Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0507

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2008.
    Malina Klöppel κατά Tiroler Gebietskrankenkasse.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Innsbruck - Αυστρία.
    Αξίωση χορηγήσεως του αυστριακού επιδόματος επιμέλειας τέκνου -Περίοδοι χορηγήσεως οικογενειακών παροχών σε άλλο κράτος μέλος μη ληφθείσες υπόψη - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71.
    Υπόθεση C-507/06.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-00943

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:110

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 21ης Φεβρουαρίου 2008 ( *1 )

    «Αξίωση χορηγήσεως του αυστριακού επιδόματος επιμέλειας τέκνου — Περίοδοι χορηγήσεως οικογενειακών παροχών σε άλλο κράτος μέλος μη ληφθείσες υπόψη — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71»

    Στην υπόθεση C-507/06,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Innsbruck (Αυστρία) με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Δεκεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

    Malina Klöppel

    κατά

    Tiroler Gebietskrankenkasse,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, K. Schiemann (εισηγητή), P. Kūris και C. Toader, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Μ. Klöppel, εκπροσωπούμενη από τον D. Rief,

    το Tiroler Gebietskrankenkasse, εκπροσωπούμενο από την A. Bramböck,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από την W. Ferrante, avvocato dello Stato,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον V. Kreuschitz,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 72 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 187, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και του άρθρου 10α του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό 118/97, όπως και αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 410/2002 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2002 (ΕΕ L 62, σ. 17, στο εξής: κανονισμός 574/72).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Μ. Klöppel και του Tiroler Gebietskrankenkasse, όσον αφορά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία η ενδιαφερόμενη δύναται να λάβει, στην Αυστρία, το επίδομα επιμέλειας τέκνου.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η κοινοτική νομοθεσία

    3

    Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ισότης μεταχειρίσεως»:

    «1.   Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

    […]»

    4

    Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλη», ορίζει:

    «1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

    […]

    η)

    οικογενειακές παροχές.

    […]»

    5

    Το άρθρο 72 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως, απασχολήσεως, ή μη μισθωτής δραστηριότητας», ορίζει:

    «Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή μη μισθωτής δραστηριότητας λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή μη μισθωτής δραστηριότητας που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός.»

    6

    Κατά το άρθρο 10α του κανονισμού 574/72, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμοστέοι κανόνες σε περίπτωση μισθωτού ή μη μισθωτού υπαγόμενου διαδοχικά στη νομοθεσία περισσότερων κρατών μελών κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου ή μέρους περιόδου»:

    «Αν μισθωτός ή μη μισθωτός έχει υπαχθεί διαδοχικά στη νομοθεσία δύο κρατών μελών κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ δύο ημερομηνιών πληρωμής, όπως αυτές ορίζονται στη νομοθεσία του ενός ή και των δύο αυτών κρατών μελών, για τη χορήγηση των οικογενειακών παροχών, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

    α)

    οι οικογενειακές παροχές τις οποίες δύναται να απαιτήσει ο ενδιαφερόμενος αυτός λόγω της υπαγωγής του στη νομοθεσία καθενός από αυτά τα κράτη μέλη αντιστοιχούν στον αριθμό των ημερήσιων παροχών που οφείλονται κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Αν οι νομοθεσίες αυτές δεν προβλέπουν ημερήσιες παροχές, οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος αυτός έχει υπαχθεί στη νομοθεσία καθενός των κρατών μελών, σε σχέση με την περίοδο που καθορίζεται στη σχετική νομοθεσία·

    β)

    εφόσον οι οικογενειακές παροχές έχουν καταβληθεί από ένα φορέα, για περίοδο κατά την οποία θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί από άλλο φορέα, γίνεται τακτοποίηση λογαριασμών μεταξύ των φορέων αυτών·

    […]».

    Η αυστριακή νομοθεσία

    7

    Το άρθρο 5 του νόμου περί του επιδόματος επιμέλειας τέκνου (Kinderbetreuungsgeldgesetz), της 8ης Αυγούστου 2001 (BGBl. I, 103/2001, στο εξής: KBGG), ορίζει:

    «1.   Το επίδομα επιμέλειας τέκνου χορηγείται, κατ’ ανώτατο όριο, μέχρι της συμπληρώσεως του 36ου μήνα της ηλικίας του τέκνου, εφόσον κατωτέρω δεν ορίζεται άλλως.

    2.   Εάν μόνον ο ένας γονέας δικαιούται του επιδόματος επιμέλειας τέκνου, το επίδομα αυτό χορηγείται, κατ’ ανώτατο όριο, μέχρι της συμπληρώσεως του 30ού μήνα της ηλικίας του τέκνου. Αν και ο έτερος γονέας δικαιούται του επιδόματος επιμέλειας τέκνου, παρατείνεται η περίοδος χορηγήσεως του επιδόματος αυτού πέραν της συμπληρώσεως του 30ού μήνα της ηλικίας του τέκνου για το διάστημα που ο δεύτερος γονέας δικαιούται επιδόματος επιμέλειας τέκνου, κατ’ ανώτατο όριο, όμως, μέχρι της συμπληρώσεως του 36ου μήνα της ηλικίας του τέκνου.

    3.   Το επίδομα επιμέλειας τέκνου μπορεί να χορηγείται εναλλακτικώς στους δύο γονείς, επιτρεπομένων, όμως, μόνο δύο εναλλαγών ανά τέκνο. […]»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    8

    Η Μ. Klöppel, Γερμανίδα υπήκοος και υπάλληλος του Ομόσπονδου Κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, κατοικεί στην Αυστρία και εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε λύκειο της Γερμανίας. Μέχρι τις 18 Αυγούστου 2004 διέμενε στη Γερμανία, όπου, στις 11 Απριλίου 2004, γεννήθηκε η κόρη της. Ο C. Kraler, Αυστριακός υπήκοος, σύντροφος της M. Klöppel και πατέρας του τέκνου αυτού, εγκαταστάθηκε, από 1ης Μαρτίου 2004, στην οικία της ενδιαφερομένης προκειμένου να της παρασταθεί κατά την περίοδο πριν από τον τοκετό και να επιμελείται το τέκνο μετά τη γέννησή του. Προς τον σκοπό αυτό, ο C. Kraler έλαβε από το Πανεπιστήμιο του Innsbruck, εργοδότη του στην Αυστρία, άδεια άνευ αποδοχών. Η M. Klöppel, από την πλευρά της, έλαβε άδεια καλύπτουσα ολόκληρο το ωράριο εργασίας και άνευ αποδοχών από τις 22 Ιουλίου 2004 έως τις 10 Απριλίου 2007.

    9

    Μετά τη γέννηση της κόρης τους, η M. Klöppel και ο C. Kraler, οι οποίοι τότε διέμεναν στη Γερμανία, έλαβαν το χορηγούμενο από το εν λόγω κράτος μέλος επίδομα ανατροφής και, ειδικότερα, ο C. Kraler έλαβε το ως άνω επίδομα για την περίοδο από 11 Απριλίου έως 11 Αυγούστου 2004.

    10

    Στις 18 Αυγούστου 2004, η M. Klöppel και ο C. Kraler, μαζί με το τέκνο τους, εγκαταστάθηκαν στην Αυστρία, όπου ο C. Kraler επανήλθε στην εργασία του.

    11

    Από την ως άνω ημερομηνία και μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 2006, η M. Klöppel έλαβε το αυστριακό επίδομα επιμέλειας τέκνου. Η αίτησή της περί συνεχίσεως καταβολής του ως άνω επιδόματος μέχρι τις 10 Απριλίου 2007 απορρίφθηκε με απόφαση του Tiroler Gebietskrankenkasse, της 3ης Μαΐου 2006. Η άρνηση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του KBGG, που προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μόνον ο ένας γονέας δικαιούται του επιδόματος επιμέλειας τέκνου, το επίδομα αυτό χορηγείται, κατ’ ανώτατο όριο, μέχρι της συμπληρώσεως του 30ού μήνα της ηλικίας του οικείου τέκνου, αλλά αν και ο έτερος γονέας δικαιούται (ή εδικαιούτο) του εν λόγω επιδόματος, παρατείνεται η περίοδος χορηγήσεως του επιδόματος αυτού μέχρι της συμπληρώσεως του 36ου μήνα της ηλικίας του τέκνου, οι δε γονείς δικαιούνται εναλλακτικώς του εν λόγω επιδόματος. Εντούτοις, η χορήγηση στον C. Kraler του επιδόματος ανατροφής στη Γερμανία από τις 11 Απριλίου έως τις 11 Αυγούστου 2004 δεν ελήφθη υπόψη κατά την εξέταση του δικαιώματος της M. Klöppel για χορήγηση του επιδόματος επιμέλειας τέκνου για περίοδο 36 μηνών.

    12

    Η M. Klöppel άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως.

    13

    Το Landesgericht Innsbruck έκρινε βάσιμα τα επιχειρήματα του Tiroler Gebietskrankenkasse και απέρριψε την προσφυγή της M. Klöppel αποφαινόμενο ότι αυτή εδικαιούτο του επιδόματος επιμέλειας τέκνου μόνο για περίοδο 30 μηνών.

    14

    Η M. Klöppel άσκησε έφεση και, στο πλαίσιο αυτό, το Oberlandesgericht Innsbruck αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 72 του κανονισμού […] 1408/71 […], σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού, καθώς και με το άρθρο 10α του κανονισμού […] 574/72 […], την έννοια ότι οι περίοδοι χορηγήσεως οικογενειακών επιδομάτων σε κράτος μέλος [εν προκειμένω στη Γερμανία, ομοσπονδιακό επίδομα ανατροφής τέκνου (Bundeserziehungsgeld)] πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου περί χορηγήσεως ομοειδούς επιδόματος σε άλλο κράτος μέλος [εν προκειμένω στην Αυστρία, επίδομα επιμέλειας τέκνου (Kinderbetreuungsgeld)] και, επομένως, για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος στο δεύτερο κράτος μέλος πρέπει οι περίοδοι αυτές να εξομοιώνονται με περιόδους χορηγήσεως του επιδόματος στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος, όταν κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων χορηγήσεως του επιδόματος αμφότεροι οι γονείς είχαν την ιδιότητα του εργαζομένου κατά το άρθρο 1, στοιχείο α’, σημείο i, του κανονισμού 1408/71;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    15

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην περίπτωση της M. Klöppel, οι περίοδοι αναφοράς που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του επιδόματος επιμέλειας τέκνου αξιολογούνται διαφορετικά ανάλογα με το αν πραγματοποιήθηκαν στην Αυστρία ή σε άλλο κράτος μέλος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν ο C. Kraler είχε την επιμέλεια του τέκνου του στην Αυστρία και είχε λάβει, για τον λόγο αυτό, το επίδομα επιμέλειας τέκνου στο εν λόγω κράτος μέλος, η M. Klöppel θα είχε δικαίωμα να ζητήσει τη χορήγηση του επιδόματος για μεγαλύτερη περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό και κατόπιν διαπιστώσεως ότι η περίπτωση της M. Klöppel εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν την έννοια ότι οι περίοδοι χορηγήσεως οικογενειακών επιδομάτων στη Γερμανία πρέπει να εξομοιώνονται με τις περιόδους χορηγήσεως ομοειδών επιδομάτων στην Αυστρία.

    16

    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί καταρχάς ότι, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και το ύψος και τη διάρκεια χορηγήσεως των παροχών αυτών. Εντούτοις, στο πλαίσιο ασκήσεως αυτής της αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε, τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ή ακόμα την παρεχόμενη σε όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2000, C-135/99, Elsen, Συλλογή 2000, σ. I-10409, σκέψη 33).

    17

    Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ και εξειδικεύεται, όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις, λόγω ιθαγενείας των δικαιούχων των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-332/05, Celozzi, Συλλογή 2007, σ. I-563, σκέψεις 13 και 23).

    18

    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις οι προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις οι οποίες, μολονότι εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας, θίγουν κυρίως ή στη μεγάλη πλειονότητά τους τους διακινουμένους εργαζομένους καθώς και οι αδιακρίτως εφαρμοζόμενες προϋποθέσεις των οποίων η πλήρωση είναι ευκολότερη για τους ημεδαπούς εργαζομένους απ’ ό,τι για τους διακινουμένους εργαζομένους ή οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν σε βάρος ειδικά των διακινουμένων εργαζομένων (απόφαση Celozzi, προαναφερθείσα, σκέψη 24).

    19

    Πάντως, η άρνηση συνυπολογισμού, προς τον σκοπό χορηγήσεως στη M. Klöppel του αυστριακού επιδόματος επιμέλειας τέκνου, της περιόδου κατά την οποία ο σύντροφος της ενδιαφερομένης, C. Kraler, έλαβε ομοειδές επίδομα στη Γερμανία, μπορεί να οδηγήσει στο ανωτέρω αποτέλεσμα, καθόσον, κατά γενικό κανόνα, οι έχοντες την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών εργαζόμενοι είναι αυτοί οι οποίοι ελάμβαναν, πριν από την εγκατάστασή τους στην Αυστρία, οικογενειακές παροχές χορηγούμενες από τα άλλα αυτά κράτη.

    20

    Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να κρίνει αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση σε βάρος των διακινουμένων εργαζομένων μπορεί να δικαιολογηθεί.

    21

    Δεδομένου ότι από την ερμηνεία και μόνον του άρθρου 3 του κανονισμού 1408/71 προκύπτουν τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, παρέλκει η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των άρθρων 72 του κανονισμού 1408/71 και 10α του κανονισμού 574/72.

    22

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η άρνηση κράτους μέλους να λάβει υπόψη, προς τον σκοπό χορηγήσεως οικογενειακής παροχής όπως το αυστριακό επίδομα επιμέλειας τέκνου, την περίοδο χορηγήσεως ομοειδούς παροχής σε άλλο κράτος μέλος ως εάν αυτή είχε πραγματοποιηθεί στο έδαφός του αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    23

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η άρνηση κράτους μέλους να λάβει υπόψη, προς τον σκοπό χορηγήσεως οικογενειακής παροχής όπως το αυστριακό επίδομα επιμέλειας τέκνου, την περίοδο χορηγήσεως ομοειδούς παροχής σε άλλο κράτος μέλος ως εάν αυτή είχε πραγματοποιηθεί στο έδαφός του είναι αντίθετη στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top