Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0239

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 12ης Ιουνίου 2008.
    Julius Sabatauskas κ.λπ.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas - Λιθουανία.
    Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας - Οδηγία 2003/54/ΕΚ - Άρθρο 20 - Δίκτυα μεταφοράς και διανομής - Πρόσβαση τρίτων - Υποχρεώσεις των κρατών μελών - Ελεύθερη πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
    Υπόθεση C-239/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-07523

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:344

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 12ης Ιουνίου 2008 ( 1 )

    Υπόθεση C-239/07

    Διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας

    κινηθείσα από τους

    Julius Sabatauskas κ.λπ.

    «Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Οδηγία 2003/54/ΕΚ — Άρθρο 20 — Δίκτυα μεταφοράς και διανομής — Πρόσβαση τρίτων — Υποχρεώσεις των κρατών μελών — Ελεύθερη πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας»

    I — Εισαγωγή

    1.

    Η οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (στο εξής: οδηγία 2003/54) ( 2 ), ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο της εξετάσεως της ρυθμίσεως για τη σύνδεση με δίκτυο κατά τον εθνικό νόμο για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Συνταγματικό Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) ζητεί ερμηνεία της οδηγίας.

    2.

    Η επίμαχη εθνική ρύθμιση προβλέπει ότι οι πελάτες πρέπει πρωτίστως να συνδέονται με το δίκτυο διανομής. Άμεση πρόσβαση στο ανώτερης βαθμίδας δίκτυο μεταφοράς έχει ο πελάτης μόνον όταν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται για τεχνικούς λόγους τη σύνδεση με το δίκτυό του. Για ορισμένους όμως πελάτες θα ήταν ελκυστικότερο να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τη σύνδεση με το δίκτυο μεταφοράς, προκειμένου να μην αναγκάζονται να υφίστανται τα έξοδα διασυνδέσεως με το δίκτυο διανομής. Είναι ασαφές αν το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54, το οποίο ρυθμίζει την πρόσβαση τρίτων σε δίκτυο, διασφαλίζει ένα τέτοιο δικαίωμα επιλογής.

    II — Νομικό πλαίσιο

    Α — Κοινοτικό δίκαιο

    3.

    Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/54 περιέχει, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους ορισμούς:

    «3)

    “μεταφορά”: η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διασυνδεδεμένου δικτύου υπερυψηλής και υψηλής τάσης με σκοπό την παροχή σε τελικούς πελάτες ή σε διανομείς, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας·

    […]

    5)

    “διανομή”: η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω δικτύων διανομής υψηλής, μεσαίας και χαμηλής τάσης με σκοπό την παράδοσή της σε πελάτες, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας·

    […]

    12)

    “επιλέξιμοι πελάτες”: οι πελάτες που είναι ελεύθεροι να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τον προμηθευτή της επιλογής τους κατά την έννοια του άρθρου 21 της παρούσας οδηγίας·

    […]

    18)

    “χρήστες δικτύου”: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που τροφοδοτούν ένα δίκτυο μεταφοράς ή διανομής ή που τροφοδοτούνται από ένα τέτοιο δίκτυο·

    19)

    “προμήθεια”: η πώληση, συμπεριλαμβανομένης της μεταπώλησης, ηλεκτρικής ενέργειας σε πελάτες·

    […]».

    4.

    Το άρθρο 3 της οδηγίας ρυθμίζει τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, και την προστασία των πελατών. Οι παράγραφοι 2, 3, 5 και 8 αυτής της διατάξεως έχουν αποσπασματικώς ως ακολούθως:

    «2.   Τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της συνθήκης, και ιδίως το άρθρο 86, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές παροχής, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του κλίματος και της ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές […].

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες και, όπου κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις (ήτοι οι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών η ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ) απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή του δικαιώματος να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας εντός του εδάφους τους σε λογικές, εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες και διαφανείς τιμές […]. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις εταιρείες διανομής την υποχρέωση σύνδεσης των πελατών με το δίκτυό τους υπό όρους, προϋποθέσεις και τιμολόγια που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23, παράγραφος 2 […].

    5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και, ειδικότερα, μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που τους βοηθούν να αποφύγουν την αποσύνδεση […]. Διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο επιλέξιμος πελάτης είναι πράγματι σε θέση να αλλάξει προμηθευτή. Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Α.

    […]

    8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 6, 7, 20 και 22, στο μέτρο που η εφαρμογή τους θα παρεμπόδιζε, από νομική ή πραγματική άποψη, την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας προς το κοινό οικονομικό συμφέρον, και στο μέτρο που η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό που να αντιβαίνει προς τα συμφέροντα της Κοινότητας. Τα συμφέροντα της Κοινότητας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον ανταγωνισμό όσον αφορά τους επιλέξιμους πελάτες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το άρθρο 86 της Συνθήκης.»

    5.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας περιέχει τους ακόλουθους τεχνικούς κανόνες:

    «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τον καθορισμό κριτηρίων τεχνικής ασφάλειας και την εκπόνηση και δημοσιοποίηση τεχνικών κανόνων που ορίζουν τις ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού και λειτουργίας όσον αφορά τη σύνδεση με δίκτυο εγκαταστάσεων παραγωγής, δικτύων διανομής, εξοπλισμού άμεσα συνδεδεμένων καταναλωτών, κυκλωμάτων διασυνδέσεων και απευθείας γραμμών. Οι τεχνικοί αυτοί κανόνες πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα των δικτύων, να είναι αντικειμενικοί και να μην εισάγουν διακρίσεις […]»

    6.

    Το άρθρο 20 της οδηγίας ρυθμίζει την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ως ακολούθως:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή ενός συστήματος για την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια, το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες και εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω τιμολόγια, ή οι μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό τους, να εγκρίνονται πριν τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 23, τα δε τιμολόγια αυτά και οι μεθοδολογίες —στην περίπτωση που μόνο μεθοδολογίες εγκρίνονται— να δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος τους.

    2.   Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής μπορεί να αρνείται την πρόσβαση λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Η άρνηση αυτή πρέπει να αιτιολογείται δεόντως, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του άρθρου 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν, όπου ενδείκνυται και στις περιπτώσεις άρνησης της πρόσβασης, προκειμένου ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής να παρέχει πληροφορίες για τα μέτρα που θα ήταν αναγκαία για την ενίσχυση του δικτύου. Η πλευρά που έχει ζητήσει τη χορήγηση των στοιχείων αυτών μπορεί να επιβαρύνεται με εύλογο τέλος που αντικατοπτρίζει το κόστος της παροχής των εν λόγω πληροφοριών.»

    7.

    Το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας καθορίζει ένα κλιμακούμενο άνοιγμα της αγοράς. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη όφειλαν έως την 1η Ιουλίου 2004 να διευρύνουν τον κύκλο των επιλέξιμων πελατών σε όλους του μη επιλέξιμους πελάτες και, τέλος, έως την σε όλους τους πελάτες.

    Β — Εσωτερικό δίκαιο

    8.

    Για τη μεταφορά της οδηγίας 2003/54 στο εσωτερικό δίκαιο, ο νόμος περί ηλεκτρικής ενέργειας έλαβε νέα διατύπωση ισχύουσα από τις 10 Ιουλίου 2004. Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου ορίζει τα εξής:

    «Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι προϋποθέσεις για τη σύνδεση στο δίκτυο των εξοπλισμών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, των διαχειριστών του δικτύου διανομής και των πελατών πληρούν τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται κατά νόμο και δεν δημιουργούν διακρίσεις. Ο εξοπλισμός ενός πελάτη μπορεί να συνδεθεί με δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μόνον όταν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται, λόγω επιβεβλημένων απαιτήσεων τεχνικής ή λειτουργικής φύσης, να συνδέσει στο δίκτυο τον εξοπλισμό πελάτη, που βρίσκεται στην περιφέρεια ασκήσεως δραστηριότητας, η οποία αναφέρεται στην άδεια του διαχειριστή του δικτύου διανομής.»

    III — Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία

    9.

    Στη Λιθουανία, οι εξοπλισμοί της συντριπτικής πλειονότητας των πελατών είναι συνδεδεμένοι με το δίκτυο διανομής ενός από τους δύο διαχειριστές δικτύου διανομής. Επί πλέον, πέντε βιομηχανικές επιχειρήσεις διαθέτουν άδεια διανομής και εκμεταλλεύονται τοπικά δίκτυα για την προμήθεια του πληθυσμού σε μια πολύ μικρή περιοχή ή των δικών τους επιχειρήσεων. Στο δίκτυο μεταφοράς είναι συνδεδεμένες, εκτός από τους διαχειριστές του δικτύου διανομής ( 3 ), έξι βιομηχανικές επιχειρήσεις με πολύ μεγάλες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια. Η σύνδεσή τους πραγματοποιήθηκε όταν υφίστατο ακόμη η ΕΣΣΔ και δεν γινόταν διάκριση μεταξύ δικτύων μεταφοράς και δικτύων διανομής. Μετά τη νέα διατύπωση του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας του 2004, οι επιχειρήσεις αυτές παρέμειναν συνδεδεμένες με το δίκτυο μεταφοράς. Νέες συνδέσεις με αυτό το δίκτυο είναι έκτοτε δυνατές μόνο σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου.

    10.

    Στις 28 Οκτωβρίου 2004, μία ομάδα βουλευτών του Seimas (λιθουανικού Κοινοβουλίου) —στο εξής: προσφεύγοντες— υπέβαλαν αίτηση στο Konstitucinis Teismas, ζητώντας να εξετασθεί το ζήτημα αν το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας συνάδει με το Σύνταγμα και με την οδηγία 2003/54.

    11.

    Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι από την οδηγία απορρέει δικαίωμα του πελάτη να επιλέγει ελεύθερα το δίκτυο με το οποίο επιθυμεί να συνδεθεί. Το Seimas, ως μετέχον επίσης της διαδικασίας, υποστηρίζει αντιθέτως την άποψη ότι το ζήτημα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, αλλά μπορεί να ρυθμίζεται ελεύθερα από τα κράτη μέλη. Σ’ αυτή την αλληλουχία, επισημαίνεται το έγγραφο D/1255 του αρμόδιου για την ενέργεια μέλους της Επιτροπής A. Piebalgs, της 21ης Δεκεμβρίου 2005. Στο ερώτημα μιας επιχειρήσεως, ο Επίτροπος εξέθεσε με το έγγραφο αυτό ότι «η οδηγία 2003/54 δεν απαιτεί να χορηγείται στον πελάτη δικαίωμα επιλογής, κατά την εκτίμησή του, μεταξύ συνδέσεως με δίκτυο μεταφοράς ή συνδέσεως με δίκτυο διανομής. Ο πελάτης έχει το δικαίωμα να συνδεθεί με ένα δίκτυο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας· η συγκεκριμένη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο αποτελεί ζήτημα που διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας.»

    12.

    Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, το κείμενο του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54 επιβεβαιώνει την άποψη των προσφευγόντων. Το δικαστήριο, πάντως, αναφέρεται επίσης στους κοινωνικούς σκοπούς που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης ιδίως με το άρθρο 3 της οδηγίας. Αυτό το έλαβε υπόψη η εθνική ρύθμιση, προστατεύοντας τους μικρούς πελάτες από αυξήσεις τιμολογίων για τη χρήση δικτύου. Τα τέλη δικτύου κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλους τους πελάτες που λαμβάνουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω του εκάστοτε δικτύου. Αν οι μεγάλοι καταναλωτές μπορούσαν να συνδέονται ελεύθερα με το δίκτυο μεταφοράς, αντί με το δίκτυο διανομής, αυτό θα είχε ως συνέπεια τη μείωση της διοχετευόμενης μέσω του δικτύου διανομής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας και, επομένως, αύξηση του κόστους δικτύου για τους απομένοντες πελάτες.

    13.

    Λόγω αυτών των σχετικών με ερμηνευτικό ζήτημα αμφιβολιών, το Konstitucinis Teismas υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

    «Έχει το άρθρο 20 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ, την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν νομικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οποιοσδήποτε τρίτος έχει το δικαίωμα, κατά την απόλυτη εκτίμησή του και εφόσον το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας έχει την “απαιτούμενη χωρητικότητα”, να επιλέγει το δίκτυο (δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας) με το οποίο επιθυμεί να συνδεθεί και ο διαχειριστής του δικτύου αυτού υποχρεούται να του επιτρέπει την πρόσβαση στο δίκτυο;»

    14.

    Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, οι Κυβερνήσεις της Λιθουανίας, της Ιταλίας και της Ιταλίας, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και διατύπωσαν επίσης τις απόψεις τους, με εξαίρεση την Ιταλική Κυβέρνηση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    IV — Νομική εκτίμηση

    Α — Το παραδεκτό

    15.

    Κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 234 ΕΚ προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα ( 4 ).

    16.

    Δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ως προς τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα του Konstitucinis Teismas. Τα συνταγματικά δικαστήρια υπάγονται επίσης στην έννοια του δικαστηρίου κατά το άρθρο 234 ΕΚ ( 5 ).

    17.

    Εξάλλου, το Konstitucinis Teismas καλείται στη διαφορά της κύριας δίκης να εκδώσει απόφαση δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Συναφώς, δεν έχει σημασία αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας κανόνων δικαίου, κατόπιν αιτήσεως μιας ομάδας βουλευτών, έχει τον χαρακτήρα κατ’ αντιμωλία διαδικασίας ( 6 ). Αντιθέτως, αποφασιστικής σημασίας είναι, αφενός, το ότι η διαδικασία δεν είναι μια διοικητική διαδικασία, στην οποία ο ιδιώτης βρίσκεται ενώπιον λειτουργούντος ως διοικητικής αρχής δικαστηρίου ( 7 ) και, αφετέρου, το ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ενεργεί ως αμιγώς συμβουλευτικό όργανο ( 8 ).

    18.

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η κύρια δίκη αντικείμενο έχει τον έλεγχο νόμου που έχει τεθεί σε ισχύ. Δεν πρόκειται επομένως για γνωμοδότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της διαδικασίας του ελέγχου της συνταγματικότητας κανόνων δικαίου, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να κηρύξει ανεφάρμοστο erga omnes τον εθνικό νόμο, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

    19.

    Επομένως, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται παραδεκτώς.

    Β — Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    20.

    Πριν από την ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας υφίσταντο σε πολλά κράτη μέλη εδαφικά μονοπώλια των επιχειρήσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Μια επιχείρηση προέβαινε σε όλες τις αναγκαίες παροχές για την προμήθεια των πελατών στην περιοχή της. Παρήγε και διένεμε την ηλεκτρική ενέργεια και την προμήθευε μέσω ιδίων δικτύων σε όλους τους πελάτες που ήταν συνδεδεμένοι με αυτά.

    21.

    Η οδηγία 96/62 ( 9 ) προέβλεπε για την ελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ότι προοδευτικώς όλο και περισσότεροι «επιλέξιμοι πελάτες» θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τον προμηθευτή από τον οποίο εφοδιάζονται με ηλεκτρική ενέργεια. Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 20 της οδηγίας 2003/54 αποτελούν σήμερα έκφραση αυτού του βασικού στοιχείου της ελευθερώσεως:

    «(4)

    Οι ελευθερίες που εγγυάται η συνθήκη στους ευρωπαίους πολίτες —η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης— είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο της εντελώς ανοικτής αγοράς, η οποία παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και παρέχει σε όλους τους προμηθευτές την ελευθερία να προμηθεύουν τους πελάτες τους.

    […]

    (20)

    Οι πελάτες ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τον προμηθευτή τους.

    […]»

    22.

    Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκ μέρους των πελατών ελεύθερη επιλογή του προμηθευτή έπρεπε να καταργηθεί το εκ της φύσεως των πραγμάτων μονοπώλιο των υφισταμένων επιχειρήσεων, το οποίο απέρρεε από τον έλεγχο του δικτύου, μέσω της παροχής σε τρίτους δικαιώματος προσβάσεως στο δίκτυο άνευ διακρίσεων. Επομένως, το άνοιγμα των δικτύων σε τρίτους αποτελεί την αποφασιστικής σημασίας προϋπόθεση για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως τονίζει ο νομοθέτης στην έβδομη ιδίως αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/54 ( 10 ). Ως εκ τούτου, ο πελάτης δεν εξαρτάται πλέον για την προμήθειά του από την επιχείρηση με το δίκτυο της οποίας είναι συνδεδεμένος, αλλά μπορεί να επιλέγει άλλον προμηθευτή, ο οποίος του παρέχει την ηλεκτρική ενέργεια μέσω διασυνδέσεως με αυτό το δίκτυο.

    23.

    Το γράμμα, πάντως, του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54, το οποίο ρυθμίζει την πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο, δεν είναι απολύτως σαφές, αυτό δε από ορισμένες απόψεις. Πρέπει εξ αρχής να διευκρινισθεί αν στην έννοια του τρίτου περιλαμβάνονται μόνον οι επιχειρήσεις παραγωγής και προμήθειας ή και οι πελάτες. Το κύριο ζήτημα, στη συνέχεια, είναι τι πρέπει να νοείται ως πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Συναφώς, αμφισβητείται κατ’ ουσίαν αν αυτό περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα του πελάτη να επιλέγει ελεύθερα το δίκτυο με το οποίο επιθυμεί να συνδεθεί.

    Γ — Επί της εννοίας του τρίτου κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54

    24.

    Η Φινλανδική Κυβέρνηση έχει την άποψη ότι η έννοια του τρίτου στο άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54 αναφέρεται σε παραγωγούς ή προμηθευτές που δεν περιλαμβάνονται στην κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, η οποία διαχειρίζεται το δίκτυο και επιπλέον συνενώνει εντός αυτής τις λειτουργίες της παραγωγής και της προμήθειας ( 11 ). Κατά τη διάταξη αυτή, απαγορεύεται να περιάγει μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση τους εν λόγω τρίτους σε δυσμενή θέση έναντι του δικού της κλάδου παραγωγής και προμήθειας κατά την πρόσβαση στα δίκτυα. Η διάταξη αυτή δεν ρυθμίζει δικαιώματα προσβάσεως του πελάτη.

    25.

    Το κείμενο στη γερμανική του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν φαίνεται να αποκλείει εκ των προτέρων αυτή την ερμηνεία. Το χωρίο ιδίως «die Zugangsregelung gilt für alle zugelassenen Kunden» [συστήματος για την πρόσβαση το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες] θα μπορούσε να σημαίνει ότι η πρόσβαση τρίτων παραγωγών ή προμηθευτών ισχύει σε σχέση με την παροχή προς όλους τους επιλέξιμους πελάτες ( 12 ). Με άλλη διατύπωση: ο διαχειριστής δικτύου μπορεί να αντιτάξει άρνηση χρησιμοποιήσεως του δικτύου σε παραγωγούς και προμηθευτές που προτίθενται να προμηθεύουν μη επιλέξιμους πελάτες ( 13 ). Σε μερικές άλλες γλωσσικές αποδόσεις, η αναφορά στους επιλέξιμους πελάτες φαίνεται να αφορά μόνο μια ρύθμιση σε σχέση με τα τιμολόγια των τελών χρήσεως του δικτύου, όχι όμως για το καθεαυτό δικαίωμα προσβάσεως ( 14 ).

    26.

    Το παρατεθέν χωρίο δεν πρέπει πάντως να απομονωθεί από το όλο πλαίσιο. Αντιθέτως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η διάταξη αυτή συνεχίζει ως εξής: «συστήματος για την πρόσβαση […], το οποίο […] εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου» (η υπογράμμιση δική μου).

    27.

    Ορθώς οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι η έννοια των χρηστών του δικτύου κατά το άρθρο 2, σημείο 18, της οδηγίας 2003/54 περιλαμβάνει τόσο πρόσωπα που τροφοδοτούν ένα δίκτυο μεταφοράς ή διανομής όσο και πρόσωπα που τροφοδοτούνται από ένα τέτοιο δίκτυο. Κατά συνέπεια, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας παρέχει και στους πελάτες το δικαίωμα προσβάσεως άνευ διακρίσεων σε δίκτυο, περιλαμβάνοντας στο πεδίο εφαρμογής του όλους τους χρήστες δικτύου.

    28.

    Πράγματι, όπως τονίζει εν προκειμένω η Λιθουανική Κυβέρνηση, προκειμένου να υλοποιηθεί ο σκοπός της οδηγίας, δηλαδή να μπορεί ο πελάτης να επιλέγει ελεύθερα τον προμηθευτή του ( 15 ), πρέπει αμφότερα τα μέρη που συνδέονται με αυτή τη σχέση προμήθειας να έχουν ακώλυτη πρόσβαση στο δίκτυο ( 16 ). Το δικαίωμα προσβάσεως θα ήταν χωρίς αξία για τον προμηθευτή, αν ο πελάτης, τον οποίο πρόκειται να προμηθεύει, δεν είχε κανένα δικαίωμα προσβάσεως στο δίκτυο.

    29.

    Επομένως, η υποστηριζόμενη από τη Φινλανδική Κυβέρνηση αντίθετη άποψη δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    Δ — Οι κανόνες του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54 για την πρόσβαση στο δίκτυο και τη σύνδεση με αυτό

    30.

    Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας, δικαίωμα άνευ διακρίσεων συνδέσεως με το δίκτυο μεταφοράς υφίσταται μόνον όταν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής έχει αρνηθεί τη σύνδεση με τον οικείο πελάτη. Πριν καταστεί δυνατό να εξετασθεί αν το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας εμποδίζει αυτόν τον περιορισμό της επιλογής ενός δικτύου, πρέπει να διασαφηνισθεί το προκαταρκτικό ζήτημα αν η διάταξη αυτή ρυθμίζει καν τη σύνδεση με ένα δίκτυο.

    31.

    Πράγματι, διαφορετικά απ’ ό,τι οι προσφεύγοντες και προφανώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, η Λιθουανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, υποστήριξαν την άποψη ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ συνδέσεως και προσβάσεως. Μόνον η πρόσβαση ρυθμίζεται στο άρθρο 20 της οδηγίας. Η Επιτροπή συμμεριζόταν μεν ακόμη με τις γραπτές παρατηρήσεις της την άποψη των προσφευγόντων ότι το δικαίωμα άνευ διακρίσεων προσβάσεως κατά το άρθρο 20 της οδηγίας εμποδίζει επίσης περιορισμούς όσον αφορά την επιλογή της συνδέσεως με δίκτυο. Στη συνέχεια, όμως, εγκατέλειψε αυτή την άποψη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και συντάχθηκε με τη Φινλανδία και τη Λιθουανία.

    32.

    Η άποψη της Λιθουανικής και της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο μνημονεύει μόνον την πρόσβαση. Συναφώς, η πρόσβαση και η σύνδεση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνώνυμοι όροι. Πράγματι, όπως ορθώς εξέθεσαν οι εν λόγω μετέχουσες της διαδικασίας, οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνται στην οδηγία με διαφορετική σημασία.

    33.

    Αυτό καταδεικνύεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας, το οποίο αναθέτει στις ρυθμιστικές αρχές να καθορίζουν ή να εγκρίνουν, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τις προϋποθέσεις για «τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής». Αν οι όροι σύνδεση και πρόσβαση είχαν την ίδια σημασία, δεν θα έπρεπε να παρατίθενται εν προκειμένω ο ένας δίπλα στον άλλο.

    34.

    Επομένως, η έννοια της προσβάσεως σε δίκτυο περιλαμβάνει το δικαίωμα χρησιμοποιήσεως ενός δικτύου για τη διοχέτευση ή τη λήψη ηλεκτρικής ενέργειας επ’ αμοιβή. Το άρθρο 20 αποτελεί τη βασική ρύθμιση της οδηγίας για την πρόσβαση σε δίκτυο, χωρίς την οποία πρόσβαση δεν θα ήταν δυνατή η ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ο διαχειριστής ενός δικτύου μεταφοράς ή διανομής μπορεί να αρνείται την πρόσβαση κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας μόνο λόγω ελλείψεως επαρκούς χωρητικότητας.

    35.

    Ειδικές ρυθμίσεις για τη σύνδεση με δίκτυο απαντούν, αντιθέτως, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος της οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στις εταιρείες διανομής την (κοινής ωφελείας) υποχρέωση συνδέσεως με το δίκτυό τους όλων των οικιακών πελατών και άλλων μικρών καταναλωτών. Περαιτέρω, το άρθρο 5 της οδηγίας αναθέτει στα κράτη μέλη τη θέσπιση τεχνικών κανόνων για τη σύνδεση με δίκτυο, οι οποίοι εξασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα των δικτύων, είναι αντικειμενικοί και δεν εισάγουν διακρίσεις. Τέλος, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχεία γ’ και στ’, της οδηγίας, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν ορισμένα καθήκοντα εποπτείας όσον αφορά τους όρους συνδέσεως.

    36.

    Από τη συνολική θεώρηση αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι με τον όρο σύνδεση νοείται η δημιουργία ενός φυσικού συνδέσμου μεταξύ ενός δικτύου και των εξοπλισμών των πελατών, εγκαταστάσεων παραγωγής, άλλων δικτύων και λοιπών διαρθρωτικών δομών.

    37.

    Κατά το σαφές γράμμα του, επομένως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν ρυθμίζει άμεσα τη σύνδεση με ένα δίκτυο. Απομένει πάντως να εξετασθεί, αφενός, αν από τις διατάξεις για τη σύνδεση με δίκτυο προκύπτει απεριόριστο δικαίωμα συνδέσεως με ένα δίκτυο μεταφοράς ( 17 ). Αφετέρου, από το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας θα μπορούσαν να απορρέουν εμμέσως ορισμένοι κανόνες για τη σύνδεση, δεδομένου ότι η σύνδεση με ένα δίκτυο αποτελεί εκ των προτέρων όρο για την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως.

    38.

    Οι διατάξεις για τη σύνδεση με δίκτυο έχουν κυρίως τεχνικό χαρακτήρα και δεν παρέχουν γενικό δικαίωμα συνδέσεως με ένα δίκτυο κατά την επιλογή του πελάτη. Μόνον από το άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, θα μπορούσε να απορρέει δικαίωμα ορισμένων πελατών να συνδεθούν με το δίκτυο διανομής, όχι όμως με το δίκτυο μεταφοράς.

    39.

    Εξάλλου, το άρθρο 5 επιβάλλει την υποχρέωση θεσπίσεως μη συνεπαγομένων διακρίσεις διατάξεων για τη σύνδεση με δίκτυο. Κατά συνέπεια, συγκρίσιμοι πελάτες με αντίστοιχη αγοραζόμενη ποσότητα και ευρισκόμενοι σε αντίστοιχη κατάσταση καταναλώσεως πρέπει να συνδέονται υπό τους ίδιους επίσης όρους με συγκεκριμένο δίκτυο. Στην περίπτωση κατά την οποία οι αντίστοιχες εθνικές ρυθμίσεις αντιβαίνουν προς αυτή την απαγόρευση των διακρίσεων, οι χρήστες του δικτύου που τυγχάνουν δυσμενούς μεταχειρίσεως μπορούν ενδεχομένως να προβάλουν αξίωση, άμεσα στηριζόμενη στην οδηγία, για ίση μεταχείριση με την ευνοούμενη κατηγορία, πράγμα όμως που μόνο βάσει συγκεκριμένων περιπτώσεων μπορεί να εκτιμηθεί.

    40.

    Επί πλέον, από την κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας ρύθμιση για την πρόσβαση στο δίκτυο θα μπορούσε να απορρέει εμμέσως δικαίωμα επιλογής σε σχέση με τη σύνδεση με το δίκτυο, αν χωρίς αυτό το δικαίωμα επιλογής θα εθίγετο και η πρόσβαση.

    41.

    Ο σκοπός της προσβάσεως τρίτων στο δίκτυο έγκειται —όπως εκτέθηκε— στη δυνατότητα του πελάτη να επιλέγει ελεύθερα τον προμηθευτή από τον οποίο λαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια. Η ελεύθερη επιλογή του προμηθευτή δεν βρίσκεται εντούτοις σε άμεση σχέση με το δίκτυο, με το οποίο συνδέεται ο πελάτης. Βεβαίως, οι τελικοί πελάτες μπορούν κατ’ αρχήν να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια και μέσω του δικτύου μεταφοράς, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας. Εντούτοις, η επιλογή του προμηθευτή εξακολουθεί να διασφαλίζεται εξ ίσου, όταν ο πελάτης είναι συνδεδεμένος με ένα δίκτυο διανομής. Πράγματι, ο προμηθευτής δικαιούται να διοχετεύει την ηλεκτρική ενέργεια προς τον πελάτη μέσω του δικτύου μεταφοράς και του δικτύου διανομής.

    42.

    Το σύστημα για την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόσουν σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, δεν θέτει επομένως ως προϋπόθεση ότι κάθε πελάτης δικαιούται συνδέσεως με το σύστημα μεταφοράς. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διαμορφώσουν το σύστημα, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά δεδομένα, κατά τρόπον ώστε κάθε πελάτης να είναι συνδεδεμένος με το κατάλληλο δίκτυο, μέσω του οποίου μπορεί να λαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια από προμηθευτή της επιλογής του.

    43.

    Εν προκειμένω, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει υπόψη γενικά συμφέροντα, όπως για παράδειγμα την ομοιόμορφη χρησιμοποίηση της πλήρους ικανότητας της υποδομής και τη δίκαιη κατανομή του κόστους του δικτύου, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στην εξαίρεση του άρθρου 3, παράγραφος 8, της οδηγίας. Αυτό θα ήταν αναγκαίο μόνον αν η εθνική ρύθμιση παρεξέκλινε από το άρθρο 20, παράγραφος 1.

    44.

    Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της πρώτης προτάσεως, της οδηγίας, η ρύθμιση για την πρόσβαση τρίτων σε δίκτυο πρέπει πάντως να εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου. Αυτό δεν αποκλείει κάποιοι πελάτες να έχουν άμεση πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς (για παράδειγμα, οι διαχειριστές δικτύου διανομής ή ορισμένοι μεγάλοι πελάτες), ενώ άλλοι έχουν μόνον εμμέσως πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς μέσω του δικτύου διανομής. Κατά την παροχή άμεσης προσβάσεως στο δίκτυο μεταφοράς ή στο δίκτυο διανομής, ο εκάστοτε διαχειριστής δικτύου οφείλει απλώς να μη προβαίνει αυθαιρέτως σε διαφοροποιήσεις, αλλά πρέπει να λαμβάνει ως γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια όπως την αγοραζόμενη ποσότητα ή την κατάσταση καταναλώσεως.

    45.

    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ακόμη ότι ο νόμος περί ηλεκτρικής ενέργειας του 2004 επιτρέπει μεθοδεύσεις κατά τον καθορισμό του κόστους για τη διαχείριση των δικτύων διανομής. Μέσω της δυνατότητας συνδέσεως με το δίκτυο μεταφοράς αντί με το δίκτυο διανομής, θα μπορούσε να αποφεύγεται η επιβάρυνση με αδικαιολόγητα έξοδα δικτύου.

    46.

    Ο ισχυρισμός αυτός, για τον οποίον δεν υπάρχει καμία νύξη στη διάταξη περί παραπομπής, δεν θα έθετε υπό αμφισβήτηση —ακόμη κι αν ευσταθούσε— την υποστηριζόμενη εν προκειμένω λύση. Για να διασφαλίζεται η κατάλληλη διαμόρφωση της τιμολογήσεως για τη χρήση του δικτύου και ο έλεγχος των στοιχείων του κόστους που πρέπει εν προκειμένω να λαμβάνονται υπόψη, η οδηγία 2003/54 προέβλεψε μια ρύθμιση περί τιμολογήσεως. Ένας «ανταγωνισμός μεταξύ δικτύων», αντιθέτως, δεν αποτελεί εύλογη λύση για την αντιμετώπιση μιας καταχρηστικής διαμορφώσεως της δομής του κόστους για τη διαχείριση του δικτύου. Πράγματι, η επιλογή ενός άλλου δικτύου (του δικτύου μεταφοράς) με ορθή διαμόρφωση τιμολογίου, η οποία θα ήταν δυνατή από τεχνικής απόψεως για μερικούς μεγάλους καταναλωτές, ουδαμώς μεταβάλλει την αδικαιολόγητη επιβάρυνση που υφίστανται οι λοιποί πελάτες, αλλά την καθιστά εντονότερη.

    V — Πρόταση

    47.

    Επομένως, στο ερώτημα του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

    «Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται διακρίσεις ότι εξοπλισμοί ενός πελάτη μπορούν να συνδέονται με δίκτυο μεταφοράς μόνον όταν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται, λόγω επιβεβλημένων απαιτήσεων τεχνικής ή λειτουργικής φύσης, να συνδέσει στο δίκτυο διανομής τους εξοπλισμούς του πελάτη, που βρίσκεται στην περιφέρεια ασκήσεως δραστηριότητας, η οποία αναφέρεται στην άδεια του διαχειριστή του δικτύου διανομής.»


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ — Δηλώσεις σχετικά με τις δραστηριότητες παροπλισμού και διαχείρισης των αποβλήτων (ΕΕ L 176, σ. 37).

    ( 3 ) Από τη διάταξη περί παραπομπής δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα αν όλες οι επιχειρήσεις με άδεια διανομής, επομένως και οι πέντε βιομηχανικές επιχειρήσεις, είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο μεταφοράς.

    ( 4 ) Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1986, 318/85, Greis Unterweger (Συλλογή 1986, σ. 955, σκέψη 4), αποφάσεις της , C-111/94, Job Centre (Συλλογή 1995, σ. I-3361, σκέψη 9), της , C-178/99, Salzmann (Συλλογή 2001, σ. I-4421, σκέψη 14), της , C-165/03, Längst (Συλλογή 2005, σ. I-5637, σκέψη 25) και της , C-96/04, Standesamt Niebüll (Συλλογή 2006, σ. I-3561, σκέψη 13).

    ( 5 ) Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, το αυστριακό Verfassungsgerichtshof και το βελγικό Cour d’arbitrage, νυν Cour constitutionnelle, έχουν κατ’ επανάληψη υποβάλει στο Δικαστήριο αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί ο δικαιοδοτικός τους χαρακτήρας (βλ., π.χ. την απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, C-465/00, C-138/01 και C-139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-4989, και της , C-212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon, Συλλογή 2008, σ. I-1683).

    ( 6 ) Αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1994, C-18/93, Corsica Ferries (Συλλογή 1994, σ. I-1783, σκέψη 12), και Standesamt Niebüll (παρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 13).

    ( 7 ) Βλ. τις αποφάσεις Job Centre (παρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 11), Salzmann (παρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 15) και Standesamt Niebüll (παρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 14).

    ( 8 ) Βλ. τη διάταξη Greis Unterweger (παρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 4).

    ( 9 ) Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27 σ. 20).

    ( 10 ) Η έβδομη αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής: «[π]ροκειμένου να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η χωρίς διακρίσεις πρόσβαση του διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς ή διανομής στο δίκτυο έχει ύψιστη σημασία. Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής μπορεί να περιλαμβάνει μία ή και περισσότερες επιχειρήσεις.» Βλ. απόφαση της 22ας Μαίου 2008, C-439/06, citiworks (Συλλογή 2008, σ. I-3913, σκέψεις 42 έως 44), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák στην ίδια αυτή υπόθεση (σημεία 72 έως 74). Βλ. γενικώς ως προς τη σημασία της άνευ διακρίσεων προσβάσεως τρίτων σε δίκτυο και την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, C-17/03, VEMW κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-4983, σκέψεις 42 έως 46).

    ( 11 ) Βλ. ως προς τον όρο «ολοκληρωμένη επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας» το άρθρο 2, σημείο 21, της οδηγίας 2003/54.

    ( 12 ) Βλ., για παράδειγμα, υπ’ αυτή την έννοια τη γαλλική επίσης απόδοση: «Les États membres veillent à ce que soit mis en place, pour tous les clients éligibles, un système d'accès des tiers aux réseaux de transport et de distribution. Ce système, fondé sur des tarifs publiés, doit être appliqué objectivement et sans discrimination entre les utilisateurs du réseau.»

    ( 13 ) Δεδομένου ότι —προϋποτιθεμένου ότι η οδηγία 2003/54 έχει νομοτύπως μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο— από την 1η Ιουλίου 2007 δεν υπάρχουν πλέον μη επιλέξιμοι πελάτες, η περίπτωση αυτή στερείται πλέον ουσιαστικής σημασίας.

    ( 14 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, την ιταλική και την ισπανική απόδοση του άρθρου 20, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/54:

    «Gli Stati membri garantiscono l'attuazione di un sistema di accesso dei terzi ai sistemi di trasmissione e di distribuzione basato su tariffe pubblicate, praticabili a tutti i clienti idonei, ed applicato obiettivamente e senza discriminazioni tra gli utenti del sistema.»

    «Los Estados miembros garantizarán la aplicación de un sistema de acceso de terceros a las redes de transporte y distribución basado en tarifas publicadas, aplicables a todos los clientes cualificados de forma objetiva y sin discriminación entre usuarios de la red.»

    ( 15 ) Βλ. ανωτέρω το σημείο 21.

    ( 16 ) Βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση citiworks (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 43, με αναφορά στο σημείο 72 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα J. Mazák σ’ αυτή την υπόθεση).

    ( 17 ) Είναι αλήθεια ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζήτησε να ερμηνευθούν άλλες διατάξεις της οδηγίας 2003/54 εκτός από το άρθρο 20 αυτής. Κατά πάγια πάντως νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να δώσει στο δικαστήριο που του υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα λυσιτελή απάντηση, μπορεί να χρειαστεί να λάβει, επιπλέον, υπόψη του κανόνες κοινοτικού δικαίου στους οποίους το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρθηκε με το ερώτημά του (αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, 35/85, Tissier, Συλλογή 1986, σ. 1207, σκέψη 9, της , C-107/98, Teckal, Συλλογή 1999, σ. I-8121, σκέψη 39, και της , C-2/07, Abraham κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-1197, σκέψη 24).

    Top