Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0019

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 5ης Οκτωβρίου 2011.
    Mindo Srl κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού - Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς - Καταβολή του προστίμου από συνοφειλέτη - Προσφεύγουσα η οποία υπάγεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της δίκης - Απώλεια εννόμου συμφέροντος - Κατάργηση της δίκης.
    Υπόθεση T-19/06.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 II-06795

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:561

    Υπόθεση T-19/06

    Mindo Srl

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Καταβολή του προστίμου από συνοφειλέτη – Προσφεύγουσα η οποία υπάγεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της δίκης – Απώλεια εννόμου συμφέροντος – Κατάργηση της δίκης»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.      Διαδικασία – Ένσταση απαραδέκτου για λόγους δημοσίας τάξεως – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή – Απώλεια του εννόμου συμφέροντος κατά τη διάρκεια της δίκης – Περιλαμβάνεται

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 113)

    2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Ανάγκη υπάρξεως γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος

    (Άρθρο 230 ΕΚ)

    3.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Όρια – Τήρηση των προϋποθέσεων παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

    1.      Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.

    Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί επίσης να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την απώλεια του εννόμου συμφέροντος κατά τη διάρκεια της δίκης.

    (βλ. σκέψεις 59-60)

    2.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να ακυρωθεί και/ή να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση και/ή η μεταρρύθμιση της πράξεως αυτής είναι ικανή αφ’ εαυτής να επαχθεί έννομες συνέπειες ή, κατά άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή ως εκ του αποτελέσματός της να ωφελήσει τον προσφεύγοντα και ότι ο προσφεύγων έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση της εν λόγω πράξεως.

    Το έννομο συμφέρον αυτό πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοσή της. Πράγματι, η επιταγή αυτή διασφαλίζει, σε δικονομικό επίπεδο, ότι, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τα δικαστήρια δεν θα επιλαμβάνονται γνωμοδοτικών αιτημάτων ή καθαρά θεωρητικών ζητημάτων.

    Εξάλλου, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο εν λόγω προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι ο αρνητικός επηρεασμός της καταστάσεως αυτής έχει καταστεί αναπότρεπτος. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης πράξεως Εξάλλου, στην προσφεύγουσα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον της, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος.

    (βλ. σκέψεις 77-80)

    3.      Το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, του οποίου ειδική έκφανση αποτελεί το δικαίωμα ένδικης προστασίας, το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και καθιερώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι γίνονται εμμέσως δεκτοί, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να περιορίζουν τη δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά τρόπο που να θίγεται η ίδια η υπόσταση του δικαιώματός του ένδικης προστασίας. Πρέπει να κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού, ενώ πρέπει να υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού.

    Συναφώς, μολονότι η απαίτηση εννόμου συμφέροντος μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος σε ένδικη προστασία, εντούτοις η προϋπόθεση αυτή προδήλως δεν προσβάλλει την ουσία του δικαιώματος αυτού, καθόσον η απαίτηση να έχει ο προσφεύγων, από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, έννομο συμφέρον για την προσβολή πράξεως προβαλλόμενης ως βλαπτικής κατατείνει σε θεμιτό σκοπό, ο οποίος εν τέλει είναι να αποτραπεί, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το ενδεχόμενο να επιλαμβάνεται ο δικαστής της Ένωσης καθαρά θεωρητικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση δεν είναι ικανή να επιφέρει έννομες συνέπειες ή να ωφελήσει τον προσφεύγοντα.

    (βλ. σκέψεις 97, 99)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 5ης Οκτωβρίου 2011 (*)

    «Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Καταβολή του προστίμου από συνοφειλέτη – Προσφεύγουσα η οποία υπάγεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της δίκης – Απώλεια εννόμου συμφέροντος – Κατάργηση της δίκης»

    Στην υπόθεση T‑19/06,

    Mindo Srl, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους J. Folguera Crespo και P. Vidal Martínez, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους É. Gippini Fournier, N. Khan και F. Amato, στη συνέχεια, από τους Gippini Fournier, Khan, και L. Malferrari,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2005) 4012 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ιταλία), και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του ύψους του επιβληθέντος στη Mindo Srl προστίμου,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

    γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Νοεμβρίου 2010,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

     Ιστορικό της διαφοράς

    1        Η προσφεύγουσα, Mindo Srl, είναι ιταλική εταιρία η οποία τελεί υπό εκκαθάριση. Ήταν αρχικώς οικογενειακή επιχείρηση γνωστή με την επωνυμία Reditab Srl. Στη συνέχεια, εξαγοράστηκε το 1995 από την Intabex Netherlands BV (στο εξής: Intabex), η οποία είναι θυγατρική της Dimon Inc. Κατόπιν της εξαγοράς αυτής, η επωνυμία της άλλαξε σε Dimon Italia Srl. Η κύρια δραστηριότητά της ήταν η πρώτη μεταποίηση ακατέργαστου καπνού. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2004 το σύνολο των μετοχών της πωλήθηκαν από την Intabex σε τέσσερα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον όμιλο του οποίου ηγετική εταιρία ήταν η Dimon. Κατόπιν της πωλήσεως αυτής, η επωνυμία της άλλαξε σε Mindo. Στις 13 Μαΐου 2005, μετά από τη συγχώνευση της Dimon με τη Standard Commercial Corporation (στο εξής: SCC) συστάθηκε νέα εταιρία με την επωνυμία Alliance One International, Inc. (στο εξής: Alliance One).

     Διοικητική διαδικασία

    2        Στις 15 Ιανουαρίου 2002 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απηύθυνε, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με την ιταλική αγορά ακατέργαστου καπνού στις ιταλικές επαγγελματικές ενώσεις των μεταποιητών και των παραγωγών καπνού, ήτοι, αντιστοίχως, στην Associazione professionale trasformatori tabacchi italiani (APTI, Εθνική ιταλική ένωση μεταποιητών καπνού) και l’Unione italiana tabacco (Unitab, Ιταλική ένωση παραγωγών καπνού).

    3        Στις 19 Φεβρουαρίου 2002 η Επιτροπή έλαβε αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμων εκ μέρους της Deltafina SpA, επιχειρήσεως μεταποιήσεως, μέλους της APTI, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας). Στις 6 Μαρτίου 2002 η Επιτροπή της χορήγησε απαλλαγή υπό όρους κατ’ εφαρμογή του σημείου 15 της εν λόγω ανακοινώσεως.

    4        Στις 4 Απριλίου 2002 πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση του προεδρείου της APTI. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η Deltafina ενημέρωσε τους παρόντες, μεταξύ των οποίων ήταν η Transcatab SpA και η προσφεύγουσα, σχετικά με την αίτηση απαλλαγής και την απόφαση της Επιτροπής να της χορηγήσει απαλλαγή υπό όρους.

    5        Η Επιτροπή έλαβε αυθημερόν αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμων, βάσει του σημείου 8 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και, επικουρικώς, αίτηση μειώσεως κάθε προστίμου, βάσει των σημείων 20 έως 27 της εν λόγω ανακοινώσεως, εκ μέρους της προσφεύγουσας, καθώς και, λίγες ώρες μετά, αίτηση μειώσεως κάθε προστίμου, με την ίδια βάση, εκ μέρους της Transcatab.

    6        Στις 9 Απριλίου 2002 η Επιτροπή επιβεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως απαλλαγής από την επιβολή προστίμων που υπέβαλε η προσφεύγουσα και την ενημέρωσε, κατ’ εφαρμογή του σημείου 12 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, ότι δεν μπορούσε να τύχει απαλλαγής από την επιβολή προστίμων για την πιθανολογούμενη παράβαση για το λόγο ότι η εν λόγω αίτηση απαλλαγής δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες στα σημεία 8, στοιχείο α΄, και 9 ή στα σημεία 8, στοιχείο β΄, και 10 της εν λόγω ανακοινώσεως προϋποθέσεις. Επίσης, επιβεβαίωσε την παραλαβή, κατ’ εφαρμογή του σημείου 25 της ανακοινώσεως αυτής, της αιτήσεως μειώσεως όλων των προστίμων που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

    7        Στις 8 Απριλίου 2002 η προσφεύγουσα υπέβαλε ως συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία νέο επεξηγηματικό σημείωμα και δέκα παραρτήματα. Στις 17 Απριλίου 2002 η Επιτροπή επιβεβαίωσε την παραλαβή των εγγράφων αυτών.

    8        Στις 18 και 19 Απριλίου 2002 η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους, βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας και της Transcatab καθώς και στις εγκαταστάσεις της Trestina Azienda Tabacchi SpA και της Romana Tabacchi SpA.

    9        Στις 8 Οκτωβρίου 2002 η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα και την Transcatab ότι προετίθετο να τους χορηγήσει, κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, μείωση μεταξύ 30 και 50 % και μεταξύ 20 και 30 %, αντιστοίχως, του προστίμου το οποίο θα τους επιβαλλόταν για τις παραβάσεις που ενδεχομένως θα διαπιστώνονταν, ελλείψει συνεργασίας, δεδομένου ότι υπήρξαν η πρώτη και δεύτερη, αντιστοίχως, επιχείρηση που προσκόμισαν αποδεικτικά της παραβάσεως στοιχεία κατά την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

    10      Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε σε δέκα επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων ήταν η Deltafina, η Transcatab, η Romana Tabacchi και η προσφεύγουσα (στο εξής, από κοινού: οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως) καθώς και οι μητρικές εταιρίες ορισμένων από αυτές, μεταξύ άλλων, η Dimon, η SCC και η Universal Corp., μητρική εταιρία της Deltafina. Στους παραλήπτες της κοινοποιήσεως αιτιάσεων παρασχέθηκε πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο, αντίγραφο του οποίου τους απέστειλε η Επιτροπή υπό τη μορφή CD-ROM, οι δε επιχειρήσεις και ενώσεις αυτές διαβίβασαν γραπτές παρατηρήσεις προς απάντηση των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή. Εν συνεχεία, διεξήχθη ακρόαση στις 22 Ιουνίου 2004.

    11      Κατόπιν της εκδόσεως στις 21 Δεκεμβρίου 2004, προσαρτήματος στην κοινοποίηση αιτιάσεων της 25ης Φεβρουαρίου 2004, διεξήχθη δεύτερη ακρόαση την 1η Μαρτίου 2005.

    12      Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων, και έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 20 Οκτωβρίου 2005, την απόφαση C(2005) 4012 τελικό, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ιταλία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Φεβρουαρίου 2006 (EE L 353, σ. 45).

     Προσβαλλόμενη απόφαση

    13      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, κατ’ αρχάς, οριζόντια σύμπραξη που ετέθη σε εφαρμογή από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως στην ιταλική αγορά ακατέργαστου καπνού (πρώτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    14      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής, από το 1995 έως τις αρχές του 2002, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχαν καθορίσει τους όρους εμπορικών συναλλαγών για την αγορά ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία, όσον αφορά τόσο τις απευθείας αγορές από τους παραγωγούς όσο και τις αγορές από «τρίτες εταιρείες συσκευασίας», κυρίως μέσω του καθορισμού των τιμών και του καταμερισμού της αγοράς (πρώτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    15      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, δεύτερον, δύο άλλες παραβάσεις που διακρίνονται από τη σύμπραξη που έθεσαν σε εφαρμογή οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως, οι οποίες σημειώθηκαν από τις αρχές του 1999 έως τα τέλη του 2001, και συνίσταντο, για την APTI, στον καθορισμό των συμβατικών τιμών τις οποίες θα διαπραγματευόταν, για λογαριασμό των μελών της, ενόψει της συνάψεως διεπαγγελματικών συμφωνιών με την Unitab, και, για την τελευταία, στον καθορισμό των τιμών τις οποίες θα διαπραγματευόταν με την APTI, για λογαριασμό των μελών της, ενόψει της συνάψεως των ίδιων συμφωνιών.

    16      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πρακτικές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 264 έως 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    17      Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι επειδή οι δύο όμιλοι στους οποίους ανήκαν η Transcatab και η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της παραβάσεως είχαν παύσει να υφίστανται κατόπιν της συγχωνεύσεώς τους στη νέα οντότητα Alliance One, η τελευταία, ως διάδοχος των δύο αυτών ομίλων, ήταν ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Το ίδιο ίσχυε για την προσφεύγουσα, η οποία είχε πωληθεί από την Intabex σε ιδιώτες που άλλαξαν την επωνυμία της σε Mindo (αιτιολογικές σκέψεις 349 και 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    18      Η Επιτροπή συμπέρανε, στην αιτιολογική σκέψη 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Deltafina, η Universal, η προσφεύγουσα, η Transcatab, η Alliance One, η Romana Tabacchi, η APTI και η Unitab έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις παραβάσεις και να είναι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    19      Στις αιτιολογικές σκέψεις 356 έως 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη στον καθορισμό των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στους αποδέκτες αυτής.

    20      Αφού εκτίμησε τη σοβαρότητα της παραβάσεως και κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπραχθείσα από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως παράβαση έπρεπε να θεωρηθεί ως πολύ σοβαρή, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα του «ειδικού βάρους», καθώς και το ζήτημα της «αποτροπής».

    21      Προκειμένου να καταστούν αποτρεπτικά τα πρόστιμα, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμόσει πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,5, ήτοι προσαύξηση κατά 50 %, στο αρχικό ποσό που καθορίσθηκε για την Deltafina και πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,25, ήτοι προσαύξηση κατά 25 %, στο αρχικό ποσό που καθορίσθηκε για την Dimon Italia (Mindo) και την Transcatab (αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    22      Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό των προστίμων ως εξής:

    –        Deltafina:          37,5 εκατομμύρια ευρώ·

    –        Transcatab:          12,5 εκατομμύρια ευρώ·

    –        προσφεύγουσα:          12,5 εκατομμύρια ευρώ·

    –        Romana Tabacchi: 10 εκατομμύρια ευρώ.

    23      Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της διάρκειας της παραβάσεως. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 377 έως 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ιδίως, ότι η Επιτροπή προσαύξησε τα αρχικά ποσά των προστίμων κατά 10 % ανά πλήρες έτος παραβάσεως και κατά 5 % για κάθε επιπλέον διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών. Ως εκ τούτου, το αρχικό ποσό του προστίμου αυξήθηκε, αντιστοίχως, κατά 60 %, για περίοδο παραβάσεως έξι ετών και τεσσάρων μηνών, για την Deltafina, την προσφεύγουσα και την Transcatab, και κατά 25 %, για περίοδο παραβάσεως δύο ετών και οκτώ μηνών, για τη Romana Tabacchi.

    24      Κατά συνέπεια, τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στους παραλήπτες της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθορίσθηκαν, ως εξής:

    –        Deltafina:          60 εκατομμύρια ευρώ·

    –        Transcatab:          20 εκατομμύρια ευρώ·

    –        προσφεύγουσα:          20 εκατομμύρια ευρώ·

    –        Romana Tabacchi: 12,5 εκατομμύρια ευρώ.

    25      Στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις και απέρριψε τα συναφή επιχειρήματα της προσφεύγουσας στο σύνολό τους.

    26      Εξάλλου, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον έπρεπε να προσαρμοστούν τα βασικά ποσά για τους διαφορετικούς παραλήπτες προκειμένου να μην υπερβούν το όριο του 10 % του κύκλου εργασιών, το οποίο προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [EΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογικές σκέψεις 399 έως 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    27      Ως προς τούτο, η Επιτροπή περιόρισε την αλληλέγγυα ευθύνη της προσφεύγουσας στο 10 % του κύκλου εργασιών της για το πιο πρόσφατο οικονομικό έτος, ήτοι σε 3,99 εκατομμύρια ευρώ, δεδομένου ότι αυτή, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν διατηρούσε καμία σχέση με τον όμιλο στον οποίο ηγετική εταιρία ήταν η πρώην Dimon (αιτιολογική σκέψη 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    28      Στις αιτιολογικές σκέψεις 405 έως 500 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απεφάνθη επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα είχε συμμορφωθεί με τους όρους που της είχαν επιβληθεί βάσει της αιτήσεώς της για μείωση του προστίμου και συνήγαγε από την εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων και από τη συνεργασία της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι θα έπρεπε να τύχει του υψηλότερου ποσοστού μειώσεως από τα προβλεπόμενα στις κλίμακες ποσοστών που της είχαν ανακοινωθεί κατόπιν της υποβολής της αιτήσεώς της για μείωση, ήτοι 50 % (αιτιολογική σκέψη 499 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    29      Στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το ποσό των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    –        Deltafina και Universal, από κοινού και εις ολόκληρον: 30 εκατομμύρια ευρώ·

    –        προσφεύγουσα και Alliance One: 10 εκατομμύρια ευρώ· η Alliance One είναι υπεύθυνη για το σύνολο του ποσού ενώ η προσφεύγουσα είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη μέχρι του ποσού των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ·

    –        Transcatab και Alliance One, από κοινού και εις ολόκληρον: 14 εκατομμύρια ευρώ·

    –        Romana Tabacchi: 2,05 εκατομμύρια ευρώ·

    –        APTI: 1 000 ευρώ·

    –        Unitab: 1 000 ευρώ.

     Διαδικασία

    30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 20 Ιανουαρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    31      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζήτησε, μεταξύ άλλων, τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση που εισήχθη με την κατατεθείσα στις 24 Ιανουαρίου 2006, προσφυγή της Alliance One, με αίτημα τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T-25/06, Alliance One International κατά Επιτροπής). Αντίστοιχο αίτημα υπέβαλε και η Alliance One.

    32      Στις 14 Φεβρουαρίου 2006 η Alliance One κατέβαλε το σύνολο του προστίμου που η Επιτροπή είχε επιβάλει σε αυτήν και την προσφεύγουσα, η οποία ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη μόνο για μέρος του εν λόγω ποσού, ήτοι μέχρι του ποσού των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ.

    33      Στις 4 Ιουλίου 2006 η προσφεύγουσα τέθηκε υπό εκκαθάριση, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Πρωτοδικείο.

    34      Με χωριστό δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα επανέφερε την αίτησή της περί συνεκδικάσεως της υποθέσεως T-25/06 με την υπό κρίση υπόθεση. Στις 21 Αυγούστου 2006 η Alliance One υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως αυτής τασσόμενη υπέρ της συνεκδικάσεως.

    35      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Αυγούστου 2006, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, κατά την άποψή της, η συνεκδίκαση των υποθέσεων αυτών δεν θα βελτίωνε αισθητώς την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας και δήλωσε ότι επαφίετο στην κρίση του Πρωτοδικείου.

    36      Το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση συνεκδικάσεως.

    37      Κατόπιν της αιτήσεως πτωχεύσεως (istanza di fallimento) την οποία κατέθεσε, στις 27 Δεκεμβρίου 2006, ένας από τους πιστωτές της ενώπιον του Tribunale ordinario di Roma, sezione fallimentare (πτωχευτικό δικαστήριο της Ρώμης, στο εξής: Tribunale fallimentare di Roma), η προσφεύγουσα κατέθεσε, επίσης, στις 5 Μαρτίου 2007, δυνάμει του άρθρου 161 του regio decreto 16 marzo 1942, n. 267, recante disciplina del fallimento, del concordato preventivo, dell’amministrazione controllata e della liquidazione coatta amministrativa [βασιλικό διάταγμα 267, της 16ης Μαρτίου 1942, περί ρυθμίσεως της πτωχεύσεως, του προληπτικού της πτωχεύσεως συμβιβασμού, της ελεγχόμενης διοικήσεως και της αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως, όπως έχει τροποποιηθεί, έκτακτο συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 81, της 6ης Απριλίου 1942 (στο εξής: ιταλικός νόμος περί πτωχεύσεως)], αίτηση υπαγωγής της σε διαδικασία του προληπτικού της πτωχεύσεως συμβιβασμού με παραχώρηση της περιουσίας (στο εξής: προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός) ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2007, το Tribunale fallimentare di Roma επικύρωσε τον προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό που πρότεινε η προσφεύγουσα.

    38      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν διάφορα έγγραφα. Οι διάδικοι απάντησαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    39      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Νοεμβρίου 2010.

    40      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, η οποία είχε πληροφορηθεί, λίγες μέρες πριν, ότι η προσφεύγουσα τελούσε υπό εκκαθάριση από τον Ιούλιο του 2006, υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι αυτή δεν είχε πλέον έννομο συμφέρον στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον η Alliance One είχε καταβάλει ολόκληρο το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ για το οποίο εκείνη ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη με την προσφεύγουσα χωρίς να αναζητήσει από αυτήν μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, παρά το ότι τελούσε υπό εκκαθάριση.

    41      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παράσχει όλες τις πληροφορίες και να προσκομίσει κάθε συναφές έγγραφο σχετικά με οποιαδήποτε συμφωνία με την Alliance One όσον αφορά την εκ μέρους της καταβολή του προστίμου και τη δυνατότητα αναζητήσεως μέρους του καταβληθέντος προστίμου, το δε μέτρο αυτό καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Στη συνέχεια, το μέτρο αυτό οργανώσεως της διαδικασίας ανακοινώθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο του Γενικού Δικαστηρίου που της απεστάλη στις 8 Δεκεμβρίου 2010.

    42      Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, με τη δεύτερη φράση του τρίτου αιτήματός της (βλ. σκέψη 57 κατωτέρω), ζητούσε μόνο τη μείωση του ποσού του προστίμου κατά το μέρος που ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη με την Alliance One για την πληρωμή του.

    43      Με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 2011, η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου και προσκόμισε ορισμένα έγγραφα. Εντούτοις, παρέλειψε να διευκρινίσει ότι είχε κινήσει διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού η οποία εκκρεμούσε ακόμη. Κατ’ ουσίαν, υποστήριξε ότι διατηρούσε έννομο συμφέρον για την υπό κρίση υπόθεση.

    44      Στις 21 Φεβρουαρίου 2011, στις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου της προσφεύγουσας της 6ης Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή επανέλαβε ότι είχε εκλείψει το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας για την υπό κρίση υπόθεση. Επιπλέον, προσκόμισε έγγραφο του εμπορικού επιμελητηρίου της Ρώμης (Ιταλία) για την οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας το οποίο βεβαίωνε ότι από τις 21 Μαΐου 2007 είχε αρχίσει διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, η οποία είχε καταχωριστεί με τον αριθμό 3/07. Επίσης, εξέφρασε την άποψη ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να διατάξει μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, με αντικείμενο την παροχή πληροφοριών εκ μέρους της Alliance One σχετικά με την άσκηση του δικαιώματός της να αναζητήσει από την προσφεύγουσα μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου.

    45      Με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής της 21ης Φεβρουαρίου 2011, εκφράζοντας την αντίθεσή της σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας με το οποίο θα εζητείτο από την Alliance One η παροχή πληροφοριών και υποστηρίζοντας ότι υπήρξε εκ μέρους της Επιτροπής καταστρατήγηση διαδικασίας.

    46      Στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 64, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο με έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2011, απηύθυνε γραπτές ερωτήσεις στην Alliance One.

    47      Με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 2011, η Alliance One απάντησε στις ερωτήσεις που της απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο στις 17 Μαρτίου 2011. Δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είχε ακόμη στραφεί κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, καθώς προτίμησε να αναμείνει την έκβαση της παρούσας διαδικασίας. Διευκρίνισε επίσης ότι, προς τον σκοπό αυτό, θα ήταν «πιθανότατα υποχρεωμένη να επιδιώξει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως υποχρεώνουσας [την προσφεύγουσα] στην καταβολή του ποσού αυτού καθώς και την έκδοση σχετικής διαταγής εκτελέσεως της δικαστικής αυτής αποφάσεως». Τονίζει, εξάλλου, ότι σε περίπτωση πλήρους ή μερικής ακυρώσεως του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο, θα εξαναγκαζόταν να επιστρέψει στην προσφεύγουσα το αναζητηθέν ποσό εντόκως, πράγμα που θα καθιστούσε την όλη διαδικασία «επαχθή, δαπανηρή και μακροχρόνια». Επιπλέον, εκτιμά ότι η αξίωσή της δεν έχει παραγραφεί και δεν επρόκειτο να παραγραφεί πριν την περάτωση της παρούσας διαδικασίας. Τέλος, υπενθύμισε ότι η υπαγωγή σε διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού δεν εμποδίζει τους πιστωτές να προσφύγουν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων για την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως κατά του οφειλέτη ο οποίος έχει υπαχθεί στον εν λόγω συμβιβασμό και να επιδιώξουν την εκτέλεσή της μετά την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως που τον επικυρώνει.

    48      Με έγγραφα της 18ης και της 19ης Απριλίου 2011, αντιστοίχως, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των πληροφοριών που παρέσχε η Alliance One.

    49      Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 2011, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα που σχετίζονταν με την εκκρεμή ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, καθώς και να παράσχει όλες τις σχετικές με την εκτέλεση του εν λόγω συμβιβασμού πληροφορίες.

    50      Με έγγραφο της 20ής Μαΐου 2011, η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στα αιτήματα αυτά. Προσκόμισε, μεταξύ άλλων, το δικόγραφο της αιτήσεως προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού καθώς και την πρόταση συμβιβασμού που είχε απευθύνει στους πιστωτές της, στις 5 Μαρτίου 2007, τη δικαστική απόφαση επικυρώσεως του προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, την οποία είχε εκδώσει το Tribunale fallimentare di Roma στις 27 Νοεμβρίου 2007, καθώς και άλλα έγγραφα σχετικά με την πορεία εκτελέσεως του εν λόγω συμβιβασμού.

    51      Στις 25 Μαΐου 2011 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma προκειμένου να εξεταστεί η εκτέλεση του συμβιβασμού και/ή να κριθεί το ενδεχόμενο διαρρήξεως ή ακυρώσεώς του, κατά το άρθρο 186 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως.

    52      Την 1η Ιουνίου 2011 η προσφεύγουσα, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε τον κατάλογο πιστωτών, ο οποίος είχε επισυναφθεί ως παράρτημα της αιτήσεως προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού που είχε κατατεθεί ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma στις 5 Μαρτίου 2007. Στον κατάλογο αυτόν δεν περιλαμβάνεται απαίτηση της Alliance One κατά της προσφεύγουσας.

    53      Στις 15 Ιουνίου 2011 διεξήχθη νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma.

    54      Στις 21 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα με το από 20 Μαΐου 2011 έγγραφό της, καθώς και επί του καταλόγου των πιστωτών που κατάθεσε την 1η Ιουνίου 2011.

    55      Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2011, ανταποκρινόμενη σε νέο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα απάντησε σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε έγγραφα και έλαβε θέση επί του εάν συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης επί της υπό κρίση προσφυγής κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    56      Στις 29 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, έλαβε θέση επί του εάν συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης επί της υπό κρίση προσφυγής κατά το ίδιο άρθρο.

     Αιτήματα των διαδίκων

    57      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον λαμβάνεται υπόψη παράβαση μεγαλύτερης διάρκειας, συγκεκριμένα παράβαση η οποία έληξε στις 19 Φεβρουαρίου 2002 αντί το αργότερο στις 15 Ιανουαρίου 2002·

    –        να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον θα έπρεπε να έχει τύχει πλήρους απαλλαγής από τα πρόστιμα σύμφωνα με την ανακοίνωση περί συνεργασίας·

    –        επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως και να μειώσει ουσιωδώς «το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε αυτήν και, αλληλεγγύως, στην Alliance One»·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

    –        να διατάξει, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με εκείνη της προσφυγής που άσκησε η Alliance One κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    58      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την προσφυγή·

    –        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

     Σκεπτικό

    59      Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.

    60      Κατά τη νομολογία, η έλλειψη εννόμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T-310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T‑228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T-245/00 έως T-248/00, T‑250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T-265/00, T-267/00, T‑268/00, T-271/00, T-274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-287/00 και T‑296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-787, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί επίσης να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την απώλεια του εννόμου συμφέροντος κατά τη διάρκεια της δίκης.

    61      Εν προκειμένω, αφού ακούστηκαν οι απόψεις των διαδίκων, πρέπει να εξεταστεί προκαταρκτικώς το επιχείρημα που διατύπωσε η Επιτροπή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και στις παρατηρήσεις της επί των απαντήσεων της προσφεύγουσας στις γραπτές ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, έχει εκλείψει κάθε συμφέρον της προσφεύγουσας για συνέχιση της παρούσας δίκης για τον λόγο ότι το ποσό του προστίμου για το οποίο είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη έχει ολοσχερώς καταβληθεί από την Alliance One, η οποία δεν έχει στραφεί κατά αυτής προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου.

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    62      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να συνεχίσει την παρούσα διαδικασία, εφόσον το ποσό του προστίμου το οποίο είχε υποχρέωση να καταβάλει εις ολόκληρον με την Alliance One καταβλήθηκε ολοσχερώς τον Φεβρουάριο του 2006 από αυτήν, η οποία δεν έχει στραφεί κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου. Συναφώς, εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη δικαιώματος της Alliance One να αναζητήσει το ποσό αυτό από την προσφεύγουσα. Κατά την άποψή της, δεν προκύπτει τέτοιο δικαίωμα ούτε από την αίτηση προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού της προσφεύγουσας ούτε από τις λογιστικές εγγραφές της, οι οποίες έχουν κατατεθεί στο μητρώο επιχειρήσεων σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία. Εκτιμά ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την ύπαρξη εγγυητικής ρήτρας ή οποιασδήποτε άλλης πράξεως με την οποία η Alliance One έχει αναλάβει τη δέσμευση, κατά την πώληση των μετοχών της στην προσφεύγουσα, να καταβάλει ολόκληρο το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί.

    63      Επιπλέον, η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα για να θεμελιώσει τη διατήρηση εννόμου συμφέροντος στην παρούσα δίκη.

    64      Όσον αφορά το υποτιθέμενο συμφέρον της προσφεύγουσας να αμυνθεί κατά ενδεχόμενων αξιώσεων αποζημιώσεως εκ μέρους τρίτων, η Επιτροπή υποστηρίζει, στις από 21 Φεβρουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί του από 6 Ιανουαρίου 2011 εγγράφου της προσφεύγουσας, ότι αυτή δεν έχει παράσχει ενδείξεις για αγωγές που έχουν ασκηθεί ή είναι ενδεχόμενο να ασκηθούν από τρίτους που εθίγησαν από την παραβατική συμπεριφορά. Όσον αφορά τις επιστολές, οι οποίες προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα, αντιστοίχως, στις 20 Μαΐου και στις 13 Ιουλίου 2011 και στις οποίες περιέχεται αίτημα αποζημιώσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι από αυτές δεν αποδεικνύεται ότι έχει ασκηθεί αγωγή και, ιδίως, ότι η σχετική αξίωση δεν έχει παραγραφεί.

    65      Όσον αφορά, τέλος, την υποτιθέμενη υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλει στην Alliance One μέρος του προστίμου που η ίδια κατέβαλε, η Επιτροπή παρατηρεί ότι είναι απίθανο να στραφεί η Alliance One στο εξής κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση του ποσού αυτού, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αντέδρασε όταν η προσφεύγουσα τέθηκε υπό εκκαθάριση και όταν άρχισε η διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού. Είναι επίσης δυσχερές να συμβιβαστεί η υποτιθέμενη ύπαρξη τέτοιου δικαιώματος της Alliance One με την αδράνεια της σχετικώς επί τόσα έτη. Εξάλλου, η πρόθεση της Alliance One όσον αφορά το ενδεχόμενο να στραφεί κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου δεν προκύπτει σαφώς από τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, εφόσον το δικαίωμα της Alliance One να στραφεί κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου θεμελιώνεται ευθέως στην προσβαλλόμενη απόφαση, δυσχερώς γίνεται κατανοητό ποιας μορφής δυσκολίες θα αντιμετώπιζε για την έκδοση καταψηφιστικής αποφάσεως από την ιταλική δικαιοσύνη.

    66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει άμεσο και προφανές συμφέρον για τη συνέχιση της διαδικασίας. Κατά την άποψή της, το γεγονός ότι τελεί υπό εκκαθάριση και η πρώην μητρική της εταιρία Alliance One έχει καταβάλει, προσωρινώς, ολόκληρο το ποσό του προστίμου που τους έχει επιβληθεί και για το οποίο έχει κριθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη για το ποσό των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ δεν επηρεάζει το συμφέρον της για συνέχιση της παρούσας διαδικασίας.

    67      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον της απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμά της σε ένδικη προστασία, το οποίο αντλεί από το άρθρο 6 της Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όπως έχει μεταφερθεί στην έννομη τάξη της Ένωσης με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389).

    68      Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι οι λόγοι που έχει επικαλεστεί προς στήριξη της προσφυγής της αφορούν, πρώτον, τον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων γεγονότων (ιδίως τον καταλογισμό της ευθύνης για ορισμένες προπαρασκευαστικές συμφωνίες των διεπαγγελματικών συμφωνιών, την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, την επίδραση του περιορισμένου μεγέθους της αγοράς όσον αφορά την εκτίμηση της συμπεριφοράς της και την επιβολή ελαφρύτερου προστίμου), δεύτερον, τη μικρότερη διάρκεια της παραβάσεως από εκείνη που προσάπτεται και, τρίτον, την εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας εκ μέρους της Επιτροπής (εφόσον επεδίωκε πλήρη απαλλαγή ή, επικουρικώς «μερική απαλλαγή» από τα πρόστιμα, σύμφωνα με το άρθρο 23 της εν λόγω ανακοινώσεως).

    69      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επιπροσθέτως, ότι το συμφέρον της για συνέχιση της παρούσας διαδικασίας δεν περιορίζεται στο πρόστιμο, αλλά αφορά επίσης την ευθύνη η οποία της καταλογίστηκε για ορισμένη συμπεριφορά καθώς και τη νομική εκτίμηση της συμπεριφοράς αυτής.

    70      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το έννομο συμφέρον της απορρέει επίσης από το δικαίωμά της να αμυνθεί κατά ενδεχομένων αγωγών αποζημιώσεως ή επίκληση της ευθύνης της εκ μέρους τρίτων για τις παραβάσεις που βεβαιώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όταν αυτή καταστεί απρόσβλητη. Συναφώς, επισύναψε στο έγγραφό της της 20ής Μαΐου 2011 επιστολή την οποία της απέστειλε ιταλικός συνεταιρισμός παραγωγών καπνού με την οποία ζητεί αποζημίωση ποσού 2,3 εκατομμυρίων ευρώ, λόγω παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα των πρακτικών για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση. Η αξίωση αυτή αποζημιώσεως αναφέρεται επίσης στην έκθεση που κατάρτισε ο εκκαθαριστής του προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού στις 14 Απριλίου 2011.

    71      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι έχει αντικειμενικό και άμεσο συμφέρον προς μείωση, ή ακόμα και πλήρη ακύρωση, του προστίμου. Συναφώς, υπενθυμίζει, κατά πρώτο λόγο, ότι κατά το άρθρο 1292 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, η Alliance One θα μπορούσε να ασκήσει αξίωση αναγωγής εις βάρος της. Εξάλλου, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, τα μέλη της διοικήσεώς της έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν τα συμφέροντα των πιστωτών της από κάθε ενδεχόμενο. Κατά δεύτερο λόγο, εκθέτει ότι στις συμφωνίες σχετικά με την πώληση των μετοχών της δεν υπάρχει καμία αναφορά στη διαδικασία η οποία είχε κινηθεί ενώπιον της Επιτροπής και κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν περιλαμβάνεται ρητή ανάληψη υποχρεώσεως αποζημιώσεως υπέρ της για κάθε πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή με την απόφασή της. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι το συμφέρον της για συνέχιση της παρούσας διαδικασίας έως την περάτωσή της είναι προφανές, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Alliance One να ασκήσει στο μέλλον αγωγή εις βάρος της προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου. Κατά τρίτο λόγο, υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν οι προαναφερθείσες συμφωνίες προέβλεπαν το ενδεχόμενο αποζημιώσεως για το πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή, το κύρος της αποζημιωτικής αυτής ρήτρας θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση εάν αυτή στερούνταν του δικαιώματός της να προσβάλει την απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζητώντας είτε πλήρη απαλλαγή είτε μείωση του ποσού του προστίμου.

    72      H προσφεύγουσα εκτιμά επίσης ότι η απάντηση της Alliance One στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει, εξάλλου, την ύπαρξη του εννόμου της συμφέροντος. Κατά πρώτο λόγο, από την απάντηση αυτή προκύπτει ότι ο κίνδυνος ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως από τρίτους είναι ακόμη υπαρκτός, δεδομένου ότι οι σχετικές αξιώσεις δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά το ιταλικό δίκαιο. Κατά δεύτερο λόγο, παρατηρεί ότι το δικαίωμα της Alliance One να στραφεί κατ’ αυτής προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου δεν έχει παραγραφεί. Κατά τρίτο λόγο, εκτιμά ότι θα παρέμενε ως μόνη υπεύθυνη για την καταβολή του ποσού των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ στην περίπτωση που η Alliance One δικαιωθεί στην υπόθεση T-25/06 και, ως εκ τούτου, το έννομο συμφέρον της είναι προφανές.

    73      Στην από 20 Μαΐου 2011 απάντησή της, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι το άρθρο 168 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως δεν περιορίζει το δικαίωμα των παλαιών πιστωτών να προσφύγουν, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως υπαγωγής σε διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού και της ημερομηνίας κατά την οποία η δικαστική απόφαση επικυρώσεως του συμβιβασμού αυτού καθίσταται απρόσβλητη, στα αρμόδια δικαστήρια για να ζητήσουν την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως κατά του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, καθώς και το δικαίωμά τους να προσφύγουν, μετά το πέρας της εν λόγω περιόδου, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων για να ζητήσουν την εκτέλεση της απαιτήσεώς τους εις βάρος του οφειλέτη για τον οποίο ισχύει προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός.

    74      Κατά την προσφεύγουσα, μετά την επικύρωση και κατά την εκτέλεση του προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, οι παλαιοί πιστωτές οι οποίοι δεν συμφώνησαν ούτε ψήφισαν δεν περιορίζονται όσον αφορά την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους έναντι και μέσω του εκκαθαριστή της εταιρίας. Έχουν μόνο την υποχρέωση να τηρήσουν τα, κατά περίπτωση, όρια ικανοποιήσεως των απαιτήσεων των πιστωτών καθώς και τις ταχθείσες προθεσμίες στον επικυρωθέντα προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό. Εξάλλου, οι παλαιοί πιστωτές δεν περιορίζονται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της εκτελέσεως του προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, τηρώντας πάντοτε τα όρια και τις προθεσμίες που έχουν ταχθεί για όλους τους πιστωτές στον επικυρωθέντα προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό. Ως εκ τούτου, η Alliance One μπορεί ακόμη να προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου προκειμένου να ζητήσει την έκδοση διαταγής εκτελέσεως.

    75      Επιπλέον, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής ή ακυρώσεως του προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, κατά το άρθρο 186 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως, είναι αντικείμενο κατ’ αντιδικίαν διαδικασίας ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma. Σε περίπτωση ακυρώσεως του συμβιβασμού, θα εφαρμοστούν τα άρθρα 137 και 138 του εν λόγω νόμου, με αποτέλεσμα να αναβιώσει αυτομάτως η πτωχευτική διαδικασία κατά αυτής. Εντούτοις, σε αυτή την περίπτωση, δεν θα έχανε το συμφέρον της για συνέχιση της παρούσας δίκης. Πράγματι, κατά την άποψή της, η Alliance One μπορεί πάντοτε να αξιώσει την καταβολή μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, μέσω αιτήσεως εγγραφής στο παθητικό της πτωχευτικής περιουσίας.

    76      Τέλος, στο από 13 Ιουλίου 2011 έγγραφό της, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Alliance One έχει εκθέσει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους δεν είχε ακόμη στραφεί κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω). Στη συνέχεια, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υποχρεούται, κατά το ιταλικό δίκαιο, να περιλάβει την Alliance One στα λογιστικά της βιβλία, ελλείψει ρητής απαιτήσεως εκ μέρους της για την καταβολή, και, κατά συνέπεια, στον κατάλογο των πιστωτών που κατάρτισε κατά την υποβολή της αιτήσεως υπαγωγής στον προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό. Κατά την άποψή της, ούτε ο ιταλικός νόμος περί πτωχεύσεως ούτε οι εφαρμοστέες λογιστικές αρχές την υποχρεώνουν να καταχωρίσει στα λογιστικά της βιβλία την ενδεχόμενη αξίωση της Alliance One εφόσον δεν είχε προβληθεί τέτοια απαίτηση και ούτε το ποσό ούτε η ύπαρξη αυτής της απαιτήσεως είναι βέβαια.

     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    77      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να ακυρωθεί και/ή να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση και/ή η μεταρρύθμιση της πράξεως αυτής είναι ικανή αφ’ εαυτής να επαχθεί έννομες συνέπειες ή, κατά άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή ως εκ του αποτελέσματός της να ωφελήσει τον προσφεύγοντα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2009, C-183/08 P, Επιτροπή κατά Provincia di Imperia, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19· βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου MCI κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2010, T-189/08, Forum 187 κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι ο προσφεύγων έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση της εν λόγω πράξεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 2009, T-269/03, Socratec κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    78      Το έννομο συμφέρον αυτό πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοσή της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C-362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, η επιταγή αυτή διασφαλίζει, σε δικονομικό επίπεδο, ότι, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τα δικαστήρια δεν θα επιλαμβάνονται γνωμοδοτικών αιτημάτων ή καθαρά θεωρητικών ζητημάτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2005, T-28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4119, σκέψη 36, και απόφαση Socratec κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 36).

    79      Επιπλέον, έχει κριθεί ότι αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο εν λόγω προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι ο αρνητικός επηρεασμός της καταστάσεως αυτής έχει καταστεί αναπότρεπτος. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης πράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, T-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2181, σκέψη 33· της 14ης Απριλίου 2005, T-141/03, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1197, σκέψη 26, και Socratec κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 39).

    80      Τέλος, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, κατά τη νομολογία, στην προσφεύγουσα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον της, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, διάταξη του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, 206/89 R, S. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 8· διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2003, T-167/01, Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1873, σκέψη 58, και απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 31).

    81      Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή πρότεινε νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είχαν συμβεί πριν από την άσκηση της προσφυγής, από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι εξέλιπε το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας λόγω του ότι η Alliance One είχε καταβάλει ολόκληρο το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί, χωρίς να έχει στραφεί κατά της προσφεύγουσας προκειμένου να αναζητήσει μέρος του ποσού του προστίμου αυτού.

    82      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η Alliance One κατέβαλε, τον Φεβρουάριο του 2006, ολόκληρο το ποσό του προστίμου που είχε επιβάλει η Επιτροπή σε αυτήν και την προσφεύγουσα, η οποία ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη μόνο για μέρος του εν λόγω ποσού, δηλαδή έως τα 3,99 εκατομμύρια ευρώ, και ότι, έως σήμερα, δεν έχει στραφεί κατά της προσφεύγουσας για να αναζητήσει μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα τέθηκε υπό εκκαθάριση τον Ιούλιο του 2006 και ότι, από τον Μάιο του 2007, έχει υποβληθεί σε διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma η οποία εκκρεμεί ακόμη, γεγονότα για τα οποία η προσφεύγουσα παρέλειψε να ενημερώσει το Γενικό Δικαστήριο με δική της πρωτοβουλία.

    83      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι με τα αιτήματα της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επιδιώκει, αφενός, τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω του ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως την ανακοίνωση περί συνεργασίας ως προς αυτήν, καθόσον δεν της αναγνώρισε πλήρη απαλλαγή όταν αποφάσισε να μην χορηγήσει απαλλαγή στην Deltafina, και ότι υπέπεσε σε σφάλμα, ενός περίπου μήνα, κατά τον καθορισμό της διάρκειας της συμμετοχής της στη σύμπραξη, και, αφετέρου, επικουρικώς, μείωση του ποσού του προστίμου για το οποίο είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη με την Alliance One.

    84      Εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η προσφυγή της προσφεύγουσας αφορά κατ’ ουσίαν το ποσό του προστίμου. Πράγματι, από την εξέταση των προβαλλόμενων από αυτή λόγων προκύπτει ότι τα επιχειρήματα σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης της για ορισμένη συμπεριφορά και τη νομική εκτίμηση της συμπεριφοράς αυτής, τα οποία δεν προβάλλονται προς στήριξη του κύριου λόγου κατά τον οποίο θα έπρεπε να έχει τύχει απαλλαγής από τα πρόστιμα, αποσκοπούν μόνο επικουρικώς, σε περίπτωση απορρίψεως του κυρίου αυτού λόγου, στη μείωση του ποσού του προστίμου για το οποίο είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη με την Alliance One, δηλαδή το ποσό των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ. Συναφώς, πρέπει επιπλέον να τονιστεί ότι ούτε η διαφορετική νομική εκτίμηση των περιστατικών που επικαλείται η προσφεύγουσα ούτε ο καθορισμός υποτιθέμενης μικρότερης διάρκειας της παραβάσεως που προσάπτεται στην οικεία επιχείρηση κατά κάποιες εβδομάδες δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση του ποσού του προστίμου για το οποίο είναι εις ολόκληρον υπεύθυνη με την Alliance One σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    85      Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τα αιτήματα της προσφεύγουσας δεν θα την ωφελούσε με κανένα τρόπο, δεδομένου ότι το πρόστιμο που της είχε επιβληθεί έχει ήδη ολοσχερώς καταβληθεί από την Αlliance One, που είναι εις ολόκληρον συνοφειλέτης της, και αυτή, παρά το ότι δεν υπάρχει νομικός σύνδεσμός της με την προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), δεν έχει στραφεί κατά αυτής προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, παρά την παρέλευση πλέον των πέντε ετών από την εν λόγω καταβολή.

    86      Η προσφεύγουσα εκτιμά εντούτοις ότι διατηρεί έννομο συμφέρον στην παρούσα διαδικασία, για τον λόγο ότι η Alliance One θα μπορούσε πάντοτε να στραφεί εναντίον της αναζητώντας μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, και τούτο παρά το ότι εκκρεμεί διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού.

    87      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, στην οποία απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη του εννόμου της συμφέροντος (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω), δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η Alliance One είχε απαίτηση κατ’ αυτής ούτε ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εν λόγω απαίτηση υφίσταται, η Alliance One διατηρούσε τη δυνατότητα ή είχε την πρόθεση να εισπράξει την απαίτηση αυτή και ότι έχει, εξ αυτού του λόγου, γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση και/ή τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, περιορίστηκε να δηλώσει ότι οι συμβάσεις για τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρίας στους σημερινούς της μετόχους δεν περιελάμβαναν καμία ρητή ανάληψη εγγυητικής ευθύνης για αποζημίωση υπέρ της για κάθε πρόστιμο που θα επιβαλλόταν με την προσβαλλόμενη απόφαση και να υποστηρίξει ότι, κατά συνέπεια, η Alliance One μπορούσε πάντοτε να στραφεί κατά αυτής για να αναζητήσει μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου για την καταβολή του οποίου ήταν εις ολόκληρον υπεύθυνη.

    88      Όπως επισημαίνει, όμως, η Επιτροπή κατά το άρθρο 161 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να υποβάλει αναλυτική κατάσταση και εκτίμηση του ενεργητικού του καθώς και κατάλογο των πιστωτών του και των οφειλετών του και ότι, μετά την έναρξη της διαδικασίας προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού, που είναι, κατ’ ουσίαν, διαδικασία καθορισμού του παθητικού υπό την επίβλεψη του αρμοδίου δικαστηρίου, ο σύνδικος οφείλει, κατά το άρθρο 171 του εν λόγω νόμου, να προβεί σε επαλήθευση του καταλόγου των δανειστών επί τη βάσει των λογιστικών βιβλίων τα οποία πρέπει να υποβληθούν κατά την κατάθεση του δικογράφου, πριν προσκαλέσει τους πιστωτές στην προβλεπόμενη στο άρθρο 174 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως συνέλευση. Κατά το άρθρο 175 του εν λόγω νόμου, κατά τη συνέλευση αυτή, η οποία διεξάγεται υπό την προεδρία του δικαστή, ο οφειλέτης και οι πιστωτές ελέγχουν, μεταξύ άλλων, το υποστατό των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2003, C-145/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I‑5581, I-5583, σημείο 79).

    89      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας η Alliance One δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των πιστωτών της και ότι δεν είχε εγγραφεί στον κατάλογο των πιστωτών που κατάρτισε η προσφεύγουσα και επαληθεύθηκε από τον δικαστικό εμπειρογνώμονα, κατά το εν λόγω άρθρο 161 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού που έχει κινηθεί ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma.

    90      Εξάλλου, η άποψη της προσφεύγουσας κατά την οποία δεν είχε υποχρέωση να περιλάβει την απαίτηση της Alliance One κατά αυτής στα λογιστικά της βιβλία και να την εγγράψει στον κατάλογο των πιστωτών της δεν τεκμηριώνεται, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στις διατάξεις του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως και του ιταλικού Αστικού Κώδικα στις οποίες αναφέρεται, και, σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό ότι σκοπός κάθε συμβιβασμού είναι, κατ’ ουσίαν, να επιτευχθεί συμφωνία με όλους τους πιστωτές, αφού τους παρασχεθεί ακριβής εικόνα της οικονομικής καταστάσεως της εταιρίας και υπό την επίβλεψη της δικαστικής αρχής, προκειμένου να αποφευχθεί η πτώχευσή της. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, εφόσον η Alliance One κατέβαλε ολόκληρο το ποσό του προστίμου που τους είχε επιβληθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, θα μπορούσε, βάσει της εν λόγω αποφάσεως, να στραφεί αμέσως κατά της προσφεύγουσας για να αναζητήσει μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, πράγμα που αυτή, εξάλλου, επιβεβαίωσε στο από 30 Μαρτίου 2011 έγγραφό της. Σε κάθε περίπτωση, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω, ο ιταλικός νόμος περί πτωχεύσεως προβλέπει ότι το υποστατό των αναγγελθεισών απαιτήσεων πρέπει να εξετάζεται και να συζητείται κατά τη συνέλευση των πιστωτών.

    91      Επιπλέον, μολονότι η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει την Alliance One ως «παλαιό πιστωτή» κατά την έννοια του άρθρου 184 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως, δεν παρέσχε καμία σχετική εξήγηση ούτε επικαλέστηκε λόγους για τους οποίους εκείνη δεν επιχείρησε να αναγγείλει την απαίτησή της στην εν λόγω διαδικασία και δεν την προέβαλε, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια απαίτηση, της οποίας το ποσό υπερβαίνει σαφώς το ποσό των απαιτήσεων που όντως αναγγέλθηκαν, θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει την απόφαση των λοιπών πιστωτών ως προς την αποδοχή της προτάσεως προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού που είχε υποβάλει. Συνεπώς, αν υποτεθεί ότι η απαίτηση της Alliance One κατά της προσφεύγουσας είχε αναγγελθεί, θα είχε όχι αμελητέες συνέπειες όσον αφορά τον συμβιβασμό που επικυρώθηκε από το Tribunale fallimentare di Roma.

    92      Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, κατά την προσφεύγουσα, μολονότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την αγορά των μετοχών της εταιρίας διεξήχθησαν μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων από την Επιτροπή, οι όροι των σχετικών με τη μεταβίβαση των μετοχών στους σημερινούς της μετόχους συμφωνιών δεν περιλαμβάνουν ρητή αναφορά στη διοικητική διαδικασία η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν προβλέπουν εγγυητική ή αποζημιωτική ρήτρα υπέρ της για το ενδεχόμενο πρόστιμο που θα μπορούσε να επιβάλει η Επιτροπή. Προκύπτει, εντούτοις, από τη δικογραφία ότι αφού έλαβε γνώση του ποσού του προστίμου για το οποίο ήταν εις ολόκληρον υπεύθυνη με την Alliance One, το οποίο υπερβαίνει την αξία των μετοχών της, η προσφεύγουσα δεν κινήθηκε προκειμένου να λάβει αποζημίωση από την Alliance One για απόκρυψη πληροφοριών. Αντιθέτως, παραπονείται στην αίτησή της υπαγωγής σε διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού για τη μη γνωστοποίηση εκ μέρους της Alliance One, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών, άλλων «γεγονότων και περιστάσεων που εκ των υστέρων αποδείχθηκαν ζημιογόνα». Προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι, λίγους μήνες μετά την κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως υπαγωγής σε προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό, στράφηκε κατά της Intabex, τη θυγατρική της Alliance One η οποία της είχε μεταβιβάσει τις μετοχές, ενώπιον του Tribunale civile di Roma (πολιτικό δικαστήριο της Ρώμης) διεκδικώντας καταβολή εκ μέρους της ποσού 7,3 εκατομμυρίων ευρώ, και ότι η Alliance One δεν άσκησε ανταγωγή προκειμένου να αναζητήσει μέρος του ποσού του καταβληθέντος προστίμου.

    93      Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν αποκλείεται η Alliance One να έχει αναλάβει την καταβολή του προστίμου κατά το μέρος για το οποίο είναι υπεύθυνη η προσφεύγουσα ή ότι έχει στο μεταξύ παραιτηθεί από την αναζήτησή του.

    94      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί, όχι μόνο, ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 47 ανωτέρω, η Alliance One δεν έχει στραφεί κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση μέρους του ποσού του καταβληθέντος προστίμου, αλλά επίσης ότι, στο από 30 Μαρτίου 2011 έγγραφό της, παρέλειψε να δηλώσει εάν είχε την πρόθεση να ασκήσει τέτοια αγωγή και πότε. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα στο από 6 Ιανουαρίου 2011 έγγραφό της, το είδος προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού που επέλεξε, εκείνος δηλαδή με παραχώρηση της περιουσίας, αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη προκειμένου να ικανοποιηθούν συλλογικά οι πιστωτές και συνεπάγεται παύση της δραστηριότητάς του. Η εκτίμηση αυτή δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα και σαφώς επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τους ισολογισμούς της για τα οικονομικά έτη 2008 και 2009, τους οποίους κατέθεσε στη δικογραφία η Επιτροπή.

    95      Πρέπει να προστεθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στην παρούσα διαδικασία στην αναλυτική έκθεση, με ημερομηνία 14 Απριλίου 2011, περί της οικονομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας την οποία υπέβαλε ο δικαστικός εμπειρογνώμονας προς τη συνέλευση των πιστωτών, μολονότι στην εν λόγω έκθεση γίνεται αναφορά ορισμένων εκκρεμών δικών. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι, αντίθετα προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, η έκβαση της παρούσας διαδικασίας θεωρήθηκε από την προσφεύγουσα ως άνευ σημασίας τόσο όσον αφορά το οικονομικό της μέλλον όσο και για τους πιστωτές της.

    96      Επιπλέον, όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά οποίο θα παρέμενε ως μόνη υπεύθυνη για την καταβολή του ποσού των 3,99 εκατομμυρίων ευρώ στην περίπτωση που η Alliance One δικαιωθεί στην υπόθεση T-25/06, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, που εκδόθηκε επί της εν λόγω υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως της Αlliance One και, κατά συνέπεια, αυτή παραμένει εις ολόκληρον υπεύθυνη για το εν λόγω ποσό, το οποίο έχει ήδη καταβάλει από τον Φεβρουάριο του 2006.

    97      Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο το έννομο συμφέρον της απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμά της σε ένδικη προστασία, το οποίο αντλεί από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και καθιερώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, πρέπει να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω). Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, του οποίου ειδική έκφανση αποτελεί το δικαίωμα ένδικης προστασίας, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι γίνονται εμμέσως δεκτοί, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να περιορίζουν τη δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά τρόπο που να θίγεται η ίδια η υπόσταση του δικαιώματός του ένδικης προστασίας. Πρέπει να κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού, ενώ πρέπει να υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, διάταξη του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-73/10 P, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53).

    98      Δεν μπορεί όμως να υποστηριχθεί ότι η πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος, όπως είναι το έννομο συμφέρον, που αποβλέπει ιδίως στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, και η εφαρμογή της εν προκειμένω δεν επέτρεψαν στην προσφεύγουσα να ασκήσει το διαθέσιμο ένδικο βοήθημα κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, διάταξη Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 55).

    99      Πράγματι, μολονότι η απαίτηση εννόμου συμφέροντος μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος σε ένδικη προστασία, εντούτοις η προϋπόθεση αυτή προδήλως δεν προσβάλλει την ουσία του δικαιώματος αυτού, καθόσον η απαίτηση να έχει ο προσφεύγων, από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, έννομο συμφέρον για την προσβολή πράξεως προβαλλόμενης ως βλαπτικής κατατείνει σε θεμιτό σκοπό, ο οποίος εν τέλει είναι να αποτραπεί, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το ενδεχόμενο να επιλαμβάνεται ο δικαστής της Ένωσης καθαρά θεωρητικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση δεν είναι ικανή να επιφέρει έννομες συνέπειες ή, όπως εν προκειμένω, να ωφελήσει τον προσφεύγοντα.

    100    Όσον αφορά, τρίτον, τον κίνδυνο ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως εκ μέρους τρίτων κατά της προσφεύγουσας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η παρατήρηση ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο αρνητικός επηρεασμός της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας έχει ήδη καταστεί βέβαιος κατά την έννοια της νομολογίας (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω). Πράγματι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι από τις ενέργειες της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες καταλογίζονται μεταξύ άλλων στην προσφεύγουσα μπορούν να προέλθουν πράξεις δυναμένες να θεμελιώσουν την ευθύνη της βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ενδεχόμενη αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είναι ανεξάρτητη από την ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε κάθε περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε στοιχεία ικανά να αποδείξουν, υπό ποιες συνθήκες, εν προκειμένω, η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του κινδύνου ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά αυτής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου από τρίτους που φέρονται ότι εθίγησαν. Συναφώς, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε να καταθέσει στη δικογραφία, ως παράρτημα, αντιστοίχως, των εγγράφων της της 20ής Μαΐου και 13ης Ιουλίου 2011, δηλαδή in tempore suspecto, απλές επιστολές, των οποίων είναι παραλήπτης μαζί με τρεις άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, στις οποίες περιέχεται αίτημα αποζημιώσεως εκ μέρους συνεταιρισμού παραγωγών καπνού, που εδρεύει στην επαρχία του Lecce (Ιταλία), ο οποίος τελεί ήδη υπό εκκαθάριση. Τέτοιες επιστολές όμως –από τις οποίες η μία δεν φέρει καν ημερομηνία και δεν ελήφθη από την προσφεύγουσα παρά μόνο αφού τέθηκε εν αμφιβόλω το έννομο συμφέρον της στην παρούσα διαδικασία– δεν αποδεικνύουν αυτές καθ’ εαυτές ότι ασκήθηκε αγωγή αποζημιώσεως από τρίτους που έχουν θιγεί από παραβατικές συμπεριφορές που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την παράβαση που διέπραξε η επιχείρηση της οποίας η συμπεριφορά καταλογίστηκε στην Alliance One και σε αυτήν, η παρούσα διαδικασία δεν σχετίζεται με ενδεχόμενη αγωγή που θα ασκήσουν τρίτοι βάσει αποδεικτικών στοιχείων και διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω απόφαση. Τέλος, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι, ακόμα και να υποτεθεί ότι τέτοιες αγωγές, μελλοντικές και αβέβαιες, ενδέχεται όντως να ασκηθούν κατά της προσφεύγουσας, δεν θα μπορούσαν να έχουν ουσιώδη αντίκτυπο σε αυτήν, καθόσον δεν είναι ήδη σε θέση να ικανοποιήσει τους υφιστάμενους πιστωτές της.

    101    Τέταρτον, καίτοι η προσφεύγουσα επικαλείται την υποχρέωση των μελών της διοικήσεώς της, και ήδη του εκκαθαριστή της, να προστατεύουν, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, τα συμφέροντα των δανειστών της από κάθε ενδεχόμενο, εντούτοις δεν αποδεικνύει σε ποιο βαθμό η υποχρέωση αυτή, ακόμα και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, της παρέχει έννομο συμφέρον συνεχίσεως της παρούσας διαδικασίας. Εξάλλου, αυτό το επιχείρημα έρχεται σε αντίφαση με τη στάση του εκκαθαριστή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του συμβιβασμού, εφόσον, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, αυτός δεν ενημέρωσε τους πιστωτές, τον δικαστικό εμπειρογνώμονα και το Tribunale fallimentare di Roma για την ύπαρξη της παρούσας διαδικασίας (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω).

    102    Από το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον προς συνέχιση της παρούσας διαδικασίας. Κατά συνέπεια, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση προσφυγής.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    103    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

    104    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επέδειξε συμπεριφορά που υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού προς το Γενικό Δικαστήριο παραλείποντας, κατ’ αρχάς, να το ενημερώσει για τη θέση της υπό εκκαθάριση πριν την έναρξη της προφορικής διαδικασίας και, στη συνέχεια, παρά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για το γεγονός ότι το 2007 είχε κινηθεί διαδικασία προληπτικού πτωχευτικού συμβιβασμού η οποία ήταν ακόμα εκκρεμής ενώπιον του Tribunale fallimentare di Roma. Πράγματι, μόνο κατόπιν της εξετάσεως των εγγράφων που κατάθεσε η Επιτροπή, ως παράρτημα των από 21 Φεβρουαρίου 2011 παρατηρήσεών της (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο πληροφορήθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε υπαχθεί σε τέτοια διαδικασία.

    105    Εξάλλου, η έλλειψη σαφήνειας σε ορισμένες απαντήσεις της προσφεύγουσας υποχρέωσε το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει πλείονα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, όσον αφορά μεταξύ άλλων πραγματικά περιστατικά κατά πολύ προγενέστερα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να επιβαρύνουν την προφορική διαδικασία και να καθυστερήσουν την περάτωσή της.

    106    Βάσει των ανωτέρω, η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1)      Καταργεί τη δίκη επί της υπό κρίση προσφυγής.

    2)      Καταδικάζει τη Mindo Srl στα δικαστικά έξοδα.

    Azizi

    Cremona

    Frimodt Nielsen

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Οκτωβρίου 2011.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top