Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0466

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 6ης Νοεμβρίου 2008.
    Dietmar Klarenberg κατά Ferrotron Technologies GmbH.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesarbeitsgericht Düsseldorf - Γερμανία.
    Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 2001/23/ΕΚ - Μεταβίβαση επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Έννοια του όρου "μεταβίβαση" - Συμβατική μεταβίβαση τμήματος μιας εγκαταστάσεως σε άλλη επιχείρηση - Οργανωτική αυτοτέλεια μετά τη μεταβίβαση.
    Υπόθεση C-466/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-00803

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:614

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PAOLO MENGOZZI

    της 6ης Νοεμβρίου 2008 ( 1 )

    Υπόθεση C-466/07

    Dietmar Klarenberg

    κατά

    Ferrotron Technologies GmbH

    «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2001/23/ΕΚ — Μεταβίβαση επιχειρήσεων — Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων — Έννοια του όρου “μεταβίβαση” — Συμβατική μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως σε μια άλλη επιχείρηση — Οργανωτική αυτοτέλεια μετά τη μεταβίβαση»

    1. 

    Με την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Landesarbeitsgericht Düsseldorf υποβάλλει στο Δικαστήριο ένα ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων ( 2 ).

    2. 

    Το ερώτημα υποβάλλεται στο πλαίσιο της εκδικάσεως αγωγής την οποία άσκησε ο Dietmar Klarenberg κατά της εταιρίας Ferrotron Technologies Gmbh (στο εξής: Ferrotron) και η οποία αφορά τη συνέχιση της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρίας ET Electrotechnology Gmbh (στο εξής: ET) με την εναγομένη.

    I — Το νομικό πλαίσιο

    A — Κοινοτικό δίκαιο

    3.

    Η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/23 έχουν ως εξής:

    «Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων ( 3 ) έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό. Θα πρέπει, επομένως, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, να κωδικοποιηθεί η εν λόγω οδηγία.

    Η οικονομική εξέλιξη επιφέρει επί εθνικού και κοινοτικού επιπέδου μεταβολές στη διάρθρωση των επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται διά μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλους επιχειρηματίες που προκύπτουν από μεταβιβάσεις ή συγχωνεύσεις.

    Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους».

    4.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

    «α)

    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

    β)

    Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α’ και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας».

    5.

    Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας:

    «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα.»

    B — Εθνικό δίκαιο

    6.

    Η οδηγία 2001/23 και οι προηγούμενές της οδηγίες ( 4 ) μεταφέρθηκαν στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 613a του Bürgerliches Gesetzbuch (BGB, γερμανικού αστικού κώδικα). Η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου ορίζει τα εξής:

    «Σε περίπτωση δικαιοπρακτικής μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή τμήματος επιχειρήσεως σε άλλον επιχειρηματία, αυτός υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως εργασιακές σχέσεις».

    II — Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    7.

    Ο D. Klarenberg, ενάγων στην κύρια δίκη, εργαζόταν, από την 1η Ιανουαρίου 1989 στην ET, εταιρία που ασκούσε δραστηριότητες στον τομέα της βιομηχανικής αυτοματοποίησης καθώς και της μετρητικής και ρυθμιστικής τεχνικής. Την 1η Μαΐου 1992 τοποθετήθηκε υπεύθυνος του τμήματος F+E/ET-Systeme/Netzwerk/IBS (Έρευνα και Ανάπτυξη/Ηλεκτρονικά Συστήματα/Δίκτυα/Διεπαφές) της ET. Το τμήμα αυτό αποτελούνταν από τρεις μονάδες: F+E/ET Systeme (Έρευνα και Ανάπτυξη ηλεκτρονικών συστημάτων), για το οποίο ήταν αμέσως υπεύθυνος ο Klarenberg· EDV/Netzwerk/Serversysteme/Datensicherung (ΤΠ/Δίκτυα/Εξυπηρετητής/Ασφάλεια δεδομένων) και Produktion/Schaltschränke/Platinen (Παραγωγή/Πίνακες ελέγχου/Πλακέτες), για το οποίο ήταν υπεύθυνος ο Neumann, που ήταν συγχρόνως αναπληρωτής υπεύθυνος για ολόκληρο το τμήμα.

    8.

    Η Ferrotron, εναγομένη στην κύρια δίκη, ειδικεύεται στον σχεδιασμό και την κατασκευή προϊόντος του τομέα της μετρητικής και της ρυθμιστικής τεχνικής για τη χαλυβουργία.

    9.

    Στις 22 Νοεμβρίου 2005, η ET συνήψε με τη Ferrotron και με την εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες μητρική εταιρία της τελευταίας, σύμβαση με τίτλο «Asset and Business Sale and Purchase Agreement», σχετικά με τις ακόλουθες σειρές προϊόντων που ανέπτυσσε η ET: ET-DecNT (ψηφιακή ρύθμιση ηλεκτροδίων για καμίνους βολταϊκού τόξου), FT7000, ET-TempNet και ET-OxyNet (συστήματα μετρήσεως μεταλλουργίας). Όλα αυτά τα προϊόντα ανήκαν στη μονάδα F+E/ET Systeme. Βάσει της εν λόγω συμβάσεως, η μητρική εταιρία της εναγομένης απέκτησε όλα τα δικαιώματα επί του λογισμικού της επιχειρήσεως, επί των ευρεσιτεχνιών, επί των αιτήσεων ευρεσιτεχνίας και των εφευρέσεων καθώς και επί των ονομάτων προϊόντων και επί της τεχνογνωσίας όσον αφορά τα προϊόντα. Η εναγομένη απέκτησε τα μηχανήματα για την ανάπτυξη, τα υπάρχοντα σε απόθεμα υλικά προϊόντων, κατάλογο προμηθευτών και κατάλογο πελατών. Επίσης, στην εναγομένη μεταβιβάστηκαν ορισμένοι υπάλληλοι της ET, και συγκεκριμένα ο Neumann, αναπληρωτής υπεύθυνος του τμήματος F+E/ET-Systeme/Netzwerk/IBS, και τρεις μηχανικοί της μονάδας F+E/ET-Systeme, οι Heck, Thiessen και Pavlina.

    10.

    Τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η σύμβαση ενσωματώθηκαν στη σειρά προϊόντων που προσέφερε ήδη η Ferrotron και οι πρώην υπάλληλοι της ET εντάχθηκαν στην υπάρχουσα οργανωτική δομή της εναγομένης. Τα καθήκοντά τους αφορούν και προϊόντα που δεν αποκτήθηκαν από την ET.

    11.

    Στις 17 Ιουλίου 2006 κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας εις βάρος της ET.

    12.

    Με αγωγή που άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Wesel, ο Klarenberg ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η εργασιακή του σχέση με την ΕΤ συνεχίζεται με τη Ferrotron. Μετά την απόρριψη της αγωγής του από το Arbeitsgericht, ο Klarenberg άσκησε έφεση ενώπιον του Landesarbeitsgericht του Ντύσσελντορφ, ζητώντας να υποχρεωθεί η εναγομένη να τον εντάξει στη θέση του υπευθύνου τμήματος υπό τους όρους της συμβάσεως εργασίας που είχε συνάψει με την ΕΤ την 1η Ιανουαρίου 1989 και, επικουρικώς, να αναγνωριστεί ότι υφίσταται εργασιακή σχέση με την εναγομένη από τις 9 Δεκεμβρίου 2005.

    13.

    Το Landesarbeitsgericht Düsseldorf, κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 2001/23, υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    «Υφίσταται μεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως σε άλλον εργοδότη υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ μόνον αν το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως εξακολουθεί να λειτουργεί υπό τον νέον εργοδότη ως οργανωτικώς αυτόνομο τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως;»

    III — Αξιολόγηση

    A — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του παραδεκτού και του αντικειμένου του προδικαστικού ερωτήματος

    14.

    Η Ferrotron αμφισβητεί τη λυσιτέλεια του προδικαστικού ερωτήματος για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς επικαλούμενη τρεις σειρές λόγων.

    15.

    Πρώτον, υποστηρίζει ότι η ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας αποκλείεται, διότι δεν αποδείχθηκε ότι τα στοιχεία που απέκτησε η Ferrotron αποτελούσαν οντότητα ικανή να αποτελέσει το αντικείμενο μιας τέτοιας μεταβιβάσεως. Δεύτερον, επισημαίνει ότι, και αν ακόμα κριθεί ότι πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση υπό την έννοια της οδηγίας, αυτή δεν συνεπάγεται μεταβίβαση της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, διότι τα καθήκοντα που ασκούσε ο ενάγων στην ET είχαν ανατεθεί κατά μέγα μέρος σε μονάδες διαφορετικές από την F+E/ET-Systeme και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέονται με αυτήν ( 5 ). Τρίτον, η εναγομένη υποστηρίζει ότι ο ενάγων εξέπεσε του δικαιώματος να προβάλει μεταβίβαση της συμβάσεως εργασίας του, διότι, μολονότι γνώριζε τη συναφθείσα μεταξύ Ferrotron και ET συμφωνία, ανέμεινε μέχρις ότου εκδηλωθεί η αφερεγγυότητα της ΕΤ προκειμένου να προβάλει αξιώσεις έναντι της εναγομένης.

    16.

    Με τα προεκτεθέντα επιχειρήματα, η εναγομένη ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος υπό το πρίσμα της χρησιμότητάς του για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, κατ’ αρχήν, μόνο στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν επί της υποθέσεως, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο ( 6 ). Εξ αυτού προκύπτει ότι τα ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν ελέγχει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας ( 7 ). Η απόρριψη από το Δικαστήριο αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το δικαστήριο αυτό ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της κύριας δίκης ( 8 ).

    17.

    Φρονώ ότι τα επιχειρήματα της εναγομένης δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο λυσιτέλειας το οποίο έχει το εξεταζόμενο ερώτημα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    18.

    Όσον αφορά ειδικότερα τον ισχυρισμό της Ferrotron ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη οντότητας ικανής να αποτελέσει αντικείμενο μεταβιβάσεως, επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο σαφώς λαμβάνει ως σημείο εκκινήσεως την αντίθετη υπόθεση, θεωρώντας ότι η μονάδα F+E/ET-Systeme, την οποία αφορούσε η συμφωνία μεταξύ ET και Ferrotron, αποτελεί «τμήμα επιχειρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 613a, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του BGB, το οποίο, λόγω της αποκτήσεως από την εναγομένη των βασικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως, καθώς και του συναφούς καταλόγου πελατών και προμηθευτών και της προσλήψεως μέρους των απασχολουμένων στο τμήμα της επιχειρήσεως οι οποίοι κατέχουν την τεχνογνωσία, καθώς και λόγω της αποκτήσεως από τη μητρική της εταιρία των δικαιωμάτων επί των κύριων προϊόντων και τεχνολογιών, μεταβιβάστηκε στην εναγομένη» ( 9 ). Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί η εν λόγω πράξη ως μεταβίβαση κατά την έννοια της εσωτερικής διατάξεως μεταφοράς της οδηγίας, λόγω του ότι η εκχωρηθείσα μονάδα δεν διατήρησε μετά την απόκτησή της από τον εκδοχέα την οργανωτική της αυτονομία.

    19.

    Συνεπώς, το ζήτημα της υπάρξεως, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, οντότητας ικανής να μεταβιβαστεί βρίσκεται εκτός του αντικειμένου της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    B — Επί της εννοίας της μεταβιβάσεως σύμφωνα με την οδηγία 2001/23

    20.

    Ως γνωστόν, η οδηγία 77/187 ( 10 ) δεν περιείχε αρχικά ορισμό της έννοιας της μεταβιβάσεως. Ο σχετικός ορισμός περιλήφθηκε στην οδηγία 77/187 με την οδηγία 98/50 ( 11 ), κατόπιν τροποποιήσεως του άρθρου 1 της οδηγίας 77/187. Σχετικά με την τροποποίηση αυτή, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/50 εκτίθεται ότι η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν «να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου» και διακηρύσσεται ότι η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187 σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου.

    21.

    Ο ορισμός της έννοιας της μεταβιβάσεως που θεσπίστηκε με την οδηγία 98/50 περιλήφθηκε και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 2001/23, με την οποία καταργήθηκε η οδηγία 77/187. Η όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/23 επαναλαμβάνει το κείμενο της τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 98/50, επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξη όχι μόνον κανονιστικής, αλλά και ερμηνευτικής συνέχειας με την οδηγία 77/187, κωδικοποίηση της οποίας αποτελεί η οδηγία 2001/23 ( 12 ).

    22.

    Προκειμένου συνεπώς να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβιβάσεως σύμφωνα με την οδηγία 2001/23 θα χρειαστεί να ανατρέξει κανείς στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 77/187.

    23.

    Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας έχει προσδιοριστεί εξαρχής πολύ ευρέως. Θεωρήθηκε ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε «όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως και το οποίο συνομολογεί τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των μισθωτών της επιχειρήσεως» ( 13 ).

    24.

    Με την απόφαση Spijkers ( 14 ) του 1986, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (ακυρωτικό δικαστήριο των Κάτω Χωρών) σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας, όρισε την έννοια της μεταβιβάσεως χρησιμοποιώντας διατύπωση την οποία ακολούθησε με συνέπεια όλη η μεταγενέστερη νομολογία.

    25.

    Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε, ιδίως, ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας, που είναι η «διασφάλιση της συνέχισης των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, και τούτο ανεξαρτήτως της αλλαγής του κυρίου», το αποφασιστικό κριτήριο για τη διαπίστωση της υπάρξεως μεταβιβάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας, και όχι απλής εκποιήσεως στοιχείων του ενεργητικού της επιχειρήσεως, «είναι το εάν η εν λόγω οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της» ( 15 ). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή που τέθηκε ενώπιον του Hoge Raad, στην οποία, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, ο εκχωρητής δεν ασκούσε πλέον καμία επιχειρηματική δραστηριότητα, θα έπρεπε να εξακριβωθεί «εάν εκποιήθηκε υφιστάμενη οικονομική μονάδα, πράγμα που προκύπτει, ιδίως, από το αν ο νέος επιχειρηματίας συνεχίζει πράγματι ή αρχίζει εκ νέου την εκμετάλλευση της εν λόγω μονάδας, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες» ( 16 ). Επίσης, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προκειμένου να κριθεί αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, «πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συναλλαγή για την οποία πρόκειται, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή όχι των ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά αντικείμενα, η αξία των ασωμάτων στοιχείων κατά τη στιγμή της μεταβιβάσεως, η ανάληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέον επικεφαλής της επιχειρήσεως, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια τυχόν αναστολής των εν λόγω δραστηριοτήτων» ( 17 ). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, όλα αυτά τα στοιχεία «δεν αποτελούν παρά επί μέρους πτυχές της συνολικής εκτιμήσεως που είναι αναγκαία και δεν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτιμώνται μεμονωμένως» ( 18 ). Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πραγματικές εκτιμήσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να προσδιοριστεί αν πρόκειται για μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, λαμβανομένων υπόψη των ερμηνευτικών κριτηρίων που έχει θέσει το Δικαστήριο.

    26.

    Με την απόφαση Spijkers, όπως και με μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης νομολογίας ( 19 ), τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο εκδοχέας συνέχισε ή επανέλαβε τη δραστηριότητα της επιχειρήσεως του εκχωρητή ή ανάλογη δραστηριότητα. Το γεγονός ότι η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση δεν έχανε την ταυτότητά της φαινόταν να συμπίπτει κατ’ ουσίαν με την ικανότητά της «να παραμένει εν ενεργεία και βιώσιμη» ( 20 ) μετά τη μεταβίβαση. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο απέρριπτε σταθερά την ύπαρξη μεταβιβάσεως αφορούσαν περιπτώσεις πτωχεύσεως ή κηρύξεως επιχειρήσεων σε εκκαθάριση ( 21 ). Από την άλλη πλευρά, ακόμα και στο πλαίσιο της εν λόγω νομολογίας, το Δικαστήριο διέκρινε πάντα μεταξύ συλλογικών διαδικασιών στόχος των οποίων ήταν η εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων και διαδικασιών στόχος των οποίων ήταν η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας: στην τελευταία αυτή περίπτωση, η οδηγία συνέχιζε να εφαρμόζεται ( 22 ).

    27.

    Εντούτοις, η απόφαση Süzen ( 23 ) σηματοδοτεί μια μεταβολή κατευθύνσεως σε σχέση με τις προηγούμενες αποφάσεις.

    28.

    Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο είχε κληθεί να αποφανθεί αν η οδηγία 77/187 είχε εφαρμογή και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των κτιρίων του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση που τον συνέδεε με αυτόν και συνάπτει, για την εκτέλεση παρόμοιων εργασιών, νέα σύμβαση με δεύτερο επιχειρηματία, χωρίς η πράξη αυτή να συνοδεύεται από μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, ενσωμάτων ή άυλων, και χωρίς ο νέος επιχειρηματίας να προσλάβει ουσιώδες μέρος του προσωπικού το οποίο ο προηγούμενος επιχειρηματίας προόριζε για την εκτέλεση της συμβάσεως. Αφού όρισε την έννοια της οικονομικής οντότητας ως «ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που επιτρέπει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας με την οποία επιδιώκεται ίδιος στόχος» ( 24 ), το Δικαστήριο διακήρυξε ότι «το γεγονός και μόνον ότι η υπηρεσία που παρέχουν τόσο η παλαιά όσο και η νέα αναλαμβάνουσα το έργο επιχείρηση είναι ομοειδής δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι υπάρχει μεταβίβαση οικονομικής μονάδας». Πράγματι, συνέχισε το Δικαστήριο, «μια τέτοια μονάδα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη δραστηριότητα την οποία επιτελεί», αλλά «[η]ταυτότητά της προκύπτει επίσης από άλλα στοιχεία, όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοί της εκμεταλλεύσεως ή και, ενδεχομένως, τα μέσα εκμεταλλεύσεως που διαθέτει» ( 25 ).

    29.

    Την κατεύθυνση αυτή ακολούθησαν και επόμενες αποφάσεις ( 26 ), στις οποίες ο παράγων της συνεχίσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον εκδοχέα χάνει την κεντρική σημασία του, ενώ εντείνεται η σημασία της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την πράξη μεταβιβάσεως. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, εξάλλου, η λυσιτέλεια ενός εκάστου από τα εξεταζόμενα στοιχεία ποικίλλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως ( 27 ), χωρίς να μπορεί να επισημανθεί ένα στοιχείο στο οποίο αποδίδεται in abstracto μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι στα υπόλοιπα. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι «[η] διατήρηση […] των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η οποία αποτελεί τον σκοπό της οδηγίας […], δεν μπορεί να εξαρτάται από την εκτίμηση ενός μόνον παράγοντα» ( 28 ), ακόμα και αν πρόκειται για έναν από τους παράγοντες βάσει των οποίων πρέπει να πραγματοποιείται η εν λόγω εκτίμηση.

    30.

    Έτσι, για παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει θεωρήσει κρίσιμο, αλλά όχι αποφασιστικής σημασίας, το γεγονός ότι η επιχείρηση ήταν, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, προσωρινώς κλειστή και συνεπώς δεν διέθετε εργαζομένους στην υπηρεσία της, ιδίως στην περίπτωση επιχειρήσεων εποχιακού χαρακτήρα ( 29 ). Επίσης, μολονότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων απαριθμείται μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων βάσει των οποίων πρέπει να πραγματοποιείται η συνολική εκτίμηση της πράξεως, η απουσία μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων δεν αρκεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, για να εξαιρεθεί η εν λόγω πράξη από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ( 30 ), εκτός αν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε τομείς «όπου τα ενσώματα στοιχεία συμβάλλουν σημαντικά στην άσκηση της δραστηριότητας» ( 31 ). Εξάλλου, μολονότι η αναπρόσληψη σημαντικού, από άποψη προσωπικού και ικανοτήτων, μέρους του προσωπικού που χρησιμοποιούσε ο προηγούμενος επιχειρηματίας, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί να αρκεί προκειμένου να καθοριστεί αν πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας σε τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό ( 32 ), το ίδιο στοιχείο ενδέχεται να μην έχει καθοριστική σημασία σε άλλες περιπτώσεις ( 33 ). Τέλος, με την απόφαση Mayeur ( 34 ), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι «δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, υπό ορισμένες περιστάσεις, στοιχεία όπως η οργάνωση, η λειτουργία, η χρηματοδότηση, η διαχείριση και οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου να χαρακτηρίζουν μια οικονομική μονάδα κατά τρόπον ώστε η μεταβολή των στοιχείων αυτών, λόγω της μεταβιβάσεως της μονάδας αυτής, να συνεπάγεται αλλαγή της ταυτότητάς της» ( 35 ). Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν συνέβαινε στην κρινόμενη υπόθεση, η οποία αφορούσε ανάληψη «από ένα δήμο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ενεργεί στο πλαίσιο των ειδικών κανόνων του διοικητικού δικαίου, διαφημιστικών και ενημερωτικών δραστηριοτήτων σχετικά με τις υπηρεσίες που προσφέρει ο δήμος στο κοινό, δραστηριοτήτων τις οποίες μέχρι τότε ασκούσε, προς το συμφέρον του δήμου αυτού, μη κερδοσκοπική ένωση, αποτελούσα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» ( 36 ). Θα πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που εξέτασε, απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη συνέχιση από τον δήμο της δραστηριότητας που ασκούσε προηγουμένως η ένωση, και ιδίως του τμήματος της δραστηριότητας αυτής που αποτελούσε το αντικείμενο της εργασίας του ενάγοντος της κύριας δίκης ( 37 ).

    31.

    Από τη σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε προέκυψε ότι το Δικαστήριο ακολουθεί ακραιφνώς περιπτωσιολογική προσέγγιση για τη διαπίστωση της υπάρξεως μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 77/178.

    32.

    Ακολουθώντας την προσέγγιση αυτή, το Δικαστήριο αναμφίβολα διατήρησε, όπως έχει επισημάνει εν παρόδω ο γενικός εισαγγελέας La Pergola, «μια ευπρόσδεκτη ευελιξία κατά την εφαρμογή των κριτηρίων ενόψει των διαφορετικών καταστάσεων που μπορεί να εμφανιστούν στο πλαίσιο της κοινοτικής οικονομίας» ( 38 ), παράλληλα όμως απέφυγε να ορίσει τον κύριο πυρήνα της έννοιας της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, δηλαδή το ελάχιστο περιεχόμενό της —αυτό που επιτρέπει in concreto να διακριθεί η εν λόγω μεταβίβαση από μια απλή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως— καθιστώντας έτσι περισσότερο ευέλικτα, αλλά και περισσότερο ασαφή, τα όρια της προστασίας που θεσπίζει η οδηγία.

    33.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, θα εξετάσω στη συνέχεια το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο.

    Γ — Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    34.

    Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν συντρέχει μεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 2001/23, όταν ο νέος επιχειρηματίας δεν διατηρεί την οργανωτική αυτονομία των αποκτηθέντων στοιχείων, αλλά τα εντάσσει στη δική του προϋπάρχουσα οργανωτική δομή. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής, η πρόσφατη νομολογία του Bundesarbeitsgericht τείνει να χαρακτηρίζει την περίπτωση αυτή ως απλή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως και να αποκλείει την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της εθνικής ρυθμίσεως περί μεταφοράς της οδηγίας.

    35.

    Η εναγομένη της κύριας δίκης υποστηρίζει, επικαλούμενη τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht, ότι η εκχωρούμενη οντότητα δεν διατηρεί την ταυτότητά της αν χάνει την οργανωτική της αυτονομία κατόπιν της μεταβιβάσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία οι αποκτώμενοι πόροι εντάσσονται από τον εκδοχέα σε μια εντελώς νέα οργανωτική δομή. Εν προκειμένω, η οργάνωση της εργασίας στη Ferrotron βασίζεται σε διαίρεση ανά κλάδο δραστηριότητας και όχι ανά σειρά προϊόντων, όπως η οργάνωση της εργασίας στην ET. Συνεπώς, οι υπάλληλοι της τελευταίας εντάχθηκαν, όπως και τα διάφορα στοιχεία που απέκτησε η Ferrotron, στη δομή του εκδοχέα βάσει νέας οργανώσεως της εργασίας.

    36.

    Την αντίθετη άποψη υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι οποίες ισχυρίζονται, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας πρέπει να διαπιστώνεται στο πλαίσιο συνολικής εκτιμήσεως που να λαμβάνει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες. Η διατήρηση της οργανωτικής αυτονομίας της εκχωρούμενης οντότητας είναι, κατά την άποψή τους, ένα μόνον από τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να πραγματοποιείται αυτή η εκτίμηση.

    37.

    Συμφωνώ με τη δεύτερη αυτή άποψη.

    38.

    Η άποψη αυτή συνάδει ιδίως με την περιπτωσιολογική προσέγγιση που ακολουθεί μέχρι σήμερα το Δικαστήριο και με τη σημασία που προσδίδει στο ότι κάθε πράξη αξιολογείται υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που τη χαρακτηρίζουν. Η προσέγγιση αυτή δεν φαίνεται να συνάδει από μεθοδολογική άποψη με τον αποκλεισμό της υπάρξεως μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια της οδηγίας βάσει ενός μόνο στοιχείου, απομονωμένου από το γενικό νομικό πλαίσιο ( 39 ).

    39.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, γενικά, ο οργανωτικός παράγοντας συμβάλλει στον προσδιορισμό της «ταυτότητας» της εκχωρούμενης οικονομικής οντότητας ( 40 ) και ότι μπορεί, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο με την απόφαση Mayeur ( 41 ), υπό ορισμένες περιστάσεις, να χαρακτηρίζει την εν λόγω οντότητα, ακριβώς όπως άλλοι παράγοντες, για παράδειγμα η λειτουργία, η χρηματοδότηση, η διαχείριση και οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου, κατά τρόπον ώστε η μεταβολή του λόγω της μεταβιβάσεως να συνεπάγεται αλλαγή ταυτότητας της οντότητας ( 42 ).

    40.

    Εντούτοις, στη νομολογία ανευρίσκονται παραδείγματα διαφορετικά από τα προηγούμενα, στα οποία το Δικαστήριο έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο η αλλαγή της οργανωτικής δομής της εκχωρούμενης οντότητας ( 43 ), ή μια μεταβολή στην οργάνωση της εργασίας ( 44 ) να μπορούν να αποκλείσουν την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας, ακόμα και αν οι αλλαγές αυτές συνεπάγονται ριζική τροποποίηση του τρόπου διαχειρίσεως της εκχωρηθείσας οντότητας που επηρεάζει την ίδια τη δυνατότητα συνεχίσεως της εργασιακής σχέσεως των μεταβιβασθέντων υπαλλήλων με τον εκδοχέα ( 45 ).

    41.

    Προς θεμελίωση της θέσεώς της, η εναγομένη επικαλείται την έννοια της οικονομικής οντότητας την οποία έχει διαμορφώσει η νομολογία και η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 2001/23, υποστηρίζοντας ότι η μεταβιβαζόμενη οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της μόνον αν διατηρείται στον εκδοχέα ο οργανωτικός δεσμός που συνδέει το σύνολο των προσωπικών και υλικών στοιχείων που την απαρτίζουν.

    42.

    Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 2001/23, ως μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας η οποία νοείται ως «σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας» και η οποία διατηρεί την ταυτότητά της, παρά τη μεταβίβαση. Η διάταξη περιέχει συνεπώς μια μνεία του οργανωτικού παράγοντα, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της έννοιας της «οικονομικής οντότητας», το οποίο αντιδιαστέλλεται προς την ταυτότητά της. Η εν λόγω μνεία πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ότι δεν αφορά τόσο την ειδική οργάνωση την οποία επιβάλλει ο επιχειρηματίας στους διαφόρους συντελεστές παραγωγής, αλλά μάλλον τον δεσμό αλληλεξαρτήσεως και συμπληρωματικότητας που υφίσταται μεταξύ των συντελεστών παραγωγής και τους επιτρέπει να συνεργάζονται για την άσκηση μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας.

    43.

    Αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η εναγομένη, ο δεσμός αυτός δεν καταλύεται αναγκαστικά με την ένταξη της εκχωρούμενης οντότητας στη δομή του εκδοχέα, η οποία ενδεχομένως διαφέρει, όσον αφορά τις διαστάσεις ή/και τον τρόπο οργανώσεως, από τη δομή του εκχωρητή.

    44.

    Με άλλα λόγια, η διατήρηση της ταυτότητας της εκχωρούμενης οντότητας δεν προϋποθέτει τη διατήρηση της «οργανωτικής αυτονομίας» της, νοουμένης, κατά την έννοια που αποδίδει στον όρο η εναγομένη, ως διαρθρωτικής αυτονομίας, αλλά τη διατήρηση του υφιστάμενου δεσμού, από άποψη λειτουργίας και επιδιωκόμενου σκοπού, μεταξύ των διαφόρων μεταβιβαζομένων συντελεστών, ο οποίος επιτρέπει στον νέο επιχειρηματία να χρησιμοποιεί τους συντελεστές αυτούς, έστω και ενταγμένους σε μια διαφορετική οργανωτική δομή, για την άσκηση μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας.

    45.

    Στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, η Ferrotron απέκτησε ένα σύνολο συντελεστών παραγωγής προοριζόμενων για την κατασκευή και διάθεση στο εμπόριο συγκεκριμένων προϊόντων και, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της εναγομένης, η πράξη αυτή δεν κατέστησε απλώς αποτελεσματικότερο το δυναμικό της Ferrotron, αλλά της επέτρεψε να συμπληρώσει τα προϊόντα που προσέφερε με νέα σειρά προϊόντων. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Ferrotron συνέχισε τη δραστηριότητα που ασκούσε προηγουμένως η ET χρησιμοποιώντας το οργανωμένο σύνολο προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων που απέκτησε από την ΕΤ, έστω και αν οι μεταβιβασθέντες υπάλληλοι εντάχθηκαν στη δομή της εναγομένης και ασκούν τα καθήκοντά τους σε ένα οργανωτικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο.

    46.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι, παρά τις αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, δεν καταλύθηκε λόγω της μεταβιβάσεως ο υπάρχων δεσμός μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που απέκτησε η Ferrotron, ο οποίος τα χαρακτήριζε ως «σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας». Εξάλλου, το γεγονός ότι προβλέφθηκε, με ειδική συμβατική συμφωνία, ότι, τα δύο πρώτα έτη μετά τη μεταβίβαση, η ΕΤ θα έθετε στη διάθεση της Ferrotron και άλλο ειδικευμένο προσωπικό σε περίπτωση που το μεταβιβασθέν θα έπαυε να είναι διαθέσιμο ή, εναλλακτικά, θα προέβαινε στην εκπαίδευση του προσωπικού της Ferrotron, αποδεικνύει σαφώς, όπως αναγνωρίζει και η εκχωρήτρια, την υφιστάμενη σχέση αλληλεξαρτήσεως μεταξύ των διαφόρων αποκτηθέντων παραγωγικών συντελεστών και την ανάγκη διατηρήσεως αυτής της σχέσεως στην προοπτική της συνεχίσεως της συναφούς δραστηριότητας.

    47.

    Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται συνεπώς να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις προκειμένου να κρίνει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την επίδικη πράξη και των διαφόρων εμπλεκομένων παραγόντων, μεταξύ των οποίων και ο οργανωτικός παράγων κατά την προεκτεθείσα έννοια ( 46 ), αν εν προκειμένω η εκχωρηθείσα οντότητα διατήρησε την ταυτότητά της μετά τη μεταβίβαση, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

    48.

    Η εναγομένη υποστηρίζει, τέλος, ότι, αν θεωρηθεί ότι η οικονομική οντότητα χάνει την οργανωτική αυτονομία της κατόπιν της μεταβιβάσεως, δεν θα μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας, δηλαδή η διατήρηση της εργασιακής σχέσεως των μισθωτών τους οποίους αφορά η μεταβίβαση. Συναφώς υπογραμμίζει ότι, στη νέα οργάνωση της εργασίας την οποία εφάρμοσε η Ferrotron, δεν υπάρχει θέση ανάλογη με εκείνη που κατείχε ο Klarenberg στην ET.

    49.

    Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Mayeur ( 47 ), η Γαλλική Δημοκρατία είχε προβάλει ένα επιχείρημα ανάλογο, από ορισμένες απόψεις, προς αυτό που προβάλλει η Ferrotron. Προσπαθώντας να αποκλείσει στην περίπτωση εκείνη την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 78/187, η Γαλλική Κυβέρνηση επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι βάσει του εθνικού δικαίου ο δημόσιος οργανισμός που αναλαμβάνει δραστηριότητα ασκούμενη προηγουμένως από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου υποχρεούται να θέτει τέλος στις συμβάσεις εργασίας που είχαν συναφθεί με το εν λόγω φυσικό πρόσωπο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία συνεχίσεως των συμβάσεως εργασίας με τον εκδοχέα δεν ασκούσε επιρροή προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως, διότι η υποχρέωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187, ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζομένου, οφειλόμενη άμεσα στη μεταβίβαση, οπότε η καταγγελία των εν λόγω συμβάσεων εργασίας πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να θεωρηθεί ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη ( 48 ).

    50.

    Ολοκληρώνω την ανάλυσή μου με μια τελευταία σκέψη. Η περίπτωση μεταβιβάσεως που δεν έχει ως αντικείμενο ολόκληρη την επιχείρηση, αλλά μέρος της, ρυθμίζεται ρητώς από την οδηγία 2001/23, η οποία επεκτείνει την προβλεπόμενη από αυτή ειδική προστασία στους εργαζομένους που εμπλέκονται σε τέτοιες πράξεις. Σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ μεταβιβάσεως και απλής εκποιήσεως συντελεστών παραγωγής κινδυνεύει να καταστεί δυσδιάκριτη, δυσχεραίνοντας την επισήμανση των κριτηρίων που θα επιτρέψουν να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων και αυξάνοντας τον κίνδυνο αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιπτώσεων που θα έπρεπε να υπαχθούν σε αυτή. Αν η ένταξη των εκχωρούμενων στοιχείων στην οργανωτική δομή της επιχειρήσεως εκδοχέα αρκούσε αφεαυτής για να αποκλείσει την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας, θα δυσχεραινόταν ιδιαίτερα η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας στις περιπτώσεις μεταβιβάσεως τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, ακόμα και όταν η σχετική πράξη έχει ως αντικείμενο, όπως εν προκειμένω, τη μεταβίβαση κλάδου δραστηριότητας μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά και διαθέτουν και οι δύο ίδια οργανωτική δομή.

    51.

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι το εκχωρούμενο τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δεν εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τον νέο επιχειρηματία ως οργανωτικά αυτόνομο τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23.

    IV — Πρόταση

    52.

    Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Düsseldorf:

    «Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει την αναγνώριση της υπάρξεως μεταβιβάσεως το γεγονός ότι το εκχωρούμενο τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δεν εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τον νέο επιχειρηματία ως οργανωτικά αυτόνομο τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η εκχωρούμενη οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της».


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

    ( 2 ) ΕΕ L 82, σ. 16.

    ( 3 ) ΕΕ L 61, σ. 26.

    ( 4 ) Προαναφερθείσα στο σημείο 3 οδηγία 77/187/ΕΟΚ και οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ L 201, σ. 88).

    ( 5 ) Ειρήσθω εν παρόδω ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έθετε θέμα ανάλογο με αυτό που θέτει η Ferrotron με το δεύτερο αυτό σκέλος της επιχειρηματολογίας της, με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 186/83, Botzen (Συλλογή 1985, σ. 519). Με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, οσάκις η μεταβίβαση αφορά ορισμένη μόνον εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως, ήτοι τμήμα της επιχειρήσεως, η προστασία την οποία θεσπίζει η οδηγία επεκτείνεται στους υπαγομένους στο τμήμα αυτό της επιχειρήσεως εργαζομένους αφού «η εργασιακή σχέση χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ του εργαζομένου και του τμήματος της επιχείρησης στην οποία τοποθετήθηκε για να ασκεί τα καθήκοντά του» (σκέψη 15). Εξάλλου, με την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-51/00, Temco (Συλλογή 2002, σ. I-969), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως τμήματος εγκαταστάσεως, «δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της μεταβιβάσεως σε σχέση με την οδηγία το γεγονός ότι η εκχωρούσα επιχείρηση εξακολουθεί να υφίσταται μετά την ανάληψη μιας από τις δραστηριότητές της εκ μέρους άλλης επιχειρήσεως και από το ότι διατήρησε μέρος του προσωπικού του απασχολούμενου με την εκτέλεση αυτής της δραστηριότητας, εφόσον η εκχωρηθείσα δραστηριότητα συνιστά καθεαυτή οικονομική μονάδα» (σκέψη 29).

    ( 6 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2000, C-448/98, Guimont (Συλλογή 2000, σ. I-10663, σκέψη 22), της 5ης Μαρτίου 2002, C-515/99, C-519/99 έως C-524/99 και C-526/99 έως C-540/99, Reisch κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. Ι-2157, σκέψη 25).

    ( 7 ) Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-213/04, Burtscher (Συλλογή 2005, σ. Ι-10309, σκέψη 35).

    ( 8 ) Βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-281/98, Angonese (Συλλογή 2000, σ. I-4139, σκέψη 18).

    ( 9 ) Βλ. μέρος ΙΙ, αριθ. 3, της αποφάσεως περί παραπομπής.

    ( 10 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 3.

    ( 11 ) Βλ., ανωτέρω, υποσημείωση 4.

    ( 12 ) Βλ. πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/23.

    ( 13 ) Βλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 287/86, Ny Mølle Kro (Συλλογή 1987, σ. 5465, σκέψη 12), της 5ης Μαΐου 1988, 144/87 και 145/87, Berg (Συλλογή 1988, σ. 2559, σκέψη 17), και της 15ης Ιουνίου 1988, 101/87, Bork International κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 3057, σκέψη 13).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85 (Συλλογή 1986, σ. 1119).

    ( 15 ) Σκέψη 11· η υπογράμμιση δική μου.

    ( 16 ) Σκέψεις 12 και 15.

    ( 17 ) Σκέψη 13.

    ( 18 ) Σκέψη 13.

    ( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Foreningen af Arbejdsledere i Danmark (Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 10), προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 απόφαση Bork International κ.λπ., σκέψη 14, της 19ης Μαΐου 1992, C-29/91, Redmond Stichting (Συλλογή 1992, σ. I-3189, σκέψη 31), της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-209/91, Watson Rask και Christensen (Συλλογή 1992, σ. I-5755, σκέψη 19), της 7ης Μαρτίου 1996, C-171/94 και C-172/94, Merckx και Neuhuys (Συλλογή 1996, σ. I-1253, σκέψη 16).

    ( 20 ) Η έκφραση έχει ληφθεί από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini για την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 υπόθεση Berg (Συλλογή 1998, σ. 2573).

    ( 21 ) Βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 135/83, Abels (Συλλογή 1985, σ. 469), και της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Foreningen af Arbejdsledere i Danmark (Συλλογή 1985, σ. 2639).

    ( 22 ) Βλ. αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-362/89, d’Urso κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-4105), της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-472/93, Spano κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4321, σκέψεις 24 έως 29), της 12ης Μαρτίου 1998, C-319/94, Dethier Équipement (Συλλογή 1998, σ. I-1061, σκέψεις 31 και 32).

    ( 23 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, C-13/95 (Συλλογή 1997, σ. I-1259).

    ( 24 ) Σκέψη 13. Ήδη με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, C-48/94, Rygaard (Συλλογή 1995, σ. I-2745, σκέψη 20), το Δικαστήριο είχε διευκρινίσει ότι, προκειμένου να είναι εφαρμοστέα η οδηγία, «η μεταβίβαση [πρέπει να] αφορά οικονομική μονάδα οργανωμένη επί μονίμου βάσεως, η δραστηριότητα της οποίας δεν περιορίζεται σε εκτέλεση συγκεκριμένου έργου».

    ( 25 ) Σκέψη 15. Η υπογράμμιση δική μου. Με τις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας La Pergola είχε ζητήσει από το Δικαστήριο να εγκαταλείψει το κριτήριο της συνεχίσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας και να ακολουθήσει το κριτήριο της εκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα.

    ( 26 ) Βλ. αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C-127/96, C-229/96 και C-74/97, Hernández Vidal κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-8179, σκέψη 30), C-173/96 και C-247/96, Hidalgo κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-8237, σκέψη 30), της 25ης Ιανουαρίου 2001, C-172/99, Liikenne (Συλλογή 2001, σ. I-745, σκέψη 34), της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-340/01, Abler κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-14023, σκέψη 35).

    ( 27 ) Βλ., με αυτό το πνεύμα, αποφάσεις Süzen, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 18, Hernández Vidal κ.λπ., προπαρατεθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση, σκέψη 31, Temco, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 25, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, C-460/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2004, σ. I-11547, σκέψη 41), της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-232/04 και C-233/04, Güney-Görres και Demir (Συλλογή 2005, σ. I-11237, σκέψη 35), και Liikenne, προπαρατεθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση, σκέψη 35.

    ( 28 ) Βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-392/92, Schmidt (Συλλογή 1994, σ. I-1311, σκέψη 16). Η υπογράμμιση δική μου

    ( 29 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 απόφαση Ny Mølle Kro, σκέψεις 9 και 20.

    ( 30 ) Βλ. αποφάσεις Schmidt, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 16, Merckx και Neuhuys, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 21, Süzen, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 17, και Temco, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 25.

    ( 31 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26 απόφαση Liikenne, σκέψεις 39 έως 42. Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο απέκλεισε την εφαρμογή της οδηγίας στη διαδοχή, κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, σε υπηρεσίες του τομέα των δημόσιων μεταφορών με την εκμετάλλευση γραμμής λεωφορείου, μολονότι ο νέος ανάδοχος επαναπροσέλαβε σημαντικό μέρος του προσωπικού του προηγούμενου αναδόχου και πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση της πελατείας.

    ( 32 ) Βλ. αποφάσεις Süzen, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 21, Hernández Vidal κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 32, Hidalgo κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 32, και Temco, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 26.

    ( 33 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Liikenne, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, και Abler κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 37.

    ( 34 ) Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-175/99, Mayeur (Συλλογή 2000, σ. I-7755, σκέψη 49).

    ( 35 ) Σκέψη 53.

    ( 36 ) Διατακτικό της αποφάσεως.

    ( 37 ) Βλ. σκέψη 54.

    ( 38 ) Προτάσεις για την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση Süzen.

    ( 39 ) Βλ., με αυτό το πνεύμα, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28 απόφαση Schmidt.

    ( 40 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση Süzen και νομολογία που παρατίθεται στην υποσημείωση 26.

    ( 41 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34.

    ( 42 ) Σκέψη 53.

    ( 43 ) Βλ., για παράδειγμα, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19 απόφαση Merckx και Neuhuys, και απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-458/05, Jouini κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-7301).

    ( 44 ) Έτσι, για παράδειγμα, η απόφαση της επιχειρήσεως να αναλάβει η ίδια τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών της με δικό της προσωπικό σηματοδοτεί αλλαγή της οργανώσεως της εργασίας, αλλά δεν αποκλείει την ύπαρξη μεταβιβάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26 απόφαση Hernández Vidal κ.λπ.).

    ( 45 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34 απόφαση Mayeur.

    ( 46 ) Βλ. σημεία 42 και 44.

    ( 47 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34.

    ( 48 ) Σκέψη 56.

    Top