EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0550

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 29ης Απριλίου 2010.
Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Αποδεικτικά μέσα - Ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής - Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας - Σχέση εργασίας μεταξύ δικηγόρου και επιχειρήσεως - Ανταλλαγή ηλεκτρονικών επιστολών.
Υπόθεση C-550/07 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-08301

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:229

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 29ης Απριλίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑550/07 P

Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής – Έγγραφα τα οποία φωτοτυπήθηκαν και εν συνεχεία περιελήφθησαν στον φάκελο επ’ αφορμή ενός ελέγχου – Προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέως (“δικηγορικό απόρρητο”) – Εσωτερική αλληλογραφία ομίλου με εργαζόμενο σε επιχείρηση νομικό – Έμμισθος δικηγόρος – Άρθρο 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003»





I –    Εισαγωγή

1.        Εκτείνεται η κατοχυρούμενη ως θεμελιώδες δικαίωμα προστασία της επικοινωνίας μεταξύ ενός δικηγόρου και του εντολέως του (το λεγόμενο δικηγορικό απόρρητο (2)) βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στην εσωτερική ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών μεταξύ του διαχειριστή μιας επιχειρήσεως και του εργαζομένου σε αυτήν επί παγία αντιμισθία δικηγόρου (3); Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα το οποίο καλείται να διευκρινίσει το Δικαστήριο στην παρούσα αναιρετική διαδικασία (4). Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελλοντική εφαρμογή και εμπέδωση του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού και εξακολουθεί να είναι χρήσιμο και μετά τον εκσυγχρονισμό του δικαίου περί των διαδικασιών ελέγχου των συμπράξεων μέσω του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (5).

2.        Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως περιλαμβάνουν μια κατ’ οίκον έρευνα (ο λεγόμενος έλεγχος) στην οποία προέβη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως αρχή ελέγχου των συμπράξεων, τον Φεβρουάριο του 2003 στο Ηνωμένο Βασίλειο στα γραφεία της Akzo Nobel Chemicals Ltd. (στο εξής: Akzo) και της Akcros Chemicals Ltd. (στο εξής: Akcros) (6). Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, οι υπάλληλοι της Επιτροπής φωτοτύπησαν ορισμένα έγγραφα τα οποία οι εκπρόσωποι της Akzo και της Akcros θεώρησαν εντούτοις ότι ήσαν ακατάσχετα, διότι, κατά την άποψή τους, προστατεύονταν από το δικηγορικό απόρρητο.

3.        Κατόπιν αυτού, η διαφορά μεταξύ των δύο εμπλεκόμενων εταιριών και της Επιτροπής ήχθη ενώπιον των δικαστηρίων. Η Akzo και η Akcros προσέφυγαν ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], αφενός, κατά της εντολής διενέργειας ελέγχου της Επιτροπής και, αφετέρου, κατά της αποφάσεώς της να περιλάβει στον φάκελο πλειάδα επίμαχων εγγράφων. Με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007 (7) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Πρωτοδικείο απέρριψε την πρώτη προσφυγή ως απαράδεκτη και τη δεύτερη προσφυγή ως αβάσιμη.

4.        Η παρούσα αναιρετική διαδικασία αφορά αποκλειστικά το ερώτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς απέρριψε τη δεύτερη προσφυγή ως αβάσιμη. Στο πλαίσιο του παρόντος δικονομικού σταδίου, μόνο δύο από τα επίμαχα έγγραφα εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πρόκειται για μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του διευθύνοντος συμβούλου της Akcros και ενός εργαζομένου στο νομικό τμήμα του ομίλου Akzo ο οποίος είχε ταυτόχρονα άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ως δικηγόρος στις Κάτω Χώρες.

II – Νομικό πλαίσιο

5.        Το νομικό πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως προσδιορίζεται από τον κανονισμό 17 (8) του οποίου το άρθρο 14 είχε ως εξής:

«1)      Η Επιτροπή δύναται κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου [105 ΣΛΕΕ] και των διατάξεων, οι οποίες θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου [103 ΣΛΕΕ], να διεξάγει όλους τους απαραίτητους ελέγχους στις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων.

Για τον σκοπό αυτόν, τα εντεταλμένα από την Επιτροπή όργανα έχουν την εξουσία:

α)      να ελέγχουν τα βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα,

β)      να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων και επαγγελματικών εγγράφων,

γ)      να ζητούν επί τόπου προφορικές διευκρινίσεις,

δ)      να εισέρχονται σε όλους τους χώρους, γήπεδα και μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων.

2)      Τα εντεταλμένα από την Επιτροπή για τον έλεγχο όργανα ασκούν την εξουσία τους επιδεικνύοντας έγγραφη εντολή ελέγχου […]

3)      Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων υποχρεούνται να δεχθούν τους ελέγχους, τους οποίους διατάσσει με απόφασή της η Επιτροπή. Η απόφαση αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου […]

[…]»

6.        Ο κανονισμός 1/2003, ο οποίος εκσυγχρόνισε το ευρωπαϊκό δίκαιο σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου των συμπράξεων και αντικατέστησε τον κανονισμό 17, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, ratione temporis, στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά χρονολογούνται προ της 1ης Μαΐου 2004 (9).

III – Τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης διαφοράς

 Α –       Οι διενεργηθέντες από την Επιτροπή έλεγχοι και οι διοικητικές τους συνέπειες

7.        Όπως προκύπτει από τις πραγματικές διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου (10), η υπό κρίση ένδικη διαφορά έχει ως αντικείμενο μια διαδικασία ελέγχου την οποία διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρχή ελέγχου των συμπράξεων. Στις αρχές του 2003, η Επιτροπή έδωσε εντολή, με απόφαση (11), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, για τη διενέργεια ελέγχων στην Akzo και την Akcros καθώς και στις θυγατρικές εταιρίες τους προκειμένου να εξασφαλίσει στοιχεία για ενδεχόμενες πρακτικές νοθεύσεως του ανταγωνισμό (στο εξής: διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση). Με την απόφαση υποχρεώθηκαν οι εν λόγω εταιρίες να δεχθούν τους ελέγχους αυτούς.

8.        Στηριζόμενη στην ανωτέρω απόφαση περί της διενέργειας ελέγχου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής, επικουρούμενοι από εκπροσώπους του Office of Fair Trading (OFT) (12), προέβησαν, στις 12 και 13 Φεβρουαρίου 2003, σε έλεγχο στα γραφεία της Akzo και της Akcros στο Eccles, Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο) (13). Κατά τη διάρκεια του ως άνω ελέγχου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έλαβαν αντίγραφα από σημαντικό αριθμό εγγράφων.

9.        Κατά τη διάρκεια των ως άνω πράξεων, οι εκπρόσωποι της Akzo και της Akcros ανέφεραν στους υπαλλήλους της Επιτροπής ότι ήταν ενδεχόμενο ορισμένα έγγραφα να καλύπτονται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και εντολέων. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής ανέφεραν τότε στους εκπροσώπους των προσφευγουσών ότι ήταν για αυτούς αναγκαίο να λάβουν συνοπτική γνώση των εν λόγω εγγράφων προκειμένου να σχηματίσουν ιδίαν αντίληψη για την προστασία της οποίας ενδεχομένως έπρεπε να τύχουν τα εν λόγω έγγραφα. Κατόπιν μακράς συζητήσεως και αφού οι υπάλληλοι της Επιτροπής και του OFT υπέμνησαν στους εκπροσώπους της Akzo και της Akcros τις συνέπειες της τυχόν παρεμποδίσεως των ερευνών, αποφασίστηκε ότι η υπεύθυνη για τον έλεγχο θα εξέταζε συνοπτικώς τα εν λόγω έγγραφα εν τη παρουσία εκπρόσωπου της Akzo και της Akcros.

10.      Κατά την εξέταση των εν λόγω εγγράφων, ανέκυψαν διαφωνίες για διάφορα έγγραφα τα οποία το Πρωτοδικείο –στηριζόμενο στους ισχυρισμούς της Akzo και της Akcros– κατέταξε σε δύο κατηγορίες εγγράφων («κατηγορία Α» και «κατηγορία Β»).

11.      Η κατηγορία Α περιλαμβάνει δύο έγγραφα. Το πρώτο από τα έγγραφα αυτά είναι ένα δακτυλογραφημένο υπόμνημα δύο σελίδων, με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2000, προερχόμενο από τον γενικό διευθυντή της Akcros Chemicals και απευθυνόμενο σε έναν από τους προϊσταμένους του. Κατά τις αναιρεσείουσες, το υπόμνημα αυτό περιέχει πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από τον γενικό διευθυντή κατά τις εσωτερικές συζητήσεις με άλλους υπαλλήλους. Οι πληροφορίες αυτές είχαν συλλεγεί, κατά τα λεγόμενά τους, προκειμένου να ληφθεί εξωτερική νομική συμβουλή στο πλαίσιο του προγράμματος συμμορφώσεως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού που είχε εκπονήσει η Akzo. Το δεύτερο από τα έγγραφα αυτά είναι ένα δεύτερο αντίγραφο αυτού του υπομνήματος, στο οποίο περιλαμβάνονται χειρόγραφες σημειώσεις που αφορούν επαφές με δικηγόρο της Akzo και της Akcros και στις οποίες γίνεται μνεία και του ονόματός του.

12.      Αφού δέχθηκαν τις εξηγήσεις των αναιρεσειουσών σχετικά με τα δύο αυτά έγγραφα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν ήσαν σε θέση να καταλήξουν επί τόπου σε οριστικό συμπέρασμα ως προς την προστασία της οποίας έπρεπε ενδεχομένως να τύχουν τα εν λόγω έγγραφα. Ως εκ τούτου, έλαβαν αντίγραφο και το τοποθέτησαν σε σφραγισμένο φάκελο, τον οποίο μετέφεραν μαζί τους μετά το πέρας του ελέγχου.

13.      Η κατηγορία Β περιλαμβάνει επίσης πλειάδα εγγράφων. Πρόκειται, αφενός, για ένα σύνολο χειρόγραφων σημειώσεων του γενικού διευθυντή της Akcros, για τις οποίες οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι έχουν συνταχθεί επ’ ευκαιρία συζητήσεων με τους υπαλλήλους και χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη του δακτυλογραφημένου υπομνήματος που συνιστά την κατηγορία Α. Αφετέρου, πρόκειται για δύο επιστολές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ανταλλαγείσες μεταξύ του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals και του κυρίου S., συντονιστή της Akzo για το δίκαιο του ανταγωνισμού και δικηγόρου εγγεγραμμένου στον Δικηγορικό Σύλλογο των Κάτω Χωρών ο οποίος, κατά τη στιγμή των περιστατικών, ήταν μέλος της νομικής υπηρεσίας του ομίλου Akzo και, κατά συνέπεια, μόνιμα απασχολούμενος από την επιχείρηση αυτή.

14.      Κατόπιν εξετάσεως των εγγράφων της κατηγορίας Β και των διευκρινίσεων της Akzo και της Akcros, η υπεύθυνη για τον έλεγχο υπάλληλος της Επιτροπής κατέληξε μετά βεβαιότητος στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα αυτά δεν προστατεύονταν από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέως. Ως εκ τούτου πήρε αντίγραφα αυτών τα οποία περιέλαβε στον φάκελο χωρίς να τα κρατήσει χωριστά σε σφραγισμένο φάκελο.

15.      Στις 17 Φεβρουαρίου 2003, η Akzo και η Akcros παρέδωσαν στην Επιτροπή ένα έγγραφο στο οποίο εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους τα έγγραφα της κατηγορίας Α και αυτά της κατηγορίας Β προστατεύονταν, κατ’ αυτές, από το απόρρητο. Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2003, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις εν λόγω επιχειρήσεις ότι τα επιχειρήματα που είχαν παραθέσει στο από 17 Φεβρουαρίου 2003 έγγραφό τους δεν την είχαν πείσει σε σχέση με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων. Εντούτοις, τους παρέσχε τη δυνατότητα να διατυπώσουν εντός προθεσμιας δύο εβδομάδων τις απόψεις τους επ’ αυτών των πρώτων συμπερασμάτων, μετά δε τη λήξη της προθεσμίας αυτής θα προέβαινε στη λήψη οριστικής αποφάσεως.

16.      Με απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 (14), η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των Akzo και Akcros να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα έγγραφα εμπίπτουν στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέως (στο εξής: απορριπτική απόφαση). Με το άρθρο 1 της ανωτέρω αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των Akzo και Akcros να τους επιστραφούν τα έγγραφα της κατηγορίας Α και της κατηγορίας Β και να βεβαιωθούν για την καταστροφή όλων των ευρισκόμενων στην κατοχή της Επιτροπής αντιγράφων των εν λόγω εγγράφων. Με το άρθρο 2 της απορριπτικής αποφάσεως, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα άνοιγε τον σφραγισμένο φάκελο με τα έγγραφα της κατηγορίας Α και θα τα περιελάμβανε στον φάκελο, ενώ διευκρίνισε ότι δεν επρόκειτο να εκτελέσει τα μέτρα αυτά πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως.

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

1.      Η πρωτόδικη διαδικασία

17.      Η Akzo και η Akcros άσκησαν από κοινού ενώπιον του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) δύο προσφυγές ακυρώσεως εκ των οποίων η μία στρεφόταν κατά της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως (15) (υπόθεση T‑125/03) και η άλλη κατά της απορριπτικής αποφάσεως (16) (υπόθεση T‑253/03). Πέραν τούτου, ζήτησαν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε σχέση με τις δύο αποφάσεις βάσει του άρθρου 242 ΕΚ και του άρθρου 243 ΕΚ (νυν άρθρου 278 ΣΛΕΕ και άρθρου 279 ΣΛΕΕ) (υποθέσεις T‑125/03 R και T‑253/03 R).

18.      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέταξε την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, να του παραδώσει, διατηρώντας το απόρρητο, αντίγραφο των εγγράφων της κατηγορίας Β καθώς και τον σφραγισμένο φάκελο με τα έγγραφα της κατηγορίας Α.

19.      Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε στις 30 Οκτωβρίου 2003 την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T-125/03 R (17), ενώ αντιθέτως έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα προσωρινής διαταγής στην υπόθεση T‑253/03 R. Έτσι, ανέστειλε την εκτέλεση της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 καθ’ ό μέτρο η Επιτροπή είχε αποφασίσει με αυτήν να ανοίξει τον σφραγισμένο φάκελο με τα έγγραφα της κατηγορίας Α· πέραν τούτου, διέταξε τη φύλαξη των εγγράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου μέχρις ότου αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της ουσίας. Περαιτέρω, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου έλαβε γνώση της δηλώσεως της Επιτροπής ότι δεν θα επιτρέψει σε τρίτους, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της υποθέσεως T-253/03, την πρόσβαση στα έγγραφα της κατηγορίας Β.

20.      Την εκδοθείσα στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Οκτωβρίου 2003 αναίρεσε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου με διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2004 κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής (18) καθ’ ό μέτρο η διάταξη αυτή διέταξε την αναστολή της εκτελέσεως της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 και τη φύλαξη των εγγράφων της κατηγορίας Α στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Πέραν τούτου, έλαβε γνώση της δηλώσεως της Επιτροπής ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει σε τρίτους, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της υποθέσεως T‑253/03, την πρόσβαση στα έγγραφα της κατηγορίας Α.

21.      Κατόπιν αυτού, η Γραμματεία του Πρωτοδικείου με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2004 επέστρεψε τον σφραγισμένο φάκελο με τα έγγραφα της κατηγορίας Α στην Επιτροπή.

22.      Το Πρωτοδικείο εξέδωσε στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην κύρια δίκη με την οποία απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως της Akzo και της Akcros κατά της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως (υπόθεση T‑125/03) ως απαράδεκτη και την προσφυγή τους ακυρώσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως (υπόθεση T‑253/03) ως αβάσιμη.

2.      Η αναιρετική διαδικασία κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

23.      Η Akzo και η Akcros άσκησαν από κοινού την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2007 με δικόγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2007 (19). Αντικείμενο της αναιρέσεως αυτής είναι μόνον το ζήτημα αν τα δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντήλλαξαν ο κύριος S. και ο διευθύνων σύμβουλος της Akcros εμπίπτουν ή όχι στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθ’ ό μέτρο απέρριψε την προσφυγή περί προστασίας του δικηγορικού απορρήτου για την αλληλογραφία με τους εργαζόμενους στην επιχείρηση Akzo Nobel νομικούς,

–        να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2003 καθ’ ό μέτρο απέρριψε το αίτημα περί επιστροφής της αλληλογραφίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τους εργαζόμενους στην επιχείρηση Akzo Nobel νομικούς,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας καθ’ ό μέτρο αφορούν τον λόγο αναιρέσεως που υποβλήθηκε με την υπό κρίση αναίρεση.

24.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αναίρεση και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

25.      Επί της αναιρέσεως διεξήχθη κατ’ αρχάς ενώπιον του Δικαστηρίου η γραπτή διαδικασία και εν συνεχεία, στις 9 Φεβρουαρίου 2010, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

3.      Περαιτέρω μετέχοντες στη διαδικασία από τον πρώτο βαθμό και νέοι παρεμβαίνοντες

26.      Ήδη στο πλαίσιο της πρωτόδικης δίκης επετράπη από το Πρωτοδικείο να μετάσχουν ως παρεμβαίνοντες προς στήριξη των αιτημάτων της Akzo και της Akcros στις υποθέσεις T-125/03 και T-253/03 οι ακόλουθες ενώσεις (20): Conseil des barreaux européens (CCBE, Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως), Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten (ARNOVA, Δικηγορικός Σύλλογος των Κάτω Χωρών), European Company Lawyers Association (ECLA, Ευρωπαϊκή Ένωση Νομικών Συμβούλων Επιχειρήσεων), American Corporate Counsel Association – European Chapter (ACCE, Αμερικανική Ένωση Συμβούλων Επιχειρήσεων – ευρωπαϊκό τμήμα) και International Bar Association (IBA, Διεθνής Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων). Οι ενώσεις αυτές μετέχουν πλέον ως περαιτέρω μετέχουσες στη διαδικασία και στην παρούσα αναιρετική διαδικασία στηρίζοντας τα αιτήματα της Akzo και της Akcros.

27.      Περαιτέρω, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε να μετάσχουν στην αναιρετική διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 1, του Οργανισμού και του άρθρου 93, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα κράτη μέλη ως παρεμβαίνοντες προκειμένου να στηρίξουν τα αιτήματα της Akzo και της Akcros (21): Ιρλανδία, Βασίλειο των Κάτω Χωρών και Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.

28.      Αντιθέτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε τα αιτήματα των ακόλουθων ενώσεων να μετάσχουν στην αναιρετική διαδικασία ως παρεμβαίνοντες προς στήριξη των αιτημάτων της Akzo και της Akcros, διότι δεν απέδειξαν ότι έχουν εύλογο συμφέρον από την έκβαση της δίκης (άρθρο 40, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου) (22): Association of General Counsel and Company Secretaries of the FTSE 100 (GC 100), Chamber of Commerce of the United States of America (CCUSA, Εμπορικό Επιμελητήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής), International Chamber of Commerce (ICC, Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο), American Bar Association (ABA, Αμερικανική Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων), Law Society of England and Wales (LSEW) και United States Council for International Business (USCIB).

29.      Ήδη το Πρωτοδικείο είχε απορρίψει, σε πρώτο βαθμό, τις αιτήσεις δύο άλλων ενώσεων που ζητούσαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Akzo και της Akcros στις υποθέσεις T-125/03 και T-253/03 (23): της European Council on Legal Affairs (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Νομικών Υποθέσεων) και του Section on Business Law of the International Bar Association (Τμήμα Δικαίου των Επιχειρήσεων της Διεθνούς Ενώσεως Δικηγόρων).

 Η εν τω μεταξύ περάτωση της διοικητικής διαδικασίας από την Επιτροπή

30.      Όπως ανακοίνωσε η Επιτροπή στο Δικαστήριο κατά το πέρας της γραπτής αναιρετικής διαδικασίας, η διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας διεξήχθησαν οι έλεγχοι στα γραφεία της Akzo και της Akcros το 2003, έχει εν τω μεταξύ ολοκληρωθεί. Με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2009, στηριζόμενη στο άρθρο 81 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 7 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 173 860 400 ευρώ σε 24 παραγωγούς συνθετικών προσθέτων (24). Μεταξύ των αποδεκτών της αποφάσεως αυτής είναι, πέραν της Akcros Chemicals Ltd., και πολλές ακόμη εταιρίες του ομίλου Akzo-Nobel, πλην όμως όχι η εταιρία Akzo Nobel Chemicals Ltd.

31.      Βάσει των στοιχείων που παρέθεσε συναφώς χωρίς να υπάρξει αντίκρουσή τους, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε, στην εν λόγω απόφαση περί επιβολής προστίμων της 11ης Νοεμβρίου 2009, στα δύο επίμαχα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

IV – Νομική εκτίμηση

32.      Με την αναίρεσή τους, η Akzo και η Akcros δεν ανακινούν πλέον όλα τα ζητήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης. Αντιθέτως, τα νομικά ζητήματα στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας περιορίζονται μόνο σε ένα μέρος των εγγράφων της «κατηγορίας Β», ήτοι στα δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντήλλαξαν ο κύριος S. και ο διευθύνων σύμβουλος της Akcros, αντίγραφο των οποίων περιέλαβε η Επιτροπή στον φάκελο κατόπιν της διενέργειας του ελέγχου.

 Α –       Έννομο συμφέρον

33.      Πριν από την επί της ουσίας εκτίμηση της αναιρέσεως πρέπει να εξεταστεί αν η Akzo και η Akcros έχουν έννομο συμφέρον για την παρούσα διαδικασία.

34.      Η απαίτηση περί υπάρξεως έννομου συμφέροντος διασφαλίζει σε δικονομικό επίπεδο ότι τα δικαστήρια δεν θα επιλαμβάνονται αμιγώς υποθετικών νομικών ζητημάτων προκειμένου να παράσχουν διευκρινίσεις γνωμοδοτικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί επιτακτική προϋπόθεση του παραδεκτού η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και ενδέχεται να έχει σημασία σε διάφορα στάδια της δίκης. Έτσι, το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται αναμφισβήτητα κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ή ενός ένδικου μέσου· εντούτοις, πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται και μετά το χρονικό αυτό σημείο μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας (25).

35.      Έννομο συμφέρον υφίσταται υπό την προϋπόθεση ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (26).

36.      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη έννομου συμφέροντος στην υπό κρίση υπόθεση διττώς. Αφενός, τα δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στα οποία έχει περιοριστεί πλέον η ένδικη διαφορά, ευθύς εξαρχής δεν ενέπιπταν στο δικηγορικό απόρρητο, διότι η σύνταξή τους δεν συνδεόταν με την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Αφετέρου, εκδόθηκε εν τω μεταξύ επί της κύριας υποθέσεως η απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2009 περί επιβολής προστίμων στην οποία η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε αυτά τα δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου· συνεπώς, το έννομο συμφέρον της Akzo και της Akcros εξέλιπε το αργότερο κατά το παρόν στάδιο της ένδικης διαδικασίας.

37.      Καμία από τις δύο ενστάσεις της Επιτροπής δεν ευσταθεί.

38.      Ως προς το πρώτο επιχείρημα, το αν το Πρωτοδικείο ορθώς θεώρησε ότι τα δύο επίμαχα έγγραφα δεν εμπίπτουν στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου δεν αποτελεί ζήτημα του παραδεκτού, αλλά του βασίμου της αναιρέσεως. Οι αναιρεσείουσες δεν θα είχαν έννομο συμφέρον ενδεχομένως μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ήταν πρόδηλο ότι τα δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ του κυρίου S. και του διευθύνοντος συμβούλου της Akcros άνευ ουδεμίας αμφιβολίας δεν ενέπιπταν, από απόψεως περιεχομένου, με κανένα τρόπο στο δικηγορικό απόρρητο. Ωστόσο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με το περιεχόμενο αυτών των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και σχετικά με τη συνάφεια εντός της οποίας αυτά εστάλησαν, διότι τούτο ήταν άνευ σημασίας για τη λύση που επέλεξε το Πρωτοδικείο. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας δεν μπορεί να αποκλειστεί ευθύς εξαρχής η ύπαρξη έννομου συμφέροντος. Στο παρόν στάδιο της ένδικης διαδικασίας, οποιαδήποτε αναλυτικότερη εξέταση του περιεχόμενου και της συνάφειας των επίμαχων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα οδηγούσε κατ’ ανάγκην στην ταυτόχρονη εξέταση ζητημάτων παραδεκτού και βασίμου, πράγμα το οποίο δεν θα ήταν σκόπιμο από απόψεως οικονομίας της δίκης.

39.      Εξίσου άστοχο είναι το δεύτερο επιχείρημα της Επιτροπής ότι το συμφέρον των αναιρεσειουσών προς εξακολούθηση της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας εξέλιπε με την έκδοση της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2009 περί επιβολής προστίμου.

40.      Έτσι, η Επιτροπή υποχρεώθηκε, κατόπιν ερωτήσεως που της υποβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να παραδεχτεί ότι η μία εκ των δύο αναιρεσειουσών στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι η Akzo Nobel Chemicals Ltd., δεν είναι αποδέκτρια της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2009 περί επιβολής προστίμου. Συνεπώς, το έννομο συμφέρον αυτής της εταιρίας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί με την εν λόγω απόφαση περί επιβολής προστίμου. Γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο μπορεί να συναχθεί ότι και σε σχέση με την Akcros Chemicals Ltd., τη δεύτερη αναιρεσείουσα, δεν χρήζει περαιτέρω εξετάσεως το ζήτημα του έννομου συμφέροντος, δεδομένου ότι πρόκειται για αναίρεση η οποία κατατέθηκε από κοινού (27).

41.      Ωστόσο, η έννομη προστασία των εν λόγω επιχειρήσεων κατά μέτρων έρευνας στους χώρους τους δεν μπορεί, ούτως ή άλλως, να εξαρτάται από το αν η Επιτροπή, με μεταγενέστερη απόφαση, στηρίχθηκε ή όχι σε έγγραφο το οποίο ενδεχομένως εμπίπτει στο δικηγορικό απόρρητο. Η ενδεχόμενη παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου κατά τη διενέργεια ελέγχου αποτελεί σοβαρή προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων η οποία δεν στοιχειοθετείται μόνον όταν η Επιτροπή πράγματι στηρίζεται, στην επί της ουσίας απόφαση, σε ακατάσχετο έγγραφο, αλλά και όταν υπάλληλος της Επιτροπής αφαιρεί το έγγραφο ή παίρνει αντίγραφό του. Ως εκ τούτου, αυτή η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν αίρεται και δεν «θεραπεύεται» ούτε και από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε σε τελευταία ανάλυση υπόψη της ως αποδεικτικό μέσο το επίμαχο έγγραφο. Αντιθέτως, εξακολουθεί να υπάρχει προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τουλάχιστον καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Επιτροπή έχει στην κατοχή της το έγγραφο ή αντίγραφό του. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα η οικεία επιχείρηση έχει επίσης έννομο συμφέρον να προσφύγει δικαστικώς κατά του μέτρου αυτού (28).

42.      Στη συνάφεια αυτή, πρέπει να υπομνησθεί η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας η οποία, κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως (29) και η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών καθώς και από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ (30). Εν τω μεταξύ, η αρχή αυτή έχει αποτυπωθεί στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (31)· ο Χάρτης παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας (άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΣΕΕ) και, ως εκ τούτου, στο παρόν δικονομικό στάδιο αποτελεί κριτήριο για την εκτίμηση του αν οι αναιρεσείουσες εξακολουθούν επί του παρόντος να έχουν έννομο συμφέρον.

43.      Επιχειρήσεις, στο γραφείο των οποίων η Επιτροπή πραγματοποιεί έλεγχο, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν ενώπιον δικαστηρίου εν εκτάσει και αποτελεσματικά τη νομιμότητα τόσο της εντολής για τη διεξαγωγή του ελέγχου αυτού όσο και τη νομιμότητα των επιμέρους πράξεων κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

44.      Κατά κανόνα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής στο πλαίσιο ελέγχων παίρνουν μαζί τους μεγάλο αριθμό εγγράφων (ή αντιγράφων τους). Είναι φυσικό ορισμένα κρίσιμα εκ πρώτης όψεως έγγραφα να αποδεικνύονται, κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως, ως άχρηστα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, ενδέχεται οι διαδικασίες ελέγχου συμπράξεως που κινήθηκαν κατ’ αρχάς κατά ορισμένων επιχειρήσεων να παύσουν μετά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων ενός ελέγχου ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Εάν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα στις περιπτώσεις αυτές να προσφύγουν στα δικαστήρια της Ενώσεως προκειμένου να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του ελέγχου ή επιμέρους πράξεων των υπαλλήλων της Επιτροπής που σχετίζονται με τον έλεγχο αυτόν, θα υπήρχε ένας «χώρος χωρίς ένδικη προστασία».

45.      Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες εξακολουθούν να έχουν συμφέρον για την περαιτέρω διεξαγωγή της διαδικασίας. Η αναίρεσή τους είναι παραδεκτή.

 Β –       Εκτίμηση του περιεχομένου της αναιρέσεως

46.      Η αναίρεση της Akzo και της Akcros στηρίζεται σε τρεις λόγους αναιρέσεως οι οποίοι βάλλουν κατά των σκέψεων 165 έως 185 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Κατ’ ουσίαν, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο τις εμπόδισε, παρά τον νόμο, να επικαλεστούν το δικηγορικό απόρρητο σε σχέση με την εσωτερική αλληλογραφία του ομίλου με τον έμμισθο δικηγόρο του ομίλου Akzo-Konzern.

47.      Η προστασία του δικηγορικού απορρήτου έχει, στο δίκαιο της Ενώσεως, την ιεραρχική θέση γενικής αρχής δικαίου με χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος. Τούτο απορρέει, αφενός, από τις αρχές που είναι κοινές στις έννομες τάξεις των κρατών μελών (32): στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου και στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναγνωρίζεται το δικηγορικό απόρρητο, η δε προστασία του στηρίζεται, μέχρι τούδε, μόνο στη νομολογία (33), ωστόσο τις περισσότερες φορές η προστασία αυτή κατοχυρώνεται τουλάχιστον με νόμο ή ακόμη και με συνταγματική διάταξη (34). Αφετέρου, η προστασία του δικηγορικού απορρήτου στηρίζεται και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (προστασία της αλληλογραφίας) σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γ΄, ΕΣΔΑ (35) (δικαίωμα για δίκαιη δίκη) καθώς και στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (36) (σεβασμός της επικοινωνίας) σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη (δικαίωμα στη λήψη συμβουλών, στην άμυνα και την εκπροσώπηση, σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας).

48.      Σκοπός του δικηγορικού απορρήτου είναι η προστασία της επικοινωνίας ενός εντολέως με δικηγόρο μη εξαρτώμενο από αυτόν. Αφενός, αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα των δικαιωμάτων άμυνας του εντολέως (37) και, αφετέρου, στηρίζεται στην ειδική λειτουργία του δικηγόρου ως «συλλειτουργού της δικαιοσύνης [Mitgestalter der Rechtspflege]» (38), ο οποίος εν απολύτω ανεξαρτησία και χάριν του προέχοντος συμφέροντος της απονομής της δικαιοσύνης παρέχει στον εντολέα τη νομική προστασία που αυτός χρειάζεται (39).

49.      Ο δικηγόρος δεν θα ήταν σε θέση να διασφαλίσει την προσήκουσα εκπλήρωση των αποστολών της παροχής συμβουλών, υπερασπίσεως και εκπροσωπήσεως του εντολέως του και, επομένως, ο εντολέας θα στερείτο των δικαιωμάτων που του παρέχει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθώς και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αν όφειλε, είτε κατά τον προ της ένδικης διαδικασίας χρόνο είτε κατά τη διάρκεια αυτής, να συνεργάζεται με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, διαβιβάζοντας σε αυτές πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση του κατά τις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας νομικές διαβουλεύσεις (40).

50.      Η ύπαρξη του δικηγορικού απορρήτου καθ’ εαυτόν δεν αμφισβητείται σοβαρά από καμία πλευρά στην παρούσα διαδικασία. Εντούτοις, έντονα ερίζεται η έκταση της προστασίας που παρέχει το δικηγορικό απόρρητο. Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί αν και σε ποιον βαθμό στο δίκαιο της Ενώσεως η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του δικηγορικού απορρήτου. Σε τελευταία ανάλυση, από αυτό εξαρτάται η έκταση των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής στη διαδικασία ελέγχου των συμπράξεων βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 [για μελλοντικές περιπτώσεις: άρθρα 20 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (41)].

1.      Επί της εκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου και επί της προβαλλόμενης προσβολής της αρχής της ισότητας (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

51.      Οι αναιρεσείουσες στηρίζονται, πρωτίστως, στον πρώτο λόγο αναιρέσεώς τους. Με αυτόν, η Akzo και η Akcros προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε εσφαλμένα την αρχή του δικηγορικού απορρήτου, όπως η αρχή αυτή έχει διευκρινιστεί από το Δικαστήριο με την απόφασή του AM & S (42) και ότι, με τον τρόπο αυτόν, παραβίασε την αρχή της ισότητας.

 α)     Επί της εκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου βάσει της αποφάσεως AM & S (πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως)

52.      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως (43), η Akzo και η Akcros ισχυρίζονται, υποστηριζόμενες από πολλούς άλλους μετέχοντες στη διαδικασία, ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως ερμήνευσε κατά τρόπο αμιγώς «γραμματικό» την απόφαση AM & S του Δικαστηρίου αντί να την ερμηνεύσει και να την εφαρμόσει βάσει του σκοπού και του περιεχομένου της. Στο πλαίσιο μιας «τελολογικής ερμηνείας» της αποφάσεως AM & S, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε, κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, να καταλήξει ότι η επίμαχη ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον έμμισθο δικηγόρο της Akzo, ήτοι τον κ. S., καλυπτόταν από το δικηγορικό απόρρητο.

53.      Κατ’ αρχάς, συμμερίζομαι την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου ότι στην περίπτωση της αποφάσεως AM & S πρόκειται για μια νομοθετική πράξη. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι αμφίβολο το αν η αναφορά των αναιρεσειουσών σε μεθόδους ερμηνείας όπως είναι η γραμματική και η τελολογική μπορεί να είναι σκόπιμη στην παρούσα συνάφεια. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αυτού. Πράγματι, η καθαυτό αιτίαση της Akzo και της Akcros είναι ότι το Πρωτοδικείο συρρίκνωσε την έκταση του δικηγορικού απορρήτου, όπως αυτό αναλύθηκε στο πλαίσιο της αποφάσεως AM & S. Την αιτίαση αυτή θα εξετάσω στη συνέχεια.

54.      Με την απόφαση AM & S, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο «εμπιστευτικός χαρακτήρας της αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτου» πρέπει να προστατεύεται και σε κοινοτικό επίπεδο (σήμερα: σε επίπεδο Ενώσεως). Το Δικαστήριο έκρινε ότι για την παροχή της προστασίας αυτής πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις («κριτήρια») τις οποίες άντλησε από μια επισκόπηση των έννομων τάξεων όλων των τότε κρατών μελών (44):

–        Αφενός, η αλληλογραφία με τον δικηγόρο πρέπει να σχετίζεται με την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας του εντολέως: πρέπει να πρόκειται για «αλληλογραφία ανταλλασσόμενη στο πλαίσιο και προς το συμφέρον της υπερασπίσεως του πελάτου» (σχέση προς τα δικαιώματα άμυνας).

–        Αφετέρου, πρέπει να πρόκειται για αλληλογραφία με ανεξάρτητο δικηγόρο, ήτοι με δικηγόρο ο οποίος «δεν συνδ[έεται] με τον πελάτη με εργασιακή σχέση» (ανεξαρτησία του δικηγόρου).

55.      Οι μετέχοντες στη διαδικασία συμμερίζονται την άποψη ότι η μεταξύ τους ένδικη διαφορά, στο παρόν στάδιο, αφορά μόνον το δεύτερο από τα κριτήρια αυτά, ήτοι το κριτήριο της ανεξαρτησίας του δικηγόρου με τον οποίον υπάρχει ανταλλαγή αλληλογραφίας (45). Ωστόσο, ερίζουν με πείσμα ως προς τον τρόπο ερμηνείας αυτού του κριτηρίου της ανεξαρτησίας. Ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εκάστη πλευρά επέρριπτε στην άλλη ότι επιδεικνύει μια υπέρμετρα τυπολατρική προσέγγιση και ότι δεν αντιλαμβάνεται τις αρχές που ίστανται όπισθεν του κριτηρίου της ανεξαρτησίας.

56.      Εν αντιθέσει προς την Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες καθώς και οι παρεμβαίνοντες υπέρ των αιτημάτων της και οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία φρονούν ότι το κριτήριο της ανεξαρτησίας του δικηγόρου δεν πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο αρνητικό υπό την έννοια ενός περιορισμού των έμμισθων δικηγόρων, αλλά με θετικό τρόπο υπό την έννοια των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων στους οποίους υπόκεινται κατά κανόνα οι νομικοί που έχουν άδεια δικηγόρου (46). Υποστηρίζουν ότι ο εργαζόμενος σε μια επιχείρηση νομικός, ο οποίος έχει ταυτόχρονα άδεια δικηγόρου, διαθέτει, βάσει των δεσμεύσεών του που απορρέουν από τον κώδικα περί δικηγόρων, την ίδια ανεξαρτησία με αυτή ενός εξωτερικού δικηγόρου ο οποίος ασκεί το επάγγελμά του σε δικηγορικό γραφείο είτε ως ανεξάρτητος δικηγόρος είτε στο πλαίσιο εργασιακής σχέσεως. Οι εγγυήσεις για την ανεξαρτησία ενός advocaat in dienstbetrekking βάσει του ολλανδικού δικαίου (47) (αποκαλούμενος επίσης «Cohen advocaat» (48)), όπως εφαρμόστηκαν στην υπό κρίση υπόθεση επί του κυρίου S., είναι ακόμη πιο μεγάλες.

57.      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική.

58.      Η απαίτηση της ανεξαρτησίας συνδέεται, στην απόφαση AM & S, αναμφισβήτητα με το κατά πόσον ο οικείος δικηγόρος δεν τελεί έναντι του εντολέως του σε υπηρεσιακή ή εργασιακή σχέση. Η ρητή αυτή μνεία σε δύο σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως (49) θα ήταν περιττή εάν πρόθεση του Δικαστηρίου ήταν να αρκεστεί στην τυπική πράξη της αδείας δικηγόρου και στις συνδεόμενες με αυτήν δεσμεύσεις δεοντολογικού χαρακτήρα ως εγγύηση για την ανεξαρτησία ενός νομικού.

59.      Συνεπώς, το Δικαστήριο σκοπίμως ερμήνευσε, με την απόφασή του AM & S, το δικηγορικό απόρρητο υπό την έννοια ότι η προστασία του δεν εκτείνεται στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους. Ιδιαιτέρως σαφές καθίσταται τούτο εάν γίνει αντιπαραβολή της αποφάσεως με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn: ο γενικός εισαγγελέας παρέπεμψε στην αναλυτική εξέταση της θέσεως των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις νομικών, που είχε γίνει στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, και τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της απόψεως να αναγνωρίζεται η ύπαρξη δικηγορικού απορρήτου και στους δικηγόρους «οι οποίοι έχουν τα επαγγελματικά προσόντα και υπόκεινται στους κανόνες δεοντολογίας» και οι οποίοι «απασχολούνται, κατά κύριο επάγγελμα […], στα νομικά τμήματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων» (50). Το Δικαστήριο δεν συντάχθηκε με την απόφασή του AM & S με την άποψη αυτή.

60.      Αντιθέτως, η έννοια της ανεξαρτησίας του δικηγόρου στην απόφαση AM & S καθορίζεται όχι μόνο με θετικό τρόπο –διά της αναφοράς στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας (51)–, αλλά και με αρνητικό τρόπο –διά του τονισμού της ελλείψεως υπηρεσιακής ή εργασιακής σχέσεως (52) (53). Μόνον όταν ένας νομικός υπόκειται ως δικηγόρος στους συνήθεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και, πέραν τούτου, δεν τελεί σε σχέση εργασίας έναντι του εντολέως του, προστατεύεται και η μεταξύ τους αλληλογραφία από το δικηγορικό απόρρητο βάσει του δικαίου της Ενώσεως.

61.      Όπισθεν της συλλογιστικής αυτής ίσταται η εκτίμηση ότι ένας έμμισθος δικηγόρος, παρά το γεγονός ότι έχει άδεια δικηγόρου και ως εκ τούτου υπόκειται στους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, δεν απολαύει του αυτού βαθμού ανεξαρτησίας έναντι του εργοδότη του σε σχέση με την ανεξαρτησία του εργαζόμενου σε εξωτερικό δικηγορικό γραφείο δικηγόρου έναντι των εντολέων του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο έμμισθος δικηγόρος μπορεί να αντιμετωπίσει με μικρότερη αποτελεσματικότητα από ό,τι ένας εξωτερικός δικηγόρος τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας και των σκοπών και επιθυμιών του εντολέως του.

62.      Επιχείρημα κατά της επαρκούς ανεξαρτησίας ενός έμμισθου δικηγόρου αποτελεί κατ’ αρχάς το γεγονός ότι αυτός ως εργαζόμενος υπόκειται, σε πολλές περιπτώσεις, στις υποδείξεις που του απευθύνει ο εργοδότης του, στο πλαίσιο της εργασιακής τους σχέσεως, και, εν πάση περιπτώσει, είναι στενά ενταγμένος στις δομές της επιχειρήσεως ή του ομίλου του. Για να επαναλάβω τα λόγια του Πρωτοδικείου: ο έμμισθος δικηγόρος εξαρτάται από τον εργοδότη του «οργανικά, ιεραρχικά και λειτουργικά» (54), ενώ τούτο δεν ισχύει για τον εξωτερικό δικηγόρο σε σχέση με τους εντολείς του.

63.      Οι αναιρεσείουσες και ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία αντιτάσσουν ότι, κατά το ολλανδικό δίκαιο, ένας advocaat in dienstbetrekking, όπως είναι ο κύριος S., ρητώς απαλλάσσεται, σε σχέση με την παροχή νομικών συμβουλών, από την υποχρέωση να ακολουθεί τις υποδείξεις του εργοδότη του. Προς τούτο συνάπτεται και ιδιαίτερη συμφωνία (55) μεταξύ της επιχειρήσεως και του έμμισθου δικηγόρου της η οποία υπόκειται στον έλεγχο του δικηγορικού συλλόγου. Διχογνωμίες σε σχέση με το είδος και το περιεχόμενο των νομικών συμβουλών που παρέχει ο έμμισθος δικηγόρος δεν παρέχουν στον εργοδότη του δικαίωμα στην επιβολή πειθαρχικών ποινών εις βάρος του έμμισθου δικηγόρου ή ακόμη και σε τερματισμό της εργασιακής σχέσεως. Σε περίπτωση διαφορών, είναι δυνατή η προσφυγή, αφενός, ενώπιον του Raad van Toezicht, που έχει δημιουργηθεί στους κόλπους του δικηγορικού συλλόγου, ήτοι ενός εποπτικού οργάνου επιφορτισμένου με την εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας και, αφετέρου, ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων.

64.      Τέτοιου είδους μέτρα είναι χωρίς αμφιβολία υποδειγματικά. Ενισχύουν τη θέση του έμμισθου δικηγόρου εντός της επιχειρήσεως για την οποία αυτός εργάζεται. Εντούτοις, δεν μπορούν να διασφαλίσουν στον έμμισθο δικηγόρο ανεξαρτησία παρεμφερή προς αυτήν ενός εξωτερικού δικηγόρου. Πράγματι, η πράξη απέχει πόρρω από τη θεωρία. Συνεπώς, έστω και αν μια επιχείρηση έχει αναλάβει τη συμβατική υποχρέωση να μην προβαίνει σε υποδείξεις προς τον έμμισθο δικηγόρο της, τούτο δεν διασφαλίζει ότι η σχέση μεταξύ του έμμισθου δικηγόρου και του εργοδότη του στην εργασιακή καθημερινότητα είναι πράγματι απαλλαγμένες από άμεσες ή έμμεσες πιέσεις και επιρροές. Αντιθέτως, το εάν ένας έμμισθος δικηγόρος μπορεί πράγματι να παράσχει ανεξάρτητες νομικές συμβουλές εξαρτάται κατά περίπτωση από τη συμπεριφορά και την καλή προαίρεση του εργοδότη του.

65.      Πέραν τούτου, είναι αμφίβολον το κατά πόσον στην πράξη μπορούν πράγματι να υπάρξουν αποτελεσματικές τιμωρίες σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ένας εργοδότης αναιρεί, με πρόθεση ή όχι, την ανεξαρτησία του έμμισθου δικηγόρου του. Πράγματι, οι εμπλεκόμενοι είναι πιθανό να μην επιθυμούν την περαιτέρω κλιμάκωση κάθε συγκεκριμένης συγκρούσεως θέτοντας με τον τρόπο αυτόν κάθε φορά εκ νέου εν αμφιβόλω τη βάση για την εξακολούθηση της εργασίας τους. Πέραν τούτου, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ένας έμμισθος δικηγόρος να αποδειχθεί βασιλικότερος του βασιλέως και πειθήνιο όργανο του εργοδότη του παρέχοντας σε αυτόν τις νομικές συμβουλές που του είναι αρεστές.

66.      Ωστόσο, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ότι μέτρα όπως είναι αυτά που επιτάσσει το ολλανδικό δίκαιο μπορούν να είναι αποτελεσματικά, τούτο ουδόλως μεταβάλλει την κατά κανόνα υφιστάμενη οικονομική εξάρτηση του έμμισθου δικηγόρου από τον εργοδότη του· το ζήτημα αυτό προκάλεσε έντονη συζήτηση μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία στο πλαίσιο της γραπτής και, κυρίως, στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (56).

67.      Βεβαίως, αληθεύει ότι και ο εξωτερικός δικηγόρος εξαρτάται οικονομικά, μέχρις ενός ορισμένου βαθμού, από τους εντολείς του. Εάν ένας εντολέας δεν μείνει ικανοποιημένος από τις νομικές συμβουλές που του παρέσχε ο εξωτερικός δικηγόρος του ή από την προάσπιση των συμφερόντων του, μπορεί να ανακαλέσει την εντολή του προς αυτόν ή ενδεχομένως να παύσει πλέον να απευθύνεται στο μέλλον σε αυτόν· ως προς το σημείο αυτό ο εξωτερικός δικηγόρος –εν αντιθέσει προς τους έμμισθους δικηγόρους και τους λοιπούς νομικούς που εργάζονται σε επιχειρήσεις– δεν απολαύει προστασίας έναντι τυχόν καταγγελίας της εντολής. Στην περίπτωση δικηγόρων οι οποίοι αντλούν κατ’ ουσίαν τα προς τα ζην από την παροχή νομικών συμβουλών και τη διεξαγωγή δικών για έναν ή περισσοτέρους μεγάλους πελάτες τούτο ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρή απειλή για την ανεξαρτησία τους.

68.      Ωστόσο, μια τέτοια κατάσταση διακινδυνεύσεως είναι και παραμένει, στην περίπτωση των εξωτερικών δικηγόρων, μάλλον η εξαίρεση και δεν ανταποκρίνεται στη χαρακτηριστική επαγγελματική εικόνα ενός δικηγόρου που εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας ή μιας ανεξάρτητης δικηγορικής εταιρίας. Ένας ανεξάρτητος δικηγόρος εργάζεται, κατά κανόνα, για πολλούς εντολείς, πράγμα το οποίο, στην περίπτωση συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας και των σκοπών και επιθυμιών ενός εντολέως, του παρέχει τη δυνατότητα να καταγγείλει, με δική του πρωτοβουλία εφόσον παρίσταται ανάγκη, την εντολή προκειμένου να διαφυλάξει με τον τρόπο αυτόν την ανεξαρτησία του.

69.      Αντιθέτως, άλλως έχουν τα πράγματα στην περίπτωση του έμμισθου δικηγόρου. Ως απασχολούμενος με εξαρτημένη σχέση εργασίας βρίσκεται κατά κανόνα –και όχι μόνον κατ’ εξαίρεση– σε πλήρη οικονομική εξάρτηση από τον εργοδότη του από τον οποίον και μόνον εισπράττει το βασικό μέρος του εισοδήματός του υπό τη μορφή μισθού. Το γεγονός ότι ο εκάστοτε εθνικός κώδικας δεοντολογίας παρέχει πράγματι στον έμμισθο δικηγόρο τη δυνατότητα να έχει και άλλους εξωτερικούς πελάτες, πέραν της δραστηριότητάς του ως εργαζομένου για μια επιχείρηση (57), δεν σημαίνει ότι οι εντολείς αυτοί αποτελούν κατά κανόνα, από οικονομικής απόψεως, ιδιαιτέρως υπολογίσιμο μέγεθος γι’ αυτόν και ότι μεταβάλλουν σε κάτι την οικονομική εξάρτηση από τον εργοδότη του. Επομένως, ο βαθμός της οικονομικής εξαρτήσεως ενός έμμισθου δικηγόρου από τον εργοδότη του είναι κατά κανόνα κατά πολύ υψηλότερος από τον βαθμό εξαρτήσεως ενός εξωτερικού δικηγόρου από τους εντολείς του. Αυτή η οικονομική εξάρτηση ουδόλως μεταβάλλεται από το γεγονός, το οποίο επικαλέστηκαν ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία, ότι οι έμμισθοι δικηγόροι απολαύουν προστασίας από ενδεχόμενη απόλυση βάσει των διατάξεων του εργατικού δικαίου.

70.      Στοιχείο που ενισχύει την οικονομική εξάρτηση του έμμισθου δικηγόρου έναντι του εργοδότη του είναι κατά κανόνα η πολύ μεγαλύτερη προσωπική ταύτιση με την οικεία επιχείρηση καθώς και με την πολιτική και τη στρατηγική της από ό,τι θα συνέβαινε στην περίπτωση εξωτερικών δικηγόρων σε σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα των εντολέων τους.

71.      Τόσο η πολύ μεγαλύτερη οικονομική εξάρτησή του όσο και η κατά πολύ μεγαλύτερη ταύτιση με τον εντολέα –τον εργοδότη του– αποτελούν επιχειρήματα κατά της απόψεως ότι ο έμμισθος δικηγόρος πρέπει να απολαύει της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου σε σχέση με την εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου (58).

72.      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η σχετική επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και των λοιπών διαδίκων που στηρίζουν τα αιτήματά τους.

73.      Ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία, ιδίως οι Κάτω Χώρες και η ARNOVA, αντιτάσσουν ότι είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας να μην υπάγεται η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως με έμμισθους δικηγόρους εν γένει στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή μπορεί, μετερχόμενη ένα τρόπον τινά «ηπιότερο μέσο», να διαπιστώσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον ο οικείος νομικός που εργάζεται σε μια επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις της ανεξαρτησίας· προς τούτο, μπορεί να έρθει σε επαφή με τις εθνικές αρχές για την παροχή διευκρινίσεων. Προφανώς, οι Κάτω Χώρες και η ARNOVA θεωρούν ότι θα επαρκούσαν ορισμένες γενικές πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος προκειμένου να είναι δυνατή η οριστική επίλυση του ζητήματος της ανεξαρτησίας ενός εργαζόμενου σε επιχείρηση νομικού.

74.      Εντούτοις, ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Όπως προελέχθη, το αν ένας έμμισθος δικηγόρος μπορεί να παράσχει ανεξάρτητες νομικές συμβουλές ή αν είναι εκτεθειμένος σε πιέσεις και επιρροές εξαρτάται κατά τρόπο απολύτως αποφασιστικό από τη συγκεκριμένη πρακτική που ακολουθεί μια επιχείρηση στην εργασιακή καθημερινότητα. Συναφώς, μόνη η αφηρημένη εξέταση των νομοθετικών διατάξεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος σε σχέση με τη θέση των έμμισθων δικηγόρων δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα, δεδομένου ότι δεν παρέχει στοιχεία σχετικά με την πραγματικότητα των εργασιακών σχέσεων εντός της εκάστοτε επιχειρήσεως ούτε για την οικονομική εξάρτηση και τον βαθμό προσωπικής ταυτίσεως του έμμισθου δικηγόρου με τον εργοδότη του.

75.      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

 β)     Επί της προβαλλόμενης προσβολής της αρχής της ισότητας (δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως)

76.      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Akzo και η Akcros καθώς και οι περισσότεροι παρεμβαίνοντος υπέρ αυτών και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας υποστηρίζουν ότι η διαφορετική μεταχείριση από το Πρωτοδικείο των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις νομικών, σε σχέση με το δικηγορικό απόρρητο, έναντι των εξωτερικών δικηγόρων συνιστά προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (59).

77.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως (60), η οποία κατοχυρώνεται πλέον και με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Περαιτέρω, η ίδια αρχή διατυπώνεται στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και στο δωδέκατο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ το οποίο επικαλέστηκαν επικουρικώς ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία (61).

78.      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (62).

79.      Συναφώς, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και, ως εκ τούτου, τον παρεμφερή χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της κοινοτικής πράξεως που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι στόχοι του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (63).

80.      Όπως προέλεχθη (64), σκοπός του δικηγορικού απορρήτου είναι η προστασία της αλληλογραφίας του εντολέως με ένα μη εξαρτώμενο από αυτόν δικηγόρο. Αποτελεί, αφενός, το αναγκαίο συμπλήρωμα των δικαιωμάτων άμυνας του εντολέως και ερείδεται, αφετέρου, στη διαρκή αποστολή του δικηγόρου ως «συμβάλλοντος στην απονομή της δικαιοσύνης», ο οποίος παρέχει, εν πλήρη ανεξαρτησία και χάριν του προέχοντος συμφέροντος αυτής, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας.

81.      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ECLA, κατά την εκτίμηση της ανεξαρτησίας ενός δικηγόρου η εργασιακή σχέση του ως νομικού που απασχολείται σε μια επιχείρηση είναι ένας άκρως σημαντικός παράγων. Πράγματι, όπως εξέθεσα αναλυτικά ανωτέρω (65), ένας νομικός που απασχολείται σε μια επιχείρηση με εξαρτημένη σχέση εργασίας δεν απολαύει –παρά την τυχόν άδεια δικηγόρου που διαθέτει και τον εντεύθεν δεσμεύσεων που απορρέουν από τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας– του ιδίου βαθμού ανεξαρτησίας έναντι του εργοδότη του σε σχέση με έναν εργαζόμενο σε εξωτερικό δικηγορικό γραφείο δικηγόρο έναντι των εντολέων του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο έμμισθος δικηγόρος εργάζεται αποκλειστικά ή εν πάση περιπτώσει κυρίως για έναν και μόνον «εντολέα» –τον εργοδότη του–, ενώ στοιχείο της επαγγελματικής εικόνας του δικηγόρου που εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας είναι το γεγονός ότι αναλαμβάνει ένα πολύ μεγαλύτερο και εναλλασσόμενο κύκλο εντολέων και παρέχει νομικές συμβουλές «σε όσους τις χρειάζονται» (66).

82.      Σε σχέση με τον εκάστοτε βαθμό ανεξαρτησίας τους κατά την παροχή συμβουλών και τη δικαστική εκπροσώπηση υπάρχει επομένως, κατά κανόνα, μια σημαντική διαφορά μεταξύ ενός δικηγόρου ο οποίος εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας ή σε δικηγορικό γραφείο, αφενός, και ενός έμμισθου δικηγόρου, αφετέρου. Για τον έμμισθο δικηγόρο είναι, λόγω της σαφώς μικρότερης ανεξαρτησίας του, δυσχερές να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας και των σκοπών και των επιθυμιών της επιχειρήσεως στην οποία εργάζεται.

83.      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ARNOVA, η εν λόγω διαφοροποίηση δεν είναι αδιάφορη εκ του λόγου και μόνον ότι ο εθνικός νομοθέτης –εν προκειμένω ο Ολλανδός– εξομοιώνει από νομικής απόψεως τους εξωτερικούς δικηγόρους με τους έμμισθους δικηγόρους (advocaten in dienstbetrekking). Πράγματι, μια τέτοια εξομοίωση αφορά μόνον την τυπική πράξη της αδείας ασκήσεως επαγγέλματος ενός νομικού που εργάζεται σε επιχείρηση ως δικηγόρος καθώς και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας για αυτόν από το γεγονός ότι έχει μια τέτοια άδεια δικηγόρου. Αντιθέτως, αυτό το πλαίσιο νομικών προϋποθέσεων ουδόλως μεταβάλλει την οικονομική εξάρτηση και την κατά πολύ μεγαλύτερη προσωπική ταύτιση του έμμισθου δικηγόρου με τον εντολέα του (67) ο οποίος είναι και εργοδότης του. Συνεπώς, ανεξαρτήτως τυχόν εξομοιώσεως από νομικής απόψεως, γεγονός παραμένει ότι μεταξύ δικηγόρων που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή σε δικηγορικά γραφεία και έμμισθων δικηγόρων υπάρχει σημαντική διαφορά όσον αφορά τον βαθμό της ανεξαρτησίας τους.

84.      Λόγω ακριβώς αυτής της διαφοράς το Πρωτοδικείο έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι τυχόν επέκταση του δικηγορικού απορρήτου στην εσωτερική αλληλογραφία επιχειρήσεως ή ομίλου με έμμισθους δικηγόρους δεν είναι ενδεδειγμένη. Συνεπώς, δεν υπάρχει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

85.      Ως εκ τούτου, και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

 γ)     Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

86.      Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος στο σύνολό του, πρέπει να εξεταστεί εν συνεχεία ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλεται επικουρικώς.

2.      Επί της προβαλλόμενης ανάγκης επεκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

87.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Akzo και η Akcros προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του, κατά τον καθορισμό της εκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου, σημαντικές εξελίξεις στο «νομικό πεδίο» οι οποίες καθιστούσαν αναγκαία την αναθεώρηση της νομολογίας AM & S προκειμένου να αποτραπεί η επαπειλούμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Η επιχειρηματολογία αυτή των αναιρεσειουσών υποστηρίζεται και από πολλούς παρεμβαίνοντες στον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας υπέρ των αιτημάτων τους.

 α)     Επί των προβαλλόμενων μεταβολών «στο νομικό πεδίο» (πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως)

88.      Οι επικαλούμενες από τις αναιρεσείουσες μεταβολές του «νομικού πεδίου» αφορούν, αφενός, τη θέση των έμμισθων δικηγόρων στις έννομες τάξεις των κρατών μελών και, αφετέρου, τον εκσυγχρονισμό του δικαίου περί των διαδικασιών ελέγχου των συμπράξεων μέσω του κανονισμού 1/2003.

i)      Επί της θέσεως των έμμισθων δικηγόρων στις εθνικές έννομες τάξεις

89.      Όσον αφορά κατ’ αρχάς τη θέση των νομικών που εργάζονται σε επιχειρήσεις, εν γένει, και των έμμισθων δικηγόρων, ειδικότερα, στις εθνικές έννομες τάξεις, οι μετέχοντες στη διαδικασία συμφωνούν ότι οι σχετικές διατάξεις στα 27 πλέον κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους· ειδικότερα, ως προς το δικηγορικό απόρρητο δεν διαπιστώνεται κάποια γενική τάση προς εξομοίωση των έμμισθων δικηγόρων με τους δικηγόρους που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η ECLA διατυπώνει τούτο με ιδιαίτερη παραστατικότητα: «Δεν υπάρχει μία και μόνη απάντηση σε όλα τα κράτη μέλη στο ερώτημα του δικηγορικού απορρήτου για νομικούς που εργάζονται σε επιχειρήσεις» (68). Στο ίδιο πνεύμα και οι αναιρεσείουσες κάνουν λόγο για «έλλειψη μιας ομοιόμορφης κατευθύνσεως σε εθνικό επίπεδο» (69).

90.      Το Πρωτοδικείο συμμερίζεται την εκτίμηση αυτή. Διαπιστώνει ότι «δεν είναι δυνατό να εξακριβωθούν ως προς το ζήτημα αυτό ενιαίες τάσεις ή σαφώς πλειοψηφικές στα δίκαια των κρατών μελών». Στηριζόμενο μεταξύ άλλων στη διαπίστωση αυτή, το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να ανοίξει τον δρόμο για τη «διεύρυνση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, πέραν των ορίων που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S» (70).

91.      Οι αναιρεσείουσες και πολλοί εκ των μετεχόντων στη διαδικασία αντιτάσσουν ότι οι μεταβολές στις έννομες τάξεις ενός μικρού αριθμού κρατών μελών προς την κατεύθυνση της επεκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου στους έμμισθους δικηγόρους δίδουν λαβή για τη μεταστροφή της νομολογίας AM & S σε επίπεδο Ενώσεως. Υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο κακώς εξάρτησε την περαιτέρω εξέλιξη της νομολογίας αυτής από τις κυρίαρχες τάσεις μεταξύ των κρατών μελών.

92.      Σε απάντηση της αιτιάσεως αυτής πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως –που αποτελείται από το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και ειδικά δικαστήρια– διασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των συνθηκών (άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ (71)). Από τον χαρακτήρα της Κοινότητας (σήμερα: Ενώσεως) ως κοινότητας δικαίου το Πρωτοδικείο πολύ γρήγορα συνήγαγε ότι στον τομέα αρμοδιοτήτων της πρέπει να ισχύουν ορισμένες δικαιικές αρχές και να παρέχεται η ενδεδειγμένη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων έστω και αν δεν αποτελούν ή δεν αποτελούν ακόμη γραπτό δίκαιο (72).

93.      Στον βαθμό που το Δικαστήριο απαντά στο ζήτημα της υπάρξεως ή μη μιας γενικής αρχής δικαίου ανατρέχοντας στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, στηρίζεται κατά κανόνα στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (73) ή στις κοινές αρχές δικαίου μεταξύ των κρατών μελών (74).

94.      Μια τέτοια προσφυγή στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις ή τις κοινές αρχές δικαίου δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι πρόκειται για μια ενιαία ή σαφώς πλειοψηφική τάση στα δίκαια των κρατών μελών. Αντιθέτως, επιβάλλεται η αξιολογική σύγκριση των δικαίων στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη και οι σκοποί και τα καθήκοντα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως καθώς και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως και του δικαίου της Ενώσεως (75).

95.      Βάσει των ανωτέρω, ουδόλως αποκλείεται το ενδεχόμενο να θεωρηθεί από τα δικαστήρια της Ενώσεως ως μέρος της έννομης τάξεως της Ενώσεως και μια αρχή δικαίου η οποία είναι γνωστή ή κατοχυρώνεται σε λίγες μόνον εθνικές έννομες τάξεις. Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία αυτή η αρχή δικαίου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα ενόψει των ιδιομορφιών του δικαίου της Ενώσεως, των σκοπών και των καθηκόντων της Ενώσεως καθώς και της δραστηριότητας των οργάνων της (76) ή εάν η αρχή αυτή έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος.

96.      Έτσι, το Δικαστήριο προσφάτως αναγνώρισε την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας ως γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως (77), μολονότι τούτο κατά την εποχή εκείνη δεν φαινόταν να αποτελεί ενιαία ή σαφώς πλειοψηφική τάση στις εθνικές έννομες τάξεις ή στο συνταγματικό δίκαιο των κρατών μελών (78). Πάντως, η αρχή αυτή ήταν σύμφωνη προς μια ειδική αποστολή της Ενώσεως στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των δυσμενών διακρίσεων (άρθρο 19 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 13 ΕΚ) και, πέραν τούτου, συγκεκριμενοποιήθηκε από τον νομοθέτη της Ενώσεως υπό τη μορφή οδηγίας (79)· πέραν τούτου, αποτελεί έκφραση μιας νεότερης τάσεως στον τομέα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε επίπεδο Ενώσεως η οποία εκφράστηκε από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή κατά την πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ. ιδίως το άρθρο του 21) (80), και δη έχοντας την εκ των προτέρων έγκριση των αρχηγών κρατών και των πρωθυπουργών των κρατών μελών κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Biarritz (Οκτώβριος 2000).

97.      Ούτε το δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία του φακέλου, όπως τα δικαστήρια της Ενώσεως έχουν αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτό σε σχέση με τις διαδικασίες ελέγχου των συμπράξεων που κινεί η Επιτροπή ως αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού (81), στο οποίο έκαναν μνεία ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία, ενδέχεται να μην είναι γνωστό σε όλα τα κράτη μέλη με τη μορφή αυτή. Τούτο θα μπορούσε ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι παλαιότερα ορισμένα κράτη μέλη δεν είχαν δικές τους αρχές ελέγχου του ανταγωνισμού, ενώ σε άλλα οι αρμόδιοι για τον έλεγχο του ανταγωνισμού παρίσταντο απλώς ως κατήγοροι ενώπιον των δικαστηρίων. Αντιθέτως, η Επιτροπή είναι εξοικειωμένη τόσο με τις έρευνες όσο και με την έκδοση αποφάσεως περατώνουσας τη διαδικασία· στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας αυτού του είδους, το δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία του φακέλου αποτελεί ουσιώδες και αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας και, ως εκ τούτου, έκφραση μιας θεμελιώδους διαδικαστικής εγγυήσεως του κράτους δικαίου. Επομένως, ήταν εύλογο να αναγνωρίσουν τα δικαστήρια της Ενώσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο το δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία του φακέλου.

98.      Αντιθέτως, δεν συντρέχουν παρεμφερείς περιστάσεις σε σχέση με το κρίσιμο εν προκειμένω δικηγορικό απόρρητο οι οποίες να συνηγορούν στην προσαρμογή του δικαίου της Ενώσεως προς τη νομοθεσία που ισχύει σε ένα μικρό αριθμό κρατών μελών. Η επέκταση της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους δεν δικαιολογείται ούτε από τις όποιες ιδιομορφίες των καθηκόντων και της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως αρχής ελέγχου του ανταγωνισμού ούτε απηχεί, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, κάποια τάση που κερδίζει έδαφος μεταξύ των κρατών μελών, και δη ούτε στο δίκαιο του ανταγωνισμού αλλά ούτε και σε άλλους τομείς.

99.      Έτσι, τα καθήκοντα, οι εξουσίες και εν γένει η δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως αρχής ελέγχου του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συμπράξεων δεν διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από τα καθήκοντα, τις εξουσίες και την εν γένει δραστηριότητα των αρχών ελέγχου του ανταγωνισμού των κρατών μελών∙ ειδικότερα, οι εξουσίες έρευνας της Επιτροπής στο πλαίσιο ελέγχων υπολείπονται μάλιστα κατά πολύ των εξουσιών που έχουν πολλές εθνικές αρχές (82). Συνεπώς, εάν στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών δεν υφίσταται η ανάγκη να εξαιρεθεί η αλληλογραφία μεταξύ μιας επιχειρήσεως και του έμμισθου δικηγόρου της από το πεδίο έρευνας των αρχών ελέγχου του ανταγωνισμού, τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι και σε επίπεδο Ενώσεως δεν υφίσταται επιτακτική ανάγκη επεκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου.

100. Στη συνέχεια, όσον αφορά τις νεότερες εξελίξεις που σημειώνονται σε εθνικές έννομες τάξεις, πρέπει να λεχθεί ότι αυτές εξακολουθούν να μην αποτελούν σαφή τάση –και δη τάση η οποία κερδίζει έδαφος– προς την κατεύθυνση της προστασίας της αλληλογραφίας των επιχειρήσεων και των ομίλων με τους έμμισθους δικηγόρους.

101. Ένας σημαντικός αριθμός από τα 27 πλέον κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξακολουθεί να απαγορεύει στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις νομικούς να αποκτούν άδεια δικηγόρου (83)· στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των κρατών μελών συνάγεται εντεύθεν αυτομάτως ότι η προστασία του δικηγορικού απορρήτου δεν ισχύει για την εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως με αυτούς τους νομικούς συμβούλους (84).

102. Σε ορισμένα άλλα κράτη μέλη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει στη νομοθεσία επαρκής σαφήνεια σε σχέση με το δικηγορικό απόρρητο που ισχύει για τους έμμισθους δικηγόρους, είτε διότι για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές διατάξεις είτε διότι δεν υπάρχει πάγια νομολογία ή παγιωμένη διοικητική πρακτική (85). Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εθνικός νομοθέτης, η διοικητική πρακτική ή η νομολογία δημιουργούν την εντύπωση ότι μάλλον προσαρμόζονται στις λύσεις που δίδονται σε επίπεδο Ενώσεως παρά το αντίστροφο (86).

103. Σε ελάχιστα μόνον από τα 27 κράτη μέλη ισχύει επί του παρόντος η προστασία του δικηγορικού απορρήτου και για την εσωτερική αλληλογραφία επιχειρήσεων και ομίλων με τους εργαζόμενους νομικούς τους. Πρόκειται συναφώς για ένα φαινόμενο το οποίο περιορίζεται στον αγγλοσαξονικό χώρο (87), καθώς και σε λίγα ακόμη κράτη μέλη –μεταξύ άλλων τις Κάτω Χώρες–(88), ωστόσο το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για μια νεότερη εξέλιξη η οποία κερδίζει έδαφος μεταξύ των κρατών μελών. Ακόμη και οι νομοθετικές μεταβολές σε εθνικό επίπεδο που ακολούθησαν τη δημοσίευση της αποφάσεως AM & S (89) προς την κατεύθυνση της επεκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου σε ορισμένους νομικούς επιχειρήσεων είναι, κατά την άποψή μου, μεμονωμένες και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για σαφή τάση.

104. Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι η νομοθεσία στα 27 πλέον κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν μετεξελίχθηκε 28 έτη περίπου μετά την απόφαση περί AM & S κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απαιτείται σε επίπεδο Ενώσεως –σήμερα ή στο ορατό μέλλον– μεταστροφή της νομολογίας προς την κατεύθυνση της αναγνωρίσεως του δικηγορικού απορρήτου για τους έμμισθους δικηγόρους.

105. Πέραν τούτου, ο νομοθέτης της Ενώσεως εξέπεμψε, στο πρόσφατο παρελθόν, σήματα μάλλον κατά παρά υπέρ της εξομοιώσεως των δικηγόρων που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες με τους έμμισθους δικηγόρους ως προς το δικηγορικό απόρρητο. Περί αυτού έγινε εκτενής λόγος από τους μετέχοντες στη διαδικασία στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

106. Έτσι, στο πλαίσιο των νομοθετικών διαδικασιών για τον εκσυγχρονισμό του ευρωπαϊκού δικαίου που διέπει τις διαδικασίες συμπράξεως (κανονισμός 1/2003) και για την αναθεώρηση του κοινοτικού κανονισμού για τον έλεγχο των συμπράξεων (κανονισμός 139/2004), σημειώθηκαν μεν ορισμένες προσπάθειες από τις τάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με σκοπό την επέκταση του δικηγορικού απορρήτου στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις νομικούς (90), πλην όμως εν τέλει ο νομοθέτης δεν ευόδωσε τις προσπάθειες αυτές (91).

107. Εν αντιθέσει προς όσα φρονεί η ECLA, η βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως που εκφράστηκε με τον τρόπο αυτόν δεν είναι άνευ σημασίας εκ του λόγου και μόνον ότι ενδέχεται να εμφορείται –τουλάχιστον και– από εκτιμήσεις δικαιοπολιτικού χαρακτήρα (92). Αντιθέτως: ακριβώς όταν το Δικαστήριο καλείται να διαπλάσει το δίκαιο της Ενώσεως αναγνωρίζοντας ορισμένες γενικές αρχές δικαίου, δεν μπορεί να μην εξετάσει τις δικαιοπολιτικού χαρακτήρα απόψεις των οργάνων της Ενώσεως.

108. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες και ορισμένοι άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία, ούτε από τις δύο οδηγίες για την ευχερέστερη άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου μπορεί να συναχθεί κάποιο στοιχείο το οποίο θα συνηγορούσε κατ’ ανάγκην υπέρ της εξομοιώσεως των μαχόμενων δικηγόρων με τους έμμισθους δικηγόρους σε σχέση με το δικηγορικό απόρρητο.

109. Βεβαίως, είναι αληθές ότι η οδηγία 98/5 (93) ισχύει, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 3, τόσο για τους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα ως ελεύθεροι επαγγελματίες όσο και για τους έμμισθους δικηγόρους. Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι ο δικηγόρος που είναι εγγεγραμμένος στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής μπορεί να εργάζεται υπό την ιδιότητα του έμμισθου δικηγόρου σε άλλον δικηγόρο, ένωση ή εταιρεία δικηγόρων, ή δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση, εφόσον το κράτος μέλος υποδοχής το επιτρέπει στους δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι υπό τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους μέλους. Εντούτοις, η διάταξη αυτή απλώς διευκρινίζει ότι ένα κράτος μέλος, του οποίου η έννομη τάξη αναγνωρίζει τους έμμισθους δικηγόρους, δεν μπορεί να εμποδίσει δικηγόρους από άλλα κράτη μέλη να ασκήσουν το δικηγορικό επάγγελμα με τον τρόπο αυτόν. Η διάταξη αυτή ουδόλως συνεπάγεται ότι μαχόμενοι και έμμισθοι δικηγόροι διαθέτουν, κατά την άποψη του νομοθέτη της Ενώσεως, τον ίδιο βαθμό ανεξαρτησίας.

110. Ήδη η οδηγία 77/249 (94) έκανε μνεία στους «εμμίσθους δικηγόρους οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση εργασίας με δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση». Ρητή μνεία της οδηγίας αυτής έκανε το Δικαστήριο με την απόφασή του AM & S χωρίς ωστόσο να συναγάγει εξ αυτής ότι το δικηγορικό απόρρητο εκτείνεται και στους έμμισθους δικηγόρους (95).

111. Επομένως, πρέπει εν συνόψει να λεχθεί ότι καμία από τις δύο οδηγίες που αφορούν το δικηγορικό επάγγελμα δεν συνηγορεί υπέρ της επεκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου στους έμμισθους δικηγόρους.

112. Τέλος, κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου οι μετέχοντες στη διαδικασία συζήτησαν τις διατάξεις του δικαίου της Ενώσεως που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, οι οποίες ρητώς αναγνωρίζουν την ύπαρξη επαγγελματικού απορρήτου σε σχέση με τους «ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς» (96). Η Akzo υποστηρίζει ότι η ρύθμιση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το πεδίο εφαρμογής της εκτείνεται και στους έμμισθους δικηγόρους. Υπέρ της απόψεως αυτής θα μπορούσε να συνηγορεί εκ πρώτης όψεως το προοίμιο της οδηγίας 2005/60 το οποίο κάνει λόγο για τους «επαγγελματίες νομικ[ούς], όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη» (97). Ωστόσο, την άποψη αυτή αναιρούν οι συστάσεις της λεγόμενης Financial Action Task Force (FATF) (98), τις οποίες επικαλέστηκε η Επιτροπή και οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ερμηνείας της ανωτέρω οδηγίας· οι συστάσεις αυτές εξαιρούν ρητώς από τον κύκλο των υπόχρεων τους νομικούς που εργάζονται με σχέση εργασίας σε επιχειρήσεις (99). Ασφαλώς η παρούσα διαδικασία δεν αποτελεί το πρόσφορο πλαίσιο για τη διατύπωση κάποιων τελικών απόψεων σε σχέση με την ερμηνεία της οδηγίας 2005/60. Ωστόσο, στην κρίσιμη εν προκειμένω συνάφεια αρκεί η διαπίστωση ότι από τις διατάξεις του δικαίου της Ενώσεως περί καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και περί χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας δεν απορρέουν σε καμία περίπτωση σαφή στοιχεία τα οποία να συνηγορούν υπέρ της επεκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου και στους έμμισθους δικηγόρους.

113. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και των μετεχόντων στη διαδικασία που τις υποστηρίζουν με την οποία προβάλλουν μεταβολή του «νομικού περιβάλλοντος» σχετικά με τη θέση των έμμισθων δικηγόρων.

ii)    Εκσυγχρονισμός του δικαίου των διαδικασιών συμπράξεως μέσω του κανονισμού (EK) 1/2003

114. Με αφετηρία τις σκέψεις 172 και 173 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες παραθέτουν έναν ακόμη λόγο ο οποίος δικαιολογεί, κατά την άποψή τους, την επέκταση του δικηγορικού απορρήτου στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθο δικηγόρο: ο επενεχθείς με τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 εκσυγχρονισμός του δικαίου των διαδικασιών συμπράξεως οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση νομικών συμβουλών στο εσωτερικό μιας επιχειρήσεως των οποίων η προληπτική λειτουργία στο πλαίσιο της αποτροπής παραβάσεων της νομοθεσίας περί συμπράξεων δεν πρέπει να υποτιμάται. Οι νομικές συμβουλές των έμμισθων δικηγόρων είναι ιδιαιτέρως πολύτιμες στο πλαίσιο της καθημερινής λειτουργίας της επιχειρήσεως, διότι παρέχονται με ταχύτητα και μικρό κόστος και στηρίζονται στις γνώσεις περί εσωτερικής λειτουργίας της εκάστοτε επιχειρήσεως και των συναλλαγών της. Πέραν τούτου, πολλοί μετέχοντες στη διαδικασία επεσήμαναν την αυξανόμενη σημασία των λεγόμενων «προγραμμάτων συμμορφώσεως» εντός των επιχειρήσεων των οποίων ο σκοπός έγκειται στη διασφάλιση νομότυπης και σύμφωνης προς τους ισχύοντες κανόνες συμπεριφοράς.

115. Η παροχή αποτελεσματικών νομικών συμβουλών στο εσωτερικό μιας επιχειρήσεως και η επιτυχής εφαρμογή ενός προγράμματος συμμορφώσεως προϋποθέτουν, κατά την άποψη πολλών μετεχόντων στη διαδικασία, τη δυνατότητα απαραβίαστης και εμπιστευτικής εσωτερικής αλληλογραφίας μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με τους έμμισθους δικηγόρους. Άλλως, οι διαχειριστές, αφενός, μιας επιχειρήσεως δεν θα εμπιστεύονται στον έμμισθο δικηγόρο ευαίσθητα πραγματικά περιστατικά και ο έμμισθος δικηγόρος, αφετέρου, θα προτιμά να παρέχει πληροφορίες μάλλον γραπτώς παρά προφορικώς, πράγμα το οποίο επηρεάζει την ποιότητα και τη χρησιμότητα των νομικών συμβουλών.

116. Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι οι νομοθετικές επιβολές που επήλθαν στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του δικαίου περί των διαδικασιών συμπράξεως σχετικά με την έκταση των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής στο πλαίσιο της επίμαχης εν προκειμένω έρευνας στα γραφεία της Akzo και της Akcros δεν είχαν ακόμη εφαρμοστεί. Πράγματι, η ερεύνα διεξήχθη στις αρχές του 2003, συνεπώς δεν καλύπτετο από το χρονικό πεδίο ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 που άρχισε να ισχύει από 1ης Μαΐου 2004 (βλ., συναφώς, το άρθρο του 45, παράγραφος 2). Εντούτοις, η επιχειρηματολογία που στηρίζεται στο νέο δίκαιο περί διαδικασιών συμπράξεως δεν θα πρέπει να αγνοηθεί αποκλειστικά και μόνο λόγω του χρονικού πεδίου ισχύος του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, η αύξηση των δαπανών για την παροχή συμβουλών στο εσωτερικό μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου ενδέχεται να σημειώθηκε ήδη κατά τα προκαταρκτικά στάδια της εισαγωγής του νέου συστήματος.

117. Ωστόσο, επί της ουσίας, ούτε η αυξημένη σημασία των έμμισθων δικηγόρων ούτε η αναμφίβολη χρησιμότητα των νομικών συμβουλών τους –κατ’ εξοχήν δε στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού (EK) 1/2003– συνηγορούν σε τελευταία ανάλυση υπέρ της υπαγωγής της εσωτερικής αλληλογραφίας μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με αυτούς στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Ομοίως, η επέκταση του δικηγορικού απορρήτου στους έμμισθους δικηγόρους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διά της απλής επικλήσεως των εξειδικευμένων γνώσεων που διαθέτουν σχετικά με την εκάστοτε επιχείρηση και τις συναλλαγές της.

118. Αντιθέτως, η επισήμανση πολλών μετεχόντων στη διαδικασία περί της εξοικειώσεως του έμμισθου δικηγόρου με τον εργοδότη του αποτελεί αμφίστομη μάχαιρα: αφενός, η εξοικείωση αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον έμμισθο δικηγόρο να εξοικονομεί χρόνο κατά την επεξεργασία των διαφόρων θεμάτων καθώς και να οικοδομεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τους εργαζόμενους στην επιχείρηση συνομιλητές του. Αφετέρου, αυτή ακριβώς η ιδιαίτερη εγγύτητα προς την εκάστοτε επιχείρηση και τις συναλλαγές της θέτει σε μεγάλο βαθμό εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία του έμμισθου δικηγόρου (100). Δεν διαθέτει την αναγκαία απόσταση από τον εντολέα του –τον εργοδότη του– η οποία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα για την παροχή πραγματικά ανεξάρτητων νομικών συμβουλών.

119. Όταν μια επιχείρηση απευθύνεται προς τον έμμισθο δικηγόρο της, τότε σε τελευταία ανάλυση δεν έρχεται σε επαφή με έναν ουδέτερο τρίτο, αλλά με ένα πρόσωπο το οποίο ανήκει στον κύκλο των υπαλλήλων της, παρά τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας που ισχύουν λόγω της κατοχής άδειας δικηγόρου από μέρους του. Μια τέτοια επικοινωνία μεταξύ υπαλλήλων της ίδιας επιχειρήσεως δεν χρήζει της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου, ανεξαρτήτως της συχνότητάς της, της σημασίας της και της χρησιμότητας της για την επιχείρηση.

120. Ούτε η επισήμανση πολλών μετεχόντων στη διαδικασία σχετικά με την ύπαρξη προγραμμάτων συμμορφώσεως που έχουν υιοθετήσει ορισμένες επιχειρήσεις άγει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, χωρίς να υπάρξει αντίκρουση, ένα μεγάλο μέρος των νομικών συμβουλών που παρέχονται στο πλαίσιο προγραμμάτων συμμορφώσεως από εργαζομένους της επιχειρήσεως είναι γενικής φύσεως και δεν αφορά in concreto την παρούσα ή μελλοντική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Συνεπώς, η «επί τω σκοπώ της συμμορφώσεως» ανταλλασσόμενη αλληλογραφία μεταξύ μιας επιχειρήσεως και του έμμισθου δικηγόρου της δεν πληροί κατά κανόνα ούτε καν την πρώτη προϋπόθεση που έταξε το Δικαστήριο με την απόφασή του AM & S (101). Ως εκ τούτου, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι αυτό το είδος παροχής νομικών συμβουλών από πρόσωπα εργαζόμενα σε μια επιχείρηση «δεν έχ[ει] άμεση επίπτωση» επί της προβληματικής του δικηγορικού απορρήτου (102).

121. Συνεπώς, εν συνόψει ούτε η αναφορά στα πλεονεκτήματα και τη σημασία της παροχής νομικών συμβουλών από εργαζόμενους σε επιχείρηση νομικούς ούτε η μεταρρύθμιση του διαδικαστικού δικαίου που επήλθε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 δικαιολογούν σε τελευταία ανάλυση την παρέκκλιση από τη νομολογία AM & S.

 β)     Επί της προβαλλόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της ασφάλειας δικαίου (δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως)

122. Οι αναιρεσείουσες και πολύ περισσότερο ορισμένοι εκ των παρεμβάντων υπέρ των αιτημάτων τους στον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας τονίζουν ότι συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας η εξαίρεση της εσωτερικής αλληλογραφίας μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθο δικηγόρο από το προστατευτικό πεδίο του δικηγορικού απορρήτου. Πέραν αυτού, τούτο είναι αντίθετο και προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

i)      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας

123. Η αιτίαση της Akzo και της Akcros στηρίζεται στα δικαιώματα άμυνας σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επισημαίνουν το γεγονός ότι στο ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού συχνά το άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) έχει εφαρμογή εκ παραλλήλου με παρεμφερείς διατάξεις του εσωτερικού δικαίου (βλ., συναφώς, άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003). Υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν η προστασία της αλληλογραφίας με έμμισθους δικηγόρους να εξαρτάται από το αν η Επιτροπή ή οι εθνικές αρχές ελέγχου του ανταγωνισμού προβαίνουν στη διενέργεια ελέγχων.

124. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί γενική και θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ενώσεως (103). Ειδικότερα, η αρχή αυτή επιτάσσει όπως κάθε ρύθμιση που έχει δυσμενείς συνέπειες έναντι ιδιωτών πρέπει να είναι σαφής και επακριβής και η εφαρμογή της να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες (104). Με άλλα λόγια, οι πολίτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (105).

125. Τούτο σημαίνει, αν τα ανωτέρω μεταφερθούν στην παρούσα συνάφεια, ότι οι επιχειρήσεις, στα γραφεία των οποίων διενεργείται έρευνα από αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού στο πλαίσιο ελέγχου βάσει της νομοθεσίας περί συμπράξεων, πρέπει να γνωρίζουν σαφώς αν μπορούν ή όχι να επικαλεστούν το δικηγορικό απόρρητο σε σχέση με την εσωτερική αλληλογραφία της επιχειρήσεως ή του ομίλου με έμμισθους δικηγόρους.

126. Οι κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ενώσεως πληρούν τις απαιτήσεις αυτές. Το δίκαιο αυτό προβλέπει, όπως ερμηνεύθηκε με την αναλυθείσα νομολογία AM & S (106), ότι η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους δεν απολαύει της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου. Ως προς το σημείο αυτό δεν υφίσταται ανασφάλεια δικαίου.

127. Όσον αφορά τον συνδυασμό ερευνών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με έρευνες σε εθνικό επίπεδο, ο κανονισμός 17, όπως και ο κανονισμός 1/2003, στηρίζεται σε μια σαφή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων των αρμόδιων για τον έλεγχο του ανταγωνισμού αρχών. Μια έρευνα διατάσσεται και διενεργείται είτε από την Επιτροπή είτε από κάποια εθνική αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού. Το ποια είναι η αρχή που διέταξε την έρευνα προκύπτει πάντοτε με σαφήνεια από την απόφαση για τη διενέργεια έρευνας (εντολή ελέγχου) η οποία πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς στην επιχείρηση (άρθρο 14, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 17, ήτοι άρθρο 20, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 1/2003).

128. Σε περίπτωση που η Επιτροπή προβεί στη διεξαγωγή ελέγχου, οι συναφείς κανόνες ορίζονται από το δίκαιο της Ενώσεως. Αν ο έλεγχος διενεργηθεί από εθνική αρχή, τότε οι συναφείς κανόνες καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία (έτσι πλέον ρητώς το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (107)). Τούτο περιλαμβάνει και τους κανόνες που διέπουν το δικηγορικό απόρρητο.

129. Βεβαίως, οι υπάλληλοι των εθνικών αρχών ελέγχου του ανταγωνισμού μπορούν να παράσχουν στην Επιτροπή συνδρομή στο πλαίσιο ελέγχου που αυτή διενεργεί (άρθρο 14, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 17, ήτοι άρθρο 20, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1/2003), ακριβώς όπως και οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να μετέχουν σε έρευνες των εθνικών αρχών ελέγχου του ανταγωνισμού προκειμένου να τις συνδράμουν στο έργο τους (άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ήτοι άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003). Εντούτοις, τούτο ουδόλως μεταβάλλει την κατανομή αρμοδιοτήτων για την εντολή και τη διεξαγωγή της έρευνας και τις εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις περιλαμβανομένης της ρυθμίσεως περί δικηγορικού απορρήτου.

130. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα της εκάστοτε ρυθμίσεως περί δικηγορικού απορρήτου που ισχύει για τις έρευνες.

131. Οι αναιρεσείουσες αντιτάσσουν ότι δεν είναι δυνατόν η τύχη ενός και του αυτού εσωτερικού εγγράφου επιχειρήσεως να εξαρτάται από το αν μια εθνική αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού ή η Επιτροπή επιχειρεί, στο πλαίσιο μιας έρευνας, να περιέλθει στην κατοχή της.

132. Μολονότι η ένσταση αυτή εκφράζει μια απολύτως κατανοητή ανησυχία, εντούτοις δεν ευσταθεί από νομικής απόψεως.

133. Ούτε η αρχή της ασφάλειας δικαίου ούτε τα δικαιώματα άμυνας απαιτούν όπως το δίκαιο της Ενώσεως και το εθνικό δίκαιο στο εκάστοτε πεδίο εφαρμογής τους εφαρμόζουν τα ίδια κριτήρια και, ως εκ τούτου, παρέχουν την ίδια προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Οι γενικές αρχές δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η ασφάλεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνεται σε επίπεδο Ενώσεως μπορούν να ισχύσουν μόνο στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως (108). Αντιστρόφως, οι εθνικές γενικές αρχές δικαίου και η εθνική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορούν να υπερακοντίζουν τις εθνικές αρμοδιότητες.

134. Ασφαλώς, η ενοποίηση σε επίπεδο Ενώσεως των διαδικαστικών διατάξεων που διέπουν τις έρευνες βάσει του δικαίου περί του ανταγωνισμού και οι συναφείς ρυθμίσεις περί του δικηγορικού απορρήτου θα είχαν ως αποτέλεσμα την απλούστευση της νομοθεσίας. Εντούτοις, μια τέτοια πλήρης εναρμόνιση δεν υφίσταται στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ενώσεως. Το αν θα πρέπει να επέλθει μια τέτοια εναρμόνιση αποτελεί δικαιοπολιτικό ζήτημα η εκτίμηση του οποίου ανήκει αποκλειστικά στον νομοθέτη της Ενώσεως· εν πάση περιπτώσει, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιφέρουν την εναρμόνιση αυτή μόνες τους επικαλούμενες τα δικαιώματα άμυνας και την αρχή της ασφάλειας δικαίου (109).

135. Τέλος, οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες μεταξύ άλλων από την Ιρλανδία, προβάλλουν ότι η ύπαρξη σε εθνικό επίπεδο δικηγορικού απορρήτου για την εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους θα μπορούσε, μέσω του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών αρχών ελέγχου του ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1/2003, να καταστεί κενό γράμμα.

136. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή –χωρίς αντίκρουση ως προς το σημείο αυτό–, στην υπό κρίση υπόθεση ουδόλως τίθεται ζήτημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρχών ελέγχου του ανταγωνισμού. Συνεπώς, αλυσιτελώς προβάλλεται το επιχείρημα που στηρίζεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 1/2003.

137. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας παρέλκει η εξέταση του αν και κατά πόσον το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε ανταλλαγή εγγράφων και πληροφοριών. Στο σημείο αυτό, αρκεί να λεχθεί μόνον ότι η διάταξη αυτή –ιδίως η αναφορά της σε «πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα»– μπορεί άνετα να ερμηνευθεί, αφενός, κατά τρόπο σύμφωνο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και, αφετέρου, κατά την έννοια της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ) ώστε να μη ζητείται από καμία εμπλεκόμενη αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού κάτι το οποίο είναι αντίθετο προς τις ισχύουσες για αυτήν διατάξεις περί δικηγορικού απορρήτου (110).

138. Συνεπώς, η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε σχέση με τα δικαιώματα άμυνας είναι στο σύνολό της αβάσιμη.

ii)    Το δικαίωμα στην ακώλυτη λήψη συμβουλών, την υπεράσπιση και την εκπροσώπηση

139. Πέραν τούτου, η προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας –ιδίως κατά την άποψη της Ιρλανδίας, της ACCE και της ECLA– έγκειται στο γεγονός ότι καθίσταται λιγότερο ελκυστική για τις επιχειρήσεις η προσφυγή στις νομικές συμβουλές ενός έμμισθου δικηγόρου, εάν η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με αυτόν δεν εμπίπτει στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Τούτο συνιστά, κατά την άποψη των ανωτέρω μετεχόντων στη διαδικασία, μεταξύ άλλων, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ήτοι στοιχείο γ΄, της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο κάθε κατηγορούμενος μπορεί να αξιώσει να έχει επαρκή χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες προς προετοιμασία της υπερασπίσεώς του και έχει το δικαίωμα να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του (111). Στη συνάφεια αυτή, ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία παραπέμπουν επικουρικώς και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, καθώς και στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

140. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί.

141. Όσον αφορά κατ’ αρχάς την ΕΣΔΑ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει μέχρι σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, νομολογήσει ότι αναγνωρίζει το δικηγορικό απόρρητο σε σχέση με την εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους. Αντιθέτως, από τις αναπτύξεις του ΕΔΔΑ στην απόφασή του André κ.λπ. κατά Γαλλίας σχετικά με τον ρόλο του δικηγόρου ως οργάνου της απονομής της δικαιοσύνης («auxiliaire de justice») και ως ενδιάμεσου μεταξύ δικαστηρίων και υποκειμένων δικαίου («intermédiaire») απορρέει μια ερμηνεία της ανεξαρτησίας του δικηγόρου η οποία δεν απέχει από αυτήν στην οποία στηρίχθηκε το παρόν Δικαστήριο στην απόφαση AM & S (112).

142. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το δίκαιο της Ενώσεως, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν υπολείπεται του επιπέδου προστασίας της ΕΣΔΑ περιορίζοντας το δικηγορικό απόρρητο στην αλληλογραφία με εξωτερικούς δικηγόρους. Ως εκ τούτου, ούτε η επιταγή της συνοχής του άρθρου 52, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων απαιτεί την επέκταση της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου, στο πλαίσιο του δικαίου της Ενώσεως, στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους.

143. Ασφαλώς, στο πλαίσιο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει απλώς ένα ελάχιστο επίπεδο το οποίο το δίκαιο της Ενώσεως μπορεί να βελτιώσει ανά πάσα στιγμή (άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Εύστοχα επισήμανε τούτο η Ιρλανδία. Ωστόσο, δεν θα ήταν ορθό, για τους λόγους που παραθέτω στη συνέχεια, να επεκταθεί το προστατευτικό πεδίο του δικηγορικού απορρήτου, όπως αυτό ορίζεται στο δίκαιο της Ενώσεως, στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους.

144. Κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο αν το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο του 48, παράγραφος 2) μπορεί πράγματι να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εγγυάται στις επιχειρήσεις το δικαίωμα στη λήψη συμβουλών, την υπεράσπιση και την εκπροσώπηση από τους δικούς της έμμισθους δικηγόρους που απασχολούνται σε αυτήν με σχέση εργασίας.

145. Ωστόσο, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι το δικαίωμα στη λήψη νομικών συμβουλών, την υπεράσπιση και την εκπροσώπηση, δυνάμει του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εκτείνεται και στις συμβουλές που παρέχουν οι έμμισθοι δικηγόροι μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου, τούτο ουδόλως αποκλείει την επιβολή ορισμένων αντικειμενικά δικαιολογημένων περιορισμών σε σχέση με τη μεσολάβηση έμμισθων δικηγόρων. Ο βαθμός της προστασίας που προσφέρει ένα θεμελιώδες δικαίωμα μπορεί πράγματι να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την κατάσταση των πραγμάτων (113).

146. Π.χ., στους νομικούς που εργάζονται σε μια επιχείρηση δεν επιτρέπεται πάντοτε να εκπροσωπούν τον εργοδότη τους –ήτοι την επιχείρηση στο νομικό τμήμα της οποίας εργάζονται– ενώπιον δικαστηρίου (114). Ούτε αποτελεί προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος το γεγονός ότι δεν μπορούν όλοι οι δικηγόροι να παρίστανται ενώπιον όλων των εθνικών δικαστηρίων (115), μολονότι τούτο αναμφίβολα περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής των πιθανών εντολέων κατά την αναζήτηση του πλέον κατάλληλου συνηγόρου στην ένδικη διαδικασία.

147. Στο ίδιο πνεύμα, η προστασία της αλληλογραφίας μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου του μπορεί να παρουσιάζει μεγάλες διαβαθμίσεις ανάλογα με το αν υφίσταται μεταξύ αμφοτέρων σχέση εργασίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι η αλληλογραφία μεταξύ μιας επιχειρήσεως και του έμμισθου δικηγόρου της είναι τελείως απροστάτευτη. Όπως κάθε συνήθης αλληλογραφία μεταξύ ιδιωτών εμπίπτει στην προστασία του γενικού απορρήτου της αλληλογραφίας και των επικοινωνιών το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ). Η διαμάχη στρέφεται απλώς γύρω από το αν η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους απολαύει, πέραν της γενικής προστασίας, και της ιδιαίτερης προστασίας που προβλέπεται για τα ακατάσχετα, όπως είναι αυτή που παρέχει το δικηγορικό απόρρητο, προκειμένου να καταστήσει δυνατή την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας και να διασφαλίσει την ορθή απονομή δικαιοσύνης.

148. Βεβαίως, ορθώς η ECLA τονίζει ότι τα κρίσιμα εν προκειμένω θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει, λόγω της πρωταρχικής σημασίας τους, να ερμηνεύονται κατ’ αρχήν διασταλτικά. Ωστόσο, ακόμη και στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας δεν πρέπει το δικηγορικό απόρρητο που απορρέει από αυτά να διευρύνεται πέραν του πραγματικού περιεχομένου και σκοπού του. Πράγματι, το δικηγορικό απόρρητο δεν σκοπεί μόνο στη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας του εντολέως, αλλά αποτελεί επίσης έκφραση της θέσεως του δικηγόρου ως ανεξάρτητου νομικού συμβούλου και «συμπράττοντος λειτουργού της δικαιοσύνης» ο οποίος παρέχει νομικές συμβουλές «σε όλους όσους τις ζητούν» (116). Για τον λόγο αυτόν, ο ελεύθερος χώρος, τον οποίον δημιουργεί το δικηγορικό απόρρητο για την απαραβίαστη και εμπιστευτική επικοινωνία με τον εντολέα, πρέπει να χρησιμοποιείται από τον δικηγόρο ως μέρος της ορθής απονομής δικαιοσύνης. Προκειμένου να μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας στους οποίους υπόκειται και των σκοπών και επιθυμιών ενός εντολέως, ο δικηγόρος δεν πρέπει να τελεί σε σχέση εξαρτήσεως από τον εντολέα του (117).

149. Ωστόσο, ακριβώς σε μια τέτοια σχέση εξαρτήσεως τελεί ο έμμισθος δικηγόρος. Όπως προελέχθη, ο έμμισθος δικηγόρος όχι μόνον είναι σταθερά ενταγμένος στις δομές της επιχειρήσεως, στο νομικό τμήμα της οποίας εργάζεται, αλλά τελεί επίσης σε μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση από την επιχείρηση αυτή και ταυτίζεται με αυτήν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τούτο θα συνέβαινε με έναν εξωτερικό δικηγόρο (118). Συνεπώς, υφίσταται ο διαρθρωτικού χαρακτήρα κίνδυνος να βρεθεί ο έμμισθος δικηγόρος –ακόμη και στην περίπτωση που, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, είναι ο ίδιος ακέραιος και έχει τις καλύτερες προθέσεις– αντιμέτωπος με μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας στους οποίους υπόκειται και τους σκοπούς και τις επιθυμίες της επιχειρήσεως στην οποία εργάζεται.

150. Η ευάλωτη θέση του έμμισθου δικηγόρου σε σχέση με τις συγκρούσεις συμφερόντων καθιστά επίσης δυσχερέστερο γι’ αυτόν να αντισταθεί σε τυχόν καταχρήσεις του δικηγορικού απορρήτου. Μια κατάχρηση μπορεί π.χ. να έγκειται στην παράδοση στο νομικό τμήμα μιας επιχειρήσεως, υπό το πρόσχημα του αιτήματος για παροχή νομικών συμβουλών, αποδεικτικών στοιχειών και πληροφοριών με μόνον ή κύριο σκοπό να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά οι αρχές ελέγχου των συμπράξεων. Στη χειρότερη περίπτωση, τα επιχειρησιακά τμήματα μιας εταιρίας ενδέχεται να αποπειραθούν να χρησιμοποιήσουν, στο πλαίσιο μιας καταχρηστικής πρακτικής, το νομικό τμήμα μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου ως τόπο φυλάξεως παράνομων εγγράφων όπως είναι οι συμφωνίες συμπράξεως ή σημειώσεις σχετικά με τις συναντήσεις των μετεχόντων στη σύμπραξη ή με τον τρόπο λειτουργίας μιας συμπράξεως.

151. Ενόψει των συγκεκριμένων συγκρούσεων συμφερόντων και των κινδύνων καταχρηστικών πρακτικών, που μπορούν να εμφανιστούν εντός μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου, θεωρώ ότι ενδείκνυται να μην επεκταθεί η προστασία του δικηγορικού απορρήτου, όπως ισχύει στο πλαίσιο του δικαίου της Ενώσεως, στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους. Τα ίδια επιχειρήματα, τα οποία παρέθεσα ανωτέρω σε σχέση με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορούν, κατά την άποψή μου, να προβληθούν και σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις της ΕΣΔΑ.

152. Η Ιρλανδία υποστηρίζει, επικαλούμενη τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της σχέσεως μεταξύ ενός εντολέως και του δικηγόρου του υπερτερεί έναντι του απλού ενδεχόμενου καταχρήσεων (119). Εντούτοις, η Ιρλανδία παρορά στο σημείο αυτό ότι η νομολογία που παραθέτει αφορά την κλασσική επικοινωνία ενός εντολέως με τον εξωτερικό δικηγόρο του, στο πλαίσιο της οποίας δεν υφίστανται εν γένει οι προεκτεθέντες συγκεκριμένοι κίνδυνοι καταχρηστικών πρακτικών κατά τη διεκπεραίωση της εσωτερικής αλληλογραφίας μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους και, πέραν τούτου, δεν υπάρχει κατά κανόνα ο φόβος της συγκρούσεως συμφερόντων.

153. Η ECLA αντιτάσσει ότι η ανεξαρτησία ενός έμμισθου δικηγόρου δεν πρέπει να κρίνεται κατά τρόπο αφηρημένο βάσει της θέσεώς του ως εργαζομένου, αλλά πρέπει να εξετάζεται in concreto σε κάθε επιμέρους περίπτωση, ενώ πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνονται υπόψη οι δεσμεύσεις που απορρέουν για αυτόν, ως δικηγόρο με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, από τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους προεκτεθέντες λόγους (120): οι δεσμεύσεις που επιβάλλουν οι κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και μόνο δεν διασφαλίζουν στον έμμισθο δικηγόρο ανεξαρτησία παρεμφερή προς αυτήν των μαχόμενων δικηγόρων. Πράγματι, δεν παρέχουν στοιχεία σχετικά με τις αληθινές πρακτικές που ακολουθούνται στην εργασιακή καθημερινότητα μιας επιχειρήσεως. Πέραν τούτου, η ECLA παρορά ότι οι έμμισθοι δικηγόροι τελούν κατά κανόνα σε πολύ μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση από τον εργοδότη τους και ταυτίζονται προσωπικά με αυτόν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τούτο συμβαίνει κατά κανόνα στην περίπτωση ενός μαχόμενου δικηγόρου έναντι του εντολέως του. Βάσει αυτών των θεμελιωδών διαφορών, είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο να εφαρμοστεί ένας τυποποιημένος τρόπος θεωρήσεως των πραγμάτων και να γίνεται διάκριση, σε σχέση με το δικηγορικό απόρρητο, μεταξύ έμμισθων δικηγόρων και εξωτερικών δικηγόρων.

154. Συνεπώς, η αιτίαση περί προσβολής του δικαιώματος ακώλυτης λήψεως νομικών συμβουλών, υπερασπίσεως και εκπροσωπήσεως είναι αβάσιμη.

iii) Περαιτέρω θεμελιώδη δικαιώματα

155. Ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία, ιδίως η Ιρλανδία και η ECLA, υποστηρίζουν ότι προσβάλλονται και ορισμένα άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, ήτοι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης ασκήσεως επαγγέλματος (121). Κατά τους ισχυρισμούς της Ιρλανδίας και της ECLA, πλήττεται η ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος, διότι η μη αναγνώριση δικηγορικού απορρήτου σε σχέση με την εσωτερική αλληλογραφίας μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με τον έμμισθο δικηγόρο καθιστά δυσχερέστερη από αυτόν την άσκηση επαγγέλματος και τον περιάγει σε δυσμενέστερη μοίρα έναντι των εξωτερικών δικηγόρων. Κατά την άποψη της ECLA, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας πλήττεται, διότι η μη αναγνώριση δικηγορικού απορρήτου σε σχέση με την εσωτερική αλληλογραφία με έμμισθους δικηγόρους υποχρεώνει τις επιχειρήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αναζητούν νομικές συμβουλές από εξωτερικούς δικηγόρους, πράγμα το οποίο προκαλεί σημαντικά επιπλέον έξοδα.

–       Παραδεκτό των αιτιάσεων

156. Η αιτίαση αυτή είναι ευθύς εξαρχής απαράδεκτη, στον βαθμό που η Ιρλανδία προβάλλει, ως παρεμβαίνουσα, την προσβολή του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως επαγγέλματος. Κατά πάγια νομολογία, δεν απαγορεύεται μεν σε παρεμβαίνοντα να προβάλει νέα ή διαφορετικά επιχειρήματα από εκείνα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, αρκεί να σκοπεί στην υποστήριξη των αιτημάτων του εν λόγω διαδίκου (122). Εντούτοις, δεν μπορεί να προβάλει άλλες αιτιάσεις από αυτές που προβάλλει ο διάδικος τον οποίον υποστηρίζει (123). Δεδομένου ότι η Akzo και η Akcros, ως αναιρεσείουσες, δεν υποστήριξαν ότι συντρέχει περίπτωση προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως επαγγέλματος, δεν μπορεί ούτε η Ιρλανδία ως παρεμβαίνουσα να προβάλει στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας την προσβολή αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

157. Η ECLA, ως παρεμβάσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, έχει μεν –εν αντιθέσει προς την Ιρλανδία– στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας την ιδιότητα ενός «άλλου μετέχοντος στη διαδικασία», πράγμα το οποίο έχει ως συνέπεια ότι παύει πλέον να υπόκειται στους ειδικούς περιορισμούς που ισχύουν για τους παρεμβαίνοντες (άρθρα 115 και 116, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας). Εντούτοις, ούτε η ECLA μπορεί με το υπόμνημά της αντικρούσεως να εξέλθει του αντικειμένου της διαφοράς το οποίο κρίθηκε πρωτοδίκως (άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας). Δεδομένου ότι η προβαλλόμενη από την ECLA προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελεύθερης ασκήσεως επαγγέλματος δεν κατέστη ούτε από την Akzo και την Akcros ούτε από την ίδια την ECLA αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης, είναι απαράδεκτη η προβολή των αιτιάσεων αυτών στο παρόν στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας (124).

–       Βασιμότητα των αιτιάσεων

158. Ούτε επί της ουσίας ευσταθούν οι αιτιάσεις της Ιρλανδίας και της ECLA.

159. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου δεν προστατεύεται από το δικηγορικό απόρρητο καθιστά υπέρμετρα δυσχερή ή, ακόμη, ανέφικτη την άσκηση επαγγέλματος για τους έμμισθους δικηγόρους. Πρώτον, όπως πολλοί μετέχοντες στην παρούσα αναιρετική διαδικασία υποστήριξαν, η σημασία της παροχής νομικών συμβουλών από νομικούς εργαζόμενους σε μια επιχείρηση αυξήθηκε σταθερά κατά τα παρελθόντα έτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι οι νομικοί που εργάζονται σε επιχειρήσεις δεν μπορούν να επικαλεστούν, στα περισσότερα κράτη μέλη, το δικηγορικό απόρρητο. Δεύτερον, το κύριο πεδίο στο οποίο δραστηριοποιούνται οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση νομικοί –ακόμη και αυτοί που έχουν άδεια δικηγόρου– δεν συνίσταται στην παροχή συμβουλών και την εκπροσώπηση του εργοδότη τους σε δίκες και σε οιονεί ένδικες διαδικασίες, αλλά στην παροχή γενικών νομικών συμβουλών χωρίς συγκεκριμένη σχέση προς την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας.

160. Ακολούθως, όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, δεν μπορώ να αντιληφθώ με ποιον τρόπο η νομοθεσία που ισχύει σε επίπεδο Ενώσεως σε σχέση με το δικηγορικό απόρρητο μπορεί να προκαλέσει προσβολή αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος. Το γεγονός ότι η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους δεν καλύπτεται από το δικηγορικό απόρρητο δεν έχει ως συνέπεια την πρόκληση βλάβης ή την αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων από τα όργανα της Ενώσεως. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δαπανά χρήματα προκειμένου να λάβει νομικές συμβουλές από εξωτερικούς δικηγόρους αποτελεί αντιθέτως δική της απόφαση η οποία στηρίζεται στην ελεύθερη βούλησή της. Στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής, ενδέχεται μεν το νομικό πλαίσιο που διέπει το δικηγορικό απόρρητο να ασκεί κάποια επιρροή. Ωστόσο, η συνάφεια προς την ιδιοκτησία της επιχειρήσεως είναι ιδιαιτέρως έμμεση και απομεμακρυσμένη ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για επέμβαση σε αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα.

161. Συνεπώς, οι αιτιάσεις της Ιρλανδίας και της ECLA περί προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, σε κάθε περίπτωση όμως ως αβάσιμες.

 γ)     Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

162. Συνεπώς, δεδομένου ότι και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, χρήζει εξετάσεως και ο επικουρικότερον προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως.

3.      Επί των αρχών της περιορισμένης απονομής αρμοδιοτήτων και της εθνικής δικονομικής αυτοτέλειας (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

163. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Akzo και η Akcros προβάλλουν, υποστηριζόμενες από τους περισσότερους παρεμβαίνοντες στον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ότι τα κράτη μέλη και μόνον είναι αρμόδια να καθορίζουν την ακριβή έκταση του δικηγορικού απορρήτου. Συναφώς, επικαλούνται μεταξύ άλλων την εθνική δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών. Επίσης, επικαλούνται την αρμοδιότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν το επαγγελματικό δίκαιο των δικηγόρων καθώς και την αρχή της περιορισμένης κανονιστικής εξουσιοδοτήσεως.

 α)     Επί της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών και επί της υποτιθέμενης παραπομπής του δικαίου της Ενώσεως στο εθνικό δίκαιο

164. Κατ’ αρχάς, προβάλλεται ότι το δικηγορικό απόρρητο περιλαμβάνεται μεταξύ των δικαιωμάτων άμυνας και, ως εκ τούτου, αποτελεί μέρος του δικονομικού δικαίου. Ελλείψει ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ενώσεως, επαφίεται στα κράτη μέλη, λόγω της δικονομικής αυτοτέλειάς τους, να καθορίσουν την έκταση του δικηγορικού απορρήτου. Στο ίδιο πνεύμα, άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν, ιδίως η ECLA και η CCBE, ότι το δίκαιο της Ενώσεως περιέχει, σε σχέση με το δικηγορικό απόρρητο, παραπομπή («renvoi») στο εθνικό επαγγελματικό δίκαιο περί δικηγόρων. Βεβαίως, βάσει του δικαίου της Ενώσεως, ισχύει η απαίτηση της ανεξαρτησίας των δικηγόρων· ωστόσο, οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου είναι αυτές οι οποίες ορίζουν το ποιος νομικός στο εκάστοτε κράτος μέλος πρέπει να θεωρείται ως ανεξάρτητος δικηγόρος υπό το πρίσμα του δικηγορικού απορρήτου.

165. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική.

166. Ούτε το άρθρο 14, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 17 ούτε η γενική αρχή δικαίου της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου παραπέμπουν, με οποιονδήποτε τρόπο, στο εθνικό δίκαιο. Ασφαλώς, το Δικαστήριο αναφέρεται, στην απόφαση AM & S, στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Εντούτοις, πράττει τούτο με τον δεδηλωμένο σκοπό να αναπτύξει στο επίπεδο της Ενώσεως ένα ενιαίο επίπεδο προστασίας του δικηγορικού απορρήτου παρά την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των εθνικών διατάξεων (125).

167. Μια τέτοια ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του δικηγορικού απορρήτου σε επίπεδο Ενώσεως είναι επίσης αναγκαία και υπό το πρίσμα των ελέγχων της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών συμπράξεως.

168. Η ενιαία ισχύς του δικαίου της Ενώσεως θα υπονομευόταν, εάν κατά την εκτίμηση της νομιμότητας πράξεων των οργάνων της Ενώσεως λαμβάνονταν υπόψη κανόνες και αρχές του εθνικού δικαίου· η νομιμότητα τέτοιων πράξεων –εν προκειμένω: η νομιμότητα των μέτρων έρευνας της Επιτροπής ως ευρωπαϊκής αρχής ελέγχου των συμπράξεων– μπορεί να εκτιμάται μόνο βάσει του δικαίου της Ενώσεως (126). Η διατύπωση ιδιαίτερων, εξαρτώμενων από τη νομοθετική εξουσία ή από τη συνταγματική τάξη ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους κριτηρίων εκτιμήσεως θα υπονόμευε την ουσιαστική ομοιομορφία και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ενώσεως καθώς και της εσωτερικής αγοράς (127).

169. Διαφορές στο περιεχόμενο και την έκταση του δικηγορικού απορρήτου αναλόγως του κράτους μέλους εντός του οποίου η Επιτροπή διεξάγει έλεγχο θα οδηγούσαν σε τελευταία ανάλυση σε μια νομική κουρελού που δεν θα εναρμονιζόταν με την αρχή της εσωτερικής αγοράς. Η δράση της Επιτροπής ως υπερεθνικής αρχής ελέγχου των συμπράξεων είχε ακριβώς ως σκοπό να επιβάλει σε όλες τις επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ομοιόμορφους κανόνες σε σχέση με το δίκαιο του ανταγωνισμού και να δημιουργήσει γι’ αυτές τις ίδιες προϋποθέσεις ανταγωνισμού στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (το λεγόμενο «level playing field»).

170. Για μια αυτοτελή ερμηνεία του διασφαλιζόμενου πεδίου του συνηγορεί περαιτέρω το γεγονός ότι το δικηγορικό απόρρητο έχει, στο δίκαιο της Ενώσεως, χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος. Τα θεμελιώδη δικαιώματα που ισχύουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως πρέπει να έχουν το ίδιο περιεχόμενο για όλους τους πολίτες της Ενώσεως και για όλες τις επιχειρήσεις επί των οποίων εφαρμόζεται το δίκαιο της Ενώσεως. Στις διαδικασίες ελέγχου των συμπράξεων, πρέπει όλες οι επιχειρήσεις, στις οποίες η Επιτροπή διεξάγει έλεγχο, να απολαύουν έναντι της αρχής αυτής την ίδια προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ενώσεως ανεξαρτήτως του τόπου διεξαγωγής της έρευνας.

171. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η CCBE, ο καθορισμός του περιεχομένου και της εκτάσεως του δικηγορικού απορρήτου στις διαδικασίες που προβλέπει το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν μπορεί να αφεθεί στα κράτη μέλη βάσει της επικλήσεως της αρχής της επικουρικότητας. Πράγματι, αφενός, το δίκαιο περί των διαδικασιών συμπράξεως [κανονισμός 17 και κανονισμός (ΕΚ) 1/2003] αποτελεί μέρος των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, των οποίων ο καθορισμός ανήκει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ενώσεως (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της ΣΛΕΕ)· συνεπώς, η αρχή της επικουρικότητας δεν έχει εφαρμογή στον τομέα αυτόν (άρθρο 5, παράγραφος 3, της ΣΕΕ). Αφετέρου, δεν πρέπει η άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η Συνθήκη στους ιδιώτες –εν προκειμένω η επίκληση του δικηγορικού απορρήτου– να εξαρτάται από εκτιμήσεις περί επικουρικότητας (128).

172. Η εθνική νομοθεσία έχει εφαρμογή, στο πλαίσιο ελέγχων της Επιτροπής ως ευρωπαϊκής αρχής ελέγχου των συμπράξεων, μόνον καθ’ ό μέτρο οι αρχές των κρατών μελών τη συνδράμουν, ιδίως όταν οι οικείες επιχειρήσεις εναντιώνονται στη διενέργεια ελέγχου διά της εφαρμογής μέτρων άμεσου εξαναγκασμού [άρθρο 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 και άρθρο 20, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003]. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ενώσεως και μόνον καθορίζει τα έγγραφα και τα επιχειρηματικά στοιχεία τα οποία μπορεί η Επιτροπή να εξετάζει και να φωτοτυπεί στο πλαίσιο των ερευνών που διεξάγει βάσει του δικαίου περί συμπράξεων.

173. Συνεπώς, εν συνόψει η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και των μετεχόντων στη διαδικασία που τις υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο και η έκταση του δικηγορικού απορρήτου εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία πρέπει να απορριφθεί.

 β)     Επί της αρχής της περιορισμένης απονομής αρμοδιοτήτων

174. Επικουρικώς, οι αναιρεσείουσες και ορισμένοι εκ των παρεμβαινόντων υπέρ των αιτημάτων τους, ιδίως η ECLA, επικαλούνται την αρχή της περιορισμένης απονομής αρμοδιοτήτων. Υποστηρίζουν ότι η Ένωση δεν έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει ποιοι δικηγόροι μπορούν να επικαλούνται το δικηγορικό απόρρητο για την αλληλογραφία με τους εντολείς τους.

175. Βάσει της αρχής της περιορισμένης απονομής αρμοδιοτήτων, η Ένωση δρα μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τις οποίες τις έχουν μεταβιβάσει τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των σκοπών που αυτές ορίζουν (άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με παράγραφο 1, πρώτη περίοδο, της ΣΕΕ, πρώην άρθρο 5, παράγραφος 1, ΕΚ) (129). Όλες οι αρμοδιότητες που δεν μεταβιβάζονται με τις Συνθήκες στην Ένωση παραμένουν στα κράτη μέλη (άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της ΣΕΕ).

176. Ο ισχυρισμός ότι η Ένωση δεν έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει την έκταση του δικηγορικού απορρήτου σε σχέση με ελέγχους που διεξάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασιών συμπράξεων στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.

177. Το άρθρο 14 του κανονισμού 17, το οποίο ορίζει τις ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών συμπράξεων, στηρίζεται στο άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 103 ΣΛΕΕ) (130). Συναφώς, πρόκειται μάλιστα, όπως διευκρινίζει πλέον το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της ΣΛΕΕ, για μια αποκλειστική αρμοδιότητα της Ενώσεως.

178. Το δικηγορικό απόρρητο, το οποίο θέτει ορισμένα όρια στις ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής (131), στηρίζεται με τη σειρά του, όπως προελέχθη, σε μια γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως που έχει τον χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος (132). Ο καθορισμός του περιεχομένου και της εκτάσεώς του ανήκει στις πλέον αντιπροσωπευτικές αρμοδιότητες του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως το οποίο εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών (άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της ΣΕΕ).

179. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και ορισμένων εκ των παρεμβαινόντων υπέρ των αιτημάτων τους η οποία στηρίζεται στην αναρμοδιότητα της Ενώσεως πρέπει να απορριφθεί.

180. Επικουρικώς, η ECLA υποστηρίζει από κοινού με ορισμένους άλλους μετέχοντες στη διαδικασία ότι υπάρχει παρέμβαση στην εθνική αρμοδιότητα περί ρυθμίσεως του δικηγορικού επαγγέλματος όταν το δίκαιο της Ενώσεως δεν εναρμονίζεται προς το εκάστοτε ισχύον εθνικό καθεστώς που διέπει την προστασία του δικηγορικού απορρήτου για την αλληλογραφία με νομικούς που εργάζονται σε επιχειρήσεις.

181. Και η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Βεβαίως, είναι αναμφισβήτητο ότι τα κράτη μέλη, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ενώσεως, είναι αρμόδια για τη ρύθμιση της ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου (133). Εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής υποχρεούνται, όπως και σε άλλους τομείς του δικαίου (134), να τηρούν το δίκαιο της Ενώσεως που ισχύει συναφώς και να σέβονται τις αρμοδιότητες της Ενώσεως (135).

182. Στην –αποκλειστική– αρμοδιότητα της Ενώσεως εμπίπτει, όπως προελέχθη, ο καθορισμός των αναγκαίων για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς κανόνων ανταγωνισμού καθώς και του περιεχομένου και των ορίων των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής ως ευρωπαϊκής αρχής ελέγχου του ανταγωνισμού. Ούτε το αντικείμενο ούτε οι σκοποί των τελευταίων αυτών μέτρων έχουν τον ειδικό χαρακτήρα μιας δέσμης ρυθμίσεων για ένα επάγγελμα. Ενδεχομένως να επηρεάζουν εμμέσως τη δραστηριότητα των οικείων επιχειρήσεων καθώς και των δικηγόρων των οποίων είναι πελάτες. Εντούτοις, τέτοιες γενικής φύσεως επιπτώσεις, όπως και πολυάριθμες άλλες ρυθμίσεις της Ενώσεως και των κρατών μελών στους πλέον διαφορετικούς τομείς δικαίου –ενδεικτικά και μόνον αναφέρω το φορολογικό δίκαιο, το ποινικό δίκαιο, το δίκαιο του προϋπολογισμού και το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων– μπορούν κατά κανόνα να επηρεάσουν την εργασιακή καθημερινότητα των επιχειρήσεων και των δικηγόρων. Τούτο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επέμβαση στις εθνικές αρμοδιότητες για τη ρύθμιση της ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου.

183. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία διαφόρων μετεχόντων στη διαδικασία η οποία στηρίζεται στην απονομή αρμοδιοτήτων είναι στο σύνολό της αβάσιμη.

 γ)     Επί ορισμένων περαιτέρω επιχειρημάτων

184. Τέλος, πρέπει να εξετάσω δύο ακόμη επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

185. Πρώτον, η ECLA υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ενώσεως δεν πρέπει «να αποστερεί» ή «να καθιστά κενό γράμμα» την παρεχόμενη βάσει του εθνικού δικαίου προστασία του δικηγορικού απορρήτου για την αλληλογραφία με εργαζόμενους σε μια επιχείρηση νομικούς.

186. Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το εθνικό δίκαιο μπορεί να παρέχει μια τέτοια προστασία μόνο στο εκάστοτε πεδίο εφαρμογής του, ήτοι, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τους ελέγχους που διεξάγουν οι εθνικές αρχές ελέγχου του ανταγωνισμού στο πλαίσιο των δικών τους διαδικασιών ελέγχου των συμπράξεων. Σε σχέση με αυτές τις εθνικές διαδικασίες και τα μέτρα έρευνας, το δίκαιο της Ενώσεως ούτε «αποστερεί» ούτε «καθιστά κενό γράμμα» την τυχόν προστασία του δικηγορικού απορρήτου, αλλά αντιθέτως η προστασία αυτή εξακολουθεί να υφίσταται άνευ περιορισμών. Η νομολογία AM & S ισχύει μόνο για τις διαδικασίες και τις έρευνες που διεξάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο ελέγχου του ανταγωνισμού· η νομοθεσία που ισχύει για τις εθνικές διαδικασίες παραμένει τελείως ανεπηρέαστη.

187. Εν γένει, είναι φυσικό και αναμενόμενο να υφίστανται, στο πλαίσιο συστημάτων πολλαπλών επιπέδων όπως είναι αυτά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ρυθμίσεις διαφορετικού περιεχομένου σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, των οποίων ωστόσο τα πεδία εφαρμογής συμπίπτουν. Όπως προελέχθη, η εναρμόνιση της νομοθεσίας σε επίπεδο Ενώσεως και σε εθνικό επίπεδο πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον νομοθέτη της Ενώσεως (136).

188. Δεύτερον, η ACCE υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ενώσεως πρέπει να επεκτείνει την προστασία του δικηγορικού απορρήτου ακόμη και στην αλληλογραφία με εργαζόμενους σε μια επιχείρηση νομικούς οι οποίοι έχουν άδεια δικηγόρου σε τρίτα κράτη.

189. Η άποψη αυτή πρέπει να απορριφθεί. Έστω και αν υπήρχε η βούληση –εν αντιθέσει προς τη λύση την οποία προτείνω– να επεκταθεί το δικηγορικό απόρρητο στην εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με εργαζόμενους στην επιχείρηση ή τον όμιλο νομικούς, οι οποίοι έχουν άδεια δικηγόρου στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, τυχόν υπαγωγή σε αυτό, πέραν των ανωτέρω, και των δικηγόρων από τρίτα κράτη δεν θα ήταν επ’ ουδενί δικαιολογημένη.

190. Πράγματι, εν αντιθέσει προς τις μεταξύ των κρατών μελών σχέσεις, στις σχέσεις με τρίτα κράτη δεν υπάρχει εν γένει επαρκής βάση για την αμοιβαία αναγνώριση των νομικών σπουδών και των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας στους οποίους υπόκεινται οι δικηγόροι στο πλαίσιο της ασκήσεως του επαγγέλματός τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν θα είναι δυνατή ούτε καν η διασφάλιση ότι το οικείο τρίτο κράτος έχει μια επαρκώς παγιωμένη παράδοση κράτους δικαίου η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους δικηγόρους να ασκούν το επάγγελμά τους με την επιβαλλόμενη ανεξαρτησία ούτως ώστε να μπορούν να ενεργήσουν με την ιδιότητά τους ως συμπράττοντες λειτουργοί της δικαιοσύνης. Δεν μπορεί να αποτελεί αποστολή της Επιτροπής ή των δικαστηρίων της Ενώσεως να διαπιστώνουν τούτο στο πλαίσιο ενός επίπονου κατά περίπτωση ελέγχου λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες και τα έθιμα που ισχύουν στο εκάστοτε τρίτο κράτος, αφού μάλιστα δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να διασφαλιστεί η αποτελεσματική διοικητική συνεργασία με τις αρχές των τρίτων κρατών.

 δ)     Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

191. Επομένως, και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

4.      Σύνοψη

192. Δεδομένου ότι δεν ευσταθεί κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλαν η Akzo και η Akcros και δεδομένου ότι δεν είναι βάσιμο ούτε κάποιο από τα επιχειρήματα των παρεμβαινόντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

193. Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με έμμισθους δικηγόρους καλύπτεται από το δικηγορικό απόρρητο, τότε θα πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση, αφού εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να διευκρινίσει περαιτέρω τα πραγματικά περιστατικά (άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου). Πράγματι, στην περίπτωση αυτή θα πρέπει επίσης να διαπιστωθεί αν σκοπός των δύο επίμαχων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, από απόψεως περιεχομένου και συσχετισμού τους, ήταν η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας.

V –    Δικαστικά έξοδα

194. Αν η αίτηση αναιρέσεως απορριφθεί, όπως προτείνω στην υπό κρίση υπόθεση, τότε το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων (άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας), τα δε επιμέρους ζητήματα ρυθμίζονται βάσει του άρθρου 69 σε συνδυασμό με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας.

195. Από το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας συνάγεται ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε τέτοιο αίτημα και οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν σε σχέση με τους λόγους που προέβαλαν, πρέπει οι αναιρεσείουσες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι άσκησαν από κοινού την αίτηση αναιρέσεως, ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή τους (137).

196. Κατά παρέκκλιση από τα ανωτέρω, η Ιρλανδία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας φέρουν ως παρεμβαίνοντες, δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα δικαστικά έξοδά τους.

197. Και άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία, οι οποίοι στήριξαν μια αίτηση αναιρέσεως με αιτήματα που προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου, μπορούν, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα τους (138). Δεδομένου ότι η CCBE, η ARNOVA, η ECLA, η ACCE και η IBA στήριξαν με τα αιτήματά τους την αναίρεση της Akzo και της Akcros και ηττήθηκαν, φρονώ ότι πρέπει να καταδικαστούν –κατά παρέκκλιση από τα λεχθέντα στο σημείο 195– στα δικαστικά έξοδά τους.

VI – Πρόταση

198. Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Να καταδικάσει την Ιρλανδία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδά τους.

3)      Να καταδικάσει το Conseil des barreaux européens, το Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, την European Company Lawyers Association, την American Corporate Counsel Association (European Chapter) και την International Bar Association στα δικαστικά έξοδά τους.

4)      Κατά τα λοιπά, να καταδικάσει την Akzo Nobel Chemicals Ltd. και την Akcros Chemicals Ltd. να φέρουν εις ολόκληρον τα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Στη γλώσσα διαδικασίας: «legal professional privilege».


3 – Ως δικηγόρο επί παγία αντιμισθία εννοώ εν προκειμένω και εν συνεχεία ένανομικό ο οποίος εργάζεται ως υπάλληλος στο νομικό τμήμα μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου και ταυτόχρονα έχει άδεια δικηγόρου σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.


4 – Εκτενέστατα υπήρξαν τα δημοσιεύματα του νομικού τύπου για την υπόθεση αυτή [βλ., αντί πολλών, Gray, M., «The Akzo Nobel Judgment of the Court of First Instance», IrishJournalofEuropeanLaw 14 (2007), σ. 229-242· Prieto, C., «Pouvoirs de vérification de la Commission et protection de la confidentialité des communications entre avocats et clients», Lasemainejuridique – éditiongénérale 2007 II 10201, σ. 35-37· Cheynel, B., «Heurs et malheurs du ‚legalprivilege’ devant les juridictions communautaires», RevueLamydelaConcurrence – Droit, Économie, Régulation 2008, σημείο 14, σ. 89-93· Mykolaitis, D., «Developments of Legal Professional Privilege under the Akzo/Akcros Judgment», InternationalTradeLawandRegulation 2008, σ. 1-6· Weiß, W., «Neues zum legal professional privilege», Europarecht 2008, σ. 546-557]. Η έξαψη για μια απόφαση σε τελευταίο βαθμό φαίνεται ότι υπήρξε σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο μεγάλη ώστε στον νομικό τύπο δημοσιεύθηκε το προηγούμενο έτος σχολιασμός μιας δήθεν αποφάσεως του Δικαστηρίου (Brüssow, R., «Das Anwaltsprivileg des Syndikus im Wirtschaftsstrafverfahren», Arbeitsgemeinschaft Strafrecht des Deutschen Anwaltvereins [επιμέλεια], StrafverteidigungimRechtsstaat, Baden-Baden 2009, σ. 91-106· βλ., συναφώς, επίσης Huff, M., «Recht und Spiel», FrankfurterAllgemeineZeitung φύλλο 183, 10 Αυγούστου 2009, σ. 28).


5 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


6 – Στο εξής: αναιρεσείουσες.


7 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑125/03 και T‑253/03, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑3523).


8 – Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25)


9 – Όσον αφορά την αντικατάσταση του κανονισμού 17 με τον κανονισμό 1/2003, βλ. άρθρο 43, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003.


10 – Βλ. για το ζήτημα αυτό, και εν συνεχεία, σκέψεις 1 έως 14 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


11 – Απόφαση C(2003) 85/4 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2003, η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2003) 559/4 της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2003.


12 – Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου για τον έλεγχο του ανταγωνισμού.


13 – Ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συμπράξεων COMP/38.589 περί συνθετικών προσθέτων, ιδίως σταθεροποιητών θερμότητας· βλ., συμπληρωματικά για το ζήτημα αυτό, τα στοιχεία που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 14 Φεβρουαρίου 2003 (MEMO/03/33).


14 – C(2003) 1533 τελικό.


15 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 7 των ανά χείρας προτάσεων.


16 – Bλ., επίσης, ανωτέρω, σημείο 16 των ανά χείρας προτάσεων.


17 – Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Οκτωβρίου 2003, T-125/03 R και T‑253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-4771).


18 – Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C-7/04 P[R], Επιτροπή κατά Akzo και Akcros (Συλλογή 2004, σ. I-8739).


19 – Το πρωτότυπο του δικογράφου της αναιρέσεως το οποίο απεστάλη αρχικώς με τηλεομοιοτυπία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Δεκεμβρίου 2007.


20 – Διατάξεις του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 4ης Νοεμβρίου 2003 και της 10ης Μαρτίου 2004, καθώς και του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2007.


21 – Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, C-550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ.


22 – Βλ. τις έξι διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2009, C-550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., καθώς και –κατόπιν νέας αιτήσεως της LSEW– τη διάταξή του της 17ης Νοεμβρίου 2009, C-550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ.


23 – Διατάξεις του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 28ης Μαΐου 2004.


24 – Διαδικασία ελέγχου των συμπράξεων COMP/38.589 – «Σταθεροποιητές θερμότητας»· βλ., συναφώς, το ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής της 11ης Νοεμβρίου 2009 (IP/09/1695).


25 – Βλ., σε σχέση με την απαίτηση περί υπάρξεως έννομου συμφέροντος στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-3319, σκέψη 13), και τις προτάσεις μου της 13ης Δεκεμβρίου 2007 επί της υποθέσεως C‑413/06 P, Bertelsmann & Sony κατά Impala (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σημείο 74).


26 – Αποφάσεις Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 13), της 13ης Ιουλίου 2000, C-174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard (Συλλογή 2000, σ. I-6189, σκέψη 33), της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 21), της 3ης Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper (Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψη 28), της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑519/07 P, Επιτροπής κατά Koninklijke Friesland Campina (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63).


27 – Στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψεις 30 και 31).


28 – Εάν οι υπάλληλοι της Επιτροπής έλαβαν γνώση του περιεχομένου του εγγράφου, τότε η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την επιστροφή ή την καταστροφή του εγγράφου. Και το έννομο συμφέρον εξακολουθεί στην περίπτωση αυτή να υφίσταται.


29 – Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19), Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 39), της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 37), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 335).


30 – Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («ΕΣΔΑ», που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950). Κατά πάγια νομολογία, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ΕΣΔΑ σε σχέση με τη διαπίστωση του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που πρέπει να ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση· βλ., αντί πολλών, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2007, C‑305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑5305, σκέψη 29, με περαιτέρω παραπομπές)· βλ., επίσης, άρθρο 6, παράγραφος 3, της ΣΕΕ.


31 – Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διακηρύχθηκε κατ’ αρχάς, στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1) και, στη συνέχεια, μία ακόμη φορά στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1).


32 – Έτσι, ήδη, η απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 1575, ιδίως σκέψη 18). Βλ., περαιτέρω, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 10ης Ιουλίου 2001 επί της υποθέσεως C‑309/99, Wouters κ.λπ. (απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Συλλογή 2002, σ. I‑1577, σημείο 182), και του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 14ης Δεκεμβρίου 2006 επί της υποθέσεως Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σημείο 39). Βλ., συμπληρωματικώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 1990, T‑30/89, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. II‑163, σκέψεις 13 και 14).


33 – Τούτο αληθεύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία των οποίων το νομικό σύστημα χαρακτηρίζεται από το «Common Law».


34 – Με συνταγματική διάταξη κατοχυρώνεται το δικηγορικό απόρρητο, μεταξύ άλλων, στη Βουλγαρία (άρθρο 30, παράγραφος 5, του βουλγαρικού Συντάγματος) και την Ισπανία (άρθρο 24, παράγραφος 2, του ισπανικού Συντάγματος)· πέραν αυτών, το δικηγορικό απόρρητο κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, και στην Ιταλία, στην Πορτογαλία και στη Ρουμανία με συνταγματικές διατάξεις καθώς και στη Σουηδία με διατάξεις νόμου συνταγματικής περιωπής.


35 – Στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου γίνεται κατά κανόνα, όπως είναι φυσικό, μνεία μόνον του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ· βλ., συναφώς, π.χ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Campbell κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 25ης Μαρτίου 1992 (αριθμός προσφυγής 13590/88, σειρά A αριθ. 233), Niemietz κατά Γερμανίας της 16ης Δεκεμβρίου 1992 (αριθμός προσφυγής 13710/88, σειρά A αριθ. 251-B), Foxley κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2000 (αριθμός προσφυγής 33274/96), Smirnov κατά Ρωσίας της 7ης Ιουνίου 2007 (αριθμός προσφυγής 71362/01) και André κ.λπ. κατά Γαλλίας της 24ης Ιουλίου 2008 (αριθμός προσφυγής 18603/03). Ωστόσο, ενίοτε επισημαίνεται και ο συναφής χαρακτήρας του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ., π.χ., αποφάσεις Niemietz κατά Γερμανίας, όπ.π., § 37, και Foxley κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπ.π., § 50).


36 – Κατά τον χρόνο της εκδόσεως των επίμαχων αποφάσεων της Επιτροπής, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν είχε ακόμη αναπτύξει δεσμευτική νομική ισχύ παρεμφερή προς αυτήν του πρωτογενούς δικαίου. Ωστόσο, ως πηγή διασαφηνίσεως του δικαίου λαμβανόταν υπόψη ήδη από τότε σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχύρωνε το δίκαιο της Ενώσεως (βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 37, και της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψη 38, καθώς και σημείο 108 των προτάσεών μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 επί της τελευταίας αυτής υποθέσεως).


37 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 20 και 23)· στο ίδιο πνεύμα ΕΔΔΑ, απόφαση André κ.λπ. κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, § 41).


38 – Στη γερμανική καθομιλουμένη, είναι συνηθέστερος ο χαρακτηρισμός του δικηγόρου ως «οργάνου της δικαιοσύνης [Organ der Rechtspflege]»· εντούτοις, δεν υπάρχει διαφορά από απόψεως περιεχομένου ως προς τη χρησιμοποιούμενη έννοια του «συμβάλλοντος στην απονομή της δικαιοσύνης [Mitgestalters der Rechtspflege]» που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση AM & S η οποία είναι σημαντική στην παρούσα συνάφεια.


39 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 20, 23 και 24)· ομοίως ΕΔΔΑ, απόφαση Niemietz κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, § 37).


40 – Απόφαση Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 32).


41 – Οι ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ελέγχου των συγκεντρώσεων δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («κανονισμός για τον έλεγχο των συμπράξεων», ΕΕ L 24, σ. 1), είναι παρεμφερείς με αυτές του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 και ελάχιστα μόνον υπολείπονται αυτών.


42 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32.


43 – Ως τέτοιο εννοώ τα σημεία 10 έως 43 του δικογράφου της αναιρέσεως.


44 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 21 και 22).


45 – Καθ’ ό μέτρο η Επιτροπή αμφισβητεί, στην παρούσα υπόθεση, τη σχέση προς τα δικαιώματα άμυνας, πράττει τούτο μόνο σε σχέση με το έννομο συμφέρον των αναιρεσειουσών. Βλ., συναφώς, ανωτέρω σημεία 33 έως 45 των ανά χείρας προτάσεων.


46 – Πρόθεση της Ιρλανδίας φαίνεται ότι είναι να επεκτείνει έτι περαιτέρω την προστασία του δικηγορικού απορρήτου ακόμη και σε νομικούς συμβούλους επιχειρήσεων των οποίων η «ανεξαρτησία» κατοχυρώνεται μόνο βάσει κατασκευών στο πλαίσιο του εργατικού δικαίου (σημείο 12 του υπομνήματος παρεμβάσεως).


47 – Γερμανιστί: «Rechtsanwalt im Dienstverhältnis» ή Syndikusanwalt.


48 – Με τον χαρακτηρισμό «Cohen advocaat» γίνεται μνεία στον πρόεδρο μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων η οποία συστάθηκε τις παραμονές της μεταρρυθμίσεως του ολλανδικού δικαίου περί κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας.


49 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 21 και 27).


50 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 26ης Ιανουαρίου 1982 επί της υποθέσεως AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σ. 1655).


51 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 24).


52 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 21 και 27).


53 – Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger επί της υποθέσεως Wouters κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σημείο 181): «[Η ανεξαρτησία του δικηγόρου] εκδηλώνεται και έναντι του εντολέως ο οποίος δεν μπορεί να καταστεί εργοδότης του δικηγόρου του».


54 – Σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


55 – Πρόκειται για το λεγόμενο professioneel statuut voor de advocaat in dienstbetrekking (επαγγελματικό καθεστώς του δικηγόρου που τελεί σε υπηρεσιακή σχέση).


56 – Η συζήτηση αυτή στηρίζεται στις διαφορετικές απόψεις των μερών όσον αφορά την «παρέχουσα κίνητρα δομή» («incentive structure») για τη δραστηριότητα των έμμισθων και των εξωτερικών δικηγόρων.


57 – Τούτο συμβαίνει μεταξύ άλλων στη Γερμανία. Και στις Κάτω Χώρες, βάσει των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, είναι νόμιμη η δραστηριότητα που αναπτύσσει ο advocaat in dienstbetrekking για εξωτερικούς εντολείς.


58 – Άλλως έχουν τα πράγματα μόνον καθ’ ό μέτρο ο έμμισθος δικηγόρος, πέραν της δραστηριότητάς του στο νομικό τμήμα μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου, εργάζεται και για εξωτερικούς εντολείς οι οποίοι δεν συνδέονται με τον εργοδότη του. Η αλληλογραφία του με αυτούς τους εξωτερικούς εντολείς υπόκειται στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου, διότι ο έμμισθος δικηγόρος είναι ανεξάρτητος έναντι αυτών.


59 – Σημεία 44 έως 48 του δικογράφου της αναιρέσεως.


60 – Αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑334/03, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2005, σ. I‑8911, σκέψη 24), και της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑300/04, Eman και Sevinger (Συλλογή 2006, σ. I‑8055, σκέψη 57)∙ παρεμφερείς οι αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 1977, 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, σκέψη 7), της 12ης Μαρτίου 1987, 215/85, Raiffeisen Hauptgenossenschaft (Συλλογή 1987, σ. 1279, σκέψη 23), και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C‑85/97, SFI (Συλλογή 1998, σ. I‑7447, σκέψη 30).


61 – Το δωδέκατο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 2000 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2005. Μέχρι τούδε δεν έχει υπογραφεί από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενώ έχει κυρωθεί από ελάχιστα μόνον εξ αυτών (από την Ισπανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, τη Ρουμανία, την Κύπρο και τη Φινλανδία)· βλ., συναφώς, την πρόοδο των κυρώσεων στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης στον ιστότοπο  http://conventions.coe.int  (άντληση στοιχείων για τελευταία φορά στις 21 Φεβρουαρίου 2010). Αυτός ο μικρός βαθμός συμμετοχής σχετικοποιεί τη σημασία του πρωτοκόλλου για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.


62 – Αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I‑403, σκέψη 95), της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 56), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., γνωστή ως «Arcelor» (Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψη 23), και της 7ης Ιουλίου 2009, C‑558/07, S.P.C.M. κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 74).


63 – Στο ίδιο πνεύμα απόφαση Arcelor (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 26).


64 – Βλ., ανωτέρω, σημεία 48 και 49 των ανά χείρας προτάσεων.


65 – Βλ. τις αναπτύξεις επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, και ιδίως τα σημεία 61 έως 72 των ανά χείρας προτάσεων.


66 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 18).


67 – Βλ. συναφώς, για μία ακόμη φορά, τις αναπτύξεις επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ιδίως τα σημεία 66 έως 71 των ανά χείρας προτάσεων.


68 – Στη γλώσσα του πρωτοτύπου: «[t]here is no uniform answer to the question of privilege of in-house lawyers in all Member States» (σημείο 52 του υπομνήματος αντικρούσεως της ECLA).


69 – Στη γλώσσα του πρωτοτύπου: «lack of uniform tendency at national level» (σημείο 52 του δικογράφου της αναιρέσεως της Akzo και της Akcros).


70 – Σκέψη 170 σε συνδυασμό με σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


71 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 220, παράγραφος 1, ΕΚ, και το άρθρο 164 της Συνθήκης ΕΟΚ.


72 – Έτσι π.χ. –σε σχέση με την ανάκληση ευμενών διοικητικών πράξεων– απόφαση της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56 και 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως της ΕΚΑΧ, γνωστή ως «Algera» (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157), και –επί της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε επίπεδο Ενώσεως– απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, σκέψη 4).


73 – Βλ. π.χ. αποφάσεις Internationale Handelsgesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72, σκέψη 4), της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Nold κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 13), της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer (Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 749, σκέψη 15), της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 13), της 3ης Μαΐου, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ., (Συλλογή 2005, σ. Ι‑3565, σκέψεις 68 και 69), Advocaten voor de Wereld (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 45), και της 19ης Ιανουαρίου 2010, C‑555/07, Kücükdeveci (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 20).


74 – Βλ. π.χ. αποφάσεις Algera (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72, σ. 118), AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 18 έως 21), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, γνωστή ως «FIAMM» (Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψεις 170, 171 και 176).


75 – Στο ίδιο πνεύμα, π.χ., απόφαση Internationale Handelsgesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72, σκέψη 4), καθώς και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα K. Roemer της 13ης Ιουλίου 1971, επί της υποθέσεως 5/71, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025) και του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 20ής Φεβρουαρίου 2008 επί της υποθέσεως FIAMM (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 74, σημεία 55 και 56).


76 – Στο ίδιο πνεύμα, οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα K. Roemer επί της υποθέσεως Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 75, σ. 1032), και του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro επί της υποθέσεως FIAMM (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 74, σημεία 55 και 56).


77 – Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold (Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 75), και Kücükdeveci (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 21).


78 – Η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 6 του φινλανδικού Συντάγματος και –ειδικά για την επαγγελματική ζωή– στο άρθρο 59, παράγραφος 1, του πορτογαλικού Συντάγματος.


79 – Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16)· βλ., συναφώς, απόφαση Kücükdeveci (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 21).


80 – Έτσι πλέον και ρητώς η απόφαση Kücükdeveci (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 22).


81 – Θεμελιώδεις είναι συναφώς οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 54), της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II‑2667, σκέψη 38), και της 1ης Απριλίου 1993, T‑65/89, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. II‑389, σκέψεις 29 και 30), την οποία επικύρωσε το Δικαστήριο με απόφασή του της 6ης Απριλίου 1995, C‑310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I‑865).


82 – Ειδικότερα, η Επιτροπή, όπως συζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν διαθέτει στο πλαίσιο του άρθρου 14 του κανονισμού 17 ή των άρθρων 20 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 εξουσία εφαρμογής μέτρων άμεσου εξαναγκασμού.


83 – Τούτο ισχύει μεταξύ άλλων για τη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακική Δημοκρατία , τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Ειδικά σε σχέση με τη νομοθεσία που ισχύει στην Κύπρο, επιβάλλεται η περαιτέρω παρατήρηση ότι οι practising advocates (μαχόμενοι δικηγόροι) μπορούν μεν να είναι μέλη του board of directors μιας επιχειρήσεως, εντούτοις τους απαγορεύεται να εργαστούν ως employees (υπάλληλοι) ή ως managing directors στην επιχείρηση αυτή.


84 – Το γερμανικό δίκαιο επιτρέπει μεν σε εργαζόμενους σε επιχειρήσεις νομικούς να εργάζονται ως δικηγόροι (αποκαλούμενοι έμμισθοι δικηγόροι), πλην όμως δεν προστατεύει ως δικηγορικό απόρρητο την εσωτερική αλληλογραφία με τον εργοδότη τους στο πλαίσιο της επιχειρήσεως. Αντιθέτως, στην Ελλάδα για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις νομικούς ισχύει, υπό ορισμένες περιστάσεις, ένα σχετικώς ευρείας εκτάσεως επαγγελματικό απόρρητο, μολονότι αδυνατούν να εργαστούν ως δικηγόροι.


85 – Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η Δανία, η Ισπανία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα και η Ρουμανία. Επίσης, τελείως ασαφής είναι η επί του παρόντος ισχύουσα νομοθεσία στο Βέλγιο. Βεβαίως, από το 2000 ισχύουν στο Βέλγιο ειδικές νομοθετικές διατάξεις σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος των juristes d’entreprise (εργαζόμενων σε επιχειρήσεις νομικών), οι οποίοι υπόκεινται σε ορισμένους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, εφόσον είναι μέλη του Institut des juristes d’entreprise (IJE – Σύλλογος εργαζόμενων σε επιχειρήσεις νομικών). Ωστόσο, το ισχύον επί των Βέλγων juristes d’entreprise επαγγελματικό απόρρητο δεν έχει, όπως φαίνεται –ιδίως λόγω της μη παραπομπής του άρθρου 5 του νόμου της 1ης Μαρτίου 2000 στο άρθρο 458 του βελγικού Code pénal (ποινικού κώδικα)–, το ευρύ περιεχόμενο που έχει στην περίπτωση των avocats (δικηγόρων) και, πέραν τούτου, δεν φαίνεται οι βελγικές αρχές ελέγχου του ανταγωνισμού (Auditoriat du Conseil de la concurrence) να αναγνωρίζουν επί του παρόντος ότι προστατεύει και την εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως με τους εργαζόμενους σε αυτή νομικούς (βλ., συναφώς, Marchandise, P., και Sabbe, S., «Akzo ‚op zijn Belgisch’: de renaissance van het surrealisme?», TBM-RCB 2009, σ. 54· Cattaruzza, J., «Reactie IBJ op het gewijzigd standpunt van het Auditoriaat inzake vertrouwelijkheid adviezen bedrijfsjurist», TBM-RCB 2008, σ. 42)· το ζήτημα δεν έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία των βελγικών δικαστηρίων.


86 – Τούτο ισχύει, π.χ., για τη Φινλανδία και τη Σλοβενία. Και στο Βέλγιο, οι απόψεις τις οποίες εκπροσωπούν επί του παρόντος οι εκεί αρχές ελέγχου του ανταγωνισμού (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 85) εξηγούνται, σε τελευταία ανάλυση, από την ευθυγράμμιση με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ενώσεως, ήτοι με την αναιρεσιβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση του Πρωτοδικείου επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων T‑125/03 και T‑253/03.


87 – Πρόκειται για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, όχι εντούτοις για την Κύπρο (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 83)· στη Μάλτα η νομοθεσία είναι ασαφής. Συμπληρωματικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι σε ορισμένα τρίτα κράτη από τον αγγλοσαξονικό χώρο, ήτοι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η προστασία του δικηγορικού απορρήτου εκτείνεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις νομικούς (βλ., συναφώς, τη θεμελιώδη απόφαση του US Supreme Court της 13ης Ιανουαρίου 1981, Upjohn v United States, 449 U.S. 383 [1981]· βλ., επίσης, Walkowiak, V. S., «Attorney-client privilege in civil litigation», American Bar Association, Illinois, 2008, σ. 7). Ωστόσο, τούτο δεν φαίνεται να αποτελεί τη μόνη τάση στον αγγλοσαξονικό χώρο· έτσι, το αυστραλιανό ομοσπονδιακό δικαστήριο φαίνεται, παρά την κατ’ αρχήν αναγνώριση του «legal professional privilege for in-house counsel», να θέτει με την πρόσφατη νομολογία του εν αμφιβόλω σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την ανεξαρτησία των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις νομικών (βλ. Federal Court of Australia, διατάξεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Telstra v Minister for Communications, Information Technology and the Arts [No 2] [2007] FCA 1445, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Rich v Harrington [2007] FCA 1987).


88 – Πέραν των Κάτω Χωρών, πρόκειται μεταξύ άλλων για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Πολωνία. Σε σχέση με την Πολωνία επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η νομοθεσία της αναγνωρίζει ένα ιδιαίτερο επάγγελμα, ήτοι τους radcowie prawni (νομικούς συμβούλους) οι οποίοι υπόκεινται σε παρεμφερείς κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας με αυτούς στους οποίους υπόκεινται οι adwokaci (δικηγόροι)· στην περίπτωση απασχολήσεώς τους ως εργαζόμενων σε επιχειρήσεις νομικών στο πλαίσιο υπαλληλικής σχέσεως καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο κατά τρόπο παρεμφερή προς αυτόν του δικηγορικού απορρήτου.


89 – Βλ., ιδίως, τις Κάτω Χώρες και την Πολωνία. Η νομοθεσία που ισχύει στο Βέλγιο διαμορφώθηκε επίσης με νεότερο νόμο, ωστόσο, όπως προελέχθη, επί του παρόντος είναι ασαφής (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 85). Στη Γαλλία γίνεται συζήτηση για μια «réforme des professions du droit» (μεταρρύθμιση των νομικών επαγγελμάτων) (βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων την έκθεση της λεγόμενης επιτροπής Darrois, η οποία παραδόθηκε στις 8 Απριλίου 2009 στον Γάλλο Πρόεδρο), εντούτοις τούτο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει αποτυπωθεί μέχρι τούδε σε κάποια τροποποίηση της νομοθεσίας περί δικηγορικού απορρήτου ή έστω σε κάποιο σχέδιο νόμου∙ το υπ’ αριθ. 2383 σχέδιο νόμου για τον εκσυγχρονισμό των νομικών επαγγελμάτων («projet de loi de modernisation des professions judiciaires et juridiques réglementées») που κατατέθηκε τον Μάρτιο του 2010 αφορούσε, εν πάση περιπτώσει, απλώς ορισμένα άλλα επιμέρους ζητήματα της μεταρρυθμίσεως αυτής και όχι το δικηγορικό απόρρητο.


90 – Σε σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003, βλ. το έντυπο του Κοινοβουλίου A5‑0229/2001 τελικό (έκθεση Evans) με το υπ’ αριθ. 10 αίτημα τροποποιήσεως του άρθρου 14, παράγραφος 3, της προτάσεως κανονισμού COM(2000) 582 τελικό της Επιτροπής· σε σχέση με τον κανονισμό 139/2004, βλ. το έντυπο του Κοινοβουλίου A5-0257/2003 τελικό (έκθεση Della-Vedova) με το υπ’ αριθ. 5 αίτημα τροποποιήσεως της 34ης αιτιολογικής σκέψεως καθώς και με το υπ’ αριθ. 25 αίτημα τροποποιήσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, της προτάσεως κανονισμού COM(2002) 711 τελικό της Επιτροπής.


91 – Στην περίπτωση του κανονισμού 1/2003, το Κοινοβούλιο, ως σώμα, δεν υιοθέτησε τα αιτήματα περί τροποποιήσεων που προήλθαν από μέλη του. Στην περίπτωση του κανονισμού 139/2004, τα αιτήματα περί τροποποιήσεων εγκρίθηκαν μεν από το Κοινοβούλιο, πλην όμως το Συμβούλιο δεν τις περιέλαβε στον κανονισμό.


92 – Στη γλώσσα διαδικασίας: «policy considerations».


93 – Οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ L 77, σ. 36).


94 – Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249).


95 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 26).


96 – Άρθρο 23, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309, σ. 15)· στο ίδιο πνεύμα, άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με άρθρο 2α, σημείο 5, της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/97/ΕΚ (ΕΕ L 344, σ. 76), βλ., συναφώς, και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30 απόφαση Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ.


97 – Δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/60.


98 – Η FATF (ή Groupe d’action financière, GAFI) είναι ένας διακυβερνητικός οργανισμός ο οποίος ιδρύθηκε το 1989 στο Παρίσι από τα τότε μέλη των «G 7», έκτοτε δε τα μέλη του έχουν αυξηθεί σε 35, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.


99 – Οι ερμηνευτικές υποδείξεις περιλαμβάνονται στις λεγόμενες «40 Recommendations» τις οποίες δημοσίευσε η FATF το 2003 (η τηλεφόρτωση του κειμένου αυτού είναι δυνατή από τον ιστότοπο http://www.fatf-gafi.org, τον οποίο επισκέφθηκα για τελευταία φορά στις 10 Φεβρουαρίου 2010). Στο γλωσσάριο που περιλαμβάνουν οι εν λόγω υποδείξεις και δη στο σημείο e εξαιρούνται οι employees (υπάλληλοι) από την έννοια των «Designated non-financial businesses and professions».


100 – Σε σχέση με την ανεξαρτησία, βλ. κατά τα λοιπά τις αναπτύξεις επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ιδίως τα σημεία 61 έως 72 των ανά χείρας προτάσεων.


101 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 21 και 23)· βλ., επίσης, απόφαση Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψεις 32 και 35), στην οποία τονίζεται η σχέση του δικηγορικού απορρήτου με ένδικες διαδικασίες και την προπαρασκευή τους· βλ., περαιτέρω, τις αναπτύξεις μου επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως (ανωτέρω, σημείο 54 των ανά χείρας προτάσεων).


102 – Σκέψη 172 (in fine) της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


103 – Αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, C‑110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑2801, σκέψη 30), της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑2/06, Kempter (Συλλογή 2008, σ. I‑411, σκέψη 37), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑201/08, Plantanol (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 43 και 44).


104 – Απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, C‑226/08, Stadt Papenburg (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45)· ομοίως και οι αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20), και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 79).


105 – Αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2007, C‑158/06, ROM-projecten (Συλλογή 2007, σ. I‑5103, σκέψη 25), και της 10ης Μαρτίου 2009, C‑345/06, Heinrich (Συλλογή 2009, σ. I‑1659, σκέψη 44).


106 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32)· βλ., συναφώς, τις αναπτύξεις μου επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως (ανωτέρω, σημεία 52 έως 75 των ανά χείρας προτάσεων).


107 – Βλ., συμπληρωματικώς, την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία η απόδειξη σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως των άρθρων 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ (νυν άρθρα 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ) πρέπει να είναι σύμφωνη «με τα απαιτούμενα νομικά πρότυπα αποδείξεως», ενώ δεν θίγονται οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τα απαιτούμενα αποδεικτικά πρότυπα.


108 – Στο ίδιο πνεύμα, άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑442/00, Rodríguez Caballero (Συλλογή 2002, σ. I‑11915, σκέψη 31), Mangold (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 77, σκέψη 75), και της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑427/06, Bartsch (Συλλογή 2008, σ. I‑7245, σκέψεις 15 και 25).


109 – Ούτως ή άλλως, η απλή επίκληση των δικαιωμάτων άμυνας δεν θα μπορούσε να οδηγεί σε κάθε περίπτωση στην εναρμόνιση της νομοθεσίας. Αντιθέτως, τυχόν μεταβολή της νομολογίας AM & S θα δημιουργούσε χάσμα μεταξύ εθνικής νομοθεσίας και νομοθεσίας της Ενώσεως σε σχέση με την πλειονότητα των κρατών μελών των οποίων η εθνική νομοθεσία δεν προστατεύει επί του παρόντος την εσωτερική αλληλογραφία μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου με εργαζόμενους στην επιχείρηση νομικούς ως δικηγορικό απόρρητο.


110 – Περί της σύμφωνης προς τα θεμελιώδη δικαιώματα ερμηνείας των νομικών πράξεων της Ενώσεως, βλ. π.χ. αποφάσεις Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 28), και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑402/07 και C‑432/07, Sturgeon κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 47 και 48)· ομοίως, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. Ι‑4951, σκέψη 174).


111 – Βεβαίως, η Ένωση, όπως ορθώς αντιτάσσει η Επιτροπή, δεν δεσμεύεται απευθείας από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διότι δεν έχει προσχωρήσει στη σύμβαση αυτή μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου οι οποίες αναγνωρίζονται και στο δίκαιο της Ενώσεως ως γενικές αρχές δικαίου (βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 21, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 68). Πέραν αυτού, τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία είναι παρεμφερή προς αυτά που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ, έχουν την ίδια σημασία και περιεχόμενο με αυτό που τους προσδίδει η ΕΣΔΑ (άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων).


112 – Απόφαση André κ.λπ. κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, § 42 in fine)· στην αρχή της εν λόγω αποφάσεως (§ 15), υπό την επιγραφή «5. Le droit communautaire» («5. Το κοινοτικό δίκαιο»), το ΕΔΔΑ παραθέτει μάλιστα αποσπάσματα, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 18 έως 24).


113 – Στο ίδιο πνεύμα, το ΕΔΔΑ επεκτείνει την προστασία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ στα γραφεία που εξυπηρετούν επαγγελματικές δραστηριότητες, πλην όμως επισημαίνει ταυτόχρονα ότι η προστασία αυτή δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το ίδιο έντονη με αυτήν που αναγνωρίζεται στην περίπτωση της κατοικίας ιδιωτών (στην απόφαση Niemietz κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, § 31, η τελευταία ημιπερίοδος έχει ως εξής: «[the entitlement of Contracting States to interfere] might well be more far-reaching where professional or business activities or premises were involved than would otherwise be the case»· παρεμφερής η έκφραση «to a certain degree» στην § 29 της ίδιας αποφάσεως· βλ., πέραν τούτου, ΕΔΔΑ, απόφαση Société Colas Est κ.λπ. κατά Γαλλίας, της 16ης Απριλίου 2002, αριθμός προσφυγής 37971/97, Recueildesarrêtsetdécisions 2002-III, §§ 41 και 49). Στο ίδιο πνεύμα, το γερμανικό Bundesverfassungsgericht έχει κρίνει σε σχέση με την προστασία της ιδιωτικής ζωής ότι μόνον ο «πυρήνας ορισμένων δραστηριοτήτων του ιδιωτικού βίου» είναι απαραβίαστος από την κρατική εξουσία (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1989, BVerfGE 80, 367, με αναλυτικότερη οριοθέτηση της προστασίας προσωπικών καταχωρίσεων σε ημερολόγια πριν από την κατάσχεση από τις διωκτικές αρχές).


114 – Στη Γερμανία π.χ. το άρθρο 46, παράγραφος 1, του Bundesrechtsanwaltsordnung [ομοσπονδιακού κώδικα περί δικηγόρων] απαγορεύει στον έμμισθο δικηγόρο να εκπροσωπεί τον εργοδότη του ενώπιον κρατικών και διαιτητικών δικαστηρίων υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου· συνεπώς, ο έμμισθος δικηγόρος μπορεί να εκπροσωπεί τον εργοδότη του μόνον ενώπιον των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου, όπως τούτο ισχύει για οποιονδήποτε, ήτοι και για έναμη νομικό. Παρεμφερής είναι η πρακτική στα δικαστήρια της Ενώσεως: επί προσφυγών οι οποίες υπεγράφησαν από διαχειριστές των προσφευγουσών οι οποίοι είχαν άδεια δικηγόρου βλ. τις διατάξεις του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 1999, T‑79/99, Euro-Lex κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 1999, σ. II‑3555, σκέψεις 28 και 29), της 13ης Ιανουαρίου 2005, T‑184/04, Sulvida κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑85, σκέψεις 9 και 10), και της 19ης Νοεμβρίου 2009, T-40/08, EREF κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 25 και 26), ενώ κατά της τελευταίας διατάξεως εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως (υπόθεση C-75/10 P, EREF κατά Επιτροπής)· επί δικογράφου αιτήσεως αναιρέσεως το οποίο υπογράφει ο ίδιος ο αναιρεσείων βλ., περαιτέρω, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 1996, C‑174/96 P, Lopes κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1996, σ. I‑6401, σκέψη 11).


115 – Απόφαση του ΕΔΔΑ Meftah κ.λπ. κατά Γαλλίας της 26ης Ιουλίου 2002, αριθμός προσφυγής 32911/96, Recueildesarrêtsetdécisions 2002-VII, §§ 45 έως 48 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


116 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 18).


117 – Βλ., και πάλι, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger επί της υποθέσεως Wouters κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σημείο 181).


118 – Βλ. τις αναπτύξεις μου επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ιδίως τα σημεία 61 έως 72 των ανά χείρας προτάσεων.


119 – «[t]he mere possibility of abuse is outweighed by the need to respect the confidentiality attached to the lawyer-client relationship» (ΕΔΔΑ, απόφαση Campbell κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, § 52 in fine).


120 – Βλ., συναφώς, τις αναπτύξεις μου επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στα σημεία 64 έως 71 των ανά χείρας προτάσεων.


121 – Η Ιρλανδία επικαλείται συναφώς το άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η δε ECLA το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.


122 – Αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547), της 27ης Νοεμβρίου 2003, C‑185/00, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Συλλογή 2003, σ. I‑14189, σκέψη 91), και της 26ης Μαρτίου 2009, C‑113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής και Eurocontrol (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54).


123 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1993, C‑155/91, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, (Συλλογή 1993, σ. I‑939, σκέψεις 23 και 24), και του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, T‑114/02, BaByliss κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑1279, σκέψη 417)· ομοίως κατ’ αποτέλεσμα και η απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 2009, C‑301/06, Ιρλανδία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34 σε συνδυασμό με σκέψη 57), στην οποία το Δικαστήριο δεν εξέτασε τις αιτιάσεις περί προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων που προέβαλε η Σλοβακική Δημοκρατία ως παρεμβαίνουσα.


124 – Πάγια νομολογία· βλ. πρόσφατες αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2009, C‑202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής (που έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 59 και 60), C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 38), και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32).


125 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, ιδίως σκέψεις 18 έως 22, ιδίως σκέψη 21)· στο ίδιο πνεύμα και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner της 20ής Ιανουαρίου 1981 επί της ανωτέρω υποθέσεως (σ. 1630 και 1631). Βλ., περαιτέρω, την πάγια νομολογία επί της αυτοτελούς ερμηνείας των εννοιών του κοινοτικού ή ενωσιακού δικαίου, π.χ. αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro (Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11), της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑195/06, Österreichischer Rundfunk (Συλλογή 2007, σ. I‑8817, σκέψη 24), και της 17ης Ιουλίου 2008, C‑66/08, Kozlowski (Συλλογή 2008, σ. I‑6041, σκέψη 42).


126 – Αποφάσεις Internationale Handelsgesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72, σκέψη 3) και Hauer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 14).


127 – Απόφαση Hauer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 14).


128 – Στο ίδιο πνεύμα, σε σχέση με την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I‑4921, σκέψη 81).


129 – Bλ., επίσης, γνωμοδοτήσεις 2/94 της 28ης Μαρτίου 1996, γνωστή ως «Προσχώρηση στην ΕΣΔΑ» (Συλλογή 1996, σ. I‑1759, σκέψεις 23 και 24), και απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑403/05, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑9045, σκέψη 49).


130 – Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού 1/2003, τα οποία ισχύουν για μελλοντικές περιπτώσεις, έχουν νομικό έρεισμα στις Συνθήκες ήτοι στο άρθρο 83 ΕΚ (νυν άρθρο 103 ΣΛΕΕ).


131 – Απόφαση AM & S (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, ιδίως σημεία 18 και 22).


132 – Βλ. ανωτέρω σημείο 47 των ανά χείρας προτάσεων.


133 – Αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83, Klopp (Συλλογή 1984, σ. 2971, σκέψη 17), και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C‑309/99, Wouters κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I‑1577, σκέψη 99).


134 – Βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C‑279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I‑225, σκέψη 21, επί των άμεσων φόρων), της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑11/06 και C‑12/06, Morgan και Bucher (Συλλογή 2007, σ. I‑9161, σκέψη 24, επί της διαμορφώσεως του εκπαιδευτικού συστήματος και του καθορισμού των μισθών των διδασκόντων), της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer Συλλογή 2009, σ. 1721, σκέψη 29, επί της διαμορφώσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως).


135 – Στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Klopp (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 133, σκέψεις 17 και 18)· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 1ης Φεβρουαρίου 2006 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ. (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σημείο 82).


136 – Βλ., συναφώς ανωτέρω, σημεία 133 και 134 των ανά χείρας προτάσεων.


137 – Στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, C‑122/99 P και C‑125/99 P, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I‑4319, σκέψη 65). Στην ανωτέρω υπόθεση ο D και το Βασίλειο της Σουηδίας είχαν μεν ασκήσει χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως και, εντούτοις, καταδικάστηκαν εις ολόκληρον στην καταβολή των εξόδων.


138 – Στο ίδιο πνεύμα, π.χ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer (Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψη 56), της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑172/01 P, C‑175/01 P, C‑176/01 P και C‑180/01 P, International Power κ.λπ. κατά NALOO (Συλλογή 2003, σ. I‑11421, σκέψη 187), και της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 118).

Top