This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62006TJ0404
Judgment of the Court of First Instance (Appeal Chamber) of 8 September 2009. # European Training Foundation (ETF) v Pia Landgren. # Appeals - Staff cases - Members of the temporary staff - Contract for an indefinite period - Decision to dismiss - Article 47(c)(i) of the Conditions of Employment of other servants - Obligation to state the reasons on which the decision is based - Manifest error of assessment - Unlimited jurisdiction - Monetary compensation. # Case T-404/06 P.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τμήμα αναιρέσεων) της 8ης Σεπτεμβρίου 2009.
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) κατά Pia Landgren.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλική υπόθεση - Έκτακτοι υπάλληλοι - Σύμβαση αορίστου χρόνου - Απόφαση περί απολύσεως - Άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας - Χρηματική αποζημίωση.
Υπόθεση T-404/06 P.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τμήμα αναιρέσεων) της 8ης Σεπτεμβρίου 2009.
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) κατά Pia Landgren.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλική υπόθεση - Έκτακτοι υπάλληλοι - Σύμβαση αορίστου χρόνου - Απόφαση περί απολύσεως - Άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας - Χρηματική αποζημίωση.
Υπόθεση T-404/06 P.
Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2009 II-B-1-00337
Συλλογή της Νομολογίας 2009 II-02841;FP-I-B-1-00057
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2009:313
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)
της 8ης Σεπτεμβρίου 2009 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Σύμβαση αορίστου χρόνου — Απόφαση περί απολύσεως — Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Πλήρης δικαιοδοσία — Χρηματική αποζημίωση»
Στην υπόθεση T-404/06 P,
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον G. Vandersanden και στη συνέχεια από τον L. Levi, δικηγόρους,
αναιρεσείον,
υποστηριζόμενο από την
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall και D. Martin,
παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Pia Landgren, κάτοικος Revigliasco (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον M.-A. Lucas, δικηγόρο,
προσφεύγουσα πρωτοδίκως,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολομέλεια) της 26ης Οκτωβρίου 2006, F-1/05, Landgren κατά ETF (Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-1-123 και σ. II-A-1-459),
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (αναιρετικό τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Jaeger (εισηγητή), Πρόεδρο, J. Azizi, A. W. H. Meij, Μ. Βηλαρά και N. J. Forwood, δικαστές,
γραμματέας: E. Coulon
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με την αίτησή του αναιρέσεως, υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το αναιρεσείον, Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολομέλεια) της 26ης Οκτωβρίου 2006, F-1/05, Landgren κατά ETF (Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-1-123 και σ. II-A-1-459, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το δικαστήριο αυτό ακύρωσε την απόφαση του ETF περί καταγγελίας της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου της Pia Landgren και κάλεσε παρεμπιπτόντως τους διαδίκους να επιδιώξουν συμφωνία επί του ύψους της δίκαιης χρηματικής αποζημιώσεως λόγω της παράνομης απολύσεώς της ή, ελλείψει συμφωνίας, να γνωστοποιήσουν τα ποσά που προτείνουν συναφώς. |
Το νομικό πλαίσιο
2 |
Κατά το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ), τα άρθρα 11 έως 26 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων έχουν κατ’ αναλογίαν εφαρμογή. |
3 |
Κατά το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ: «Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.» |
4 |
Το άρθρο 47 του ΚΛΠ ορίζει τα εξής: «Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται: […]
[…]». |
Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου
5 |
Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εκτίθενται στις σκέψεις 6 έως 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία. |
6 |
Η P. Landgren, γεννηθείσα στις 21 Ιουνίου 1947, προσελήφθη στις από το ETF ως έκτακτη υπάλληλος κατηγορίας C, αρχικώς για ορισμένο χρόνο, ακολούθως δε, από τις , για αόριστο χρόνο. |
7 |
Η έκθεση που καταρτίστηκε μετά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου στις 10 Μαΐου 1995 περιέχει τις ακόλουθες κρίσεις:
|
8 |
Στην πρώτη έκθεση αξιολογήσεώς της, που καταρτίστηκε στις 13 Μαΐου 1997 για την περίοδο από το 1995 έως το 1997, η P. Landgren έλαβε συνολικώς τον βαθμό «3», που αντιστοιχεί στη μνεία «ικανοποιητικά», σε κλίμακα από το 1 έως το 6, η οποία κυμαίνεται από τη μνεία «άριστα» έως τη μνεία «εντελώς αρνητικά». Ειδικότερα, έτυχε της κρίσεως «καλή», όσον αφορά την «Ικανότητα» και τη «Συμπεριφορά στην υπηρεσία», και της μνείας «μη ικανοποιητική» ως προς το κεφάλαιο «Αποδοτικότητα». Συναφώς, της προσάπτεται και πάλι έλλειψη προσοχής και ταχύτητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ενώ τονίζεται ότι η συνολική εκτίμηση είναι θετική, της ζητείται μεγαλύτερη ακρίβεια και βελτίωση του «πολιτικού [της] αισθητήριου». |
9 |
Η δεύτερη έκθεση αξιολογήσεως, που καταρτίστηκε στις 17 Ιουνίου 1998 για την περίοδο από το 1997 έως το 1998, της απένειμε υψηλότερο βαθμό, ήτοι «2», που αντιστοιχεί στη μνεία «καλά». Στο γενικό του σχόλιο, ο βαθμολογητής διαπίστωσε σαφή βελτίωση των επιδόσεων της P. Landgren, ενώ, στο κεφάλαιο «Αποδοτικότητα», επισήμανε ότι μπορεί ακόμη να προοδεύσει. |
10 |
Η τρίτη έκθεση αξιολογήσεως, που καταρτίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 2000 για την περίοδο από το 1999 έως το 2000, επιβεβαίωσε τον συνολικό βαθμό «2», ενώ ως προς όλα τα κεφάλαια υπήρχε η αξιολόγηση «καλά». Ζητήθηκε ωστόσο από την P. Landgren να βελτιώσει την οργάνωση του χρόνου εργασίας της. Αντιθέτως, τονίστηκε ότι είναι γνώστρια των κανονισμών και της λειτουργίας του ETF. |
11 |
Με την τέταρτη έκθεση αξιολογήσεως, που καταρτίστηκε στις 29 Μαρτίου 2001 για την περίοδο από το 2000 έως το 2001, απονεμήθηκε στην P. Landgren χαμηλότερος συνολικός βαθμός, ήτοι «3». Ενώ προβάλλεται η αίσθηση επικοινωνίας της P. Landgren, η λεπτότητα, η ευγένεια, η ευρύτατη γνώση της του ETF, η ευελιξία της και η πίστη της στην ιεραρχία, με την εν λόγω έκθεση επισημαίνονται αδυναμίες στην πληροφορική και, στο κεφάλαιο «Ανάλυση και κρίση», της ζητήθηκε να μη συνάγει βιαστικά συμπεράσματα, ιδίως όταν δεν έχει πλήρως ενημερωθεί για τους φακέλους, μολονότι έγινε δεκτό ότι υπέβαλλε καλές προτάσεις. Τέλος, της συνεστήθη να παρακολουθήσει μαθήματα για την τήρηση σημειώσεων κατά τις συνεδριάσεις. |
12 |
Από τον Ιανουάριο 2002 μέχρι και τον Ιανουάριο 2003, η P. Landgren ήταν τοποθετημένη στη Διεύθυνση του ETF, όπου άσκησε καθήκοντα γραμματέως και βοηθού υπαλλήλου διοικήσεως, ειδικώς επιφορτισμένης με τις αποστολές και τις άδειες των μελών της διευθύνσεως. |
13 |
Στις 9 Ιουλίου 2002, ο H., αναπληρωτής διευθυντής του ETF, κατάρτισε ενδιάμεση έκθεση αξιολογήσεως με την οποία κατέληξε ότι η P. Landgren δεν ανταποκρινόταν με επάρκεια στις απαιτήσεις των καθηκόντων της. Στήριξε το συμπέρασμα αυτό σε ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά την προετοιμασία αποστολών και την τήρηση της ατζέντας, τις οποίες απέδωσε σε έλλειψη οργανώσεως και εποπτείας, σε περιορισμένη ικανότητα χρήσεως των συστημάτων πληροφορικής και σε ανεπαρκή γνώση του έργου και της οργανωτικής δομής του ETF. Η έκθεση τόνιζε ωστόσο τη θετική στάση και τις προσπάθειες της P. Landgren να αντεπεξέλθει στα πολλαπλά της καθήκοντα. |
14 |
Στα τέλη 2002, οι δύο αναπληρωτές διευθυντές, H. και P., κατάρτισαν, ως «Reporting officers» (βαθμολογητές), σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως της P. Landgren για το έτος 2002, σύμφωνα με το νέο σύστημα αξιολογήσεως των επιδόσεων, που άρχισε να ισχύει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους. |
15 |
Ο H. επιβεβαίωσε την από 9 Ιουλίου 2002 αξιολόγησή του, διαπιστώνοντας αναξιοπιστία και σοβαρές ελλείψεις σε όλες σχεδόν τις πτυχές των ασκουμένων καθηκόντων, καίτοι υπογράμμισε τις προσπάθειες που κατέβαλλε η P. Landgren για να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά της. Δήλωσε ότι είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στην ποιότητα των υπηρεσιών της και κατέληγε ότι η P. Landgren δεν μπορούσε να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της. |
16 |
Ο P. έκρινε ότι η εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων της P. Landgren ήταν, στις πλείστες των περιπτώσεων, ικανοποιητική, ενίοτε δε καλή, στη συνολική του όμως εκτίμηση επισήμαινε καθυστερήσεις στην εκτέλεση και σφάλματα οφειλόμενα σε έλλειψη προσοχής, την οποία απέδιδε εν μέρει σε υπερβολικό φόρτο εργασίας. |
17 |
Με τις παρατηρήσεις της επί της εν λόγω εκθέσεως αξιολογήσεως, η P. Landgren, ενώ αμφισβήτησε ορισμένες συγκεκριμένες επικρίσεις του H. ή δικαιολογούμενη επ’ αυτών, παραδέχτηκε ότι η θέση την οποία κατείχε συνεπαγόταν υπερβολικές απαιτήσεις γι’ αυτήν. Επέστησε επίσης την προσοχή της διευθύνσεως στο ότι οι δυσχέρειές της μπορούσαν να εξηγηθούν από παροδική υστέρηση της μνήμης της, οφειλόμενη στην κατάσταση της υγείας της, καθώς και στις πολύ αρνητικές συνέπειες που θα επέφερε γι’ αυτήν η απώλεια της θέσης της, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών της πόρων, της οικογενειακής της καταστάσεως και της ηλικίας της. Ζήτησε ως εκ τούτου να εξεταστεί το ενδεχόμενο να της ανατεθούν άλλα καθήκοντα, λιγότερο απαιτητικά, εντός της ίδιας διευθύνσεως ή σε άλλες υπηρεσίες. |
18 |
Αυτή η έκθεση αξιολογήσεως ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ούτε, συνεπώς, κατατέθηκε στον προσωπικό φάκελο της P. Landgren. |
19 |
Την 1η Φεβρουαρίου 2003, η P. Landgren τοποθετήθηκε, χωρίς χρονικό περιορισμό, στο τμήμα «Ανατολική Ευρώπη και Κεντρική Ασία» του ETF, όπου ανέλαβε, εργαζόμενη με ημιαπασχόληση, τη γραμματεία της προϊσταμένης τμήματος, S., της αναπληρώτριας προϊσταμένης τμήματος, T., και του συντονιστή του ETF. Η αίτηση ημιαπασχολήσεως, την οποία δέχτηκε ο διευθυντής, θα κάλυπτε το διάστημα από έως και δικαιολογούνταν ως προετοιμασία για τη συνταξιοδότηση, δεδομένου ότι η υπάλληλος είχε συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας της. |
20 |
Η έκθεση αξιολογήσεως της P. Landgren που καταρτίστηκε στις 18 Μαρτίου 2004 για το έτος 2003 περιέχει το ακόλουθο χωρίο: «Η Pia επέτυχε τους βασικούς στόχους που είχαν οριστεί για το 2003. Από μια αξιολόγηση των σχετικών βασικών δεικτών προκύπτει ότι ανταποκρίθηκε στο έργο της ουσιαστικά και αποτελεσματικά, τηρώντας τις προθεσμίες. Η Pia κατάφερε να συγκεντρωθεί στην εργασία της ακόμη και όταν είχε να ασχοληθεί με περισσότερα ζητήματα ταυτόχρονα. Κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να βελτιώσει τη μνήμη της. Η Pia βελτίωσε τις ικανότητές της στην πληροφορική. Η Pia διατηρεί καλές, φιλικές και ταυτόχρονα βασιζόμενες στον σεβασμό σχέσεις με τους συναδέλφους και τους συνεργάτες της.» |
21 |
Την τελευταία αυτή έκθεση συνέταξε η T., ως ασκούσα καθήκοντα προϊσταμένης τμήματος, εν απουσία της S., που τελούσε σε αναρρωτική άδεια από τον Νοέμβριο 2003 μέχρι και τον Μάρτιο 2004, και θεώρησε ο R., ως διευθυντής. Παρ’ όλον ότι η S. δεν την υπέγραψε, φέρεται ωστόσο στην έκθεση ως βαθμολογήτρια, παράλληλα με την T. Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η προϊσταμένη τμήματος δεν συμμεριζόταν την κρίση της T. και είχε μάλλον αρνητική άποψη για τις υπηρεσίες της P. Landgren. |
22 |
Ακολούθως, η P. Landgren έκρινε αναγκαίο να ζητήσει, στο πλαίσιο συνομιλίας με την S., να της επιτραπεί να συνεχίσει να εργάζεται με ημιαπασχόληση. Κατά τη συνομιλία αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου 2004, η προϊσταμένη τμήματος γνωστοποίησε στην P. Landgren ότι επιφυλασσόταν να μιλήσει για την αίτηση αυτή στον διευθυντή R. |
23 |
Στις 17 Μαΐου 2004, η P. Landgren είχε συνομιλία με τον R., ο οποίος της πρότεινε να επιλέξει μεταξύ «πρόωρης συνταξιοδοτήσεως» και απολύσεως. Ο R. διευκρίνισε επίσης ότι, σε περίπτωση απολύσεως, η P. Landgren θα δικαιούνταν, βάσει του άρθρου 28α του ΚΛΠ, επίδομα ανεργίας μέχρι να συμπληρώσει την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ήτοι τα 60 έτη. |
24 |
Στις 15 Ιουνίου 2004, η P. Landgren είχε νέα συνομιλία με τον R., τη φορά αυτή παρουσία του διαμεσολαβητή τον οποίο όρισε το ETF. Κατά τη συνομιλία αυτή, ο R. της εξήγησε ότι ήταν «ευγενής ως άτομο αλλ’ αναποτελεσματική ως γραμματέας» και ότι, για τον λόγο αυτό, της ζητούσε να παραιτηθεί. |
25 |
Κατά τη διάρκεια μιας τρίτης συναντήσεως, στις 25 Ιουνίου 2004, παρουσία και άλλων υπευθύνων του ETF, ο R. παρέδωσε στην P. Landgren επιστολή περί λύσεως της συμβάσεώς της εκτάκτου υπαλλήλου (στο εξής: απόφαση περί καταγγελίας), που θα ίσχυε από την . |
26 |
Η απόφαση αυτή έχει ως εξής: «Αγαπητή Pia, Σύμφωνα με το άρθρο 47 του ΚΛΠ και σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεώς σας και των μεταγενεστέρων τροποποιήσεών της, σας ανακοινώνω με λύπη μου την προσεχή καταγγελία σχέσεως εργασίας σας ως εκτάκτου υπαλλήλου του ETF. Δεδομένου ότι η τροποποιητική σας σύμβαση ορίζει εξάμηνη προθεσμία καταγγελίας, η τελευταία ημέρα εργασίας σας θα είναι η 31η Δεκεμβρίου 2004. Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνεισφορά σας στο ETF και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στη μελλοντική σας σταδιοδρομία.» |
27 |
Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η P. Landgren τοποθετήθηκε στη μονάδα «Διοίκηση και Κεντρικές Υπηρεσίες», από 1ης Ιουλίου 2004. Κατόπιν αιτήσεώς της, της επετράπη να επανέλθει στην απασχόληση με πλήρες ωράριο από την ημερομηνία αυτή. |
28 |
Η P. Landgren, η οποία υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση τον Οκτώβριο του 2004, βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια επί τρεις μήνες, διάστημα κατά το οποίο ανεστάλη η προθεσμία καταγγελίας της συμβάσεώς της. |
29 |
Στις 27 Σεπτεμβρίου 2004, η P. Landgren υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως περί απολύσεως. |
30 |
Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2005, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή (στο εξής: ΑΣΣΑ) απέρριψε την ένσταση αυτή, με την αιτιολογία ότι η απόλυση δικαιολογούνταν από τον μη ικανοποιητικό και ανεπαρκή χαρακτήρα των υπηρεσιών της P. Landgren και ότι η ΑΣΣΑ δεν είχε χρησιμοποιήσει κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο την ευρεία διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας. Είχε μάλιστα φροντίσει, με βάση το καθήκον αρωγής, να λάβει ιδίως υπόψη το συμφέρον της ενδιαφερομένης έκτακτης υπαλλήλου κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία θα ίσχυε η απόλυση. |
31 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η P. Landgren άσκησε, στις 28 Απριλίου 2005, προσφυγή με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η εν λόγω απόφαση. |
32 |
Η προσφυγή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου πρωτοκολλήθηκε αρχικά στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό υποθέσεως T-180/05. Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της , για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2004, L 333, σ. 7), παρέπεμψε σ’ αυτό την υπό κρίση υπόθεση. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με τον αριθμό υποθέσεως F-1/05. |
33 |
Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αποφαινόμενο παρεμπιπτόντως, ακύρωσε, αφενός, την απόφαση περί απολύσεως και κάλεσε, αφετέρου, τους διαδίκους να επιδιώξουν συμφωνία επί του ύψους της δίκαιης χρηματικής αποζημιώσεως λόγω της παράνομης απολύσεως της P. Landgren ή, ελλείψει συμφωνίας, να γνωστοποιήσουν τα ποσά που προτείνουν συναφώς, εντός τριμήνου από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. |
34 |
Αφού οι διάδικοι γνωστοποίησαν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία ως προς το ποσό της χρηματικής αποζημιώσεως και αφού το ETF επισήμανε, εντούτοις, ότι ήταν διατεθειμένο να καταβάλει στην P. Landgren το ποσό των 39265,10 ευρώ ως αποζημίωση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καθόρισε προσωρινώς, με διάταξη της 22ας Μαΐου 2007, εν αναμονή της οριστικής διευθετήσεως της υποθέσεως, το ποσό της χρηματικής αποζημιώσεως σε 39000 ευρώ. |
35 |
Με διάταξη της 22ας Μαΐου 2007, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, βάσει του άρθρου 77, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο οποίος έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752, ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση F-1/05, μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του Πρωτοδικείου στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι η οριστική διευθέτηση της υποθέσεως θα εξαρτηθεί ίσως από το ζήτημα αν η P. Landgren βρίσκεται σε πλήρη και μόνιμη αδυναμία να εργασθεί. Το ζήτημα αυτό απαιτεί τη διεξαγωγή αποδείξεων, όπως τον ορισμό πραγματογνωμόνων, πράγμα το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του κόστους μιας τέτοιας διαδικασίας, δεν θα ήταν σύμφωνο προς τη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, καθόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της παρεμπίπτουσας αποφάσεως. |
Επί της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως
36 |
Αρχικώς, στις σκέψεις 60 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε τον ισχυρισμό του ETF ότι καμία διάταξη δεν την υποχρέωνε να αιτιολογήσει την απόφαση περί απολύσεως. |
37 |
Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της , T-1/90, Pérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-143, σκέψη 73· της , T-178/95 και T-179/95, Picciolo και Caló κατά Επιτροπής Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-51 και II-155, σκέψη 33· της , T-351/99, Brumter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-165 και II-757, σκέψη 28· της , T-11/03, Afari κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-65 και 267, σκέψη 37, και της , T-281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-203 και II-903, σκέψη 105, και της , T-171/05, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-195 και ΙΙ-Α-2-999, σκέψη 36), η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί βασική αρχή του κοινοτικού δικαίου έναντι της οποίας δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνον για επιτακτικούς λόγους και ότι η αρχή αυτή, που εξαγγέλλεται στο άρθρο 253 ΕΚ και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων στα οποία παραπέμπει το άρθρο 11 του ΚΛΠ. |
38 |
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι, ωστόσο, με την προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1977, 25/68, Schertzer κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή τόμος 1977, σ. 529 σκέψεις 38 έως 40), το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου λύεται όταν λήξει η οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία καταγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του ΚΛΠ. Διευκρίνισε ότι το Δικαστήριο κατέληξε ως εκ τούτου ότι η ρητώς προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη μονομερής καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως, η οποία εξαρτάται από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής και την οποία ο υπάλληλος αποδέχθηκε κατά τον χρόνο της προσλήψεώς του, βρίσκει τη δικαιολόγησή της στη σύμβαση εργασίας και, συνεπώς, δεν χρήζει αιτιολογήσεως. Υπογράμμισε ότι, κατά το Δικαστήριο, ως προς τούτο η κατάσταση του εκτάκτου υπαλλήλου διακρίνεται ουσιωδώς από την του μονίμου υπαλλήλου, ώστε να αποκλείει την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 25 του ΚΥΚ, παρά τη γενική παραπομπή του άρθρου 11 του ΚΛΠ στα άρθρα 11 έως 26 του ΚΥΚ. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προσέθεσε ότι η ερμηνεία αυτή έχει επιβεβαιωθεί με πάγια νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου, της , C-18/91 P, V. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-3997, σκέψη 39· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της , T-45/90 Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-33 σκέψη 90· της , T-51/91, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-103 και II-341, σκέψη 27· της , T-52/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-107 και II-353, σκέψη 24· της , T-70/00, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-247 και II-1231, σκέψη 55· της , T-175/03, Schmitt κατά AER, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-211 και II-939, σκέψεις 57 και 58· της , T-471/04, Καραντζόγλου κατά AER, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-35 και ΙΙ-Α-2-157, σκέψεις 43 και 44, και της , T-10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. Ι-Α-2-129 και ΙΙ-Α-2-609, σκέψη 72). |
39 |
Λαμβανομένης όμως υπόψη της εξελίξεως του δικαίου σχετικά με την προστασία του εργαζομένου από τις απολύσεις και την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς και της κοινοτικής νομολογίας σχετικά με την υποχρέωση ρητής αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι έπρεπε να εξετασθεί αν η μονομερής καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου μπορούσε να μην αιτιολογηθεί. |
40 |
Πρώτον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου, που τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43) προβλέπει ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν «τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων», χαρακτηριζόμενη από σταθερότητα της απασχολήσεως, και ότι το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχολήσεως συνιστά μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (απόφαση της , C-144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I-9981, σκέψη 64· βλ. επίσης απόφαση της , C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. Ι-6057, σκέψη 62) και έκρινε ότι η παροχή στον εργοδότη της δυνατότητας να λύσει, χωρίς να εκθέσει τους λόγους της καταγγελίας, σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, με μόνη υποχρέωση να τηρήσει την προθεσμία καταγγελίας, θα έθιγε την ίδια τη φύση των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες εξασφαλίζουν σχετική εργασιακή ασφάλεια, και θα αναιρούσε τη διάκριση μεταξύ συμβάσεων αορίστου και συμβάσεων ορισμένου χρόνου. |
41 |
Δεύτερον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αναφέρθηκε στο άρθρο 4 της Συμβάσεως 158 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, της 22ας Ιουνίου 1982, για τη λύση της σχέσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη, κατά το οποίο «ο εργαζόμενος δεν απολύεται χωρίς να συντρέχει βάσιμος λόγος απολύσεως, αναγόμενος στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου ή στηριζόμενος στις ανάγκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, του καταστήματος ή της υπηρεσίας», καθώς και στο άρθρο 24, στοιχείο a, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη της , όπως έχει αναθεωρηθεί, το οποίο εγγυάται «το δικαίωμα των εργαζομένων να μην απολύονται χωρίς σοβαρό λόγο, αναγόμενο στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή στηριζόμενο στις ανάγκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, του καταστήματος ή της υπηρεσίας», και στο άρθρο 30 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του οποίου η διακήρυξη έγινε στη Νίκαια στις (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1), κατά το οποίο «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Το άρθρο 41, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του Χάρτη προβλέπει επίσης γενικώς, στο πλαίσιο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, «την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της». |
42 |
Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι κύριος σκοπός του Χάρτη είναι να επιβεβαιώσει «τα δικαιώματα που απορρέουν ιδίως από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις και τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών, τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κοινοτικές Συνθήκες, την [ΕΣΔΑ], τους Κοινωνικούς Χάρτες που έχουν υιοθετηθεί από την Κοινότητα και το Συμβούλιο της Ευρώπης, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου […] και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2006, C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-5769, σκέψη 38). |
43 |
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε εξάλλου ότι, με την πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θέλησαν ασφαλώς να αναγνωρίσουν την ιδιαίτερη σημασία του, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία των διατάξεων του ΚΥΚ και του ΚΛΠ. |
44 |
Κρίνοντας ότι κανένας επιτακτικός λόγος δεν επιτρέπει να αποκλεισθούν οι έκτακτοι υπάλληλοι, κατά την έννοια του ΚΛΠ, από την προστασία κατά των αδικαιολογήτων απολύσεων, ιδίως όταν συνδέονται με σύμβαση αορίστου χρόνου ή όταν, συνδεόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου, απολύονται πριν από την προβλεπόμενη λήξη της, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε ότι, για να εξασφαλισθεί επαρκής σχετική προστασία, πρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να παρέχεται η δυνατότητα να διαπιστώσουν αν τα έννομα συμφέροντά τους έγιναν ή όχι σεβαστά και να εκτιμήσουν τη σκοπιμότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, στη δε τελευταία να παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό της, πράγμα που σημαίνει ότι η αρμόδια αρχή υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως. |
45 |
Τέλος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπογράμμισε ότι η αναγνώριση του ότι η αρμόδια αρχή υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να διαθέτει αυτή ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τις απολύσεις και, συνεπώς, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή να περιορίζεται στην επαλήθευση της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, T-79/98, Carrasco Benítez κατά EMEA, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-29 και II-127, σκέψη 55· της , T-223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-277 και II-1267, σκέψη 53, και της , T-7/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-37 και II-239, σκέψεις 50 και 51) και ότι το γράμμα του άρθρου 47 του ΚΛΠ δεν αντιστρατεύεται τις παραπάνω σκέψεις, κατά το μέτρο που το άρθρο αυτό προβλέπει απλώς, στο στοιχείο γʹ, σημείο i, ότι τάσσεται προθεσμία καταγγελίας, της οποίας ρυθμίζει τη διάρκεια, χωρίς να θίγει το ζήτημα της δικαιολογήσεως της απολύσεως. |
46 |
Ακολούθως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε, στις σκέψεις 77 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρήθηκε εν προκειμένω. Επισημαίνοντας ότι, προκειμένου περί μέτρου απολύσεως υπαλλήλου απασχολουμένου με σύμβαση αορίστου χρόνου, έχει ιδιαίτερη σημασία οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται το μέτρο αυτό να διατυπώνονται, κατά γενικό κανόνα, σαφώς και εγγράφως, κατά προτίμηση στην ίδια τη σχετική απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε πάντως ότι η υποχρέωση παραθέσεως των λόγων απολύσεως μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως τηρηθείσα αν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε προσηκόντως, σε συνομιλίες του με τους ιεραρχικώς ανωτέρους του, για τους λόγους αυτούς, η δε απόφαση της ΑΣΣΑ μεσολάβησε λίγο χρόνο μετά τις συνομιλίες αυτές, προσέθεσε δε ότι η ΑΣΣΑ μπορεί επίσης, αν συντρέχει λόγος, να συμπληρώσει αυτή την αιτιολογία κατά το στάδιο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση του ενδιαφερομένου. |
47 |
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι η P. Landgren ενημερώθηκε, κατά τις συνομιλίες της με τον R. στις 15 και 25 Ιουνίου 2004, για τους αναγόμενους στην επαγγελματική ανεπάρκεια λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεώς της εκτάκτου υπαλλήλου και ότι η ΑΣΣΑ προσκόμισε συμπληρωματικές –και διαφωτιστικές– διευκρινίσεις απαντώντας στη διοικητική ένστασή της. Τούτο παρέσχε στην P. Landgren τη δυνατότητα να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως περί απολύσεως και να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, και ως εκ τούτου η αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως έπρεπε να απορριφθεί. |
48 |
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε, στις σκέψεις 82 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάσιμο των δικαιολογητικών λόγων της αποφάσεως περί απολύσεως. |
49 |
Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε κατ’ αρχάς ότι το ETF, για να δικαιολογήσει την απόλυση, επικαλέστηκε μόνον τη «γενική» επαγγελματική ανεπάρκεια της P. Landgren, η οποία πιστοποιείται κατά το ETF από σειρά δυσμενών εκθέσεων αξιολογήσεως ή επικρίσεων των υπηρεσιών που παρείχε. |
50 |
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε στη συνέχεια ότι, καίτοι η P. Landgren επικρίθηκε συχνά για έλλειψη προσοχής, ακρίβειας και ταχύτητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της καθ’ όλη τη σταδιοδρομία της, από τις διάφορες όμως εκθέσεις δοκιμαστικής περιόδου ή κρίσεως προκύπτει ότι η αξιολόγηση των προσόντων της ήταν –αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του ETF– γενικά ικανοποιητική, και μάλιστα καλή (για την περίοδο από το 1997 έως το 2000 και για το 2003). |
51 |
Εξάλλου, υπογράμμισε ότι πολύ αρνητικές κρίσεις διατυπώθηκαν ιδίως από δύο πρόσωπα, δηλαδή από τον H., αναπληρωτή διευθυντή, του οποίου η P. Landgren ήταν γραμματέας από τον Ιανουάριο του 2002 μέχρι τον Ιανουάριο του 2003, και από την S., προϊσταμένη τμήματος, της οποίας η P. Landgren ήταν επίσης γραμματέας από την 1η Φεβρουαρίου 2003 μέχρι τις . |
52 |
Αφενός μεν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ωστόσο ότι, όσον αφορά, το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως για το 2002, όχι μόνο αυτό ουδέποτε ολοκληρώθηκε, αλλά η αξιολόγηση του ετέρου αναπληρωτή διευθυντή, P., για τον οποίο η P. Landgren επίσης εργάστηκε κατά το ίδιο διάστημα, ήταν πολύ λιγότερο αυστηρή, δεδομένου ότι αυτός θεώρησε ικανοποιητική, και μάλιστα καλή, την εκτέλεση των καθηκόντων της ενδιαφερομένης, έστω και αν της αναγνώριζε ορισμένες ελλείψεις, τις οποίες απέδιδε εν μέρει σε υπερβολικό φόρτο εργασίας. |
53 |
Αφετέρου δε, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η έκθεση κρίσεως για το 2003, που καταρτίστηκε στις 18 Μαρτίου 2004 από την T., για την οποία η P. Landgren επίσης εργάστηκε, και θεωρήθηκε από τον R. στις , ήτοι δύο μήνες περίπου πριν από τις συνομιλίες κατά τις οποίες αυτός γνωστοποίησε στην P. Landgren την πρόθεσή του να καταγγείλει τη σύμβασή της, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή γι’ αυτήν. Υπογράμμισε ειδικότερα ότι, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση αξιολογήσεως, η P. Landgren «επέτυχε τους βασικούς στόχους που είχαν οριστεί για το 2003 [….], ανταποκρίθηκε στο έργο της ουσιαστικά και αποτελεσματικά, τηρώντας τις προθεσμίες [….], κατάφερε να συγκεντρωθεί στην εργασία της ακόμη και όταν είχε να ασχοληθεί με περισσότερα ζητήματα ταυτόχρονα [….], κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να βελτιώσει τη μνήμη της [….], βελτίωσε τις ικανότητές της στην πληροφορική [….], [διατηρούσε] καλές, φιλικές και ταυτόχρονα βασιζόμενες στον σεβασμό σχέσεις με τους συναδέλφους και τους συνεργάτες της». |
54 |
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε εξάλλου ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία απότομη πτώση των επαγγελματικών επιδόσεων της P. Landgren μεταξύ της καταρτίσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως από την T. τον Μάρτιο 2004, η οποία εξήρε την αποτελεσματική και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των καθηκόντων της, και της λήψεως της αποφάσεως περί απολύσεως λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα. |
55 |
Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η απόφαση περί απολύσεως εβαρύνετο με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και έπρεπε να ακυρωθεί. |
56 |
Τέλος, διαπιστώνοντας ότι η P. Landgren είχε δηλώσει ότι η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί σοβαρά και δεν ήταν σωματικώς σε θέση να αναλάβει εκ νέου καθήκοντα στο ETF, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί, προς το συμφέρον της P. Landgren, η πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως περί ακυρώσεως, έπρεπε να κάνει χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας που του απονέμεται επί διαφορών χρηματικής φύσεως, καλώντας το ETF να αναζητήσει δίκαιη λύση ώστε να προστατευθούν προσηκόντως τα δικαιώματα της P. Landgren (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1993, C-242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I-3839, σκέψη 13, και του Πρωτοδικείου της , T-10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-109 και II-483, σκέψη 89). |
57 |
Κατά συνέπεια, κάλεσε τους διαδίκους, κατ’ αρχάς, να επιδιώξουν συμφωνία επί του ύψους της δίκαιης χρηματικής αποζημιώσεως λόγω της παράνομης απολύσεως της P. Landgren και ακολούθως να ενημερώσουν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για το ορισθέν ποσό ή, ελλείψει συμφωνίας, να του γνωστοποιήσουν τα ποσά που προτείνουν συναφώς, εντός τριμήνου από της δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
I — Διαδικασία
58 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Δεκεμβρίου 2006, το ETF υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. |
59 |
Στις 26 Μαρτίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στη δίκη. Με διάταξη της , ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος επέτρεψε στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του ETF. |
60 |
Η P. Landgren υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως στις 16 Απριλίου 2007. |
61 |
Με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2007, το ETF ζήτησε να του επιτραπεί να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως, μολονότι η προθεσμία υποβολής τέτοιας αιτήσεως είχε λήξει από τις , επικαλούμενο ανωτέρα βία. Με απόφαση της , ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος απέρριψε την αίτηση αυτή. |
62 |
Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 6 Ιουνίου 2007. Το ETF και η P. Landgren κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού στις 19 Ιουλίου και στις . |
63 |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (αναιρετικό τμήμα) διαπίστωσε ότι οι διάδικοι δεν είχαν υποβάλει καμία αίτηση καθορισμού επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφάσισε να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας. |
II — Αιτήματα των διαδίκων
64 |
Το ETF ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
65 |
Η P. Landgren ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
66 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
Σκεπτικό
I — Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων
67 |
Η P. Landgren υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, καθόσον το ETF αποδέχθηκε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Συναφώς, παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιανουαρίου 2002, C-248/99 P, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-1, σκέψη 31), σύμφωνα με την οποία η αποδοχή αποφάσεως μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως που έχει υποβληθεί κατά της αποφάσεως αυτής. |
68 |
Η αποδοχή αυτή προκύπτει εν προκειμένω από το έγγραφο το οποίο της απηύθυνε ο εκπρόσωπος του ETF στις 10 Νοεμβρίου 2006, το οποίο αποτελεί μονομερή νομική πράξη ενέχουσα συμμόρφωση προς την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και παραίτηση από τα ένδικα μέσα που προβλέπονται κατά της εν λόγω αποφάσεως. |
69 |
Συγκεκριμένα, η P. Landgren εκτιμά ότι, αν το ETF σκόπευε να ασκήσει αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όφειλε να μην της υποβάλει πρόταση σχετική με την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, πριν την άσκηση της αναιρέσεώς του και την υποβολή αιτήσεως περί αναστολής της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εκκρεμούς διαδικασίας, στηριζόμενης στην άσκηση της εν λόγω αναιρέσεως. |
70 |
Αντιθέτως, το ETF την κάλεσε, χωρίς να επιφυλαχθεί του δικαιώματος να ασκήσει ενδεχομένως αναίρεση, να του υποβάλει πρόταση προκειμένου να συνάψουν συμφωνία περί αποζημιώσεως ή, ελλείψει συμφωνίας, να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το ποσό της αποζημιώσεως που προτείνει. Η εν λόγω συμφωνία ή πρόταση θα μπορούσε να περατώσει αμετάκλητα τη δίκη, αποκλειομένης κάθε μεταγενέστερης προσφυγής, δεδομένου ότι η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δεν θα απέρρεε πλέον από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αλλά από την εν λόγω συμφωνία ή πρόταση. |
71 |
Ως εκ τούτου, το ETF επισήμανε, με το έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2006, ότι ήλπιζε να βρεθεί πεδίο συνεννοήσεως μαζί της. Συναφώς, η P. Landgren παρατηρεί ότι, αν το ETF σκόπευε να ασκήσει αναίρεση, δεν θα είχε σημασία η επίτευξη συμφωνίας, την οποία θα ανέτρεπε αναπόφευκτα η εν λόγω αναίρεση. |
72 |
Τούτο επιβεβαιώνεται από την εκ μέρους του ETF επισήμανση ότι θα ήταν ευκταίο να του διαβιβάσει η P. Landgren την πρότασή της το ταχύτερο δυνατόν, προκειμένου να καταλογισθεί η καταβολή της αποζημιώσεως στον προϋπολογισμό του 2006. Εντεύθεν συνάγεται, κατά την P. Landgren, ότι, επομένως, το ETF σκόπευε να εκτελέσει οριστικά την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεδομένου ότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχε σημασία αν το σχετικό ποσό καταλογιζόταν στον προϋπολογισμό του 2006 ή του 2007. |
73 |
Συνεπώς, επιφυλασσόμενο, κατ’ αρχάς, με το έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2006, του δικαιώματος να ασκήσει αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανακαλώντας, στη συνέχεια, στις , την πρότασή του περί καταβολής αποζημιώσεως, την οποία υπέβαλε με το έγγραφο της , και ασκώντας, τέλος, την υπό κρίση αναίρεση, το ETF παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου, κατά μείζονα λόγο διότι η πρόταση την οποία διατύπωσε στις έγινε δεκτή. |
74 |
Εξάλλου, η P. Landgren υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί το έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2006 ως αποδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκ μέρους του ETF, οι ακριβείς, συγκλίνουσες και ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου του ETF της δημιούργησαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι το ETF θα εκτελούσε ταχέως και οριστικώς την απόφαση αυτή. Επιφυλασσόμενο, με το έγγραφο της , του δικαιώματος να ασκήσει αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανακαλώντας δε πρώτα, στις , την πρόταση περί καταβολής αποζημιώσεως την οποία υπέβαλε με το έγγραφο της και στη συνέχεια ασκώντας την υπό κρίση αναίρεση, το ETF παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, αυτή η μεταστροφή είναι δυνατό να «δημιουργήσει αμφιβολία» ως προς το προσωπικό και συγκεκριμένο συμφέρον του ETF στην επίλυση της διαφοράς. Τούτο επιβεβαιώνεται από την αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής, από την οποία προκύπτει ότι το σχετικό συμφέρον έγκειται στην πραγματικότητα στις συνέπειες που θα έχει η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση επί της βασιζόμενης στη νομολογία πρακτικής σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται αιτιολογία για την απόλυση των εκτάκτων υπαλλήλων. |
75 |
Το ETF και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι αυτή η επιχειρηματολογία είναι αβάσιμη. |
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
76 |
Ανεξαρτήτως της εξετάσεως του ζητήματος αν η έννοια της συμμορφώσεως έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως εκδοθείσας από κοινοτικό όργανο, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 233 ΕΚ προκύπτει ότι το όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα που απαιτεί η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως. |
77 |
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κάλεσε το ETF να αναζητήσει δίκαιη λύση ώστε να προστατευθούν προσηκόντως τα δικαιώματα της P. Landgren. Ως εκ τούτου, με το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κάλεσε τους διαδίκους να του γνωστοποιήσουν, εντός τριμήνου από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, είτε το από κοινού ορισθέν ποσό της χρηματικής αποζημιώσεως λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως περί απολύσεως, είτε, ελλείψει συμφωνίας, τα σχετικά ποσά που προτείνει έκαστος. |
78 |
Τέλος, κατά το άρθρο 244 ΕΚ, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης είναι εκτελεστές κατά τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 256 ΕΚ. |
79 |
Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα του σκεπτικού της, ιδίως δε του σημείου 93, το ETF ήταν υποχρεωμένο να απευθυνθεί στην P. Landgren προκειμένου να επιχειρήσει να επιτύχει συμφωνία αφορώσα τη χρηματική αποζημίωση την οποία η εν λόγω απόφαση επιδίκασε υπέρ της. Εξάλλου, η P. Landgren επισημαίνει, στο έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2006, ότι «στο [ETF] απόκειται να [της] υποβάλει […] πρόταση αποζημιώσεως επί της οποίας αυτή θα αποφανθεί, κατά μείζονα λόγο διότι το καθού όργανο έχει την υποχρέωση να εκτελέσει την ακυρωτική απόφαση». |
80 |
Δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 12 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η άσκηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, το γεγονός και μόνον ότι το ETF απευθύνθηκε στην P. Landgren προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν συνεπαγόταν ότι το όργανο αυτό παραιτήθηκε από την άσκηση αναιρέσεως. Εν πάση περιπτώσει, η παραίτηση από ένδικο μέσο, κατά το μέτρο που συνεπάγεται την απώλεια δικαιώματος, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο ενός ενδίκου μέσου μόνο σε περίπτωση που η παραίτηση μπορεί να διαπιστωθεί κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο. |
81 |
Τούτο προδήλως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Με το έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2006 ουδόλως γίνεται μνεία τέτοιας παραιτήσεως, αλλά το ETF δηλώνει ρητώς στο έγγραφο της , το οποίο έστειλε κατόπιν της απαντήσεως της P. Landgren της , ότι «επιφυλάσσεται εξάλλου του δικαιώματος, ανεξαρτήτως της προτάσεως αυτής, να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως του [Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης] της ». |
82 |
Συναφώς, είναι αδιάφορο το ότι η ETF επισήμανε ότι ήλπιζε να βρεθεί πεδίο συνεννοήσεως με την P. Landgren, διότι τούτο εμφαίνει απλώς βούληση καλόπιστης εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ομοίως, λαμβανομένου υπόψη του ότι η άσκηση της αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, η πρόθεση του ETF να καταλογίσει την αποζημίωση της P. Landgren στον προϋπολογισμό του 2006 δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι το ETF δεν σκόπευε να ασκήσει αναίρεση ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι παραιτήθηκε ρητώς της ασκήσεως της. |
83 |
Για τους ίδιους λόγους, η P. Landgren δεν μπορεί να προσάπτει στο ETF ότι παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, κάθε ιδιώτης δικαιούται να επικαλεσθεί την αρχή αυτή, εφόσον βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες με τους εφαρμοστέους κανόνες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C-13/06 P, AER κατά Καρατζόγλου, Συλλογή 2007, σ. I-6733, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατό να προβληθούν έναντι του ETF, ως διαδίκου, οι επιταγές που απορρέουν από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία έχει εφαρμογή στις ενέργειες της διοικήσεως, αρκεί η επισήμανση ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ETF δεν παρέσχε καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση στην P. Landgren όσον αφορά την ενδεχόμενη οριστική επίλυση της διαφοράς. |
84 |
Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί. |
II — Επί του παραδεκτού ορισμένων αιτημάτων
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων
85 |
Η P. Landgren υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτα τα αιτήματα του ETF που σκοπούν στην εκ μέρους του Πρωτοδικείου αναγνώριση, αφενός, της νομιμότητας της αποφάσεως περί απολύσεως και, αφετέρου, της ελλείψεως διατάξεως που να θεμελιώνει υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως την οποία επέβαλε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Τα αιτήματα αυτά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 139 του Κανονισμού Διαδικασίας διότι δεν αντιστοιχούν στα υποβληθέντα εκ μέρους του ETF ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ομοίως, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι με αυτά ζητείται από το Πρωτοδικείο να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως το ETF. Συγκεκριμένα το ETF παρουσίασε τα αιτήματα αυτά ως αυτόματη συνέπεια της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και όχι ως συνέπεια της εξετάσεως της υποθέσεως από το Πρωτοδικείο. |
86 |
Η P. Landgren προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο «να αποφανθεί». Από τα ανωτέρω συνάγει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ως μόνο αίτημα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και όχι την επανεξέταση της καταστάσεως της P. Landgren. Επομένως, ο προσωπικός και συγκεκριμένος χαρακτήρας του εννόμου συμφέροντος του ETF είναι αμφίβολος και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. |
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
87 |
Όπως ισχυρίζεται η P. Landgren, ο κατ’ αναίρεση δικαστής, όπως και ο πρωτοβάθμιος δικαστής, δεν είναι αρμόδιος να προβαίνει σε γενικές διαπιστώσεις που υπερβαίνουν το αυστηρό πλαίσιο της ένδικης διαφοράς. Συνεπώς, τα αιτήματα του ETF που σκοπούν στην εκ μέρους του Πρωτοδικείου αναγνώριση, αφενός, της νομιμότητας της αποφάσεως περί απολύσεως και, αφετέρου, της ελλείψεως διατάξεως που να θεμελιώνει υποχρέωση αποζημιώσεως την οποία επέβαλε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητεί το ETF. |
88 |
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ETF εξέφρασε, με τα αιτήματα αυτά, την επιθυμία του για τελειωτική επίλυση της διαφοράς από το Πρωτοδικείο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 13 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει μεν ότι, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Πρωτοδικείο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς, αλλά παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημόσιας Διοίκησης, όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Συνεπώς, το ζήτημα αν το ETF ζήτησε από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί αυτό επί της ουσίας της διαφοράς στερείται σημασίας. |
III — Επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων
89 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή την οποία άσκησε η P. Landgren ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης έπρεπε να κριθεί απαράδεκτη από το δικαστήριο αυτό. |
90 |
Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η σύμβαση προσλήψεως που συνήφθη μεταξύ της P. Landgren και του ETF προέβλεπε ότι το κοινοτικό όργανο ή ο υπάλληλος μπορούσαν να καταγγείλουν τη σύμβαση αυτή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 47 έως 50 του ΚΛΠ, η προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως περί απολύσεως την οποία έλαβε το ETF βάσει του άρθρου 47 του ΚΥΚ, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, ήταν εκπρόθεσμη. |
91 |
Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-417/05 P, Επιτροπή κατά Fernández Gómez (Συλλογή 20006, σ. I-8481), το Δικαστήριο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Πρωτοδικείου και κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα από την εν λόγω έκτακτη υπάλληλο προσφυγή κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να ανανεώσει τη σύμβασή της. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σύμβαση προσλήψεως προέβλεπε ότι δεν μπορούσε να ανανεωθεί. Αφού υπενθύμισε ότι μόνον η σύμβαση εργασίας παράγει έννομα αποτελέσματα για τα πρόσωπα που αφορά ο ΚΥΚ, διαπίστωσε ότι η έκτακτη υπάλληλος δεν προσέβαλε τη σύμβαση προσλήψεως εντός των προβλεπομένων από τον ΚΥΚ προθεσμιών και, συνεπώς, δεν μπορούσε να προσβάλει παραδεκτώς απόφαση ληφθείσα σύμφωνα με τους ρητούς όρους της συμβάσεως αυτής. Ανάλογη συλλογιστική πρέπει να ακολουθηθεί εν προκειμένω. |
92 |
Η Επιτροπή δέχεται εξάλλου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και με πάγια νομολογία, εφόσον το ETF δεν προέβαλε το απαράδεκτο της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ούτε κατ’ αναίρεση, δεν μπορεί η ίδια να προβάλει παραδεκτώς, ως παρεμβαίνουσα, τέτοιου είδους αίτημα. |
93 |
Ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται για λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν υποχρεωμένο να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψεις 28 και 29, και απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-193/02, Piau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-209, σκέψεις 36 και 37). |
94 |
Συναφώς, είναι αδιάφορο αν η αυτεπάγγελτη εξέταση του ως άνω λόγου απαραδέκτου πραγματοποιείται κατ’ αναίρεση. Αφενός, αν το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να διαπιστώσει το απαράδεκτο αυτό, θα υποχρεωνόταν να αποφανθεί επί διαφοράς η οποία, στην πραγματικότητα, υποβλήθηκε στην κρίση του απαραδέκτως. Αφετέρου, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αποτελεί νομικό ζήτημα, το οποίο, ως εκ τούτου, πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Πρωτοδικείο κατ’ αναίρεση. |
95 |
Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Επιτροπής, το ETF συντάσσεται προς την επιχειρηματολογία της τελευταίας και υποστηρίζει ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγή ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Προσθέτει ότι η Επιτροπή παραδεκτώς προβάλει τον ως άνω λόγο δημοσίας τάξεως κατ’ αναίρεση, παρά το ότι το ETF δεν προέβαλε το απαράδεκτο της προσφυγής. |
96 |
Η P. Landgren υποστηρίζει ότι ο λόγος τον οποίο η Επιτροπή αντλεί από το απαράδεκτο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής είναι απαράδεκτός, καθότι δεν προβλήθηκε από το αναιρεσείων και ομοίως δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. |
97 |
Επικουρικώς, η P. Landgren υποστηρίζει ότι ο λόγος που αντλείται από το απαράδεκτο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής είναι αβάσιμος. |
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
98 |
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της προσφυγής. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η απόφαση περί απολύσεως δεν παρήγαγε αυτοτελείς έννομες συνέπειες σε σχέση με τη σύμβαση προσλήψεως, η οποία προέβλεπε ότι η σχέση εργασίας μπορούσε να παύσει υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 47 του ΚΛΠ. Η απόφαση περί απολύσεως είχε ακριβώς ως συνέπεια τη λύση της συμβάσεως εργασίας υπό τις εν λόγω προϋποθέσεις. Συνεπώς, η προσφυγή ασκήθηκε εκπροθέσμως. |
99 |
Χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του ως άνω λόγου, ο οποίος δεν προβλήθηκε από το ETF και δεν συζητήθηκε πρωτοδίκως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμος (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C-23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I-1873, σκέψη 52). |
100 |
Συγκεκριμένα, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν σημαντικά από αυτά επί των οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 απόφαση Επιτροπή κατά Fernández Gómez. |
101 |
Με την τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρνητική απάντηση την οποία έδωσε η ΑΔΑ σε αίτημα για την παράταση συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου δεν αποτελούσε βλαπτική πράξη, δεδομένου ότι οι όροι της εν λόγω συμβάσεως, όπως εξηγούνται στο απευθυνθέν στην προσφεύγουσα συνοδευτικό έγγραφο, προέβλεπαν ήδη ότι η σύμβαση δεν μπορούσε να ανανεωθεί. Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην απάντηση της ΑΔΑ δεν περιλαμβανόταν, σε σχέση με τους εν λόγω όρους, κανένα νέο στοιχείο όσον αφορά το ζήτημα της ημερομηνίας λήξεως της συμβάσεως και το ζήτημα της παρατάσεως της συμβάσεως, οπότε η απάντηση αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. |
102 |
Εν προκειμένω, η P. Landgren προσελήφθη βάσει συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, η οποία προέβλεπε ότι μπορούσε να καταγγελθεί από το κοινοτικό όργανο ή τον υπάλληλο στις περιπτώσεις των άρθρων 47 έως 50 του ΚΛΠ. Ως εκ τούτου, αν δεν υπήρχε η απόφαση περί απολύσεως, η σύμβαση εργασίας δεν θα λυόταν, οπότε η P. Landgren θα εξακολουθούσε να έχει σχέση εργασίας με το ETF. Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ευλόγως ότι η απόφαση περί απολύσεως της P. Landgren δεν είναι βλαπτική γι’ αυτήν, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση μετέβαλε τη νομική της κατάσταση και μάλιστα ουσιωδώς, τερματίζοντας τη σύμβασή της. |
IV — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση της εκτάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως
103 |
Με τον λόγο αυτό αναιρέσεως, το ETF προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως ίσχυε ως προς την απόφαση περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου, προσληφθέντος για αόριστο χρόνο, ληφθείσα σύμφωνα με το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ. |
Α — Επί της λυσιτέλειας του πρώτου λόγου αναιρέσεως
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
104 |
Η P. Landgren υποστηρίζει ότι ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εσφαλμένη εκτίμηση της εκτάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι αλυσιτελής, καθόσον στρέφεται κατά της ως εκ περισσού αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
105 |
Ο ως εκ περισσού χαρακτήρας της αιτιολογίας που αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί απολύσεως των εκτάκτων υπαλλήλων οι οποίοι έχουν προσληφθεί για αόριστο χρόνο απορρέει από το ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αφενός, απέρριψε τον προβληθέντα πρωτοδίκως λόγο ακυρώσεως που αφορούσε την αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, ακύρωσε την απόφαση περί απολύσεως διαπιστώνοντας ότι εβαρύνετο με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συνεπώς, οι εκτιμήσεις περί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι «ξένες προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως». |
106 |
Το ETF και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανάλυση αυτή και εκτιμούν ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί απολύσεως επηρέασε την εξέταση του βασίμου της αποφάσεως περί απολύσεως. |
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
107 |
Το ETF και η Επιτροπή ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι, ελλείψει υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί απολύσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν ήταν σε θέση ούτε όφειλε να εξετάσει την εσωτερική νομιμότητα της αποφάσεως αυτής. |
108 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι επαρκώς θεμελιωμένη ή αν βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά της και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα της αποφάσεως (βλ. απόφαση Michel κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 37, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
109 |
Πράγματι, απόφαση η οποία στερείται παντελώς αιτιολογίας, τόσο από τυπικής απόψεως, όσο και από πλευράς του γράμματός της και του πλαισίου στο οποίο εντάχθηκε η έκδοσή της, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εσωτερικού ελέγχου νομιμότητας εκ μέρους του δικαστή, όποια και αν είναι η έκταση του ελέγχου αυτού. Ελλείψει υποχρεώσεως του συντάκτη μιας αποφάσεως να εκθέσει τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της, η ικανότητα του δικαστή να εκπληρώσει, εφόσον του έχει ανατεθεί, το καθήκον ελέγχου της εσωτερικής νομιμότητας των πράξεων που υποβάλλονται στην κρίση του καθώς και η παρεχόμενη στον ιδιώτη δικαστική προστασία θα διακυβεύονταν και θα εξαρτώνταν από τη διακριτική ευχέρεια του συντάκτη της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, το γεγονός ότι απαιτείται από το κοινοτικό όργανο να εκθέτει τους λόγους των αποφάσεών του συναρτάται απολύτως προς την παροχή στον δικαστή της εξουσίας να ελέγχει το βάσιμο των εν λόγω αποφάσεων, η δυνατότητα δε ενός τέτοιου ελέγχου πρέπει να διασφαλίζεται, σε μια κοινότητα δικαίου, υπό τους αυτούς όρους, σε κάθε πολίτη που ασκεί το δικαίωμά του ένδικης προστασίας. |
110 |
Επομένως, αν το Πρωτοδικείο καταλήξει, όπως ισχυρίζονται το ETF και η Επιτροπή, ότι η ΑΣΣΑ ουδεμία υποχρέωση υπέχει να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου των εκτάκτων υπαλλήλων, υπό την έννοια ότι υποχρεούται συναφώς να τηρεί μόνο τις κατ’ άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ προϋποθέσεις περί προθεσμίας καταγγελίας και δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις έχουν τηρηθεί, το στοιχείο αυτό ενδέχεται να επηρεάσει την έκταση της εξουσίας ελέγχου του δικαστή ως προς τις εν λόγω αποφάσεις και, συνεπώς, στη νομιμότητα του ελέγχου της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στον οποίο προέβη εν προκειμένω το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, με συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως. |
111 |
Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί εκ προοιμίου να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Συνεπώς, πρέπει εξετασθεί το βάσιμο του λόγου αυτού. |
Β — Επί του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως
112 |
Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως έχει τρία σκέλη που αφορούν, πρώτον, παράβαση του άρθρου 47 του ΚΛΠ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, δεύτερον, εσφαλμένη παραπομπή σε συμφωνίες και συμβάσεις που δεν έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και του προσωπικού τους και, τρίτον, αντίφαση μεταξύ της απαιτήσεως ρητής αιτιολογίας και της διαπιστώσεως ότι είναι θεμιτό να λαμβάνεται με άλλα μέσα γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως περί απολύσεως. |
1. Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 47 του ΚΛΠ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
113 |
Το ETF υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται, όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου, στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση, προθεσμία η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. |
114 |
Κατά συνέπεια, η μόνη υποχρέωση την οποία υπέχει ο εργοδότης σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι η τήρηση της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπει η σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω προθεσμία καταγγελίας είναι σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ. |
115 |
Συναφώς, το ETF επικαλείται τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 38 αποφάσεις Schertzer κατά Κοινοβουλίου και Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, από τις οποίες προκύπτει ότι οι αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων περί καταγγελίας των συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων δεν χρήζουν αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τους μονίμους υπαλλήλους, τη σταθερότητα της απασχολήσεως των οποίων εγγυάται ο ΚΥΚ, οι έκτακτοι υπάλληλοι εμπίπτουν σε ειδικό καθεστώς, το οποίο βασίζεται στη σύμβαση προσλήψεως που έχει συναφθεί με το οικείο κοινοτικό όργανο. Οσάκις η εν λόγω σύμβαση προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας χωρίς να επιβάλλει, παραπέμποντας στις σχετικές διατάξεις του ΚΛΠ, υποχρέωση αιτιολογήσεως της καταγγελίας αυτής, αποκλείεται η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 25 του ΚΥΚ όπως προβλέπεται, με γενικούς όρους, από το άρθρο 11 του ΚΛΠ. |
116 |
Η σύμβαση προσλήψεως της P. Landgren ορίζει απλώς και μόνον ότι «το κοινοτικό όργανο ή ο υπάλληλος μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση αυτή για τους λόγους που προβλέπουν τα άρθρα 47 έως 50 του ΚΛΠ τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων αυτών». Δεδομένου ότι τα άρθρα 47 έως 50 του ΚΛΠ δεν παραπέμπουν στο άρθρο 11 του ΚΛΠ ούτε προβλέπουν, κατά μείζονα λόγο, την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 25 του ΚΥΚ, το ETF δεν όφειλε να αιτιολογήσει, εν προκειμένω, την καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως. Συναφώς το ETF στηρίζεται στην απόφαση της 17ης Μαρτίου 1994, Hoyer κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 38, και στην απόφαση Smets κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 38, σύμφωνα με τις οποίες, η μονομερής καταγγελία, η οποία προβλέπεται ρητώς από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ενός εκτάκτου υπαλλήλου, δεν χρήζει αιτιολογήσεως, ανεξαρτήτως του ποιος συμβαλλόμενος προβαίνει στην καταγγελία αυτή. Το ETF ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, η απαλλαγή από την υποχρέωση αιτιολογήσεως δικαιολογείται από τη διακριτική ευχέρεια την οποία το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ απονέμει στην αρχή που είναι αρμόδια για την καταγγελία τέτοιας συμβάσεως. Επί του σημείου αυτού, η κατάσταση ενός εκτάκτου υπαλλήλου διακρίνεται από αυτήν του μονίμου υπαλλήλου, οπότε αποκλείεται η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 25 του ΚΥΚ που αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, παρά το ότι το άρθρο 11 του εν λόγω ΚΛΠ παραπέμπει γενικώς στα άρθρα 11 έως 26 του ΚΥΚ που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μονίμων υπαλλήλων. |
117 |
Ομοίως, το Πρωτοδικείο, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 38 απόφαση της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, (σκέψη 72), επισήμανε ότι ο έκτακτος υπάλληλος του οποίου η σχέση εργασίας στηρίζεται σε σύμβαση η οποία είναι δυνατό να καταγγελθεί μονομερώς και άνευ αιτιολογίας, τηρουμένου του εφαρμοστέου δικαίου, διαφέρει ουσιωδώς, από την άποψη αυτή, από τον μόνιμο υπάλληλο. Σύμφωνα με την ίδια αυτή απόφαση, ο έκτακτος υπάλληλος δεν απολαύει της σταθερότητας απασχολήσεως η οποία διασφαλίζεται στον μόνιμο υπάλληλο, δεδομένου ότι τα καθήκοντά του, εξ ορισμού, έχουν ως προορισμό να ασκούνται για περιορισμένο χρόνο. |
118 |
Το ETF συνάγει εντεύθεν ότι κακώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέπεμψε, με τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο άρθρο 11 του ΚΛΠ, δεδομένου ότι το νομικό καθεστώς στο οποίο υπόκειται ο έκτακτος υπάλληλος είναι το διεπόμενο από τη σύμβαση η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις των μερών και της οποίας ο προπαρατεθείς όρος, ο οποίος αφορά τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας εκ μέρους του κοινοτικού οργάνου ή του υπαλλήλου, παραπέμπει αποκλειστικώς και μόνο στα άρθρα 47 έως 50 του ΚΛΠ. |
119 |
Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η σύμβαση της P. Landgren καταγγέλθηκε τηρουμένης της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση και στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ και ότι δεν υπήρχε λόγος να απαιτηθεί ιδιαίτερη αιτιολογία συναφώς. |
120 |
Πρώτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κρίνοντας ότι το ETF ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόφαση περί απολύσεως, αποφάνθηκε ultra petita ή, τουλάχιστον, ultra vires. |
121 |
Υποστηρίζει ότι η P. Landgren δεν υπέβαλε πρωτοδίκως αίτημα περί ερμηνείας του άρθρου 47 του ΚΛΠ υπό την έννοια ότι επιβάλλει υποχρέωση αιτιολογήσεως στη διοίκηση η οποία επιθυμεί να καταγγείλει τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, αλλά ισχυρίστηκε ότι, παρά την εν λόγω έλλειψη υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η απόφαση έπρεπε παρά ταύτα να στηρίζεται σε βάσιμους νομικούς και πραγματικούς λόγους. |
122 |
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αποφαινόμενο επί της υπάρξεως τέτοιας υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς απαντώντας σε επιχείρημα το οποίο προέβαλε το ETF (σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), το οποίο όμως δεν είχε προβάλει η προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων, εμποδίζοντας το ETF να εκφράσει λυσιτελώς την άποψή του συναφώς. |
123 |
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν απαγορεύουν στον παρεμβαίνοντα να προβάλει νέα επιχειρήματα ή διαφορετικά από τα επιχειρήματα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, προκειμένου η παρέμβασή του να μην περιορίζεται στην επανάληψη των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σκοπεί στην υποστήριξη του αιτήματος του ETF περί αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με το σκεπτικό ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμησε εσφαλμένως το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συνεπώς, δεδομένου ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν μεταβάλλει ούτε αλλοιώνει το πλαίσιο της διαφοράς, όπως ορίστηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να θεωρηθεί ως παραδεκτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-245/92 P, Chemie Linz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4643, σκέψεις 32 και 33). |
124 |
Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε σφάλματα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η μονομερής καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου πρέπει να αιτιολογείται. |
125 |
Κατ’ αρχάς, η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου έχει παραμείνει αμετάβλητη μετά τις προβαλλόμενες εξελίξεις του δικαίου τις οποίες αναφέρει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο επανέλαβε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει υποχρέωση αιτιολογήσεως με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 38 απόφαση της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής. |
126 |
Περαιτέρω, ο ΚΥΚ αποτελεί lex specialis, κατά τη νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 2005, T-371/03, Le Voci κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-209 και II-957, σκέψεις 122 και 123), οπότε οι διατάξεις του μπορούν να παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έχει επιβεβαιώσει τον ειδικό χαρακτήρα του ΚΛΠ (απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-102/95, Aubineau κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, Ι-Α-357 και II-1053, σκέψεις 45 και 46). |
127 |
Τέλος, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η άποψη ότι η καταγγελία πρέπει να αιτιολογείται αντιβαίνει στο άρθρο 47 του ΚΛΠ, όπως έχει ερμηνευθεί παγίως από το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 38 απόφαση Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι υποχρέωση αιτιολογήσεως υπάρχει μόνο στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 49 του ΚΛΠ καταγγελίας για πειθαρχικούς λόγους. |
128 |
Το αντιστάθμισμα αυτής της απαλλαγής από την υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι η υποχρέωση τηρήσεως προθεσμίας καταγγελίας και καταβολής αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας χωρίς τήρηση προθεσμίας. Συνεπώς, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επιβάλλει στο κοινοτικό όργανο διττή υποχρέωση, δηλαδή την υποχρέωση αιτιολογήσεως της απολύσεως και καταβολής αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας χωρίς τήρηση προθεσμίας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το κοινοτικό όργανο υπέχει ευρύτερες υποχρεώσεις απ’ ό,τι σε περίπτωση καταγγελίας για πειθαρχικούς λόγους. |
129 |
Τέλος, δεδομένου ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προφανώς δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος προβαίνει σε μονομερή καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στην απορρέουσα από το ΚΛΠ και τη νομολογία αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των συμβαλλομένων, η οποία προβλέπει ότι δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας έχουν αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι (προπαρατεθείσα στη σκέψη 38 απόφαση Schertzer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 47). |
130 |
Η P. Landgren ισχυρίζεται ότι το ETF επαναλαμβάνει σχεδόν επί λέξει, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, τα επιχειρήματα που είχε αναπτύξει με το πρωτοδίκως υποβληθέν υπόμνημα ανταπαντήσεως. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη κατ’ αναίρεση, ιδίως βάσει του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. |
131 |
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra petita ή, τουλάχιστον, ultra vires, η P. Landgren υποστηρίζει ότι πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, με το σκεπτικό ότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό τον οποίο δεν προέβαλε το ETF πρωτοδίκως, ενώ το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το είχε καλέσει να διατυπώσει τη γνώμη του επί του ζητήματος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ούτε κατ’ αναίρεση. Συνεπώς, πρόκειται περί νέου ισχυρισμού ο οποίος αλλοιώνει ή μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς και ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, T-114/02, BaByliss κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-1279). Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός αυτός είναι προδήλως αβάσιμος. |
132 |
Ομοίως, η P. Landgren φρονεί ότι οι ισχυρισμοί του ETF και της Επιτροπής που αφορούν την έλλειψη υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί απολύσεως των προσληφθέντων για αόριστο χρόνο εκτάκτων υπαλλήλων είναι αβάσιμοι. |
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Επί της αιτιάσεως της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra petita ή, τουλάχιστον, ultra vires
133 |
Δεδομένου ότι σκοπεί αυτοτελώς στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αιτίαση αυτή πρέπει να χαρακτηρισθεί ως λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, όπως ισχυρίζεται η P. Landgren, ο λόγος αυτός ουδόλως προβλήθηκε από το ETF στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σκέλος του λόγου αναιρέσεως που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. |
134 |
Συγκεκριμένα, το ETF ουδόλως ισχυρίστηκε, κατά την ανάπτυξη των ισχυρισμών του, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπερέβη είτε τα όρια των αιτημάτων που διατύπωσε η P. Landgren είτε τα όρια του πλαισίου της διαφοράς, όπως καθορίζεται από τους λόγους ακυρώσεως. Το ETF περιορίστηκε να προσβάλει όχι το γεγονός καθεαυτό ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε επί του ζητήματος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τις αποφάσεις περί καταγγελίας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου των εκτάκτων υπαλλήλων, αλλά το περιεχόμενο που προσέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στην υποχρέωση αυτή. |
135 |
Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός αποτελεί νέο λόγο αναιρέσεως. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της λύσεως που έγινε δεκτή με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 131 απόφαση BaByliss κατά Επιτροπής (σκέψη 417), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση εκείνη, μολονότι τα άρθρα 40, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν απαγορεύουν στον παρεμβαίνοντα να προβάλει νέα ή διαφορετικά επιχειρήματα από τα επιχειρήματα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, προκειμένου η παρέμβασή του να μην περιορίζεται στην απλή επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με το εισαγωγικό δικόγραφο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές του παρέχουν τη δυνατότητα να μεταβάλει ή να αλλοιώσει το πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτό ορίστηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο, προβάλλοντας νέους ισχυρισμούς. |
136 |
Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος. Συγκεκριμένα, από τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, προκύπτει ότι η P. Landgren προσήψε στο ETF ότι δεν απέδειξε ότι η απόφαση περί απολύσεως στηριζόταν σε νομικώς έγκυρο λόγο, αφενός, και ότι δεν αιτιολόγησε την απόφαση περί καταγγελίας σε περίπτωση που στηριζόταν σε γενική επαγγελματική ανεπάρκειά της, αφετέρου. Επιπλέον, το ETF αφιέρωσε ολόκληρο τμήμα του υπομνήματος ανταπαντήσεως στο ζήτημα της ελλείψεως υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αφορώσας την απόφαση περί απολύσεως και κατέληξε ότι τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ως προς την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, τόσο με το υπόμνημα αντικρούσεως όσο και με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ήσαν επικουρικά. |
137 |
Συνεπώς, το ζήτημα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συζητήθηκε από τους διαδίκους πρωτοδίκως. Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του απαντώντας στον πρωτοδίκως προβληθέντα από το καθού ισχυρισμό περί ελλείψεως τέτοιας υποχρεώσεως, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ο λόγος που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά λόγο δημόσιας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψη 24). |
138 |
Τέλος, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όπως παρατηρεί η P. Landgren, το ETF κλήθηκε ρητώς με την προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου να διευκρινίσει «πώς συμβιβάζονται, αφενός, η έλλειψη υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της καταγγελίας μιας αορίστου χρόνου συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, όπως ισχυρίζεται το [ETF] με [το] υπόμνημα ανταπαντήσεως, και, αφετέρου, ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως περί καταγγελίας μιας τέτοιας συμβάσεως». Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως, εκτός του ότι πρέπει στην πραγματικότητα να θεωρηθεί ως απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, καθότι δεν προβλήθηκε από το αναιρεσείον, είναι προδήλως αβάσιμος. |
Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί καταγγελίας των συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων βάσει του ΚΥΚ και του ΚΛΠ
— Επί του παραδεκτού
139 |
Η P. Landgren φρονεί ότι το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι το ETF απλώς επαναλαμβάνει την ήδη προβληθείσα πρωτοδίκως επιχειρηματολογία. |
140 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 225 ΕΚ, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 35, και Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 47, και την προαναφερθείσα διάταξη Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψεις 34 και 35). |
141 |
Ωστόσο, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στην οποία προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο, εν μέρει, άνευ αντικειμένου (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2003, C-488/01 P, Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I-13355, σκέψη 39). |
142 |
Είναι αναμφίβολο εν προκειμένω ότι το ETF προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι ερμήνευσε εσφαλμένως τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ, κρίνοντας ότι η απόφαση περί απολύσεως, η οποία προσβλήθηκε πρωτοδίκως, έπρεπε να αιτιολογηθεί. Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η P. Landgren πρέπει να απορριφθεί. |
— Επί της ουσίας
143 |
Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 98 έως 102 ανωτέρω, μια απόφαση περί απολύσεως συνιστά, για τον έκτακτο υπάλληλο τον οποίο αφορά, απόφαση η οποία μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση και, συνεπώς, τον βλάπτει. |
144 |
Σύμφωνα με το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, κάθε βλαπτική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται. |
145 |
Όσον αφορά το καθεστώς που έχει εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους, επισημαίνεται ότι το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι «οι διατάξεις των άρθρων 11 μέχρι 26 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία». Η ίδια διάταξη προβλέπει ωστόσο ότι, «για τον έκτακτο υπάλληλο που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους που προβλέπεται στο άρθρο 15, δεύτερο εδάφιο, περιορίζεται μέχρι το εναπομένον χρονικό διάστημα ισχύος της συμβάσεως πρόσληψης». |
146 |
Επομένως, το άρθρο 11 του ΚΛΠ προβλέπει την αρχή ότι τα άρθρα 11 έως 26 του ΚΥΚ έχουν κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους. Προβλέπεται μία μόνο ρητή εξαίρεση από την αρχή αυτή, αφορώσα τη διάρκεια της προβλεπόμενης στο άρθρο 15, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ αδείας για προσωπικούς λόγους, στην περίπτωση εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος με σύμβαση ορισμένου χρόνου. |
147 |
Συνεπώς, από την ανάγνωση των σχετικών διατάξεων, ουδόλως μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 25 του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή επί των καταγγελιών των αορίστου χρόνου συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων. |
148 |
Εξάλλου, κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί απλώς την επανάληψη της κατ’ άρθρο 253 ΕΚ γενικής υποχρεώσεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνο για επιτακτικούς λόγους (βλ. απόφαση Huygens κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 37, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), όπως ορθώς υπογράμμισε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω, η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι επαρκώς θεμελιωμένη ή αν βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά της και, αφετέρου, να παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα της αποφάσεως (βλ. απόφαση Michel κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 37, σκέψη 22). Ως εκ τούτου, η υποχρέωση αυτή συντελεί στη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου απορρέουσας από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών που έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της , C-432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το Δικαστήριο έχει επίσης υπογραμμίσει τη σπουδαιότητα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των σχέσεων εργασίας, επισημαίνοντας ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος πρέπει να αφορά τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνεπάγεται, γενικά, ότι το αποφαινόμενο ως προς το κύρος της εν λόγω αποφάσεως δικαστήριο μπορεί να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να του γνωστοποιεί την αιτιολογία αυτή. Όταν πρόκειται ειδικότερα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας θεμελιώδους δικαιώματος παρεχόμενου από τη Συνθήκη στους εργαζομένους εντός της Κοινότητας, πρέπει να παρέχεται και στους εργαζομένους η δυνατότητα να προασπίζουν το δικαίωμα αυτό υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους, καθώς και η ευχέρεια να αποφασίζουν, έχοντας πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων, αν τους συμφέρει η άσκηση ένδικης προσφυγής. (απόφαση του Δικαστηρίου της , 222/86, Heylens κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 15). |
149 |
Ως εκ τούτου, μια τόσο ευρεία εξαίρεση από τη γενική και ουσιώδη υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, ιδίως τις βλαπτικές, δεν μπορεί να απορρέει παρά μόνον από τη ρητή και αναμφίβολη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, την οποία, πάντως, δεν εκφράζουν οι γενικές διατάξεις του άρθρου 25 του ΚΥΚ και του άρθρου 11 του ΚΛΠ. |
150 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 47 του ΚΛΠ ωσαύτως δεν προβλέπει ότι δεν υπάρχει υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τις αποφάσεις περί καταγγελίας. Δεδομένου ότι το άρθρο 25 του ΚΥΚ θέτει θεμελιώδη αρχή αφορώσα τα δικαιώματα του μονίμου υπαλλήλου και, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΚΛΠ, του εκτάκτου υπαλλήλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το γεγονός και μόνον ότι το ΚΛΠ δεν προβλέπει ρητώς, στο άρθρο του 47, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής πρέπει να αιτιολογούνται έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 25 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει ως σκοπό να τυγχάνει γενικής εφαρμογής, πλην παρεκκλίσεως. Επομένως, ο ειδικός χαρακτήρας του ΚΛΠ και ο χαρακτήρας του ΚΥΚ ως lex specialis, τους οποίους προβάλλει η Επιτροπή, δεν ασκούν επιρροή, δεδομένου ότι κανένα από τα νομοθετήματα αυτά δεν παρεκκλίνει ρητώς από το άρθρο 253 ΕΚ όσον αφορά τις αποφάσεως περί καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων. |
151 |
Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως ισχυρίζονται το ETF και η Επιτροπή, η σχέση εργασίας μεταξύ του κοινοτικού οργάνου και του εκτάκτου υπαλλήλου πηγάζει από τη σύμβαση προσλήψεως, ωστόσο η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να αποκλίνει από τις δεσμευτικές νομικές προϋποθέσεις του ΚΛΠ το οποίο, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, παραπέμπει στον ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι η σύμβαση προσλήψεως προβλέπει τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας της, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως προθεσμίας καταγγελίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει το δικαίωμα στην ΑΣΣΑ να παρεκκλίνει από το άρθρο 11 του ΚΛΠ και από το άρθρο 25 του ΚΥΚ. Εξάλλου, παρατηρείται ότι ο κατά τα ως άνω προβλεπόμενος μονομερής χαρακτήρας της καταγγελίας είναι αυτοτελής προς το ζήτημα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της καταγγελίας αυτής, καθόσον ο χαρακτήρας αυτός αφορά απλώς και μόνον το ότι δεν απαιτείται να υπάρχει αμοιβαία βούληση καταγγελίας. |
152 |
Εξάλλου, αληθεύει επίσης ότι το άρθρο 49 του ΚΛΠ, το οποίο αφορά την καταγγελία για πειθαρχικούς λόγους, χωρίς τήρηση προθεσμίας, σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως των καθηκόντων που υπέχει ο έκτακτος υπάλληλος, ορίζει ότι «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του». |
153 |
Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί κατ’ αντιδιαστολήν από το γεγονός ότι το άρθρο 49 του ΚΛΠ υπενθυμίζει ρητώς τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 25 του ΚΥΚ σε περίπτωση καταγγελιών για πειθαρχικούς λόγους ότι οι εν λόγω επιταγές δεν έχουν εφαρμογή στις καταγγελίες που δεν εμπίπτουν στο πειθαρχικό πλαίσιο. Μια τέτοια συλλογιστική ενδέχεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει λόγος να απαιτηθεί αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως παρά μόνο στη περίπτωση που η υποχρέωση αυτή προβλέπεται ειδικώς από τη διάταξη που συνιστά τη νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως, ερμηνεία η οποία δεν ενισχύεται από τον σκοπό καθεαυτό του άρθρου 25 του ΚΥΚ ούτε από τη νομολογία. Επιπλέον, βάσει της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, εφόσον τα άρθρα 47 και 49 του ΚΛΠ αποτελούν κανόνες ιεραρχικώς υποδεέστερους προς τη Συνθήκη, πρέπει να ερμηνεύονται κατά το μέτρο του δυνατού υπό το πρίσμα της Συνθήκης και ιδίως, εν προκειμένω, τηρουμένων των επιταγών του άρθρου 253 ΕΚ. |
154 |
Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η ΑΣΣΑ σε περίπτωση καταγγελίας στηριζόμενης στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι θα είχε ως συνέπεια να επιβάλει στην ΑΣΣΑ διττή υποχρέωση, δηλαδή την υποχρέωση αιτιολογήσεως της απολύσεως και καταβολής αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας χωρίς τήρηση προθεσμίας, και επομένως να επιβάλει στο κοινοτικό όργανο βαρύτερες υποχρεώσεις απ’ ό,τι σε περίπτωση καταγγελίας για πειθαρχικούς λόγους, πρέπει να απορριφθεί. |
155 |
Συγκεκριμένα, αφενός, η καταβολή στον έκτακτο υπάλληλο αποδοχών κατά τη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας δεν αποτελεί, καθεαυτή, αποζημίωση λόγω καταγγελίας χωρίς τήρηση προθεσμίας, δεδομένου ότι ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντά του κατά το διάστημα αυτό, πράγμα το οποίο δικαιολογεί την εκ μέρους του είσπραξη χρηματικής αντιπαροχής. Αφετέρου, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι δεν προσάπτεται στον υπάλληλο σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του, του παρέχεται επαρκής προθεσμία προκειμένου να οργανώσει το μέλλον του, αντιθέτως προς τον απολυόμενο για πειθαρχικούς λόγους υπάλληλο, ο οποίος έχει υποπέσει σε τέτοιες παραβάσεις ώστε η παραμονή του στην υπηρεσία να είναι αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η τήρηση της προθεσμίας καταγγελίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπαροχή για την έλλειψη υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι το ζήτημα της προθεσμίας καταγγελίας συνδέεται αποκλειστικώς και μόνον προς τον λόγο της απολύσεως. |
156 |
Ωσαύτως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι επιβάλλει υποχρέωση αιτιολογήσεως αποκλειστικώς και μόνο στο κοινοτικό όργανο, τούτο δε ενώ το δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας έχουν αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι. Συγκεκριμένα, οι σχέσεις μεταξύ του κοινοτικού οργάνου και του εκτάκτου υπαλλήλου δεν διέπονται μόνον από τους όρους της συμβάσεως, αλλά υπόκεινται και στις επιταγές του ΚΥΚ. Μολονότι ο ΚΥΚ προβλέπει ότι οι βλαπτικές αποφάσεις της διοικήσεως πρέπει να αιτιολογούνται, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προβλέπει την υποχρέωση αυτή για τους μονίμους και τους εκτάκτους υπαλλήλους οσάκις αυτοί λαμβάνουν αποφάσεις ενδεχομένως επιβλαβείς για τη διοίκηση. Συνεπώς, η ενδεχομένως ανισότητα συνιστά αποτέλεσμα της εφαρμογής του ΚΥΚ, του οποίου το κύρος δεν αμφισβητεί η Επιτροπή. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Επιτροπής στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η επιβαλλόμενη στη διοίκηση υποχρέωση αιτιολογίας της στερεί το δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν απαγορεύει στη διοίκηση να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση που τη συνδέει με τον έκτακτο υπάλληλο, αλλά απαιτεί απλώς να εκθέτει αυτή τους λόγους που δικαιολογούν την απόφαση αυτή, προκειμένου να διασφαλίσει στον εν λόγω υπάλληλο τις ελάχιστες προϋποθέσεις του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. |
157 |
Από τις σκέψεις 143 έως 153 ανωτέρω συνάγεται ότι από κανένα στοιχείο του γράμματος του άρθρου 25 του ΚΥΚ δεν προκύπτει ότι το άρθρο αυτό, το οποίο επαναλαμβάνει θεμελιώδη επιταγή απορρέουσα από τη Συνθήκη καθεαυτή, δεν πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά τις αποφάσεις περί απολύσεως που στηρίζονται στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ. |
158 |
Η ερμηνεία αυτή συμβιβάζεται επιπλέον προς τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 25 του ΚΥΚ. |
159 |
Η απόφαση αυτή, η οποία έχει εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 11 του ΚΛΠ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο, εις βάρος του οποίου εκδόθηκε απόφαση θίγουσα τη νομική του κατάσταση, επαρκή στοιχεία για την εκ μέρους του εκτίμηση του βασίμου της αποφάσεως και τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικη προσφυγή βάλλουσα κατά της νομιμότητάς της και, αφετέρου, να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό έλεγχο. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις περί καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εκτάκτου υπαλλήλου δεν εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο, συνάδει προς την επιδίωξη του σκοπού αυτού η απαίτηση όπως η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του εκτάκτου υπαλλήλου από το κοινοτικό όργανο γίνεται με απόφαση που να είναι αιτιολογημένη, όπως είναι όλες οι βλαπτικές αποφάσεις που απευθύνονται στον έκτακτο υπάλληλο, περιλαμβανομένων αυτών που έχουν μικρή σπουδαιότητα. |
160 |
Ελλείψει τέτοιας υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο κοινοτικός δικαστής δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσει προσηκόντως τον έλεγχό του, έστω και περιορισμένο, ενώ, οπωσδήποτε, η διοίκηση θα ήταν ελεύθερη να αποφασίζει αυθαίρετα για τη μοίρα ενός εκτάκτου υπαλλήλου, μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οσάκις η αρμόδια αρχή αποφαίνεται για την κατάσταση ενός εκτάκτου υπαλλήλου, υποχρεούται, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμφέροντος της υπηρεσίας, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να διαμορφώσουν την απόφασή της, ιδίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου εκτάκτου υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, τούτο απορρέει από το καθήκον πρόνοιας της διοικήσεως, το οποίο αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που θέσπισε ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογίαν, το ΚΛΠ για τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 4 απόφαση Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
161 |
Μολονότι είναι αληθές ότι ο ΚΥΚ παρέχει στους μονίμους υπαλλήλους μεγαλύτερη σταθερότητα απασχολήσεως, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις οριστικής παύσεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου παρά τη θέλησή του είναι αυστηρώς οριοθετημένες, σημειωτέον ωστόσο ότι ο λιγότερο σταθερός χαρακτήρας της απασχολήσεως του εκτάκτου υπαλλήλου δεν μεταβάλλεται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η ΑΣΣΑ στο πλαίσιο της καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων. |
162 |
Συγκεκριμένα, ο χαρακτήρας αυτός απορρέει, ιδίως, από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η ΑΣΣΑ όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ και τηρουμένης της προβλεπόμενης στη σύμβαση προθεσμίας καταγγελίας, ο δε έλεγχος του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται, ως εκ τούτου, στη διαπίστωση της μη υπάρξεως πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1981, 25/80, de Briey κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 637, σκέψη 7, προπαρατεθείσες στη σκέψη 38 αποφάσεις Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 97 και 98, της , Hoyer κατά Επιτροπής, σκέψη 27, και Smets κατά Επιτροπής, σκέψη 24). |
163 |
Η εν λόγω ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όχι μόνο δεν δικαιολογεί την απαλλαγή της διοικήσεως από την υποχρέωση να δικαιολογεί τις σχετικές αποφάσεις της, αλλά καθιστά κατά μείζονα λόγο περισσότερο αναγκαία την τήρηση του ουσιώδους τύπου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, έχει θεμελιώδη σημασία. Στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14, της , C-525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I-9947, σκέψη 58, και της , C-405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-8301, σκέψη 56). |
164 |
Επιπλέον, έχει κριθεί ότι η πρακτική που συνίσταται στην απαλλαγή του κοινοτικού οργάνου από την υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, αντιθέτως προς τις επιταγές της χρηστής διοικήσεως, οδηγεί στην ανατροπή της ισορροπίας της κατανομής των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ, αφενός, της διοικήσεως και, αφετέρου, του κοινοτικού δικαστή, καθόσον ο τελευταίος καθίσταται το μόνο και το πρώτο όργανο ενώπιον του οποίου ο προσφεύγων είναι σε θέση να λάβει γνώση μιας τέτοιας αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η πρακτική αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση το ζήτημα της διακρίσεως καθηκόντων και διακυβεύει τη θεσμική ισορροπία μεταξύ της διοικήσεως και του δικαστή, όπως αυτή προβλέπεται από τη Συνθήκη και, ειδικότερα, την πρακτική αποτελεσματικότητα των ενδίκων βοηθημάτων καθώς και τις επιταγές της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η νομότυπη αιτιολογία της βλαπτικής πράξεως και η κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο κατά το προ της ασκήσεως τη προσφυγής στάδιο ενδέχεται να του παράσχουν τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο της εις βάρος του ληφθείσας αποφάσεως και, ενδεχομένως τη βασιμότητά της, οπότε να αποφευχθεί η υποβολή της διαφοράς στην κρίση του δικαστή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T-237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-385 και II-1731, σκέψη 106). |
165 |
Συνεπώς, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του ETF και της Επιτροπής, ούτε ο σκοπός του άρθρου 47 του ΚΛΠ ούτε η σταθερότητα της καταστάσεως του μονίμου υπαλλήλου, ούτε η ευρεία διακριτική ευχέρεια της ΑΣΣΑ είναι δυνατό να εμποδίσουν την υλοποίηση του ουσιώδους και γενικού στόχου τον οποίο επιδιώκει η αιτιολογία των βλαπτικών αποφάσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του ΚΥΚ. |
166 |
Εξάλλου, τούτο συνάδει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τις επιταγές περί αιτιολογήσεως των απορριπτικών αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται στο πλαίσιο διαδικασιών προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων. Ως εξ τούτου, κρίθηκε στο πλαίσιο της προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ, ότι η ΑΣΣΑ δεν μπορούσε να περιορίσει την αιτιολογία της αποφάσεώς της στην τήρηση των όρων νομιμότητας στους οποίους υπόκειται η διαδικασία διορισμού, στηριζόμενη στην προβλεπόμενη στο άρθρο 11 του ΚΛΠ εφαρμογή του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ στις ατομικές αποφάσεις που αφορούν τους εκτάκτους υπαλλήλους (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2004, C-150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-8691, σκέψεις 38, 39 και 41). |
167 |
Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως ισχυρίζονται το ETF και η Επιτροπή, έχει κριθεί ότι οι αποφάσεις περί καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων δεν χρήζουν αιτιολογήσεως, γεγονός παραμένει ότι, συγχρόνως, τόσο το Δικαστήριο όσο και το Πρωτοδικείο έκριναν ότι, σε περίπτωση απολύσεως λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, η οποία αποφασίσθηκε τηρουμένης της κατ’ άρθρο 47 του ΚΛΠ προθεσμίας καταγγελίας, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει το βάσιμο της κρίσεως αυτής, εκτός αν αποδειχθεί η ύπαρξη πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες στη σκέψη 38 αποφάσεις Briey κατά Επιτροπής σκέψη 7, και Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 97 και 98). Εξάλλου, στο πλαίσιο της ασκήσεως αυτού του περιορισμένου ελέγχου, το Πρωτοδικείο κατέληξε στη διαπίστωση ότι, η Επιτροπή, αποφασίζοντας να απολύσει έκτακτο υπάλληλο λόγω της μη εγγραφής του ονόματός του στον κατάλογο επιτυχόντων καταρτισθέντος κατόπιν διαγωνισμού, κατάλογο ο οποίος ενείχε παρανομία, παρέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και, ως εκ τούτου ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση περί απολύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες στη σκέψη 38 αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1994, Hoyer κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 έως 40, και Smets κατά Επιτροπής, σκέψεις 34 έως 37). |
168 |
Δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, ιδίως στις σκέψεις 108 και 109 ανωτέρω, ο δικαστικός έλεγχος του βασίμου μιας αποφάσεως, έστω και περιορισμένος, συναρτάται απολύτως με την υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου που είναι ο συντάκτης της να την αιτιολογήσει, η νομολογία στην οποία παραπέμπουν το ETF και η Επιτροπή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, καίτοι δεν επιβάλλει στο κοινοτικό όργανο να αιτιολογήσει ρητώς, στο έγγραφο που την περιέχει, την απόφαση περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου που στηρίζεται στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ, η απόφαση αυτή πρέπει ωστόσο να στηρίζεται σε βάσιμους λόγους, των οποίων πρέπει να μπορεί να λάβει γνώση ο ενδιαφερόμενος. Σημειωτέον εξάλλου ότι η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς την απόφαση de Briey κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 162, με την οποία το Δικαστήριο επισήμανε ότι o προσφεύγων είχε κάθε ευκαιρία, κατά τις προσωπικές συνομιλίες και την εκτενή ανταλλαγή υπομνημάτων, να επικαλεστεί τα μέσα άμυνάς του και ότι για τον ίδιο λόγο ο προσφεύγων δεν μπορούσε να παραπονεθεί για την έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση καθεαυτή (σκέψη 9). |
169 |
Επιπλέον, παρατηρείται ότι το Πρωτοδικείο έκρινε προσφάτως, κατά γενικό τρόπο, ότι, αφενός, το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΚΛΠ και, αφετέρου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν είναι περιορισμένη εφόσον πρόκειται για απόφαση περί προσλήψεως ή περί απολύσεως αφορώσα θέση εργασίας εμπίπτουσα στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2006, T-406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-213 και II-A-2-1097, σκέψη 68), μολονότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη αποτελεί ουσιώδες στοιχείο των συμβάσεων όλων των εκτάκτων υπαλλήλων τους οποίους αφορά η τελευταία αυτή διάταξη (σκέψη 47). Η διαπίστωση αυτή πρέπει κατά μείζονα λόγο να εφαρμόζεται στην απόλυση από θέση εργασίας εμπίπτουσα στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, όπως εν προκειμένω. |
170 |
Εξ όλων των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η απόφαση περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος για αόριστο χρόνο, στηριζόμενη στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ, υπέκειτο στις περί αιτιολογίας επιταγές του άρθρου 25 του ΚΥΚ. |
171 |
Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. |
172 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει λόγος να εξετασθεί το δεύτερο σκέλος του ίδιου αυτού λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη παραπομπή σε συμφωνίες και συμβάσεις που δεν έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και του προσωπικού τους. Δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως οριοθετήθηκε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, είναι σύμφωνο προς τον ΚΥΚ και προς το ΚΛΠ, ο ενδεχομένως αλυσιτελής χαρακτήρας της εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παραπομπής, με τις σκέψεις 66 έως 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οδηγία 1999/70 και στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς και σε διάφορες διεθνείς πράξεις και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επηρεάζει το βάσιμο των συμπερασμάτων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού. |
173 |
Επιπλέον, από τη συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει ότι αυτό δεν έκρινε ότι δεσμεύεται νομικώς από τις παραπομπές αυτές, αλλά τις παρέθεσε απλώς και μόνο για να δικαιολογήσει την ερμηνεία του ΚΛΠ και του ΚΥΚ την οποία εξέθεσε στις σκέψεις 61, 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
174 |
Επομένως, ακόμη και αν το δεύτερο σκέλος είναι βάσιμο, τούτο δεν ασκεί από μόνο του επιρροή στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, το εν λόγω σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. |
2. Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίφαση μεταξύ της απαιτήσεως ρητής αιτιολογίας και της διαπιστώσεως ότι είναι θεμιτό να λαμβάνεται με άλλα μέσα γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως περί απολύσεως
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
175 |
Το ETF φρονεί ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι αντιφατική, καθόσον διαπιστώνει ότι οι λόγοι απολύσεως πρέπει, κατά γενικό κανόνα να εκτίθενται με σαφήνεια εγγράφως, κατά προτίμηση με την οικεία απόφαση καθεαυτή, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η υποχρέωση παραθέσεως των λόγων απολύσεως μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως τηρηθείσα αν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε προσηκόντως, σε συνομιλίες του με τους ιεραρχικώς ανωτέρους του, για τους λόγους αυτούς, η δε απόφαση της ΑΣΣΑ μεσολάβησε λίγο χρόνο μετά τις συνομιλίες αυτές |
176 |
Κατά το ETF, μολονότι η απαίτηση ρητής αιτιολογήσεως με την απόφαση καθεαυτή είναι υπερβολική και αντίθετη στην κοινοτική νομοθεσία, αντιθέτως, ο κοινοτικός δικαστής αναγνώρισε ότι η ανάγκη επαρκούς γνώσεως των λόγων, με άλλα μέσα, είναι δικαιολογημένη στην περίπτωση των κοινοτικών υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα η «αιτιολογία» εξετάζεται πάντοτε σε περίπτωση που απόφαση περί καταγγελίας συμβάσεως ορισμένου χρόνου αποτελεί αντικείμενο διαφοράς, μέσω της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην απόφαση περί καταγγελίας και τα οποία γνωρίζει πλήρως ο ενδιαφερόμενος. Ο δικαστικός έλεγχος πραγματοποιείται, υπό τις συνθήκες αυτές, μέσω του ελέγχου της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, θα ήταν αδιανόητο να μην προηγούνται της αποφάσεως περί απολύσεως στοιχεία βάσει των οποίων ο ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει ανησυχίες ή να γνωρίσει ορισμένους λόγους που θα μπορούσαν να καταλήξουν στην καταγγελία της συμβάσεώς του και των οποίων τη λυσιτέλεια ή το βάσιμο μπορεί να αμφισβητήσει. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να απαιτείται ρητή αιτιολογία ούτε, κατά μείζονα λόγο, να απαιτείται η αιτιολογία αυτή να περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απολύσεως καθεαυτή. |
177 |
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι απόφαση περί καταγγελίας εκδίδεται όχι μόνο χωρίς ρητή αιτιολογία, αλλά και χωρίς καμία προηγούμενη επαφή με τον ενδιαφερόμενο, η απόφαση αυτή θα ακυρωθεί, διότι κανένα πραγματικό περιστατικό δεν είναι δυνατό να αποτελέσει τη νομική ούτε την υλική βάση της. Κατά τη νομολογία, δεν είναι υποχρεωτικό να εκτίθεται η αιτιολογία της καταγγελίας συμβάσεως αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου, αλλά ο δικαστής, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως περί απολύσεως, μπορεί να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να τα συσχετίσει με την ενδεχόμενη δικαιολόγηση της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να απαιτείται αιτιολογία, είτε αυτή περιλαμβάνεται ρητώς στο έγγραφο καθεαυτό είτε παρέχεται ρητώς στον ενδιαφερόμενο. Ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να αγνοεί την κατάσταση αυτή η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει «επισφαλή» τη θέση του και μάλιστα να καταλήξει στην απόλυσή του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο έλεγχος του δικαστή πραγματοποιείται μέσω του ελέγχου της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. |
178 |
H P. Landgren εκτιμά ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη. |
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
179 |
Κατά το μέτρο που το ETF, με την προεκτεθείσα επιχειρηματολογία, ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της απαιτήσεως η απόφαση περί απολύσεως να παραθέτει, κατ’ αρχήν, εγγράφως τους λόγους στους οποίους στηρίζεται και της ταυτόχρονης παρά ταύτα αποδοχής της γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο συνομιλιών καθώς και στο στάδιο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση, αρκεί αφενός η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της διατυπώσεως μιας αρχής και της ταυτόχρονης παραδοχής ότι είναι ωστόσο επιτρεπτές κάποιες διευθετήσεις. Αφετέρου, η λύση την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι σύμφωνη με τη νομολογία κατά την οποία η εκ μέρους του ενδιαφερομένου γνώση του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε μια απόφαση είναι δυνατό να αποτελεί αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1997, T-23/95, B κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1997, σ. I-A-245 και II-697, σκέψη 51, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, κατά παγία νομολογία, προκειμένου περί αποφάσεων προαγωγής και διορισμού, η ΑΔΑ δεν είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί προαγωγής έναντι των μη προαχθέντων υποψηφίων, τους οποίους ενδέχεται να θίγει μια τέτοια αιτιολογία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-218/02, Napoli Buzzanca κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-267 και II-1221, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, η ΑΔΑ είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί την απόφασή της περί μη επιλογής ορισμένου υποψηφίου, κατά το στάδιο της αποφάσεως περί της απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως που έχει υποβάλει ο υποψήφιος αυτός, δεδομένου ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής λογίζεται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στρεφόταν η διοικητική ένσταση (αποφάσεις του Πρωτοδικείο της , T-586/93, Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1995, σ. II-665, σκέψη 105, και Huygens κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 37, σκέψη 107). |
180 |
Εξάλλου, το ETF προφανώς υποστηρίζει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί απολύσεως των εκτάκτων υπαλλήλων δεν είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι, αφενός, η αιτιολογία αυτή θα είναι κατ’ ανάγκη γνωστή στον ενδιαφερόμενο και, αφετέρου, μέσω του ελέγχου της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, ο κοινοτικός δικαστής θα μπορούσε να κολάσει την ενδεχόμενη έλλειψη λόγων απολύσεως. |
181 |
Ο πρώτος από τους ισχυρισμούς αυτούς συνιστά απλώς εικασία σχετική με τα πραγματικά περιστατικά, στερούμενη κάθε νομικής σημασίας, και δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει την απαλλαγή από την υποχρέωση αιτιολογήσεως υπέρ της ΑΣΣΑ. Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, παραγνωρίζει τον σκοπό καθεαυτό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δηλαδή, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να βεβαιωθεί για το βάσιμο της βλαπτικής αποφάσεως και να εκτιμήσει το σκόπιμο της ασκήσεως ένδικης προσφυγής και, αφετέρου, να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η έλλειψη αιτιολογίας μπορεί να κολασθεί μέσω του ελέγχου της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, δεδομένου ότι ο έλεγχος αυτός, ως εκ της φύσεώς του, μπορεί να ασκηθεί μόνον εφόσον υπάρχει αιτιολογία η οποία καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί αν η διοίκηση υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως. |
182 |
Συνεπώς, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του. |
V — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση περί απολύσεως
183 |
Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη, αφορώντα, πρώτον, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και, δεύτερον, προσβολή του γενικού συμφέροντος. |
Α — Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
184 |
Το ETF ισχυρίζεται ότι από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι, από τις επτά εκθέσεις βαθμολογίας της P. Landgren, έξι έκαναν μνεία ανεπαρκειών, επ’ αυτών δε στηρίχθηκε το ETF προκειμένου να προβάλει τη γενική επαγγελματική της ανεπάρκεια. |
185 |
Η μόνη θετική έκθεση βαθμολογίας καταρτίσθηκε από μία αντικαταστάτρια, την T., απουσία της S., ιεραρχικώς προϊσταμένης της P. Landgren, η οποία επρόκειτο να είναι η πρώτη βαθμολογήτρια, αφορούσε δε περίοδο έξι μόλις μηνών. |
186 |
Συνεπώς, υπήρχε «διαφορά εκτιμήσεως, όχι μόνον αριθμητική, αλλά προπάντων επί της ουσίας», μεταξύ, αφενός, των πολλαπλών προειδοποιήσεων που εστάλησαν στην P. Landgren και, αφετέρου, της αναφοράς σε αυτή και μόνον την έκθεση βαθμολογίας, η οποία, επιπλέον, προκάλεσε την αντίδραση της S. όταν έλαβε γνώση αυτής. |
187 |
Εξάλλου, το ETF επισημαίνει ότι, ακόμη και αν έπρεπε να κριθεί, όπως έπραξε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στις συνημμένες στο υπόμνημα ανταπαντήσεως μονομερείς δηλώσεις, που συνετάγησαν μετά την άσκηση της προσφυγής, η ίδια αξία με την αποδιδόμενη σ’ αυτές καθαυτές τις εκθέσεις, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτές δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Οι δηλώσεις αυτές απλώς ενισχύουν τις αρνητικές εκτιμήσεις που περιέχονται στις εκθέσεις της P. Landgren, εκτός από την καταρτισθείσα από την T. Το ETF υπογραμμίζει συναφώς ότι μπορούν να προβληθούν και να προσκομισθούν εκ των υστέρων τέτοια στοιχεία, κατά το μέτρο που σκοπούν στην επιβεβαίωση του βασίμου της επίδικης αποφάσεως της διοικήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουνίου 2003, T-124/01 και T- 320/01, Del Vaglio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. I-A-157 και II-767, σκέψη 77). |
188 |
Ως εκ τούτου, το ETF υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμησε εσφαλμένως τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, ώστε η μη ισόρροπη αυτή εκτίμηση να ισοδυναμεί με παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. |
189 |
Η P. Landgren υποστηρίζει, κυρίως, ότι το υπό κρίση σκέλος είναι απαράδεκτο, καθόσον στρέφεται κατά της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αναιρετικού δικαστηρίου. |
190 |
Επικουρικώς, η P. Landgren εκτιμά ότι το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. |
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
191 |
Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ως αναιρετικού δικαστηρίου προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Σεπτεμβρίου 2008, T-222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή Υπ.Υπ., σκέφη 60). |
192 |
Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στην κρίση του Πρωτοδικείου (απόφαση Kerstens κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 191, σκέψη 61). |
193 |
Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση Kerstens κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 191, σκέψη 62). |
194 |
Με το υπό κρίση σκέλος, το ETF δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ανάλυση των διαφόρων εκθέσεων αξιολογήσεως της P. Landgren και των επικρίσεων που διατυπώθηκαν εις βάρος της κατά τη σταδιοδρομία της στο ETF, αλλά εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορούσε να συναγάγει εντεύθεν ότι η απόφαση περί απολύσεως της P. Landgren λόγω γενικής επαγγελματικής ανεπάρκειας εβαρύνετο με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. |
195 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το ETF σκοπεί, στην πραγματικότητα, να επιτύχει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου επανεξέταση ήδη εκτιμηθέντων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδεικτικών στοιχείων, όπως προκύπτει ιδίως από το συμπέρασμα του ETF ότι «το [Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης] υπέπεσε σε εσφαλμένη εκτίμηση ορισμένων από τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έλαβε γνώση, ώστε η μη ισόρροπη αυτή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών να ισοδυναμεί με παραμόρφωση αυτών». |
196 |
Επιπλέον, καθόσον το ETF ισχυρίζεται ότι από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι έξι από τις επτά εκθέσεις αξιολογήσεως της P. Landgren «θεωρήθηκαν ως ανεπαρκείς», αρκεί η επισήμανση ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι προδήλως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως παρατηρεί η P. Landgren, στις σκέψεις 10 έως 13, 22 και 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως προς τις οποίες το ETF δεν ισχυρίζεται ότι ενέχουν παραμόρφωση, γίνεται μνεία δύο εκθέσεων βαθμολογίας με τις οποίες απονέμεται συνολική βαθμολογία 3, αντιστοιχούσα στην εκτίμηση «ικανοποιητικά» (περίοδοι 1995-1997 και 2000-2001), και δύο εκθέσεις αξιολογήσεως με τις οποίες απονέμεται συνολική βαθμολογία 2, αντιστοιχούσα στην εκτίμηση «καλά». |
197 |
Τέλος, ως προς τις επικρίσεις που αφορούν τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετική με τις δηλώσεις του H. και της S. που έχουν επισυναφθεί στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, από την εν λόγω σκέψη προκύπτει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τις έλαβε υπόψη κατά την εκτίμησή του, αλλά έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποδώσει στις συνημμένες στο υπόμνημα ανταπαντήσεως μονομερείς δηλώσεις, που συνετάγησαν μετά την άσκηση της προσφυγής, την ίδια αξία με την αποδιδόμενη σ’ αυτές καθαυτές τις εκθέσεις, οι οποίες καταρτίσθηκαν κατόπιν ακροάσεως της ενδιαφερομένης υπαλλήλου, με σκοπό ακριβώς την αντικειμενική εκτίμηση των προσόντων της. |
198 |
Υπενθυμίζεται ότι η εκ μέρους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος ενός εγγράφου δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο του ελέγχου του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 11 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-182/99 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-10761, σκέψη 43). Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να αποδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως των υποβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα το οποίο υποβάλλεται στην κρίση του αναιρετικού δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της , C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries et Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψεις 38 έως 40). |
199 |
Το ETF δεν απέδειξε ούτε επικαλέστηκε την ύπαρξη τέτοιας παραμορφώσεως. |
200 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. |
Β — Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την προσβολή του γενικού συμφέροντος
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
201 |
Το ETF τονίζει ότι το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να καθορίσουν την απόφασή του, ιδίως δε το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, όπως έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία, λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της ασκήσεως ευρείας διακριτικής ευχέρειας, η οποία υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή μόνον όσον αφορά την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. |
202 |
Η P. Landgren έτυχε εκθέσεων βαθμολογίας από το 1995 έως 2000, οι οποίες εμφαίνουν σημαντικές επαγγελματικές αδυναμίες, μιας ενδιάμεσης εκθέσεως αξιολογήσεως, τον Ιούλιο του 2002, εμφαίνουσας ότι, παρά το ότι κατέβαλε κάποια προσπάθεια, η P. Landgren εξακολουθούσε να έχει σοβαρές δυσχέρειες οργανώσεως των καθηκόντων της, και μιας ιδιαίτερα δυσμενούς εκθέσεως βαθμολογίας αφορώσας την περίοδο 2002. Εξάλλου, το ETF τοποθέτησε την P. Landgren σε άλλη θέση εργασίας, προκειμένου να βρεθεί μια λύση στην κριθείσα ανεπαρκή επαγγελματική της κατάσταση. Τέλος, η P. Landgren πληροφορήθηκε, κατά τη διάρκεια συζητήσεων με τους ιεραρχικώς ανωτέρους της, τους λόγους για τους οποίους η εργασία της κρίθηκε ανεπαρκής, της επετράπη να επανέλθει στην απασχόληση με πλήρες ωράριο από 1ης Ιουλίου 2004 προκειμένου να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσχέρειες και της χορηγήθηκε, λόγω της καταστάσεως της υγείας της, τρίμηνη παράταση της συμβάσεώς της μέχρι τις . |
203 |
Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το ETF υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έλαβε υπόψη, υπό το πρίσμα του γενικού συμφέροντος, τους λόγους που αυτό επικαλέστηκε και δεν προέβη σε προσήκοντα έλεγχο της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, πράγμα το οποίο συνιστά πλάνη περί το δίκαιο. |
204 |
Η P. Landgren εκτιμά, κυρίως, ότι το υπό κρίση σκέλος είναι απαράδεκτο, καθόσον με αυτό σκοπείται η εκ μέρους του Πρωτοδικείου επανεξέταση των προβληθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ισχυρισμών και επιχειρημάτων. |
205 |
Συγκεκριμένα, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το ETF στηρίζεται προκειμένου να αποδείξει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεν είναι αυτά επί των οποίων στηρίχθηκε το δικαστήριο αυτό, αλλά αντλούνται από τα υπομνήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως το ETF. |
206 |
Η P. Landgren υπογραμμίζει ότι μολονότι, κατά τη νομολογία, το ζήτημα αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κρίνοντας ότι μια απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να υποβληθεί στον αναιρετικό έλεγχο του Πρωτοδικείου, εντεύθεν προκύπτει επίσης ότι ο έλεγχος της νομιμότητας που ασκείται στο πλαίσιο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμά του. |
207 |
Συνεπώς, το ETF, παραλείποντας να επισημάνει με ακρίβεια τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αρκούμενο να επαναλάβει τα ήδη προβληθέντα πρωτοδίκως επιχειρήματα, δεν σκοπεί στην υποβολή στην κρίση του Πρωτοδικείου του ζητήματος αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τήρησε τα όρια του δικαστικού ελέγχου κρίνοντας ότι το ETF υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αλλά να επιτύχει την επανεξέταση των εκτεθέντων πρωτοδίκως πραγματικών περιστατικών, πράγμα το οποίο εκφεύγει της αρμοδιότητας του αναιρετικού δικαστηρίου. |
208 |
Επικουρικώς, η P. Landgren υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς υπογράμμισε, στις σκέψεις 84, 85, 87 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τρεις προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις του ETF, τούτο δε βάσει πραγματικών στοιχείων τα οποία το ETF δεν αμφισβητεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. |
209 |
Συνεπώς, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου του, καταλήγοντας στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας το οποίο περιλαμβάνει το συμφέρον της P. Landgren, σύμφωνα με την αρχή της αρωγής. |
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
210 |
Από την επιχειρηματολογία του ETF προκύπτει ότι αυτό προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παραλείποντας να λάβει υπόψη τους λόγους γενικού συμφέροντος οι οποίοι δικαιολογούν τη λύση της συμβάσεως της P. Landgren. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν ενήργησε ορθώς κατά την εκτίμηση της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, πράγμα το οποίο συνιστά πλάνη περί το δίκαιο. |
211 |
Χωρίς να απαιτείται να διασαφηνισθεί το περιεχόμενο αυτής της ασαφούς επιχειρηματολογίας, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το μέτρο που η αιτίαση αυτή σκοπεί στην εκ μέρους του Πρωτοδικείου επανεξέταση πραγματικών στοιχείων τα οποία, κατά το ETF, αποδεικνύουν ότι η απόφαση περί απολύσεως δεν εβαρύνετο με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 191 έως 193 αιτιολογία. |
212 |
Καθόσον, ωστόσο, το ETF υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπερέβη τα όρια του ελέγχου της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, υπογραμμίζεται ότι, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καθόρισε ρητώς την έκταση του ελέγχου της, επισημαίνοντας ότι, «[…] όσον αφορά το βάσιμο των λόγων που δικαιολόγησαν την απόφαση περί απολύσεως, πρέπει να εξετασθεί η κρίση του ETF ως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, εξέταση που, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, περιορίζεται στην έλλειψη κατάφωρης πλάνης». |
213 |
Στη συνέχεια υπενθύμισε, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, οσάκις η αρμόδια αρχή αποφαίνεται για την κατάσταση ενός εκτάκτου υπαλλήλου, υποχρεούται, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμφέροντος της υπηρεσίας, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να διαμορφώσουν την απόφασή της, ιδίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου εκτάκτου υπαλλήλου. |
214 |
Η συλλογιστική αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία, ιδίως με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 απόφαση Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, στην οποία εξάλλου αναφέρθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. |
215 |
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη σκέψη 53 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο εξέθεσε ότι, προκειμένου περί αποφάσεως περί καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου για λόγους συμφέροντος της υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας και ότι, επομένως, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η οικεία αρχή παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε τη διακριτική ευχέρεια την οποία έχει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 απόφαση Carrasco Benítez κατά ΕΜΕΑ, σκέψη 55). Όσον αφορά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία ότι η αρμόδια αρχή υποχρεούται, οσάκις αποφαίνεται επί της καταστάσεως υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να καθορίσουν την απόφασή της, ιδίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Πράγματι, τούτο απορρέει από το καθήκον αρωγής το οποίο υπέχει η διοίκηση και το οποίο αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τα οποία ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογίαν, το ΚΛΠ έχουν θεσπίσει στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C-298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I-3009, σκέψη 38, και του Πρωτοδικείου της , T-13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-A-167 και II-503, σκέψη 52). |
216 |
Η γενικότητα των όρων και η ratio decidendi της νομολογίας αυτής δεν καθιστούν δυνατή την εξεύρεση διαφορετικής λύσεως εν προκειμένω, με μοναδική αιτιολογία το γεγονός ότι η καταγγελία αφορά σύμβαση αορίστου χρόνου, πράγμα το οποίο, άλλωστε ούτε η ETF ούτε η Επιτροπή ισχυρίζονται. |
217 |
Συνεπώς, ο εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθορισμός της εκτάσεως της εξουσίας ελέγχου την οποία αυτό διαθέτει ως προς την απόφαση περί απολύσεως δεν βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο. |
218 |
Όσον αφορά την άσκηση του εν προκειμένω πραγματοποιηθέντος ελέγχου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέθεσε πρώτα τον προβληθέντα από το ETF λόγο απολύσεως, δηλαδή τη γενική επαγγελματική ανεπάρκεια της P. Landgren (σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Το ETF δεν αμφισβητεί, στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, την περιγραφή αυτή του λόγου απολύσεως. |
219 |
Κατόπιν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε τις διάφορες εκθέσεις αξιολογήσεως της P. Landgren, από τις οποίες συνεπέρανε ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του ETF, η αξιολόγηση των προσόντων της P. Landgren ήταν γενικά ικανοποιητική, και μάλιστα καλή (σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), συμπέρασμα το οποίο δεν ενέχει παραμόρφωση. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε μεν ότι δύο ιεραρχικώς προϊστάμενοι της P. Landgren είχαν διατυπώσει πολύ αυστηρές αξιολογήσεις, σχετικοποίησε ωστόσο τις επικρίσεις αυτές υπογραμμίζοντας, αφενός, ότι ορισμένες περιλαμβάνονταν σε μια μη οριστικοποιηθείσα έκθεση αξιολογήσεως, εντός της οποίας περιλαμβάνονταν επίσης πολύ λιγότερο αυστηρές εκτιμήσεις τις οποίες διατύπωσε άλλος βαθμολογητής (σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στις μονομερείς δηλώσεις, που συνέταξαν οι εν λόγω ιεραρχικώς προϊστάμενοι μετά την άσκηση της προσφυγής, η ίδια αξία με την αποδιδόμενη σ’ αυτές καθαυτές τις εκθέσεις. Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 198 ανωτέρω, οι εκτιμήσεις αυτές, οι οποίες δεν ενέχουν παραμόρφωση, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. |
220 |
Υπογραμμίζοντας, αντιθέτως, ότι η τελευταία έκθεση αξιολογήσεως της P. Landgren αφορώσα την περίοδο 2003, υπογραφείσα από τον διευθυντή του ETF στις 31 Μαρτίου 2004, ήτοι τρεις μήνες πριν από την εκ μέρους του λήψη της αποφάσεως περί καταγγελίας, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή και εξήρε την αποτελεσματική και εμπρόθεσμη εκτέλεση των καθηκόντων της, αφενός, και ότι δεν προέκυπτε από τη δικογραφία ότι οι επαγγελματικές επιδόσεις της P. Landgren σημείωσαν απότομη πτώση μεταξύ του χρόνου καταρτίσεως της εκθέσεως αυτής και της λήψεως της αποφάσεως περί απολύσεως, αφετέρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης συνήγαγε ότι η απόφαση περί απολύσεως εβαρύνετο με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). |
221 |
Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιορίστηκε στον έλεγχο του λόγου απολύσεως τον οποίο επικαλέστηκε το ETF, δηλαδή της γενικής επαγγελματικής ανεπάρκειας της P. Landgren, κατόπιν του οποίου συνήγαγε ότι ο λόγος αυτός ήταν προδήλως εσφαλμένος. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου την οποία διαθέτει, ενώ το συμφέρον του υπαλλήλου ελήφθη υπόψη μόνον εμμέσως, κατά το μέτρο που έγκειται στην εκ μέρους του διατήρηση της θέσεως εργασίας του. |
222 |
Συνεπώς, το υπό κρίση σκέλος και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν. |
VI — Επί των συνεπειών της ακυρώσεως της αποφάσεως περί απολύσεως
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων
223 |
Το ETF υποστηρίζει ότι τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζονται σε υποθετικούς και αβέβαιους παράγοντες, δηλαδή την ηλικία στην οποία η P. Landgren θα μπορούσε κανονικά, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας της, να αξιώσει σύνταξη γήρατος. Κανένα όμως στοιχείο δεν μπορεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό ότι η P. Landgren, προσληφθείσα με σύμβαση αορίστου χρόνου, θα συνέχιζε να εργάζεται στο ETF μέχρι την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Το ETF συνάγει εντεύθεν ότι ο καθορισμός των κριτηρίων είναι εσφαλμένος και δεν μπορεί να θεμελιώσει προσήκουσα και δίκαιη αποζημίωση. |
224 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα αποφαινόμενο επί των οικονομικών συνεπειών της ακυρώσεως της αποφάσεως περί καταγγελίας. |
225 |
Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ένδικη διαφορά δεν είναι χρηματικής φύσεως, οπότε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έχει πλήρη δικαιοδοσία. Επομένως, αποφαινόμενο επί των οικονομικών συνεπειών της ακυρώσεως της αποφάσεως περί απολύσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε στην πραγματικότητα ultra vires απευθύνοντας εντολή στο ETF, κατά παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ. |
226 |
Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει, για τους ίδιους λόγους, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης όφειλε να κηρύξει απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως που υπέβαλε πρωτοδίκως η P. Landgren, πράγμα το οποίο δικαιολογεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
227 |
Τρίτον και τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προς εκτίμηση της χρηματικής αποζημιώσεως υπέρ της P. Landgren είναι υποθετικά αβέβαια, αντιθέτως προς τις επιταγές της νομολογίας του Δικαστηρίου. |
228 |
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υποχρέωσε το ETF να αποζημιώσει την P. Landgren ως εάν αυτή είχε εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι τη σύνταξη, ενώ το ETF θα μπορούσε, προς εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να εκδώσει νέα απόφαση περί καταγγελίας, αιτιολογώντας προσηκόντως την απόφαση αυτή. |
229 |
Η P. Landgren εκτιμά ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα. Ισχυρίζεται εξάλλου ότι το αίτημα της Επιτροπής προς το Πρωτοδικείο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την αιτιολογία ότι το υποβληθέν πρωτοδίκως αίτημα αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το ETF δεν προέβαλε τέτοιο αίτημα με την αναίρεσή του. |
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
230 |
Τα επιχειρήματα που προβάλλει το ETF μπορούν να αναλυθούν, κατ’ ουσίαν, ως προβληθέντα προς στήριξη δύο λόγων αναιρέσεως που στηρίζονται στο ότι, αφενός, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra vires και, αφετέρου, τα κριτήρια της χρηματικής αποζημιώσεως που διατύπωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι υποθετικά και αβέβαια. |
1. Επί του λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στο ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra vires
231 |
Όσον αφορά την αιτίαση της Επιτροπής περί του ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra vires και, συνακολούθως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, μη απορρίπτοντας ως απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως της P. Landgren, υπογραμμίζεται ότι, πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, να απευθύνει εντολές προς τα κοινοτικά όργανα. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ακυρώσεως μιας πράξεως, το οικείο κοινοτικό όργανο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαΐου 2005, T-398/03, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-109 και II-507, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
232 |
Ωστόσο, στις διαφορές χρηματικής φύσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, το οποίο έχει εφαρμογή στο λοιπό προσωπικό δυνάμει του άρθρου 117 του ΚΛΠ, βάσει της οποίας μπορεί να υποχρεώσει το καθού κοινοτικό όργανο να καταβάλει συγκεκριμένα ποσά, ενδεχομένως πλέον τόκων υπερημερίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 1993, T-15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-1327, σκέψεις 41 και 42, της , T-130/96, Aquilino κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-351 και II-1017, σκέψη 39, και της , T-197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-55 και II-241, σκέψη 32). |
233 |
Εν προκειμένω, η ένδικη διαφορά είναι, τουλάχιστον εν μέρει, χρηματικής φύσεως, δεδομένου ότι η απόφαση περί απολύσεως είχε άμεση επίδραση στα οικονομικά δικαιώματα της P. Landgren (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, T-140/97, Hautem κατά ΕΤΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I-A-171 και II-897, σκέψη 77, και Rudolph κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 232, σκέψεις 33 και 92). |
234 |
Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διέθετε πλήρη δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί των χρηματικών πτυχών της ένδικης διαφοράς, όπως αυτό ορθώς επισήμανε στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
235 |
Επιπλέον, επισημαίνεται, αφενός, ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να απευθύνει εντολές στο πλαίσιο ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 91 του ΚΥΚ και δεν μπορεί, συνεπώς, να διατάξει το οικείο όργανο να τοποθετήσει εκ νέου την προσφεύγουσα στη θέση εργασίας της (προπαρατεθείσα στη σκέψη 232 απόφαση Rudolph κατά Επιτροπής, σκέψη 92) και, αφετέρου, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι η P. Landgren είχε δηλώσει ότι η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί σοβαρά και δεν ήταν σωματικώς σε θέση να αναλάβει εκ νέου καθήκοντα στο ETF, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητείται στην παρούσα δίκη. |
236 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του και δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καλώντας το ETF να αναζητήσει δίκαιη λύση ώστε να προστατευθούν επαρκώς τα δικαιώματα της P. Landgren. |
237 |
Συνεπώς, χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του παραδεκτού του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, πρέπει αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. |
2. Επί του λόγου αναιρέσεως που αφορά τον υποθετικό και αβέβαιο χαρακτήρα των κριτηρίων της χρηματικής αποζημιώσεως τα οποία διατύπωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης
238 |
Η Επιτροπή και το ETF ισχυρίζονται ότι τα κριτήρια τα οποία παραθέτει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταλήγουν, στην πραγματικότητα, στην αποκατάσταση ζημίας που δεν είναι ούτε πραγματική ούτε βέβαιη. |
239 |
Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε παρεμπιπτόντως, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αφήνοντας στους διαδίκους τη μέριμνα να αναζητήσουν συμφωνία αφορώσα τη δίκαιη χρηματική αποζημίωση που πρέπει να χορηγηθεί στην προσφεύγουσα. Μόνον ελλείψει συμφωνίας θα αποφανθεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, με μεταγενέστερη απόφαση και βάσει των ποσών που προτείνουν οι διάδικοι, επί του ποσού της αποζημιώσεως, αναλύοντας λεπτομερώς και σταθμίζοντας, ενδεχομένως, τα σχετικά κριτήρια υπολογισμού, ήτοι, ιδίως, σύμφωνα με τη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιδόματα ανεργίας τα οποία εισέπραξε η P. Landgren μετά την απόλυσή της και την ηλικία κατά την οποία αυτή θα μπορούσε κανονικά, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας της, να αξιώσει σύνταξη γήρατος. |
240 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ETF και η Επιτροπή δεν αμφισβητούν την ύπαρξη ζημίας οφειλόμενης στην απόφαση περί απολύσεως ούτε τη λυσιτέλεια της συνεκτιμήσεως των επιδομάτων ανεργίας που εισέπραξε η P. Landgren μετά την απόλυσή της. Συνεπώς, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν καθόρισε, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ύψος της χρηματικής αποζημιώσεως ούτε εξέθεσε τις λεπτομέρειες υπολογισμού της αποζημιώσεως αυτής ούτε διατύπωσε οριστικώς το σύνολο των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (η σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ρητώς ότι τα κριτήρια που παραθέτει πρέπει να συνεκτιμηθούν «ιδίως»), το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, μόνον επί της νομιμότητας της συνεκτιμήσεως, κατά γενικό τρόπο, του κριτηρίου της ηλικίας κατά την οποία η προσφεύγουσα θα μπορούσε να αξιώσει σύνταξη γήρατος. |
241 |
Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, μόνον αυτό είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων του αιτήματος αποζημιώσεως, τον τρόπο και την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής, υπό την επιφύλαξη ότι, για να μπορεί το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι αρκούντως αιτιολογημένες και, όσον αφορά την αξιολόγηση μιας βλάβης, να αναφέρουν τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού που έγινε δεκτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. Ι-833, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
242 |
Εν προκειμένω, η P. Landgren δεν μπορούσε πλέον να επαναλάβει την άσκηση δραστηριότητας στο ETF λόγω της καταστάσεως της υγείας της, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι διάδικοι, οπότε δεν ήταν δυνατή η αποκατάσταση της έννομης καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η P. Landgren όταν εκδόθηκε η απόφαση περί απολύσεως. Συνεπώς, η P. Landgren υπέστη, λόγω της αποφάσεως περί απολύσεως, πραγματική ζημία απορρέουσα από την απώλεια του ευεργετήματος των οικονομικών δικαιωμάτων και ιδίως των αποδοχών της λόγω της θέσεώς της ως έκτακτης υπαλλήλου του ETF. Αν δεν υπήρχε η απόφαση περί καταγγελίας, η P. Landgren θα μπορούσε, εν δυνάμει, να απολαύει των εν λόγω δικαιωμάτων μέχρι την ηλικία της συνταξιοδοτήσεως. Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι η ηλικία στην οποία η P. Landgren θα μπορούσε κανονικά, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας της, να αξιώσει σύνταξη γήρατος αποτελούσε λυσιτελές κριτήριο, μεταξύ άλλων, για την εκτίμηση της αποζημιώσεως που πρέπει να χορηγηθεί στην P. Landgren. |
243 |
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ωστόσο ότι το ETF μπορούσε, προς εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, να εκδώσει νέα απόφαση περί απολύσεως, στηριζόμενη σε προσήκουσα αιτιολογία. |
244 |
Ωστόσο, τίποτε δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση θα μπορούσε να τύχει τέτοιας εκτελέσεως εκ μέρους του ETF. Συγκεκριμένα, η απόφαση περί καταγγελίας δεν ακυρώθηκε πρωτοδίκως λόγω ελλείψεως ή λόγω ανεπαρκείας αιτιολογίας, αλλά λόγω του ότι το ETF υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η P. Landgren επέδειξε γενική επαγγελματική ανεπάρκεια, τούτο δε υπό το πρίσμα τόσο του συνόλου των εκθέσεών της αξιολογήσεως όσο και των δηλώσεων ορισμένων από τους ιεραρχικώς ανωτέρους της οι οποίες προσκομίστηκαν πρωτοδίκως |
245 |
Μολονότι μια άλλη αιτιολογία θα μπορούσε πράγματι να δικαιολογήσει μεταγενέστερη λύση της συμβάσεως προσλήψεως της P. Landgren, τούτο συνεπώς δεν θα συνέβαινε προς εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά αυτοτελώς. Επομένως, εναπόκειται, ενδεχομένως, στο ETF να προβάλει, στο πλαίσιο της εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εκτιμήσεως της οφειλόμενης στην P. Landgren χρηματικής αποζημιώσεως, ότι ορισμένα στοιχεία αποδεικνύουν ότι, πιθανώς, ακόμη και χωρίς την πρωτοδίκως ακυρωθείσα απόφαση περί απολύσεως, η P. Landgren δεν θα παρέμενε σε υπηρεσία μέχρι την ηλικία κατά την οποία θα μπορούσε να αξιώσει σύνταξη γήρατος. Η απόδειξη αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον πολλαπλασιασμό των αποδοχών που απωλέσθηκαν λόγω της εν λόγω αποφάσεως περί απολύσεως με συντελεστή ο οποίος είναι δυνατό να αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα αυτή, όπως η μέθοδος που εφαρμόσθηκε με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 38 απόφαση της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής. Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν απέκλεισε τη συνεκτίμηση αυτή, δεδομένου ότι, με την παρεμπίπτουσα απόφασή του, δεν καθόρισε οριστικώς και εξαντλητικώς τα κριτήρια και τις λεπτομέρειες υπολογισμού της χρηματικής αποζημιώσεως. |
246 |
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διατυπώνοντας το κριτήριο της ηλικίας κατά την οποία η P. Landgren θα μπορούσε κανονικά, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας της, να αξιώσει σύνταξη γήρατος. |
247 |
Συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. |
Επί των δικαστικών εξόδων
248 |
Σύμφωνα με το άρθρο 148, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Πρωτοδικείο αποφαίνεται επί των εξόδων. |
249 |
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή και κατ’ αναίρεση δυνάμει του άρθρου 144 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
250 |
Δεδομένου ότι το ETF ηττήθηκε και η P. Landgren υπέβαλε σχετικό αίτημα, το ETF θα φέρει τα έξοδά του καθώς και τα έξοδα της P. Landgren στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. |
251 |
Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή και κατ’ αναίρεση δυνάμει του άρθρου 144 του κανονισμού αυτού, τα κοινοτικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα στην παρούσα δίκη, θα φέρει τα έξοδά της. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (αναιρετικό τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
Jaeger Azizi Meij Βηλαράς Forwood Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Σεπτεμβρίου 2009. (υπογραφές) |
Πίνακας περιεχομένων
Το νομικό πλαίσιο |
|
Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου |
|
Επί της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως |
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως |
|
I — Διαδικασία |
|
II — Αιτήματα των διαδίκων |
|
Σκεπτικό |
|
I — Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως |
|
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
II — Επί του παραδεκτού ορισμένων αιτημάτων |
|
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
III — Επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου |
|
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
IV — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση της εκτάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως |
|
Α — Επί της λυσιτέλειας του πρώτου λόγου αναιρέσεως |
|
1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
B — Επί του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως |
|
1. Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 47 του ΚΛΠ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία |
|
α) Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
Επί της αιτιάσεως της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra petita ή, τουλάχιστον, ultra vires |
|
Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί καταγγελίας των συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων βάσει του ΚΥΚ και του ΚΛΠ |
|
— Επί του παραδεκτού |
|
— Επί της ουσίας |
|
2. Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίφαση μεταξύ της απαιτήσεως ρητής αιτιολογίας και της διαπιστώσεως ότι είναι θεμιτό να λαμβάνεται με άλλα μέσα γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως περί απολύσεως |
|
α) Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
V — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση περί απολύσεως |
|
Α — Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών |
|
1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
Β — Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την προσβολή του γενικού συμφέροντος |
|
1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
VI — Επί των συνεπειών της ακυρώσεως της αποφάσεως περί απολύσεως |
|
Α — Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
1. Επί του λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στο ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ultra vires |
|
2. Επί του λόγου αναιρέσεως που αφορά τον υποθετικό και αβέβαιο χαρακτήρα των κριτηρίων της χρηματικής αποζημιώσεως τα οποία διατύπωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης |
|
Επί των δικαστικών εξόδων |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.