EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0402

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 2013  .
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ταμείο Συνοχής — Κανονισμός (EK) 1164/94 — Έργα περιβαλλοντικών υποδομών εκτελούμενα εντός των εδαφικών ορίων της Καταλωνίας (Ισπανία) — Μερική κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών και έργων — Κριτήρια αναθέσεως — Πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά — Ίση μεταχείριση — Διαφάνεια — Ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά — Επιλεξιμότητα των δαπανών — Καθορισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων — Άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 — Αναλογικότητα.
Υπόθεση T-402/06.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2013:445

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 ( *1 )

«Ταμείο Συνοχής — Κανονισμός (EK) 1164/94 — Έργα περιβαλλοντικών υποδομών εκτελούμενα εντός των εδαφικών ορίων της Καταλωνίας (Ισπανία) — Μερική κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών και έργων — Κριτήρια αναθέσεως — Πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά — Ίση μεταχείριση — Διαφάνεια — Ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά — Επιλεξιμότητα των δαπανών — Καθορισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων — Άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑402/06,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον J. M. Rodríguez Cárcamo και, στη συνέχεια, από τον A. Rubio González, abogados del Estado,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από την A. Steiblytė και τον L. Escobar Guerrero, στη συνέχεια από την Α. Steiblytė και τον S. Pardo Quintillán,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 5105 της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2006, περί μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής για τα οκτώ εκτελούμενα εντός των εδαφικών ορίων της Καταλωνίας (Ισπανία) έργα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen και M. Kancheva, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης και της 13ης Νοεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το νομικό πλαίσιο

Διατάξεις σχετικά με το Ταμείο Συνοχής

1

Το άρθρο 158 EK ορίζει τα εξής:

«Η Κοινότητα, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής της συνοχής.

Η Κοινότητα αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών ή νήσων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών.»

2

Κατά το άρθρο 161, δεύτερο εδάφιο, EK:

«Ένα Ταμείο Συνοχής, ιδρυθέν από το Συμβούλιο […] συμμετέχει χρηματοδοτικώς σε σχέδια περιβάλλοντος και διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της υποδομής των μεταφορών.»

3

Το Ταμείο Συνοχής ιδρύθηκε με τον κανονισμό (EK) 1164/94 του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1994, για την ίδρυση του ταμείου συνοχής (ΕΕ L 130, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής).

4

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, όπως έχει τροποποιηθεί, καθορίζει τα ποσά από χρηματοδοτικούς πόρους που μπορούν να διατεθούν για σχέδια τα οποία πληρούν τους όρους για τη χρηματοδότηση εκ μέρους του Ταμείου Συνοχής για το διάστημα 2000-2006.

5

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει ότι ποσοστό της κοινοτικής ενισχύσεως που χορηγείται από το Ταμείο Συνοχής είναι 80 έως 85 % των δημοσίων ή εξομοιουμένων δαπανών.

6

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα εξής:

«Τα έργα που χρηματοδοτούνται από το [Ταμείο Συνοχής] πρέπει να συμβιβάζονται με τις διατάξεις των συνθηκών, με τις πράξεις που εγκρίθηκαν βάσει αυτών και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, τις μεταφορές, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, τον ανταγωνισμό και τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.»

7

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της ευθύνης της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν κατά πρώτο λόγο την ευθύνη για το δημοσιονομικό έλεγχο των έργων. Προς τούτο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα μέτρα:

α)

εξακριβώνουν ότι οι ρυθμίσεις όσον αφορά τη διαχείριση και τον έλεγχο έχουν θεσπισθεί και εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι οι κοινοτικοί πόροι χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και ορθά·

[…]

γ)

διασφαλίζουν ότι η διαχείριση των έργων γίνεται σύμφωνα με όλους τους εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες και ότι οι πόροι που τίθενται στη διάθεσή τους χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

δ)

πιστοποιούν ότι οι δηλώσεις δαπανών που υποβάλλονται στην Επιτροπή είναι ακριβείς, εγγυώνται δε ότι προκύπτουν από την εφαρμογή λογιστικών συστημάτων βάσει δικαιολογητικών που επιδέχονται επαλήθευση·

ε)

προλαμβάνουν και εντοπίζουν τις παρατυπίες, τις ανακοινώνουν στην Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες, τηρούν δε την Επιτροπή ενήμερη όσον αφορά την εξέλιξη των διοικητικών και νομικών διαδικασιών […]·

[…]

ζ)

συνεργάζονται με την Επιτροπή, για να εξασφαλίζεται ότι η χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων είναι σύμφωνη με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

η)

ανακτούν τα ποσά που ενδεχομένως έχουν [απολεσθεί] λόγω παρατυπιών τις οποίες διαπιστώνουν, χρεώνοντας, ανάλογα με την περίπτωση, τόκους υπερημερίας.»

8

Οι κανόνες διαχειρίσεως του Ταμείου Συνοχής ορίζονται αναλυτικά στο παράρτημα II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, όπως έχει τροποποιηθεί.

9

Το άρθρο H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει τα εξής:

«Δημοσιονομικές διορθώσεις

1.

Αν, μετά από την ολοκλήρωση των απαιτουμένων εξακριβώσεων, η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα:

α)

ότι η υλοποίηση ενός έργου δεν δικαιολογεί ούτε μέρος ούτε το σύνολο της συνδρομής που χορηγήθηκε σε αυτό, συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης συμμόρφωσης με κάποιον από τους όρους που περιέχονται στην απόφαση χορήγησης της συνδρομής, και ιδίως εάν σημειώθηκε κάποια σημαντική μεταβολή ως προς τη φύση ή τους όρους εκτέλεσης του έργου για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής, ή

β)

ότι σημειώθηκαν παρατυπίες όσον αφορά τη συνδρομή από το Ταμείο και ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα,

η Επιτροπή αναστέλλει τη συνδρομή σχετικά με το εν λόγω έργο και, αιτιολογώντας την απόφασή της, ζητά από το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας.

Εάν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις για τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή καλεί αυτό το κράτος μέλος σε ακρόαση κατά την οποία και τα δύο μέρη καταβάλλουν προσπάθειες να επιτύχουν συμφωνία σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτές.

2.

Κατά το τέλος της περιόδου που ορίζει η Επιτροπή, η Επιτροπή, υπό τον όρον ότι τηρείται η δέουσα διαδικασία, οφείλει, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός τριών μηνών και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους, να αποφασίσει:

α)

να μειώσει τις πληρωμές έναντι που αναφέρονται στο άρθρο Δ, παράγραφος 2, ή

β)

να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις. Αυτό σημαίνει ακύρωση εν όλω ή εν μέρει της συνδρομής που χορηγείται στο συγκεκριμένο έργο.

Στις αποφάσεις αυτές, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή, όταν αποφασίζει το ποσό μιας διόρθωσης, λαμβάνει υπόψη της το είδος της παρατυπίας ή μεταβολής και την έκταση των ενδεχόμενων δημοσιονομικών επιπτώσεων από τις τυχόν ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου. Κάθε μείωση ή ακύρωση της συνδρομής, συνεπάγεται ανάκτηση των καταβληθέντων ποσών.

3.

Οιοδήποτε ποσό έχει εισπραχθεί αχρεωστήτως και πρέπει να ανακτηθεί, επιστρέφεται στην Επιτροπή. Τα ποσά που καταβάλλονται καθυστερημένα, προσαυξάνονται με τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή.

4.

Η Επιτροπή θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 3 και ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»

10

Τα άρθρα 17 έως 21 του κανονισμού (ΕΚ) 1386/2002 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2002, για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1164/94 όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου και τη διαδικασία πραγματοποίησης των δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής (ΕΕ L 201, σ. 5, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός 1386/2002), διευκρινίζουν το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και περιλαμβάνουν τις εφαρμοστέες λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία για την εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με τις ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί από το Ταμείο Συνοχής από 1ης Ιανουαρίου 2000.

11

Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.   Το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 σε σχέση με τις επιμέρους ή συστηματικές παρατυπίες, θα αξιολογηθεί, όπου αυτό είναι δυνατό και εφαρμόσιμο, βάσει μεμονωμένων φακέλων και θα ισούται με το ποσό της δαπάνης που χρεώθηκε αδικαιολόγητα στο ταμείο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

2.   Όταν δεν είναι δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό της παράτυπης δαπάνης ή όταν η εξ ολοκλήρου ακύρωση της εν λόγω παράτυπης δαπάνης θα ήταν δυσανάλογη και συνεπώς η Επιτροπή επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή, ενεργεί ως εξής:

α)

σε περίπτωση παρεκβολής χρησιμοποιεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα δοσοληψιών με παρόμοια χαρακτηριστικά·

β)

σε περίπτωση αποκοπής, εκτιμά τη σημασία παράβασης των κανονισμών όπως επίσης την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις κάθε αδυναμίας του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που οδήγησε στη διαπιστωθείσα παρατυπία.

[…]»

12

Το άρθρο 18 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.   Το οικείο κράτος μέλος διαθέτει προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει σε αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο Η, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 για να υποβάλει τα σχόλιά του και να προβεί ενδεχομένως σε διορθώσεις, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις όπου η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτή την προθεσμία.

2.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή προτείνει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή, δίνεται στο κράτος μέλος η ευκαιρία να αποδείξει, μέσω εξέτασης των σχετικών φακέλων, ότι η πραγματική σοβαρότητα της παρατυπίας ήταν μικρότερη από την εκτίμηση της Επιτροπής. Το κράτος μέλος, σε συμφωνία με την Επιτροπή, δύναται να περιορίσει το πεδίο της εξέτασης σε ένα κατάλληλο ποσοστό ή ένα δείγμα των σχετικών φακέλων.

Εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η χρονική παράταση που χορηγείται για αυτή την εξέταση δεν μπορεί να υπερβεί περαιτέρω την περίοδο δύο μηνών μετά τη δίμηνη περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης εξετάζονται με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο άρθρο H, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη κάθε αποδεικτικό στοιχείο που παρέχεται από το κράτος μέλος εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών.

3.   Όταν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή και λαμβάνει χώρα ακρόαση δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94, η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να λάβει απόφαση η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία της ακρόασης.»

13

Κατά το άρθρο 23 αυτού, ο εκτελεστικός κανονισμός 1386/2002 άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 2002.

14

Στις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τις αρχές, τα κριτήρια και τις ενδεικτικές κλίμακες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για τον καθορισμό δημοσιονομικών διορθώσεων κατά το άρθρο Η, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής [C(2002) 2871] (στο εξής: κατευθυντήριες οδηγίες του 2002) εκτίθενται τα κριτήρια και οι γενικές αρχές που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πράξη για τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων.

Σχετικές διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων

15

Το σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), αποτελείται, αφενός, από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54, στο εξής: οδηγία 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων), και, αφετέρου, από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: οδηγία 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών).

16

Το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

[…]

β)

ως αναθέτουσες αρχές: θεωρούνται το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου, οι ενώσεις που αποτελούνται από έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημοσίου δικαίου.

Ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός:

που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα

και

έχει νομική προσωπικότητα

και

χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείρισή τους υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή όταν περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου τους διορίζεται από το κράτος, τις περιφερειακές ή τις τοπικές αρχές ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

[…]»

17

Το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο αφορά τα κριτήρια αναθέσεως των συμβάσεων έργων, ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«1.   Τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι τα ακόλουθα:

α)

είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή·

β)

είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη, προσφορά, διάφορα κριτήρια, ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως: π.χ. η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία.

2.   Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, οι αναθέτουσες αρχές μνημονεύουν, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία προτίθενται να χρησιμοποιήσουν και, ει δυνατόν, κατά φθίνουσα τάξη σπουδαιότητας.

[…]

4.   Εάν, για μια δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, η αναθέτουσα αρχή, πριν να απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητά εγγράφως τις διευκρινίσεις που κρίνει σκόπιμες για τα στοιχεία της προσφοράς και επαληθεύει τα στοιχεία της προσφοράς, λαμβάνοντας υπόψη την παρεχόμενη αιτιολόγηση.

[…]»

18

Τα κριτήρια αναθέσεως που ισχύουν για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών καθορίζονται, ιδίως, στα άρθρα 36 και 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών.

19

Κατά το άρθρο 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών:

«1.   Με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις συμβάσεις μπορεί να είναι:

α)

όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα μεταβλητά κριτήρια που συνδέονται με τη συγκεκριμένη σύμβαση: π.χ., η ποιότητα, τα τεχνικά πλεονεκτήματα, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, η τεχνική υποστήριξη και εξυπηρέτηση, μετά την πώληση, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης, η τιμή, ή

β)

απλώς η χαμηλότερη τιμή.

2.   Όταν η σύμβαση πρόκειται να ανατεθεί στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, η αναθέτουσα αρχή δηλώνει στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού τα κριτήρια βάσει των οποίων πρόκειται να αναθέσει τη σύμβαση και των οποίων προβλέπει την εφαρμογή, ει δυνατόν, σε φθίνουσα τάξη ανάλογα με τη σημασία που τους προσδίδεται.»

20

Κατά το άρθρο 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών:

«Εάν, για μια δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ανωμάλως χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενό της, η αναθέτουσα αρχή, πριν απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητά εγγράφως διευκρινίσεις για τη σύνθεση της προσφοράς, τις οποίες κρίνει σκόπιμες και εξακριβώνει αυτή τη σύνθεση λαμβάνοντας υπόψη τις δοθείσες διευκρινίσεις.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει υπόψη επεξηγήσεις που αφορούν την οικονομία της μεθόδου παροχής υπηρεσίας ή τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες υπό τις οποίες ο προσφέρων θα παράσχει την υπηρεσία ή την πρωτοτυπία του σχεδίου που προτείνει ο προσφέρων.

Εάν τα έγγραφα του συνδέονται με τη σύμβαση προβλέπουν τη σύναψή της στον υποβάλλοντα τη χαμηλότερη προσφορά, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την απόρριψη των προσφορών τις οποίες θεωρεί υπερβολικά χαμηλές.»

Το ιστορικό της διαφοράς

Τα επίμαχα έργα

21

Με σειρά αποφάσεων που ελήφθησαν μεταξύ των ετών 2002 και 2004, η Επιτροπή χορήγησε ενισχύσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής για οκτώ έργα που επρόκειτο να υλοποιηθούν εντός των εδαφικών ορίων της Αυτόνομης Κοινότητα της Καταλωνίας (Ισπανία).

22

Το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058 αφορά την επέκταση της μονάδας καθαρισμού αποβλήτων στον ποταμό Besos με σκοπό τη δευτερογενή βιολογική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων και την επεξεργασία της ιλύος που προέρχεται από την περιφέρεια της Βαρκελώνης [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2002) 1767 της 6ης Αυγούστου 2002 (στο εξής: απόφαση περί χορηγήσεως)], και η διαχείριση του έργου αυτού ανατέθηκε στην Depuradora del Baix Llobregat SA (στο εξής: Depurbaix).

23

Υπεύθυνες για τη διαχείριση των υπόλοιπων επτά έργων είναι η Agencia Catalana del Agua (καταλανική υπηρεσία ύδατος, στο εξής: ACA) και η Agencia de Residuos de Cataluña (υπηρεσία απορριμμάτων της Καταλωνίας, στο εξής: ARC), οι οποίες τελούν αμφότερες υπό τον έλεγχο της Comunidad Autónoma de Cataluña. Πρόκειται για τα ακόλουθα έργα:

έργο με αριθμό αναφοράς 2003.ES.16.C.PE.005 σχετικά με τις υποδομές αποχετεύσεως μικρών οικισμών της Καταλωνίας [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2003) 4384 της 19ης Νοεμβρίου 2003]·

έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.054 σχετικά με τον καθαρισμό, την επεξεργασία της ιλύος και την ανακύκλωση των αστικών υγρών αποβλήτων στην Καταλωνία [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2002) 3519 της 29ης Νοεμβρίου 2002, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2005) 1523 της 17ης Μαΐου 2005]·

έργο με αριθμό αναφοράς 2000.ES.16.C.PE.112 σχετικά με εργασίες αποχετεύσεως και καθαρισμού στην υδρολογική λεκάνη του Èbre: Monzón, Caspe και εσωτερικές λεκάνες της Καταλωνίας [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2000) 4325, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2004) 597 της 20ής Φεβρουαρίου 2004]·

έργο με αριθμό αναφοράς 2002.ES.16.C.PE.006 σχετικά με τη μονάδα αφαλατώσεως του θαλάσσιου ύδατος στο Δέλτα του Tordera [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2003) 1543 της 6 Μαΐου 2003]·

έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.055 σχετικά με την κατασκευή και την αναβάθμιση των υποδομών επεξεργασίας των αστικών λυμάτων στην Καταλωνία [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2002) 1766 της 6ης Αυγούστου 2002]·

έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.057 σχετικά με τις μονάδες επεξεργασίας αστικών λυμάτων στις κομητείες Urgell, Pallars Jussà και Conca de Barberà στην Καταλωνία [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2003) 1478 της 29ης Απριλίου 2003]·

έργο με αριθμό αναφοράς 2002.ES.16.C.PE.041 σχετικά με τη δημιουργία και τη βελτίωση του δικτύου υποδομών επεξεργασίας αστικών λυμάτων των δήμων της Καταλωνίας [ενίσχυση χορηγηθείσα με την απόφαση C(2002) 4660 της 20ής Δεκεμβρίου 2002].

Η διοικητική διαδικασία

24

Μεταξύ της 6ης και της 10ης Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή διενήργησε λογιστικούς ελέγχους στην Ισπανία με αντικείμενο, αφενός, το υπό τη διαχείριση της Depurbaix έργο της επεκτάσεως της μονάδας καθαρισμού αποβλήτων στον ποταμό Besos και, αφετέρου, τα συστήματα διοικήσεως και ελέγχου τα οποία θεσπίστηκαν από τις καταλανικές αρχές στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής.

25

Στις 27 Ιανουαρίου 2004 η Επιτροπή απηύθυνε στις ισπανικές αρχές έκθεση στην οποία εντοπίζονταν παρατυπίες που επηρέαζαν τα επίμαχα έργα και διαπιστώθηκαν κατά τη διενέργεια των ελέγχων. Οι παρατυπίες αυτές αφορούσαν, αφενός, τη μη επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών τις οποίες δήλωσε η Depurbaix στις βεβαιώσεις δαπανών ως «φόρο διευθύνσεως εργασιών», και, αφετέρου, τη μη τήρηση από τις καταλανικές αρχές ορισμένων κανόνων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο των επτά έργων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 23 ανωτέρω.

26

Κατόπιν αλληλογραφίας με τις ισπανικές αρχές, η Επιτροπή πρότεινε δημοσιονομική διόρθωση για καθένα από τα επίμαχα έργα και κάλεσε τις εν λόγω αρχές σε ακρόαση. Κατά την ακρόαση της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν προθεσμία τριών εβδομάδων προκειμένου να προσκομίσουν συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή όρισε την προθεσμία αυτή έως τις 21 Ιουλίου 2006. Έλαβε τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία στις 25 Ιουλίου 2006.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

27

Στις 20 Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2006) 5105 περί μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής για τα οκτώ έργα που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 22 και 23 ανωτέρω (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας στις 23 Οκτωβρίου 2006.

28

Η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, υποστήριξε ότι, κατά τη διενέργεια των ελέγχων της, εντόπισε παρατυπίες που αφορούσαν, αφενός, τη μη επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών και, αφετέρου, τη μη τήρηση από τις ισπανικές αρχές ορισμένων κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29

Όσον αφορά το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στο πλαίσιο των συμβάσεων μεταξύ της κεντρικής διοικήσεως του Ισπανικού Δημοσίου και της Depurbaix, διαπίστωσε μη επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες αποκαλούνταν «τέλος διευθύνσεως εργασιών» και οι οποίες συνίσταντο στην προσαύξηση του κόστους κατά ένα κατ’ αποκοπή ποσό αντιστοιχούν στο 4 % του κόστους των εργασιών. Κατά την Επιτροπή, το ως άνω κατ’ αποκοπή ποσό έπρεπε να χαρακτηριστεί ως μη επιλέξιμα γενικά ή διοικητικά έξοδα κατά την έννοια του σημείου 2, προτελευταία περίπτωση, του τμήματος IV του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως (σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30

Όσον αφορά τα υπόλοιπα επτά έργα, η Επιτροπή διαπίστωσε παρατυπίες λόγω της μη τηρήσεως από την ACA και από την ARC των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων. Στο πλαίσιο της αναθέσεως όλων των επίμαχων συμβάσεων έργων, οι υπηρεσίες αυτές χρησιμοποίησαν κριτήρια αναθέσεως αντίθετα προς το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων. Ομοίως, όλες οι συμβάσεις υπηρεσιών ανατέθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών (σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31

Ειδικότερα, πρώτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εφαρμογή από την ACA, στο πλαίσιο της αναθέσεως των επίμαχων έργων, του κριτηρίου καταλληλότητας που αφορούσε την πείρα από προηγούμενες εργασίες δεν ήταν σύμφωνη προς τους εν λόγω κανόνες, στον βαθμό που το κριτήριο αυτό δεν αφορούσε το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως. Συναφώς, διευκρίνισε ότι επιβαλλόταν ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ των κριτηρίων καταλληλόλητας, τα οποία ισχύουν σε σχέση με την επιλογή των διαγωνιζομένων, και των κριτηρίων αναθέσεως, τα οποία προορίζονται για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς. Κατά την Επιτροπή, η πείρα από προηγούμενες εργασίες, καίτοι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έγκυρο κριτήριο ποιοτικής επιλογής, εντούτοις δεν θα μπορούσε να αποτελεί αποδεκτό κριτήριο προσδιορισμού της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, καθόσον κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (σημείο 18 και σημείο 24, στοιχείο βʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η χρήση τόσο από την ACA όσο και από την ARC της μεθόδου της μέσης τιμής ως κριτηρίου αναθέσεως προκειμένου για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς ήταν αντίθετη προς το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, όσον αφορά τις συμβάσεις έργων, και προς το άρθρο 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών. Σε περίπτωση που βάσει όλων των λοιπών κριτηρίων προέκυπτε ισοβαθμία, η μέθοδος αυτή ενδεχομένως θα συνεπαγόταν μειονεκτική μεταχείριση χαμηλότερων προσφορών σε σχέση με άλλες προσφορές που προσέγγιζαν την υπολογισθείσα μέση τιμή, με συνέπεια η εφαρμογή της μεθόδου αυτής να είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (σημείο 18 και σημείο 24, στοιχείο γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33

Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην περίπτωση των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, οι οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων απαιτούν να προβλέπεται διαδικασία ακροάσεως των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους παρέχεται η δυνατότητα να αποδεικνύουν τη «βιωσιμότητα» των προσφορών τους. Τόσο όμως η ACA όσο και η ARC δεν τήρησαν τέτοια διαδικασία, παράλειψη ερχόμενη σε αντίθετη προς το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, όσον αφορά τις συμβάσεις έργων, και προς το άρθρο 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών (σημείο 24, στοιχείο δʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34

Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, στο μέτρο κατά το οποίο, αφενός, οι βεβαιώσεις δαπανών των ισπανικών αρχών περιλάμβαναν μη επιλέξιμες δαπάνες και, αφετέρου, υφίσταντο ελλείψεις στον έλεγχο που οι αρχές αυτές διενήργησαν, η εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων ήταν δικαιολογημένη και ενδεδειγμένη (σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35

Συναφώς, η Επιτροπή δήλωσε ότι θεωρεί γενικώς ενδεδειγμένη την εφαρμογή κατ’ αποκοπή διορθώσεων επί του συνόλου των δαπανών που έχουν δηλωθεί στο πλαίσιο έργου οσάκις εντοπίζει σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα διοικήσεως και ελέγχου οι οποίες συνεπάγονται ευρείας κλίμακας παραβάσεις της ισχύουσας νομοθεσίας ή οσάκις διαπιστώνει ατομικές παραβάσεις. Ο εφαρμοστέος ειδικός συντελεστής είναι συνάρτηση της σοβαρότητας της εντοπισθείσας ελλείψεως και μπορεί να αναθεωρείται προς τα άνω σε περίπτωση υποτροπής. Εντούτοις, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή κατ’ αποκοπή διορθώσεως επί του συνόλου των έργων θα αποτελούσε δυσανάλογη κύρωση (σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36

Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις μη επιλέξιμες «έμμεσες δαπάνες», οι οποίες καταχωρίστηκαν από την Depurbaix στα διάφορα τιμολόγια ως «φόρος διευθύνσεως εργασιών», η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εν λόγω δαπάνες δηλώθηκαν σε σχέση με τρία έργα, για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνη ήταν η Depurbaix και το συνολικό ύψος των οποίων ανερχόταν, κατά τον χρόνο της διενέργειας των ελέγχων του Οκτωβρίου 2003, σε 9298055 ευρώ. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός αυτό καταδεικνύει έλλειψη του συστήματος διοικήσεως και ελέγχου που θέσπισε το ισπανικό Υπουργείο Περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, καθόρισε τη δημοσιονομική διόρθωση σε ποσοστό 2 % επί της συγχρηματοδοτήσεως (ύψους 85 %) που χορηγήθηκε για το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058, και όρισε το ύψος της διορθώσεως αυτής σε 2324414 ευρώ (σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37

Όσον αφορά τα έργα για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνες ήταν η ACA και η ACR, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κριτήριο της πείρας από προηγούμενες εργασίες και η μέθοδος της μέσης τιμής εμφανίζονταν συστηματικά στις επίμαχες συμβάσεις. Ως εκ τούτου, ζήτησε από τις καταλανικές αρχές να προβούν σε χωριστή αξιολόγηση των διαγωνιζομένων ανά σύμβαση, αίτημα προς το οποίο συμμορφώθηκαν οι αρχές αυτές. Όσον αφορά τις συμβάσεις των οποίων η αξία υπερέβαινε τα κατώτατα όρια των οδηγιών 92/50 και 93/37, η μέθοδος της μέσης τιμής αντικαταστάθηκε από μια γραμμική μέθοδο αξιολογήσεως των τιμών, δυνάμει της οποίας η χαμηλότερη προσφορά λάμβανε την καλύτερη βαθμολογία ενώ η ακριβότερη προσφορά λάμβανε τη χαμηλότερη βαθμολογία. Επιπλέον, το κριτήριο της πείρας από προηγούμενες εργασίες απαλείφθηκε από την τεχνική αξιολόγηση και πραγματοποιήθηκε εκ νέου στάθμιση του ειδικού βάρους του τεχνικού και του οικονομικού κριτηρίου. Όσον αφορά τις συμβάσεις των οποίων η αξία υπολειπόταν των κατωτάτων ορίων των εν λόγω οδηγιών, η νέα αξιολόγηση βασιζόταν στη γραμμική εξέταση των τιμών και το κριτήριο της πείρας από προηγούμενες εργασίες διατηρήθηκε στο πλαίσιο της τεχνικής αξιολογήσεως (σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

38

Η Επιτροπή, βάσει των νέων αξιολογήσεων εκ μέρους των καταλανικών αρχών, καθόρισε ότι η δημοσιονομική διόρθωση ανά έργο ισούται προς το 100 % της διαφοράς, σε επίπεδο συγχρηματοδοτήσεως εκ μέρους της Ένωσης, μεταξύ των προσφορών που είχαν επιλεγεί και των προσφορών που επανυπολογίστηκαν ανά χωριστή σύμβαση. Όσον αφορά τα επτά επίμαχα έργα, η Επιτροπή καθόρισε το συνολικό ποσό της δημοσιονομικής διορθώσεως σε 4490021 ευρώ (σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

39

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε ότι το ποσό των 6814435 ευρώ είχε δηλωθεί αδικαιολογήτως και ότι, επομένως, έπρεπε να επιστραφεί από το Βασίλειο της Ισπανίας (σημείο 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

40

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Δεκεμβρίου 2006, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

41

Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

43

Το Γενικό Δικαστήριο, με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2012, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας να καταθέσει ορισμένα έγγραφα και, αφετέρου, έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στο Βασίλειο της Ισπανίας και στην Επιτροπή καλώντας αμφότερους να απαντήσουν εγγράφως. Οι διάδικοι αυτοί συμμορφώθηκαν με τα ως άνω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

44

Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή να μετάσχει στη σύνθεση, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, στις 22 Μαρτίου 2012, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, όρισε άλλο δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

45

Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στο Βασίλειο της Ισπανίας και στην Επιτροπή εγγράφως ορισμένες ερωτήσεις καλώντας αμφότερους να απαντήσουν εγγράφως. Οι διάδικοι αυτοί συμμορφώθηκαν με τα ως άνω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

46

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

47

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης και της 13ης Νοεμβρίου 2012. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην περατώσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων ορισμένα έγγραφα και στοιχεία επί των οποίων είχαν κληθεί να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, πράγμα το οποίο κατεγράφη στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

48

Τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία καθώς και οι παρατηρήσεις παραλήφθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών και το Γενικό Δικαστήριο κήρυξε την περάτωση της προφορικής διαδικασίας στις 28 Ιανουαρίου 2013.

Σκεπτικό

Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

49

Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο δεύτερος και ο τρίτος έχουν προβληθεί επικουρικώς.

50

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε τρία σκέλη, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών όσον αφορά τους διαγωνισμούς με αντικείμενο τα επτά έργα για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνες ήταν η ACA και η ARC.

51

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής κατά τον καθορισμό της σχετικής με τα εν λόγω έργα δημοσιονομικής διορθώσεως.

52

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση ουσιώδους τύπου και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

53

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 λόγω της απουσίας αληθών παρατυπιών καθώς και, επικουρικώς, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058, για τη διαχείριση του οποίου υπεύθυνη ήταν η Depurbaix.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

54

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα κριτήρια τα οποία εφάρμοσαν η ACA και η ARC για την ανάθεση των συμβάσεων σχετικά με τα επτά έργα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 23 ανωτέρω δεν ήταν σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων και, ιδίως, με το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και με το άρθρο 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. Με το πρώτο σκέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθόσον θεωρεί ότι η εφαρμογή της μέσης τιμής ήταν αντίθετη προς τους εν λόγω κανόνες και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Με το δεύτερο σκέλος, υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όσον αφορά τη μεταχείριση των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών. Με το τρίτο σκέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 36, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου της πείρας από προηγούμενες εργασίες κατά την εκτίμηση της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς.

55

Πριν την εκτίμηση των διαφόρων αυτών αιτιάσεων, επιβάλλεται η υπόμνηση των κύριων γνωρισμάτων των διαγωνιστικών διαδικασιών που κίνησαν η ACA και η ARC για την ανάθεση των συμβάσεων σχετικά με τα επτά επίμαχα έργα.

56

Στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, η ACA και η ARC αποφάσισαν να εφαρμόσουν το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς αντί του κριτηρίου της χαμηλότερης τιμής (βλ. άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών). Ειδικότερα, κατά τα τεύχη των συγγραφών υποχρεώσεων που κατήρτισαν η ACA και η ARC, η ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων θα πραγματοποιούνταν με γνώμονα το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, το οποίο επρόκειτο να αξιολογηθεί βάσει ορισμένων μεθόδων και βάσει ορισμένων οικονομικών και τεχνικών παραμέτρων για καθεμία από τις οποίες προβλεπόταν ορισμένος συντελεστής σταθμίσεως.

57

Μεταξύ των εφαρμοστέων οικονομικών μεθόδων και παραμέτρων περιλαμβανόταν η μέθοδος της μέσης τιμής, η εφαρμογή της οποίας από την αναθέτουσα αρχή διαρθρωνόταν σε τρία στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, κάθε προσφορά αντιπαραβαλλόταν προς τον προϋπολογισμό που διέθετε η αναθέτουσα αρχή για την αντίστοιχη σύμβαση, ήτοι με τη βασική τιμή, η οποία καθοριζόταν προηγουμένως από ανεξάρτητο γραφείο μηχανικών, κατόπιν έρευνας αγοράς. Η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής κατά το στάδιο αυτό συνίστατο στον υπολογισμό της «εκπτώσεως» (Bi), υπό τη μορφή ποσοστιαίας μειώσεως, που προτεινόταν από την προσφορά κάθε διαγωνιζομένου σε σχέση με βασική τιμή, βάσει της εξισώσεως «Bi = (βασική τιμή – προσφορά)/βασική τιμή». Αν η προσφορά ήταν κατώτερη της βασικής τιμής, ο διαγωνιζόμενος θεωρούνταν ότι έχει προτείνει «θετική έκπτωση» (Bi > 0). Αντιθέτως, αν η προσφορά ήταν ανώτερη της βασικής τιμής (Bi < 0), ο διαγωνιζόμενος θεωρούνταν ότι έχει προβεί σε «αύξηση». Κατά το δεύτερο στάδιο, υπολογιζόταν ο μέσος όρος των προτεινόμενων από τους διαγωνιζομένους εκπτώσεων, ο οποίος καλούνταν «μέση έκπτωση» (Bm). Κατ’ ανάλογο τρόπο υπολογιζόταν και η «υπερβολική έκπτωση» (Bt), δηλαδή το ποσοστό εκπτώσεως άνω του οποίου η προσφορά τεκμαιρόταν μη αξιόπιστη, είτε διότι δεν μπορούσε ευλόγως να προσδοκάται ότι το έργο μπορεί να εκτελεστεί σε αυτή την τιμή είτε διότι η τιμή ήταν τόσο χαμηλή ώστε οι προτεινόμενες παροχές δεν ήταν δυνατό να έχουν την ελάχιστη απαιτούμενη τεχνική ποιότητα. Κατά το τρίτο στάδιο, εφαρμοζόταν ένας μαθηματικός τύπος για τη βαθμολόγηση των διαφόρων προσφορών.

58

Στη μεγάλη πλειονότητα των ανατεθεισών από την ACA συμβάσεων, η «έκπτωση» που προτεινόταν στο πλαίσιο των προσφορών (Bi) αντιπαραβαλλόταν είτε προς τη «μέση έκπτωση» (Bm) είτε προς την «αναθεωρημένη έκπτωση». Η «αναθεωρημένη έκπτωση» συνίστατο γενικώς στην εφαρμογή ενός διορθωτικού συντελεστή επί της «μέσης εκπτώσεως» και στην αύξηση της τελευταίας κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η διόρθωση αυτή αποσκοπούσε στην αποτροπή του ενδεχομένου όσες προσφορές πρότειναν «έκπτωση» υψηλότερη της «μέσης εκπτώσεως» αλλά αντιστοιχούσαν στη βασική τιμή και η τεχνική τους ποιότητα ήταν υψηλή να τύχουν μειονεκτικής μεταχειρίσεως λόγω του γεγονότος ότι οι λοιποί διαγωνιζόμενοι είχαν υποβάλει υπερβολικά υψηλές προσφορές. Όσοι διαγωνιζόμενοι υπέβαλλαν προσφορές υψηλότερες της βασικής τιμής, δηλαδή όσοι πρότειναν «αρνητική έκπτωση», δεν βαθμολογούνταν με κανένα μόριο. Αντιθέτως, όσοι διαγωνιζόμενοι υπέβαλλαν προσφορές ίσες ή χαμηλότερες της βασικής τιμής, δηλαδή όσοι πρότειναν «θετική έκπτωση», είχαν την ακόλουθη μεταχείριση. Πρώτον, όσες προσφορές περιλάμβαναν «έκπτωση» που υπερέβαινε την «υπερβολική έκπτωση», ήτοι οι πολύ χαμηλές προσφορές οι οποίες περιλάμβαναν ιδιαιτέρως σημαντική «θετική έκπτωση», δεν βαθμολογούνταν με κανένα μόριο όσον αφορά την οικονομική τους αρτιότητα. Δεύτερον, όσες προσφορές περιλάμβαναν «έκπτωση» χαμηλότερη της «μέσης εκπτώσεως» (ενδεχομένως αναθεωρημένης) βαθμολογούνταν με μόρια των οποίων ο αριθμός αυξανόταν όσο η «έκπτωση» προσέγγιζε τη «μέση έκπτωση». Τρίτον, όσες προσφορές περιλάμβαναν «έκπτωση» υψηλότερη της «μέσης εκπτώσεως» (ενδεχομένως αναθεωρημένης), αλλά χαμηλότερη της «υπερβολικής εκπτώσεως», ήτοι όσες προσφορές ήταν χαμηλότερες της βασικής τιμής και υψηλότερες της «μέσης εκπτώσεως», χωρίς όμως να είναι υπερβολικά χαμηλές, βαθμολογούνταν με μόρια των οποίων ο αριθμός αυξανόταν όσο η «έκπτωση» προσέγγιζε τη «μέση έκπτωση» και απομακρυνόταν από την «υπερβολική έκπτωση». Επομένως, οι προσφορές αυτές βαθμολογούνταν με μόρια των οποίων ο αριθμός μειωνόταν όσο αυτές απομακρύνονταν από τη «μέση έκπτωση» και προσέγγιζαν την «υπερβολική έκπτωση».

59

Κατ’ αναλογία, όσον αφορά τις ανατεθείσες από την ARC συμβάσεις, αρχικώς, κάθε προσφορά αντιπαραβαλλόταν προς τη βασική τιμή προκειμένου να προσδιοριστεί η «έκπτωση» που πρότεινε κάθε διαγωνιζόμενος. Όσες προσφορές υπερέβαιναν τη βασική τιμή απορρίπτονταν. Όσον αφορά τις προσφορές που ήταν ίσες ή χαμηλότερες της εν λόγω τιμής, ήτοι όσες περιλάμβαναν «θετική έκπτωση», η «μέση έκπτωση» και η «υπερβολική έκπτωση» υπολογίζονταν στη συνέχεια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως με αυτόν τον οποίο εφάρμοζε η ACA, με αποτέλεσμα οι διάφορες προσφορές να βαθμολογούνται βάσει των ακόλουθων κανόνων. Πρώτον, όσες προσφορές περιλάμβαναν «μηδενική έκπτωση», δηλαδή οι προσφορές των οποίων η τιμή συνέπιπτε με τη βασική τιμή (Bi = 0), βαθμολογούνταν με 15 μόρια. Δεύτερον, όσες προσφορές περιλάμβαναν «θετική έκπτωση» και χαμηλότερη της «υπερβολικής εκπτώσεως» βαθμολογούνταν με 15 έως 30 μόρια, αναλόγως του κατά πόσον αυτές προσέγγιζαν την «υπερβολική έκπτωση» και απομακρύνονταν από τη «μηδενική έκπτωση». Τρίτον, όσες εκπτώσεις ήταν υψηλότερες της «υπερβολικής εκπτώσεως» βαθμολογούνταν με αριθμό μορίων, από 30 έως μηδέν, ο οποίος μειωνόταν αναλόγως του κατά πόσον αυτές απομακρύνονταν από την «υπερβολική έκπτωση». Ειδικότερα, όποια προσφορά ήταν ίση ή χαμηλότερη κατά 90 % της προσφοράς στην οποία αντιστοιχούσε η «υπερβολική έκπτωση» ήταν υπερβολικά χαμηλή και δεν βαθμολογούνταν με κανένα μόριο από το όριο αυτό και πέραν. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η «απώλεια μορίων» πέραν του ορίου αυτού ήταν υψηλότερη της απώλειας που οφειλόταν σε εκπτώσεις κυμαινόμενες μεταξύ της μηδενικής εκπτώσεως και της «υπερβολικής εκπτώσεως», οπότε λειτουργούσε ως μηχανισμός αποτροπής των υπερβολικά χαμηλών προσφορών.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και παράβαση του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών

60

Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί ότι η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και προς το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων καθώς και προς το άρθρο 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών.

61

Όλοι οι διαγωνιζόμενοι έτυχαν της ίδιας μεταχειρίσεως. Είχαν ενημερωθεί εκ των προτέρων για τα κριτήρια επιλογής και για τα κριτήρια αναθέσεως των επίμαχων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής της μεθόδου της μέσης τιμής, και έτυχαν της ανάλογης μεταχειρίσεως κατά τη διάρκεια της αξιολογήσεως των προσφορών. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, μολονότι, κατά την υποβολή των προσφορών τους, οι διαγωνιζόμενοι δεν γνώριζαν τη μέση τιμή, είχαν εντούτοις γνώση της βασικής τιμής, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί στη συγγραφή υποχρεώσεων και στην προκήρυξη του διαγωνισμού και καθοριστεί κατόπιν έρευνας αγοράς η οποία δημοσιεύτηκε και, επομένως, ήταν προσβάσιμη στους διαγωνιζομένους κατά το στάδιο αυτό. Επιπλέον, η μέθοδος της μέσης τιμής εφαρμόστηκε με ισότιμο τρόπο επί του συνόλου των προσφορών ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους. Το Βασίλειο της Ισπανίας διευκρινίζει ότι μεταξύ των 173 επίμαχων συμβάσεων 25 συμβάσεις ανατέθηκαν στη φθηνότερη προσφορά, η οποία εξάλλου υπήρξε χαμηλότερη σε σχέση με αυτήν που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της γραμμικής μεθόδου αξιολογήσεως των τιμών την οποία απαίτησε η Επιτροπή. Σε 78 περιπτώσεις, η επιλεγείσα προσφορά ήταν η ίδια με αυτήν που θα προέκυπτε από την εν λόγω γραμμική μέθοδο. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, ότι είναι εσφαλμένη η άποψη της Επιτροπής ότι η μέθοδος της μέσης τιμής δεν διασφάλιζε την ανάθεση της συμβάσεως στον διαγωνιζόμενο που πρότεινε την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής, αλλά απλώς την ανάθεση σε αυτόν που πρότεινε την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και της μέσης τιμής. Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή από την αναθέτουσα αρχή μαθηματικού κριτηρίου, όπως του κρίσιμου ορίου της «υπερβολικής εκπτώσεως», το οποίο στηρίζεται στον μέσο όρο των παραληφθεισών προσφορών, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία. Ο καθορισμός τέτοιου κρίσιμου ορίου αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να «σταθμίσει» σε ποιο βαθμό μια προσφορά συνάδει προς τη μέθοδο της μέσης τιμής και, εμμέσως, να «σταθμίσει» τα κριτήρια που εξασφαλίζουν την ποιότητα και την τεχνική βιωσιμότητα του έργου.

62

Επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται άνιση μεταχείριση, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, αυτή θα δικαιολογούνταν βάσει αντικειμενικών λόγων. Αν οι αναθέτουσες αρχές βαθμολόγησαν τις προσφορές που πρότειναν χαμηλές τιμές με αριθμό μορίων κυμαινόμενο εντός ορισμένων ορίων ή με μηδενικό αριθμό μορίων, αυτό έγινε ακριβώς προκειμένου να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον και να διασφαλιστεί η τεχνική βιωσιμότητα των επίμαχων έργων, δεδομένου ότι οι προσφορές με υπερβολικά χαμηλή τιμή θα μπορούσαν να διακυβεύσουν την ορθή εκτέλεση των εργασιών. Όσον αφορά τις προσφορές με υψηλές τιμές, ανώτερες αυτών τις οποίες πρότειναν οι λοιποί διαγωνιζόμενοι και υπερβαίνουσες τη «μέση έκπτωση», ο αριθμός των μορίων μειωνόταν προοδευτικά κατά τρόπον ώστε να διαφυλάσσονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την επάρκεια της γραμμικής μεθόδου αξιολογήσεως των τιμών, την οποία απαίτησε η Επιτροπή, καθόσον η μέθοδος αυτή δεν είναι αποτελεσματικότερη και δεν εξασφαλίζει την καλύτερη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με τη μέθοδο της μέσης τιμής. Αντιθέτως, η εφαρμογή της γραμμικής μεθόδου θα είχε ως συνέπεια να επιλεγούν προσφορές ακριβότερες από αυτές τις οποίες επέλεξαν η ARC και η ACA εφαρμόζοντας τη μέθοδο της μέσης τιμής, πράγμα το οποίο αναγνώρισε και η ίδια η Επιτροπή κατά την ακρόαση της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006.

63

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

64

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, την πάγια νομολογία κατά την οποία κύριος σκοπός της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων είναι η προστασία των συμφερόντων των εγκατεστημένων σε ορισμένο κράτος μέλος επιχειρηματιών οι οποίοι επιθυμούν να παραδώσουν αγαθά ή να παράσχουν υπηρεσίες σε αναθέτουσες αρχές εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος και, προς τούτο, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί διαγωνιζόμενοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως. Πρωταρχικός σκοπός των εν λόγω οδηγιών είναι οι συμβάσεις δημοσίων έργων και οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών να αποτελούν αντικείμενο ανταγωνισμού. Πράγματι, το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό εντός της Ένωσης σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες διασφαλίζει την εξάλειψη του κινδύνου ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 27 Νοεμβρίου 2001, C-285/99 και C-286/99, Lombardini και Mantovani, Συλλογή 2001, σ. I-9233, σκέψεις 35 και 36 και εκεί παρατιθέμενη αντιστοίχως νομολογία).

65

Επιπλέον εξάλλου, στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, τόσο δημοσίων έργων όσο και υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή είναι υποχρεωμένη να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαγωνιζομένων, όπως επίσης ρητώς προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, από το άρθρο 27, παράγραφος 4, και από το άρθρο 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2008, C-532/06, Λιανάκης κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-251, σκέψη 33) και από το άρθρο 22, παράγραφος 4, από το άρθρο 30, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, και από το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 37).

66

Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαγωνιζομένων, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2005, C-458/03, Parking Brixen, Συλλογή 2005, σ. I-8585, σκέψεις 46 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 2008, T‑332/03, European Service Network κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 72), έχει ως σκοπό να ευνοήσει την ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαγωνισμό, επιβάλλει όπως όλοι οι διαγωνιζόμενοι έχουν ίσες ευκαιρίες όταν διατυπώνουν τους όρους των προσφορών τους και, επομένως, συνεπάγεται ότι ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλους τους διαγωνιζομένους (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I-3801, σκέψη 110). Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή έχει την υποχρέωση, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαγωνιζομένων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T-203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4239, σκέψη 85), στους δε διαγωνιζομένους πρέπει να επιφυλάσσεται ίση μεταχείριση τόσο κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά τον χρόνο που οι προσφορές τους αξιολογούνται από την αναθέτουσα αρχή (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-213/07, Μηχανική, Συλλογή 2008, σ. I-9999, σκέψη 45, και της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C‑251/09, Επιτροπή κατά Κύπρου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67

Επιπλέον, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, υποχρέωση διαφάνειας προκειμένου να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της τηρήσεως της αρχής αυτής (βλ. αποφάσεις Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 38, και Επιτροπή κατά Κύπρου, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή της διαφάνειας, η οποία συνιστά λογική απόρροια της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, έχει ουσιαστικά ως σκοπό τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής (αποφάσεις Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 111), καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών αναθέσεως (βλ. απόφαση Parking Brixen, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, με ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, κατά τρόπο ώστε, αφενός, να παρέχεται σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και έχοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους η δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να παρέχεται στην αναθέτουσα αρχή η δυνατότητα να ελέγχει αν όντως οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση (απόφαση Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 111). Τέλος, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας αποτελούν το θεμέλιο των οδηγιών περί των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Το καθήκον των αναθετουσών αρχών να τηρούν τις αρχές αυτές αποτελεί την ίδια την ουσία των οδηγιών αυτών (βλ. απόφαση Μηχανική, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68

Συνεπώς, η εκτίμηση των αιτιάσεων που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα των αρχών αυτών.

69

Οι καταλανικές αρχές, προκειμένου να αναθέσουν τις συμβάσεις σχετικά με τα επτά έργα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 23 ανωτέρω, επέλεξαν να εφαρμόσουν το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και του άρθρου 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια τόσο οικονομικής όσο και τεχνικής φύσεως. Πάντως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αμφισβήτησε τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών διατάξεων και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της θεσπίσεως, στο πλαίσιο του προσδιορισμού της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, της μεθόδου της μέσης τιμής, της οποίας η λειτουργία εκτέθηκε στις σκέψεις 57 έως 59 ανωτέρω, με το σκεπτικό ότι η εφαρμογή της μεθόδου αυτής θα συνεπαγόταν, σε περίπτωση ισοβαθμίας βάσει όλων των λοιπών κριτηρίων, τη μειονεκτική μεταχείριση των χαμηλότερων προσφορών σε σχέση με όσες προσφορές προσέγγιζαν τον υπολογισθέντα μέσο όρο (σημείο 24, στοιχείο γʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

70

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι δεν αμφισβητείται ότι, πριν την υποβολή των προσφορών τους, οι διαγωνιζόμενοι είχαν ενημερωθεί τόσο για την εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής όσο και για τη βασική τιμή κάθε έργου, όπως η τιμή αυτή είχε προσδιοριστεί στη συγγραφή υποχρεώσεων και στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Γεγονός πάντως είναι ότι, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας του διαγωνισμού, οι διαγωνιζόμενοι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν τη μέση τιμή, δεδομένου ότι αυτή έπρεπε να υπολογιστεί, υπό τη μορφή αριθμητικού μέσου όρου των ποσοστών «εκπτώσεως» σε σχέση με τη βασική τιμή όλων των αποδεκτών προσφορών, μετά την παραλαβή των εν λόγω προσφορών για την αντίστοιχη σύμβαση.

71

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται σε υποχρέωση διαφάνειας η οποία έχει ουσιαστικά ως σκοπό να διασφαλίσει τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Πιο συγκεκριμένα, οσάκις η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται με γνώμονα το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων ή του άρθρου 36, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να καθορίζει και να διευκρινίζει, στη συγγραφή υποχρεώσεων, τα εφαρμοστέα κριτήρια αναθέσεως. Επομένως, οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας κατά το στάδιο της αξιολογήσεως των προσφορών με σκοπό την ανάθεση της συμβάσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, C‑252/10 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29).

72

Επιπλέον, μολονότι η νομολογία δεν έχει αναγνωρίσει γενική και απόλυτη απαγόρευση για την αναθέτουσα αρχή να εξειδικεύει με περισσότερες λεπτομέρειες, μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής προσφορών, ένα κριτήριο αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο έχει γνωστοποιήσει προηγουμένως στους διαγωνιζομένους, γεγονός πάντως είναι ότι αυτή η εκ των υστέρων εξειδίκευση είναι δυνατή μόνον εφόσον τηρούνται αυστηρά τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, η εκ των υστέρων εξειδίκευση δεν πρέπει να τροποποιεί τα οριζόμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού κριτήρια αναθέσεως της συμβάσεως· δεύτερον, δεν πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία, αν ήσαν γνωστά κατά την προετοιμασία των προσφορών, θα είχαν επηρεάσει ενδεχομένως τη σχετική προετοιμασία· και, τρίτον, η εξειδίκευση αυτή δεν πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη στοιχείων δυναμένων να επιφέρουν αποτέλεσμα συνιστάμενο σε δυσμενή διάκριση εις βάρος ενός των διαγωνιζομένων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψεις 32 και 33).

73

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής προϋπέθετε τον εκ των προτέρων καθορισμό ενός ουσιώδους και μάλιστα αποφασιστικού στοιχείου για την απόφαση περί αναθέσεως των συμβάσεων, ήτοι τον καθορισμό της μέσης τιμής προς την οποία θα αντιπαραβάλλονταν όλες οι προσφορές μετά την παραλαβή τους από την αναθέτουσα αρχή. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η εν λόγω μέση τιμή δεν ήταν γνωστή κατά το στάδιο υποβολής των προσφορών, οι διαγωνιζόμενοι αγνοούσαν ένα στοιχείο το οποίο, αν τους ήταν γνωστό εκ των προτέρων, θα μπορούσε να επηρεάσει την προετοιμασία των προσφορών τους κατά την έννοια της δεύτερης προϋποθέσεως που υπομνήσθηκε στη σκέψη 72 ανωτέρω, καθόσον θα τους είχε παράσχει τη δυνατότητα να αυξήσουν τις πιθανότητές τους να λάβουν τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία βάσει των κριτηρίων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω. Αντιθέτως, η άγνοια του στοιχείου αυτού τους εμπόδιζε να προσαρμόσουν τις προσφορές τους προς τα κριτήρια αξιολογήσεως των εν λόγω προσφορών. Πάντως, το έλλειμμα διαφάνειας σε σχέση με τη μέση τιμή είχε ως αποτέλεσμα μια «ανορθολογική» κατάσταση ανταγωνισμού για τους περισσότερο ανταγωνιστικούς διαγωνιζομένους δεδομένου ότι αυτοί, αν επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις πιθανότητές τους να τους ανατεθεί η σύμβαση, εξαναγκάζονταν να υποβάλουν όχι τη χαμηλότερη προσφορά αλλά προσφορά με τιμή υψηλότερη αυτής που θα μπορούσαν να είχαν προτείνει, δηλαδή προσφορά περιλαμβάνουσα τιμή αντιστοιχούσα στον προβλέψιμο μέσο όρο των τιμών του συνόλου των προσφορών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ορθώς η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής ήταν αντίθετη προς το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και προς το άρθρο 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών.

74

Το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση αυτή επικαλούμενο τη σκέψη 70 της αποφάσεως Lombardini και Mantovani (σκέψη 64 ανωτέρω), της οποίας τα πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά της υπό κρίση υποθέσεως. Ασφαλώς, κατά την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι το κρίσιμο όριο, ο καθορισμός του οποίου προκύπτει κατ’ ουσίαν από τον μέσο όρο των προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαγωνισμού, δεν έχει γνωστοποιηθεί στους διαγωνιζομένους κατά τον χρόνο της υποβολής των προσφορών, δεδομένου ότι το όριο αυτό καθορίζεται αφού κατατεθούν όλες οι προσφορές, δεν μπορεί να θίγει το συμβατό του κρίσιμου αυτού ορίου με την οδηγία 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψεις 68 έως 70). Εντούτοις, σκοπός του συγκεκριμένου κρίσιμου ορίου ήταν ο εντοπισμός και ο αποκλεισμός των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, χαρακτηρισμός που αποτελεί αμάχητο λόγο απορρίψεως μιας προσφοράς, ενώ, εν προκειμένω, η μέθοδος της μέσης τιμής αφορούσε ένα ουσιώδες και μάλιστα αποφασιστικό στοιχείο προοριζόμενο για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, δηλαδή για την εφαρμογή του σχετικού κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως, στοιχείο το οποίο αγνοούσαν οι διαγωνιζόμενοι κατά τον χρόνο της προετοιμασίας και της υποβολής των προσφορών τους. Διευκρινίζεται εξάλλου, αφενός, ότι, όπως έχει γίνει δεκτό κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει τον αυτόματο αποκλεισμό από τους διαγωνισμούς για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων ορισμένων προσφορών που καθορίζονται βάσει μαθηματικού κριτηρίου και, αφετέρου, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται, καταρχήν, στη χρήση μαθηματικών κριτηρίων για τον εντοπισμό των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών υπό τον όρο, πάντως, ότι το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού δεν είναι αμάχητο και ότι τηρείται η απαίτηση για έλεγχο των προσφορών αυτών κατόπιν ακροάσεως των ενδιαφερομένων σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 73).

75

Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση ισοβαθμίας βάσει όλων των λοιπών κριτηρίων, ιδίως των τεχνικής φύσεως, μια προσφορά με υψηλότερη τιμή να μπορεί να βαθμολογηθεί με περισσότερα μόρια όσον αφορά την οικονομική της αρτιότητα από μια φθηνότερη προσφορά, και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση που η πρώτη προσφορά προσέγγιζε περισσότερο τη μέση τιμή ή, όσον αφορά τις συμβάσεις υπό τη διαχείριση της ARC, την τιμή που αντιστοιχούσε στην «υπερβολική έκπτωση».

76

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών –και, κατ’ αναλογία, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων– παρέχει στις αναθέτουσες αρχές την ευχέρεια να επιλέγουν τα κριτήρια αναθέσεως της συμβάσεως τα οποία προτίθενται να εφαρμόσουν, εντούτοις η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-513/99, Concordia Bus Finland, Συλλογή 2002, σ. I-7213, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντως, ως πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά νοείται εκείνη μεταξύ των διαφόρων υποβληθεισών προσφορών που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής, βάσει κριτηρίων δικαιολογούμενων από το αντικείμενο της συμβάσεως (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2005, T-148/04, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2627, σκέψη 48). Κατά συνέπεια, οσάκις οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να αναθέσουν με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, οφείλουν να αξιολογούν τις προσφορές με σκοπό να προσδιορίζουν ποια από αυτές παρουσιάζει την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2012, C‑368/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 86, σχετικά με την αιτιολογική σκέψη 46, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114)].

77

Μολονότι η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά δεν είναι πάντοτε η προσφορά με τη χαμηλότερη τιμή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό συνθήκες απόλυτης ισοβαθμίας των προσφορών βάσει όλων των λοιπών σχετικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων τεχνικής φύσεως, μια φθηνότερη προσφορά πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρείται, από οικονομικής απόψεως, ως συμφερότερη από μια ακριβότερη προσφορά. Πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής, η οποία συνεπάγεται ενδεχομένως την ανάθεση της συμβάσεως σε διαγωνιζόμενο που υπέβαλε προσφορά υψηλότερη από κάποιον άλλο, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμφωνη με το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς.

78

Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορούν να ανατρέψουν την εκτίμηση αυτή.

79

Πρώτον, το επιχείρημα ότι οι αναθέτουσες αρχές προσέδωσαν το ίδιο ακριβώς ειδικό βάρος στα κριτήρια οικονομικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου της μέσης τιμής, και στα κριτήρια τεχνικής φύσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η μέθοδος της μέσης τιμής αποτελούσε ουσιώδες και μάλιστα αποφασιστικό κριτήριο για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, πράγμα το οποίο, υπό συνθήκες απόλυτης ισοβαθμίας των προσφορών βάσει όλων των υπόλοιπων κριτηρίων, θα μπορούσε να έχει, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα να ανατεθεί η σύμβαση σε διαγωνιζόμενο που υπέβαλε προσφορά υψηλότερη από κάποιον άλλο (βλ. σκέψεις 75 έως 77 ανωτέρω).

80

Δεύτερον, στερείται επίσης λυσιτέλειας το επιχείρημα ότι η μέθοδος της μέσης τιμής εφαρμοζόταν στο σύνολο των διαγωνιζομένων, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους, καθόσον το επιχείρημα αυτό δεν ανατρέπει τη διαπίστωση ότι η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου είναι ασύμβατη με το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς (βλ. σκέψεις 73 έως 77 ανωτέρω).

81

Τρίτον, η ύπαρξη μηχανισμού «διορθώσεως» της «μέσης εκπτώσεως», η εφαρμογή του οποίου συνεπαγόταν τη βαθμολόγηση με πέντε επιπλέον μόρια των προσφορών υψηλής τεχνικής ποιότητας (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο για την εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι επρόκειτο περί μονομερούς διορθώσεως εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο της αξιολογήσεως ορισμένων προσφορών οι οποίες θεωρούσε ότι είχαν υψηλή τεχνική ποιότητα, κατ’ αποκλεισμό ιδίως όσων προσφορών χαρακτηρίζονταν υπερβολικά χαμηλές. Πάντως, ελλείψει διευκρινίσεως των κριτηρίων εκτιμήσεως βάσει των οποίων καθίστατο δυνατή η ως άνω διόρθωση, πράγμα το οποίο είναι αυτό καθαυτό αντίθετο προς την αρχή της διαφάνειας και προς την απαγόρευση παροχής στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστης ελευθερίας επιλογής για την ανάθεση συμβάσεως σε ένα διαγωνιζόμενο (βλ. απόφαση Concordia Bus Finland, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ο προαναφερθείς δικαιολογητικός λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

82

Τέταρτον, πρέπει να απορριφθεί επίσης ως αλυσιτελές το επιχείρημα ότι, σε πολλές περιπτώσεις διαγωνισμών, η σύμβαση ανατέθηκε παρά ταύτα στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά, καθόσον τούτο δεν καταδεικνύει ότι η μέθοδος της μέσης τιμής ήταν σύμφωνη προς την αρχή της διαφάνειας και προς τις διατάξεις του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών.

83

Πέμπτον, πρέπει να απορριφθεί το επικουρικώς προβαλλόμενο επιχείρημα ότι τυχόν άνιση μεταχείριση δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους αντλούμενους από τον σκοπό προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και διαφυλάξεως των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και από την ανάγκη διασφαλίσεως της τεχνικής βιωσιμότητας των έργων. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η ανάθεση της συμβάσεως σε διαγωνιζόμενο που υπέβαλε προσφορά υψηλότερη από κάποιον άλλο, πλην όμως ισοδύναμη κατά τα λοιπά με την επιλεγείσα προσφορά, είναι αυτή καθαυτή αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον και ακατάλληλη για τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

84

Έκτον, υπό την επιφύλαξη των εκτιμήσεων που θα εκτεθούν στις σκέψεις 122 και 123 κατωτέρω, το επιχείρημα περί ανεπάρκειας της γραμμικής μεθόδου αξιολογήσεως των τιμών, την οποία απαίτησε η Επιτροπή, δεν μπορεί να κλονίσει το μη συμβατό της μεθόδου της μέσης τιμής με την αρχή της διαφάνειας και με τις διατάξεις του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, οπότε πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

85

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής είναι αντίθετη προς την αρχή της διαφάνειας καθώς και προς το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και προς το άρθρο 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και ότι το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όσον αφορά τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

86

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη καθόσον, στο σημείο 24, στοιχείο δʹ, διαπιστώνει το μη συμβατό του συστήματος αναθέσεως που εφάρμοσαν η ACA και η ARC προς το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και προς το άρθρο 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. Καίτοι το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων προβλέπει διαδικασία ακροάσεως για τον έλεγχο των προσφορών τις οποίες η αναθέτουσα αρχή προτίθεται να απορρίψει ως ασυνήθιστα χαμηλές, εν προκειμένω πάντως, η διάταξη αυτή δεν είναι εφαρμοστέα, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της μεθόδου της μέσης τιμής δεν προβλέπεται απόρριψη, έστω de facto, των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κατά την εξέταση της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, η ACA και η ARC δεν είχαν την υποχρέωση να τηρήσουν τη διαδικασία ακροάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και στο άρθρο 37, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών.

87

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων του Βασιλείου της Ισπανίας και, ως εκ τούτου, του εξεταζόμενου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

88

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 30, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, «[ε]άν, για μια δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, η αναθέτουσα αρχή, πριν να απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητά εγγράφως τις διευκρινίσεις που κρίνει σκόπιμες για τα στοιχεία της προσφοράς και επαληθεύει τα στοιχεία της προσφοράς, λαμβάνοντας υπόψη την παρεχόμενη αιτιολόγηση». Κατά το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, «[η] αναθέτουσα αρχή μπορεί να λαμβάνει υπόψη την αιτιολόγηση σχετικά με την οικονομία που επιτυγχάνεται χάρη στη μέθοδο κατασκευής ή τις τεχνικές λύσεις που έχουν επιλεγεί ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες υπό τις οποίες ο προσφέρων εκτελεί τις εργασίες ή την πρωτοτυπία της μελέτης του». Το άρθρο 37, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών έχει σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση με τη διαφορά ότι αναφέρεται στην παροχή υπηρεσιών.

89

Συναφώς, η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι το Συμβούλιο, ακριβώς για να δώσει στους διαγωνιζόμενους εργολήπτες που υπέβαλαν ιδιαίτερα χαμηλές προσφορές τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι οι προσφορές αυτές είναι σοβαρές και για να διασφαλίσει έτσι το άνοιγμα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προέβλεψε μια συγκεκριμένη και λεπτομερή διαδικασία ελέγχου των προσφορών που είναι ασυνήθιστα χαμηλές (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 48).

90

Κατά συνέπεια, το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την εφαρμογή διαδικασίας ελέγχου των προσφορών, κατόπιν ακροάσεως των ενδιαφερομένων, τις οποίες η αναθέτουσα αρχή έκρινε ως ασυνήθιστα χαμηλές, επιβάλλοντας στην αρχή αυτή την υποχρέωση, αφού έλαβε γνώση όλων των προσφορών και πριν από την απόφαση για την ανάθεση του έργου, να ζητήσει καταρχάς εγγράφως διευκρινίσεις για τα στοιχεία της προσφοράς, για την οποία υπάρχει η υπόνοια ότι είναι ασυνήθιστα χαμηλή, τα οποία της δημιούργησαν συγκεκριμένες αμφιβολίες και να εκτιμήσει ακολούθως την προσφορά αυτή υπό το πρίσμα των δικαιολογιών που παρέσχε ο συγκεκριμένος διαγωνιζόμενος σε απάντηση στο αίτημα αυτό. Πράγματι, είναι σημαντικό να μπορεί κάθε διαγωνιζόμενος για τον οποίο υπάρχει υπόνοια ότι υπέβαλε προσφορά ασυνήθιστα χαμηλή να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του ως προς το σημείο αυτό και να έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει κάθε είδους δικαιολογητικό σχετικά με τα διάφορα στοιχεία της προσφοράς του σε χρόνο –λογικώς μεταγενέστερο του ανοίγματος του συνόλου των φακέλων– κατά τον οποίο γνωρίζει όχι μόνον το όριο της ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς που ισχύει για το έργο και ότι η προσφορά του είναι ασυνήθιστα χαμηλή, αλλά επίσης και τα συγκεκριμένα σημεία που δημιούργησαν ερωτηματικά στην αναθέτουσα αρχή (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψεις 51 και 53).

91

Η ανωτέρω ερμηνεία είναι η μόνη που είναι σύμφωνη τόσο με το γράμμα όσο και με τον σκοπό του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων. Ειδικότερα, αφενός, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατυπωμένης επιτακτικά προαναφερθείσας διατάξεως, εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή, πρώτον, να εντοπίζει τις προσφορές οι οποίες προκαλούν υπόνοιες, δεύτερον, να παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποδείξουν τη σοβαρότητα των προσφορών τους, ζητώντας τους τις διευκρινίσεις που η αναθέτουσα αρχή κρίνει σκόπιμες, τρίτον, να εκτιμά τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων που παρείχαν οι ενδιαφερόμενοι και, τέταρτον, να αποφασίζει σχετικά με το αν θα δεχθεί ή αν θα απορρίψει τις προαναφερθείσες προσφορές. Κατά συνέπεια, οι εγγενείς απαιτήσεις της προβλέπουσας την ακρόαση των ενδιαφερομένων διαδικασίας ελέγχου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας, μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχουν τηρηθεί μόνο στον βαθμό που ακολουθήθηκαν διαδοχικά όλα τα περιγραφέντα στάδια. Αφετέρου, στο πλαίσιο της ακροάσεως, η πραγματική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του διαγωνιζομένου, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται σε εύθετο χρόνο κατά τη διαδικασία εξετάσεως των προσφορών, συνιστά απαίτηση της οδηγίας, προκειμένου να αποτραπούν αυθαίρετες εκτιμήσεις της αναθέτουσας αρχής και να διασφαλιστεί ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψεις 54 έως 57).

92

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την περιγραφή των επίμαχων συστημάτων αναθέσεως, στην οποία προέβη το Βασίλειο της Ισπανίας, στο πλαίσιο τόσο των συμβάσεων που ανατέθηκαν από την ACA όσο και των συμβάσεων που ανατέθηκαν από την ARC προβλεπόταν ο καθορισμός ορίου που αποκαλούνταν «υπερβολική έκπτωση», και αντιστοιχούσε στην ποσοστιαία μείωση της τιμής πάνω από την οποία η προσφορά τεκμαιρόταν μη αξιόπιστη (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω). Από την περιγραφή αυτή προκύπτει επίσης ότι, στην περίπτωση των συμβάσεων που ανατέθηκαν από την ACA, όσοι διαγωνιζόμενοι υπέβαλαν προσφορά προτείνοντας έκπτωση υπερβαίνουσα την «υπερβολική έκπτωση» δεν βαθμολογούνταν με κανένα μόριο όσον αφορά την οικονομική αρτιότητα της προσφοράς. Ομοίως, στην περίπτωση των συμβάσεων που ανατέθηκαν από την ARC, όποια προσφορά ήταν ίση ή χαμηλότερη κατά περίπου 90 % της προσφοράς στην οποία αντιστοιχούσε η «υπερβολική έκπτωση» κρινόταν υπερβολικά χαμηλή και δεν βαθμολογούνταν με κανένα μόριο από το όριο αυτό και πέραν.

93

Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα συστήματα αναθέσεως δεν προέβλεπαν διαδικασία που να παρέχει σε διαγωνιζόμενο ο οποίος υπέβαλε προσφορά με έκπτωση υπερβαίνουσα την «υπερβολική έκπτωση» να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του και να προσκομίσει δικαιολογητικά σχετικά με τα διάφορα στοιχεία της προσφοράς του.

94

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι δεν είναι εφαρμοστέες στην υπό κρίση περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 37, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Ακόμη και αν τα εν λόγω συστήματα αναθέσεως δεν προέβλεπαν την αυτόματη απόρριψη των προσφορών που πρότειναν έκπτωση υπερβαίνουσα την «υπερβολική έκπτωση», γεγονός πάντως είναι ότι οι προσφορές που κρίνονταν υπερβολικά χαμηλές δεν βαθμολογούνταν με κανένα μόριο όσον αφορά την οικονομική τους αρτιότητα. Πάντως, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε στη συνέχεια το Βασίλειο της Ισπανίας, ο εντοπισμός της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς θα γινόταν βάσει δύο βασικών κριτηρίων, ήτοι της οικονομικής αρτιότητας και της τεχνικής ποιότητας, η δε ακριβής στάθμιση των κριτηρίων αυτών ποικίλλε αναλόγως των έργων και των συμβάσεων. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού βάρους του κριτηρίου της οικονομικής αρτιότητας, το οποίο ήταν συνήθως 50 %, τυχόν μηδενική βαθμολόγηση του κριτηρίου αυτού είχε κατ’ ανάγκη ως συνέπεια την απόρριψη της σχετικής προσφοράς, δεδομένου ότι, ακόμη και στην περίπτωση που μπορούσε να δικαιολογηθεί η βαθμολόγηση της τεχνικής ποιότητας (το ειδικό βάρος της οποίας ήταν επίσης 50 %) με τον μέγιστο αριθμό μορίων, ο οικείος διαγωνιζόμενος δεν θα μπορούσε κατ’ ουδένα τρόπο να λάβει συνολικό αριθμό μορίων που να καθιστά δυνατή την ανάθεση της συμβάσεως σε αυτόν. Εξ αυτού έπεται ότι η μηδενική βαθμολόγηση μιας τέτοιας προσφοράς έχει την ίδια συνέπεια με την απόρριψη προσφοράς που έχει κριθεί ασυνήθιστα χαμηλή. Τέλος, όπως επιβεβαίωσε το Βασίλειο της Ισπανίας στο πλαίσιο της περιγραφής των επίμαχων συστημάτων αναθέσεως, η μέθοδος αυτή, η οποία στηριζόταν στο όριο της «υπερβολικής εκπτώσεως», διαπνέεται από την ίδια λογική με αυτή που διαπνέει το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και το άρθρο 37, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δηλαδή τη λογική της αποτροπής του ενδεχομένου να ανατεθεί η σύμβαση σε διαγωνιζόμενο του οποίου η προτεινόμενη τιμή είναι δυσανάλογα χαμηλή σε σχέση με την προσφερόμενη παροχή και δεν μπορεί να εξασφαλίσει την καλή εκπλήρωσή της ή την ελάχιστη απαιτούμενη τεχνική ποιότητα (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω).

95

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεδομένου ότι τα συστήματα αναθέσεως των καταλανικών αρχών δεν προέβλεπαν διαδικασία ακροάσεως κατά τον έλεγχο των προσφορών που κρίνονταν τόσο χαμηλές ώστε να μη βαθμολογούνται με κανένα μόριο από απόψεως οικονομικής αρτιότητας και ότι, ως εκ τούτου, τα εν λόγω συστήματα δεν παρείχαν στους ενδιαφερόμενους διαγωνιζομένους τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους και να προσκομίσουν δικαιολογητικά σχετικά με τα διάφορα στοιχεία της προσφοράς τους, συνάγεται ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι τα συστήματα αυτά ήταν αντίθετα προς το άρθρο 30, παράγραφος 4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και προς το άρθρο 37, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών.

96

Κατά συνέπεια, προσήκει η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα στο σημείο 24, στοιχείο δʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου της πείρας από προηγούμενες εργασίες για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς

97

Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής, στο σημείο 18 και στο σημείο 24, στοιχείο βʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κριτήριο της πείρας από προηγούμενες εργασίες δεν είναι αποδεκτό ως κριτήριο για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς και ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. Το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι, πριν το 2002, δεν υπήρχε εδραιωμένη νομολογία που να δέχεται ότι η χρήση του εν λόγω κριτηρίου ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, οπότε, στο τότε στάδιο εξελίξεως, η χρήση αυτή δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως παράτυπη. Ειδικότερα, κατόπιν της σχετικής αποσαφηνίσεως από τη νομολογία, η ACA έπαψε να εφαρμόζει το κριτήριο αυτό.

98

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

99

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι το άρθρο 23 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών ορίζει ότι η ανάθεση της συμβάσεως πραγματοποιείται βάσει των κριτηρίων των άρθρων 36 και 37, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 24 και αφού ελεγχθεί από τις αναθέτουσες αρχές, βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 32, η καταλληλότητα των παρεχόντων υπηρεσίες που δεν αποκλείονται δυνάμει του άρθρου 29. Ομοίως, το άρθρο 18 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων ορίζει ότι η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στα άρθρα 30 έως 32 της ίδιας οδηγίας, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 19, μετά από έλεγχο της επάρκειας των εργοληπτών που δεν αποκλείσθηκαν δυνάμει του άρθρου 24, τον οποίο διεξάγουν οι αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 26 έως 29.

100

Στη συνέχεια, έχει παγίως κριθεί ότι, μολονότι οι οδηγίες αυτές δεν αποκλείουν καταρχήν την ταυτόχρονη διενέργεια του ελέγχου της καταλληλότητας των υποψηφίων και της αναθέσεως της συμβάσεως, γεγονός πάντως είναι ότι οι δύο αυτές διαδικασίες είναι αυτοτελείς και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες (βλ., επ’ αυτού, σχετικά με τις συμβάσεις έργων, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes, Συλλογή 1988, σ. 4635, σκέψεις 15 και 16, και, όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών, απόφαση Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 26).

101

Ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (καλούμενα κριτήρια ποιοτικής επιλογής) τα οποία προβλέπονται αντιστοίχως στα άρθρα 31 και 32 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και στα άρθρα 26 και 27 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων. Αντιθέτως, η ανάθεση της συμβάσεως βασίζεται στα κριτήρια που απαριθμούνται αντιστοίχως στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και στο άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων, τα οποία είναι είτε η χαμηλότερη τιμή είτε η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά (βλ., όσον αφορά τις συμβάσεις έργων, απόφαση Beentjes, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψεις 17 και 18, και, όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών, απόφαση Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 27 και 28).

102

Πάντως, μολονότι αληθεύει ότι, στην περίπτωση που η επιλογή γίνεται με βάση την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, τα κριτήρια στα οποία μπορούν να στηρίζονται οι αναθέτουσες αρχές δεν απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και στο άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και μολονότι, επομένως, οι διατάξεις αυτές παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές την ευχέρεια να επιλέγουν τα κριτήρια αναθέσεως τα οποία προτίθενται να εφαρμόσουν, εντούτοις η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων πρόκειται να εντοπιστεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια τα οποία δεν αποσκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, αλλά αφορούν κυρίως την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν την οικεία σύμβαση (βλ. απόφαση Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 29 και 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο της πείρας από προηγούμενες εργασίες, το οποίο εφάρμοσε η ACA ως κριτήριο αναθέσεως, αφορά την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση αυτή και, συνεπώς, δεν αποτελεί «κριτήριο αναθέσεως» κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και του άρθρου 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 31). Επομένως ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 18 και στο σημείο 24, στοιχείο βʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, το κριτήριο αυτό δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο αναθέσεως στο πλαίσιο των επίμαχων διαδικασιών διαγωνισμών, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί εξάλλου το Βασίλειο της Ισπανίας.

104

Όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα κατά νόμο να διαπιστώσει την παρατυπία αυτή μέχρι το σχετικό ζήτημα να αποσαφηνιστεί από την παρατιθέμενη στη σκέψη 102 ανωτέρω νομολογία, αρκεί η υπόμνηση ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης περιορίζεται στο να διαφωτίσει και να διευκρινίσει την έννοια και το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, όπως θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Εξ αυτού έπεται ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί και πρέπει, κατόπιν της ερμηνείας αυτής, να εφαρμόζεται ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως και ότι μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη που ερμήνευσε το Δικαστήριο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συσταθεί με καλή πίστη. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οσάκις αυτά καλούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης ερμηνείας από το Δικαστήριο (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T-289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-81, σκέψη 159).

105

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η έλλειψη εδραιωμένης νομολογίας πριν το 2002 σχετικά με την απαγόρευση χρήσεως του κριτηρίου της πείρας ως κριτηρίου αναθέσεως θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι η χρήση του εν λόγω κριτηρίου μπορούσε να θεωρείται νομότυπη στο τότε στάδιο εξελίξεως.

106

Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος του Βασιλείου της Ισπανίας ότι από την προγενέστερη νομολογία δεν προέκυπτε με σαφήνεια ότι η χρήση του κριτηρίου της πείρας ως κριτηρίου αναθέσεως ήταν αντίθετη προς τους σχετικούς κανόνες του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Πράγματι, η διάκριση μεταξύ των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής και των κριτηρίων αναθέσεως απορρέει ευθέως από την οδηγία 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και από την οδηγία 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων (βλ., ιδίως, τα κεφάλαια 2 και 3 των τίτλων VI των οδηγιών αυτών). Επιπροσθέτως, η αρχή κατά την οποία ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων και η ανάθεση της συμβάσεως αποτελούν δύο διαφορετικές πράξεις οι οποίες διέπονται από διαφορετικούς κανόνες έχει αναγνωριστεί ήδη από το 1988 με την απόφαση Beentjes, σκέψη 100 ανωτέρω (σκέψη 16). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το κριτήριο της ειδικής πείρας για το προς εκτέλεση έργο είναι εύλογο κριτήριο τεχνικής ικανότητας για τον έλεγχο της καταλληλότητας των εργοληπτών (σκέψη 37 της εν λόγω αποφάσεως).

107

Επιπλέον, το Δικαστήριο, στην απόφαση Concordia Bus Finland, σκέψη 76 ανωτέρω (σκέψη 59), διευκρίνισε ότι, στο μέτρο κατά το οποίο μια προσφορά αφορά κατ’ ανάγκη το αντικείμενο της συμβάσεως, τα κριτήρια αναθέσεως που μπορούν να εφαρμόζονται πρέπει, και αυτά, να συνδέονται με το αντικείμενο της συμβάσεως. Εξ αυτού έπεται ότι τα κριτήρια αναθέσεως που εφαρμόζουν οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να είναι αντικειμενικά και να συναρτώνται άμεσα και αποκλειστικά προς τα χαρακτηριστικά της προσφοράς και προς τις εγγενείς ιδιότητες ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, και όχι προς την ικανότητα των διαγωνιζομένων. Όσον αφορά ειδικώς το κριτήριο της προηγούμενης πείρας, το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, T-169/00, Esedra κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-609, σκέψη 158), έκρινε ότι η ποιότητα των προσφορών πρέπει να αξιολογείται βάσει των ίδιων των προσφορών και όχι βάσει της πείρας που απέκτησαν οι διαγωνιζόμενοι από τη συνεργασία τους με την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο προγενέστερων συμβάσεων ή βάσει κριτηρίων επιλογής, όπως η τεχνική ικανότητα των διαγωνιζομένων, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το στάδιο της επιλογής των υποψηφιοτήτων και τα οποία δεν μπορούν εκ νέου να ληφθούν υπόψη για τη σύγκριση των προσφορών (απόφαση TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 86). Ομοίως, το Δικαστήριο, στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01, GAT (Συλλογή 2003, σ. I-6351, σκέψη 66), επιβεβαίωσε εκ νέου ότι σχετικό με την πείρα του διαγωνιζομένου στοιχείο, όπως ένας κατάλογος αναφορών που περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εντοπισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να επικαλεστεί μόνο τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T-183/00, Strabag Benelux κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. II-135, σκέψεις 75 έως 79), και T-4/01, Renco κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. II-171, σκέψη 68), οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετική ερμηνεία.

108

Τα λοιπά επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας δεν ανατρέπουν την ανωτέρω εκτίμηση.

109

Πρώτον, στον βαθμό που το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή αντιφατική συμπεριφορά καθόσον αυτή, ακόμη και μετά το 2002, δημοσίευε προκηρύξεις διαγωνισμών στις οποίες η πείρα των διαγωνιζομένων αποτελούσε ένα από τα κριτήρια αναθέσεως, το επιχείρημα αυτό, το οποίο δεν έχει κατά τα λοιπά τεκμηριωθεί με αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, δεδομένου ότι ενδεχόμενη παρατυπία αυτού του είδους δεν δικαιολογεί την παρατυπία που διαπράχθηκε εν προκειμένω στο πλαίσιο των συμβάσεων που διαχειριζόταν η ACA.

110

Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί επίσης ως αλυσιτελές το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η χρήση του κριτηρίου της πείρας από προηγούμενες εργασίες δεν επηρέασε την επιλογή των αναδόχων, καθόσον τυχόν τέτοια περίσταση δεν μπορεί να κλονίσει την ανωτέρω εκτίμηση η οποία αφορά την παρατυπία που διαπίστωσε η Επιτροπή. Πράγματι, η διαπίστωση παρανομίας κατά την εφαρμογή των επίμαχων οδηγιών δεν μπορεί να είναι συνάρτηση των τυχόν συνεπειών που προκάλεσε στην πράξη η ως άνω παράνομη συμπεριφορά.

111

Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας με το υπόμνημα απαντήσεως, οπότε, ελλείψει εκ μέρους του προβολής σχετικών δικαιολογητικών λόγων ή αμφισβητήσεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, το Βασίλειο της Ισπανίας, προς στήριξη της αιτιάσεώς του, δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις κατά την έννοια της νομολογίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2009, T-145/06, Omya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-145, σκέψη 117) από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε βάρος του.

112

Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, κατά το μέρος που με αυτήν η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμβάσεις που ανατέθηκαν από την ACA δεν ήταν σύμφωνες προς τους σχετικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων λόγω της εφαρμογής του κριτηρίου της πείρας από προηγούμενες εργασίες ως κριτηρίου αναθέσεως.

113

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς και αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής

114

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως έχει κατοχυρωθεί με το άρθρο 5, τρίτο εδάφιο, EK και με το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής. Πιο συγκεκριμένα, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί το σημείο 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτό απαιτείται η επιστροφή του ποσού των 4490021 ευρώ, ως «αδικαιολογήτως δηλωθέντος» για τα έργα της ACA και της ARC, καθώς και το σημείο 28 της εν λόγω αποφάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή προτείνει «δημοσιονομική διόρθωση ανά έργο, ίση προς το 100 % της διαφοράς, σε επίπεδο κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, μεταξύ των προσφορών που είχαν επιλεγεί και όσων επανυπολογίστηκαν ανά χωριστή σύμβαση».

115

Κατά πρώτο λόγο, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η γραμμική μέθοδος αξιολογήσεως των τιμών, την οποία απαίτησε η Επιτροπή, δεν είναι ούτε καταλληλότερη ούτε εξασφαλίζει την καλύτερη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή την πιστότερη τήρηση των σχετικών κανόνων του δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων σε σύγκριση με τη μέθοδο της μέσης τιμής. Η εφαρμογή της εν λόγω γραμμικής μεθόδου θα είχε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα την επιλογή τιμών υψηλότερων ή ίσων με τις τιμές των προσφορών που επέλεξαν η ACA και η ARC εφαρμόζοντας τη μέθοδο της μέσης τιμής. Πάντως, για την ορθή εκτίμηση του οικονομικού αντίκτυπου της προβαλλόμενης παρατυπίας, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη όλες οι σχετικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων ως προς τις οποίες η απόφαση της ACA ή της ARC να εφαρμόσει τη μέθοδο της μέσης τιμής θα συνεπαγόταν εξοικονόμηση πόρων για την Ένωση. Ειδικότερα, η καθαρή δημοσιονομική διόρθωση, η οποία λαμβάνει υπόψη τόσο τα έσοδα όσο και τις δαπάνες, θα έπρεπε να ανέρχεται σε 2895884,80 ευρώ για την ACA και σε 112900,52 ευρώ για την ARC. Επομένως, το αίτημα επιστροφής 4490021 ευρώ ως ποσού «αδικαιολογήτως δηλωθέντος» παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

116

Κατά δεύτερο λόγο, το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι η Επιτροπή καθόσον στηρίχθηκε στη γραμμική μέθοδο αξιολογήσεως των τιμών, όφειλε να διορθώσει τη νέα στάθμιση του ειδικού βάρους των τεχνικών κριτηρίων και των οικονομικών κριτηρίων, αντιστοίχως. Πάντως, η νέα στάθμιση, μνεία της οποίας γίνεται στο σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβάνει υπόψη μόνο την κατάργηση του κριτηρίου της πείρας. Ειδικότερα, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, αν η ACA και η ARC αποφάσιζαν, όσον αφορά την οικονομική αρτιότητα των προσφορών, να βαθμολογήσουν με τον υψηλότερο αριθμό μορίων τη χαμηλότερη προσφορά, δεν θα διατηρούσαν τη στάθμιση που προβλεπόταν για το τεχνικό κριτήριο και για το οικονομικό κριτήριο, αλλά θα προσέδιδαν κατ’ ανάγκη μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο τεχνικό κριτήριο. Επομένως, δεδομένου ότι η μέθοδος της μέσης τιμής αποσκοπούσε ακριβώς στη διασφάλιση της τεχνικής βιωσιμότητας των υποβληθεισών προσφορών, θα προέκυπτε απόλυτη ανάγκη να προβλεφθεί νέα στάθμιση. Διαφορετικά, η διατήρηση της αρχικώς προβλεφθείσας σταθμίσεως θα συνεπαγόταν «τεχνική δυσλειτουργία» και δεν θα παρείχε την εξασφάλιση ότι η επιλεγείσα προσφορά ήταν όντως η καλύτερη από τεχνικής απόψεως και, επομένως, ότι ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

117

Κατά τρίτο λόγο, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, υφίστανται λιγότερο επαχθή μέσα για τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από μια δημοσιονομική διόρθωση ποσοστού 100 %. Η Επιτροπή παρέβη το σημείο 2.3 των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002 κατά το οποίο τέτοια διόρθωση μπορεί να προβλέπεται μόνον στην περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις που έχουν διαπιστωθεί στο σύστημα διοικήσεως και ελέγχου ή η επίμαχη παρατυπία είναι «τόσο σοβαρές ώστε να συνιστούν απόλυτη απουσία συμμόρφωσης προς τους [κανόνες της Ένωσης]», καθιστώντας έτσι παράτυπες όλες τις πληρωμές. Πάντως, εν προκειμένω, δεν υφίσταται τέτοια «απόλυτη» απουσία συμμορφώσεως, προπάντων αν ληφθεί υπόψη η ελάχιστη σημασία της δυσλειτουργίας που προέκυψε από την εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής από την ACA και από την ARC. Επομένως, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και η ενδεδειγμένη δημοσιονομική διόρθωση, η οποία λαμβάνει υπόψη τη νέα στάθμιση του τεχνικού και του οικονομικού κριτηρίου, θα έπρεπε να ανέρχεται σε 976000 ευρώ.

118

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

119

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας, όπως έχει κατοχυρωθεί στο άρθρο 5 EK, αποτελεί τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί όπως οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων ενδεδειγμένων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές, ενώ οι αρνητικές συνέπειες που τυχόν προκύπτουν δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-308/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-5089, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, σε περίπτωση παραβάσεως υποχρεώσεως της οποίας η τήρηση έχει θεμελιώδη σημασία για την εύρυθμη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος της Ένωσης, η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται στην απώλεια δικαιώματος προβλεπομένου από τη νομοθεσία της Ένωσης, όπως είναι το δικαίωμα χρηματοδοτικής συνδρομής (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, T-199/99, Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3731, σκέψεις 134 και 135, και της 19ης Νοεμβρίου 2008, T‑404/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 89).

120

Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής σε σχέση με τις επιμέρους ή τις συστημικές παρατυπίες, θα αξιολογηθεί, όπου αυτό είναι δυνατό και εφαρμόσιμο, βάσει μεμονωμένων φακέλων και θα ισούται με το ποσό της δαπάνης που χρεώθηκε αδικαιολόγητα στο Ταμείο Συνοχής, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, όταν δεν είναι δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό της παράτυπης δαπάνης ή όταν η εξ ολοκλήρου ακύρωση της εν λόγω παράτυπης δαπάνης θα ήταν δυσανάλογη, η Επιτροπή επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά προβολή ή κατ’ αποκοπή.

121

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να καθορισθούν οι δημοσιονομικές διορθώσεις για τα επτά έργα για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνες ήταν η ACA και η ARC, η Επιτροπή αποφάσισε, αφενός, να αντικαταστήσει τη μέθοδο της μέσης τιμής με τη γραμμική μέθοδο αξιολογήσεως των τιμών δυνάμει της οποίας η χαμηλότερη προσφορά λάμβανε την υψηλότερη βαθμολογία και, αφετέρου, να απαλείψει το κριτήριο της πείρας από την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών. Στη συνέχεια, βάσει των νέων αξιολογήσεων τις οποίες προετοίμασαν οι καταλανικές αρχές, η Επιτροπή πρότεινε δημοσιονομική διόρθωση ανά έργο, ίση προς το 100 % της διαφοράς, σε επίπεδο χρηματοδοτικής συνδρομής εκ μέρους της Ένωσης, μεταξύ των προσφορών που είχαν επιλεγεί και όσων επανυπολογίστηκαν ανά χωριστή σύμβαση.

122

Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, το συνολικό ποσό της δημοσιονομικής διορθώσεως υπολογίστηκε χωριστά για καθεμία από τις επίμαχες συμβάσεις λαμβάνοντας υπόψη τη γραμμική μέθοδο αξιολογήσεως των τιμών και κατόπιν απαλείψεως του κριτηρίου της πείρας από την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών, και ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε καθορισμό της διορθώσεως κατά προβολή ή κατ’ αποκοπή. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της νέας σταθμίσεως του τεχνικού και του οικονομικού κριτηρίου όσον αφορά τις εν λόγω συμβάσεις, δεν τροποποίησε το ειδικό βάρος καθενός από τα εν λόγω κριτήρια, όπως αυτό είχε οριστεί στο πλαίσιο της αρχικώς προβλεφθείσας σταθμίσεώς τους.

123

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του Βασιλείου της Ισπανίας, ότι η γραμμική μέθοδος αξιολογήσεως των τιμών, την οποία απαίτησε η Επιτροπή, δεν είναι ούτε καταλληλότερη ούτε εξασφαλίζει την καλύτερη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή την πιστότερη τήρηση των σχετικών κανόνων του δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων σε σύγκριση με τη μέθοδο της μέσης τιμής, υπενθυμίζεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζει την αιτίασή του αυτή, μεταξύ άλλων, στο επιχείρημα ότι η εφαρμογή της εν λόγω γραμμικής μεθόδου θα είχε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα την επιλογή τιμών υψηλότερων ή ίσων με τις τιμές των προσφορών οι οποίες επελέγησαν κατ’ εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής. Πάντως, η Επιτροπή επισήμανε συναφώς, χωρίς να αντικρουσθεί ρητώς επ’ αυτού από το Βασίλειο της Ισπανίας, ότι τα αποτελέσματα αυτά ήταν απόρροια της καταργήσεως, στο πλαίσιο της νέας αξιολογήσεως των προσφορών, του τεχνικού κριτηρίου της προηγούμενης πείρας. Επιπλέον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αποδεικνύει ως προς ποια πτυχή η γραμμική μέθοδος αξιολογήσεως των τιμών είναι αντίθετη προς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων ούτε για ποιο λόγο η εφαρμογή της θα είχε ως συνέπεια η Επιτροπή να ορίσει δημοσιονομικές διορθώσεις που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Πιο συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, δυνάμει της γραμμικής μεθόδου αξιολογήσεως των τιμών, η χαμηλότερη προσφορά λάμβανε την υψηλότερη βαθμολογία, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν εξήγησε τεκμηριωμένα, αν και υπό ποιες προϋποθέσεις η εν λόγω μέθοδος θα μπορούσε, σε περίπτωση ισοβαθμίας βάσει όλων των λοιπών κριτηρίων, να έχει ως συνέπεια την επιλογή προσφοράς με τιμή υψηλότερη της τιμής της προσφοράς που θα είχε επιλεγεί για την ίδια σύμβαση κατ’ εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής.

124

Στο μέτρο κατά το οποίο, εντός του ίδιου πλαισίου, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την εξοικονόμηση πόρων για τον προϋπολογισμό της Ένωσης η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι, σχετικά με ορισμένες συμβάσεις, η ACA ή η ARC επέλεξαν προσφορές χαμηλότερες εκείνων που θα είχαν επιλεγεί αν είχε εφαρμοστεί η γραμμική μέθοδος αξιολογήσεως των τιμών την οποία απαίτησε η Επιτροπή, αρκεί η επισήμανση ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού των δημοσιονομικών διορθώσεων, δεν είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη η ως άνω εξοικονόμηση η οποία φέρεται ακριβώς να προκύπτει από την εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όντως υφίσταται τέτοια εξοικονόμηση, αυτή επιτεύχθηκε κατά παράβαση των σχετικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων (βλ. σκέψεις 71 έως 77 ανωτέρω). Ένα κράτος μέλος όμως, του οποίου οι αρχές έχουν θεσπίσει παράνομο σύστημα αναθέσεως, δεν επιτρέπεται να επικαλείται υπέρ αυτού την ως άνω παράνομη πρακτική.

125

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 1 των κατευθυντήριων οδηγιών του 2002, ο σκοπός των δημοσιονομικών διορθώσεων είναι να εξασφαλισθεί ότι το 100 % των δαπανών για τις οποίες έχει ζητηθεί συγχρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής θα είναι σύμφωνες με την εφαρμοστέα στον οικείο τομέα νομοθεσία της Ένωσης και με την εθνική νομοθεσία. Πράγματι, δυνάμει της αρχής της συμβατότητας, όπως έχει κατοχυρωθεί με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, μόνον όσες δαπάνες έχουν πραγματοποιηθεί τηρουμένων των κρίσιμων κανόνων δικαίου μπορούν να βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις πληρωμές που διενεργεί κράτος μέλος, όπως εν προκειμένω η παράβαση που οφείλεται στην εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής, υποχρεούται να προβεί σε διόρθωση των λογαριασμών που έχει υποβάλει το κράτος μέλος αυτό (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑81/09, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

127

Περαιτέρω, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν τεκμηρίωσε τη δεύτερη αιτίασή του ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε εκ νέου στάθμιση του ειδικού βάρους του οικονομικού και του τεχνικού κριτηρίου, ιδίως για τον λόγο ότι η μέθοδος της μέσης τιμής αποσκοπούσε στη διασφάλιση της τεχνικής βιωσιμότητας των υποβληθεισών προσφορών και στην επιλογή της καλύτερης προσφοράς από τεχνικής απόψεως και, επομένως, στην επιλογή της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς. Πράγματι, αφενός, δεν αποδείχθηκε ότι η εφαρμογή της μεθόδου της μέσης τιμής, η οποία είναι αυτή καθαυτή αντίθετη προς τους σχετικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων (βλ. σκέψεις 70 έως 76 ανωτέρω), αποτελούσε μέθοδο που διασφάλιζε ειδικώς την τεχνική βιωσιμότητα των επίμαχων έργων και καθιστούσε απολύτως αναγκαία την εκ νέου στάθμιση του τεχνικού και του οικονομικού κριτηρίου. Αφετέρου, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι η βλάβη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης συνεπεία της εφαρμογής της μέσης τιμής, κατά το μέρος που η μέθοδος αυτή, σε περίπτωση ισοβαθμίας των προσφορών βάσει όλων των λοιπών κριτηρίων, καθιστούσε δυνατή την ανάθεση της συμβάσεως σε διαγωνιζόμενο που υπέβαλε προσφορά υψηλότερη από κάποιον άλλο, μπορούσε να αντισταθμιστεί από ενδεχόμενα οφέλη σε επίπεδο τεχνικής ποιότητας.

128

Πάντως, στο οικείο κράτος μέλος απόκειται να υποστηρίξει και να αποδείξει ότι, στο πλαίσιο της νέας αξιολογήσεως των προσφορών ή του καθορισμού των δημοσιονομικών διορθώσεων, και πέραν της καταργήσεως και/ή της αντικαταστάσεως των κριτηρίων αξιολογήσεως που είναι παράνομα δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης –ήτοι, εν προκειμένω της καταργήσεως του κριτηρίου της πείρας από προηγούμενες εργασίες και της αντικαταστάσεως της μεθόδου της μέσης τιμής από τη γραμμική μέθοδο αξιολογήσεως των τιμών–, ότι επιβάλλονται επιπλέον τροποποιήσεις των σχετικών κριτηρίων αξιολογήσεως και ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις συνάδουν, και αυτές, με την ως άνω νομοθεσία. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο όλων των επίμαχων συμβάσεων, τήρησε τις αρχικώς προβλεφθείσες σταθμίσεις αντιστοίχως των τεχνικών και των οικονομικών κριτηρίων και ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι θα έπρεπε ή θα μπορούσε νομίμως να είχε προβλεφθεί διαφορετική στάθμιση για τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων.

129

Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

130

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, κατά την οποία η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς τις κατευθυντήριες οδηγίες του 2002 και επέβαλε δυσανάλογες δημοσιονομικές διορθώσεις, υπενθυμίζεται ότι το οικείο θεσμικό όργανο, όταν θεσπίζει κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς που προορίζονται να παράγουν εξωτερικά έννομα αποτελέσματα και όταν αναγγέλλει με τη δημοσίευσή τους, εν προκειμένω μέσω του διαδικτύου, ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις τις οποίες οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, άλλως θα του επιβληθούν, ενδεχομένως, κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της ασφαλείας δικαίου ή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεν μπορεί συνεπώς να αποκλείεται ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και αναλόγως του περιεχομένου τους, οι εν λόγω κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι έχουν γενική ισχύ, μπορούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα και, ιδίως, ότι η διοίκηση δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτούς, σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους οι οποίοι πρέπει να είναι συμβατοί με τις γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό την προϋπόθεση ότι η προσέγγιση αυτή δεν αντιβαίνει σε άλλους υπέρτερους κανόνες δικαίου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P, C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψεις 209 έως 211, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2007, T-374/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2007, σ. II-4431, σκέψη 111 και παρατιθέμενη νομολογία).

131

Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σημείο 2.3 των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002 προβλέπει, μόνο σε σχέση με τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις, ότι είναι δυνατό να προβλέπεται δημοσιονομική διόρθωση ποσοστού 100 % στην περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις που έχουν διαπιστωθεί στο σύστημα διοικήσεως και ελέγχου ή η επίμαχη παρατυπία «είναι τόσο σοβαρές ώστε να συνιστούν απόλυτη απουσία συμμόρφωσης [εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους] προς τους [κανόνες της Ένωσης]», καθιστώντας έτσι παράτυπες όλες τις πληρωμές. Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως ρητώς προκύπτει από το σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε κατ’ αποκοπή διόρθωση, αλλά υπολόγισε τη δημοσιονομική διόρθωση βάσει συγκεκριμένων ποσών που καθορίστηκαν για καθεμιά από τις επίμαχες συμβάσεις (βλ. σκέψη 122 ανωτέρω). Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση, σε συμφωνία με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, κατά το οποίο το «ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή […] θα ισούται με το ποσό της δαπάνης που χρεώθηκε αδικαιολόγητα στο [Τ]αμείο» Συνοχής, κάνει λόγο εν προκειμένω για διόρθωση ποσοστού «100 % της διαφοράς» μεταξύ των προσφορών που είχαν επιλεγεί και όσων επανυπολογίστηκαν ανά χωριστή σύμβαση, και όχι για κατ’ αποκοπή διόρθωση, οπότε η τρίτη αιτίαση του Βασιλείου της Ισπανίας είναι αλυσιτελής.

132

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η τρίτη αιτίαση και, επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς και αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση ουσιώδους τύπου, καθώς και παράβαση του άρθρου H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής λόγω παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως

133

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας, υπήρξε παράβαση ουσιώδους τύπου και παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της ακροάσεως της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006 καθώς και τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν συναφώς οι εκπρόσωποι των καταλανικών αρχών. Ειδικότερα, κατά την ακρόαση αυτή, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η γραμμική μέθοδος αξιολογήσεως των τιμών προκαλούσε δυσλειτουργίες, καθόσον η εφαρμογή της είχε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα την επιλογή ακριβότερων προσφορών από αυτές που είχαν επιλέξει η ACA και η ARC, και ότι, για αυτόν τον λόγο, επισήμανε ότι ήταν διατεθειμένη να προβεί σε «καθαρή» δημοσιονομική διόρθωση. Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι γραπτές και οι προφορικές παρατηρήσεις των καταλανικών αρχών υποβλήθηκαν εκπροθέσμως, ειδάλλως η διαδικασία ακροάσεως θα καθίστατο άνευ περιεχομένου και δεν θα εξυπηρετούσε τον βασικό της σκοπό. Επομένως, η Επιτροπή παρέβη ουσιώδη τύπο της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής. Ομοίως, δεδομένου ότι οι απόψεις που διατύπωσε η Επιτροπή κατά την ακρόαση της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006 και οι τελικές εκτιμήσεις της στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατικές, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των καταλανικών αρχών. Πιο συγκεκριμένα, αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εν λόγω αρχές στο ως άνω πλαίσιο, και των οποίων το βάσιμο αναγνώρισε η Επιτροπή, αυτή θα είχε καταλήξει σε ευνοϊκότερο αποτέλεσμα, ήτοι στην επιβολή «καθαρής» δημοσιονομικής διορθώσεως. Τέλος, η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία υποχρεούται να τηρεί ως θεματοφύλακας του δικαίου της Ένωσης.

134

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

135

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, προβλέπει διαδικασία ακροάσεως μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους με αντικείμενο τις παρατυπίες τις οποίες έχει εντοπίσει η Επιτροπή κατά τον έλεγχο έργων συγχρηματοδοτούμενων από το Ταμείο Συνοχής. Κατά το άρθρο H, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, «[ε]άν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις για τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή καλεί αυτό το κράτος μέλος σε ακρόαση κατά την οποία και τα δύο μέρη καταβάλλουν προσπάθειες να επιτύχουν συμφωνία σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτές». Περαιτέρω, το άρθρο H, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ορίζει ότι, «[κ]ατά το τέλος της περιόδου που ορίζει η Επιτροπή, η Επιτροπή, υπό τον όρον ότι τηρείται η δέουσα διαδικασία, οφείλει, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός τριών μηνών και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους, να αποφασίσει […] να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις. Αυτό σημαίνει ακύρωση εν όλω ή εν μέρει της συνδρομής που χορηγείται στο συγκεκριμένο έργο». Επιπλέον, προκειμένου να μην καθίσταται άνευ περιεχομένου, η διαδικασία ακροάσεως με αντικείμενο τις δημοσιονομικές διορθώσεις που προτίθεται να επιβάλει η Επιτροπή πρέπει να καθιστά δυνατή την κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση όλων των εριζόμενων ζητημάτων και τη συνεκτίμηση από την Επιτροπή όλων των ζητημάτων που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροάσεως (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C-346/00, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-9293, σκέψη 70).

136

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, κατά την ακρόαση της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006 με αντικείμενο τις παρατυπίες που διαπίστωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο των επίμαχων έργων, οι εκπρόσωποι των καταλανικών αρχών είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των προβαλλόμενων παρατυπιών και επί των δημοσιονομικών διορθώσεων τις οποίες είχε την πρόθεση να επιβάλει η Επιτροπή σχετικά με το σύνολο των επίμαχων έργων, συμπεριλαμβανομένης της απόψεως ότι είναι αναγκαία η επιβολή «καθαρής» δημοσιονομικής διορθώσεως, στοιχείο το οποίο σημειώθηκε στο πρακτικό το οποίο κατήρτισαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής και το οποίο κοινοποιήθηκε στη συνέχεια στη μόνιμη αντιπροσωπεία του Βασιλείου της Ισπανίας με έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2006. Όπως προκύπτει επίσης από το εν λόγω πρακτικό, η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα επιχειρήματα των εκπροσώπων των καταλανικών αρχών, συνήγαγε ότι δεν υπήρχε λόγος τροποποιήσεως της αρχικής θέσεώς της. Επομένως, κατά την εν λόγω ακρόαση, η Επιτροπή κατέστησε δυνατή τη διεξαγωγή κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως επί του συνόλου των εριζόμενων ζητημάτων, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί εξάλλου το Βασίλειο της Ισπανίας, και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι καταλανικές αρχές στο πλαίσιο αυτό.

137

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή παρέβη ουσιώδη τύπο της διαδικασίας καθιστώντας άνευ περιεχομένου τη διαδικασία ακροάσεως που προβλέπει το άρθρο H, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002.

138

Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας για τον λόγο ότι οι απόψεις που διατύπωσε η Επιτροπή κατά την ακρόαση της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006 και οι τελικές εκτιμήσεις της στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατικές, καθόσον το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν μπορεί να βασιστεί στο προαναφερθέν πρακτικό. Επιπλέον, ούτε από τη δικογραφία ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή απέρριψε ως εκπρόθεσμες τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές μετά την ακρόαση της 27ης και 28ης Ιουνίου 2006. Εν πάση περιπτώσει, το Βασίλειο της Ισπανίας αναγνωρίζει ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις δεν παρείχαν νέα στοιχεία, αλλά επιβεβαίωναν απλώς σε έγγραφη μορφή τα στοιχεία που είχαν εκτεθεί κατά την ακρόαση. Η αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

139

Τέλος, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως, στην οποία το Βασίλειο της Ισπανίας επιχειρεί να προσδώσει περιεχόμενο που είναι ασαφές, περιορίζεται σε γενική παραπομπή στα λοιπά επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, οπότε πρέπει επίσης να απορριφθεί.

140

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 λόγω της απουσίας αληθών παρατυπιών, καθώς και, επικουρικώς, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με το έργο για τη διαχείριση του οποίου υπεύθυνη ήταν η Depurbaix

Προκαταρκτική παρατήρηση

141

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί τη δημοσιονομική διόρθωση σχετικά με το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058 για τη διαχείριση του οποίου υπεύθυνη ήταν η Depurbaix. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, αμφισβητεί την ύπαρξη παρατυπίας ως προς τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που συνδέονταν με την επιβάρυνση η οποία αποκαλούνταν «φόρος διευθύνσεως εργασιών». Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, το οποίο έχει προβληθεί επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως.

Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002

– Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

142

Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την προβαλλόμενη συστημική παρατυπία η οποία, κατά την Επιτροπή, οφείλεται στο γεγονός ότι το «τέλος διευθύνσεως εργασιών» καλύπτει γενικά ή διοικητικά έξοδα της Depurbaix, τα οποία δεν είναι επιλέξιμα δυνάμει της αποφάσεως περί χορηγήσεως.

143

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση περί χορηγήσεως διακρίνει τέσσερις περιπτώσεις, και πιο συγκεκριμένα την περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες εκτελούνται από τρίτους, την περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες εκτελούνται από υπαλλήλους της διοικήσεως, την περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες εκτελούνται από τον υπεύθυνο για την υλοποίηση του έργου οργανισμό και την περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες εκτελούνται από τη δημόσια διοίκηση. Στην περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες εκτελούνται από τον υπεύθυνο για την υλοποίηση του έργου οργανισμό, ο οποίος δεν εντάσσεται στη δημόσια διοίκηση, όπως είναι, εν προκειμένω, η Depurbaix, δεν υφίσταται υποχρέωση εφαρμογής των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, όσον αφορά τις εργασίες σχεδιασμού και μελέτης των έργων, διαχειρίσεως και επιβλέψεως, καθώς και προετοιμασίας της εκτάσεως γης και κατασκευής, η απόφαση περί χορηγήσεως προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, της περιπτώσεως κατά την οποία την υλοποίηση αναλαμβάνει ο υπεύθυνος οργανισμός με δικά του μέσα, χωρίς να ζητεί τη συνδρομή υπαλλήλων της διοικήσεως, και, αφετέρου, της περιπτώσεως κατά την οποία οι υπάλληλοι αυτοί μετέχουν στην υλοποίηση. Η Depurbaix, εμπορική εταιρία η οποία συστάθηκε με μοναδικό σκοπό την εκτέλεση του έργου για το οποίο χορηγήθηκε χρηματοδοτική συνδρομή και δεν είχε άλλη δραστηριότητα πέραν της εκτελέσεως του εν λόγω έργου, δεν ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού, στο μέτρο κατά το οποίο, αφενός, θα εκτελούσε τις προαναφερθείσες εργασίες με δικά της μέσα και, αφετέρου, θα ασκούσε τα καθήκοντα του χρηματοοικονομικού ελέγχου, της οικονομικής και επιτόπιας παρακολουθήσεως και της προλήψεως των παρατυπιών, έστω και αν, στην τελευταία περίπτωση, θα ζητούσε τη συνδρομή του προσωπικού της διοικήσεως. Το Βασίλειο της Ισπανίας, στηριζόμενο στα σχετικά τιμολόγια, διευκρινίζει ότι το κατ’ αποκοπή ποσό 4 % επί του κόστους των εργασιών αποτελεί το αντάλλαγμα για τη δραστηριότητα διευθύνσεως των εργασιών με την οποία ήταν επιφορτισμένη η Depurbaix, καθώς και των υποχρεωτικών δραστηριοτήτων ελέγχου, παρακολουθήσεως και προλήψεως, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιλαμβανόμενο στα μη επιλέξιμα διοικητικά ή γενικά έξοδα. Ειδικότερα, οι επιλέξιμες δραστηριότητες τις οποίες ανέλαβε η Depurbaix εμπίπτουν είτε στο πλαίσιο «αμοιβής αποδοχών για άσκηση καθηκόντων στο πλαίσιο των εργασιών κατασκευής» είτε στο πλαίσιο της «αποζημιώσεως για δαπάνες χρηματοοικονομικού ελέγχου, οικονομικής και επιτόπιας παρακολουθήσεως και προλήψεως των παρατυπιών», είτε στο πλαίσιο της «αποζημιώσεως για έξοδα διαχειρίσεως και επιβλέψεως των έργων» είτε στο πλαίσιο της «αποζημιώσεως για δαπάνες επικοινωνίας και διαφημίσεως».

144

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

– Υπόμνηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί χορηγήσεως

145

Το Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058 για τη διαχείριση του οποίου υπεύθυνη ήταν η Depurbaix, υπενθυμίζει ότι, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβλέπεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εντόπισε δαπάνες υπό τη μορφή «τέλους διευθύνσεως εργασιών», οι οποίες συνίσταντο στην προσθήκη επί του κόστους εργασιών ενός κατ’ αποκοπή ποσού 4 %, και ότι οι δαπάνες αυτές έπρεπε να χαρακτηριστούν μη επιλέξιμες καθόσον επρόκειτο για γενικά ή διοικητικά έξοδα κατά το σημείο 2, προτελευταία περίπτωση, του τμήματος IV του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, κατά το σημείο VII του Reglamento de contratación del consejo de aministración de Depurbaix (κανονισμού αναθέσεως συμβάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Depurbaix, στο εξής: κανονισμός αναθέσεως συμβάσεων), αυτή είχε το δικαίωμα, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων κατασκευής των έργων, να χρεώσει στον ανάδοχο κατ’ αποκοπή ποσό που αντιστοιχούσε στο 4 % του συνολικού κόστους των εργασιών, εκτός ΦΠΑ, ως εισφορά του στις δαπάνες συντηρήσεως και διοικητικού της Depurbaix.

146

Επιπλέον, το τμήμα IV του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, το οποίο επιγράφεται «Συμμετοχή της δημόσιας διοίκησης», προβλέπει, στο σημείο 2, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Εφόσον στις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχείο αʹ, του παρόντος τμήματος μετέχουν υπάλληλοι της δημόσιας διοικήσεως, η Επιτροπή θα μπορεί να θεωρεί ως επιλέξιμες […] τις δαπάνες […] οι οποίες τηρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

[…]

τα καθήκοντα που θα εκτελεστούν δυνάμει της συμβάσεως αυτής δεν πρέπει να καλύπτουν τα γενικά καθήκοντα διοικήσεως, όπως αυτά έχουν οριστεί στο σημείο 1 του τμήματος IX·

[…]».

147

Το τμήμα II του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, το οποίο επιγράφεται «Βασικοί ορισμοί και βασικές έννοιες», ορίζει, στο σημείο 1, την έννοια «υπεύθυνος για την υλοποίηση του έργου οργανισμός». Κατά το εν λόγω σημείο 1, στοιχείο αʹ, μεταξύ άλλων, «[σ]το πλαίσιο των επιδοτούμενων από το Ταμείο Συνοχής έργων, ως “υπεύθυνος για την υλοποίηση οργανισμός” νοείται ο δημόσιος ή ιδιωτικός οργανισμός που είναι υπεύθυνος για την οργάνωση των συμβάσεων που αφορούν τα έργα». Κατά το σημείο 1, στοιχείο βʹ, «[ο] οργανισμός αυτός ορίζεται ως τελικός δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής». Επιπλέον, το σημείο 2 του εν λόγω τμήματος II ορίζει την έννοια «δημόσια διοίκηση», η οποία περιλαμβάνει τρία επίπεδα, ήτοι την κεντρική διοίκηση (εθνικό επίπεδο), την περιφερειακή διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση.

148

Ο ορισμός της έννοιας «δαπάνες» περιλαμβάνεται στο σημείο 5, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, του τμήματος II του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, κατά το οποίο οι δαπάνες πρέπει να «αφορούν πιστοποιημένες και όντως διενεργηθείσες καταβολές από τον υπεύθυνο για την υλοποίηση του έργου οργανισμό που να αποδεικνύονται με εξοφλημένα τιμολόγια ή με άλλα λογιστικά έγγραφα που έχουν την ίδια αποδεικτική ισχύ». Επιπλέον, όπως προκύπτει από το σημείο 5, στοιχείο βʹ, του τμήματος II του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, σε περίπτωση που από ορισμένο έργο προκύπτουν έσοδα, οι δαπάνες μπορούν κατ’ εξαίρεση να αντιστοιχούν σε πιστοποιημένα τιμολόγια και, σε αυτήν την περίπτωση, απαιτείται η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.

149

Το τμήμα III του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως απαριθμεί τις «κύριες κατηγορίες επιλέξιμων δαπανών», ήτοι, μεταξύ άλλων, τις δαπάνες σχεδιασμού και μελέτης, τις δαπάνες για την αγορά εκτάσεων γης, τις δαπάνες προετοιμασίας της εκτάσεως γης ή των προς εκτέλεση εργασιών, τις δαπάνες ανεγέρσεως και κατασκευής, τις δαπάνες για μηχανήματα και εξοπλισμό που πρόκειται να ενσωματωθούν μόνιμα στο έργο και τις δαπάνες για τα μέτρα που συνδέονται με τη διαχείριση του έργου. Επιπλέον, το τμήμα IV του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, το οποίο επιγράφεται «Σχεδιασμός και μελέτη των έργων», ορίζει, στο σημείο 1, στοιχείο αʹ, μεταξύ άλλων, ότι «[ο]ι δαπάνες που απορρέουν από τον σχεδιασμό, από την παροχή εξειδικευμένων συμβουλών και από τη μελέτη των έργων θα είναι, κατά κανόνα, επιλέξιμες […], υπό την προϋπόθεση ότι συνδέονται με το οικείο έργο».

150

Το τμήμα IX του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, το οποίο επιγράφεται «Διοικητικές δαπάνες», προβλέπει, στο σημείο 1, στοιχείο αʹ, ότι, «[κ]ατά κανόνα, δεν είναι δυνατή η χορήγηση συνδρομής για δαπάνες τις οποίες φέρουν οι φορείς της δημόσιας διοικήσεως, συμπεριλαμβανομένων των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων του κράτους, της περιφερειακής διοικήσεως ή της τοπικής αυτοδιοικήσεως, εκτός των προσηκόντως πιστοποιημένων δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της υποχρεώσεως διενέργειας των χρηματοοικονομικών ελέγχων και της υποχρεώσεως ασκήσεως των καθηκόντων οικονομικής και επιτόπιας παρακολουθήσεως και προλήψεως των παρατυπιών».

151

Τέλος, το τμήμα X του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, το οποίο επιγράφεται «Άλλες κατηγορίες δαπανών», ορίζει ότι, «[κ]ατά κανόνα, οι δαπάνες σχετικά με τη διαχείριση διαχειρίσεως και την επίβλεψη των έργων θα είναι επιλέξιμες […], και επ’ αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις που μνημονεύονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος IV».

152

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, επιβάλλεται, πρώτον, να εξεταστεί αν η Depurbaix αποτελεί φορέα «δημόσιας διοικήσεως» κατά την έννοια του σημείου 2 του τμήματος II του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως· δεύτερον, αν το «τέλος διευθύνσεως εργασιών», το οποίο συνίστατο στην προσθήκη επί του κόστους των εργασιών κατ’ αποκοπή ποσού 4 %, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δαπάνη την οποία φέρει φορέας της δημόσιας διοικήσεως»· και, τρίτον, στην περίπτωση που όντως πρόκειται για τέτοια δαπάνη, αν παρά ταύτα αυτή εμπίπτει στην έννοια «προσηκόντως πιστοποιημένες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της υποχρεώσεως διενέργειας των χρηματοοικονομικών ελέγχων και της υποχρεώσεως ασκήσεως των καθηκόντων οικονομικής και επιτόπιας παρακολουθήσεως και προλήψεως των παρατυπιών» κατά την έννοια του σημείου 1 του τμήματος IX του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως.

– Επί του χαρακτηρισμού της Depurbaix ως φορέα δημόσιας διοικήσεως

153

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Depurbaix αποτελεί sociedad mercantil estatal (κρατική εμπορική εταιρία), στο εταιρικό κεφάλαιο της οποίας μετέχουν το Ισπανικό Δημόσιο και η ACA αντιστοίχως κατά 85 % και κατά 15 % και η οποία, δυνάμει της εφαρμοστέας ισπανικής νομοθεσίας, διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Επιπλέον, κατά το σημείο 3 του παραρτήματος I της αποφάσεως περί χορηγήσεως, η Depurbaix είναι ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση του έργου της επεκτάσεως της μονάδας καθαρισμού αποβλήτων στον ποταμό Besos με σκοπό τη δευτερογενή βιολογική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων και την επεξεργασία της ιλύος που προέρχεται από την Περιφέρεια της Βαρκελώνης (έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058) και, ως εκ τούτου, ο τελικός δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής.

154

Όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Depurbaix πρέπει όχι μόνο να χαρακτηριστεί «οργανισμός δημοσίου δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, αλλά επίσης να εξομοιωθεί προς φορέα της δημόσιας διοικήσεως κατά την έννοια των όρων επιλεξιμότητας τους οποίους έχει καθορίσει η απόφαση περί χορηγήσεως.

155

Ειδικότερα, για να μπορεί ένας οργανισμός να χαρακτηριστεί οργανισμός δημοσίου δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως η έννοια αυτή έχει ερμηνευθεί στη νομολογία, πρέπει να συντρέχουν τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, ο οργανισμός αυτός πρέπει να έχει ιδρυθεί ειδικώς για να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος, οι οποίες να μην έχουν εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα· δεύτερον, πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα· και, τρίτον, πρέπει να τελεί σε στενή εξάρτηση από το κράτος, από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή από άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-44/96, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I-73, σκέψεις 20 και 21, και της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-237/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-939, σκέψεις 40 και 41). Επιπλέον, η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι η έννοια «αναθέτουσα αρχή», συμπεριλαμβανομένης της έννοιας «οργανισμός δημοσίου δικαίου», πρέπει να ερμηνεύεται βάσει λειτουργικών κριτηρίων (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C-337/06, Bayerischer Rundfunk κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-11173, σκέψη 37).

156

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η Depurbaix πληροί τις προαναφερθείσες τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Ειδικότερα, κατά τη συμφωνία απευθείας διαχειρίσεως αριθ. 2, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, η οποία συνήφθη μεταξύ του ισπανικού Υπουργείου Περιβάλλοντος και της Depurbaix, η Depurbaix αποτελεί δημόσια επιχείρηση συσταθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο με σκοπό την «ανάληψη της απευθείας διαχειρίσεως της κατασκευής και/ή της εκμεταλλεύσεως ορισμένων δημόσιων υδραυλικών έργων» για τον καθαρισμό των υγρών αποβλήτων της περιοχής Baix Llobregat. Όπως προκύπτει από το δεύτερο σημείο του προοιμίου της ίδιας συμφωνίας, τα εν λόγω έργα κηρύχθηκαν έργα δημοσίου συμφέροντος με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 3 της 26ης Φεβρουαρίου 1993. Εξ αυτού συνάγεται ότι η Depurbaix ιδρύθηκε με σκοπό να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος, οι οποίες δεν έχουν εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα κατά την έννοια της πρώτης από τις προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 155 ανωτέρω, αλλά, εν προκειμένω, περιβαλλοντικό χαρακτήρα. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Depurbaix έχει νομική προσωπικότητα ως ανώνυμη εμπορική εταιρία, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας τελεί υπό τον αποκλειστικό έλεγχο δημοσίων αρχών, ήτοι, αφενός, του Ισπανικού Δημοσίου κατά 85 % και, αφετέρου, της ACA η οποία αποτελεί τμήμα της διοικήσεως της Comunidad Autónoma de Cataluña, κατά 15 %, πράγμα το οποίο αποδεικνύει συγχρόνως τη στενή εξάρτησή της από το Ισπανικό Δημόσιο και από μία εκ των αυτόνομων κοινοτήτων της Ισπανίας. Επομένως, πληρούται επίσης η δεύτερη και η τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 155 ανωτέρω.

157

Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με όσα φρονεί το Βασίλειο της Ισπανίας, η Depurbaix, ως οργανισμός δημοσίου δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «αναθέτουσα αρχή» δυνάμει της ίδιας οδηγίας, με συνέπεια να υπόκειται στην υποχρέωση να εφαρμόζει τις διαδικασίες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων τις οποίες προβλέπει η οδηγία αυτή.

158

Εκ των ανωτέρω έπεται επίσης ότι η Depurbaix πρέπει να χαρακτηριστεί ως αναπόσπαστο τμήμα της «δημόσιας διοικήσεως» κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο αʹ, του τμήματος IX του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη ρήτρα 5.2.c της συμφωνίας απευθείας διαχειρίσεως αριθ. 2, η οποία επιφορτίζει την Depurbaix, προς τον σκοπό της εκπληρώσεως που καθήκοντος που της έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, να συνάπτει συμβάσεις με τρίτους σχετικά με την εκτέλεση έργων τηρώντας τον «νόμο περί συμβάσεων των φορέων της δημόσιας διοικήσεως». Επιπλέον, όπως προκύπτει από το πρώτο και από το δεύτερο σημείο του προοιμίου της από 14 Ιουνίου 2002 συμβάσεως για την εκτέλεση του επίμαχου έργου, η εν λόγω σύμβαση «αποτελεί την τυπική μορφή της εντολής» που ανέθεσε το Ισπανικό Δημόσιο στην Depurbaix, στις 30 Νοεμβρίου 2001, να υλοποιήσει τα έργα της επεκτάσεως της μονάδας καθαρισμού αποβλήτων στον ποταμό Besos με σκοπό τη βιολογική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων.

159

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Depurbaix, ως υπεύθυνος για την υλοποίηση του επίμαχου έργου οργανισμός, είναι φορέας διακριτός από τη δημόσια διοίκηση.

160

Εκ των ανωτέρω έπεται εξάλλου ότι, κατά το σημείο 1, στοιχείο αʹ, του τμήματος IX του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, η Depurbaix, ως οργανισμός που αποτελεί τμήμα της «δημόσιας διοικήσεως», δεν μπορεί να ζητήσει συγχρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής για την κάλυψη των «διοικητικών δαπανών» της, εκτός αν πρόκειται για «προσηκόντως πιστοποιημένες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της υποχρεώσεως διενέργειας των χρηματοοικονομικών ελέγχων και της υποχρεώσεως ασκήσεως των καθηκόντων οικονομικής και επιτόπιας παρακολουθήσεως και προλήψεως των παρατυπιών».

– Επί της επιλεξιμότητας των δαπανών τις οποίες φέρει η Depurbaix ως φορέας δημόσιας διοικήσεως

161

Όσον αφορά το ζήτημα αν το «τέλος διευθύνσεως εργασιών», το οποίο συνίστατο στην προσθήκη επί του κόστους των εργασιών κατ’ αποκοπή ποσού 4 %, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δαπάνη την οποία φέρει φορέας της δημόσιας διοικήσεως», υπενθυμίζεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το εν λόγω «τέλος» δεν αφορά τα γενικά ή διοικητικά έξοδα της Depurbaix, αλλά αποτελεί την αμοιβή που αυτή λαμβάνει έναντι ορισμένων υπηρεσιών τις οποίες φέρεται να έχει παράσχει στον ανάδοχο που εκτέλεσε τις προβλεπόμενες για το επίμαχο έργο εργασίες. Το Βασίλειο της Ισπανίας, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε, στηριζόμενο σε τιμολόγια της Depurbaix, ότι επρόκειτο για «αντάλλαγμα για την εκτέλεση προαιρετικών υπηρεσιών σχεδιασμού, διευθύνσεως, επιθεωρήσεως, ενάρξεως, παραλαβής και εκκαθαρίσεως των έργων, καθώς και για δαπάνες εποπτείας του ελέγχου ποιότητας και μελετών».

162

Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό κλονίζεται, αφενός, από το σημείο VII του κανονισμού αναθέσεως συμβάσεων (σκέψη 145 ανωτέρω), κατά τον οποίο η Depurbaix είχε το δικαίωμα να χρεώσει στον ανάδοχο κατ’ αποκοπή ποσό που αντιστοιχούσε στο 4 % του συνολικού κόστους των εργασιών, εκτός ΦΠΑ, ως «εισφορά του στις δαπάνες συντηρήσεως και διοικητικού» της Depurbaix, και, αφετέρου, από το σημείο 2.4, στοιχείο γʹ, της από 14 Ιουνίου 2002 συμβάσεως εκτελέσεως του επίμαχου έργου μεταξύ της Depurbaix και της εν λόγω αναδόχου επιχειρήσεως, κατά το οποίο επρόκειτο για «εισφορά στις γενικές δαπάνες της Depurbaix, όπως οι δαπάνες εποπτείας του ελέγχου ποιότητας και μελετών», και όχι για αποζημίωση για έξοδα συνδεόμενα με ειδικές υπηρεσίες τέτοιου τύπου. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα τιμολόγια που προσκόμισε το Βασίλειο της Ισπανίας, η Depurbaix χρέωνε στην ανάδοχο επιχείρηση το εν λόγω «τέλος» με ενιαίο και καθολικό τρόπο, έστω και αν ο συντελεστής του κυμαινόταν μεταξύ 3 και 4 %, επισημαίνοντας κάθε φορά, με μια τυποποιημένη ρήτρα, ότι το ως άνω «τέλος» είχε ως σκοπό την αποζημίωση για «την εκτέλεση προαιρετικών υπηρεσιών σχεδιασμού, διευθύνσεως, επιθεωρήσεως, ενάρξεως, παραλαβής και εκκαθαρίσεως των έργων, καθώς και για δαπάνες εποπτείας του ελέγχου ποιότητας και μελετών», χωρίς ωστόσο αυτή να παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τις υπηρεσίες αυτές ή ως προς την ημερομηνία της παροχής τους. Επομένως, υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη γενική και ομοιόμορφη εφαρμογή του «τέλους διευθύνσεως εργασιών», του οποίου ο σκοπός μνημονευόταν εντελώς γενικά και αφηρημένα στα τιμολόγια της Depurbaix, υποστηρίζοντας ότι το εν λόγω «τέλος» αποτελούσε αποζημίωση για την παροχή ειδικών υπηρεσιών υπέρ της αναδόχου επιχειρήσεως.

163

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι το υπό τη μορφή «τέλους διευθύνσεως εργασιών» κατ’ αποκοπή ποσό 4 % αποτελούσε αποζημίωση για την παροχή ειδικών υπηρεσιών.

164

Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το εν λόγω κατ’ αποκοπή ποσό αποτελεί αμοιβή για την παροχή εκ μέρους της Depurbaix ειδικών υπηρεσιών και ανεξαρτήτως της ακριβούς φύσεως των υπηρεσιών αυτών, οι καταβολές τις οποίες διενήργησε η ανάδοχος επιχείρηση για το «τέλος διευθύνσεως εργασιών» δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιλέξιμες δαπάνες τις οποίες φέρουν οι φορείς της δημόσιας διοικήσεως κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο αʹ, του τμήματος IX του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως. Δεδομένου του ορισμού της έννοιας «δαπάνες», ο οποίος περιλαμβάνεται στο σημείο 5, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, του τμήματος II του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως και κατά τον οποίο οι δαπάνες πρέπει να «αφορούν πιστοποιημένες και όντως διενεργηθείσες καταβολές από τον υπεύθυνο για την υλοποίηση του έργου οργανισμό που να αποδεικνύονται με εξοφλημένα τιμολόγια ή με άλλα λογιστικά έγγραφα που έχουν την ίδια αποδεικτική ισχύ», οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει κατ’ ανάγκη να στηρίζονται σε τέτοιες «καταβολές». Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι έσοδα όπως αυτά τα οποία χρεώθηκαν και εισπράχθηκαν από την Depurbaix ως «τέλος διευθύνσεως εργασιών» δεν καλύπτονται από τον ως άνω ορισμό της έννοιας «δαπάνες», λόγος για τον οποίο η Επιτροπή, στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις χαρακτήρισε «έμμεσες δαπάνες τις οποίες χρέωσε η Depurbaix». Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το σημείο 5, στοιχείο βʹ, του τμήματος II του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, σε περίπτωση που από ορισμένο έργο προκύπτουν έσοδα, οι δαπάνες μπορούν κατ’ εξαίρεση να αντιστοιχούν σε πιστοποιημένα τιμολόγια και, σε αυτήν την περίπτωση, απαιτείται η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, πράγμα το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω. Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός των εσόδων που συγκέντρωσε η Depurbaix στο πλαίσιο του «τέλους διευθύνσεως εργασιών» ως επιλέξιμων δαπανών θα είχε ως αποτέλεσμα να καταβληθεί αποζημίωση εις διπλούν για το κόστος που φέρεται να προέκυψε από την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών, και ειδικότερα να καταβληθεί αποζημίωση, αφενός, μέσω των καταβολών της αναδόχου επιχειρήσεως προς την Depurbaix ως αναθέτουσα αρχή και ως φορέα της δημόσιας διοικήσεως κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο αʹ, του τμήματος IX του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως και, αφετέρου, μέσω της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής. Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπόρεσε να εξηγήσει για ποιον λόγο και με ποια νομική βάση θα μπορούσε να ζητήσει την αποζημίωση εις διπλούν για τα έξοδα που προέκυψαν από τις υπηρεσίες αυτές.

165

Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι δαπάνες που εμφανίζονταν ως «τέλος διευθύνσεως εργασιών», το οποίο συνίστατο στην προσθήκη επί του κόστους των εργασιών κατ’ αποκοπή ποσού 4 %, δεν ήταν επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του αντικειμένου των διαφόρων υπηρεσιών τις οποίες φέρεται να παρέσχε η Depurbaix καθώς και η εξέταση της επιλεξιμότητάς τους κατά την έννοια του τμήματος III του παραρτήματος IV της αποφάσεως περί χορηγήσεως, το οποίο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω.

166

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτό προβάλλεται παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 λόγω ελλείψεως παρατυπίας.

Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο έχει προβληθεί επικουρικώς και αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

167

Επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η επιβολή κατ’ αποκοπή δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058 συνιστά παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή, χωρίς κανένα δικαιολογητικό λόγο μετέβαλε τη στάση της και αποφάσισε να εφαρμόσει κατ’ αποκοπή δημοσιονομική διόρθωση. Εν προκειμένω, θα ήταν δυνατή η ακριβής ποσοτικοποίηση και η επιβολή διορθώσεως βάσει του ποσοτικοποιημένου αποτελέσματος. Η ως άνω δημοσιονομική διόρθωση έπρεπε να έχει ως βάση της το σύνολο των ποσών που είχαν πιστοποιηθεί έως την ημερομηνία των ελέγχων, σύμφωνα με την πρόταση που υπέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας και η οποία έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, και όχι ένα κατ’ αποκοπή ποσό.

168

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του δευτέρου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

169

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή, στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι οι μη επιλέξιμες «έμμεσες δαπάνες», τις οποίες χρέωσε η Depurbaix ως «τέλος διευθύνσεως εργασιών», δηλώθηκαν για τρία έργα για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνη ήταν η Depurbaix και το συνολικό ύψος των οποίων ανερχόταν, κατά την ημερομηνία της διενέργειας του ελέγχου τον Οκτώβριο 2003, σε 9298055 ευρώ. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός αυτό αποδεικνύει έλλειψη στο σύστημα διοικήσεως και ελέγχου που θέσπισε το ισπανικό Υπουργείο Περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, καθόρισε (κατ’ αποκοπή) δημοσιονομική διόρθωση σε ποσοστό 2 % επί της συγχρηματοδοτήσεως (ύψους 85 %) η οποία είχε χορηγηθεί για το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058, δηλαδή όρισε ποσό ύψους 2324414 ευρώ.

170

Δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει κατ’ αποκοπή δημοσιονομικές διορθώσεις μόνον εφόσον δεν είναι δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό των παράτυπων δαπανών ή εφόσον η ακύρωση του συνόλου των επίμαχων δαπανών θα ήταν δυσανάλογη.

171

Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή, με την έκδοση των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002, θέσπισε κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς προοριζόμενους να παράγουν εξωτερικά έννομα αποτελέσματα, ανήγγειλε με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει στο εξής στις περιπτώσεις τις οποίες οι κανόνες αυτοί αφορούν και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτοπεριορίστηκε κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ακόμη και όταν η σχετική εκτίμηση αφορά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας (βλ. νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 130 ανωτέρω).

172

Κατά το σημείο 2.3 των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002, η Επιτροπή θεωρεί εαυτήν αρμόδια να προβαίνει σε (κατ’ αποκοπή) δημοσιονομική διόρθωση με ανώτατο ποσοστό 100 %, όταν οι ελλείψεις που έχουν διαπιστωθεί στο σύστημα διοικήσεως και ελέγχου ή η επίμαχη είναι «τόσο σοβαρές ώστε να συνιστούν απόλυτη απουσία συμμόρφωσης [εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους] προς τους [κανόνες της Ένωσης]», καθιστώντας έτσι παράτυπες όλες τις πληρωμές. Εντούτοις, η Επιτροπή εφαρμόζει μόνο την ελάχιστη (κατ’ αποκοπή) δημοσιονομική διόρθωση με ποσοστό 2 %, όταν οι επιδόσεις είναι επαρκείς όσον αφορά τα θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος αλλά υφίσταται πλήρης έλλειψη λειτουργίας για ένα ή περισσότερα δευτερεύοντα στοιχεία, δεδομένου ότι ο κίνδυνος απωλειών για το Ταμείο Συνοχής είναι πιο περιορισμένος και η παράβαση λιγότερο σοβαρή.

173

Επιπλέον, στο σημείο 2.5, δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι «[ο] συντελεστής διόρθωσης πρέπει [κανονικά] να εφαρμόζεται στο μέρος της δαπάνης που εκτέθηκε σε κίνδυνο», και ότι, «[ό]ταν η έλλειψη οφείλεται σε παράλειψη του κράτους μέλους να υιοθετήσει κατάλληλο σύστημα ελέγχου, τότε η διόρθωση πρέπει να εφαρμόζεται για το σύνολο της δαπάνης για το οποίο απαιτήθηκε το εν λόγω σύστημα ελέγχου». Κατά το ίδιο εδάφιο, «[κ]ανονικά η διόρθωση θα πρέπει να αφορά τη δαπάνη για το μέτρο κατά την εξεταζόμενη περίοδο, παραδείγματος χάρη για ένα οικονομικό έτος[, εντούτοις,] όταν η παρατυπία απορρέει από συστημικές ελλείψεις εμφανώς μακροχρόνιες και με επιπτώσεις σε δαπάνες αρκετών ετών, τότε η διόρθωση πρέπει να αφορά όλη τη δαπάνη που έχει δηλωθεί από το κράτος μέλος αφότου προέκυψε η έλλειψη του συστήματος μέχρι τον μήνα κατά τον οποίο επανορθώθηκε».

174

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστήριξε, τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να αντικρουσθεί συναφώς από το Βασίλειο της Ισπανίας, ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχαν οι ισπανικές αρχές, κατά την ημερομηνία διενέργειας του επίμαχου ελέγχου, το αθροιστικό ποσό που είχε χρεώσει η Depurbaix ως «τέλος διευθύνσεως εργασιών» για το σύνολο των έργων που διαχειριζόταν ανερχόταν σε πάνω από 9 εκατομμύρια ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, εφάρμοσε το χαμηλότερο ποσοστό δημοσιονομικής διορθώσεως, ήτοι τον συντελεστή 2 %, όπως αυτός προβλέπεται στο σημείο 2.3 των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002, αποκλειστικώς και μόνο σε σχέση με το έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058. Κατά τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο έχοντας λάβει υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι ο ως άνω έλεγχος ήταν ο πρώτος που διενεργήθηκε στην οικεία περιφέρεια μετά την έναρξη ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι ισπανικές αρχές ανακάλεσαν τα πιστοποιητικά για το σύνολο των δαπανών που αντιστοιχούσαν στο «τέλος διευθύνσεως εργασιών» σε σχέση με όλα τα έργα για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνη ήταν η Depurbaix. Το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αντέκρουσε τις εξηγήσεις αυτές κατά τη διάρκεια της δίκης.

175

Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προέβαλε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και/ή τους κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς στους οποίους αυτοβούλως υποβλήθηκε προκειμένου να τηρείται η εν λόγω αρχή. Πράγματι, κατά τους εν λόγω κανόνες, ο περιορισμός της κατ’ αποκοπή διορθώσεως στο κατώτατο ποσοστό του 2 % καθώς και η εφαρμογή του αποκλειστικώς επί ενός μόνον έργου υπό τη διαχείριση της Depurbaix ήταν, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστωθείσας παρατυπίας, η λιγότερο επαχθής κύρωση που μπορούσε να επιβάλει η Επιτροπή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Επιπλέον, δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προκειμένου να κλονίσει τη νομιμότητα των σχετικών κανόνων των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002 υπό το πρίσμα της εν λόγω αρχής, και δεν αμφισβήτησε ότι η αδυναμία του συστήματος διοικήσεως και ελέγχου, η οποία διαπιστώθηκε στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελούσε «πλήρη έλλειψη λειτουργίας για ένα ή περισσότερα δευτερεύοντα στοιχεία» κατά την έννοια του σημείου 2.3 των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002.

176

Όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η δημοσιονομική διόρθωση έπρεπε να έχει ως βάση της το σύνολο των ποσών που είχαν πιστοποιηθεί έως την ημερομηνία των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή και όχι ένα κατ’ αποκοπή ποσό, αρκεί η επισήμανση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προέβαλε κανένα στοιχείο προς τεκμηρίωση του επιχειρήματός του. Αντιθέτως, κατά στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002, η Επιτροπή είχε την εξουσία να προβεί, όπως έπραξε εν προκειμένω, σε κατ’ αποκοπή διόρθωση περιοριζόμενη στο έργο με αριθμό αναφοράς 2001.ES.16.C.PE.058, με το σκεπτικό ότι θα ήταν δυσανάλογη η ακύρωση του συνόλου των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούσαν τα λοιπά έργα για τη διαχείριση των οποίων υπεύθυνη ήταν η Depurbaix. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το σημείο 2.5, δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντηρίων οδηγιών του 2002, οι προβλεπόμενοι στο σημείο αυτό συντελεστές για τον καθορισμό κατ’ αποκοπή διορθώσεως για ορισμένα είδη παρατυπιών εφαρμόζονται κανονικά «στο μέρος της δαπάνης που εκτέθηκε σε κίνδυνο», και όχι στα ποσά που είναι πιστοποιημένα κατά το στάδιο του ελέγχου. Ομοίως, από χρονικής απόψεως, η εν λόγω διάταξη ορίζει επίσης ότι κανονικά η δημοσιονομική διόρθωση εφαρμόζεται επί των δαπανών που αφορούν την εξεταζόμενη περίοδο, παραδείγματος χάρη ένα οικονομικό έτος· επομένως, η Επιτροπή δεν είχε την περιορισμένη δυνατότητα, όπως διατείνεται το Βασίλειο της Ισπανίας, να λάβει υπόψη την περίοδο έως την ημερομηνία κατά την οποία διενήργησε τον έλεγχό της.

177

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον παρέλειψε να υπολογίσει την επίμαχη κατ’ αποκοπή διόρθωση βάσει του συνόλου των ποσών που είχαν πιστοποιηθεί έως την ημερομηνία του ελέγχου.

178

Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως καθώς και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

179

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται η απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

180

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

181

Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας απορρίφθηκαν και ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Azizi

Frimodt Nielsen

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

Το νομικό πλαίσιο

 

Διατάξεις σχετικά με το Ταμείο Συνοχής

 

Σχετικές διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων

 

Το ιστορικό της διαφοράς

 

Τα επίμαχα έργα

 

Η διοικητική διαδικασία

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

 

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών

 

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και παράβαση του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 36 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών

 

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συμβάσεων δημοσίων έργων και του άρθρου 37 της οδηγίας 92/50 περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όσον αφορά τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

 

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου της πείρας από προηγούμενες εργασίες για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς

 

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς και αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής

 

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος έχει προβληθεί επικουρικώς και αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση ουσιώδους τύπου, καθώς και παράβαση του άρθρου H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 περί του Ταμείου Συνοχής λόγω παραβιάσεως της αρχής της «χρηστής διοικήσεως»

 

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002 λόγω της απουσίας αληθών παρατυπιών, καθώς και, επικουρικώς, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με το έργο για τη διαχείριση του οποίου υπεύθυνη ήταν η Depurbaix

 

Προκαταρκτική παρατήρηση

 

Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1386/2002

 

— Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

 

— Υπόμνηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί χορηγήσεως

 

— Επί του χαρακτηρισμού της Depurbaix ως φορέα δημόσιας διοικήσεως

 

— Επί της επιλεξιμότητας των δαπανών τις οποίες φέρει η Depurbaix ως φορέας δημόσιας διοικήσεως

 

Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο έχει προβληθεί επικουρικώς και αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top