιουνίου 2000, επί της υποθέσεως C-446/98, Fazenda Pública (Συλλογή 2000, σ. I-11435, σημείο 71).

( 6 ) Βλ., π.χ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1981, 158/80, Rewe (Συλλογή 1981, σ. 1805, σκέψεις 25 έως 27), της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 9), και της 15ης Απριλίου 2008, C-390/06, Nuova Agricast (Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψεις 79 έως 86).

( 7 ) Αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix (Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψη 24), και της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. Ι-4951, σκέψη 174).

( 8 ) Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22), της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 84), της 22ας Ιανουαρίου 2004, C-353/01 P, Mattila κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-1073, σκέψη 32), της 29ης Απριλίου 2004, C-199/01 P και C-200/01 P, IPK-München κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-4627, σκέψη 66), και της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 463), καθώς και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T-228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II-4665, σκέψη 139), και της 23ης Οκτωβρίου 2008, T-256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. ΙΙ-3019, σκέψη 182).

( 9 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Daffix (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 23).

( 10 ) Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2002, C-27/00 και C-122/00, Omega Air κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-2569, σκέψεις 46 επ.).

( 11 ) Αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand και Garancini (Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17), της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-143/93, Van Es Douane Agenten (Συλλογή 1996, σ. I-431, σκέψη 27), της 14ης Απριλίου 2005, C-110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-2801, σκέψη 30), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 68). Βλ., επίσης, προτάσεις μου της 3ης Μαΐου 2007, επί της υποθέσεως C-299/05, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-8695, σημείο 55).

( 12 ) Βλ. ανωτέρω σκέψεις 43 επ.

( 13 ) Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 25/70, Köster (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 617, σκέψεις 21 επ.), της 18ης Νοεμβρίου 1987, 137/85, Maizena κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 4587, σκέψη 15), της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-4023, σκέψη 13), IATA και ELFAA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 79), της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-7285, σκέψη 97), και της 17ης Ιανουαρίου 2008, C-37/06 και C-58/06, Viamex Agrar Handel και ZVK (Συλλογή 2008, σ. Ι-69, σκέψη 33).

( 14 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 13 αποφάσεις Köster (σκέψεις 28 και 32), Fedesa κ.λπ. (σκέψη 13) και Viamex Agrar Handel και ZVK (σκέψη 35), καθώς και αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder και ZVK (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 21), της 12ης Ιουλίου 2001, C-189/01, Jippes κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-5689, σκέψη 81).

( 15 ) Αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1979, 251/78, Denkavit (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 619, σκέψη 24), και της 12ης Ιουλίου 1990, C-128/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1990, σ. I-3239, σκέψη 23).

( 16 ) Αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 101/78, Granaria (Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 305, σκέψη 4), της 15ης Ιουνίου 1994, C-137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-2555, σκέψη 48), της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-475/01, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 2004, σ. I-8923, σκέψη 18), και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C-199/06, Centre d’exportation du livre français (Συλλογή 2008, σ. I-469, σκέψη 59).

( 17 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T-110/03, T-150/03 και T-405/03, Sison κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. II-1429, σκέψη 98), βλ., επίσης, Kokott, J., «Die Durchsetzung der Normenhierarchie im Gemeinschaftsrecht», Müller, G. κ.λπ., Festschrift für Günter Hirsch zum 65. Geburtstag, C. H. Beck, 2008, σ. 122 επ.

( 18 ) Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-380/03, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-11573, σκέψη 145). Σε σχέση με την πολιτική για το περιβάλλον, βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, C-284/95, Safety Hi-Tech (Συλλογή 1998, σ. I-4301, σκέψη 37), και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-86/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-10979, σκέψη 88). Βλ., επίσης, Kokott, J., όπ.π., σ. 124 επ.

( 19 ) Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C-248/95 και C-249/95, SAM Schiffahrt και Stapf (Συλλογή 1997, σ. I-4475, σκέψη 24), και Omega Air κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 64).

( 20 ) Βλ., σε σχέση με τη γεωργική πολιτική, αποφάσεις Schräder και ZVK (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 22), Fedesa κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 14), Jippes κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 82), και Viamex Agrar Handel και ZVK (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 36), καθώς και, σε σχέση με την εναρμόνιση της εσωτερικής αγοράς, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-434/02, Arnold André (Συλλογή 2004, σ. I-11825, σκέψη 46), και C-210/03, Swedish Match (Συλλογή 2004, σ. I-11893, σκέψη 48), και της 12ης Ιουλίου 2005, C-154/04 και C-155/04, Alliance for Natural Health κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-6451, σκέψη 52).

( 21 ) Αποφάσεις Jippes κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 83) και Viamex Agrar Handel και ZVK (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 36).

( 22 ) Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψεις 94 επ.), της 12ης Νοεμβρίου 1996, C-84/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-5755, σκέψεις 58 επ.), της 13ης Μαΐου 1997, C-233/94, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. I-2405, σκέψεις 54 επ.), της 8ης Φεβρουαρίου 2000, C-17/98, Emesa Sugar (Συλλογή 2000, σ. I-675, σκέψεις 53 επ.), της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (Συλλογή 2002, σ. I-11453, σκέψεις 123, 126, 128 επ., 132 και 139 επ.), της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04, ABNA κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-10423, σκέψεις 69 και 83), και IATA και ELFAA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 87). Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-127/07, Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. Ι-9895, σκέψη 59), σε σχέση με τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της δικαιολογήσεως μιας διαφορετικής μεταχειρίσεως.

( 23 ) Απόφαση IATA και ELFAA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψεις 88 επ.).

( 24 ) Βλ. απόφαση Omega Air κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 72), και προτάσεις μου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing (Συλλογή 2007, σ. I-9947, σημείο 71).

( 25 ) Βλ., σε σχέση με τις αποφάσεις της Επιτροπής για ζητήματα που αφορούν τον ανταγωνισμό και το περιβάλλον, αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval (Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψη 39), της 18ης Ιουλίου 2007, C-326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-6557, σκέψη 77), της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing (Συλλογή 2007, σ. I-9947, σκέψη 57), Bertelsmann (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 145), και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C-405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. Ι-8301, σκέψη 55).

( 26 ) Αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, C-157/96, National Farmers’ Union κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-2211, σκέψη 63), της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-504/04, Agrarproduktion Staebelow (Συλλογή 2006, σ. I-679, σκέψη 39), και της 19ης Ιουνίου 2008, C-219/07, Nationale Raad van Dierenkwekers en Liefhebbers und Andibel (Συλλογή 2008, σ. I-4475, σκέψη 38).

( 27 ) Δεν αμφισβητείται ότι τα συγκεκριμένα πολυμερή μπορούν να είναι επικίνδυνα. Η Επιτροπή παραπέμπει στον κανονισμό (ΕΚ) 1451/2007 του Κοινοβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 325, σ. 3), στην οποία διάφορα πολυμερή αναγνωρίζονται ως αποτελεσματικά βιοκτόνα. Επίσης, το άρθρο 12 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 92/32/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, για την έβδομη τροποποίηση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ (EE L 154, σ. 1), καθώς και η οδηγία 93/105/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 1993, για τη θέσπιση του παραρτήματος VII Δ, που περιέχει τα απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία για τον τεχνικό φάκελο που προβλέπεται στο άρθρο 12 της έβδομης τροποποίησης της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 294, σ. 21), καταδεικνύουν ότι ο νομοθέτης είχε κρίνει στο παρελθόν ότι τα πολυμερή είναι αρκετά επικίνδυνα ώστε να απαιτείται η γνωστοποίησή τους.

( 28 ) Βλ. ανωτέρω σημεία 47 επ.

( 29 ) Έκθεση Gary Dougherty, συνημμένο 4 της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

( 30 ) Βλ. ανωτέρω σημεία 47 επ.

( 31 ) Βλ. Leigh, G. J., μεταξύ άλλων, Principles of Chemical Nomenclature, A Guide to IUPAC Recommendations, Blackwell Science, 1998, σ. 104 επ. (http://old.iupac.org/publications/books/principles/principles_of_nomenclature.pdf) Εντούτοις, ακριβώς στην περίπτωση των πολυμερών φαίνεται ότι η σαφής ονομασία προσκρούει σε σημαντικές δυσχέρειες.

( 32 ) Βλ. πρωτόκολλο G/TBT/M/41, της 12ης Ιουνίου 2008, της συνεδριάσεως της Επιτροπής για τα τεχνικά εμπορικά εμπόδια του ΠΟΕ, της 21ης Μαρτίου 2007, σημείο 40.

( 33 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις μου της 13ης Μαρτίου 2008, επί της υποθέσεως C-188/07, Commune de Mesquer (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I-4501, σημείο 120).

( 34 ) Επίσης, το να ερμηνεύεται η υποχρέωση καταχωρίσεως υπό το πρίσμα του επί ίσοις όροις ανταγωνισμού δεν αποτελεί κατά τα λοιπά κάτι ξένο προς τον κανονισμό REACH. Μολονότι για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας θα αρκούσε μία και μόνη καταχώριση ανά ουσία, πρέπει κάθε παραγωγός και κάθε εισαγωγέας να καταχωρεί την ουσία.

( 35 ) Βλ., π.χ., αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1987, 232/86, Nicolet Instrument (Συλλογή 1987, σ. 5025), της 14ης Ιουλίου 1994, C-353/92, Ελλάδα κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-3411, σκέψη 50), Γερμανία κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 92), και της 10ης Μαρτίου 2005, C-342/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. I-1975, σκέψη 18).

( 36 ) Βλ., μεταξύ άλλων, πρωτόκολλο G/TBT/M/44 της 10ης Ιουνίου 2008 της συνεδριάσεως της 20ής Μαρτίου 2008, σημεία 119 επ. (ΗΠΑ) και 140 (Ιαπωνία), και G/TBT/M/45 της 9ης Σεπτεμβρίου 2008 της συνεδριάσεως της 1ης και της 2ης Ιουλίου 2008, σημείο 36 (Βραζιλία).

( 37 ) Αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. I-8395, σκέψη 47), της 1ης Μαρτίου 2005, C-377/02, Van Parys (Συλλογή 2005, σ. I-1465, σκέψη 39), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C-120/06 P και C-121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. Ι-6513, σκέψη 111).

( 38 ) Βλ. απόφαση Nicolet Instrument (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35) σε σχέση με μία δασμολογική ατέλεια η οποία ισχύει μόνον εφόσον δεν θίγεται καμία κοινοτική παραγωγή.

( 39 ) Τελευταία ενημέρωση, Μάιος 2008, βλ. http://guidance.echa.europa.eu/docs/guidance_document/polymers_en.pdf.

( 40 ) Guidance, σ. 9.

( 41 ) Βλ. ανωτέρω σημείο 21.

( 42 ) Αποφάσεις IATA και ELFAA (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σκέψη 95), της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-300/04, Eman και Sevinger (Συλλογή 2006, σ. I-8055, σκέψη 57), καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-6767, σκέψη 63).

( 43 ) Απόφαση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 47).

( 44 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 3ης Απριλίου 2008, επί της υποθέσεως C-524/06, Huber (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Συλλογή 2008, σ. Ι-9705, σημείο 7), και προτάσεις μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 επί της υποθέσεως C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-5769, σημείο 107, με περαιτέρω παραπομπές).

( 45 ) Βλ. ανωτέρω σημείο 69. Βλ., επί της συνεκτιμήσεως της εξουσίας χειρισμών σε σχέση με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2737, σκέψεις 35 και 49), Lindorfer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψη 78), και Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 57).

( 46 ) Απόφαση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 58).

( 47 ) Απόφαση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 59).

Top