Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0445

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 12ης Φεβρουαρίου 2009.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ente per le Ville Vesuviane (C-445/07 P) και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (C-455/07 P).
Αίτηση αναιρέσεως - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Αναπτύξεως - Αξιοποίηση των υποδομών για τους σκοπούς της ανάπτυξης της τουριστικής δραστηριότητας στη Regione Campania (Ιταλία) - Περάτωση κοινοτικής χρηματοπιστωτικής συνδρομής - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό - Περιφερειακή ή τοπική αρχή - Πράξεις που την αφορούν άμεσα και ατομικά.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-445/07 P και C-455/07 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-07993

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:84

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 12ης Φεβρουαρίου 2009 ( 1 )

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-445/07 P και C-455/07 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ente per le Ville Vesuviane

κατά κατά

Ente per le Ville Vesuviane

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Αναπτύξεως — Αξιοποίηση των υποδομών για τους σκοπούς της ανάπτυξης της τουριστικής δραστηριότητας στη Regione Campania (Ιταλία) — Περάτωση κοινοτικής χρηματοπιστωτικής συνδρομής — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Περιφερειακή ή τοπική αρχή — Πράξεις που την αφορούν άμεσα και ατομικά»

I — Εισαγωγή

1.

Η παρούσα διαδικασία αφορά διαφορά μεταξύ του Ente per le Ville vesuviane (στο εξής: Ente) και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Επιτροπή) σχετικά με την περάτωση χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Αναπτύξεως (ΕΤΠΑ) σε σχέδια του Ente.

2.

Το Ente είναι νομικό πρόσωπο στο οποίο μετέχουν το ιταλικό Δημόσιο, η περιφέρεια της Καμπανίας, η επαρχία της Νάπολης και πολλές κοινότητες. Ιδρύθηκε με τον ιταλικό νόμο αριθ. 578 της 29ης Ιουλίου 1971, με σκοπό τη διατήρηση και αξιοποίηση των αρχιτεκτονικών συγκροτημάτων που αποτελούνται από τις κατασκευασθείσες τον 18o αιώνα βεζουβιανές επαύλεις (Ville vesuviane) με τα παραρτήματά τους.

3.

Το Πρωτοδικείο, με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ( 2 ), απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή, με την οποία το Ente προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής περί περατώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΤΠΑ.

4.

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε, το Ente εξακολουθεί, κατ’ αποτέλεσμα, να επιδιώκει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Η Επιτροπή άσκησε και αυτή αίτηση αναιρέσεως, με την οποία προβάλλει την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη, διότι η απόφαση δεν αφορούσε άμεσα το Ente, το οποίο, κατά συνέπεια, δεν νομιμοποιείτο ενεργητικώς.

5.

Η παρούσα διαδικασία προσφέρει, συνεπώς, την ευκαιρία για εμβάθυνση στο ζήτημα του άμεσου επηρεασμού των προσφευγόντων στο πλαίσιο της συνδρομής του ΕΤΠΑ.

II — Το νομικό πλαίσιο

6.

Με τις σκέψεις 1 έως 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέθεσε το νομικό πλαίσιο ως ακολούθως:

«1.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) ιδρύθηκε με τον κανονισμό (EOK) 724/75 του Συμβουλίου της 18ης Μαΐου 1975, που τροποποιήθηκε πολλές φορές και αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 1985, από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1787/84 του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1984. Το 1988 μεταρρυθμίστηκε το καθεστώς των διαρθρωτικών ταμείων με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1988 για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 185, σ. 9).

2.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1988 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4254/88 για διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά το FEDER. Ο κανονισμός 4254/88 αντικατέστησε τον κανονισμό 1787/84. Τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2083/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά το FEDER (EE L 193, σ. 34).

3.

Το άρθρο 12 του κανονισμού 4254/88, που φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», έχει ως εξής:

Τα τμήματα των ποσών που έχουν αναληφθεί για την παροχή συνδρομής σε σχέδια για τα οποία αποφάσισε η Επιτροπή πριν από την 1η Ιανουαρίου 1989 δυνάμει του ΕΤΠΑ και τα οποία δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο αίτησης οριστικής πληρωμής στην Επιτροπή πριν από τις 31 Μαρτίου 1995, αποδεσμεύονται αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1995, με την επιφύλαξη των σχεδίων που έχουν ανασταλεί για δικαστικούς λόγους.»

III — Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία στον πρώτο βαθμό

7.

Κατ’ αίτηση του Ente, η Ιταλία ζήτησε από την Επιτροπή χρηματοδοτική συνδρομή από το ΕΤΠΑ για μια επένδυση υποδομών με σκοπό την αποκατάσταση τριών από τις Ville vesuviane. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή χορήγησε, με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, που απευθυνόταν στην Ιταλική Δημοκρατία (στο εξής: απόφαση περί χορηγήσεως ( 3 )), χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΤΠΑ για την αξιοποίηση αυτού του συγκροτήματος επαύλεων για τουριστικούς σκοπούς.

8.

Η απόφαση περί χορηγήσεως αναφέρει το Ente ως ωφελούμενο της συνδρομής (τρίτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 3 της αποφάσεως) και ως υπεύθυνο για την αίτηση και την υλοποίηση του σχεδίου (παράρτημα της αποφάσεως).

9.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της αποφάσεως περί χορηγήσεως, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή να καταργήσει τη συνδρομή και να απαιτήσει την επιστροφή της, εφόσον δεν τηρηθούν οι όροι που προβλέπει η απόφαση, ιδίως όσον αφορά το χρονικό πλαίσιο υλοποιήσεως του σχεδίου. Πέραν αυτού, το άρθρο 4 ορίζει ότι κατάργηση ή απαίτηση επιστροφής μπορεί να χωρήσει μόνον μετά από σχετική ακρόαση του δικαιούχου.

10.

Σε εκτέλεση της αποφάσεως η Επιτροπή προέβη σε δύο προκαταβολές κατά τα έτη 1988 και 1990.

11.

Κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 4254/88, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2083/93, οι αιτήσεις οριστικής πληρωμής για τις πληρωμές του ΕΤΠΑ έπρεπε να έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή μέχρι 31 Μαρτίου 1995, εκτός αν κάποιο σχέδιο είχε ανασταλεί για δικαστικούς λόγους.

12.

Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 1995, η Ιταλία ζήτησε από την Επιτροπή παράταση της προθεσμίας αυτής, επικαλούμενη το άρθρο 12 του κανονισμού 4254/88, διότι τα σχέδια είχαν ανασταλεί για δικαστικούς λόγους και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να υποβληθεί εμπροθέσμως αίτηση οριστικής πληρωμής.

13.

Η Επιτροπή, με έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2001, ενημέρωσε την Ιταλία ότι σκόπευε να καταργήσει τη χρηματοδοτική συνδρομή. Η Επιτροπή έκρινε ότι είχε παρέλθει, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 4254/88, η προθεσμία για την υποβολή των εκκαθαρίσεων και, αντιθέτως προς την άποψη των ιταλικών αρχών, δεν υφίστατο λόγος παρατάσεως της προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 4254/88.

14.

Η Επιτροπή, με έγγραφο της 13ης Μαρτίου 2002, γνωστοποίησε στην Ιταλία την οριστική απόφαση περί περατώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής από το ΕΤΠΑ, βάσει των αιτήσεων πληρωμής που είχαν υποβληθεί πριν από τις 31 Μαρτίου 1995 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση ( 4 )).

15.

Η Ιταλία, δεδομένου ότι, μέχρι την προθεσμία αυτή, είχε υποβάλει μόνον μία αίτηση πληρωμής για μερικό ποσό, μικρότερο από τις μερικές καταβολές που είχε ήδη λάβει ως προκαταβολή, αφενός, υποχρεούται πλέον να επιστρέψει την προκύπτουσα διαφορά και, αφετέρου, δεν δύναται να εισπράξει περαιτέρω ποσά, προς ενίσχυση των επίδικων σχεδίων από το ΕΤΠΑ.

16.

Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή τόνισε ότι ούτε η απόφαση αυτή, ούτε άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου υποχρεώνει το κράτος μέλος να απαιτήσει τα καταβληθέντα ποσά από το Ente ως δικαιούχος.

17.

Το Ente άσκησε, ενώπιον του Πρωτοδικείου, προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2002 και ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση.

IV — Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι, αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, η προσφυγή είναι παραδεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής αφορά άμεσα το Ente, το οποίο, κατά συνέπεια, νομιμοποιείται ενεργητικώς κατά την έννοια του άρθρου 230, παράγραφος 4, ΕΚ.

19.

Ως προς την ουσία, το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως του Ente ως αβάσιμη. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Ente είχε υποστηρίξει ότι εσφαλμένα η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρατάσεως για δικαστικούς λόγους, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 2083/93 και, συνεπώς, δέχθηκε ότι η αίτηση πληρωμής δεν ήταν εμπρόθεσμη. Στο μέτρο αυτό, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής.

20.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Ente προέβαλε την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε ακρόασή του πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι αυτό συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων αμύνης του. Το Πρωτοδικείο έκρινε σχετικώς ότι το Ente είχε μεν δικαίωμα ακροάσεως, η έλλειψη ακροάσεως όμως εν προκειμένω δεν οδηγούσε σε ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Και τούτο διότι το Ente, ερωτηθέν από το Πρωτοδικείο, δεν προέβαλε κανένα ισχυρισμό που, αν είχε λάβει χώρα ακρόαση του Ente από την Επιτροπή, θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση.

21.

Πέραν αυτού, το Ente προέβαλε αιτιάσεις περί ανεπαρκούς διερευνήσεως των πραγματικών περιστατικών από την Επιτροπή και περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Και ως προς τις αιτιάσεις αυτές το Πρωτοδικείο έκρινε όμως την προσφυγή αβάσιμη.

V — Η αίτηση αναιρέσεως

22.

Η αίτηση του Ente στηρίζεται σε δύο λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Ente προβάλλει, κατ’ ουσίαν, αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 12 του κανονισμού 4254/88. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προσβάλλει την κρίση του Πρωτοδικείου, κατά την οποία η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως του Ente.

23.

Η Επιτροπή άσκησε και αυτή αίτηση αναιρέσεως. Με αυτή αιτιάται το Πρωτοδικείο ότι δεν απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως του Ente.

24.

Ειδικότερα, οι διάδικοι υποβάλλουν τα ακόλουθα αιτήματα:

25.

Στην υπόθεση C-455/07 P, που αφορά την αίτηση αναιρέσεως του Ente,

το Ente ζητεί

να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η απόφαση D(2002) 810111 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2002 καθώς και —στο μέτρο που είναι απαραίτητο και προσήκον— η ανακοίνωση της Γενικής Διευθύνσεως της Επιτροπής για την Περιφερειακή Πολιτική της 12ης Οκτωβρίου 2001·

επικουρικώς, να αναιρεθεί μερικώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Πρωτοδικείο, για να αποφανθεί αυτό επί της διαφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που θα του δώσει το Δικαστήριο·

να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας του πρώτου βαθμού.

Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του Ente και να καταδικασθεί το Ente στα δικαστικά έξοδα.

26.

Στην απόφαση C-445/07 P, που αφορά την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής,

η Επιτροπή ζητεί

να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που έκρινε ως παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε το Ente per le Ville vesuviane·

να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή που άσκησε το Ente per le Ville vesuviane για την ακύρωση της αποφάσεως D(2002) 810111 της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2002·

να καταδικασθεί το Ente per le Ville vesuviane στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας του πρώτου βαθμού.

Το Ente ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα.

VI — Εκτίμηση

Α — Επί της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής

27.

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο δεν θα έπρεπε να εισέλθει στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς, αλλά θα έπρεπε να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

1. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

28.

Θα μπορούσαν να γεννηθούν αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, διότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας την προσφυγή ως αβάσιμη, εξέδωσε μια κατ’ αποτέλεσμα ευνοϊκή για την Επιτροπή απόφαση.

29.

Το Ente δεν προέβαλε, βέβαια, αιτίαση σχετικά με το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής. Το απαράδεκτο όμως αυτό εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ( 5 ). Και η Επιτροπή στο υπόμνημά της αναφέρεται εκτενώς στο ζήτημα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε.

30.

Κατά το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μπορεί να ασκηθεί αναίρεση κατά των οριστικών αποφάσεων του Πρωτοδικείου, καθώς και κατά των αποφάσεων που επιλύουν δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου.

31.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου είναι παραδεκτή, ως αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως με την οποία επιλύθηκε δικονομικό ζήτημα.

32.

Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστατο παρεμπίπτον ζήτημα. Κατά το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ( 6 ), για την ύπαρξη παρεμπίπτοντος ζητήματος απαιτείται αναγκαστικά να έχει υποβληθεί η ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο. Στις περιπτώσεις, στις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη αποφάσεως με την οποία επιλύθηκε δικονομικό ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η ένσταση απαραδέκτου είχε, όπως προκύπτει, υποβληθεί με χωριστό κάθε φορά δικόγραφο ( 7 ).

33.

Η απαίτηση χωριστού δικογράφου εξασφαλίζει τη διαφάνεια της διαδικασίας. Και τούτο διότι εξασφαλίζει την ευχερή ταυτοποίηση της αιτήσεως υπό την ιδιότητά της αυτή. Τούτο είναι σημαντικό πρωτίστως για τον λόγο ότι το παρεμπίπτον ζήτημα διακόπτει την κύρια διαδικασία. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να διευκρινιστεί στο Πρωτοδικείο, με χωριστό δικόγραφο, κατά πόσον μια ένσταση πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο παρεμπίπτοντος ζητήματος ή όχι. Εάν μπορούσε να τεθεί θέμα παρεμπίπτοντος ζητήματος στο πλαίσιο των άλλων δικογράφων, δεν θα καθίστατο σαφές κατά πόσον πρόκειται για παρεμπίπτον ζήτημα ή όχι.

34.

Εντούτοις, είναι αναμφισβήτητο ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε, στην προκειμένη περίπτωση, την αιτίαση του απαραδέκτου της προσφυγής με χωριστό δικόγραφο. Κατά συνέπεια, δεν υφίστατο παρεμπίπτον ζήτημα και, επομένως, η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση με την οποία επιλύθηκε δικονομικό ζήτημα.

35.

Παρ’ όλα αυτά, η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής είναι παραδεκτή ως αίτηση αναιρέσεως στρεφόμενη κατά οριστικής αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Και τούτο διότι, κατά το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κάθε διάδικος που ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει μπορεί να ασκήσει αναίρεση.

36.

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέβαλε, στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, το κύριο αίτημα να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή του Ente. Μόνον το επικουρικό της αίτημα αφορούσε την απόρριψη της προσφυγής ως αβασίμου.

37.

Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο με την απόφασή του αναγνώρισε ρητώς το παραδεκτό της προσφυγής και στήριξε την απόρριψή της μόνον στο αβάσιμο της προσφυγής, η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το κύριο αίτημά της και νίκησε μόνον ως προς το επικουρικό αίτημά της. Αυτή η εν μέρει ήττα οδηγεί στο παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής.

38.

Πράγματι, σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, το Δικαστήριο διευκρίνισε υπό ποιες προϋποθέσεις η προβληθείσα αιτίαση περί απαραδέκτου, που δεν έγινε δεκτή, συνιστά εν μέρει ήττα, στην οποία μπορεί να στηριχθεί αίτηση αναιρέσεως ( 8 ).

39.

Στη διαδικασία εκείνη, η αναιρεσείουσα είχε αμφισβητήσει το παραδεκτό της αρχικής αιτήσεως με το ενώπιον του Πρωτοδικείου υπόμνημά της, χωρίς όμως «να επικαλεστεί ρητά το απαράδεκτο του αιτήματος» ( 9 ). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, με την αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να προβληθεί η αιτίαση ότι η αρχική αίτηση απορρίφθηκε μόνον ως αβάσιμη και όχι ως απαράδεκτη.

40.

Εάν έχει υποβληθεί —όπως εν προκειμένω— χωριστό αίτημα απορρίψεως λόγω απαραδέκτου, πρόκειται για τυπική αιτίαση απαραδέκτου, η οποία, εφόσον απορριφθεί, μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως.

41.

Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής είναι παραδεκτή.

2. Επί του βασίμου της αιτήσεως αναιρέσεως

42.

Η Επιτροπή, με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε, προβάλλει την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το Ente νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση προσφυγής.

43.

Κατά το άρθρο 230, παράγραφος 4, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά. Είναι αναμφισβήτητο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής δεν απευθύνεται στο Ente, αλλά στην Ιταλία. Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το Ente ατομικά, είναι όμως αμφίβολο κατά πόσον το αφορά και άμεσα.

44.

Το Δικαστήριο έχει ήδη κληθεί να λάβει θέση, με δύο αποφάσεις που αφορούσαν και αυτές την περάτωση χρηματοδοτικών συνδρομών του ΕΤΠΑ, σχετικά με το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού ( 10 ). Και οι δύο περιπτώσεις αφορούσαν προσφυγές της Regione Siciliana κατά αποφάσεων της Επιτροπής περί περατώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΤΠΑ.

45.

Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο επικαλέστηκε την πάγια νομολογία του. Σύμφωνα με αυτή, η προϋπόθεση να αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οποία θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, απαιτεί το αμφισβητούμενο κοινοτικό μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη, χωρίς να παρέχει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων ( 11 ).

46.

Το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του «Regione Siciliana», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορούσε άμεσα τους προσφεύγοντες. Την κρίση του αυτή στήριξε, ιδίως, στο γεγονός ότι στην απόφαση περί χορηγήσεως οι τότε προσφεύγουσες αναφέρονται ως «αρχή υπεύθυνη για την υλοποίηση του έργου ΕΤΠΑ» ( 12 ) ή ως «αρμόδια αρχή για την αίτηση της χρηματοδοτικής συνδρομής» ( 13 ) και όχι ως «δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής» ( 14 ). Η θέση της υπεύθυνης αρχής για την αίτηση δεν είχε ως συνέπεια να έχει η τότε προσφεύγουσα άμεση σχέση με την κοινοτική συνδρομή, η οποία ζητήθηκε από την Ιταλική Κυβέρνηση και χορηγήθηκε στην Ιταλική Κυβέρνηση. ( 15 )

47.

Στην κρινόμενη υπόθεση, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε διαφορές σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν τη βάση των αποφάσεων επί των υποθέσεων Regione Siciliana, βάσει των οποίων δέχθηκε ότι η απόφαση της Επιτροπής αφορούσε το Ente άμεσα. Πρώτον, στην απόφαση περί χορηγήσεως, το Ente δεν αναφερόταν μόνον ως αρμόδια για την υλοποίηση του έργου αρχή, αλλά ονομαστικά ως δικαιούχος. Δεύτερον, δεν είναι κρίσιμη η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Ιταλία να αποφασίσει κατά πόσον θα απαιτήσει την επιστροφή της καταβληθείσας επιχορηγήσεως, δεδομένου ότι η Ιταλία είχε, ήδη πριν την απόφαση της Επιτροπής, γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να απαιτήσει την επιστροφή των χρημάτων και να μην παρέμβει ενισχυτικά. Τρίτον, το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ήταν απαραίτητο για να μπορέσει το Ente να εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων του αμύνης.

48.

Εντούτοις, οι διαφορές σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν τη βάση των αποφάσεων επί των υποθέσεων Regione Siciliana, τις οποίες τονίζει το Πρωτοδικείο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν στηρίζουν, κατ’ αποτέλεσμα, κρίση αποκλίνουσα αυτής επί των υποθέσεων Regione Siciliana.

49.

To Δικαστήριο, με την απόφαση της 2ας Μαΐου 2006 επί της υποθέσεως Regione Siciliana κατά Επιτροπής, δεν δέχθηκε την ενεργητική νομιμοποίηση της Regione Siciliana λόγω του ότι η ιδιότητα ως αρχής υπεύθυνης για την υλοποίηση του έργου δεν σήμαινε ότι η ίδια η προσφεύγουσα ήταν «ο δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής».

50.

Στην παρούσα υπόθεση το προσφεύγον αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής ως δικαιούχος. Από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει όμως ότι παρασχέθηκε στο Ente κοινοτικού δικαίου αξίωση επί της συνδρομής. Επίσης, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε, στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, ότι το Ente είναι δικαιούχος αξιώσεως επί της χρηματοδοτικής συνδρομής. Αντιθέτως, η Ιταλία ζήτησε από την Επιτροπή χρηματοδοτική συνδρομή από το ΕΤΠΑ για μέτρα που επρόκειτο να εκτελέσει το Ente σχετικά με τις υποδομές και η συνδρομή χορηγήθηκε στο κράτος αυτό. Κατά συνέπεια, αιτούσα, δικαιούχος της αξιώσεως και αποδέκτης της αποφάσεως της Επιτροπής είναι, εν προκειμένω, μόνον η Ιταλία. Ορθά, συνεπώς, χαρακτήρισε και η Επιτροπή, με την απόφαση περί χορηγήσεως, το Ente μόνον ως «δικαιούχο» και όχι ως δυνάμενο να προβάλει τη σχετική αξίωση.

51.

Στην προκειμένη υπόθεση, ο δεσμός του Ente, υπό την ιδιότητα του «δικαιούχου», με τη συνδρομή του ΕΤΠΑ παρίσταται πάντως στενότερος από αυτόν των προσφευγουσών στις υποθέσεις Regione Siciliana, υπό την απλή ιδιότητα των «αρμοδίων αρχών». Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2006 επί της υποθέσεως Regione Siciliana δεν προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς μόνον ο δικαιούχος κοινοτικού δικαίου αξιώσεως επί της συνδρομής. Το Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι ο υπεύθυνος του σχεδιαζομένου έργου, ο οποίος δεν έχει αξίωση επί της συνδρομής, δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς. Το Δικαστήριο, με τις προηγούμενες αποφάσεις του, είχε θεωρήσει κρίσιμο το κατά πόσον το προσβαλλόμενο μέτρο επηρεάζει τη νομική θέση ενός προσώπου ( 16 ). Ανακύπτει, συνεπώς, το ερώτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής επηρεάζει τη νομική θέση του Ente ως δικαιούχου, έστω και αν δεν μπορούσε να προβάλει κοινοτικού δικαίου αξίωση επί της χρηματοδοτικής συνδρομής.

52.

Θα μπορούσε, συναφώς, να προβληθεί το επιχείρημα ότι επηρεάζεται η νομική θέση του Ente, λόγω του ότι η Ιταλία θα μπορούσε να προβάλει εναντίον του απαιτήσεις επιστροφής των καταβληθέντων. Σε σχέση με αποφάσεις της Επιτροπής, με τις οποίες υποχρεώνονται τα κράτη μέλη να απαιτήσουν την επιστροφή ενισχύσεων που αντίκεινται στο κοινοτικό δίκαιο, γίνεται τελικώς δεκτό ότι οι οικείες επιχειρήσεις νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν προσφυγή, μολονότι δεν έχουν κοινοτικού δικαίου αξίωση επί των ενισχύσεων. Πέραν αυτού, η απόφαση της Επιτροπής θα έπρεπε όμως να αφορά άμεσα το Ente.

53.

Κατά πάγια νομολογία, η απόφαση της Επιτροπής αφορά άμεσα ένα πρόσωπο που δεν είναι αποδέκτης της αποφάσεως μόνον αν ο αποδέκτης είναι υποχρεωμένος σε εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως και η εφαρμογή αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα, διότι δεν καταλείπεται συναφώς καμία εξουσία εκτιμήσεως στον αποδέκτη ( 17 ).

54.

Η παρεμβολή μιας αυτοτελούς βουλήσεως του αποδέκτη μεταξύ της αποφάσεως και των συνεπειών της για τον προσφεύγοντα έχει ως αποτέλεσμα η απόφαση να μην τον αφορά άμεσα ( 18 ). Εφόσον η απόφαση του αποδέκτη δεν επιβάλλεται νομικά ούτε από το κοινοτικό δίκαιο ούτε από τη συγκεκριμένη απόφαση της Επιτροπής, αλλά στηρίζεται σε αυτοτελή απόφαση του κράτους μέλους, δεν υφίσταται άμεσος δεσμός μεταξύ της αποφάσεως της Επιτροπής και του προσφεύγοντος.

55.

Είναι αναμφισβήτητο ότι στην κρινόμενη υπόθεση η Ιταλική Κυβέρνηση δεν ήταν υποχρεωμένη να απαιτήσει από το Ente την επιστροφή των κοινοτικών επιχορηγήσεων. Αντιθέτως, μπορούσε ελεύθερα να αποφασίσει να φέρει η ίδια το βάρος της επιστροφής του σχετικού ποσού στο ΕΤΠΑ και να αναλάβει με δικούς της πόρους το τμήμα της κοινοτικής συνδρομής που ελευθερώθηκε, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αποπεράτωση των εργασιών. Βάσει του κοινοτικού δικαίου, δεν ήταν ακριβώς υποχρεωμένη να απαιτήσει την επιστροφή των χρημάτων από το Ente, πράγμα που ρητώς επεσήμανε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

56.

Αυτό ανταποκρίνεται, όπως ορθώς επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Regione Siciliana, στην πολυπλοκότητα των σχέσεων που αναπτύσσονται κατά τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων ( 19 ). Η πολυπλοκότητα αυτή καθιστά τη θέση των κρατών μελών αποφασιστική, με αποτέλεσμα μια απαίτηση από το ΕΤΠΑ να δημιουργεί δεσμό μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους ( 20 ). Από την οπτική γωνία της Επιτροπής, τα επιχορηγούμενα σχέδια είναι, συνεπώς, σχέδια των κρατών μελών. Εναπόκειται, επομένως, στο οικείο κράτος μέλος να αποφασίσει αν το σχέδιο υποδομών θα συνεχιστεί σε περίπτωση που περατωθεί η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας.

57.

To Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι αυτή η ελευθερία την οποία διαθέτει το κράτος μέλος κατά τη μεταφορά της αποφάσεως της Επιτροπής στο εσωτερικό του δίκαιο δεν είναι κρίσιμη, διότι η Ιταλική Κυβέρνηση είχε εκφράσει, ήδη πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής, την πρόθεσή της να μην επιβαρυνθεί η ίδια με το ποσό που ζητήθηκε να επιστραφεί, αλλά να το απαιτήσει από το Ente. Κατά συνέπεια, η άποψη ότι η Ιταλία θα επιβάρυνε τον προϋπολογισμό της με τις αντίστοιχες πληρωμές που δεν θα καταβάλλονταν πλέον από το ΕΤΠΑ είναι καθαρώς υποθετική.

58.

Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο επικαλείται αποφάσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε, σε αποφάσεις που εξέδωσε εν τω μεταξύ και αφορούσαν τη διακριτική ευχέρεια του αποδέκτη, την ύπαρξη εξαιρέσεως σε περιπτώσεις στις οποίες ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι, ακόμη και μετά την απόφαση του αποδέκτη, θα επιβαρυνόταν ο προσφεύγων. Η κοινοτική πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα όταν η δυνατότητα του κράτους μέλους να τη μεταφέρει στο εσωτερικό του δίκαιο κατά τρόπο που δεν επιβαρύνει τον προσφεύγοντα είναι καθαρώς υποθετική, διότι εκ των προτέρων δεν υφίσταται αμφιβολία ότι οι εθνικές αρχές θα μεταφέρουν με τελείως διαφορετικό τρόπο την κοινοτική πράξη στο εσωτερικό δίκαιο ( 21 ).

59.

Ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον αυτή η νομολογία μπορεί να μεταφερθεί σε μια συγκυρία όπως αυτή της κρινομένης υποθέσεως, που σχετίζεται με συνδρομές του ΕΤΠΑ. Και στην προκειμένη υπόθεση η Ιταλία, ως αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής, δεν δημιούργησε, πριν την έκδοση της αποφάσεως, αμφιβολίες, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, ότι θα μετέφερε την απόφαση στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο επιβαρύνοντα την προσφεύγουσα. Η μεταφορά της προαναφερθείσας νομολογίας στην προκειμένη υπόθεση παρίσταται, συνεπώς, εκ πρώτης όψεως δυνατή ( 22 ).

60.

Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι οι υποθέσεις, στις οποίες το Δικαστήριο στηρίχθηκε στον καθαρώς θεωρητικό χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του αποδέκτη αποφάσεως σχετικά με τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, επειδή δεν υφίστατο αμφιβολία σχετικά με τον τρόπο της μεταφοράς, στηρίζονταν σε πολύ ειδικά πραγματικά περιστατικά. Θα μπορούσαν, συνεπώς, να γεννηθούν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον πρέπει αναγκαστικά να μεταφερθούν σε υποθέσεις όπως η προκειμένη οι κρίσεις που αφορούσαν τις εν λόγω υποθέσεις.

61.

Στην υπόθεση Πειραϊκή-Πατραϊκή ( 23 ), η Επιτροπή επέτρεψε στη Γαλλία, κατόπιν αιτήματός της, να περιορίσει τις εισαγωγές από την Ελλάδα, χωρίς να υποχρεώσει, βέβαια, τη Γαλλία προς τούτο. Στην πράξη, παρίσταται καθαρώς υποθετικό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει ο αποδέκτης αποφάσεως που εκδόθηκε σύμφωνα με δική του αίτηση τη διακριτική του ευχέρεια μη κάνοντας καθόλου χρήση της αποφάσεως που ο ίδιος προκάλεσε. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν ανεπιεικές να μην γίνει δεκτή η άμεση επιβάρυνση από την απόφαση της Επιτροπής, λόγω της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, από νομικής απόψεως, ο αποδέκτης της αποφάσεως. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δέχθηκε, στην υπόθεση αυτή, ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς, όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό τους, και ορισμένοι Έλληνες εξαγωγείς.

62.

Στην υπόθεση Dreyfus ( 24 ), το Δικαστήριο δέχθηκε, βάσει συνολικής εκτιμήσεως ιδιαιτέρως πολύπλοκων αντικειμενικών συνθηκών και λαμβάνοντας υπόψη το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο αποφάσεως της Επιτροπής που αφορούσε τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτήσεως για την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων στη Ρωσική Ομοσπονδία, ότι θίγεται άμεσα ο προμηθευτής ο οποίος, στην πράξη, μπορούσε να περιμένει από τον Ρώσο αντισυμβαλλόμενό του μόνον καταβολές ύψους αντίστοιχου προς την κοινοτική χρηματοδότηση, μολονότι ο αντισυμβαλλόμενος ήταν, σύμφωνα με το ιδιωτικό δίκαιο, υποχρεωμένος σε μεγαλύτερου ύψους καταβολές. Και στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καθαρώς υποθετική δυνατότητα να εκπληρώσει ο αντισυμβαλλόμενος του προσφεύγοντος τις συμβατικές του υποχρεώσεις, μολονότι αυτό θα οδηγούσε σε απώλεια της κοινοτικής χρηματοδοτήσεώς του, ήταν τόσο αβέβαιη, ώστε έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένους όρους της χρηματοδοτήσεως επιβάρυνε άμεσα τον προσφεύγοντα προμηθευτή.

63.

Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών οδήγησε, και στις δύο υποθέσεις, το Δικαστήριο στο να θεωρήσει ενδεδειγμένες στενά οριοθετημένες εξαιρέσεις από την αρχή, σύμφωνα με την οποία η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορά άμεσα έναν τρίτο όταν ο αποδέκτης της αποφάσεως διατηρεί περιθώριο διακριτικής ευχέρειας.

64.

Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική στην υπό κρίση υπόθεση. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στις προαναφερθείσες υποθέσεις, από το σύνολο των πραγματικών περιστατικών δεν συνάγονται, εν προκειμένω, με τον ίδιο τρόπο δεσμευτικά συμπεράσματα σχετικά με τη μέλλουσα συμπεριφορά του αποδέκτη της αποφάσεως, εφόσον μάλιστα η ίδια η Ιταλία συμμετέχει στο Ente. Μπορεί ίσως να ληφθεί υπόψη η υποκειμενική ανακοίνωση της Ιταλίας. Αυτή δεν είναι δεσμευτική και ουδόλως εμποδίζει την Ιταλία να μην απαιτήσει την επιστροφή ή να χρηματοδοτήσει πλέον με δικά της μέσα την απαίτηση του Ente. Στο πλαίσιο αυτό, δεν παρίσταται πειστικό να συναχθεί, από την απλή ανακοίνωση της Ιταλίας ότι προτίθεται να απαιτήσει από το Ente την επιστροφή της συνδρομής, το συμπέρασμα ότι το Ente θίγεται άμεσα ( 25 ). Εξάλλου, ένα κράτος μέλος θα μπορούσε, με τον τρόπο αυτό, να αποφασίζει, μέσω της νομικώς μη δεσμευτικής ανακοινώσεως μελλοντικής συμπεριφοράς, κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος θα ενομιμοποιείτο ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων.

65.

Συμπερασματικά πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι το Ente δεν θίγεται άμεσα, διότι η Ιταλία δεν ήταν υποχρεωμένη να απαιτήσει από το Ente την επιστροφή των χρημάτων.

66.

Πέραν αυτού, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ενεργητική νομιμοποίηση του Ente ενισχύεται από το γεγονός ότι η απόφαση περί χορηγήσεως προέβλεπε την ακρόαση του Ente πριν αποφασισθεί η περάτωση της συνδρομής από το ΕΤΠΑ. Ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι αυτή η υποχρεωτικά προβλεπόμενη ακρόαση καθιστά ισχυρότερη τη διαδικαστική θέση του Ente σε σχέση με αυτή των προσφευγουσών στις υποθέσεις «Regione Siciliana». Από μόνη την προβλεπόμενη ακρόαση τρίτου, που αποσκοπεί να εξασφαλίσει αξιόπιστη βάση για την απευθυνόμενη σε κράτος μέλος απόφαση της Επιτροπής, δεν μπορεί όμως να συναχθεί ενεργητική νομιμοποίηση του τρίτου για την άσκηση προσφυγής κατά της επί της ουσίας αποφάσεως, όταν ο τρίτος, στον οποίο πρέπει να παρέχεται δικαίωμα ακροάσεως, δεν θίγεται —όπως εν προκειμένω— άμεσα από το περιεχόμενο της αποφάσεως.

67.

Τέλος, απομένει ακόμη να εξεταστεί κατά πόσον αυτή η άρνηση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τυγχάνουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την κοινοτική έννομη τάξη ( 26 ).

68.

Η δικαστική προστασία των φυσικών ή νομικών προσώπων που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν απευθείας τις κοινοτικές πράξεις του είδους της επίδικης αποφάσεως πρέπει να εξασφαλίζεται αποτελεσματικώς με την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, σύμφωνα με την αρχή της αγαστής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 10 ΕΚ, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση των ένδικων βοηθημάτων κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα θιγόμενα πρόσωπα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιουδήποτε εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή επ’ αυτών κοινοτικής πράξεως, όπως η προκειμένη, προβάλλοντας την ακυρότητα της τελευταίας και οδηγώντας έτσι τα δικαστήρια αυτά στην υποβολή συναφών προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο ( 27 ).

69.

Ως συμπέρασμα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή του Ente ήταν απαράδεκτη ήδη στον πρώτο βαθμό, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμη η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής.

Β — Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ente per le ville vesuviane

70.

Ενόψει του απαραδέκτου της προσφυγής που άσκησε το Ente ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αίτησή του αναιρέσεως, αφορώσα την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον με αυτήν κρίθηκε η βασιμότητα της προσφυγής αυτής, κατέστη άνευ αντικειμένου, οπότε η εξέτασή της παρέλκει ( 28 ). Δεν χρειάζεται, συνεπώς, να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ente.

71.

Για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα εκτιμούσε διαφορετικά το παραδεκτό της προσφυγής, θα εξετάσω, επικουρικώς, στη συνέχεια το βάσιμο της αιτήσεως αναιρέσεως του Ente.

1. Επικουρική εξέταση των λόγων αναιρέσεως

α) Πρώτος λόγος αναιρέσεως

72.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Ente προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, ανεπαρκή ανάλυση των πραγματικών περιστατικών και έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το άρθρο 12 του κανονισμού 4254/88. Το άρθρο αυτό καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή οι αιτήσεις πληρωμής για να μπορούν να ληφθούν υπόψη. Το άρθρο 12 προβλέπει εξαίρεση από την προθεσμία αυτή για τα σχέδια που έχουν ανασταλεί για δικαστικούς λόγους.

73.

Κατά την άποψη του Ente, η παράταση της προθεσμίας ισχύει για το συνολικό σχέδιο, έστω και αν η θεσπίζουσα εξαίρεση ρύθμιση του άρθρου 12 αφορά μόνον ένα τμήμα του εγκεκριμένου σχεδίου, δηλαδή ένα μόνον από τα τρία συγκροτήματα επαύλεων.

74.

Το Πρωτοδικείο όμως δέχθηκε, ορθώς, ότι, σε περίπτωση που ένα σχέδιο είναι δυνατόν να χωρισθεί σε τμήματα, η θεσπίζουσα εξαίρεση ρύθμιση ισχύει μόνον για τα τμήματα του σχεδίου που έχουν ανασταλεί για δικαστικούς λόγους. Η δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας αποτελεί εξαίρεση της αρχής, σύμφωνα με την οποία όλες οι αιτήσεις πληρωμής πρέπει να έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή εντός ορισμένης προθεσμίας. Ορθώς, επομένως, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 12 παράταση προθεσμίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Ο τακτικός και αξιόπιστος οικονομικός προγραμματισμός των μέσων του ΕΤΠΑ απαιτεί την ταχύτερη δυνατή εκκαθάριση των χρημάτων. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που ένα σχέδιο μπορεί να χωρισθεί σε τμήματα και η θεσπίζουσα εξαίρεση ρύθμιση του άρθρου 12 ισχύει μόνον για ένα τμήμα του σχεδίου, εφαρμόζεται πλήρως η υποχρέωση εμπρόθεσμης εκκαθαρίσεως των αποπερατωμένων τμημάτων του σχεδίου.

75.

Στο μέτρο που το Ente προσάπτει, περαιτέρω, στο Πρωτοδικείο την εσφαλμένη κρίση ότι το εγκεκριμένο σχέδιο μπορεί να χωρισθεί σε τμήματα, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Και τούτο διότι με την αιτίαση αυτή το Ente προσβάλλει διαπίστωση του Πρωτοδικείου σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου δεν υφίσταται στοιχείο που να συνηγορεί σε βάρος του χωριστού, εξατομικευμένου απολογισμού εργασιών για κάθε ένα από τα τρία συγκροτήματα επαύλεων.

76.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτός.

β) Δεύτερος λόγος αναιρέσεως

77.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το Ente προβάλλει την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε ακρόασή του πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

78.

Το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως περί χορηγήσεως παρέχει στο Ente δικαίωμα ακροάσεως. Πράγματι, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αποφασίσει την περάτωση ή επιστροφή της συνδρομής, χωρίς να ακούσει, προηγουμένως, τον δικαιούχο.

79.

Το Πρωτοδικείο δέχεται, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή δεν προέβη, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ακρόαση του Ente και, συνεπώς, προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως του Ente. Εντούτοις, αυτή η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως δεν δικαιολογεί, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν επηρέασε, κατ’ αποτέλεσμα, το περιεχόμενό της.

80.

Πράγματι, κατά τη διαδικασία στον πρώτο βαθμό, το Ente δεν προέβαλε κρίσιμες ενστάσεις, που θα υποχρέωναν την Επιτροπή να εκδώσει διαφορετική απόφαση.

81.

Το Ente προσάπτει, συναφώς, στο Πρωτοδικείο ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι οι εργασίες στη Villa Ruggero είχαν περατωθεί ήδη το έτος 1992. Το Ente προσκόμισε στο Πρωτοδικείο έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι οι εργασίες στη Villa Ruggero είχαν ανασταλεί για δικαστικούς λόγους από το έτος 1989 έως τα τέλη, τουλάχιστον, του έτους 1996.

82.

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι το ζήτημα του πότε περατώθηκαν οι εργασίες στη Villa Ruggero και ποιοι λόγοι εμπόδιζαν την πρόοδό τους αποτελεί εκτίμηση πραγματικών περιστατικών που ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου και δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο.

83.

Μόνον σε περιπτώσεις στις οποίες το Πρωτοδικείο προέβη σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, δύναται κατ’ εξαίρεση το Δικαστήριο να αναιρέσει, για τον λόγο αυτό, την απόφαση του Πρωτοδικείου.

84.

Στην προκειμένη περίπτωση παρέλκει να εξεταστεί κατά πόσον η διαπίστωση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τον χρόνο αποπερατώσεως των εργασιών στη Villa Ruggero μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων. Και τούτο διότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου προέκυπτε χωρίς αμφιβολία ότι οι εργασίες αυτές δεν περατώθηκαν ήδη το 1992, αλλά οι εργασίες είχαν, όπως υποστηρίζει το Ente, ανασταλεί για δικαστικούς λόγους μέχρι τα τέλη του 1996, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως το έτος 2002, να περατώσει τη συνδρομή του ΕΤΠΑ λόγω μη εμπροθέσμου εκκαθαρίσεως. Πράγματι, από τον προεκτεθέντα, στενά ερμηνευόμενο εξαιρετικό χαρακτήρα της διατάξεως του άρθρου 12 του κανονισμού 4254/88 περί προθεσμίας συνάγεται ότι το σχέδιο θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εκτελεστεί και να αποτελέσει αντικείμενο εκκαθαρίσεως, χωρίς καθυστέρηση, μόλις εξέλειπαν οι δικαστικοί λόγοι αναστολής. Το Ente όμως δεν επικαλέστηκε τέτοια άμεση εκτέλεση και εκκαθάριση ούτε, εξάλλου, προσκόμισε στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της υποχρεωτικής διάρκειας των εργασιών πέραν του έτους 2000.

85.

Ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως δεν είναι, συνεπώς, ικανός να επηρεάσει το κύρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Ελλείψει της ικανότητας αυτής, αποτελεί λόγο αναιρέσεως μη δυνάμενο να οδηγήσει στην επίτευξη του σκοπού της αναιρέσεως και είναι, συνεπώς, αβάσιμος.

86.

Ούτε ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτός.

2. Ενδιάμεσο συμπέρασμα σχετικά με την αίτηση αναιρέσεως του Ente

87.

Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η αίτηση αναιρέσεως του Ente είναι άνευ αντικειμένου.

VII — Επί των δικαστικών εξόδων

88.

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 69 του Κανονισμού Διαδικασίας, που επίσης έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του εν λόγω άρθρου 118, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

89.

Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί το Ente στα δικαστικά έξοδα, το τελευταίο δε ηττήθηκε ως προς τους ισχυρισμούς του στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, πρέπει να καταδικαστεί το Ente στα συναφή με αυτήν έξοδα.

90.

Επειδή η έλλειψη αντικειμένου της αιτήσεως αναιρέσεως του Ente απορρέει από τη βασιμότητα της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, το Ente πρέπει επίσης να καταδικαστεί στα έξοδα της δικής του αιτήσεως αναιρέσεως.

91.

Επειδή η Επιτροπή ζήτησε επίσης να καταδικαστεί το Ente στα έξοδα ενώπιον του Πρωτοδικείου και η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, το Ente πρέπει να φέρει τα ενώπιον του Πρωτοδικείου έξοδα.

VIII — Πρόταση

92.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

«1)

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 18ης Ιουλίου 2007, T-189/02, Ente per le Ville vesuviane κατά Επιτροπής.

2)

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή του Ente per le Ville vesuviane για την ακύρωση της αποφάσεως D(2002) 810111 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2002, με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε την περάτωση της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΤΠΑ.

3)

Παρέλκει η απόφανση επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ente per le Ville vesuviane κατά της αποφάσεως που αναφέρεται στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού.

4)

Καταδικάζει το Ente per le Ville vesuviane στα δικαστικά έξοδα ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και στα έξοδα ενώπιον του Πρωτοδικείου.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Απόφαση Τ-189/02, Ente per le Ville vesuviane.

( 3 ) Απόφαση C(86) 2029/120 της Γενικής Διευθύνσεως της Επιτροπής για την Περιφερειακή Πολιτική.

( 4 ) Απόφαση C(86) 2029/120 της Γενικής Διευθύνσεως της Επιτροπής για την Περιφερειακή Πολιτική.

( 5 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C-23/00, Συμβούλιο κατά Boehringer (Συλλογή 2002, σ. I-1873, σκέψη 46).

( 6 ) Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, αν ένας διάδικος ζητήσει από το Πρωτοδικείο να κρίνει επί του απαραδέκτου, της ελλείψεως αρμοδιότητας ή επί παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο. Η αντίστοιχη διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει, στο άρθρο 91, τα εξής: «Αν ένας διάδικος ζητήσει από το Δικαστήριο να κρίνει επί ενστάσεως ή παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο. Η αίτηση περιέχει έκθεση των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών επί των οποίων βασίζεται, τα αιτήματα […]».

( 7 ) Βλ., σχετικώς με τις υποθέσεις στις οποίες υφίστατο παρεμπίπτον ζήτημα, τις αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-73/97 P, Γαλλία κατά Comafrica κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-185), της 22ας Φεβρουαρίου 2005, C-141/02 P, Επιτροπή κατά T-Mobile Austria (Συλλογή 2005, σ. I-1283, σκέψεις 50 και 51), και της 7ης Ιουνίου 2007, C-362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-4333).

( 8 ) Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-363/98 P (R), Emesa Sugar κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. Ι-8787, σκέψεις 43 επ).

( 9 ) Όπ.π., σκέψη 44).

( 10 ) Αποφάσεις της 2ας Μαΐου 2006, C-417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-3881), και της 22ας Μαρτίου 2007, C-15/06 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-2591).

( 11 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, C-404/96 P, Glencore Grain κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2435, σκέψη 41), της 5ης Μαΐου 1998, C-386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. Ι-2309, σκέψη 43), της 29ης Ιουνίου 2004, C-486/01 P, Front national κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2004, σ. Ι-6289, σκέψη 34), της 2ας Μαΐου 2006, C-417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-3881, σκέψη 28) και της 13ης Μαρτίου 2008, C-125/06 P, Επιτροπή κατά Infront WM (Συλλογή 2008, σ. I-1451, σκέψη 47).

( 12 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 29).

( 13 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 36).

( 14 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 30).

( 15 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 36).

( 16 ) Απόφαση Glencore Grain κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) Βλ., ενδεικτικώς, την απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 18 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 12ης Ιανουαρίου 2006 επί της υποθέσεως C-417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Συλλογή 2006, σ. Ι-3881, σημείο 76).

( 19 ) Όπ.π., σημείο 80.

( 20 ) Όπ.π., σημείο 84.

( 21 ) Αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 8 έως 10), Dreyfus κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψεις 43 επ.).

( 22 ) Και από τα όσα αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Regione Siciliana συνάγεται ότι αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο της μεταφοράς της εν λόγω νομολογίας. Και τούτο διότι αναφέρει στις προτάσεις του ότι η Επιτροπή δεν γνώριζε ή δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τις αντίστοιχες προθέσεις των ιταλικών αρχών. Τελικώς, η άποψη αυτή δεν εξετάστηκε στην απόφαση επί της υποθέσεως Regione Siciliana. Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσες στην υποσημείωση 18, σημεία 77 επ.).

( 23 ) Απόφαση Πειραϊκή-Πατραϊκή (παρατεθείσα στην υποσημείωση 21).

( 24 ) Απόφαση Dreyfus κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11).

( 25 ) Βλ., συναφώς, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2002, T-105/01, SLIM Sicilia κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2697, σκέψη 52), που δεν θεωρεί αρκετή την εκφρασθείσα πρόθεση του κράτους μέλους.

( 26 ) Βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré (Συλλογή 2004, σ. I-3425, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 27 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 39, με παραπομπή στην απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, παρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψεις 30 έως 32).

( 28 ) Βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 44).

Top