Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0405

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 17ης Ιουλίου 2008.
    Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ - Οδηγία 98/69/ΕΚ - Μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα - Παρεκκλίνουσα εθνική διάταξη που προκαταλαμβάνει τη μείωση της κοινοτικής οριακής τιμής των εκπομπών σωματιδίων από ορισμένα νέα οχήματα με κινητήρα ντίζελ - Απόρριψη εκ μέρους της Επιτροπής - Ιδιαιτερότητα του προβλήματος - Καθήκον επιμελείας και υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Υπόθεση C-405/07 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-08301

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:433

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 17ης Ιουλίου 2008 ( 1 )

    Υπόθεση C-405/07 P

    Βασίλειο των Κάτω Χωρών

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναιρέσεως — Άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ — Οδηγία 98/69/ΕΚ — Μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα — Παρεκκλίνουσα εθνική διάταξη που προκαταλαμβάνει τη μείωση της κοινοτικής οριακής τιμής των εκπομπών σωματιδίων από ορισμένα νέα οχήματα με κινητήρα ντίζελ — Απόρριψη εκ μέρους της Επιτροπής — Ιδιαιτερότητα του προβλήματος — Καθήκον επιμελείας και υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    I — Εισαγωγή

    1.

    Το κοινοτικό δίκαιο ρυθμίζει τις οριακές τιμές για τις εκπομπές σωματιδίων από οχήματα με κινητήρα ντίζελ. Οι Κάτω Χώρες, όμως, έχουν την πρόθεση να επιτρέπουν μόνον οχήματα που ανταποκρίνονται σε αυστηρότερες οριακές τιμές. Το μέτρο αυτό σκοπεί να συμβάλει στη μείωση του ποσοστού σωματιδίων στον αέρα του περιβάλλοντος. Πράγματι, σε πολλά μέρη της χώρας σημειώνεται υπέρβαση των καθοριζόμενων από το κοινοτικό δίκαιο οριακών τιμών για σωματίδια στον αέρα του περιβάλλοντος.

    2.

    Ως εκ τούτου, οι Κάτω Χώρες ζητούν, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚ, από την Επιτροπή εξαίρεση από τη ρύθμιση περί οριακών τιμών για τις εκπομπές σωματιδίων. Η Επιτροπή δεν δέχτηκε εντούτοις αυτό το αίτημα με την επίδικη απόφαση ( 2 ). Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή που άσκησαν οι Κάτω Χώρες κατ’ αυτής της αποφάσεως της Επιτροπής ( 3 ).

    3.

    Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι Κάτω Χώρες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη μια εγκαίρως υποβληθείσα έκθεση με νέα στοιχεία για τη μόλυνση του αέρα στις Κάτω Χώρες. Κατά την άποψή τους, το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας αυτόν τον ισχυρισμό, δεν έλαβε δεόντως υπόψη τα καθήκοντα επιμελείας της Επιτροπής και την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως. Επιπλέον, ο εκ μέρους του Πρωτοδικείου έλεγχος ως προς το αν υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα στις Κάτω Χώρες, κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, είναι πλημμελής λόγω πλάνης περί το δίκαιο.

    II — Νομικό πλαίσιο

    4.

    Με τις σκέψεις 1 έως 9 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο εξέθεσε το νομικό πλαίσιο ως ακολούθως:

    «1

    Το άρθρο 95 ΕΚ ορίζει στις παραγράφους του 4 έως 6 τα εξής:

    “4)   Όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.

    5)   Επίσης, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4, εάν, μετά την εκ μέρους του Συμβουλίου ή της Επιτροπής θέσπιση μέτρου εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση εθνικών διατάξεων επί τη βάσει νέων επιστημονικών στοιχείων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, για λόγους οι οποίοι συντρέχουν μόνον στην περίπτωσή του και οι οποίοι έχουν ανακύψει μετά τη θέσπιση του μέτρου εναρμόνισης, κοινοποιεί στην Επιτροπή τις μελετώμενες διατάξεις και τους λόγους που υπαγορεύουν τη θέσπισή τους.

    6)   Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, εγκρίνει ή απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    Εάν η Επιτροπή δεν αποφασίσει εντός αυτής της περιόδου, οι εθνικές διατάξεις, περί των οποίων οι παράγραφοι 4 και 5, λογίζονται ότι έχουν εγκριθεί.

    Εάν η πολυπλοκότητα του αντικειμένου το δικαιολογεί, και δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου, η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ότι η περίοδος η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα εξάμηνο.”

    2

    Η οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L 296, σ. 55), ορίζει, στο άρθρο της 7, παράγραφος 3, ότι τα κράτη μέλη εκπονούν σχέδια δράσης αναφέροντας τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση κινδύνου υπέρβασης των οριακών τιμών και/ή των ορίων συναγερμού για τα επίπεδα ρύπων του αέρα του περιβάλλοντος, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υπέρβασης και να περιορισθεί η διάρκειά του. Τα σχέδια αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ενδεχομένως μέτρα ελέγχου και, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, μέτρα αναστολής των δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην υπέρβαση των οριακών τιμών, περιλαμβανομένης της κυκλοφορίας αυτοκινήτων.

    3

    Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/62, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή την εμφάνιση επιπέδων ρυπάνσεως που υπερβαίνουν τις οριακές τιμές, προσαυξημένες κατά το περιθώριο ανοχής, κατά τους εννέα μήνες που έπονται του τέλους κάθε έτους.

    4

    Η οδηγία 98/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα και με την τροποποίηση της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ (ΕΕ L 350, σ. 1), άρχισε να ισχύει στις , ημερομηνία της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    5

    Το κείμενο αυτό καθορίζει μια οριακή τιμή συγκεντρώσεως μάζας σωματιδίων (PM) στα 25 mg/km για οχήματα με κινητήρα ντίζελ υπαγόμενα, αφενός, στην κατηγορία Μ (επιβατηγά οχήματα), που καθορίζονται στο παράρτημα II, τμήμα A, της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/01, σ. 46) —εξαιρουμένων των οχημάτων μεγίστης μάζας άνω των 2500 kg— και, αφετέρου, στην κατηγορία N1, κλάση I (επαγγελματικά οχήματα μεγίστου αποδεκτού βάρους 1305 kg).

    6

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/69:

    “[…] τα κράτη μέλη δεν μπορούν για λόγους σχετικούς με την ατμοσφαιρική ρύπανση από εκπομπές οχημάτων με κινητήρα:

    να αρνούνται τη χορήγηση έγκρισης τύπου ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 70/156, ή

    να αρνούνται τη χορήγηση εθνικής έγκρισης τύπου, ή

    να απαγορεύουν τη χορήγηση αριθμού κυκλοφορίας, την πώληση ή θέση σε κυκλοφορία οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 70/156,

    εάν τα οχήματα πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την παρούσα οδηγία.”

    7

    Η οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1999, σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L 163, σ. 41), σε συνδυασμό με την οδηγία 96/62, καθορίζει τις οριακές τιμές που εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις συγκεντρώσεις σωματιδίων “ΑΣ10 ”στον αέρα του περιβάλλοντος και είναι δεσμευτικές εκ του νόμου από την .

    8

    Για την εφαρμογή της οδηγίας 1999/30, τα σωματίδια ΑΣ10 ορίζονται ως εξής:

    “11)

    ‘ΑΣ10’: τα σωματίδια που διέρχονται διά στομίου κατά μέγεθος διαλογής το οποίο συγκρατεί το 50 % των σωματιδίων αεροδυναμικής διαμέτρου 10 μm.”

    9

    Στο άρθρο της 5, η οδηγία 1999/30 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι συγκεντρώσεις των σωματιδίων αυτών στον αέρα του περιβάλλοντος δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματός της ΙΙΙ.»

    5.

    Εν τω μεταξύ, εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων ( 4 ) . Η προδιαγραφή καυσαερίων Euro 5 προβλέπει μείωση της οριακής τιμής για τη συγκέντρωση της μάζας σωματιδίων (ΑΣ) σε 5 mg/km. Κατ’ αρχήν, επομένως, νέοι τύποι ελαφρών οχημάτων ιδιωτικής χρήσεως και επαγγελματικών οχημάτων με κινητήρα ντίζελ πρέπει από τον Σεπτέμβριο του 2009 να είναι εφοδιασμένα με φίλτρα σωματιδίων, για τα δε καινούρια οχήματα ήδη εγκεκριμένων τύπων αυτό ισχύει από τον Ιανουάριο του 2011.

    6.

    Εξάλλου, στις 21 Μαΐου 2008 υπογράφηκε η οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη ( 5 ) . Η οδηγία αυτή αντικαθιστά ιδίως την οδηγία 96/62 και την οδηγία 1999/30. Το άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, της νέας οδηγίας απαλλάσσει προσωρινώς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη από την τήρηση των οριακών τιμών. Για τα ΑΣ 10, η απαλλαγή ισχύει επί τρία έτη από της ενάρξεως ισχύος, δηλαδή έως το 2011.

    III — Η διοικητική διαδικασία

    7.

    Οι Κάτω Χώρες ζήτησαν στις 2 Νοεμβρίου 2005 από την Επιτροπή να εγκρίνει αυστηρότερους όρους για την εκπομπή σωματιδίων ορισμένων οχημάτων ντίζελ από αυτούς που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή εκθέτει στην αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως 2006/372/ΕΚ τα υποβληθέντα προς έγκριση μέτρα ως ακολούθως:

    «Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο διατάγματος με το οποίο πρόκειται να επιβληθεί υποχρεωτική οριακή τιμή 5 mg ανά χιλιόμετρο για τα επαγγελματικά οχήματα μέγιστου αποδεκτού βάρους 1305 kg (οχήματα της κατηγορίας N1, κλάση I) και για τα επιβατικά οχήματα (οχήματα M1), όπως ορίζονται στο άρθρο 1.1 (h) και 1.1 (at) της Voertuigreglement. Το διάταγμα πρόκειται να εφαρμοστεί για όλα τα εν λόγω οχήματα που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και διαθέτουν κινητήρα ντίζελ. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι τα οχήματα αυτά πρέπει να εξοπλιστούν με φίλτρα σωματιδίων.»

    8.

    Η περαιτέρω εξέλιξη της διαδικασίας εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

    «21

    Με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε τη λήψη της κοινοποιήσεως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και την ενημέρωσε ότι η προθεσμία έξι μηνών που της έτασσε το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ για να αποφανθεί επί των αιτημάτων παρεκκλίσεως είχε αρχίσει στις , την επομένη της παραλαβής της κοινοποιήσεως.

    22

    Η έκθεση εκτιμήσεως της ποιότητας του αέρα στις Κάτω Χώρες για το έτος 2004, καταρτισθείσα κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 96/62, ανακοινώθηκε στην Επιτροπή στις 8 Φεβρουαρίου 2006 και πρωτοκολλήθηκε από αυτήν στις .

    23

    Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 2006, οι ολλανδικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για την ύπαρξη εκθέσεως που καταρτίστηκε τον Μάρτιο 2006 από τον Milieu- en Natuurplanbureau (ολλανδικό Οργανισμό Περιβαλλοντικής Αξιολογήσεως) με τίτλο “Nieuwe inzichten in de omvang van de fijnstofproblematiek” (νέες ενδείξεις για τo μέγεθος του προβλήματος των σωματιδίων).

    24

    Για να εκτιμήσει το βάσιμο των προβληθέντων από τις ολλανδικές αρχές επιχειρημάτων, η Επιτροπή ζήτησε την επιστημονική και τεχνική γνωμοδότηση μιας κοινοπραξίας συμβουλευτικών εταιριών συντονιζόμενης από την Nederlandse Organisatie voor toegepast-natuur-wetenschappelijk onderzoek (ολλανδική Οργάνωση για την Εφαρμοσμένη Επιστημονική Έρευνα).

    25

    Η οργάνωση αυτή υπέβαλε την έκθεσή της στην Επιτροπή στις 27 Μαρτίου 2006.

    26

    Με την απόφαση 2006/372/ΕΚ, η Επιτροπή απέρριψε το κοινοποιηθέν σχέδιο διατάγματος με την αιτιολογία ότι “το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν απέδειξε την ύπαρξη ενός ιδιαιτέρου προβλήματος όσον αφορά την οδηγία 98/69” και ότι “το κοινοποιηθέν μέτρο δεν [ήταν] ανάλογο με τους επιδιωκόμενους στόχους”.»

    IV — Η σε πρώτο βαθμό διαδικασία και τα αιτήματα

    9.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως 2006/372, στις 12 Ιουλίου 2006, ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    10.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση εξέθεσε, σύμφωνα με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση είναι αντίθετη προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 95 ΕΚ και την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 253 ΕΚ, πρώτον, καθόσον δεν αποδέχεται την ύπαρξη ιδιαιτέρου προβλήματος στις Κάτω Χώρες, εμφανισθέντος μετά την έκδοση της οδηγίας 98/69, αυτό δε χωρίς να εξετάσει τα συναφή στοιχεία που διαβίβασε το οικείο κράτος μέλος, και, δεύτερον, καθόσον θεωρεί το κοινοποιηθέν σχέδιο κανονιστικής αποφάσεως ως δυσανάλογο προς τους επιδιωκομένους από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στόχους.

    11.

    Το Πρωτοδικείο εξέδωσε απόφαση επί της προσφυγής με ταχεία διαδικασία στις 27 Ιουνίου 2007. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, εξέτασε μόνον τον πρώτο λόγο της προσφυγής, δηλαδή τη λήψη υπόψη των διαβιβασθέντων από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στοιχείων και την απόδειξη ιδιαιτέρου προβλήματος στις Κάτω Χώρες. Ως προς αμφότερα τα σημεία, απέρριψε τους ισχυρισμούς της Ολλανδικής Κυβερνήσεως.

    12.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατ’ αυτής της αποφάσεως. Η Ολλανδική Κυβέρνηση βάλλει κατά αμφοτέρων των μερών της σε πρώτο βαθμό εξετάσεως και ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να κρίνει τους λοιπούς λόγους της προσφυγής, και

    να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

    13.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, να την απορρίψει και

    να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    14.

    Κάθε ένας από τους διαδίκους κατέθεσε υπόμνημα. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    V — Νομική εκτίμηση

    15.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή ερίζουν ως προς το αν συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο το να καθορισθούν στις Κάτω Χώρες αυστηρότερες οριακές τιμές για τις εκπομπές σωματιδίων από οχήματα από αυτές που προβλέπονται στην οδηγία 98/69.

    16.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μπορεί να θεσπίσει εθνική ρύθμιση, παρεκκλίνουσα από την οδηγία 98/69, μόνον κατόπιν εγκρίσεως της Επιτροπής. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 95, παράγραφοι 5 και 6, ΕΚ, δεδομένου ότι η ολλανδική ρύθμιση θα παρεκκλίνει εκ των υστέρων από μια νομική πράξη που στηρίχθηκε στο άρθρο 100Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ).

    17.

    Κατά το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τους λόγους θεσπίσεως των επίδικων εθνικών διατάξεων ( 6 ). Επομένως, σ’ αυτό εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη αυτών των λόγων ( 7 ).

    18.

    Κατ’ αρχάς, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι η θέσπιση εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν από μέτρο εναρμονίσεως στηρίζεται σε νέα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας. Περαιτέρω, οφείλει να αποδείξει ότι αυτή πραγματοποιείται για λόγους που συντρέχουν μόνο στην περίπτωση του οικείου κράτους μέλους και οι οποίοι έχουν ανακύψει μετά τη θέσπιση του μέτρου εναρμονίσεως ( 8 ).

    19.

    Αν δεν προσκομισθεί αυτή η απόδειξη, η Επιτροπή εξετάζει κατά το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ αν τα προβλεπόμενα εθνικά μέτρα αποτελούν ή όχι μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    20.

    Η εν προκειμένω αναιρετική διαδικασία αφορά αποκλειστικώς την εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ. Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε μεν ότι οι Κάτω Χώρες προσκόμισαν νέα επιστημονικά στοιχεία ( 9 ), πλην όμως εκτίμησε ότι δεν υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα στις Κάτω Χώρες. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τις σχετικές ολλανδικές αντιρρήσεις και επιβεβαίωσε αυτή τη διαπίστωση.

    21.

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση, αφενός, προβάλλει την αιτίαση ότι κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη μια από τις προσκομισθείσες από αυτή εκθέσεις (επ’ αυτού κατωτέρω στο σημείο Α) και, αφετέρου, διατυπώνει αντιρρήσεις για το ότι το Πρωτοδικείο θεώρησε επαρκή την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος αν υφίσταται στις Κάτω Χώρες ιδιαίτερο πρόβλημα (επ’ αυτού κατωτέρω στο σημείο B).

    22.

    Δεδομένου ότι και με τους δύο λόγους αναιρέσεως προβάλλεται ότι το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περιέχει εσφαλμένες εκτιμήσεις που οφείλονται σε πλάνη περί το δίκαιο, θα εξετάσω στη συνέχεια αν το διατακτικό της αποφάσεως φαίνεται να είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους (επ’ αυτού κατωτέρω στο σημείο Γ). Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει επίσης να απορριφθεί ( 10 ).

    A — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως — η μεταχείριση της οποίας έτυχε μια ολλανδική έκθεση

    23.

    Αυτός ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή αναληθώς εξέθεσε με την επίδικη απόφαση ότι δεν είχε ακόμη προσκομισθεί η έκθεση για την ποιότητα του αέρα στις Κάτω Χώρες το 2004.

    1. Επί των διαφόρων εκθέσεων

    24.

    Τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο α’, περίπτωση i, της οδηγίας 96/62, να υποβάλλουν στην Επιτροπή κατ’ έτος μια έκθεση για την ποιότητα του αέρα, στην οποία να εμφαίνονται οι ζώνες και οι οικισμοί όπου τα επίπεδα ενός ή περισσοτέρων ρύπων υπερβαίνουν την οριακή τιμή προσαυξημένη κατά το περιθώριο ανοχής.

    25.

    Στην αιτιολογική σκέψη 41 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι Κάτω Χώρες δεν είχαν υποβάλει ακόμη στοιχεία για το 2004. Δεν αμφισβητείται πάντως ότι η διαπίστωση αυτή είναι εσφαλμένη. Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή έλαβε αυτή την έκθεση στις 8 Φεβρουαρίου 2006 και την καταχώρισε στο πρωτόκολλό της στις . Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε μόλις τρεις μήνες αργότερα.

    26.

    Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αυτής τη εκθέσεως για την ποιότητα του αέρα ως προς το έτος 2004 και δύο άλλων ιδίως εκθέσεων.

    27.

    Αφενός, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέβαλε τον Μάρτιο του 2006 μια έκθεση του ολλανδικού οργανισμού περιβαλλοντικής αξιολογήσεως ( 11 ), την αποκαλούμενη «έκθεση του MNP». Στη σκέψη 41 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή, επικαλούμενη αυτή την έκθεση, διαπιστώνει ότι οι διαπιστωθείσες συγκεντρώσεις σωματιδίων είναι κατά περίπου 10 % έως 15 % χαμηλότερες απ’ ό,τι είχε αρχικά υποτεθεί. Επίσης, κατά την έκθεση, ο αριθμός των περιοχών στις οποίες θα σημειωθούν υπερβάσεις σε σχέση με τις οριακές τιμές θα μειωθούν στο ήμισυ το 2010 σε σχέση με το 2005 και το 2015 σε σχέση με το 2010.

    28.

    Αφετέρου, η Επιτροπή ανέθεσε σε μια κοινοπραξία συμβουλευτικών εταιριών υπό τον συντονισμό της ολλανδικής Οργανώσεως για την Εφαρμοσμένη Επιστημονική Έρευνα ( 12 ) να εξετάσει την αίτηση τον Κάτω Χωρών. Τα αποτελέσματα αυτής της εξετάσεως καταγράφηκαν στην αποκαλούμενη «έκθεση της TNO», της 27ης Μαρτίου 2006. Σ’ αυτή την έκθεση στηρίχθηκε κυρίως η Επιτροπή για να εκδώσει την επίδικη απόφαση.

    29.

    Η έκθεση της TNO εμφαίνει ότι στους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής ήταν γνωστά τουλάχιστον τα νεώτερα στοιχεία για την ποιότητα του αέρα στις Κάτω Χώρες το 2004. Επομένως, το Πρωτοδικείο παραθέτει αυτή την έκθεση στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως ακολούθως:

    «Από τα προκαταρκτικά στοιχεία που ανακοίνωσε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ως προς τις υπερβάσεις κατά το 2004 προκύπτει διαφορετική εικόνα από εκείνη του 2003. Σε όλες τις περιοχές διαπιστώνεται υπέρβαση όσον αφορά το ΑΣ 10 τουλάχιστον μιας από τις αυξηθείσες κατά το περιθώριο ανοχής οριακές τιμές.»

    2. Νομική εκτίμηση του λόγου αναιρέσεως

    30.

    Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμηση της εκπληρώσεως του καθήκοντος επιμέλειας και του καθήκοντος αιτιολογήσεως της Επιτροπής.

    Επί του παραδεκτού

    31.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος. Κατ’ αρχάς, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών απωλέσε το δικαίωμα να προβάλει αιτιάσεις σε σχέση με την έκθεση για το έτος 2004, διότι την προσκόμισε πολύ καθυστερημένα. Επιπλέον, με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θέτει υπό αμφισβήτηση διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου αφορώσες μόνον τα πραγματικά περιστατικά.

    32.

    Η πρώτη αντίρρηση της Επιτροπής κατά του παραδεκτού αυτού του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι —τουλάχιστον εν προκειμένω— στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Το αν η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τη διοικητική διαδικασία οψίμως προβαλλόμενους ισχυρισμούς ενός κράτους μέλους συνιστά κατ’ αρχήν ζήτημα που αφορά το βάσιμο μιας προσφυγής.

    33.

    Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί η απαγόρευση της καταστρατηγήσεως του δικαίου, από το στάδιο ήδη του παραδεκτού, να εμποδίζει την άσκηση προσφυγής ή την προβολή ορισμένων λόγων προσφυγής. Για να συμβεί αυτό, το κράτος μέλος θα πρέπει, για παράδειγμα, να έχει δημιουργήσει στην Επιτροπή τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν θα προσκομίσει άλλα πληροφοριακά στοιχεία ή, τουλάχιστον όσον αφορά τη λήψη υπόψη ορισμένων εγγράφων, ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ασκήσει προσφυγή. Η Επιτροπή δεν παρέχει κανένα στοιχείο για την ύπαρξη μιας τέτοιας εξαιρετικής περιπτώσεως, ιδίως δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αλλ’ ούτε φαίνεται να συντρέχει τέτοια περίπτωση.

    34.

    Επιπλέον, η αντίρρηση αυτή θα μπορούσε το πολύ να διατυπωθεί πρωτοδίκως κατά του παραδεκτού της προσφυγής, όχι όμως κατά του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως. Η Επιτροπή, όμως, δεν προβάλλει ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ως προς αυτό το σημείο.

    35.

    Αντιθέτως, η δεύτερη αντίρρηση της Επιτροπής κατά του παραδεκτού αυτού του λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε ένα αναγνωρισμένο αξίωμα του διέποντος την αναίρεση δικαίου: όπως προκύπτει από άρθρο 225 ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο είναι κατ’ αρχήν το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως της αλλοιώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο υπό την έννοια αυτή στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου ( 13 ).

    36.

    Η αιτίαση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν αφορά, σε αντίθεση προς την άποψη της Επιτροπής, τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο. Αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο αμφισβητήσεως. Αντιθέτως, πρόκειται για το αν το Πρωτοδικείο από τα περιστατικά αυτά συνήγαγε ορθώς ότι η Επιτροπή δεν παρέβη ούτε το καθήκον επιμελείας ούτε το καθήκον αιτιολογήσεως που υπέχει. Αυτό είναι το νομικό ζήτημα. Επομένως, και αυτή η αντίρρηση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

    37.

    Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς.

    Επί του βασίμου

    38.

    Το καθήκον επιμελείας και το καθήκον αιτιολογήσεως της Επιτροπής πρέπει να εξετασθούν υπό το φως των αρμοδιοτήτων που αυτή άσκησε στην προκειμένη περίπτωση. Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 95, παράγραφοι 5 και 6, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε περίπλοκες τεχνικές αξιολογήσεις, πρέπει να της αναγνωρισθεί σ’ αυτό το πλαίσιο ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως ( 14 ).

    39.

    Όταν όμως λόγω της ευρείας ευχέρειας εκτιμήσεως της Επιτροπής ο δικαστικός έλεγχος είναι περιορισμένος, η σημασία της τηρήσεως των εγγυήσεων, τις οποίες προβλέπει η κοινοτική έννομη τάξη για διοικητικές διαδικασίες, είναι θεμελιώδους σημασίας. Στις εγγυήσεις αυτές συγκαταλέγεται ιδίως η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να εξετάζει επιμελώς και αμερολήπτως όλα τα ουσιώδη δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του ( 15 ). Επομένως, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή επεκτείνεται επίσης στο αν τα παρατιθέμενα στην απόφαση αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών ( 16 ).

    40.

    Επομένως, πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί αν η έκθεση για το έτος 2004 περιείχε κρίσιμα δεδομένα. Συναφώς, η έκθεση της TNO διαπίστωσε ότι τα νέα δεδομένα παρουσίαζαν μια διαφορετική εικόνα απ’ ό,τι τα παλαιότερα. Μια μεταβολή από απόψεως δεδομένων έχει κατ’ ανάγκη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως των Κάτω Χωρών. Επομένως, τα νεώτερα αυτά δεδομένα ήταν κρίσιμα.

    41.

    Το χρονικό σημείο της διαβιβάσεως αυτών των δεδομένων θέτει πάντως το ζήτημα αν η Επιτροπή μπορούσε να μην τα λάβει υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως των Κάτω Χωρών.

    42.

    Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 96/62, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών όφειλε να έχει διαβιβάσει αυτή την έκθεση την 1η Οκτωβρίου 2005, δηλαδή ένα μήνα πριν από την αίτησή του κατά το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ. Την προσκόμισε όμως με καθυστέρηση 5 μηνών. Οι προθεσμίες όμως της οδηγίας 96/62 δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Επομένως, η παράβασή του είναι άνευ σημασίας για τη διαδικασία παρεκκλίσεως.

    43.

    Το άρθρο 95 ΕΚ δεν περιέχει καμία ρητή ρύθμιση ως προς το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να προσκομίζονται έγγραφα προς στήριξη μιας αιτήσεως παρεκκλίσεως. Το Δικαστήριο λαμβάνει μεν ως βάση ότι το κράτος μέλος πρέπει κατ’ αρχήν να προβάλει τα επιχειρήματά του με την αίτησή του ( 17 ), επιτρέπει όμως επίσης τη συμπλήρωση των προσκομισθέντων εγγράφων ( 18 ).

    44.

    Η λήψη υπόψη πληροφοριακών στοιχείων που προσκομίζονται καθυστερημένα είναι εξάλλου σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές του περιβαλλοντικού και διοικητικού δικαίου της Κοινότητας. Κατά το άρθρο 174, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, η Κοινότητα, κατά τον σχεδιασμό της πολιτικής της στον τομέα του περιβάλλοντος, λαμβάνει υπόψη της τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα ( 19 ). Η λήψη υπόψη νέων δεδομένων συνιστά επιπλέον το έρεισμα της διαδικασίας του άρθρου 95, παράγραφοι 5 και 6 ΕΚ ( 20 ). Από απόψεως διοικητικής διαδικασίας, η νομιμότητα μιας νομικής πράξεως πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως ( 21 ).

    45.

    Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις, η Επιτροπή έλαβε ρητώς υπόψη την αποκαλούμενη έκθεση του MNP. Την παρέλαβε μάλιστα ακόμη πιο αργά από την έκθεση για την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος στις Κάτω Χώρες το 2004. Το γεγονός ότι η έκθεση του MNP στηρίζει την άποψη της Επιτροπής εμφανίζει συγχρόνως υπό ιδιαίτερα αρνητική μορφή τη μεταχείριση της οποίας έτυχε η έκθεση για το 2004.

    46.

    Παρά ταύτα, το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη δεδομένα που προσκομίσθηκαν καθυστερημένα θα μπορούσε, λόγω των αυστηρών προθεσμιών της διαδικασίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ ( 22 ), να είναι κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένο στη μεμονωμένη περίπτωση, παραδείγματος χάριν όταν δεν θα ήταν πλέον δυνατή η εμπρόθεσμη εξέταση. Στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή αρνηθεί να λάβει υπόψη πληροφοριακά στοιχεία που προσκομίστηκαν με καθυστέρηση, η απόφαση αυτή θα πρέπει πάντως να είναι δεκτική δικαστικού ελέγχου. Επομένως, η Επιτροπή θα έπρεπε να αιτιολογήσει το γιατί δεν έλαβε υπόψη την έκθεση για το 2004. Αυτό όμως δεν συνέβη εν προκειμένω.

    47.

    Συνεπώς, η έκθεση για την ποιότητα του αέρα στις Κάτω Χώρες το 2004 έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως παρεκκλίσεως.

    48.

    Από την επίδικη απόφαση δεν μπορεί πάντως να συναχθεί ότι τα δεδομένα αυτά ελήφθησαν υπόψη. Αντιθέτως, η Επιτροπή βεβαίωσε με τη σκέψη 41 ότι η έκθεση δεν προσκομίσθηκε.

    49.

    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει αντιθέτως στις σκέψεις 43 και 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής έλαβαν υπόψη τα αριθμητικά αυτά στοιχεία της εκθέσεως της TNO και ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σ’ αυτή την έκθεση. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο παραπέμπει στην αξιολόγηση της εκθέσεως της TNO που υποβλήθηκε αργότερα. Το Πρωτοδικείο συμπεραίνει από τα ανωτέρω με τη σκέψη 47 ότι δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εξετάσει τα πρόσφατα στοιχεία που της είχε αποστείλει η Ολλανδική Κυβέρνηση πριν από την έκδοση της αποφάσεως.

    50.

    Στην πραγματικότητα, η έκθεση της TNO αποδεικνύει ότι τα αριθμητικά στοιχεία για το 2004 έπρεπε να είναι γνωστά στην Επιτροπή και ότι τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν εμμέσως υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας, ήτοι μέσω της εκθέσεως της TNO.

    51.

    Δεν αρκεί πάντως το ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη πληροφοριακά στοιχεία με οποιονδήποτε τρόπο. Οφείλει αντιθέτως να εκτιμήσει καταλλήλως αυτά τα στοιχεία ( 23 ).

    52.

    Από την απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί πάντως να εξακριβωθεί ποια σημασία αποδίδει στην υπέρβαση των οριακών τιμών σε όλο το έδαφος των Κάτω Χωρών. Η ληφθείσα υπόψη απόφαση της TNO περιέχει μεν μερικές διευκρινίσεις γι αυτή την κατάσταση, πλην όμως δεν μπορεί να συναχθεί από αυτή αν εν προκειμένω υφίσταται ή όχι ιδιαίτερο πρόβλημα στις Κάτω Χώρες.

    53.

    Μόνο το Πρωτοδικείο στρέφει την προσοχή του σ’ αυτό το σημείο με τις σκέψεις 109 και 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επισημαίνει ότι το 2004 τέσσερα άλλα κράτη μέλη υπερέβησαν σε όλες τις ζώνες τις οριακές τιμές και ότι η ποιότητα του αέρα βελτιώθηκε μάλιστα σε απόλυτους αριθμούς έναντι του προηγούμενου έτους.

    54.

    Αυτές οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου δεν μπορούν όμως να θεραπεύσουν το ελάττωμα της επίδικης αποφάσεως. Αντιθέτως, από την αιτιολογία μιας νομικής πράξεως πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του ( 24 ). Επομένως, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας δεν μπορεί να συμπληρωθεί η ελαττωματική αιτιολογία, ούτε καν από τα κοινοτικά δικαστήρια.

    55.

    Εξάλλου, καθόσον το ίδιο το Πρωτοδικείο συγκρίνει τις Κάτω Χώρες με άλλα κράτη μέλη, υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του και υποκαθιστά την Επιτροπή ( 25 ). Η Επιτροπή έπρεπε να προβεί η ίδια με την επίδικη απόφαση στη σύγκριση ή τουλάχιστον να στηριχθεί σε μια σχετική με αυτή έκθεση. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου ως προς τη σύγκριση με άλλα κράτη μέλη δεν ασκούν επιρροή.

    56.

    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο, διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ολλανδική έκθεση για το 2004, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε καταλλήλως υπόψη αυτή την έκθεση. Πάντως, το αν αυτή η πλάνη περί το δίκαιο έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή συμβάλλει σ’ αυτό μπορεί να κριθεί οριστικώς μόνο μετά την εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

    Β — Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως — Ανυπαρξία ιδιαίτερου προβλήματος στις Κάτω Χώρες

    57.

    Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά το ζήτημα αν στις Κάτω Χώρες υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα. Οι Κάτω Χώρες βάλλουν κατά της διττής συλλογιστικής της πρωτόδικης αποφάσεως.

    58.

    Αφενός, το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες αιτίες της υπερβάσεως των οριακών τιμών στις Κάτω Χώρες, εφόσον η οδηγία 1999/30 δεν μνημονεύει αυτές τις αιτίες. Οι αιτίες αυτές συνίστανται στην επίδραση διασυνοριακών εκπομπών σωματιδίων, στη δημογραφική πυκνότητα, στην οδική κυκλοφορία και στον βαθμό δημιουργίας οικιστικών περιοχών κατά μήκος των οδών.

    59.

    Αφετέρου, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε μεν ότι το πρόβλημα δεν πρέπει οπωσδήποτε να είναι ιδιόμορφο, παρά ταύτα όμως έθεσε ουσιαστικώς ως όρο την ύπαρξη μιας διαφοράς σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη μέλη, δηλαδή ενός ιδιόμορφου προβλήματος.

    60.

    Η απόφαση του Πρωτοδικείου είναι διατυπωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αμφότερες οι συλλογιστικές να υφίστανται παραλλήλως και να στηρίζουν τη δικαστική κρίση ανεξαρτήτως η μία από την άλλη. Επομένως, οι Κάτω Χώρες πρέπει να επιτύχουν να γίνουν δεκτά αμφότερα τα σκέλη της αίτησεώς τους αναιρέσεως, προκειμένου να απολέσει η απόφαση το έρεισμά της.

    1. Επί των κριτηρίων της οδηγίας 1999/30

    61.

    Με τις σκέψεις 92 και 115 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο αρνείται να λάβει υπόψη διασυνοριακές εκπομπές σωματιδίων, τη δημογραφική πυκνότητα, την ένταση της οδικής κυκλοφορίας σε πολλές περιοχές των Κάτω Χωρών και τη δημιουργία οικιστικών περιοχών κατά μήκος των οδικών αρτηριών. Κατά το Πρωτοδικείο, αυτά δεν αποτελούν κριτήρια της οδηγίας 1999/30.

    62.

    Δεδομένου ότι η οδηγία 1999/30 καθορίζει μόνον οριακές τιμές, η άποψη αυτή ισοδυναμεί τελικώς με το ότι μόνον ο βαθμός της υπερβάσεως των οριακών τιμών μπορεί να συνιστά κατάλληλο κριτήριο για την ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος. Το Πρωτοδικείο δεν διευκρινίζει πάντως γιατί εκτιμά ότι οι αιτίες μιας υπερβάσεως των οριακών τιμών θα έπρεπε να μνημονεύονται στην οδηγία 1999/30.

    63.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν δέχεται αυτή την εκτίμηση του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή δεν αντικρούει την αίτηση αναιρέσεως ως προς αυτό το σημείο, αλλά υπογραμμίζει, με την ύπαρξη ανεπαρκών διαφορών σε σχέση με άλλα κράτη μέλη την εναλλακτική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, της οδηγίας 96/62. Κατά το άρθρο αυτό, όταν υπάρχει υπέρβαση των οριακών τιμών λόγω σημαντικής ρύπανσης η οποία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πραγματοποιούν διαβουλεύσεις. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών όμως δεν ζήτησε να πραγματοποιηθούν τέτοιες διαβουλεύσεις.

    64.

    Η οδηγία 96/62 έχει αποφασιστική σημασία για την εκτίμηση της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου σε σχέση με τα μη διαλαμβανόμενα στην οδηγία 1999/30 κριτήρια. Πράγματι, η οδηγία 1999/30 δεν μπορεί να εφαρμόζεται μεμονωμένα, αλλά μόνον από κοινού με την οδηγία 96/62. Συγκεκριμένα, η έκδοση της οδηγίας 1999/30 προβλέπεται στο άρθρο 4 και στο παράρτημα I της οδηγίας 96/62. Επιπλέον, τα μέτρα που τα κράτη μέλη οφείλουν ιδίως, αλλά όχι μόνο σε περίπτωση υπερβάσεως οριακών τιμών σε σχέση με την ποιότητα του αέρα, να λάβουν συνάγονται όχι από την οδηγία 1999/30, αλλά από την οδηγία 96/62.

    65.

    Αμφότερες οι οδηγίες δεν περιέχουν κανένα στοιχείο για να θεωρηθεί ότι ρυθμίζουν το ζήτημα των αιτιών της ρυπάνσεως του αέρα που θα μπορούσαν να συνιστούν ιδιαίτερο πρόβλημα. Αντιθέτως, είναι διατυπωμένες με σχετικώς γενικούς όρους, προκειμένου να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, θέτουν κανόνες μόνο για την επίβλεψη της ποιότητας του αέρα, για τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή τις οριακές τιμές, και για την ανάπτυξη προγραμμάτων προς επίτευξη αυτού του σκοπού, χωρίς να απαιτούν συγκεκριμένα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών. Επιπλέον, οι οριακές τιμές για τη ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα, ιδίως, είναι κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 1999/30, ελάχιστες απαιτήσεις, οι οποίες ισχύουν γενικώς σε όλα τα κράτη μέλη. Είναι δυνατή η θέσπιση αυστηρότερων ρυθμίσεων ( 26 ).

    66.

    Επιπλέον, η από κοινού θεώρηση της οδηγίας 1999/30 και της οδηγίας 96/62 δείχνει ότι τα κριτήρια που αρνήθηκε να λάβει υπόψη το Πρωτοδικείο είναι όλως σημαντικά κατά την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος.

    67.

    Το άρθρο 8 και το παράρτημα IV της οδηγίας 96/62 διευκρινίζουν ειδικότερα ποιες πληροφορίες πρέπει τα κράτη μέλη να συλλέγουν και να ανακοινώνουν στην Επιτροπή σε περίπτωση υπερβάσεως των οριακών τιμών. Κατά το σημείο 5 αυτού του παραρτήματος, πρέπει να εξακριβώνεται η προέλευση της ρυπάνσεως και ιδίως οι κύριες πηγές εκπομπής και η μεταφερόμενη από άλλες περιοχές ρύπανση. Η προβλεπόμενη στο σημείο 6 ανάλυση της καταστάσεως θα πρέπει να παρέχει διευκρινίσεις για τους παράγοντες στους οποίους οφείλεται η υπέρβαση και το σημείο αυτό μνημονεύει ρητώς εν προκειμένω τις μεταφορές, περιλαμβανομένων των διασυνοριακών μεταφορών, και τη διαμόρφωση.

    68.

    Το άρθρο 8, παράγραφος 6, της οδηγίας 96/62 τονίζει συναφώς, σε αντίθεση προς τα εκτιθέμενα στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι διασυνοριακές εκπομπές σωματιδίων συνιστούν, όπως προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, απολύτως αποφασιστικό κριτήριο από απόψεως κοινοτικού δικαίου για την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα.

    69.

    Διαφορετικά από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ούτε η ένταση της οδικής κυκλοφορίας μπορεί να αγνοηθεί. Μολονότι δεν τονίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διασυνοριακή ρύπανση, είναι πάντως και αυτή μια αιτία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του άρθρου 8 της οδηγίας 96/62.

    70.

    Τέλος, κατά το παράρτημα II, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 96/62, ο βαθμός έκθεσης του πληθυσμού είναι ένας παράγων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των κοινοτικών οριακών τιμών. Επομένως, ο παράγων αυτός αποτελεί κατάλληλο κριτήριο για τη σοβαρότητα της υπερβάσεως των οριακών τιμών σε ορισμένα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι η δημογραφική πυκνότητα, η μεγάλη ένταση της οδικής κυκλοφορίας σε πολλές περιοχές των Κάτω Χωρών και η δημιουργία οικιστικών περιοχών κατά μήκος των οδικών αρτηριών είναι καθοριστικά στοιχεία για την έκθεση του πληθυσμού, η σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι επίσης εσφαλμένη, καθόσον το Πρωτοδικείο, κατά πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτει αυτούς τους παράγοντες ως μη διαλαμβανόμενους στην οδηγία 1999/30.

    71.

    Επομένως, κακώς το Πρωτοδικείο, αναφερόμενο στην οδηγία 1999/30, αρνήθηκε με τις σκέψεις 92 και 115 να λάβει υπόψη τη δημογραφική πυκνότητα, τη μεγάλη ένταση της οδικής κυκλοφορίας σε πολλές περιοχές των Κάτω Χωρών και τη δημιουργία οικιστικών περιοχών κατά μήκος των οδικών αρτηριών.

    2. Επί της ανυπαρξίας ιδιαίτερου προβλήματος

    72.

    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η δεύτερη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, η οποία αφορά την ανυπαρξία ιδιαίτερου προβλήματος στις Κάτω Χώρες.

    73.

    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει αφενός με τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «δεν είναι ιδιαίτερο υπό την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ κάθε πρόβλημα που τίθεται κατά τρόπο εν γένει ανάλογο σε όλα τα κράτη μέλη και προσφέρεται, συνεπώς, για εναρμονισμένες λύσεις σε κοινοτικό επίπεδο».

    74.

    Επίσης, το Πρωτοδικείο συμφωνεί με την Ολλανδική Κυβέρνηση, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ένα πρόβλημα, για να είναι ιδιαίτερο για ένα κράτος μέλος υπό την έννοια της συναφούς διατάξεως, δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει από κίνδυνο του περιβάλλοντος που υφίσταται μόνο στο έδαφος του κράτους αυτού».

    75.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προσάπτει πάντως με τον λόγο αναιρέσεως στο Πρωτοδικείο ότι, αντιφάσκοντας προς τα κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στις σκέψεις 53 και 106, απαίτησε για την ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος να υφίστανται διαφορές έναντι των άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε κάθε φορά τους επί μέρους ισχυρισμούς για την ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος με βάση την εκτίμηση ότι η κατάσταση είναι όμοια σε άλλα κράτη μέλη.

    76.

    Κατά τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προϋπόθεση για την έγκριση των ολλανδικών μέτρων είναι ότι οι διαπιστωθείσες στο ολλανδικό έδαφος υπερβάσεις των οριακών τιμών «εμφάνιζαν μια οξύτητα που τις διέκρινε αισθητά από αυτές που παρατηρήθηκαν εντός άλλων κρατών μελών». Κατά τη σκέψη 106, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να αποδείξει ότι βρίσκεται προ ιδιαίτερων προβλημάτων «που το διαφοροποιούν από τα άλλα κράτη μέλη». Το Πρωτοδικείο απαιτεί επομένως με αυτές τις σκέψεις να υπάρχει διαφορά με όλα ακριβώς τα άλλα κράτη μέλη.

    77.

    Επομένως, οι σκέψεις 63 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, και 53 και 106, αφετέρου, αντιφάσκουν μεταξύ τους. Παρά την αντίθεση αυτή, όμως, προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο στηρίζει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνο στην εκτιθέμενη με τις δεύτερες από τις παρατιθέμενες αυτές σκέψεις εκτίμηση ότι οι Κάτω Χώρες δεν απέδειξαν την ύπαρξη διαφοράς σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε αν ο αριθμός των κρατών μελών που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα είναι πάρα πολύ μεγάλος προκειμένου να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος στις Κάτω Χώρες. Αντιθέτως, περιορίστηκε κάθε φορά στη μνεία κρατών μελών που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση.

    78.

    Η τελευταία αυτή εκτίμηση του Πρωτοδικείου οφείλεται οπωσδήποτε σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά την απόφαση Land Oberösterreich, το ιδιαίτερο πρόβλημα κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ δεν περιορίζεται σε «μοναδικά προβλήματα» ( 27 ). Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο και η Επιτροπή ερμήνευσαν ορθώς τον όρο «συγκεκριμένου» στην περίπτωση Land Oberösterreich ως «ασυνήθους» ( 28 ).

    79.

    Επομένως, ούτε οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου ως προς τη σύγκριση με τα κράτη μέλη είναι πρόσφορες για να στηρίξουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    Γ — Επί της δυνατότητας άλλης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    80.

    Ναι μεν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει εσφαλμένες εκτιμήσεις που οφείλονται σε πλάνη περί το δίκαιο, πλην όμως η αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει επίσης να απορριφθεί αν το διατακτικό της αποφάσεως φαίνεται να είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους ( 29 ). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι στις Κάτω Χώρες δεν υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα κατά την έννοια της αμέσως ανωτέρω προπαρατεθείσας αποφάσεως Land Oberösterreich, δηλαδή ένα πρόβλημα που είναι όχι ασύνηθες, αλλά γενικής φύσεως.

    81.

    Το πρόβλημα στις Κάτω Χώρες έγκειται στο ότι το ποσοστό των ΑΣ10 στον αέρα του περιβάλλοντος υπερβαίνει τις οριακές τιμές της οδηγίας 96/62, σε συνδυασμό με την οδηγία 1999/30.

    82.

    Το Πρωτοδικείο και η Επιτροπή, λαμβάνοντας ως βάση τις μέχρι τούδε περιπτώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις, εξετάζουν αν αυτό το πρόβλημα είναι ιδιαίτερο, συγκρίνοντας την κατάσταση σε διάφορα κράτη μέλη. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση, ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος θεμελιώνεται ήδη από την ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό σύγκρουση μεταξύ διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (επ’ αυτού, κατωτέρω στο σημείο 1). Επομένως, μόνο δευτερευόντως θα ερευνηθεί αν θεμελιώνεται η ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος από τη σύγκριση με άλλα κράτη μέλη (επ’ αυτού, κατωτέρω στο σημείο 2).

    1. Επί της θεμελιώσεως της υπάρξεως ιδιαίτερου προβλήματος από την ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό σύγκρουση μεταξύ ρυθμίσεων του κοινοτικού δικαίου

    83.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρόβλημα, το οποίο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επιδιώκει να αντιμετωπίσει με μια παρέκκλιση από την οδηγία 98/69, θεμελιώνεται στις απαιτήσεις άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου: η κατάσταση του αέρα του περιβάλλοντος στις Κάτω Χώρες δεν είναι ακόμη αυτή που ορίζει η οδηγία 96/62, σε συνδυασμό με την οδηγία 1999/30.

    84.

    Αυτό μπορεί όντως να μην είναι ασύνηθες και να αφορά και άλλα κράτη μέλη. Παρά ταύτα, οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου για την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος περιγράφουν την κατάσταση που θα έπρεπε να υφίσταται παντού στην Κοινότητα. Επομένως, η παραβίαση αυτού του καθολικού επιπέδου ποιότητας δεν μπορεί, από νομική άποψη, να θεωρείται ως «συνήθης». Πράγματι, η τήρηση του κοινοτικού δικαίου, όχι η παραβίασή του, αποτελεί τον βασικό θεσμικό κανόνα. Η παράβαση του γενικού κανόνα πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως ιδιαίτερη περίπτωση κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ.

    2. Επί της συγκρίσεως με άλλα κράτη μέλη

    85.

    Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει την άποψή μου ή δεν ασχοληθεί με αυτή, λόγω του ότι οι διάδικοι δεν έχουν μέχρι τούδε διατυπώσει σχετικές με αυτή παρατηρήσεις, θα εξετάσω στη συνέχεια αν υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα στις Κάτω Χώρες με βάση μια σύγκριση με άλλα κράτη μέλη.

    86.

    Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, πρέπει, όπως προείπα, να αναγνωρισθεί στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια, καθόσον μια σύγκριση της καταστάσεως σε διάφορα κράτη μέλη απαιτεί περίπλοκες τεχνικές αξιολογήσεις. Αντιστρόφως, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει επιμελώς και αμερολήπτως όλα τα ουσιώδη δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις της. Επομένως, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή επεκτείνεται επίσης στο αν τα παρατιθέμενα στην απόφαση αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών ( 30 ).

    87.

    Περαιτέρω, πρέπει να υπενθυμισθεί ότι το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος φέρει το αιτούν κράτος μέλος, ήτοι εν προκειμένω οι Κάτω Χώρες ( 31 ). Επομένως, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει ότι δεν υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα. Όταν όμως δεν αναγνωρίζει ότι υφίσταται ιδιαίτερο πρόβλημα, πρέπει να εκθέσει λεπτομερώς γιατί απορρίπτει τους σχετικούς ισχυρισμούς του κράτους μέλους.

    88.

    Όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, πρέπει εν προκειμένω, σε αντίθεση προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ληφθούν ιδίως υπόψη η διασυνοριακή ρύπανση, η δημογραφική πυκνότητα, η μεγάλη ένταση της οδικής κυκλοφορίας σε πολλές περιοχές των Κάτω Χωρών και η δημιουργία οικιστικών περιοχών, καθώς και η έκθεση για την ποιότητα του αέρα το 2004.

    89.

    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 43 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή στηρίζεται σε δύο κυρίως επιχειρήματα. Πρώτον, η συγκέντρωση σωματιδίων στις Κάτω Χώρες δεν είναι συνολικώς υψηλότερη απ’ ό,τι σε επτά άλλα κράτη μέλη. Δεύτερον, είναι αμφίβολο αν υπάρχει πρόβλημα όσον αφορά την οδηγία 98/69, δεδομένου ότι η ιδιαίτερη συγκέντρωση σωματιδίων στις Κάτω Χώρες δεν οφείλεται σε εκπομπές των καταμετρηθέντων εκεί αυτοκινήτων.

    90.

    Το πρώτο επιχείρημα θα μπορούσε μεν κατ’ αρχήν να πείσει, αν —σε αντίθεση προς την εδώ υποστηριζόμενη άποψη— ελαμβάνετο ως βάση ότι η υπέρβαση των κοινοτικών οριακών τιμών, υπό τις δεδομένες εν προκειμένω συνθήκες, δεν συνιστά ακόμη ιδιαίτερο πρόβλημα. Εδώ πάντως δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το ζήτημα της συγκεντρώσεως σωματιδίων, όπως αυτή προκύπτει από την έκθεση των Κάτω Χωρών για το 2004.

    91.

    Το δεύτερο επιχείρημα της Επιτροπής, δηλαδή η ανυπαρξία ιδιαίτερου προβλήματος σε σχέση με ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα, μπορεί να αποτελέσει αντίκρουση ενός μέρους της ολλανδικής επιχειρηματολογίας που περιέχεται στην αίτηση για παρέκκλιση. Όπως ούτε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών το αμφισβητεί πλέον, σ’ αυτή τη χώρα ταξινομούνται λιγότερα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα απ’ ό,τι στα περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη.

    92.

    Αυτό πάντως δεν αποκλείει ότι, σε σχέση με τα άλλα θιγόμενα σημεία, υφίστανται στις Κάτω Χώρες ιδιαίτερα προβλήματα. Το αν αυτά τα ενδεχομένως υφιστάμενα προβλήματα δικαιολογούν τη λήψη μέτρων σε σχέση με ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του ιδιαίτερου προβλήματος. Αυτό θα έπρεπε μάλλον να ερευνηθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως που ακολουθεί κατά το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ.

    93.

    Όσον αφορά τους λοιπούς σχετικούς ισχυρισμούς των Κάτω Χωρών, η Επιτροπή αναγνωρίζει με τη σκέψη 40 της επίδικης αποφάσεως ότι η ποσοστιαία συμβολή της διασυνοριακής μεταφοράς σωματιδίων στις Κάτω Χώρες είναι υψηλή. Τονίζει όμως ότι αυτή δεν υπερβαίνει τα αντίστοιχα επίπεδα στα άλλα κράτη της Μπενελούξ.

    94.

    Το επιχείρημα αυτό δεν με πείθει πάντως, δεδομένου ότι το ιδιαίτερο πρόβλημα δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι αποκλειστικής φύσεως. Το γεγονός ότι οι χώρες της Μπενελούξ, λόγω της κεντρικής τους θέσεως και του μικρού τους μεγέθους, υποφέρουν περισσότερο από τη διασυνοριακή εκπομπή σωματιδίων αποτελεί δικό τους αποκλειστικώς πρόβλημα, το οποίο μπορεί απολύτως να αναγνωρισθεί ως ιδιαίτερο.

    95.

    Ομοίως με τη σκέψη 40 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την μεγάλη έμμεση επίδραση του λιμένα του Ρότερνταμ στη συγκέντρωση σωματιδίων, χωρίς πάντως να εξηγεί γιατί αυτό δεν θα πρέπει να συνιστά ιδιαίτερο πρόβλημα.

    96.

    Στις σκέψεις 34 έως 36 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει επίσης τη δημογραφική πυκνότητα, την ένταση της οδικής κυκλοφορίας σε πολλές περιοχές των Κάτω Χωρών και τη δημιουργία οικιστικών περιοχών κατά μήκος των οδικών αρτηριών. Δεν διατυπώνει μεν άποψη ως προς το αν αυτό μπορεί να θεμελιώνει την ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος, πλην όμως υπάρχουν τουλάχιστον παρατηρήσεις υπ’ αυτή την έννοια στη ληφθείσα υπόψη έκθεση εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής. Κατ’ αυτή την έκθεση, η κατάσταση στις Κάτω Χώρες είναι εν προκειμένω συγκρίσιμη με άλλες χώρες της Μπενελούξ, το μέσο του Ηνωμένου Βασιλείου και τη Δυτική Γερμανία.

    97.

    Οι διαπιστώσεις αυτές είναι πάντως ανεπαρκείς, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία παρατήρηση ως προς το ζήτημα αν αυτό το σχετικώς περιορισμένο, γεωγραφικώς μέρος της Κοινότητας δεν συνιστά παρά ταύτα επαρκώς ιδιάζουσα περίπτωση, ώστε να το αφορά ένα ιδιαίτερο πρόβλημα.

    98.

    Επομένως, με την άρνησή της να αναγνωρίσει την ύπαρξη ιδιαίτερου προβλήματος στις Κάτω Χώρες η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ή αξιολόγησε ανεπαρκώς ορισμένα καθοριστικά χαρακτηριστικά των Κάτω Χωρών. Συνεπώς, οι διαπιστώσεις της για την ανυπαρξία ιδιαίτερου προβλήματος στις Κάτω Χώρες δεν μπορούν να στηρίξουν την επίδικη απόφαση.

    3. Προσωρινό συμπέρασμα

    99.

    Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να διατηρηθεί με άλλη αιτιολογία. Στην υπό κρίση περίπτωση, αυτή καθεαυτή η παράβαση της οδηγίας 96/62, σε συνδυασμό με την οδηγία 1999/30, συνιστά ιδιαίτερο πρόβλημα των Κάτω Χωρών. Αλλά και η δευτερευόντως πραγματοποιηθείσα εξέταση της συγκρίσεως των κρατών μελών καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε επαρκώς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

    Δ — Ως προς την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    100.

    Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, του Οργανισμού του, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς, εφόσον η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση. Άλλως, την αναπέμπει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.

    101.

    Η μέχρι τούδε εξέταση δεν επιτρέπει ακόμη την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής των Κάτω Χωρών κατά της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής. Πράγματι, η εν λόγω απόφαση δεν στηρίζεται μόνο στην άρνηση αναγνωρίσεως της υπάρξεως ενός ιδιαίτερου προβλήματος των Κάτω Χωρών. Η Επιτροπή στηρίχθηκε Επιπλέον σε μια δεύτερη αιτιολογία, την οποία ομοίως προσέβαλαν οι Κάτω Χώρες, ότι δηλαδή το ολλανδικό μέτρο δεν συνάδει με το άρθρο. 95, παράγραφος 6, ΕΚ.

    102.

    Το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε καμία διαπίστωση ως προς αυτό το σημείο, το οποίο ούτε και αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, δικαιολογείται η ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς το αν η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    103.

    Θα μπορούσε απλώς να τεθεί το ερώτημα αν η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή ούτε την ολλανδική έκθεση για την ποιότητα του αέρα του 2004 έλαβε υπόψη στο πλαίσιο της σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ εξετάσεως. Απόφαση πάντως επ’ αυτού του ζητήματος θα προϋπέθετε την ακρόαση των διαδίκων. Δεδομένου ότι αυτό δεν συνέβη μέχρι τούδε κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Δικαστήριο, δεν μπορεί να αποφασίσει συνολικώς επί της υποθέσεως.

    104.

    Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.

    VI — Επί των δικαστικών εξόδων

    105.

    Αν το Δικαστήριο αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, δεν χρειάζεται, κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων, τα οποία θα διακανονιστούν με την οριστική απόφαση που θα εκδοθεί επί της διαφοράς.

    VII — Πρόταση

    106.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

    1.

    Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2007, T-182/06, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-1983).

    2.

    Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να την κρίνει.

    3.

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) Απόφαση 2006/372/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με το σχέδιο εθνικών διατάξεων που κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 5, EK, για τον καθορισμό ορίων στις εκπομπές σωματιδίων από οχήματα με κινητήρες ντίζελ (ΕΕ L 142, σ. 16).

    ( 3 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2007, T-182/06, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-1983).

    ( 4 ) ΕΕ L 171, σ. 1.

    ( 5 ) ΕΕ L 152, σ. 1.

    ( 6 ) Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-512/99, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-845, σκέψη 80 επ.).

    ( 7 ) Ως προς το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, βλ., την απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-3/00, Δανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-2643, σκέψη 84).

    ( 8 ) Αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 80), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-439/05 P και C-454/05 P, Land Oberösterreich κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-7141, σκέψη 57).

    ( 9 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 32 της επίδικης αποφάσεως.

    ( 10 ) Αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-3755, σκέψη 28), της , C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5843, σκέψη 58), και της , C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-8935, σκέψη 186).

    ( 11 ) Milieu- en Natuurplanbureau, MNP.

    ( 12 ) Nederlandse Organisatie voor toegepast-natuurwetenschappelijk onderzoek, με συντομογραφία TNO.

    ( 13 ) Αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-769, σκέψη 29), της , C-237/98 P, Dorsch Consult (Συλλογή 2000, σ. I-4549, σκέψη 35 επ.), της , C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 49), και της , C-442/03 P και C-471/03 P, P&O European Ferries (Vizcaya) κατά Επιτροπής και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-4845, σκέψη 60).

    ( 14 ) Βλ. με αυτό το πνεύμα, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C-326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-6557, σκέψη 75), και της , C-127/95, Norbrook Laboratories (Συλλογή 1998, σ. I-1531, σκέψη 90).

    ( 15 ) Αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München (Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14), και της , C-258/90 και C-259/90, Pesquerias De Bermeo κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-2901, σκέψη 26), καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-374/04, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-4431, σκέψη 81).

    ( 16 ) Αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval (Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψη 39), Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 77), και της , C-525/04 P, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι-9947, σκέψη 57).

    ( 17 ) Αποφάσεις Δανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 48) και Land Oberösterreich κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 38).

    ( 18 ) Απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 62).

    ( 19 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1998, C-341/95, Bettati (Συλλογή 1998, σ. I-4355, σκέψη 49 επ.). Ως προς την εφαρμογή έναντι του κράτους μέλους, βλ. αποφάσεις της , C-127/02, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (Συλλογή 2004, σ. I-7405, σκέψη 54), της , C-60/05, WWF Italia κ.λπ. (Συλλογή  2006, σ. I-5083, σκέψη 27), και της , C-418/04, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2007, σ. Ι-10947, σκέψη 63).

    ( 20 ) Αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 41), και Δανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 58).

    ( 21 ) Αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1975, 74/74, CNTA κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975 σ. 157, σκέψεις 29 έως 32), της , 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7), της , C-248/95 και C-249/95, SAM Schiffahrt και Stapf (Συλλογή 1997, σ. I-4475, σκέψη 46), και της , C-504/04, Agrarproduktion Staebelow (Συλλογή 2006, σ. I-679, σκέψη 38).

    ( 22 ) Βλ. αποφάσεις Δανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 48), και Land Oberösterreich κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 39).

    ( 23 ) Απόφαση Δανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 114).

    ( 24 ) Αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1969, 1/69, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 87, σκέψη 9), της , C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψη 48), της , C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 26), και της , C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 137).

    ( 25 ) Βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου Γερμανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 81).

    ( 26 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-320/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2005, σ. I-9871, σκέψη 80).

    ( 27 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 65.

    ( 28 ) Όπ.π., σκέψη 66 επ.

    ( 29 ) Βλ. παραπομπές στην υποσημείωση 10.

    ( 30 ) Βλ. ανωτέρω σημείο 38 επ.

    ( 31 ) Βλ. ανωτέρω σημείο 17 επ.

    Top