Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0045

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (όγδοο τμήμα) της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.
    Reliance Industries Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Κοινή εμπορική πολιτική - Δασμοί αντιντάμπινγκ - Αντισταθμιστικοί δασμοί - Λήξη ισχύος δασμών - Ανακοίνωση ενάρξεως επανεξετάσεως - Προθεσμία - Κανόνες ΠΟΕ.
    Υπόθεση T-45/06.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 II-02399

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2008:398

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 ( *1 )

    «Κοινή εμπορική πολιτική — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Αντισταθμιστικοί δασμοί — Λήξη ισχύος δασμών — Ανακοίνωση ενάρξεως επανεξετάσεως — Προθεσμία — Κανόνες ΠΟΕ»

    Στην υπόθεση T-45/06,

    Reliance Industries Ltd, με έδρα το Mumbai (Ινδία), εκπροσωπούμενη από τους I. MacVay, S. Ahmed, solicitors, R. Thompson, QC, και K. Beal, barrister,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

    και

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους N. Khan και P. Stancanelli,

    καθών.

    με αντικείμενο αιτήματα περί ακυρώσεως:

    της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, για την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των αντισταθμιστικών μέτρων που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου προελεύσεως, μεταξύ άλλων, Ινδίας (ΕΕ C 304, σ. 4),

    της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, για την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης και μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν (ΕΕ C 304, σ. 9),

    του κανονισμού (ΕΚ) 2603/2000 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου, καταγωγής Ινδίας, Μαλαισίας και Ταϊλάνδης, και την περάτωση της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου, καταγωγής Ινδονησίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν (ΕΕ L 301, σ. 1), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2604/2000 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που έχει επιβληθεί στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ L 301, σ. 21), και της απόφασης 2000/745/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2000, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν σε σχέση με τις διαδικασίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET) καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ L 301, σ. 88), στον βαθμό που οι πράξεις αυτές έχουν εφαρμογή στην προσφεύγουσα μετά την 1η Δεκεμβρίου 2005,

    επικουρικώς, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 288, σ. 1),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, N. Wahl και A. Dittrich, δικαστές,

    γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2007,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Το νομικό πλαίσιο

    Συμφωνίες κατά του ντάμπινγκ και των επιδοτήσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

    1

    Το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Α της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου [ΠΟΕ], ορίζει:

    «[Ό]λοι οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ θα καταργούνται το βραδύτερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία επιβολής τους […], εκτός αν οι αρμόδιες αρχές κρίνουν, στο πλαίσιο επανεξέτασης που άρχισαν πριν από την ανωτέρω ημερομηνία με δική τους πρωτοβουλία ή μετά τη διατύπωση σχετικού και δεόντως τεκμηριωμένου αιτήματος εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής σε προγενέστερο χρόνο που δεν απέχει υπερβολικά από την ανωτέρω ημερομηνία, ότι η λήξη ισχύος του δασμού θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής επιδοτήσεων και της εξ αυτής προκαλούμενης ζημίας. Ο δασμός είναι δυνατό να διατηρείται σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης.»

    2

    Ομοίως, το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του 1994, που περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ L 336, σ. 156, στο εξής: συμφωνία κατά των επιδοτήσεων), προβλέπει:

    «[Κ]άθε οριστικός αντισταθμιστικός δασμός καταργείται το αργότερο πέντε έτη από την επιβολή του […], εκτός αν οι αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που άρχισαν πριν από την ανωτέρω ημερομηνία με δική τους πρωτοβουλία ή μετά τη διατύπωση σχετικού και δεόντως τεκμηριωμένου αιτήματος εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής σε προγενέστερο χρόνο που δεν απέχει υπερβολικά από την ανωτέρω ημερομηνία, ότι η λήξη ισχύος του δασμού θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής επιδοτήσεων και της εξ αυτής προκαλούμενης ζημίας. Ο δασμός είναι δυνατό να διατηρείται σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης.»

    Βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ

    3

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1, στο εξής: «βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ»), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ορίζει:

    «Η έρευνα είναι δυνατόν να περατούται χωρίς την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών σε περίπτωση που οποιοσδήποτε εξαγωγέας αναλάβει κατά τρόπο ικανοποιητικό υποχρεώσεις με αντικείμενο την αναθεώρηση των τιμών που αυτός εφαρμόζει ή τη διακοπή των εξαγωγών προς την εκάστοτε περιοχή σε τιμές που απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ και εφόσον η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις, πείθεται ότι με τον τρόπο αυτό πρόκειται να εξαλειφθούν οι ζημιογόνες συνέπειες του ντάμπινγκ […]».

    4

    Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει:

    «Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

    Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. […]

    […]

    Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής των μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου.»

    5

    Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, «[κ]άθε επανεξέταση βάσει του παρόντος άρθρου εγκαινιάζεται από την Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή».

    6

    Η αιτιολογική σκέψη 18 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ τονίζει ότι «είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα [αντιντάμπινγκ] παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, από την επανεξέτασή τους, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ».

    Βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων

    7

    Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 288, σ. 1, στο εξής: «βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων»), ορίζει:

    «Η έρευνα [κατά των επιδοτήσεων] είναι δυνατόν να περατωθεί χωρίς την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών σε περίπτωση που προσφέρεται ικανοποιητική οικειοθελής ανάληψη υποχρεώσεων βάσει της οποίας:

    α)

    η χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της·

    β)

    ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει τις τιμές που εφαρμόζει ή να διακόψει τις εξαγωγές προς την εκάστοτε περιοχή των προϊόντων τα οποία τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, ούτως ώστε η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις, να πεισθεί ότι εξαλείφθησαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων. Οι αυξήσεις τιμών βάσει των αναλήψεων υποχρεώσεων αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και μάλιστα πρέπει να υπολείπονται του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αν επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.»

    8

    Το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων προβλέπει :

    «1.   Κάθε οριστικό αντισταθμιστικό μέτρο παύει να ισχύει πέντε έτη μετά την επιβολή του ή πέντε έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο την παροχή επιδοτήσεων, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση μέτρων ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

    2.   Διενεργείται επανεξέταση μέτρου ενόψει της λήξης του, όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας […].

    […]

    4.   Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εν ευθέτω χρόνω, κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής του, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί δικαιούνται, το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 2. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση με την οποία αναγγέλλεται η πραγματική λήξη ισχύος ενός μέτρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος μέρους.»

    9

    Σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, «[κ]άθε επανεξέταση βάσει [του άρθρου] 18 […] αρχίζει από την Επιτροπή αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής».

    10

    Η αιτιολογική σκέψη 22 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων τονίζει ότι «είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα [κατά των επιδοτήσεων] παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από επανεξέταση, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ».

    Ιστορικό της διαφοράς

    11

    Η προσφεύγουσα, Reliance Industries Ltd, είναι εταιρία ινδικού δικαίου η οποία παράγει, μεταξύ άλλων, τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (PET).

    12

    Στις 27 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2603/2000 για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου, καταγωγής Ινδίας, Μαλαισίας και Ταϊλάνδης, και την περάτωση της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου, καταγωγής Ινδονησίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν (ΕΕ L 301, σ. 1).

    13

    Στις 27 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον κανονισμό (ΕΚ) 2604/2000 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που έχει επιβληθεί στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ L 301, σ. 21).

    14

    Κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως των προσβαλλόμενων κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000, η προσφεύγουσα ανέλαβε τη δέσμευση έναντι της Επιτροπής να αναθεωρήσει τις τιμές της, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων. Η προσφεύγουσα συναίνεσε επίσης να υπαχθεί η δέσμευσή της «στις διατάξεις [του άρθρου] 11, [παράγραφος] 2 […], του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και [του άρθρου] 18, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων».

    15

    Στις 29 Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2000/745/ΕΚ για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν σε σχέση με τις διαδικασίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET) καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ L 301, σ. 88).

    16

    Οι κανονισμοί 2603/2000 και 2604/2000 καθώς και η απόφαση 2000/745 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 30 Νοεμβρίου 2000. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 2603/2000, το άρθρο 4 του κανονισμού 2604/2000 και το άρθρο 2 της αποφάσεως 2000/745, οι κανονισμοί τέθηκαν σε ισχύ την επομένη της δημοσιεύσεώς τους, δηλαδή την 1η Δεκεμβρίου 2000.

    17

    Στις 2 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ και ορισμένων αντισταθμιστικών μέτρων (ΕΕ C 52, σ. 2). Η ανακοίνωση αφορούσε ιδίως τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και την απόφαση 2000/745. Η Επιτροπή υπενθύμισε με την ανακοίνωση αυτή ότι, εκτός από την περίπτωση ενάρξεως επανεξέτασης, η ισχύς των μέτρων θα έληγε την 1η Δεκεμβρίου 2005. Οι αιτήσεις επανεξέτασης έπρεπε να υποβληθούν στην Επιτροπή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν τη λήξη ισχύος των οικείων μέτρων.

    18

    Η Polyethylene Terephthalate (PET) Committee of Plastics Europe κατέθεσε, στις 30 Αυγούστου 2005, για λογαριασμό σημαντικής μερίδας παραγωγών, συγκεκριμένα περισσοτέρων του 90 %, αίτηση επανεξέτασης της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ορισμένων ειδών PET.

    19

    Την 1η Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των αντισταθμιστικών μέτρων που έχουν εφαρμογή στις εισαγωγές ορισμένων ειδών PΚΑΙ προελεύσεως, μεταξύ άλλων, από την Ινδία (ΕΕ C 304, σ. 4), αφενός, και την έναρξη επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των αντιντάμπινγκ μέτρων που έχουν εφαρμογή στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων που προέρχονται από την Ινδία, την Ινδονησία, τη Δημοκρατία της Κορέας, τη Μαλαισία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη και τη μερική προσωρινή επανεξέταση των αντιντάμπινγκ μέτρων που έχουν εφαρμογή στις εισαγωγές ορισμένων ειδών PΚΑΙ προελεύσεως από τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν (ΕΕ C 304, σ. 9), αφετέρου (στο εξής: από κοινού, «προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξέτασης»). Οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξέτασης αφορούσαν τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και την απόφαση 2000/745.

    20

    Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2006, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις ανησυχίες της όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία δημοσιεύθηκαν οι ανακοινώσεις επανεξέτασης:

    «Βάσει των κανόνων ΠΟΕ, […] η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ και των μέτρων κατά των επιχορηγήσεων λήγει το αργότερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία επιβολή τους, εφόσον δεν παρατάθηκε κατόπιν επανεξετάσεως που άρχισε πριν την ημερομηνία λήξεως. Οι σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τους κανόνες του ΠΟΕ. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρίζεται ότι κίνησε διαδικασία επανεξετάσεως λόγω λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ και των μέτρων κατά των επιχορηγήσεων PET την ημέρα της λήξεως των εν λόγω μέτρων (δηλαδή την 1η Δεκεμβρίου 2005), και όχι πριν την ημερομηνία αυτή (δηλαδή το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2005), όπως απαιτούν οι κανόνες του ΠΟΕ, με συνέπεια τη φερόμενη παράταση της περιόδου ισχύος των οικείων κανονισμών πέραν της επιτρεπόμενης από τους κανόνες του ΠΟΕ.»

    21

    Με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή απάντησε ότι οι εν λόγω επανεξετάσεις διενεργήθηκαν «τηρουμένων πλήρως των άρθρων 11, παράγραφος 2, του [βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ] και 18 του [βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων]».

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    22

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Φεβρουαρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    23

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Δεν ελήφθη κανένα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    24

    Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα διαβίβασε στο Πρωτοδικείο την έκθεση του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ της 12ης Απριλίου 2007 σχετικά με τις επανεξετάσεις λόγω λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ που αφορούν σωλήνες κοιτασμάτων πετρελαίου προελεύσεως Αργεντινής (WT/DS268/AB/RW). Το έγγραφο αυτό κατατέθηκε στον φάκελο και κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

    25

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Δεκεμβρίου 2007.

    26

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξέτασης·

    να ακυρώσει, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο ή κατάλληλο, τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και την απόφαση 2000/745, στον βαθμό που μπορεί να θεωρηθούν ως εφαρμοστέοι επί της προσφεύγουσας για τον χρόνο μετά την 1η Δεκεμβρίου 2005·

    να ακυρώσει το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ορθώς ερμηνευομένων, μόνον όμως υπό την προϋπόθεση και μέχρι του σημείου που το Πρωτοδικείο εκτιμήσει, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ότι πράγματι διαφέρουν από το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και από το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις·

    να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    27

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη κατά το μέτρο που στρέφεται κατ’ αυτού·

    να απορρίψει την ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, την οποία υπέβαλε επικουρικώς η προσφεύγουσα, καθώς και το αίτημα περί ακυρώσεως των διατάξεων αυτών·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    28

    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Επί του παραδεκτού

    Επί του παραδεκτού του αιτήματος με το οποίο ζητείται η ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως στο μέτρο που στρέφεται κατά του Συμβουλίου

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    29

    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αμφισβητούν ότι οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως αποτελούν προσβαλλόμενες πράξεις υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Ωστόσο, εφόσον οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως είναι πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που στρέφεται κατά του Συμβουλίου.

    30

    Το Συμβούλιο τόνισε ακόμη, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι στις 22 Φεβρουαρίου 2007 εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 192/2007 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊλάνδης και Ταϊβάν κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων και μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (ΕΕ L 59, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΚ) 193/2007, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ) καταγωγής Ινδίας ύστερα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος δυνάμει του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων (ΕΕ L 59, σ. 34). Η προσφεύγουσα, εφόσον δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως των εν λόγω κανονισμών, οι οποίοι εν τω μεταξύ κατέστησαν απρόσβλητοι, απώλεσε το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση των ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    31

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς τόσο ως αποδέκτρια των προσβαλλόμενων πράξεων όσο και ως επιχείρηση που θίγεται άμεσα και ατομικά από τις πράξεις αυτές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T-598/97, BSC Footwear Supplies κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-1155, σκέψη 45).

    32

    Όσον αφορά τη φερόμενη απώλεια του εννόμου συμφέροντος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το Συμβούλιο προέβαλε αυτόν τον λόγο απαραδέκτου μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και υποστηρίζει ότι διατηρεί, εν πάση περιπτώσει, το έννομο συμφέρον ακυρώσεως των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    — Όσον αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας

    33

    Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η έλλειψη νομίμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T-310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3253, σκέψη 45 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

    34

    Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. απόφαση MCI κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 44 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

    35

    Το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο της ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη. Αυτό το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C-362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-4333, σκέψη 42· βλ. επίσης, συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2005, T-28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4119, σκέψεις 35 έως 38).

    36

    Αν το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας εκλείψει κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, η απόφαση του Πρωτοδικείου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος (απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 43).

    37

    Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως αναφέρονται στα μέτρα που επιβάλλονται από τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και από την απόφαση 2000/745 και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα παράγει και εξάγει προϊόντα που περιλαμβάνονται στις εν λόγω πράξεις. Η έκδοση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, την παράταση της ισχύος των μέτρων που αποτέλεσαν αντικείμενο της επανεξετάσεως μέχρι τη λήξη της, τα οποία επηρεάζουν τις εξαγωγές της προσφεύγουσας, ενώ, ελλείψει της επανεξετάσεως, θα είχαν παύσει να ισχύουν πέντε έτη μετά τη λήψη τους.

    38

    Επομένως, κατά την άσκηση της προσφυγής της, η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον, διότι οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως την έβλαπταν (βλ., συναφώς, απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 44 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

    39

    Πρέπει να εξεταστεί ακόμη αν οι κανονισμοί 192/2007 και 193/2007, που περαίωσαν την επανεξέταση και τους οποίους δεν προσέβαλε η προσφεύγουσα εντός της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας προς ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    40

    Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είχε εκλείψει το αντικείμενο της διαφοράς, διότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είχαν ανακληθεί επισήμως με τους κανονισμούς 192/2007 και 193/2007 (βλ., συναφώς, απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 48).

    41

    Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έκδοση των κανονισμών 192/2007 και 193/2007 δεν εξαφάνισε τα νομικά αποτελέσματα που παρήγαγαν οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως διατήρησαν σε ισχύ μέχρι την περαίωση της επανεξετάσεως τα μέτρα που επέβαλαν οι κανονισμοί 2603/2000 και 2604/2000 και η απόφαση 2000/745. Πάντως, τα αυτοτελή νομικά αποτελέσματα που παρήγαγαν οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως μέχρι την έναρξη ισχύος των κανονισμών 192/2007 και 193/2007, στις 28 Φεβρουαρίου 2007, δεν επηρεάσθηκαν από τα νέα μέτρα αντιντάμπινγκ και τα νέα αντισταθμιστικά μέτρα που επέβαλαν οι εν λόγω κανονισμοί (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2005, C-400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-3657, σκέψη 17).

    42

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ευνοϊκές για την προσφεύγουσα, καθόσον η διαπίστωση από το Πρωτοδικείο ενδεχόμενης έλλειψης νομιμότητας θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 74).

    43

    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατηρεί επίσης έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας στο μέλλον (βλ., συναφώς, απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 50 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2305, σκέψη 60). Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας είναι δυνατόν να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή της προσφεύγουσας εφόσον η προσφυγή αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την ερμηνεία των διατάξεων των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων υπό το φως των αντίστοιχων διατάξεων των συμφωνιών ΠΟΕ (βλ., συναφώς, απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 52).

    44

    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα διατήρησε το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    — Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας

    45

    Εφόσον οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως δεν απευθύνονται στην προσφεύγουσα, πρέπει να εξεταστεί εάν, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, οι ανακοινώσεις αυτές τη θίγουν άμεσα και ατομικά.

    46

    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Συγκεκριμένα, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως παράγουν άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας και δεν αφήνουν καμία εξουσία εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή τους (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, T-80/97, Starway κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-3099, σκέψη 61).

    47

    Δεύτερον, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως αφορούν την προσφεύγουσα και ατομικά, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εφόσον αυτή αναφέρεται ειδικώς στους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και στην απόφαση 2000/745, που αποτελούν αντικείμενο των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως, ως επιχείρηση παραγωγής και εξαγωγής που πρότεινε την ανάληψη υποχρέωσης κατά τη διοικητική διαδικασία, η οποία έγινε, στη συνέχεια, δεκτή από την Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση BSC Footwear Supplies κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 45 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

    48

    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

    49

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    — Επί του παραδεκτού των αιτημάτων στον βαθμό που στρέφονται κατά του Συμβουλίου

    50

    Διαπιστώνεται ότι, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως εκδόθηκαν από την Επιτροπή, η υπό κρίση προσφυγή, στον βαθμό που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως, είναι απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά του εν λόγω οργάνου (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2001, T-209/00, Lamberts κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και Κοινοβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II-765, σκέψεις 13 έως 19).

    51

    Κατά συνέπεια, η προσφυγή ακυρώσεως των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως είναι απαράδεκτη στον βαθμό που στρέφεται κατά του Συμβουλίου.

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής καθόσον ζητεί την ακύρωση των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000, της αποφάσεως 2000/745 καθώς και του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που ζητεί την ακύρωση των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000, της αποφάσεως 2000/745, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων. Συγκεκριμένα, ασκήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ. Εξάλλου, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων δεν αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

    53

    Η προσφεύγουσα παρατηρεί πρώτον ότι οι κανονισμοί 2603/2000 και 2604/2000 έπρεπε να λήξουν την 1η Δεκεμβρίου 2005. Οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως παρέτειναν την περίοδο ισχύος των οικείων κανονισμών, οπότε η προσφεύγουσα έπρεπε επίσης να προσβάλει τη διατήρηση σε ισχύ των εν λόγω κανονισμών (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2006, T-253/02, Ayadi κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II-2139, σκέψη 77, και T-49/04, Hassan κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 53 έως 59). Η προσφεύγουσα δεν επιδιώκει επομένως την ακύρωση των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000 καθεαυτών, αλλά μόνον καθόσον παράγουν αποτελέσματα έναντι αυτής μετά την 1η Δεκεμβρίου 2005. Η προσφυγή δεν μπορούσε επομένως να ασκηθεί πριν τη δημοσίευση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    54

    Ακολούθως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς τόσο ως αποδέκτρια των προσβαλλόμενων πράξεων όσο και ως επιχείρηση την οποία το σύνολο των πράξεων αυτών ή καθεμία χωριστά την αφορούν άμεσα και ατομικά (απόφαση BSC Footwear Supplies κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 45).

    55

    Τέλος, στον βαθμό που η προσφυγή αφορά την ακύρωση ορισμένων διατάξεων των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ κατά των επιχορηγήσεων, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι τα αιτήματά της αυτά προβάλλονται όλως επικουρικώς για την περίπτωση που απορριφθούν τα δύο πρώτα σκέλη του επί της ουσίας λόγου ακυρώσεως.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    56

    Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτάται από τους διαδίκους και τον δικαστή, δεδομένου ότι έχει ταχθεί για να εξασφαλίζεται η σαφήνεια και η βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων και να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-246/95, Coen, Συλλογή 1997, σ. I-403, σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, T-121/96 και T-151/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1355, σκέψεις 38 και 39).

    57

    Δυνάμει του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της, για να ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως, προθεσμία δύο μηνών, παρεκτεινόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν. Εφόσον όλες οι πράξεις στις οποίες αναφέρονται τα αιτήματα της προσφυγής δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχισε να τρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού διαδικασίας, δεκατέσσερις ημέρες μετά τη δημοσίευση των οικείων πράξεων.

    58

    Δεδομένης της ημερομηνίας δημοσιεύσεως των οικείων πράξεων (βλ. σκέψεις 3, 7 και 16 ανωτέρω), η προσφυγή, που κατατέθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2006, είναι προδήλως εκπρόθεσμη και επομένως απαράδεκτη στον βαθμό που επιδιώκει την ακύρωση των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000, της αποφάσεως 2000/745, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων.

    59

    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί επομένως να αντλήσει επιχείρημα από την απόφαση Hassan κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω. Αντιθέτως προς την υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Hassan κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, είχε τροποποιήσει, βάσει ειδικής εξουσιοδότησης, κανονισμό του Συμβουλίου. Το Πρωτοδικείο έκρινε, στην υπόθεση εκείνη, ότι η προσφυγή που είχε ασκηθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ κατά του κανονισμού της Επιτροπής ήταν παραδεκτή καθόσον δεν επιδίωκε την ακύρωση του κανονισμού του Συμβουλίου όπως είχε αρχικά, εφόσον η προσφυγή αυτή θα ήταν εκπρόθεσμη, αλλά όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό της Επιτροπής (απόφαση Hassan κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 56). Εν προκειμένω, ωστόσο, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως δεν τροποποίησαν τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 ή την απόφαση 2000/745, ούτε εξάλλου το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ ή το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων.

    60

    Ούτε η αναφορά στην απόφαση Ayadi κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, είναι λυσιτελής. Στην υπόθεση εκείνη, ο προσφεύγων ζητούσε την εν μέρει ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν (ΕΕ L 139, σ. 9). Το Πρωτοδικείο εξέτασε υπό ποιες προϋποθέσεις ο κανονισμός 881/2002, ο οποίος διατηρούσε σε ισχύ τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που προέβλεπε ο κανονισμός 467/2001, αποτελούσε απλή επιβεβαιωτική πράξη μη προσβλητή ή «νέα» πράξη που μπορούσε να προσβληθεί από προσφεύγοντα που δεν είχε ασκήσει εμπροθέσμως προσφυγή κατά του κανονισμού 467/2001 (απόφαση Ayadi κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψεις 70 και 71). Το Πρωτοδικείο κήρυξε παραδεκτή την προσφυγή κατά του κανονισμού 881/2002 αφού διαπίστωσε ότι η πράξη αυτή είχε τροποποιήσει με χαρακτηριστικό τρόπο τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, μέσω, ιδίως, του κανονισμού 881/2002, τα κεφάλαια του προσφεύγοντος παρέμεναν δεσμευμένα ενώ, ελλείψει της πράξεως αυτής, τα μέτρα που επέβαλε ο κανονισμός 467/2001 θα είχαν καταστεί ανίσχυρα (απόφαση Ayadi κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 77). Συνεπώς, από την απόφαση Ayadi κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη καθόσον επιδιώκει την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως, που διατηρούν σε ισχύ τα μέτρα που επέβαλαν οι κανονισμοί 2603/2000 και 2604/2000 και η απόφαση 745/2000. Αντιθέτως, η απόφαση Ayadi κατά Συμβουλίου ουδόλως στηρίζει την άποψη σύμφωνα με την οποία με την έκδοση πράξεων, που διατηρούν σε ισχύ μέτρα που επιβλήθηκαν από προγενέστερες πράξεις, εν προκειμένω από τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και από την απόφαση 745/2000, αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου οι προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων αυτών οι οποίες κατέστησαν απρόσβλητες ελλείψει ασκήσεως προσφυγών εντός των προθεσμιών του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ.

    61

    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέρος που επιδιώκει την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως και στρέφεται κατά της Επιτροπής.

    Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    62

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000, της αποφάσεως 2000/745, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων θα μπορούσαν επίσης να διατυπωθούν ως αίτηση περί κηρύξεως της ελλείψεως νομιμότητας των μέτρων αυτών βάσει του άρθρου 241 ΕΚ.

    63

    Η Επιτροπή υποστηρίζει με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας βάσει του άρθρου 241 ΕΚ, που προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Το δικόγραφο της προσφυγής στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 230 ΕΚ.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    64

    Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ρητώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας με το δικόγραφο της προσφυγής της. Ωστόσο, στον βαθμό που η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που υποβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως αναφέρεται στη νομιμότητα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί ανάπτυξη του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο θέτει ιδίως σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα των διατάξεων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2004, T-176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3931, σκέψη 136).

    65

    Αντιθέτως, το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει κανένα επιχείρημα όσον αφορά τη νομιμότητα των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000 και της αποφάσεως 2000/745. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας καθόσον αφορά τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη επιχειρήματος που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής. Επιπροσθέτως, η εν λόγω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν στηρίζεται σε κανένα νομικό ή πραγματικό στοιχείο που να έχει προκύψει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, T-134/03 και T-135/03, Common Mark Fertilizers κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3923, σκέψη 51).

    66

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι απαράδεκτη όσον αφορά τη νομιμότητα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων.

    Όσον αφορά την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    67

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής στερείται σαφήνειας και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας επί του οποίου βασίζεται καθ’ ολοκληρίαν η προσφυγή, δηλαδή το γεγονός ότι οι συμφωνίες ΠΟΕ απαιτούν τη διενέργεια επανεξετάσεως ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων το αργότερο μία ημέρα πριν την ημερομηνία λήξεως της πενταετούς προθεσμίας, δεν υποστηρίζεται από καμία εξήγηση. Επιπλέον, ο εν λόγω ισχυρισμός αναφέρεται μόνο στη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως. Το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιλαμβάνει κανένα επιχείρημα όσον αφορά τη νομιμότητα των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000 και της αποφάσεως 2000/745.

    68

    Η προσφεύγουσα απαντά ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής είναι αρκούντως σαφή και παρέχουν τη δυνατότητα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να αμυνθούν και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T-19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-315).

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    69

    Σύμφωνα με όσα διαπιστώθηκαν στη σκέψη 61 ανωτέρω, ο ισχυρισμός σχετικά με την έλλειψη σαφήνειας του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να εξεταστεί μόνον κατά το μέρος που η προσφυγή αυτή ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως.

    70

    Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ’ και δ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και συγκεκριμένα ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία. Για την εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, προκειμένου μια προσφυγή ή αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται αυτή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου (απόφαση Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 64· βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 2006, T-238/99, Service station Veger κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

    71

    Εν προκειμένω, το δικόγραφο της προσφυγής πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, προσδιορίζει με ικανοποιητική σαφήνεια το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και τον ισχυρισμό που προβάλλεται προς στήριξη των αιτημάτων. Εκτός από τους ισχυρισμούς που αφορούν την έλλειψη νομιμότητας των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000 και της αποφάσεως 2000/745, η ανεπάρκεια των οποίων οδήγησε στο μερικώς απαράδεκτο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει κατά τα λοιπά τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως δεν είναι νόμιμες.

    72

    Πρέπει επομένως να απορριφθούν κατά τούτο οι ισχυρισμοί περί απαραδέκτου της Επιτροπής που βασίζονται στο άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Επί της ουσίας

    73

    Ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα αντλείται από την εκπρόθεσμη έναρξη της επανεξετάσεως των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000 και της αποφάσεως 2000/745. Ο λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων. Το δεύτερο σκέλος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Το τρίτο σκέλος, που προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων.

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    74

    Η προσφεύγουσα, αφού επισήμανε ότι η Κοινότητα οφείλει να τηρεί το διεθνές δίκαιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1992, C-286/90, Poulsen και Diva Navigation, Συλλογή 1992, σ. I-6019, σκέψη 9, και της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-405/92, Mondiet, Συλλογή 1993, σ. I-6133, σκέψη 12· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Léger στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1998, C-341/95, Bettati, Συλλογή 1998, σ. I-4355, I-4358, σκέψη 33), υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Bettati, σκέψη 20, οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, ιδίως όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα. Πρόκειται, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, για τη λεγόμενη υποχρέωση «Bettati». Η υπεροχή των συναπτομένων από την Κοινότητα διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου επιτάσσει να ερμηνεύονται οι διατάξεις αυτές, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνάδοντα προς τις εν λόγω συμφωνίες (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C-61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I-3989, σκέψη 52).

    75

    Συνεπώς, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο συνάδοντα προς τις συμφωνίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων. Το Πρωτοδικείο έχει εξάλλου ρητώς δεχθεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2001, T-188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1757, σκέψη 44· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 2000, T-256/97, BEUC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-101, σκέψεις 66 και 67).

    76

    Εν προκειμένω, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων δεν προσδιορίζουν την καταληκτική ημερομηνία μέχρι την οποία θα μπορούσε να κινηθεί επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ και των μέτρων κατά των επιχορηγήσεων. Ωστόσο, εφόσον οι βασικοί κανονισμοί έχουν ως ρητό σκοπό τους τη μεταφορά στο κοινοτικό δίκαιο των συμφωνιών ΠΟΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-76/00 P, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I-79, σκέψεις 53 έως 57), πρέπει να θεωρηθεί ότι οι οικείες διατάξεις των βασικών κανονισμών έχουν την ίδια σημασία με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων.

    77

    Πάντως, όπως προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος ενός μέτρου πρέπει να αρχίσει πριν την παρέλευση πέντε ετών από την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών δασμών. Στην υπό κρίση περίπτωση, η επανεξέταση έπρεπε επομένως να αρχίσει το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2005. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 22, παράγραφος 7, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, κάθε απόφαση περί κινήσεως επανεξετάσεως πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανακοινώσεως. Λαμβανομένου υπόψη ότι η δημοσίευση των ανακοινώσεων επανεξετάσεως έγινε την 1η Δεκεμβρίου 2005, δεν δημοσιεύθηκαν, όπως προβλέπουν οι συμφωνίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, πριν την ημερομηνία της λήξης ισχύος των μέτρων που αφορούσαν. Συνεπώς, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως εκδόθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων. Οι οικείοι δασμοί και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς 2603/2000 και 2604/2000 και την απόφαση 2000/745 έπαυσαν να ισχύουν επομένως την 1η Δεκεμβρίου 2005.

    78

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, στηριζόμενη ιδίως στη νομολογία του Δικαστηρίου και στις εκθέσεις του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ, ότι η έννοια της φράσεως «πριν από την ανωτέρω ημερομηνία» πρέπει να προσδιοριστεί σε συνάρτηση με το γενικό πλαίσιο και την έννοιά της στην καθημερινή γλώσσα, με βάση την ημερομηνία συνάψεως των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, το 1994.

    79

    Διάφορα λεξικά που δημοσιεύθηκαν κατά την εποχή της συνάψεως των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων και μεταγενέστερα επιβεβαιώνουν ότι η πρώτη και συνεπής έννοια της λέξης «ημερομηνία» κατά την περίοδο από το 1994 μέχρι σήμερα είναι η έννοια της ημέρας του ημερολογίου.

    80

    Ομοίως, τα λοιπά αυθεντικά κείμενα (δηλαδή το γαλλικό και το ισπανικό), τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς της ερμηνείας των συμφωνιών ΠΟΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2001, C-89/99, Schieving-Nijstad κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-5851), επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Στα λοιπά αυτά κείμενα απαντώνται οι λέξεις «date» και «fecha» οι οποίες, υπό το φως της ερμηνείας που δίδεται στις λέξεις αυτές στα γαλλικά και στα ισπανικά λεξικά, παραπέμπουν σε ημέρα του ημερολογίου και όχι σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο.

    81

    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της σύμφωνα με την οποία η λέξη «ημερομηνία» του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενη σε ημέρα του ημερολογίου, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση του Court of Appeal (England & Wales) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία), Ηνωμένο Βασίλειο] στην υπόθεση Trow κατά Ind Coope ([1967] 2 All England Law Reports 900).

    82

    Επιπροσθέτως, η Επιτροπή, με την από 2 Μαρτίου 2005 ανακοίνωσή της περί προσεχούς λήξεως της ισχύος των μέτρων που επέβαλαν οι κανονισμοί 2603/2000 και 2604/2000 και η απόφαση 2000/745, κάλεσε τους παραγωγούς να υποβάλουν γραπτώς αίτηση επανεξετάσεως «από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας ανακοινώσεως και το αργότερο τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία που παρατίθεται στον κατωτέρω πίνακα». Η παρατιθέμενη στην ανακοίνωση αυτή ημερομηνία ήταν η 1η Δεκεμβρίου 2005, και όχι μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή της 1ης Δεκεμβρίου 2005.

    83

    Η χρήση της λέξης «ημερομηνία» για τον προσδιορισμό της ημέρας του ημερολογίου, και όχι ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου, συμφωνεί επίσης με το γράμμα του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124, σ. 1), και ιδίως με τα άρθρα του 4, παράγραφοι 2 και 3, και 5, παράγραφος 2. Γενικώς, η λέξη «ημερομηνία» θεωρείται από το κοινοτικό δίκαιο ως αναφορά σε ημέρα του ημερολογίου και όχι σε συγκεκριμένη στιγμή της ημέρας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 1973, 139/73, Münch, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 1287, σκέψη 10· της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-200/91, Coloroll Pension Trustees, Συλλογή 1994, σ. I-4389, σκέψεις 48 και 59, και της 18ης Ιουνίου 2002, C-398/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-5643· διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Ιανουαρίου 2001, T-126/00, Confindustria κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-85, σκέψεις 12 και 14, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T-187/94, Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-367, σκέψη 65). Όταν μία πράξη μπορεί ακόμη να διενεργηθεί «μέχρι» μία συγκεκριμένη ημέρα του ημερολογίου, η σχετική νομοθετική διάταξη χρησιμοποιεί την έκφραση «το αργότερο […] πριν τις», ενώ η φράση «πριν […] » συνεπάγεται την αναγκαία συμπλήρωση της εν λόγω πράξης πριν το τέλος της προηγούμενης ημέρας του ημερολογίου [βλ. άρθρο 102, παράγραφος 2, ΕΚ, άρθρο 116, παράγραφοι 1 έως 3, ΕΚ, και άρθρο 121, παράγραφοι 3 και 4, ΕΚ· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 2006, C-442/03 P και C-471/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4845, σκέψη 28].

    84

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η ερμηνεία της για τη λέξη «ημερομηνία» συνάδει με το νομοθετικό πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, τα οποία αποσκοπούν στο να δώσουν τη δυνατότητα ειδικής παρέκκλισης από τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα οικεία μέτρα λήγουν με την παρέλευση ενός ανώτατου χρονικού διαστήματος πέντε ετών. Συγκεκριμένα, η Κοινότητα, κατά την ερμηνεία των αποκλίσεων από τους κανόνες της, υιοθετεί πάντοτε μια αυστηρή προσέγγιση. Η ερμηνεία της προσφεύγουσας συνάδει επίσης με το αντικείμενο και τον σκοπό των οικείων διατάξεων των συμφωνιών. Το αποτέλεσμα της ενάρξεως επανεξετάσεως λόγω λήξεως είναι η παράταση της νόμιμης ισχύος των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα οποία θα είχαν λήξει, ελλείψει κινήσεως επανεξετάσεως, πέντε έτη μετά την επιβολή τους. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία της όσον αφορά τη φράση «πριν από την ανωτέρω ημερομηνία» συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου και στη χρηστή διοίκηση καθόσον οι εισαγωγείς θα γνωρίζουν, πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των μέτρων κατά των επιχορηγήσεων, ότι τα μέτρα διατηρούνται σε ισχύ και θα μπορούν κατά συνέπεια να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους. Αν γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής, η δημοσίευση των ανακοινώσεων επανεξετάσεως την 1η Δεκεμβρίου 2005 στις 23:59 αρκεί για να πληροφορηθούν οι οικονομικοί παράγοντες ότι τα εισαγόμενα προϊόντα, κατά τη διέλευσή τους από τα εθνικά σύνορα λίγα λεπτά αργότερα, την επόμενη ημέρα, θα εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ, ενώ ανέμεναν τη λήξη των μέτρων αντιντάμπινγκ στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Οι συμφωνίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων αποσκοπούν στην αποφυγή της συγχύσεως και της ανασφάλειας που θα προκαλούσε μια τέτοια κατάσταση απαιτώντας να δημοσιεύονται οι ανακοινώσεις επανεξετάσεως τουλάχιστον πριν την ημερομηνία λήξεως της ισχύος των σχετικών μέτρων.

    85

    Τρίτον, η προσφεύγουσα εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η ερμηνεία της όσον αφορά το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων επιβεβαιώθηκε από το δευτεροβάθμιο όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ με την έκθεσή του της 12ης Απριλίου 2007, σχετικά με τις επανεξετάσεις λόγω λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ που αφορούν σωλήνες κοιτασμάτων πετρελαίου προελεύσεως Αργεντινής (WT/DS268/AB/RW). Παραπέμπει προς τούτο στο σημείο 163 της εν λόγω εκθέσεως που έχει ως εξής:

    «Το άρθρο 11[, παράγραφος] 3, προβλέπει ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να καταργείται“το βραδύτερο πέντε έτη […] μετά την ημερομηνία επιβολής τους”εκτός αν κριθεί ότι η λήξη ισχύος του δασμού θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής επιδοτήσεων και της εξ αυτής προκαλούμενης ζημίας”. Κατά το δευτεροβάθμιο όργανο επίλυσης διαφορών, η διάταξη αυτή λειτουργεί επομένως ως “επιτακτικός κανόνας συνοδευόμενος από μία εξαίρεση” [παράθεση σε υποσημείωση στην έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επίλυσης διαφορών επί της επανεξετάσεως λόγω λήξεως σχετικά με τον χάλυβα με επεξεργασία κατά της οξείδωσης, σημείο 104]. Προβλέπεται μια πρόσθετη υποχρέωση σύμφωνα με την οποία η επανεξέταση λόγω λήξεως πρέπει να διενεργείται από την επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλει ο κλάδος της εθνικής παραγωγής “πριν την ανωτέρω ημερομηνία”, δηλαδή πριν την παρέλευση του πέμπτου έτους από την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ.»

    86

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, όπως έχουν ερμηνευθεί υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως, δεν προκύπτει ότι πρέπει να διενεργηθεί επανεξέταση λόγω λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων το αργότερο την παραμονή της λήξεως της ισχύος των οικείων μέτρων. Οι διατάξεις αυτές επιτάσσουν απλώς την έναρξη της επανεξετάσεως πριν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της κανονικής περιόδου εφαρμογής των μέτρων που αποτελούν αντικείμενο της επανεξετάσεως.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    87

    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8395, σκέψη 47, και Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 53).

    88

    Ωστόσο, στην περίπτωση που η Κοινότητα έχει θελήσει να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (αποφάσεις του Δικαστηρίου Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψη 49, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 54, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C-351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή, 2007, σ. Ι-7723, σκέψη 30).

    89

    Συναφώς, όπως προκύπτει από το προοίμιο του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 5) και του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7), οι εν λόγω κανονισμοί έχουν ιδίως ως αντικείμενο να μεταφέρουν στο κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, τους νέους και λεπτομερείς κανόνες που περιέχει η συμφωνία αντιντάμπινγκ και η συμφωνία κατά των επιχορηγήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ειδικότερα, οι κανόνες που αφορούν τη διάρκεια ισχύος και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των εν λόγω κανόνων (βλ., συναφώς, απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 55, και απόφαση BEUC κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 66).

    90

    Η Κοινότητα εξέδωσε στη συνέχεια τους βασικούς κανονισμούς αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων για να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες αντιντάμπινγκ και τις κατά των επιχορηγήσεων. Έτσι, με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων (βλ., συναφώς, απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 56).

    91

    Κατά συνέπεια, οι προαναφερθείσες διατάξεις των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων πρέπει να ερμηνευθούν, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως των αντίστοιχων διατάξεων των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων (βλ., συναφώς, αποφάσεις Bettati, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 20, και Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 57· αποφάσεις του Πρωτοδικείου BEUC κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 67· Euroalliages κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 44, και της 28ης Οκτωβρίου 2004, T-35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II-3663, σκέψη 138).

    — Επί της ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως

    92

    Στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως υπήρξαν εκπρόθεσμες.

    93

    Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι βασικοί κανονισμοί αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων δεν περιέχουν καμία διάταξη που να διευκρινίζει ρητώς το ύστατο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να διενεργηθεί επανεξέταση ενόψει λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων. Ωστόσο, όπως σαφέστατα προκύπτει από την οικονομία του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, η επανεξέταση αυτή πρέπει να κινηθεί το αργότερο πριν τη λήξη της ισχύος του μέτρου το οποίο αφορά.

    94

    Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων ορίζουν ότι η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων λήγει «πέντε έτη μετά την ημερομηνία επιβολής τους […] εκτός αν κριθεί, στο πλαίσιο επανεξέτασης, ότι η λήξη ισχύος του μέτρου θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη» του ντάμπινγκ ή της επιχορηγήσεως και της προκαλούμενης ζημίας και, αφετέρου, οι διατάξεις αυτές διευκρινίζουν ότι τα μέτρα παραμένουν σε ισχύ εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επανεξετάσεως. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 18 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και η αιτιολογική σκέψη 22 του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων εξηγούν ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας «εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από επανεξέταση, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ». Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, η επανεξέταση αφορά επομένως τα μέτρα «που βρίσκονται σε ισχύ» τα οποία έχουν, ενδεχομένως, «διατηρηθεί σε ισχύ», γεγονός που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την έναρξη της επανεξετάσεως αυτής πριν τη λήξη της ισχύος των εν λόγω μέτρων.

    95

    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων υπό το φως των αντίστοιχων διατάξεων των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων απαιτεί να κινηθεί η επανεξέταση ενόψει λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το αργότερο την προτεραία της ημέρας κατά την οποία παύουν να ισχύουν τα μέτρα στα οποία αφορά η επανεξέταση.

    96

    Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων ορίζουν ότι όλοι οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ και οι αντισταθμιστικοί δασμοί «καταργούνται το βραδύτερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία επιβολής τους […], εκτός αν οι αρμόδιες αρχές κρίνουν, στο πλαίσιο επανεξέτασης που άρχισαν πριν από την ανωτέρω ημερομηνία […]», ότι η λήξη ισχύος του δασμού θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής επιδοτήσεων και της προκαλούμενης ζημίας. Οι ίδιες διατάξεις διευκρινίζουν ότι «[ο] δασμός είναι δυνατό να διατηρείται σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης».

    97

    Πρώτον, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η ισχύς των μέτρων τα οποία αφορούν οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως έπρεπε, ελλείψει επανεξετάσεως, να λήξει τα μεσάνυχτα της 1ης Δεκεμβρίου 2005. Κατά την προσφεύγουσα, η επανεξέταση στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να έχει αρχίσει «πριν την ανωτέρω ημερομηνία» και επομένως το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2005.

    98

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων αναφέρουν μόνον την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να «αρχίσει» η επανεξέταση. Δεν περιλαμβάνουν καμία υποχρέωση όσον αφορά τη δημοσίευση των ανακοινώσεων επανεξετάσεως. Πάντως, όταν ένα μέτρο της Επιτροπής δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία συγκεκριμένη ημέρα, μπορεί να θεωρηθεί ότι το μέτρο ελήφθη το αργότερο την παραμονή της ημέρας που δημοσιεύθηκε. Εφόσον εν προκειμένω, η δημοσίευση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως έγινε την 1η Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή έλαβε αναγκαστικά την απόφαση να αρχίσει την επανεξέταση το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2005 και επομένως, εν πάση περιπτώσει, εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων.

    99

    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ημερομηνία ενάρξεως της επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων είναι η ημερομηνία της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως επανεξετάσεως, πρέπει να εξεταστεί αν η ερμηνεία της προσφεύγουσας όσον αφορά τις προαναφερθείσες διατάξεις, σύμφωνα με την οποία η επανεξέταση πρέπει να αρχίσει το αργότερο την προτεραία της λήξεως της ισχύος των μέτρων στα οποία αφορά, επιβάλλεται πράγματι από τις διατάξεις των εν λόγω συμφωνιών (βλ., συναφώς, απόφαση BEUC κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 68).

    100

    Πρέπει να υπενθυμιστεί, συναφώς, ότι οι διεθνείς συνθήκες, όπως οι συμφωνίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης, της 23ης Μαΐου 1969, «να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους».

    101

    Αυτός ο κανόνας ερμηνείας είναι αντίστοιχος αυτού που εφαρμόζει ο κοινοτικός δικαστής όταν καλείται να ερμηνεύσει διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενα και οι σκοποί της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Kniepf-Melde, 337/82, Συλλογή 1984, σ. 1051, σκέψη 10· της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-83/94, Leifer κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-3231, σκέψη 22, και της 30ής Ιουλίου 1996, Bosphorus, C-84/95, Συλλογή 1996, σ. I-3953, σκέψη 11).

    102

    Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τα λεξικά στα οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως, η λέξη «ημερομηνία» έχει διάφορες σημασίες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η «ημέρα του μηνός»(New Shorter Oxford Dictionary, 1993) αλλά και «η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει κάτι»(New Shorter Oxford Dictionary, 1993). Η γραμματική σημασία της λέξης «ημερομηνία» δεν αναφέρεται επομένως αναγκαστικά σε ημέρα του ημερολογίου, δεδομένου ότι η λέξη αυτή μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με την έννοια της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής.

    103

    Όσον αφορά ακολούθως το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων και ο επιδιωκόμενος από τις εν λόγω διατάξεις σκοπός, πρέπει κατ’ αρχάς να υπενθυμιστεί ότι η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, που προηγήθηκε της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και εγκρίθηκε, στο όνομα της Κοινότητας, με την απόφαση 80/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1979, περί συνάψεως των πολυμερών συμφωνιών που προκύπτουν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις 1973-1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/019, σ. 3), δεν όριζε συγκεκριμένη περίοδο εφαρμογής των δασμών αντιντάμπινγκ. Στο άρθρό της 9 όριζε μόνον ότι «[ο] δασμός αντιντάμπινγκ θα [παρέμενε] σε ισχύ για όσο χρόνο είναι αναγκαίος και στο αναγκαίο μέτρο ώστε να εξουδετερώνει το ντάμπινγκ το οποίο [προκάλεσε] ζημία». Το άρθρο 4, παράγραφος 9, της συμφωνίας για την ερμηνεία και την εφαρμογή των άρθρων VI, XVI και XXΙΙΙ της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου που εγκρίθηκε, στο όνομα της Κοινότητας, με την απόφαση 80/271, περιελάμβανε παρόμοια διάταξη για τους αντισταθμιστικούς δασμούς.

    104

    Στόχος του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων είναι να προβλέψει την αυτόματη κατάργηση των οικείων δασμών πέντε έτη μετά την επιβολή τους εκτός αν κινηθεί επανεξέταση. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, η ρήτρα που προέβλεπε τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ των υφιστάμενων δασμών κατόπιν ενάρξεως επανεξετάσεως λόγω λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων προστέθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προκειμένου να εξισορροπήσει τη λεγόμενη ρήτρα «της αυτόματης καταργήσεως», η οποία αντιστοιχεί σε αυτόματη λήξη της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων πέντε έτη μετά την επιβολή τους.

    105

    Στο πλαίσιο αυτό και λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, η επανεξέταση επιβάλλεται να αρχίσει το αργότερο πριν την αυτόματη λήξη της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων. Στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν μία καταληκτική προθεσμία για την έναρξη επανεξετάσεως, αναφέρονται στη στιγμή της λήξης της ισχύος των οικείων δασμών. Συγκεκριμένα, οι δασμοί τους οποίους αφορά η επανεξέταση πρέπει να βρίσκονται ακόμη σε ισχύ κατά τη στιγμή της ενάρξεως της επανεξετάσεως.

    106

    Κατά συνέπεια οι φράσεις «πριν την ανωτέρω ημερομηνία» του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων δεν έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να κινήσουν επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων το αργότερο την προτεραία της λήξεως της ισχύος των εν λόγω μέτρων. Αντιθέτως, κατόπιν όσων διαπιστώθηκαν με τις σκέψεις 102 έως 105 ανωτέρω, η νομοθεσία συμβαλλόμενου μέρους που επιτρέπει την έναρξη επανεξετάσεως μέχρι τη τελευταία στιγμή της περιόδου ισχύος των μέτρων τα οποία αφορά πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και με το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων.

    107

    Το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα από την έκθεση του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ της 12ης Απριλίου 2007, σχετικά με τις επανεξετάσεις λόγω λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που αφορούν σωλήνες κοιτασμάτων πετρελαίου προελεύσεως Αργεντινής (WT/DS268/AB/RW), δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    108

    Αφενός, η προαναφερθείσα έκθεση δεν αφορούσε την ερμηνεία της φράσεως «πριν την ανωτέρω ημερομηνία» του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σημείο 160 της εν λόγω εκθέσεως, το θέμα που ανέκυψε αναφερόταν στον «καθορισμό της πιθανότητας ντάμπινγκ, για τους σκοπούς της εφαρμογής των συστάσεων και των αποφάσεων του [οργάνου επιλύσεως διαφορών]».

    109

    Αφετέρου, καθόσον το σημείο 163 υπενθυμίζει παρεμπιπτόντως ότι η επανεξέταση πρέπει να αρχίσει «“πριν την ανωτέρω ημερομηνία”, δηλαδή πριν την παρέλευση πέντε ετών από την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ», πρέπει να τονιστεί ότι το εν λόγω απόσπασμα αποτελεί απλώς παράφραση ενός σημείου άλλης εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών στο οποίο γίνεται παραπομπή με υποσημείωση, δηλαδή του σημείου 104 της έκθεσης του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών της 9ης Ιανουαρίου 2004 επί της επανεξετάσεως λόγω λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ σχετικά με πλατέα προϊόντα ανοξείδωτου χάλυβα ιαπωνικής προελεύσεως (WT/DS244/AB/R), όπου αναφέρεται ότι «η επανεξέταση πρέπει να αρχίζει πριν την παρέλευση πέντε ετών από την επιβολή του δασμού». Ουδόλως επιβεβαιώνεται επομένως με το σημείο αυτό ότι η επανεξέταση πρέπει να αρχίσει το αργότερο την προτεραία της λήξης της ισχύος των μέτρων. Αναφέροντας την αναγκαιότητα ενάρξεως της επανεξετάσεως πριν την παρέλευση των πέντε ετών από την επιβολή του δασμού, επιβεβαιώνει αντιθέτως ότι η νομοθεσία συμβαλλόμενου μέρους που επιτρέπει την έναρξη επανεξετάσεως μέχρι την τελευταία στιγμή της περιόδου ισχύος των μέτρων στα οποία αφορά πρέπει να θεωρηθεί ως σύμφωνη με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων.

    110

    Από τα παραπάνω προκύπτει ότι επανεξέταση, που αρχίζει πριν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της κανονικής περιόδου εφαρμογής των μέτρων, πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων.

    111

    Λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι αντισταθμιστικοί δασμοί που αποτελούσαν αντικείμενο της επανεξετάσεως, ελλείψει της επανεξετάσεως αυτής, έπαυαν να ισχύουν τα μεσάνυχτα της 1ης Δεκεμβρίου 2005, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επανεξέταση, για την οποία ενημερώθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη με τη δημοσίευση, την 1η Δεκεμβρίου 2005, στην επίσημη εφημερίδα, των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως, κινήθηκε εντός της προβλεπόμενης για την έναρξη της επανεξετάσεως προθεσμίας του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως.

    112

    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο η επανεξέταση έπρεπε να έχει αρχίσει το αργότερο την προτεραία της λήξεως της ισχύος των οικείων μέτρων για λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια δικαίου και στη χρηστή διοίκηση.

    113

    Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτούσα, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και ακρίβεια της κανονιστικής ρυθμίσεως, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-143/93, Van Es Douane Agenten, Συλλογή 1996, σ. I-431, σκέψη 27, και της 14ης Απριλίου 2005, C-110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-2801, σκέψη 30).

    114

    Πάντως, από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ακόμη και αν οι διατάξεις αυτές ερμηνευθούν υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως, ορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια ότι η επανεξέταση των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών πρέπει να αρχίσει πριν τη λήξη της ισχύος των δασμών αυτών.

    115

    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προς στήριξη της άποψής της ότι η τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου απαιτεί τη δημοσίευση της ανακοινώσεως επανεξετάσεως το αργότερο την προτεραία της λήξεως της ισχύος των μέτρων στα οποία αφορά η εν λόγω επανεξέταση. Ούτε απέδειξε ούτε προέβαλε ότι προέβη σε πωλήσεις προς εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα, στις 30 Νοεμβρίου 2005, θεωρώντας, αφού έλαβε γνώση του φύλλου της επίσημης εφημερίδας της ημέρας εκείνης, ότι η ισχύς των μέτρων που αποτελούσαν αντικείμενο της επανεξετάσεως θα έληγε τα μεσάνυχτα της 1ης Δεκεμβρίου 2005.

    116

    Πρέπει επομένως να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    117

    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, όταν ένα κοινοτικό όργανο διαθέτει προθεσμία για τη διενέργεια μιας πράξεως, δεν παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως εάν ενεργήσει την τελευταία ημέρα της ταχθείσας προθεσμίας.

    118

    Πάντως, εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως δημοσιεύθηκαν την τελευταία ημέρα της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευόμενες υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως (βλ. σκέψεις 110 και 111 ανωτέρω). Δεν μπορεί επομένως να καταλογιστεί στην Επιτροπή καμία παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

    119

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι βάσιμο.

    Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    120

    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει, όταν η κοινοτική νομοθεσία επιβάλλει σε ιδιώτες υποχρεώσεις που διατυπώνονται ασαφώς, να επιλύεται κάθε ασάφεια υπέρ του ιδιώτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand, Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17· της 22ας Φεβρουαρίου 1989, 92/87 και 93/87, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1989, σ. 405, σκέψη 22, και Van Es Douane Agenten, σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 27). Αυτή η αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν πρόκειται για πράξη ικανή να έχει οικονομικές συνέπειες, για να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 1997, T-115/94, Opel Austria κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II-39, σκέψη 124 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

    121

    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευόμενα υπό το φως των αντίστοιχων διατάξεων των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, δεν είναι ασαφή. Ωστόσο, αν το Πρωτοδικείο όφειλε να θεωρήσει ότι το περιεχόμενο των οικείων διατάξεων των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων είναι ασαφές ή αβέβαιο, θα έπρεπε, κατά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, να επιλύσει την ασάφεια ή την αβεβαιότητα αυτή προκρίνοντας, μεταξύ των ερμηνειών που προκύπτουν, την πλέον ευνοϊκή για την προσφεύγουσα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψεις 56 έως 60, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, C-78/01, BGL, Συλλογή 2003, σ. I-9543, σκέψεις 71 και 72).

    122

    Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η ύστατη ημερομηνία για την έναρξη της επανεξετάσεως εν προκειμένω ήταν η 30ή Νοεμβρίου 2005. Επομένως, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως που δημοσιεύθηκαν την 1η Δεκεμβρίου 2005 δεν είναι νόμιμες

    123

    Η Επιτροπή απαντά ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων δεν έχουν καμία ασάφεια που θα έπρεπε να αρθεί υπέρ της προσφεύγουσας.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    124

    Από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων ορίζουν σαφώς ότι η επανεξέταση των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών μπορεί να κινηθεί μέχρι τη στιγμή της λήξεως της ισχύος των δασμών αυτών. Το ίδιο δε ισχύει και όταν οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως.

    125

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτό.

    Επί του τρίτου σκέλους, αντλούμενου από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    126

    Η προσφεύγουσα αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C-69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. I-2069), από την οποία προκύπτει ότι ο κοινοτικός δικαστής ελέγχει τη νομιμότητα των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων σε σχέση με τις διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων εφόσον η Κοινότητα, εκδίδοντας τους βασικούς κανονισμούς αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, θέλησε να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που είχε αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ (αποφάσεις του Δικαστηρίου Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψεις 53 έως 57, και της 1ης Μαρτίου 2005, C-377/02, Van Parys, Συλλογή 2005, σ. I-1465, σκέψεις 39 και 40· απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 138). Συναφώς, η προσφεύγουσα παραθέτει με τα δικόγραφά της τη λεγόμενη υποχρέωση «Nakajima».

    127

    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, όπως προκύπτει από τις συμφωνίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, κάθε επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων των οποίων η ισχύς λήγει πρέπει να αρχίζει «πριν από την ανωτέρω ημερομηνία», δηλαδή σε ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως της ισχύος, και όχι μια ορισμένη ώρα της ημέρας κατά την οποία λήγουν. Η Επιτροπή, περιοριζόμενη, με το έγγραφό της της 3ης Φεβρουαρίου 2006, στη διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η ημερομηνία λήξεως των επίδικων μέτρων συνέπιπτε με την ημερομηνία ενάρξεως της επανεξετάσεως, δεν εφάρμοσε ορθώς ως προς το σημείο αυτό τις συμφωνίες ΠΟΕ.

    128

    Ακόμη και αν το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων δεν μπορούν να ερμηνευθούν σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων και ακόμη και αν η προτεινόμενη από την Επιτροπή, με το έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 2006 ερμηνεία των βασικών κανονισμών ήταν αυτή που έπρεπε κανονικά να γίνει δεκτή, γεγονός που αμφισβητεί η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων λόγω της μη συμβατότητάς τους με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων.

    129

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η υποχρέωση Nakajima δεν περιορίζεται σε υποχρέωση ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου κατά τρόπο συνάδοντα με τις συμφωνίες ΠΟΕ. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι η νομιμότητα των κοινοτικών μέτρων μπορεί να ελέγχεται σε σχέση με τις συμφωνίες ΠΟΕ (αποφάσεις Euroalliages κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 57, και Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 117 έως 126).

    130

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο έλεγχος από το Δικαστήριο της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως αντιντάμπινγκ σε σχέση με τους κανόνες του ΠΟΕ θεμελιώνεται στην αρχή της συνεπούς ερμηνείας «στο μέτρο του δυνατού» (απόφαση Petrotub και Republica, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 57). Δεν υπάρχει επομένως διαφορά μεταξύ της αποκαλούμενης από την προσφεύγουσα υποχρεώσεως Bettati και της υποχρεώσεως Nakajima. Εν προκειμένω, αν οι οικείες διατάξεις των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν σύμφωνα με τις συμφωνίες αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί ως λόγο ακυρώσεως των διατάξεων αυτών την αντίθεση μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και των κανόνων του ΠΟΕ.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    131

    Όπως προκύπτει από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσβαλλόμενες ανακοινώσεις επανεξετάσεως, που δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα κατά την ημέρα της λήξεως της ισχύος των μέτρων στα οποία αφορούσαν, πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως.

    132

    Το παρόν σκέλος, που έχει τη μορφή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Το σκέλος αυτό βασίζεται, συγκεκριμένα, σε υπόθεση η οποία δεν επιβεβαιώνεται εν προκειμένω, ότι δηλαδή το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων δεν μπορούν να ερμηνευθούν σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων.

    133

    Επομένως, ούτε το τελευταίο σκέλος είναι βάσιμο.

    134

    Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    135

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Reliance Industries Ltd στα δικαστικά έξοδα.

     

    Martins Ribeiro

    Wahl

    Dittrich

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Σεπτεμβρίου 2008.

    Ο Γραμματέας

    E. Coulon

    Η Πρόεδρος

    M. E. Martins Ribeiro

    Πίνακας περιεχομένων

     

    Το νομικό πλαίσιο

     

    Συμφωνίες κατά του ντάμπινγκ και των επιδοτήσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

     

    Βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ

     

    Βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων

     

    Ιστορικό της διαφοράς

     

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    Επί του παραδεκτού

     

    Επί του παραδεκτού του αιτήματος με το οποίο ζητείται η ακύρωση των προσβαλλόμενων ανακοινώσεων επανεξετάσεως στο μέτρο που στρέφεται κατά του Συμβουλίου

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    — Όσον αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας

     

    — Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας

     

    — Επί του παραδεκτού των αιτημάτων στον βαθμό που στρέφονται κατά του Συμβουλίου

     

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής καθόσον ζητεί την ακύρωση των κανονισμών 2603/2000 και 2604/2000, της αποφάσεως 2000/745 καθώς και του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Όσον αφορά την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί της ουσίας

     

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

     

    — Επί της ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως

     

    Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του τρίτου σκέλους, αντλούμενου από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί των δικαστικών εξόδων


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top