Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0423

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 20ής Οκτωβρίου 2009.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 93/37/ΕΟΚ- Άρθρα 3 και 11 - Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων - Υποχρεώσεις αφορώσες τη δημοσιότητα - Έκταση των υποχρεώσεων - Προκήρυξη διαγωνισμού - Περιγραφή του αντικειμένου της συμβάσεως παραχωρήσεως και του τόπου εκτελέσεως των έργων - Πρόσθετα έργα μη προβλεπόμενα ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στη συγγραφή υποχρεώσεων - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
    Υπόθεση C-423/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-03429

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:639

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PAOLO MENGOZZI

    της 20ής Οκτωβρίου 2009 (1)

    Υπόθεση C‑423/07

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Βασιλείου της Ισπανίας

    «Οδηγία 93/37/ΕΟΚ – Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων – Παραβίαση των κανόνων της δημοσιότητας καθώς και των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων»





    1.        Το ζήτημα της αποστολής και της σημασίας των συμβάσεων παραχωρήσεων στο κοινοτικό δίκαιο είναι κατά γενική ομολογία ευαίσθητο και η νομοθετική ρύθμιση των συμβάσεων αυτών είναι μέχρι σήμερα μάλλον πενιχρή. Ωστόσο, οι συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων, που βρίσκονται στο επίκεντρο της παρούσας υποθέσεως, έχουν αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεων του κοινοτικού νομοθέτη (2) ο οποίος, στην πρόσφατη οδηγία 2004/18/ΕΚ (3), τους αφιέρωσε έναν ολόκληρο τίτλο (4).

    2.        Ωστόσο, η κατάσταση επί της οποίας καλείται να αποφανθεί εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το νομικό πλαίσιο που δημιούργησε η οδηγία αυτή. Στην πραγματικότητα, από την άποψη της διαχρονικής εφαρμογής, τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά υπάγονται στην οδηγία 93/37/ΕΟΚ (5). Στην οδηγία αυτή, οι συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων ρυθμίζονταν μόνο στοιχειωδώς και σε πολύ μικρότερη έκταση.

    3.        Συγκεκριμένα, με την εξεταζόμενη προσφυγή λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι παρέβη την κοινοτική νομοθεσία περί συμβάσεων παραχωρήσεως δημοσίων έργων κατά την παραχώρηση για την κατασκευή και τη συντήρηση, ιδίως, δύο νέων τμημάτων του αυτοκινητοδρόμου A-6 που συνδέουν τη Μαδρίτη με την La Coruña.

    I –    Το νομικό πλαίσιο

    4.        Οι κοινοτικές διατάξεις που ενδιαφέρουν εν προκειμένω είναι, όπως επισήμανα ανωτέρω, οι διατάξεις της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (στο εξής: οδηγία). Ειδικότερα, στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας αναφέρεται ότι «[…] λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη σημασία των παραχωρήσεων στα δημόσια έργα, καθώς και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, κρίνεται σκόπιμο να περιληφθούν στην παρούσα οδηγία οι κανόνες δημοσιότητας που θα ακολουθούνται στο θέμα αυτό». Επομένως, πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θεσπίσει, σχετικά με τις συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων, ορισμένους βασικούς κανόνες, καταλείποντας κατά τα λοιπά στις δημόσιες αρχές διακριτική ευχέρεια ευρύτερη από αυτήν της οποίας χαίρουν στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων.

    5.        Στο άρθρο 1 της οδηγίας ορίζεται ότι:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

    α) οι “συμβάσεις δημοσίων έργων” είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες εγγράφως μεταξύ, αφενός, ενός εργολήπτη και, αφετέρου, μιας αναθέτουσας αρχής, όπως αυτή ορίζεται στο στοιχείο β΄, και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση, είτε τόσο την εκτέλεση όσο και τη μελέτη έργων που αφορούν μια από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ ή ενός έργου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο γ), είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς αναφερόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες,

    […]

    δ) η “παραχώρηση δημοσίων έργων” είναι μια σύμβαση η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με τις αναφερόμενες στο στοιχείο α΄ συμβάσεις εκτός του ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής

    […]».

    6.        Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Στην περίπτωση κατά την οποία οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν σύμβαση παραχωρήσεως δημοσίων έργων, εφαρμόζονται οι κανόνες δημοσιότητας που καθορίζονται στο άρθρο 11, παράγραφοι 3, 6, 7 και 9 έως 13, και στο άρθρο 15, εφόσον η αξία της σύμβασης παραχωρήσεως ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 5 000 000 [ευρώ],

    […]».

    7.        Οι διατάξεις του άρθρου 11 οι οποίες είναι εφαρμοστέες επί των παραχωρήσεων δημοσίων έργων σύμφωνα με το άρθρο 3 είναι οι εξής:

    «[…]

    3. Οι αναθέτουσες αρχές που προτίθενται να προσφύγουν στη διαδικασία της παραχωρήσεως δημοσίων έργων γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή με σχετική προκήρυξη.

    […]

    6. Οι προκηρύξεις και ανακοινώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 5 συντάσσονται σύμφωνα με τα υποδείγματα που εμφαίνονται στα παραρτήματα ΙV, V και VΙ και περιέχουν τις πληροφορίες που ζητούνται στα παραρτήματα αυτά.

    Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να απαιτούν την ικανοποίηση άλλων όρων εκτός από αυτούς που προβλέπονται στα άρθρα 26 και 27, όταν ζητούν τις πληροφορίες που αφορούν τους όρους οικονομικού και τεχνικού χαρακτήρα που θέτουν στους υποψήφιους εργολήπτες, προκειμένου να τους επιλέξουν (παράρτημα ΙV, Β, σημείο 11, παράρτημα ΙV, Γ, σημείο 10 και παράρτημα ΙV, Δ σημείο 9).

    7. Οι προκηρύξεις και ανακοινώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 5 αποστέλλονται από τις αναθέτουσες αρχές, το ταχύτερο δυνατόν, και με τον καταλληλότερο τρόπο, προς την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην περίπτωση της επισπευσμένης διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 14, αποστέλλονται με τέλεξ, με τηλεγράφημα ή με τηλεομοιοτυπία.

    […]

    9. Οι προκηρύξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 δημοσιεύονται αναλυτικά στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην τράπεζα δεδομένων TED, στις πρωτότυπες γλώσσες. Μια σύνοψη των σημαντικότερων στοιχείων κάθε προκήρυξης δημοσιεύεται και στις λοιπές επίσημες γλώσσες των Κοινοτήτων, ενώ μόνο το κείμενο της γλώσσας του πρωτοτύπου θεωρείται αυθεντικό.

    10. Η Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοιντοτήτων δημοσιεύει τις προκηρύξεις το αργότερο σε δώδεκα ημέρες από την ημερομηνία αποστολής τους. Στην περίπτωση της επισπευσμένης διαδικασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 14, η προθεσμία αυτή περιορίζεται σε πέντε ημέρες.

    11. Μια προκήρυξη δεν πρέπει να δημοσιεύεται στις επίσημες εφημερίδες ή στον τύπο της χώρας της αναθέτουσας αρχής πριν από την ημερομηνία αποστολής της στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία αυτή. Η προκήρυξη αυτή δεν πρέπει να περιέχει πληροφορίες άλλες από εκείνες που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    12. Οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν την ημερομηνία αποστολής.

    13. Τα έξοδα δημοσίευσης των προκηρύξεων και ανακοινώσεων διαγωνισμών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βαρύνουν τις Κοινότητες. Η προκήρυξη ή ανακοίνωση δεν πρέπει να υπερβαίνει σε έκταση τη μία σελίδα της εν λόγω Εφημερίδας, δηλαδή τις 650 λέξεις περίπου. Σε κάθε φύλλο της εν λόγω Εφημερίδας, το οποίο περιλαμβάνει μία ή περισσότερες προκηρύξεις ή ανακοινώσεις, δημοσιεύονται και τα υποδείγματα τα οποία ακολουθούν οι δημοσιευόμενες προκηρύξεις ή ανακοινώσεις».

    II – Το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης

     Α –     Το εθνικό δίκαιο

    8.        Ο νόμος αριθ. 8, της 10ης Μαΐου 1972, περί της κατασκευής, της συντηρήσεως και της εκμεταλλεύσεως των αυτοκινητοδρόμων μέσω συμβάσεων παραχωρήσεως (στο εξής: Ley de Autopistas), όπως ισχύει από το 1996, προβλέπει, ιδίως, στο άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, τα εξής:

    «[…] περιλαμβάνονται στον εταιρικό σκοπό της αναδόχου της παραχωρήσεως εταιρίας, πέραν των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, η κατασκευή έργων υποδομής για την οδική κυκλοφορία, εκτός αυτών που προβλέπει η σύμβαση, τα οποία, όμως, επηρεάζουν αυτήν και πραγματοποιούνται εντός της ζώνης επιρροής του αυτοκινητοδρόμου ή είναι αναγκαία για την οργάνωση της κυκλοφορίας, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση, ή μόνο η εκτέλεση, των οποίων επιβάλλονται στον ανάδοχο ως αντιπαροχή [...]».

    9.        Το βασιλικό διάταγμα αριθ. 597 της 16ης Απριλίου 1999 όρισε σε 20 km την έκταση της ζώνης επιρροής των αυτοκινητοδρόμων.

     Τα πραγματικά περιστατικά

    10.      Τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως αφορούν το τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 μεταξύ των περιοχών Villalba προς νότον και Adanero προς βορράν. Πρόκειται για ένα τμήμα αυτοκινητοδρόμου με διόδια, εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, όπου υπάρχει συνεχώς πυκνή κυκλοφορία οχημάτων. Το τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 που βρίσκεται αμέσως μετά απ’ αυτό προς νότον, το οποίο συνδέει τη Μαδρίτη με την Villalba, είναι δωρεάν και η διαχείρισή του γίνεται από το κράτος.

    11.      Από το 1968, η διαχείριση του αυτοκινητοδρόμου Villalba-Adanero γίνεται βάσει συμβάσεως παραχωρήσεως από την εταιρία Ibérica de Autopistas, SA (στο εξής: Iberpistas). Η παραχώρηση αυτή επρόκειτο, κατά τον χρόνο επελεύσεως των περιστατικών της διαφοράς, να λήξει το 2018.

    12.      Η αφετηρία της διαφοράς ανατρέχει στην απόφαση της Ισπανικής Κυβέρνησης να κατασκευάσει δύο νέα τμήματα αυτοκινητοδρόμου, προκειμένου να συνδέσει με τον αυτοκινητόδρομο A-6 τις πόλεις Ávila και Segovia, οι οποίες βρίσκονται αντιστοίχως δυτικά και ανατολικά του τμήματος Villalba-Adanero.

    13.      Με το υπουργικό διάταγμα της 4ης Ιουνίου 1999, που δημοσιεύθηκε στην BOE (ισπανική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) στις 8 Ιουνίου 1999, δημοσιεύθηκε μια συγγραφή υποχρεώσεων (στο εξής: πρώτη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων) για τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως που περιελάμβανε:

    –        την κατασκευή των δύο συνδέσεων των πόλεων Ávila και Segovia με τον αυτοκινητόδρομο A-6, καθώς και τη συντήρηση των τμημάτων αυτών για περίοδο 25 έως 40 ετών,

    –        την εκμετάλλευση του τμήματος Villalba-Adanero του αυτοκινητοδρόμου A-6 από το 2018 και μετά, δηλαδή από την ημερομηνία που θα συμπληρωνόταν ο χρόνος ισχύος της σε ισχύ παραχωρήσεως υπέρ της Iberpistas, και για διάστημα που επρόκειτο να οριστεί με βάση τον μέσο όρο του αριθμού των αυτοκινήτων που χρησιμοποιούν το τμήμα αυτό,

    –        την κατασκευή της περιφερειακής οδού της Guadarrama, στο τμήμα Villalba-Adanero του αυτοκινητοδρόμου A-6 (που βρίσκεται περίπου στο μέσον της αποστάσεως μεταξύ των δύο πόλεων),

    –        τη διαπλάτυνση (κατασκευή μιας τέταρτης λωρίδας κυκλοφορίας σε έκαστη κατεύθυνση) του τμήματος του αυτοκινητοδρόμου μεταξύ της Μαδρίτης και της Villalba: πρόκειται, όπως προανέφερα, για το τμήμα χωρίς διόδια, το οποία διαχειρίζεται το κράτος.

    14.      Η οικεία προκήρυξη δημοσιεύθηκε στις 16 Ιουνίου 1999 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    15.      Ωστόσο, στη συνέχεια εγκρίθηκε ένα νέο τεύχος συγγραφής υποχρεώσεων (στο εξής: δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων), στις 7 Ιουλίου 1999, που δημοσιεύθηκε στην BOE δύο ημέρες αργότερα. Η νέα αυτή εκδοχή αντικατέστησε την προηγούμενη.

    16.      Ειδικότερα, το υπουργικό διάταγμα με το οποίο εγκρίθηκε η δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων διευκρίνισε ότι «για τεχνικούς λόγους, πρέπει να τροποποιηθεί η εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων, προκειμένου να προσδιοριστεί εκ νέου το αντικείμενο του μειοδοτικού διαγωνισμού και να χωρήσουν ορισμένες τροποποιήσεις όσον αφορά τον καθορισμό της διάρκειας της παραχωρήσεως».

    17.      Συγκεκριμένα, η δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων είχε ως αντικείμενο:

    –        την κατασκευή των τμημάτων σύνδεσης της Ávila και της Segovia με τον αυτοκινητόδρομο A-6, όπως προβλεπόταν στην πρώτη εκδοχή, με τη διαφορά ότι η διάρκεια της παραχωρήσεως ορίστηκε πλέον σε 22 έως 37 έτη,

    –        την εκμετάλλευση του τμήματος του αυτοκινητοδρόμου μεταξύ Villalba και Adanero από το 2018 και μετά, όπως προβλεπόταν στην πρώτη εκδοχή της συγγραφής των υποχρεώσεων, και πάλι με ορισμένες τροποποιήσεις όσον αφορά τη διάρκεια της παραχωρήσεως.

    18.      Όπως προκύπτει, στη δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων δεν γίνεται πλέον λόγος για την υποχρέωση κατασκευής της παρακαμπτήριας οδού της Guadarrama και της τέταρτης λωρίδας κυκλοφορίας στο τμήμα Μαδρίτη-Villalba.

    19.      Τα ακόλουθα σημεία περιέχονταν στη ρήτρα 5, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων:

    «[…]

    13. Οι μετέχοντες στον διαγωνισμό εκθέτουν σαφώς στην προσφορά τους τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν σε σχέση με τις συνέπειες που θα έχει η παραχώρηση για το σύνολο του οδικού δικτύου, για το τουριστικό ενδιαφέρον της περιοχής και την αξιοποίηση των μνημείων που παρουσιάζουν ιστορικό ή καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, καθώς και για την προστασία και τη διατήρηση του τοπίου και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να θίγεται ο σεβασμός της ισχύουσας νομοθεσίας στους τομείς αυτούς.

    […]

    16. Οι μετέχοντες στον διαγωνισμό εκθέτουν στη διοίκηση τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για την πρόσφορη διαχείριση της μεταξύ αστικών οικισμών κυκλοφορίας των οχημάτων εντός της ζώνης που επηρεάζεται από την κατασκευή των τμημάτων αυτοκινητοδρόμου που αποτελούν το αντικείμενο της παραχωρήσεως καθώς και ποια από τα μέτρα αυτά δεσμεύονται να υλοποιήσουν με δική τους δαπάνη. Η δημιουργικότητα και η βιωσιμότητα των προτάσεων αυτών θα αξιολογηθούν θετικά κατά την ανάθεση του έργου, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού επιπέδου κυκλοφοριακής συμφόρησης των ζωνών στην κυκλοφορία των οποίων θα έχουν επιπτώσεις οι οδοί που αποτελούν το αντικείμενο του προκηρυσσομένου έργου».

    20.      Τα κριτήρια για την ανάθεση της παραχωρήσεως παρατέθηκαν στη ρήτρα 10 της δεύτερης εκδοχής της συγγραφής υποχρεώσεων, η οποία, εξάλλου, ταυτιζόταν απολύτως με τη ρήτρα 10 της πρώτης εκδοχής. Ειδικότερα, ένα από τα κριτήρια αφορούσε την αξιολόγηση των «μέτρων που προτείνονται για τη διαχείριση της κυκλοφορίας και του περιβάλλοντος». Η βαρύτητα του κριτηρίου αυτού ορίστηκε σε 150 μονάδες το πολύ επί συνόλου 1 250 μονάδων.

    21.      Η ρήτρα 29, η οποία επίσης δεν διαφοροποιήθηκε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής της συγγραφής υποχρεώσεων, ανέφερε τα εξής:

    «Όσον αφορά τα τμήματα που περιγράφονται στα σημεία 1 και 2 της ρήτρας 2 της παρούσας συγγραφής υποχρεώσεων, ο ανάδοχος της παραχωρήσεως υποχρεούται να μεριμνά ώστε η πυκνότητα της κυκλοφορίας να μην ξεπερνά σε κανένα σημείο του αυτοκινητοδρόμου το επίπεδο Δ [...], υποχρεούται δε να κατασκευάσει, με δαπάνη του, χωρίς δικαίωμα να προβάλει οιαδήποτε απαίτηση, και αρκετά σύντομα, τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό επεκτάσεις».

    22.      Τα τμήματα στα οποία αναφέρεται η ρήτρα 29, ήτοι τα τμήματα των σημείων 1 και 2 της ρήτρας 2 της συγγραφής των υποχρεώσεων, είναι οι συνδέσεις της Ávila και της Segovia με τον αυτοκινητόδρομο A-6.

    23.      Προσφορές υποβλήθηκαν από τρεις υποψηφίους, ένας εκ των οποίων ήταν η Iberpistas η οποία, κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, ήταν ήδη, όπως προανέφερα, δικαιούχος της παραχωρήσεως για το τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 μεταξύ Villalba και Adanero. Καμία από τις εταιρίες που υπέβαλαν προσφορές δεν παρουσίασε μία μόνο πρόταση: όλες παρουσίασαν πλείονες εναλλακτικές προτάσεις. Η Iberpistas, ειδικότερα, παρουσίασε εννέα διαφορετικές εναλλακτικές προτάσεις.

    24.      Με το βασιλικό διάταγμα αριθ. 1724 της 5ης Νοεμβρίου 1999, ως παραχωρησιούχος επελέγη η Iberpistas, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους που περιέχονταν στην εναλλακτική πρόταση «VT-B, TGE» της προσφοράς της.

    25.      Ειδικότερα, η προσφορά που υποβλήθηκε από την Iberpistas και η οποία έγινε δεκτή περιείχε πλείονα συμπληρωματικά έργα σε σχέση με τα ρητώς απαιτούμενα στη δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων:

    –        κατασκευή μιας επιπλέον λωρίδας κυκλοφορίας και στις δύο κατευθύνσεις, στο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 μεταξύ Μαδρίτης και Villalba (ήτοι, στο άνευ διοδίων τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του κράτους),

    –        κατασκευή μιας επιπλέον λωρίδας κυκλοφορίας και μιας νέας σήραγγας στον αυτοκινητόδρομο A-6, στο τμήμα Valle de los Caídos-San Rafael, βορείως της Villalba (ήτοι στο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 επί του οποίου η Iberpistas ήταν ήδη δικαιούχος της παραχωρήσεως μέχρι το 2018),

    –        κατασκευή μιας επιπλέον λωρίδας κυκλοφορίας σε αμφότερες τις κατευθύνσεις στον αυτοκινητόδρομο A-6, στο τμήμα Villalba-Valle de los Caídos (ήτοι, και πάλι, στο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 επί του οποίου η Iberpistas ήταν ήδη δικαιούχος της παραχωρήσεως μέχρι το 2018).

    26.      Κατά του διατάγματος με το οποίο επελέγη ο παραχωρησιούχος ασκήθηκαν, στην Ισπανία, δύο χωριστές προσφυγές, η μια από ομάδα βουλευτών και η άλλη από σωματείο και από οικολογική οργάνωση. Το Tribunal Supremo εξέδωσε σχετικώς δύο αποφάσεις το 2003, με τις οποίες απέρριψε ως απαράδεκτη την πρώτη προσφυγή και ως ουσία αβάσιμη τη δεύτερη.

    III – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    27.      Η προ της ασκήσεως της παρούσης προσφυγής διαδικασία υπήρξε αρκετά περίπλοκη. Συγκεκριμένα, το πρώτο έγγραφο οχλήσεως που απέστειλε η Επιτροπή στις ισπανικές αρχές, στις 30 Απριλίου 2001, ανέφερε ότι ένα μέρος των περιγραφομένων όρων, ήτοι η διαπλάτυνση του τμήματος του αυτοκινητοδρόμου A-6 μεταξύ Μαδρίτης και Villalba, που είναι δωρεάν και υπό κρατική διαχείριση, δεν συνιστούσε παραχώρηση αλλά σαφώς δημόσιο έργο, λόγω της απουσίας κινδύνου για τον ανάδοχο. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή αφορούσαν τόσο τη νομοθεσία περί παραχωρήσεων όσο και τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων: σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούσαν τη μη τήρηση των κανόνων δημοσιότητας που προβλέπονται στο άρθρο 11 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ.

    28.      Το Βασίλειο της Ισπανίας, στην απάντησή του της 27ης Ιουνίου 2001, αμφισβήτησε όλους τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι το σύνολο των έργων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούσαν το δωρεάν τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6, αποτελούσαν μέρος της παραχωρήσεως.

    29.      Παρά την πραγματοποίηση συναντήσεως με τις ισπανικές αρχές και την κοινοποίηση εκ μέρους των εν λόγω αρχών συμπληρωματικών εγγράφων, η Επιτροπή προχώρησε στη διατύπωση αιτιολογημένης γνώμης, στις 18 Ιουλίου 2002, όπου έκανε μεν δεκτές τις παρατηρήσεις του Βασιλείου της Ισπανίας όσον αφορά την ανάγκη εφαρμογής μόνο της νομοθεσίας περί παραχωρήσεων και όχι της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, ενώ, κατά τα άλλα, ενέμεινε στις αιτιάσεις της σχετικά με την παράβαση των κανόνων περί δημοσιότητας που προβλέπει η οδηγία.

    30.      Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στην αιτιολογημένη γνώμη με τα έγγραφα της 20ής Σεπτεμβρίου 2002 και της 13ης Μαρτίου 2003.

    31.      Στις 25 Ιουλίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο της Ισπανίας συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο εγένετο λόγος για παραβίαση θεμελιωδών αρχών της Συνθήκης, ιδίως δε των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    32.      Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στο συμπληρωματικό αυτό έγγραφο οχλήσεως στις 28 Οκτωβρίου 2003. Η Επιτροπή δεν έκρινε ικανοποιητική την απάντηση αυτή και, ως εκ τούτου, απηύθυνε συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στις 24 Δεκεμβρίου 2004, στην οποία το Βασίλειο της Ισπανίας απάντησε με το από 3 Μαρτίου 2005 έγγραφό του.

    IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    33.      Εκτιμώντας ότι η παράβαση δεν είχε αρθεί, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Σεπτεμβρίου 2007.

    34.      Μετά την εκατέρωθεν κατάθεση γραπτών παρατηρήσεων, οι διάδικοι εξέφρασαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

    35.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να διαπιστώσει ότι παραλείποντας να συμπεριλάβει στο κείμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού παραχωρήσεως δημοσίων έργων και της συγγραφής υποχρεώσεων που αφορούσε την κατασκευή, συντήρηση και εκμετάλλευση των συνδέσεων του αυτοκινητοδρόμου A-6 με τη Segovia και την Ávila, καθώς και για τη συντήρηση και εκμετάλλευση του τμήματος Villalba-Adanero του ίδιου αυτοκινητοδρόμου μετά το 2018, ορισμένα έργα τα οποία ανατέθηκαν εκ των υστέρων στο πλαίσιο της παραχωρήσεως, μεταξύ των οποίων και τα έργα που αφορούσαν το δωρεάν τμήμα του αυτοκινητοδρόμου Α-6, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 και 11, παράγραφοι 3, 6, 7, 11 και 12, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, καθώς και τις αρχές της Συνθήκης ΕΚ, και ιδίως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων,

    –        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

    36.      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως ουσία αβάσιμη

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    V –    Επί του παραδεκτού της προσφυγής

    37.      Το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι εξουσιοδότησε δεόντως προκειμένου να την εκπροσωπήσει δικαστικώς τον δικηγόρο ο οποίος συνέταξε την προσφυγή μαζί με τον υπάλληλο της Επιτροπής. Δεύτερον, ότι το αντικείμενο της προσφυγής είναι αόριστο, καθόσον στο δικόγραφο δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι κανόνες που υποτίθεται ότι παραβιάστηκαν από το καθού κράτος.

    38.      Οι δύο ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας στερούνται ερείσματος. Όσον αφορά την πρώτη, αρκεί να επισημανθεί ότι η Επιτροπή υπέβαλε συνημμένο στην προσφυγή αντίγραφο της δικηγορικής ταυτότητας του δικηγόρου. Ο οδηγός για τους δικηγόρους, που έχει δημοσιευθεί από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου, ορίζει ρητώς ότι το έγγραφο αυτό πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 38, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εκπροσωπείται επίσης από τον υπάλληλό της. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου, η Επιτροπή προσδιόρισε ρητώς και με σαφήνεια τους κανόνες που θεωρεί ότι παραβιάστηκαν. Άλλωστε, το Βασίλειο της Ισπανίας τους εξέτασε έναν προς έναν αμυνόμενο κατά της προσφυγής. Δεν τίθεται κανένα ζήτημα παραδεκτού, αλλά μόνο ελέγχου της βασιμότητας των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή.

    39.      Επομένως, η προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς.

    VI – Επί της παραβάσεως

     Α –     Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

    40.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Ισπανία παρέβη διττώς τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του κοινοτικού δικαίου. Αφενός, παρέβη το άρθρο 3 και το άρθρο 11, παράγραφοι 3, 6, 7, 11 και 12, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ. Αφετέρου, η ανάθεση στην Iberpistas αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, και ειδικότερα, στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    1.      Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

    41.      Το κύριο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της περί παραβιάσεως της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ αφορά το ότι, στην προσφορά του επικρατήσαντος μειοδότη, περιλαμβάνονταν εργασίες που δεν προβλέπονταν στη συγγραφή υποχρεώσεων: ειδικότερα, η συνολική αξία των εν λόγω εργασιών υπολείπεται ελαφρώς της αξίας των έργων η εκτέλεση των οποίων εζητείτο ρητώς.

    42.      Η Επιτροπή παρατηρεί, εξάλλου, ότι η διατύπωση της συγγραφής των υποχρεώσεων, που καλούσε τους διαγωνιζόμενους να προτείνουν ενδεχόμενες λύσεις που θα επέτρεπαν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αυξημένης κυκλοφορίας, δεν καθιστούσε αντιληπτό στους μετέχοντες στο διαγωνισμό ότι είχαν τη δυνατότητα να προτείνουν συμπληρωματικές εργασίες όμοιες όσον αφορά το μέγεθος και την τοποθεσία με αυτές που πρότεινε η Iberpistas. Ιδίως, δεδομένου ότι τα μόνα προς εκτέλεση έργα που περιλαμβάνονταν ρητά στη δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων ήταν οι δύο συνδέσεις της Segovia και της Ávila με τον αυτοκινητόδρομο A-6, τα μέτρα που θα είχαν ενδεχομένως προτείνει οι διαγωνιζόμενοι για τη μείωση της κυκλοφορίας δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μέτρα συνδεόμενα άμεσα με τα δύο αυτά τμήματα. Συνεπώς, δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν δεκτές προσφορές οι οποίες θα πρότειναν, όπως η προσφορά που έγινε δεκτή, εργασίες σε άλλη τοποθεσία, όπως οι διαπλατύνσεις του τμήματος Villalba‑Adanero του αυτοκινητοδρόμου A-6 τις οποίες πρότεινε η Iberpistas.

    43.      Η Επιτροπή απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Ισπανικής Κυβερνήσεως κατά τους οποίους η απόφαση να ακυρωθεί η πρώτη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων και να αντικατασταθεί από μια δεύτερη εκδοχή όπου δεν περιεχόταν πλέον ρητή αναφορά σε ορισμένες από τις προς εκτέλεση εργασίες κατέστησε προφανές το γεγονός ότι οι μετέχοντες έπρεπε να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τις λύσεις που προβλέπονταν στην αρχική εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων οι οποίες στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν. Κατά την Επιτροπή, το κείμενο της δεύτερης εκδοχής της συγγραφής υποχρεώσεων δεν περιείχε κανένα στοιχείο ικανό να στηρίξει μια τέτοια ερμηνεία. Άλλωστε, οι άλλοι διαγωνιζόμενοι δεν πρότειναν παρά εναλλακτικές λύσεις περιοριζόμενες στις δύο συνδέσεις του αυτοκινητοδρόμου A-6 με τις πόλεις Ávila και Segovia.

    44.      Τέλος, κατά την Επιτροπή, η συμπεριφορά του Βασιλείου της Ισπανίας ήταν επίσης αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, ιδίως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    2.      Η θέση της Ισπανικής Κυβέρνησης

    45.      Το Βασίλειο της Ισπανίας αρνείται κατηγορηματικά τις αιτιάσεις: συγκεκριμένα, η Επιτροπή όχι μόνο δεν απέδειξε την ύπαρξη παραβάσεως, αλλά επιπλέον διαστρέβλωσε τα πραγματικά περιστατικά.

    46.      Η Ισπανική Κυβέρνηση τονίζει, πρώτον, ότι υπήρχαν σοβαρά κυκλοφοριακά προβλήματα στον αυτοκινητόδρομο A-6 κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Η σοβαρότητα των προβλημάτων αυτών, εκτός του ότι ήταν πασίγνωστη, συνεπεία των συνεχών σχετικών αναφορών στον τύπο, επισημαινόταν και περιγραφόταν με σαφήνεια στα επίσημα έγγραφα των ισπανικών διοικητικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων στα οποία στηρίχθηκε η επίμαχη προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού.

    47.      Η βασική τοποθέτηση της Ισπανικής Κυβερνήσεως συνίσταται στον ισχυρισμό ότι η ευρύτατη γνώση των κυκλοφοριακών προβλημάτων κατέστησε απολύτως προφανές το γεγονός ότι οι υποψήφιοι, παρά το ότι η συγγραφή υποχρεώσεων αναφερόταν ρητά μόνο στην κατασκευή των συνδέσεων του αυτοκινητοδρόμου A-6 με την Ávila και την Segovia, μπορούσαν να προτείνουν μέτρα για τη μείωση της κυκλοφοριακής συμφορήσεως που εντοπιζόταν γεωγραφικά στο τμήμα Villalba-Adanero του αυτοκινητοδρόμου A-6, το οποίο επρόκειτο να παραχωρηθεί στον ανάδοχο από το 2018 και μετά, καθώς και στο τμήμα του ιδίου αυτοκινητοδρόμου μεταξύ Μαδρίτης και Villalba. Όσον αφορά, ιδίως, το τελευταίο αυτό τμήμα, το οποίο, όπως προεξέθεσα, είναι δωρεάν και υπό κρατική διαχείριση, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η δυνατότητα επεμβάσεως για τη βελτίωση των συνθηκών κυκλοφορίας στο συγκεκριμένο αυτό τμήμα προβλεπόταν στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, ο Ley de Autopistas επιτρέπει τη λήψη μέτρων για τη μείωση της κυκλοφορίας ακόμη και εκτός της «ζώνης επιρροής» των αυτοκινητοδρόμων. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω ζώνη επιρροής έχει ορισθεί επί του παρόντος σε 20 km., με αποτέλεσμα το ευρισκόμενο νοτίως της Villalba τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A-6 να περιλαμβάνεται ακόμη στη ζώνη επιρροής του τμήματος Villalba‑Adanero, το οποίο αποτελεί σαφώς αντικείμενο της παραχωρήσεως.

    48.      Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, το ότι οι μετέχοντες στον διαγωνισμό μπορούσαν να προτείνουν μέτρα για την έλεγχο της αυξημένης κυκλοφορίας προκύπτει και από τις παραγράφους 13 και 16 της ρήτρας 5 της συγγραφής των υποχρεώσεων.

    49.      Η απόφαση να ακυρωθεί η πρώτη εκδοχή της συγγραφής των υποχρεώσεων και να αντικατασταθεί από την δεύτερη εκδοχή ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως να αφεθεί ευρύτερο πεδίο στη δημιουργικότητα των μετεχόντων στον διαγωνισμό όσον αφορά τις ενδεχόμενες λύσεις στο πρόβλημα της αυξημένης κίνησης. Το γεγονός ότι το διάταγμα με το οποίο εγκρίθηκε το νέο κείμενο της συγγραφής των υποχρεώσεων ανέφερε απλώς ότι η υιοθέτηση του νέου αυτού κειμένου κατέστη αναγκαία μόνο για γενικούς λόγους τεχνικής φύσεως, χωρίς να αναφερθεί καθόλου στο ότι οι υποβάλλοντες προσφορές έπρεπε να αντικαταστήσουν τα διαγραφέντα έργα της πρώτης εκδοχής της συγγραφής των υποχρεώσεων με τις δικές τους λύσεις, εξηγείται από τον συνοπτικό συνήθως χαρακτήρα όλων των υπουργικών διαταγμάτων με τα οποία εγκρίνονται συγγραφές υποχρεώσεων.

    50.      Η Ισπανική Κυβέρνηση τονίζει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν γίνει δεκτά από τα εθνικά δικαστήρια, και ιδίως από το Tribunal Supremo. Δεδομένου ότι πρόκειται για εκτίμηση περί τα πράγματα και όχι περί τον νόμο, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδεχθεί, ιδίως καθόσον αφορά την ερμηνεία της συγγραφής των υποχρεώσεων, τα όσα διαπιστώθηκαν σχετικώς από το εθνικό δικαστήριο – καίτοι η Ισπανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει, στο υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, ότι τα συμπεράσματα του Tribunal Supremo δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο.

    51.      Το Βασίλειο της Ισπανίας παρατηρεί, εξάλλου, ότι η Iberpistas δεν προέβη σε άμεση εκτέλεση των προβλεπομένων εργασιών αλλά ότι προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό με σκοπό την ανάθεσή τους σε τρίτους: κατά συνέπεια, οι όροι που αφορούν τη δημοσιότητα και τον σεβασμό των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων τηρήθηκαν επίσης, τουλάχιστον κατά το μεταγενέστερο αυτό στάδιο της εκτελέσεως των εργασιών. Στο πλαίσιο αυτό, η Ισπανική Κυβέρνηση επικαλείται, ιδίως, την απόφαση Ordine degli Architetti (6), όπου το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν σύμφωνη με τις κοινοτικές διατάξεις περί δημοσίων έργων μια κατάσταση όπου η πρόσκληση για την υποβολή προσφορών δεν χώρησε με πρωτοβουλία και ευθύνη των δημοσίων αρχών αλλά με πρωτοβουλία και ευθύνη ενός ιδιώτη στον οποίο οι δημόσιες αρχές ανέθεσαν την εκτέλεση του έργου.

     Β –     Εκτίμηση

    1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    52.      Από νομικής απόψεως, οι περιστάσεις τις οποίες αφορά η παρούσα προσφυγή συνιστούν παραχώρηση δημοσίων έργων. Όπως προεκτέθηκε, η κοινοτική νομοθεσία ορίζει ως παραχώρηση δημοσίων έργων σύμβαση η οποία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με σύμβαση δημοσίων έργων, με τη μείζονα διαφορά ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται στο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του πραγματοποιηθέντος έργου. Περαιτέρω, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως μπορεί να συνοδεύεται επίσης από την καταβολή ορισμένης αμοιβής στον δικαιούχο της παραχωρήσεως: ωστόσο, η εν λόγω αμοιβή δεν μπορεί να συνιστά το κύριο συστατικό της αντιπαροχής, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα πρόκειται πλέον για παραχώρηση αλλά για σύμβαση δημοσίου έργου (7).

    53.      Το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει, προκειμένου για παραχωρήσεις, όρια και προθεσμίες παραγραφής συντομότερες από εκείνες που προβλέπονται προκειμένου για συμβάσεις δημοσίων έργων. Ιδίως, όπως εξέθεσα κατά την παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου, από το σύνολο των κανόνων που διέπουν την ανάθεση δημοσίων έργων, στις παραχωρήσεις εφαρμόζονται μόνον οι κανόνες που αφορούν τη δημοσιότητα.

    54.      Όμως, ενώ είναι βέβαιο εν προκειμένω ότι τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να χαρακτηριστούν ως παραχώρηση έργων, και όχι ως δημόσιο έργο, είναι εξίσου βέβαιο ότι των επιμάχων εργασιών έπρεπε να προηγηθεί μειοδοτικός διαγωνισμός, καθότι οι εν λόγω εργασίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απλή φυσική «συνέχεια» της υφισταμένης παραχωρήσεως του τμήματος του αυτοκινητοδρόμου A-6 μεταξύ Villalba και Adanero στην Iberpistas (8). Άλλωστε, η άποψη αυτή δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο.

    2.      Στοιχεία στερούμενα σημασίας

    55.      Προτού προχωρήσω στην εξέταση των νομικών ζητημάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο της παρούσης διαφοράς, επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, να τεθούν εκτός συζητήσεως ορισμένα στοιχεία τα οποία συζητήθηκαν δια μακρών από τους διαδίκους αλλά τα οποία, συγκεκριμένα, δεν έχουν καμία σημασία για την επίλυση της διαφοράς.

     α)     Οι αποφάσεις του Tribunal Supremo

    56.      Κατ’ αρχάς, οι αναφορές του Βασιλείου της Ισπανίας στις αποφάσεις του Tribunal Supremo, το οποίο απέρριψε δύο προσφυγές που ασκήθηκαν σε εθνικό επίπεδο κατά της επιλογής παραχωρησιούχου, στερούνται σημασίας. Πράγματι, όπως παραδέχθηκε η Ισπανική Κυβέρνηση στο υπόμνημα ανταπαντήσεώς της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η νομολογία του Δικαστηρίου η οποία αναγνωρίζει στο εθνικό δικαστήριο την αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και περιορίζει το πεδίο παρεμβάσεως των κοινοτικών δικαστηρίων μόνο στα νομικά ζητήματα αφορά μόνο τις διαδικασίες προδικαστικού χαρακτήρα, όπου η τελική έκβαση της εθνικής διαφοράς είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών και των κοινοτικών δικαστηρίων. Αντίθετα, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά καταγγελλόμενη παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, το Δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει όλα τα στοιχεία που τίθενται υπόψη του και τα οποία δύνανται να συμβάλουν στην επίλυση της διαφοράς.

    57.      Κατά τα λοιπά, όταν το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί παραβάσεως κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος αποτελεί το μόνο υποκείμενο αναφοράς για το Δικαστήριο, και θεωρείται υπεύθυνο για όλες τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που ενδέχεται να του καταλογιστούν, ακόμη και αν στην πραγματικότητα οι παραβάσεις αυτές οφείλονται, παραδείγματος χάριν, σε πρόσωπα καταστατικά ανεξάρτητα από αυτό. Με βάση τη λογική αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και η νομολογία ενός ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους μπορεί να συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου (9). Επομένως, είναι σαφές ότι το σύστημα που βασίζεται στην ιδέα της συνεργασίας μεταξύ εθνικού και κοινοτικού δικαστηρίου προς τον σκοπό επιλύσεως της διαφοράς, δεν ισχύει προκειμένου για υποθέσεις παραβάσεως κράτους μέλους. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτό δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση έλλειψη σεβασμού ή αναγνώρισης του ρόλου των εθνικών δικαστηρίων: απλούστατα, τα εν λόγω δικαστήρια δεν έχουν ενεργό ρόλο στη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ.

    58.      Πρέπει να προστεθεί, εξάλλου, ότι, ούτως ή άλλως, δεν είναι ασφαλώς εύκολο να γίνει εν προκειμένω σαφής διαχωρισμός μεταξύ της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των νομικών ζητημάτων. Στην πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας το ότι το Tribunal Supremo έκρινε σύμφωνες προς το κοινοτικό δίκαιο τις οικείες προκηρύξεις μειοδοτικών διαγωνισμών, το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρεται μάλλον σε νομικά συμπεράσματα υιοθετηθέντα από το εν λόγω δικαστήριο παρά σε εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών.

     β)     Η ταυτότητα των προσώπων που προκάλεσαν την κίνηση της διαδικασίας

    59.      Ομοίως, η ταυτότητα των προσώπων τα οποία, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, με την καταγγελία τους, έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή, στερείται σημασίας. Ειδικότερα, κατά το καθού, πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που άσκησαν και τις προσφυγές τις οποίες απέρριψε στο εθνικό επίπεδο το Tribunal Supremo. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα, είναι σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να ασκήσει καμία επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

    60.      Το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της αναθέσεως της παραχωρήσεως, αλλά για ορισμένα μέλη του Κοινοβουλίου, ένα σωματείο και οικολογική οργάνωση υποδηλώνει ασφαλώς ότι τα κίνητρα που οδήγησαν στην απόφαση ασκήσεως προσφυγής και/ή υποβολής καταγγελίας ήταν μάλλον πολιτικά ή ιδεολογικά παρά οικονομικά. Παρά ταύτα, ο μοναδικός σκοπός της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως είναι να κριθεί αν, με αντικειμενικά κριτήρια, ένα κράτος μέλος παρέβη ή δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο. Αποστολή του Δικαστηρίου δεν είναι να εξετάζει τα προσωπικά κίνητρα αυτών που υποβάλλουν καταγγελία με την οποία κινείται η διαδικασία, πολύ λιγότερο καθότι η απόφαση για άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως λαμβάνεται μόνο από την Επιτροπή με πλήρη ελευθερία και ανεξαρτησία. Επ’ αυτού γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία του Δικαστηρίου όχι μόνο ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, αλλά και ότι δεν έχει σημασία ποιοι είναι οι λόγοι που την οδήγησαν στην απόφαση να κινήσει τη διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως (10).

     γ)     Η προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού από την Iberistas

    61.      Ομοίως, στερείται σημασίας το γεγονός, το οποίο επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας προς αντίκρουση της προσφυγής, ότι η Iberpistas, αφού της ανατέθηκε η παραχώρηση, αποφάσισε να μην εκτελέσει απευθείας τα συμπληρωματικά έργα αλλά να προβεί σε πρόσκληση για την υποβολή προσφορών, όπως της επέβαλλε, άλλωστε, υπό τις συνθήκες αυτές, η ρήτρα 20 της συγγραφής των υποχρεώσεων.

    62.      Η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα αυτό, την οποία το Βασίλειο της Ισπανίας εξέθεσε στην πραγματικότητα μάλλον στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο παρά στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που υπέβαλε στο Δικαστήριο, στηρίζεται στη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής που υιοθετήθηκε στην απόφαση Ordine degli Architetti, που προπαρατέθηκε (11).

    63.      Συγκεκριμένα, στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, σε περίπτωση εκτελέσεως έργου υποδομής από εργολάβο ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση για κατάτμηση της γής με μια δημοτική αρχή, η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ εξασφαλίζεται και στην περίπτωση που οι προβλεπόμενες από την οδηγία διαδικασίες εφαρμόζονται όχι από την κοινοτική αρχή αλλά από τον εντολοδόχο αυτής (12).

    64.      Πάντως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι περιστάσεις τις οποίες εξέτασε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως Ordine degli Architetti είναι εντελώς διαφορετικές από τις περιστάσεις τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία. Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη, επρόκειτο για την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του ιταλικού δικαίου οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα μειώσεως ή απαλλαγής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από τη συμμετοχή στα τέλη για τα έργα υποδομής κατά τη χορήγηση της οικοδομικής αδείας. Η δυνατότητα αυτή ίσχυε ιδίως υπέρ αυτών που δεσμεύονταν να εκτελέσουν απευθείας τα έργα υποδομής.

    65.      Το Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι η μείωση του καταβλητέου ποσού έναντι της απευθείας εκτελέσεως των έργων υποδομής συνιστούσε αναμφισβήτητα αντάλλαγμα για την εκτέλεση των έργων, έκρινε εφαρμοστέα την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, διευκρινίζοντας, ωστόσο, όπως προεξέθεσα, ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας μπορούσε επίσης να εξασφαλιστεί αν στην εφαρμογή της προέβαινε όχι η κοινοτική αρχή αλλά ο εργολάβος που θα πραγματοποιούσε τα έργα υποδομής.

    66.      Επομένως, το κρίσιμο στοιχείο στην υπόθεση Ordine degli Architetti ήταν το ότι η κοινοτική αρχή δεν είχε την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενό της, δεδομένου ότι, εκ των πραγμάτων, ο αντισυμβαλλόμενος αυτός ήταν αναγκαστικά ο αιτούμενος την οικοδομική άδεια. Κατά συνέπεια, το να αναγνωριστεί η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ από τον εργολάβο ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί η υλοποίηση των σκοπών που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης στον τομέα των δημοσίων έργων.

    67.      Αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση, η Iberpistas –που δεν είναι σε καμία περίπτωση αναγκαστικά ο αντισυμβαλλόμενος της Ισπανικής Κυβερνήσεως– επελέγη και της ανατέθηκε η παραχώρηση επειδή θεωρήθηκε η επικρατέστερη υποψήφια κατόπιν της διαδικασίας του μειοδοτικού διαγωνισμού. Επομένως, είναι σαφές ότι, εν προκειμένω, η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την επιλογή του αντισυμβαλλομένου ήταν δυνατό να εφαρμοστεί από το αρχικό στάδιο της διαδικασίας, ήτοι από το στάδιο της επιλογής του αναδόχου της παραχωρήσεως. Κατά συνέπεια, η κατάσταση δεν είναι συγκρίσιμη με τις περιστάσεις της υποθέσεως Ordine degli Architetti, οπότε η οικεία απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε κατ’ αναλογία (13).

     δ)     Η αξία των συμπληρωματικών έργων

    68.      Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή διαφωνούν ριζικά όσον αφορά την αξία των συμπληρωματικών έργων σε σχέση με τη συνολική αξία της παραχωρήσεως.

    69.      Ειδικότερα, η Επιτροπή υπολόγισε, στο πλαίσιο της έρευνάς της, ότι η αξία των συμπληρωματικών έργων αντιστοιχούσε στο 87 % της αξίας των κυρίων έργων, ήτοι των έργων που περιγράφονταν ρητά στην πρόσκληση για την υποβολή προσφορών. Από την πλευρά του, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί το υπολογισμό αυτόν και τονίζει, ιδίως, ότι επιβάλλεται να συμπεριληφθεί στην αξία των κυρίων έργων και η αξία της εκμετάλλευσης του τμήματος Villalba-Adanero του αυτοκινητοδρόμου A-6 από το 2018 και μετά. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η αξία των συμπληρωματικών έργων που πρότεινε η Iberpistas στην προσφορά που έγινε δεκτή είναι κατά τι ανώτερη του 27 % της αξίας των κυρίων έργων.

    70.      Εκτιμώ, ωστόσο, ότι η ακριβής αποτίμηση της αξίας των συμπληρωματικών έργων σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της παραχωρήσεως δεν είναι εν προκειμένω αναγκαία για να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της διαφοράς.

    71.      Πράγματι, αφενός, οι αναφορές των διαδίκων στο άρθρο 61 της νέας κοινοτικής οδηγίας περί συμβάσεων δημοσίων έργων, ήτοι της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, δεν είναι λυσιτελείς. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, εντός του ορίου του 50 % του ποσού του αρχικού έργου που αποτελεί το αντικείμενο της παραχωρήσεως και υπό ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις, οι διατάξεις περί δημοσιότητος που ισχύουν για τις παραχωρήσεις δημοσίων έργων δεν εφαρμόζονται «στις συμπληρωματικές εργασίες που δεν περιλαμβάνονταν στο αρχικά προβλεπόμενο σχέδιο της παραχωρήσεως ούτε στην αρχική σύμβαση και οι οποίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, όπως περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, το οποίο η αναθέτουσα αρχή έχει αναθέσει στον ανάδοχο […]».

    72.      Κατ’ αρχάς, όπως επεσήμανα ανωτέρω, η οδηγία 2004/18/ΕΚ δεν είναι εφαρμοστέα, ratione temporis, στην προκειμένη περίπτωση. Αφετέρου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί απλή επιβεβαίωση μιας προϋφισταμένης νομικής αρχής (ερμηνευτική προσέγγιση που θα αρκεστώ να σημειώσω παρεμπιπτόντως ότι δεν είναι, κατά τη γνώμη μου πειστική), παραταύτα το άρθρο 61 της εν λόγω οδηγίας κάνει λόγο για εργασίες «οι οποίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου όπως περιγράφεται στην αρχική σύμβαση». Προφανώς, επομένως, πρόκειται για περιστάσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Η διάταξη του άρθρου 61 κάνει λόγο για απρόβλεπτες περιστάσεις, επελθούσες μετά την ανάθεση, και όχι για πραγματικά περιστατικά που προϋπήρχαν της αναθέσεως.

    73.      Αφετέρου, πέρα από τις διαφωνίες σχετικά με την ακριβή ποσοτική αποτίμηση των συμπληρωματικών έργων, νομίζω ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας συμφωνούν επί ενός αναμφισβητήτου πραγματικού δεδομένου: σε σχέση με το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, το μέγεθος που αντιπροσωπεύουν τα συμπληρωματικά έργα ήταν σημαντικό και ασφαλώς δεν ήταν αμελητέο ούτε δευτερεύον σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της παραχωρήσεως.

    3.      Η προσφυγή της Επιτροπής: προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    74.      Μολονότι δεν είναι απαράδεκτη, όπως επισήμανα ανωτέρω, η προσφυγή της Επιτροπής είναι μάλλον αόριστη, ιδίως όταν αναφέρεται στις διατάξεις οι οποίες θεωρεί ότι παραβιάστηκαν. Ειδικότερα, στο εισαγωγικό δικόγραφο, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας, εκτός της παραβιάσεως της Συνθήκης, την παράβαση του άρθρου 3 και, γενικώς, των παραγράφων 3, 6, 7, 11 και 12 του άρθρου 11 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ.

    75.      Αντιδρώντας στις αντιρρήσεις που εξέφρασε το Βασίλειο της Ισπανίας στο υπόμνημά του αντικρούσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε στο υπόμνημα απαντήσεώς της ότι, συγκεκριμένα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφυγή αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και, κατά συνέπεια, στις διατάξεις του άρθρου 11 στις οποίες αυτό παραπέμπει.

    76.      Ιδίως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε το ότι δημοσιεύθηκε όντως η προκήρυξη του μειοδοτικού διαγωνισμού ούτε τον χρόνο και τον τρόπο της δημοσιεύσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις της οδηγίας που ενδεχομένως παραβιάστηκαν είναι, ουσιαστικά, το άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 6. Ακριβέστερα, η παράβαση συνίσταται στη μεγάλη απόκλιση μεταξύ του αντικειμένου της δημοσιευθείσας προκηρύξεως και του αντικειμένου της παραχωρήσεως που ανατέθηκε στην πραγματικότητα στην Iberpistas. Με άλλα λόγια, αυτό που προσάπτεται στο Βασίλειο της Ισπανίας είναι ότι δημοσίευσε μια ελλιπή προκήρυξη ή, εναλλακτικώς, ότι δεν δημοσίευσε προκήρυξη για όλες τις εργασίες που περιλήφθηκαν στην παραχώρηση που ανατέθηκε στην Iberpistas αλλά δεν περιλήφθηκαν στη δημοσιευθείσα προκήρυξη.

    77.      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει να θεωρηθούν ως μέσο συγκεκριμένης εφαρμογής στον τομέα των δημοσίων έργων και παραχωρήσεων, των αρχών της Συνθήκης και ιδίως των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως (14). Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή εις βάρος του Βασιλείου της Ισπανίας σχετικά με την παραβίαση των διατάξεων της οδηγίας και σχετικά με την παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης μπορούν να εξεταστούν από κοινού.

    78.      Μετά τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, μπορώ να προχωρήσω στην εξέταση του κυρίου ζητήματος που είναι ο κατά την Επιτροπή πλημμελής χαρακτήρας της συγγραφής υποχρεώσεων που δημοσιεύθηκε από τις ισπανικές αρχές. Για τον σκοπό αυτόν, θα χρειαστεί να προσδιοριστεί, κατ’ αρχάς, σύμφωνα με ποιούς όρους πρέπει να δημοσιεύεται μια προκήρυξη διαγωνισμού για παραχώρηση δημοσίων έργων. Αφού διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί αν οι όροι αυτοί πληρούνται εν προκειμένω.

    4.      Οι όροι που πρέπει να πληροί μια προκήρυξη αφορώσα παραχώρηση

    79.      Το πρώτο σημείο που χρήζει διευκρινίσεως αφορά, επομένως, τους όρους που πρέπει να πληροί μια προκήρυξη διαγωνισμού αφορώσα παραχώρηση δημοσίων έργων εν γένει.

    80.      Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προκήρυξη αφορώσα διαγωνισμό για την ανάθεση δημοσίων έργων πρέπει να περιέχει πλήρη περιγραφή όλων των προς εκτέλεση εργασιών. Αυτό συνιστά φυσική συνέπεια τόσο του ότι οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να είναι σε θέση να προτείνουν ένα τίμημα για την εκτέλεση των έργων –πράγμα που προϋποθέτει, προφανώς, επακριβή γνώση των εν λόγω έργων– όσο και της γενικότερης αρχής, στην οποία μόλις αναφέρθηκα, ότι οι διατάξεις της οδηγίας συνιστούν τη συγκεκριμένη θέση σε εφαρμογή των αρχών της Συνθήκης όσον αφορά την ίση μεταχείριση και την απαγόρευση κάθε διακρίσεως. Άλλωστε, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, ακριβώς για να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, όλες οι προσφορές πρέπει να είναι σύμφωνες με τις προδιαγραφές της συγγραφής υποχρεώσεων (15).

    81.      Κατά τη γνώμη μου, η θεμελιώδης αυτή αρχή περί δημοσιότητος πρέπει να εφαρμόζεται και προκειμένου για τις παραχωρήσεις, και επομένως, οι προκηρύξεις που τις αφορούν πρέπει να αναφέρουν με ακρίβεια όλα τα έργα που αποτελούν το αντικείμενο της παραχωρήσεως. Την τοποθέτηση αυτή ενισχύουν πλείονες λόγοι.

    82.      Πρώτον, υπάρχουν προφανείς λόγοι που συνδέονται με τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση. Οι δύο αυτές αρχές, όπως προανέφερα, απορρέουν άμεσα από τη Συνθήκη και το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι είναι εφαρμοστέες, κατά κανόνα, σε σχέση με όλες τις παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν ρυθμίζονται από ειδικές διατάξεις (16).

    83.      Δεύτερον, η οδηγία προβλέπει ότι, μεταξύ των κανόνων που διέπουν τη δημοπράτηση δημοσίων έργων, μόνο οι κανόνες περί δημοσιότητας –ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτών– εφαρμόζονται στις παραχωρήσεις. Αν γινόταν δεκτό ότι ακόμη και οι λίγοι αυτοί κανόνες που εφαρμόζονται στις παραχωρήσεις πρέπει να ερμηνεύονται διαφορετικά και στενότερα από ό,τι οι κανόνες που διέπουν τα δημόσια έργα, θα μειωνόταν, κατά τη γνώμη μου, σημαντικά η πρακτική αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου που διέπει τις παραχωρήσεις.

    84.      Το γεγονός ότι το υπόδειγμα προκηρύξεως μειοδοτικού διαγωνισμού για τις παραχωρήσεις (παράρτημα VI της οδηγίας) είναι πολύ πιο συνοπτικό από το υπόδειγμα που προβλέπεται για τα δημόσια έργα (παράρτημα V της οδηγίας) δεν σημαίνει ότι η περιγραφή των προς εκτέλεση έργων μπορεί να γίνεται με πολύ διαφορετικό τρόπο. Άλλωστε, τα δύο υποδείγματα προκηρύξεων είναι πρακτικά πανομοιότυπα στο μέρος που αφορά την περιγραφή του αντικειμένου της συμβάσεως δημοσίων έργων και της συμβάσεως παραχωρήσεως (βλ. το τμήμα ΙΙ εκάστου των υποδειγμάτων αυτών).

    85.      Εξάλλου, στη νομολογία του Δικαστηρίου υπάρχουν περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμία διαφοροποίηση, οι κανόνες δημοσιότητας που εφαρμόζονται στις συμβάσεις δημοσίων έργων και στις συμβάσεις παραχωρήσεων (17).

    86.      Το γεγονός ότι απαιτείται να περιγράφει η προκήρυξη με ακρίβεια τα προς εκτέλεση έργα δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αποκλείεται κάθε είδους δημιουργικότητα ή ελευθερία στις υποβαλλόμενες προσφορές. Ωστόσο, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει, στην περίπτωση αυτή, να παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους δυνάμει διαγωνιζόμενους να λάβουν γνώση τόσο της υπάρξεως ενός τέτοιου πεδίου ελευθερίας όσο και των ορίων αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να παρατεθεί ένα απόσπασμα από την ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχωρήσεως στο κοινοτικό δίκαιο (18) (στο εξής: ερμηνευτική ανακοίνωση) που, κατά τη γνώμη μου, είναι απολύτως ορθό και βάσιμο:

    «Επίσης, όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, η παραχωρούσα αρχή δεν έχει τη δυνατότητα να καθορίζει τις ανάγκες της με επαρκώς προσδιορισμένους τεχνικούς όρους, ζητά διαφορετικές προσφορές, που ενδέχεται να προτείνουν διαφοροποιημένες λύσεις σε ένα πρόβλημα το οποίο εκφράζεται με γενικούς όρους. Ωστόσο, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για να εξασφαλίζεται ο υγιής και αποτελεσματικός ανταγωνισμός, η συγγραφή υποχρεώσεων πρέπει να παρουσιάζει κατά τρόπο αντικειμενικό και χωρίς διακρίσεις αυτό που ζητείται από τους υποψηφίους και κυρίως τους όρους της προσέγγισης την οποία πρέπει να ακολουθήσουν κατά την κατάρτιση των προσφορών τους. Με τον τρόπο αυτό, κάθε υποψήφιος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι έχει τη δυνατότητα να προβλέψει διαφορετικές τεχνικές λύσεις. Γενικότερα, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν πρέπει να περιέχει στοιχεία που αντιβαίνουν στους προαναφερόμενους κανόνες και αρχές της συνθήκης. Οι ανάγκες της παραχωρούσας αρχής είναι επίσης δυνατόν να καθοριστούν σε συνεργασία με επιχειρήσεις του τομέα, με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση του ανταγωνισμού» (σημείο 3.1.1, παράγραφος 9).

    87.      Κατά τα λοιπά, προκειμένου για δημόσια έργα, το άρθρο 19 της οδηγίας προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα, μέσω του μηχανισμού των εναλλακτικών προτάσεων, να παρέχεται στους διαγωνιζόμενους ορισμένη ελευθερία χειρισμών κατά την παρουσίαση των προσφορών τους. Ωστόσο, στην απόφαση Traunfellner, το Δικαστήριο ερμήνευσε το εν λόγω άρθρο με αρκετά συσταλτικό τρόπο, προκειμένου να τηρήσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των υποψηφίων αναδόχων δεχόμενο, παραδείγματος χάριν, ότι δεν είναι δυνατό να αρκεί να παραπέμπει η συγγραφή των υποχρεώσεων σε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας για να πληρωθεί η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 2, της οδηγίας – η οποία επιβάλλει στις αναθέτουσες αρχές να αναγράφουν στη συγγραφή υποχρεώσεων τις ελάχιστες απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται οι εναλλακτικές προσφορές (19).

    88.      Ο ισχυρισμός του Βασιλείου της Ισπανίας, κατά τον οποίο η προαναφερθείσα απόφαση Traunfellner δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, καθόσον κάνει λόγο για εναλλακτικές προσφορές και όχι για συμπληρωματικές εργασίες, δεν είναι, κατά την άποψή μου, πειστικός. Πράγματι, πρώτον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διάκριση μεταξύ εναλλακτικών προσφορών και συμπληρωματικών έργων είναι βάσιμη, παραμένει το γεγονός ότι η απόφαση Traunfellner στηρίζεται στη θεμελιώδη επιδίωξη εξασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων αναδόχων και ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει μικρότερη σημασία όταν πρόκειται για συμπληρωματικά έργα απ’ ό,τι όταν πρόκειται για εναλλακτικές προσφορές. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αυτή, καθόσον αναφέρεται στο άρθρο 19 της οδηγίας, ήτοι σε διάταξη η οποία δεν εφαρμόζεται στις παραχωρήσεις έργων, δεν έχει άμεση εφαρμογή εν προκειμένω και πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως ενδεικτικό στοιχείο και κατευθυντήρια γραμμή, εξαιρετικά πειστική κατά τα λοιπά.

    89.      Μια άλλη χρήσιμη ένδειξη, εφαρμοστέα ουσιαστικά κατ’ αναλογία, μπορεί επίσης να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου το οποίο, εφαρμόζοντας πάντα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, υπογράμμισε ότι, εφόσον καταστούν γνωστά, τα κριτήρια αναθέσεως ενός έργου πρέπει να παραμένουν αμετάβλητα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας (20).

    90.      Εν κατακλείδι, προκήρυξη διαγωνισμού για την παραχώρηση δημοσίων έργων πρέπει να περιγράφει με ακρίβεια τα έργα τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παραχωρήσεως. Ενδεχόμενες εναλλακτικές προσφορές μπορούν να γίνονται δεκτές εφόσον η δυνατότητα αυτή γνωστοποιείται στο κείμενο της προκηρύξεως αυτό καθαυτό, μαζί με τα όρια εντός των οποίων μπορεί να ασκηθεί.

    5.      Επί της ερμηνείας της δεύτερης εκδοχής της συγγραφής υποχρεώσεων

    91.      Αφού διευκρινίστηκε ποια κριτήρια πρέπει να πληροί μια προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού για τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίων έργων προκειμένου να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις δημοσιότητας που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, είναι αναγκαίο να ελεγχθεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, η συγγραφή υποχρεώσεων της παραχωρήσεως για την οποία πρόκειται πληροί τα κριτήρια αυτά.

    92.      Θεωρώ ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική και ότι δεν υπήρχε επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των όσων γνωστοποιήθηκαν συμπεριληφθέντα στη δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων και των εργασιών που ανατέθηκαν στην Iberpistas στο πλαίσιο της συμβάσεως παραχωρήσεως.

    93.      Πρώτον, όπως προεξέθεσα, η Ισπανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η απόφαση να αντικατασταθεί η πρώτη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων με τη δεύτερη προκλήθηκε από τη βούληση να δοθεί ευρύτερο πεδίο στην πρωτοβουλία των διαγωνιζομένων, προκειμένου να διαμορφώσουν πρόσφορες λύσεις στο κυκλοφοριακό πρόβλημα. Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει, εξάλλου, ότι αυτό μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητό από τους μετέχοντες στον διαγωνισμό. Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

    94.      Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι στο προοίμιο της δεύτερης εκδοχής της συγγραφής υποχρεώσεων αναφέρεται απλώς ότι «για λόγους τεχνικής φύσεως, πρέπει να τροποποιηθεί η εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων, προκειμένου να προσδιοριστεί εκ νέου το αντικείμενο του διαγωνισμού και να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις σχετικά με τη διάρκεια της παραχωρήσεως». Πρόκειται για μάλλον αόριστη διατύπωση, η οποία σε καμία περίπτωση δεν εκθέτει με ακρίβεια το λόγο που προκάλεσε την αναδιατύπωση της συγγραφής των υποχρεώσεων (με εξαίρεση την τροποποίηση της διάρκειας της παραχωρήσεως). Αν η απόφαση να ακυρωθεί η προηγούμενη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων απέρρεε από τη βούληση να δοθεί μεγαλύτερο πεδίο στην πρωτοβουλία των διαγωνιζομένων για την επίλυση των κυκλοφοριακών προβλημάτων, αυτό θα έπρεπε τουλάχιστον να δηλωθεί ρητά. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη.

    95.      Ομοίως, ούτε οι ισχυρισμοί της Ισπανικής Κυβέρνησης κατά τους οποίους η δυνατότητα προσφοράς για συμπληρωματικά έργα όπως αυτά που πρότεινε η Iberpistas προέκυπτε από ορισμένες διατάξεις της συγγραφής υποχρεώσεων μπορούν να γίνουν δεκτοί. Πρόκειται, ιδίως, για τα σημεία 13 και 16 της ρήτρας 5, καθώς και για τη ρήτρα 29 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

    96.      Όσον αφορά τη ρήτρα 29, αρκεί να παρατηρηθεί ότι αναφέρεται ρητά μόνο στις δύο συνδέσεις του αυτοκινητοδρόμου A-6 με την Ávila και την Segovia (21).

    97.      Ανάλογη παρατήρηση μπορεί να διατυπωθεί και σε σχέση με το σημείο 16 της ρήτρας 5 της συγγραφής υποχρεώσεων, όπου αναφέρεται ρητώς ότι τα μέτρα για την αντιμετώπιση των κυκλοφοριακών προβλημάτων που μπορούσαν να προταθούν στη διοίκηση αφορούσαν «την περιοχή που επηρεάζεται από την κατασκευή των τμημάτων του αυτοκινητοδρόμου τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παραχωρήσεως». Επομένως, η αναφορά στην «κατασκευή» των τμημάτων αυτών περιορίζει σαφώς στις συνδέσεις του αυτοκινητοδρόμου Α-6 με την Ávila και την Segovia την περιοχή την οποία καλύπτει η διάταξη αυτή.

    98.      Όσον αφορά το σημείο 13 της ίδιας ρήτρας της συγγραφής υποχρεώσεων, επισημαίνεται ότι αναφέρεται, με γενικό τρόπο, στα μέτρα που θα μπορούσαν να προτείνουν να λάβουν οι διαγωνιζόμενοι σε σχέση με μια σειρά στοιχείων που πρέπει συνήθως να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτελέσεως έργων οδοποιίας: όχι μόνο τα κυκλοφοριακά προβλήματα αλλά και ο ενδεχόμενος αντίκτυπος στο τοπίο, το περιβάλλον, τον τουρισμό κ.λπ. Είναι σαφές ότι μια τέτοια γενική διατύπωση, η οποία αναφέρεται μόνο σε έργα παρεπόμενα σε σχέση με τα έργα που περιγράφονται ρητά στη συγγραφή υποχρεώσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανακοίνωση εξασφαλίζουσα δημοσιότητα η οποία αναδεικνύει επαρκώς ως αντικείμενο της συγγραφής των υποχρεώσεων κατασκευαστικά έργα μεγάλης σημασίας, και από οικονομικής απόψεως, τα οποία, περαιτέρω, ευρίσκονται εκτός των ζωνών των έργων που περιγράφονται ρητά στην προκήρυξη.

    99.      Επίσης, στο εν λόγω σημείο 13 γίνεται λόγος για τις «συνέπειες» της παραχωρήσεως για το κυκλοφοριακό πρόβλημα στο σύνολό του, αλλά δεν περιέχεται αναφορά στη γεωγραφική θέση όπου εντοπίζονται τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να περιοριστεί το εν λόγω πρόβλημα. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο, σύμφωνα με το γράμμα της συγγραφής υποχρεώσεων, οι μετέχοντες στο διαγωνισμό μπορούσαν να εννοήσουν ότι τα εν λόγω μέτρα αφορούσαν μόνο τη ζώνη των έργων η κατασκευή των οποίων προβλεπόταν ρητά, δεν μπορεί να αγνοηθεί.

    100. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι διατάξεις που μόλις υπενθύμισα παρέμειναν οι ίδιες στην πρώτη και στη δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι, με βάση τις διατάξεις αυτές, ένας δυνάμει μετέχων στον διαγωνισμό θα μπορούσε να υποθέσει ότι η απόφαση των ισπανικών αρχών να ακυρώσουν την πρώτη συγγραφή υποχρεώσεων διαγράφοντας ορισμένα μέρη των έργων υπαγορεύθηκε από τη βούληση να τους υποβληθούν εναλλακτικές προτάσεις σε σχέση με τα «ματαιωθέντα» αυτά έργα.

    101. Κατόπιν, όσον αφορά τα πρόσθετα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας ως προς το αν ήταν δυνατό να ερμηνευθεί η δεύτερη εκδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων υπό το πρίσμα των άλλων εφαρμοστέων διατάξεων του ισπανικού δικαίου, οι οποίες καταλείπουν ευρύ πεδίο στην ελευθερία και στη δημιουργικότητα των υποψηφίων αναδόχων, θα παρατηρήσω τα εξής:

    102. Αφενός, κατ’ αρχήν, για τους λόγους που εκτέθηκαν προηγουμένως, εκτιμώ ότι οι αρχές τις οποίες διατύπωσε το Δικαστήριο σχετικά με τη δημοσιότητα των διαγωνισμών για την ανάθεση δημοσίων έργων ισχύουν και για τις παραχωρήσεις. Όπως προεξέθεσα, το Δικαστήριο έκρινε επίσης παράνομη προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού η οποία, όσον αφορά τη δυνατότητα υποβολής εναλλακτικών προσφορών, παρέπεμπε ρητώς στην εθνική νομοθεσία (22).

    103. Αφετέρου, ακόμη και αν, παραδόξως, αναγνωριζόταν –σε πλήρη αντίθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου– ότι με βάση το εθνικό δίκαιο ήταν δυνατό να περιέχεται στην προκήρυξη πρόσκληση για υποβολή προτάσεων για συμπληρωματικά έργα, και πάλι, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 8 του Ley de Autopistas δεν στηρίζει την τοποθέτηση του Βασιλείου της Ισπανίας. Πράγματι, η διάταξη αυτή, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει στους δυνάμει διαγωνιζόμενους ευρύ πεδίο ελευθερίας για δημιουργικές πρωτοβουλίες κατά την παρουσίαση των προσφορών, αλλά κάνει λόγο για έργα τα οποία, μολονότι δεν προβλέπονται στο αρχικό αντικείμενο της παραχωρήσεως, «επιβάλλονται ως αντάλλαγμα στον ανάδοχο». Επομένως, πρόκειται, μάλλον, για έργα που οι ανάδοχοι καλούνται ρητώς να εκτελέσουν και όχι για έργα τα οποία αυτοί προτείνουν και εκτελούν με την ελεύθερη βούλησή τους. Κατά συνέπεια, είναι κατά τη γνώμη μου περιττό να εξετασθεί αν, με βάση την εθνική νομοθεσία, όλα τα συμπληρωματικά έργα που πρότεινε η Iberpistas υπάγονται στη ζώνη επιρροής των έργων που αποτελούν κατά ρητή δήλωση το αντικείμενο της παραχωρήσεως.

    104. Ούτε η ερμηνευτική ανακοίνωση μπορεί να αποτελέσει πηγή επιχειρημάτων για τη στήριξη των απόψεων της Ισπανικής Κυβερνήσεως. Συγκεκριμένα, όπως προανέφερα, μολονότι η Επιτροπή αναγνωρίζει στο έγγραφο αυτό τη δυνατότητα παροχής στους διαγωνιζόμενους ευρέως πεδίου ελευθερίας και δημιουργικότητας στην κατάρτιση των προσφορών τους, υπενθυμίζει επίσης, και μάλιστα ρητώς, ότι πρέπει να «παρουσιάζ[εται] κατά τρόπο αντικειμενικό και χωρίς διακρίσεις αυτό που ζητείται από τους υποψηφίους» (23).

    105. Περαιτέρω, η Επιτροπή κατέδειξε με αρκετά πειστικό τρόπο, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του Βασιλείου της Ισπανίας, ότι οι άλλοι υποψήφιοι ανάδοχοι δεν ερμήνευσαν τις ρήτρες σχετικά με την ανάγκη να προτείνουν μέτρα για την αντιμετώπιση των κυκλοφοριακών προβλημάτων με τον τρόπο που τις ερμήνευσε η Iberpistas. Ειδικότερα, όλες οι λύσεις που πρότειναν οι άλλοι διαγωνιζόμενοι επικεντρώνονταν στην εκτέλεση συμπληρωματικών έργων συνδεομένων στενά με τα έργα η κατασκευή των οποίων εζητείτο ρητώς στη συγγραφή των υποχρεώσεων. Πρόκειται, προφανώς, για στοιχείο το οποίο δεν έχει, αυτό καθαυτό αποφασιστική σημασία, καθόσον ο τρόπος με τον οποίο αντελήφθησαν τη συγγραφή υποχρεώσεων οι άλλοι υποψήφιοι δεν δεσμεύει ασφαλώς το Δικαστήριο. Άλλωστε, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι άλλοι διαγωνιζόμενοι ερμήνευσαν εσφαλμένα το περιεχόμενο της συγγραφής των υποχρεώσεων. Πρόκειται, ωστόσο, για στοιχείο το οποίο, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ληφθεί υπόψη για να είναι πλήρης η έκθεση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς.

    106. Τέλος, μια τελευταία παρατήρηση αφορά τις πρακτικές συνέπειες της ερμηνείας της συγγραφής υποχρεώσεων την οποία υιοθέτησε η Iberpistas και με την οποία συντάσσεται το Βασίλειο της Ισπανίας. Με βάση την προσφορά που έγινε δεκτή, η εταιρία Iberpistas πραγματοποίησε, πέραν των εργασιών κατασκευής των συνδέσεων μεταξύ του αυτοκινητοδρόμου A-6 και των πόλεων Ávila και Segovia, συμπληρωματικά έργα στο τμήμα Villalba-Adanero του ιδίου αυτοκινητοδρόμου, τμήμα επί του οποίου, κατά τον χρόνο προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού, είχε ήδη ανατεθεί στην Iberpistas παραχώρηση μέχρι το 2018. Είναι δε δύσκολο να γίνει δεκτό ότι οποιοσδήποτε άλλος διαγωνιζόμενος πλην της Iberpistas θα μπορούσε να προτείνει συγκεκριμένα, με ίδια πρωτοβουλία και χωρίς να του δοθεί καμία σχετική ένδειξη στη συγγραφή των υποχρεώσεων, την πραγματοποίηση εργασιών σε τμήμα του αυτοκινητοδρόμου το οποίο διαχειριζόταν η εν λόγω εταιρία.

    VII – Πρόταση

    107. Έχοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    Παραλείποντας να συμπεριλάβει μεταξύ των έργων που αποτελούσαν το αντικείμενο της παραχωρήσεως, στο κείμενο της συγγραφής υποχρεώσεων σχετικά με την ανάθεση παραχωρήσεως που αφορούσε την κατασκευή, συντήρηση και εκμετάλλευση των συνδέσεων του αυτοκινητοδρόμου A-6 με τη Segovia και την Ávila, καθώς και τη συντήρηση και εκμετάλλευση του τμήματος Villalba-Adanero του ίδιου αυτοκινητοδρόμου μετά το 2018, ορισμένα έργα τα οποία ανατέθηκαν εκ των υστέρων στο πλαίσιο της παραχωρήσεως, μεταξύ των οποίων και τα έργα που αφορούσαν το δωρεάν τμήμα του αυτοκινητοδρόμου Α-6, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, καθώς και με βάση τις αρχές της Συνθήκης περί ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    Το Βασίλειο της Ισπανίας καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


    2 – Αντίθετα, οι συμβάσεις παραχωρήσεως που αφορούν την παροχή υπηρεσιών δεν αποτελούν ακόμη το αντικείμενο ειδικής ρυθμίσεως, με εξαίρεση κάποιες σημαντικές αρχές που έγιναν δεκτές στη νομολογία του Δικαστηρίου. Ιδίως, γίνεται σταθερά δεκτό στη νομολογία ότι, μολονότι δεν υπάγονται ρητώς σε συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, οι παραχωρήσεις που αφορούν την παροχή υπηρεσιών πρέπει να συνάδουν με τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, και ιδίως την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Βλ., σε σχέση με τις υπηρεσίες τις οποίες αφορά η οδηγία 93/38/ΕΟΚ, την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑324/98, Telaustria και Telefonadress (Συλλογή 2000, σ. I‑10745, σκέψη 60). Όσον αφορά τις υπηρεσίες που διέπονται από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ, βλ. την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, C‑458/03, Parking Brixen (Συλλογή 2005, σ. I‑8585, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    3 – Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114).


    4 – Πρόκειται για τον τίτλο III, ο οποίος περιλαμβάνει τα άρθρα 56 έως 65.


    5 – Οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54).


    6 – Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C‑399/98, Ordine degli Architetti κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑5409).


    7 – Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, η διάκριση μεταξύ δημοσίου έργου και παραχωρήσεως μπορεί να είναι αρκετά δυσχερής. Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για ζήτημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου: βλ. την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, Parking Brixen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2 ανωτέρω, σκέψη 32).


    8 – Βλ., σχετικώς, την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-187/04 και C‑188/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 23.


    9 – Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I‑14637, σκέψεις 29 έως 32).


    10 – Βλ., παραδείγματος χάριν, την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C‑33/04, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2005, σ. I‑10629, σκέψεις 65 έως 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    11 – Βλ. υποσημείωση 6.


    12 – Όπ.π., σκέψη 100.


    13 – Βλ., σχετικά με την ιδιαιτερότητα της αποφάσεως Ordine degli Architetti και το γεγονός ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις όπου είναι δυνατό να επιλεγεί ο κατ’ ανάθεση κύριος, την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑264/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. I‑8831, σκέψη 57).


    14 – Βλ. τις αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1993, C‑243/89, Επιτροπή κατά Δανίας, υπόθεση «Storebaelt» (Συλλογή 1993, σ. I‑3353, σκέψη 33), και της 18ης Οκτωβρίου 2001, C‑19/00, SIAC Construction (Συλλογή 2001, σ. I‑7725, σκέψη 33). Οι αποφάσεις αυτές αναφέρονται στην προγενέστερη οδηγία 71/305/ΕΟΚ αλλά ο λόγος υπάρξεως των διατάξεως παραμένει προφανώς ο ίδιος. Βλ., επίσης, παραδείγματος χάριν, την απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C‑87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου, υπόθεση «bus wallons» (Συλλογή 1996, σ. I‑2043, σκέψεις 51 και 52), καθώς και, γενικότερα, την απόφαση Parking Brixen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2 ανωτέρω, σκέψη 48).


    15 – Απόφαση Επιτροπή κατά Δανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 37).


    16 – Βλ. υποσημείωση 2.


    17 – Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 19).


    18 – ΕΕ 2000, C 121, σ. 2.


    19 – Απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, C‑421/01, Traunfellner (Συλλογή 2003, σ. I‑11941, σκέψεις 27 έως 29).


    20 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 88 και 89) και SIAC (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 41 έως 43).


    21 – Βλ. σημεία 21 και 22 των παρουσών προτάσεων.


    22 – Απόφαση Τraunfellner (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19 ανωτέρω).


    23 – Βλ. σημείο 86 των παρουσών προτάσεων.

    Top