Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0506

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 26ης Φεβρουαρίου 2008.
    Sabine Mayr κατά Bäckerei und Konditorei Gerhard Flöckner OHG.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
    Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 92/85/ΕΟΚ - Μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και θηλαζουσών εργαζομένων - Έννοια του όρου "έγκυος εργαζόμενη" - Απαγόρευση απόλυσης των εγκύων εργαζομένων από την έναρξη της εγκυμοσύνης τους μέχρι το πέρας της άδειας μητρότητας - Εργαζόμενη που απολύθηκε ενώ τα ωάριά της, κατά τον χρόνο της κοινοποίησης της απόλυσης, είχαν γονιμοποιηθεί τεχνητώς, αλλά δεν είχαν μεταφερθεί στη μήτρα της - Οδηγία 76/207/ΕΟΚ - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Εργαζόμενη που υποβάλλεται σε τεχνητή γονιμοποίηση - Απαγόρευση απόλυσης - Περιεχόμενο.
    Υπόθεση C-506/06.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-01017

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:119

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 26ης Φεβρουαρίου 2008 ( *1 )

    «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 92/85/ΕΟΚ — Μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και θηλαζουσών εργαζομένων — Έννοια του όρου “έγκυος εργαζομένη” — Απαγόρευση απόλυσης των εγκύων εργαζομένων από την έναρξη της εγκυμοσύνης τους μέχρι το πέρας της άδειας μητρότητας — Εργαζομένη που απολύθηκε ενώ τα ωάριά της, κατά τον χρόνο της απόλυσης, είχαν γονιμοποιηθεί τεχνητώς, αλλά δεν είχαν μεταφερθεί στη μήτρα της — Οδηγία 76/207/ΕΟΚ — Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων — Εργαζομένη που υποβάλλεται σε τεχνητή γονιμοποίηση — Απαγόρευση απόλυσης — Περιεχόμενο»

    Στην υπόθεση C-506/06,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Δεκεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

    Sabine Mayr

    κατά

    Bäckerei und Konditorei Gerhard Flöckner OHG,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και L. Bay Larsen, προέδρους τμημάτων, R. Silva de Lapuerta, K. Schiemann, J. Makarczyk, P. Kūris, E. Juhász, A. Ó Caoimh (εισηγητή), P. Lindh και J.-C. Bonichot, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Οκτωβρίου 2007,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η εταιρία Bäckerei und Konditorei Gerhard Flöckner OHG, εκπροσωπούμενη από τον H. Hübel, Rechtsanwalt,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pesendorfer και M. Winkler,

    η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E.-M. Μαμούνα καθώς και τους Κ. Γεωργιάδη και Μ. Απεσό,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τη W. Ferrante, avvocato dello Stato,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και V. Kreuschitz καθώς και την I. Kaufmann-Bühler,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2007,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και θηλαζουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της S. Mayr, προσφεύγουσας της κύριας δίκης, και του πρώην εργοδότη της, της εταιρίας Bäckerei und Konditorei Gerhard Flöckner OHG (στο εξής: Flöckner), καθής της κύριας δίκης, εξαιτίας της απόλυσής της από την εταιρία αυτή.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η κοινοτική νομοθεσία

    Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ

    3

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), ορίζει ότι «[η] αρχή της ίσης μεταχειρίσεως […], απαγορεύει κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση».

    4

    Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 2 προβλέπει ότι η οδηγία 76/207 «δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα».

    5

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει τα εξής:

    «Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.»

    6

    Το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 204, σ. 23), κατάργησε την οδηγία 76/207, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 269, σ. 15).

    7

    Πάντως, οι οδηγίες 2002/73 και 2006/54 δεν έχουν εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης.

    Η οδηγία 92/85

    8

    Από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 προκύπτει ότι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εγκύων, των λεχώνων και των θηλαζουσών εργαζομένων δεν πρέπει να καθιστά μειονεκτική τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και δεν πρέπει να θίγει τις οδηγίες περί ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών.

    9

    Σύμφωνα με τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας, ο κίνδυνος απόλυσης των εγκύων, λεχωνών ή θηλαζουσών εργαζομένων για λόγους που σχετίζονται με την κατάστασή τους μπορεί να έχει ζημιογόνες συνέπειες στην ψυχική και φυσική κατάστασή τους και πρέπει να προβλεφθεί απαγόρευση απόλυσής τους.

    10

    Ως έγκυος εργαζόμενη ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 92/85 «κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική».

    11

    Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ορίζει τα εξής:

    «Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις [εγκύους, λεχώνες ή θηλάζουσες] εργαζόμενες, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι:

    1)

    τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή·

    2)

    σε περίπτωση που απολυθεί εργαζόμενη γυναίκα, κατά την έννοια του άρθρου 2, κατά το διάστημα που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς·

    3)

    τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθούν οι εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, από τις επιπτώσεις απόλυσης, η οποία είναι παράνομη δυνάμει του σημείου 1.»

    12

    Το άρθρο 12 της οδηγίας 92/85 ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να καταστεί δυνατό σε κάθε εργαζόμενη που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία να διεκδικεί τα δικαιώματά της διά της δικαστικής οδού και/ή, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές, διά της προσφυγής σε άλλες αρμόδιες αρχές.»

    Η εθνική νομοθεσία

    13

    Το άρθρο 10 του νόμου περί προστασίας της μητρότητας (Mutterschutzgesetz, στο εξής: MSchG) ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι εργαζόμενες δεν μπορούν να απολυθούν νομίμως ούτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ούτε κατά τη διάρκεια τεσσάρων μηνών που ακολουθούν τον τοκετό, εκτός αν ο εργοδότης δεν είχε ενημερωθεί για την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό.

    2.   Η απόλυση είναι επίσης παράνομη εφόσον ο εργοδότης ενημερώθηκε για την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την αναγγελία ή την κοινοποίηση της απόλυσης σε περίπτωση γραπτής απόλυσης. Η γραπτή γνωστοποίηση της εγκυμοσύνης ή του τοκετού θεωρείται ότι έγινε εμπροθέσμως εφόσον ταχυδρομήθηκε εντός της προθεσμίας των πέντε ημερών. Αν η εργαζόμενη επικαλείται την εγκυμοσύνη της ή τον τοκετό της εντός πέντε ημερών, πρέπει ταυτοχρόνως να αποδείξει την εγκυμοσύνη ή το τεκμήριό της βάσει ιατρικού πιστοποιητικού ή να προσκομίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου. […]»

    14

    Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου περί τεχνητής γονιμοποιήσεως (Fortpflanzungsmedizingesetz, στο εξής: FMedG), τα προς ανάπτυξη κύτταρα, ήτοι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του FMedG, τα γονιμοποιημένα ωάρια και τα αναπτυχθέντα απ’ αυτά κύτταρα μπορούν να διατηρηθούν έως δέκα έτη.

    15

    Σύμφωνα με το άρθρο 8 του FMedG, η τεχνητή γονιμοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη συγκατάθεση του ζεύγους, ενώ η γυναίκα μπορεί να υπαναχωρήσει μέχρι τη μεταφορά των προς ανάπτυξη κυττάρων στον οργανισμό της.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    16

    Η S. Mayr εργαζόταν από τις 3 Ιανουαρίου 2005 ως σερβιτόρα στην εταιρία Flöckner.

    17

    Η S. Mayr, στο πλαίσιο τεχνητής γονιμοποίησης και μετά από ορμονοθεραπεία που διήρκεσε ενάμισι περίπου μήνα, υπέστη στις 8 Μαρτίου 2005 παρακέντηση στο ωοθυλάκιο. Ο θεράπων ιατρός της χορήγησε άδεια ασθενείας από 8 έως 13 Μαρτίου 2005.

    18

    Στις 10 Μαρτίου 2005, επ’ ευκαιρία τηλεφωνήματος, η εταιρία Flöckner ανακοίνωσε στην S. Mayr την απόλυσή της από τις 26 Μαρτίου 2005.

    19

    Η S. Mayr, με επιστολή της ίδιας ημέρας, ενημέρωσε την εταιρία Flöckner ότι, στο πλαίσιο τεχνητής γονιμοποίησης, η μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της είχε προγραμματιστεί για τις 13 Μαρτίου 2005.

    20

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο κοινοποίησης της απόλυσης, τα ωάρια που ελήφθησαν από την S. Μayr είχαν ήδη γονιμοποιηθεί από τα σπερματοζωάρια του συντρόφου της και, ως εκ τούτου, κατά την ημερομηνία αυτή, υπήρχαν γονιμοποιημένα ωάρια στον δοκιμαστικό σωλήνα.

    21

    Στις 13 Μαρτίου 2005, ήτοι τρεις μέρες αφότου η S. Mayr ενημερώθηκε για την απόλυσή της, δυο γονιμοποιημένα ωάρια μεταφέρθηκαν στη μήτρα της.

    22

    Η S. Mayr ζήτησε από την εταιρία Flöckner την καταβολή του μισθού της και την αναλογούσα ετήσια αμοιβή της, υποστηρίζοντας ότι η ανακοινωθείσα στις 10 Μαρτίου 2005 απόλυση είναι άκυρη, διότι από τις 8 Μαρτίου 2005 που πραγματοποιήθηκε η τεχνητή γονιμοποίηση των ωαρίων της τυγχάνει της προστασίας από την απόλυση που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του MSchG.

    23

    Η εταιρία Flöckner απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι δεν υφίστατο ακόμη εγκυμοσύνη κατά τον χρόνο κοινοποίησης της απόλυσης.

    24

    Το Landesgericht Salzburg, που επιλήφθηκε πρωτοδίκως της διαφοράς, δέχθηκε το αίτημα της S. Mayr κρίνοντας ότι, κατά τη νομολογία του Oberster Gerichtshof, η προβλεπόμενη από το άρθρο 10 του MSchG προστασία από την απόλυση αρχίζει με τη γονιμοποίηση του ωαρίου. Κατά την εν λόγω νομολογία, η γονιμοποίηση αυτή αποτελεί το σημείο έναρξης της εγκυμοσύνης. Επομένως, το Landesgericht Salzburg αποφάνθηκε ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης και ότι, αν η μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου αποτύχει, η προστασία από την απόλυση εκλείπει εν πάση περιπτώσει.

    25

    Πάντως, το Oberlandesgericht Linz, δικάζον κατ’ έφεση επί υποθέσεων εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, εξαφάνισε την απόφαση του Landesgericht Salzburg και απέρριψε το αίτημα της S. Mayr, με την αιτιολογία ότι, ανεξάρτητα από ποιο χρονικό σημείο της εγκυμοσύνης εμφανίζονται πράγματι ορμονικές μεταβολές, δεν νοείται εγκυμοσύνη διαχωρισμένη από το σώμα της γυναίκας και ότι, ως εκ τούτου, σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, η εγκυμοσύνη αρχίζει μόνο από της μεταφοράς του γονιμοποιημένου ωαρίου στο σώμα της γυναίκας. Επομένως, από τον χρόνο της μεταφοράς αυτής και μόνον αρχίζει η προστασία της εγκύου από την απόλυση.

    26

    Η S. Mayr άσκησε κατά της εφετειακής αυτής απόφασης αίτηση «αναθεωρήσεως» ενώπιον του Oberster Gerichtshof. Σύμφωνα με το δικαστήριο αυτό, η προστασία του άρθρου 10 του MSchG ισχύει μόνον αν, κατά τον χρόνο της απόλυσης, έχει πράγματι αρχίσει η εγκυμοσύνη. Σκοπός της προστασίας της μητρότητας που δεν επιδέχεται παρεκκλίσεις είναι η προστασία της υγείας της μητέρας και του τέκνου προς το συμφέρον τους και, στην περίπτωση της προστασίας από την απόλυση, η εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης της μητέρας. Η ανάγκη προστασίας κατά τη διάρκεια της μεταβολής της κατάστασης της γυναίκας υπάρχει ανεξάρτητα από τη μεταφορά ή μη του γονιμοποιημένου ωαρίου στο ενδομήτριο (με άλλα λόγια, την εμφώλευση) και από το γεγονός αν η απόδειξη της εγκυμοσύνης είναι εύκολη ή όχι στερείται προς τούτο κάθε σημασίας. Από τη στιγμή της σύλληψης, η εμφώλευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στο ενδομήτριο δεν αποτελεί παρά ένα στάδιο της υπάρχουσας εγκυμοσύνης, κατά την κρατούσα ιατρική άποψη, και δεν μπορεί να επιλέγεται κατά το δοκούν, όσον αφορά την προστασία από την απόλυση, ως σημείο έναρξης της εγκυμοσύνης.

    27

    Πάντως, αυτή η σχετική προς το άρθρο 10 του MSchG νομολογία του Oberster Gerichtshof βασίζεται αποκλειστικώς σε περιπτώσεις σύλληψης in utero, ήτοι κατά φυσικό τρόπο. Το δικαστήριο αυτό παρατηρεί ότι είναι η πρώτη φορά που καλείται να αποφανθεί επί του καθορισμού ημερομηνίας από της οποίας η έγκυος προστατεύεται βάσει του άρθρου 10 του MSchG από την απόλυση σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης.

    28

    Το Oberster Gerichtshof, εκτιμώντας ότι η ενώπιόν του διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αποτελεί μία εργαζόμενη, η οποία υποβάλλεται σε εξωσωματική γονιμοποίηση, “έγκυο εργαζόμενη” υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α’, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [92/85] αν, κατά τον χρόνο της απολύσεώς της, τα ωάριά της έχουν ήδη γονιμοποιηθεί από τα σπερματοζωάρια του συντρόφου της και υπάρχουν επομένως έμβρυα στον δοκιμαστικό σωλήνα, αυτά όμως δεν έχουν εμφωλευθεί ακόμη στη γυναίκα;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    29

    Το αιτούν δικαστήριο, με το ερώτημά του, ερωτά στην ουσία αν η οδηγία 92/85 και, ειδικότερα, η προβλεπόμενη από το άρθρο 10, σημείο 1, της οδηγίας αυτής απαγόρευση απόλυσης των εγκύων εργαζομένων πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν εργαζόμενη που υποβάλλεται σε τεχνητή γονιμοποίηση εφόσον, κατά τον χρόνο της κοινοποίησης της απόλυσης, έχει πραγματοποιηθεί η γονιμοποίηση των ωαρίων της εργαζομένης αυτής από τα σπερματοζωάρια του συντρόφου της και ως εκ τούτου υπάρχουν έμβρυα στον δοκιμαστικό σωλήνα χωρίς όμως αυτά να έχουν ακόμη μεταφερθεί στη μήτρα της εν λόγω εργαζομένης.

    30

    Σημειωτέον, καταρχάς, ότι η τεχνητή γονιμοποίηση είναι η γονιμοποίηση ωαρίου έξω από το σώμα της γυναίκας. Κατά την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η επέμβαση αυτή περιλαμβάνει πλείονα στάδια όπως, μεταξύ άλλων, τον ορμονικό ερεθισμό της ωοθήκης της γυναίκας προκειμένου να ωριμάσουν ταυτόχρονα πλείονα ωάρια, την παρακέντηση στο ωοθυλάκιο, την αφαίρεση των ωαρίων, τη γονιμοποίηση ενός ή πλειόνων ωαρίων με προετοιμασμένα σπερματοζωάρια, τη μεταφορά ενός ή περισσοτέρων γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα, είτε την τρίτη ημέρα είτε την πέμπτη ημέρα μετά την αφαίρεση των ωαρίων, εκτός από την περίπτωση που τα γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται στην κατάψυξη, και την εμφώλευση.

    31

    Όσον αφορά την οδηγία 92/85, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός της είναι η προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων ή θηλαζουσών εργαζομένων.

    32

    Στον τομέα αυτόν, το Δικαστήριο έχει, επίσης, υπογραμμίσει ότι σκοπός των κανόνων του κοινοτικού δικαίου περί της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα των δικαιωμάτων των εγκύων ή λεχώνων εργαζομένων είναι η προστασία των εργαζομένων πριν και μετά τον τοκετό (βλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-191/03, McKenna, Συλλογή 2005, σ. I-7631, σκέψη 42, και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-460/06, Paquay, Συλλογή 2007, σ. I-8511, σημείο 28).

    33

    Πριν τεθεί σε ισχύ η οδηγία 92/85, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ειδικότερα, των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, πρέπει να αναγνωρισθεί στις γυναίκες προστασία έναντι της απολύσεως όχι μόνον κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά το Δικαστήριο, απόλυση κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου (βλ., υπό αυτή την έννοια, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-179/88, Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund, Συλλογή 1990, σ. I-3979, σκέψη 15· της 30ής Ιουνίου 1998, C-394/96, Brown, Συλλογή 1998, σ. I-4185, σκέψεις 16, 24 και 25· McKenna, προαναφερθείσα, σκέψη 47, καθώς και Paquay, προαναφερθείσα, σκέψη 29).

    34

    Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη ότι η απόλυση ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τη σωματική και ψυχική κατάσταση των εγκύων, λεχώνων ή θηλαζουσών εργαζομένων, περιλαμβανομένου του ιδιαίτερα σοβαρού κινδύνου να παρακινηθεί η εγκυμονούσα εργαζόμενη να διακόψει εκουσίως την κύησή της, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ειδική προστασία για τη γυναίκα, απαγορεύοντας την απόλυση κατά την περίοδο από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C-32/93, Webb, Συλλογή 1994, σ. I-3567, σκέψη 21· Brown, προαναφερθείσα, σκέψη 18· της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-109/00, Tele Danmark, Συλλογή 2001, σ. I-6993, σκέψη 26, McKenna, προαναφερθείσα, σκέψη 48, και Paquay, προαναφερθείσα, σκέψη 30).

    35

    Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι για τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν προέβλεψε καμία εξαίρεση ή παρέκκλιση από την απαγόρευση της απολύσεως των εγκύων εργαζομένων, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων μη απτομένων της καταστάσεώς τους και υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης θα δικαιολογήσει γραπτώς τους λόγους της απολύσεως (προαναφερθείσες αποφάσεις Webb, σκέψη 22, Brown, σκέψη 18, και Tele Danmark, σκέψη 27, και Paquay, σκέψη 31).

    36

    Υπό το πρίσμα ακριβώς των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 92/85 και ειδικότερα το άρθρο 10 αυτής, πρέπει να καθορισθεί αν η προστασία από την απόλυση που προβλέπει η διάταξη αυτή ισχύει και στην περίπτωση εργαζομένης υπό τις προϋποθέσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.

    37

    Τόσο από το γράμμα του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85, όσο και από τον κύριο σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή και τον οποίο υπενθυμίζει η σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ότι η εν λόγω εγκυμοσύνη, προκειμένου να τύχει της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό προστασίας από την απόλυση, πρέπει να έχει αρχίσει.

    38

    Συναφώς, παρατηρείται ότι, αν και, όπως επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, η αντιμετώπιση της τεχνητής γονιμοποίησης και των ικανών προς ανάπτυξη κυττάρων αποτελεί πολύ ευαίσθητο κοινωνικό θέμα σε πλείονα κράτη μέλη, το οποίο εξαρτάται από τις διαφορετικές παραδόσεις και τα διαφορετικά συστήματα αξιών των κρατών αυτών, το Δικαστήριο δεν καλείται, με την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, να αποφανθεί επί ζητημάτων ιατρικής ή ηθικής φύσεως, αλλά πρέπει να περιοριστεί στη νομική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων της οδηγίας 92/85, λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα, την οικονομία και τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

    39

    Πάντως, από τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής απαγόρευση απόλυσης των εγκύων εργαζομένων λόγω της κατάστασής τους σκοπεί στην αποφυγή των ζημιογόνων συνεπειών του κινδύνου απόλυσης στην ψυχική και φυσική κατάστασή τους.

    40

    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι προφανές ότι, όπως άλλωστε υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συντομότερη δυνατή ημερομηνία ύπαρξης εγκυμοσύνης για την εγγύηση της ασφάλειας και της προστασίας των εγκύων εργαζομένων.

    41

    Πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί, προκειμένου περί τεχνητής γονιμοποιήσεως, ότι η ημερομηνία αυτή είναι η ημερομηνία της μεταφοράς των γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της γυναίκας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, για λόγους ασφάλειας δικαίου, ότι η προστασία του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85 καλύπτει μια εργαζόμενη, οσάκις, κατά τον χρόνο κοινοποίησης της απόλυσης, δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί η μεταφορά των τεχνητώς γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της.

    42

    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο και από τα σημεία 43 έως 45 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, τα εν λόγω ωάρια, πριν τη μεταφορά τους στη μήτρα της ενδιαφερομένης, μπορούν, σε ορισμένα κράτη μέλη, να διατηρηθούν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση προβλέπει συναφώς τη δυνατότητα διατήρησης των γονιμοποιημένων ωαρίων μέχρι δέκα χρόνια. Συνεπώς, η επιτασσόμενη από το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 εφαρμογή της προστασίας από την απόλυση στην περίπτωση εργαζομένης πριν τη μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση της προστασίας αυτής ακόμη και στις περιπτώσεις που η μεταφορά αυτή αναβληθεί επ’ αόριστον, για οποιονδήποτε λόγο, ή ματαιωθεί οριστικά επί τεχνητής γονιμοποιήσεως που πραγματοποιήθηκε για λόγους απλής πρόληψης.

    43

    Πάντως, ακόμη και αν η οδηγία 92/85 δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο, κατά τη νομολογία του, μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη κανόνες κοινοτικού δικαίου, στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο διατυπώνοντας το ερώτημά του (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP, Συλλογή 1990, σ. I-4695, σκέψη 8, και της 26ης Απριλίου 2007, C-392/05, Αλεβίζος, Συλλογή 2007, σ. I-3505, σκέψη 64).

    44

    Η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστήριξαν ότι, αν η προστασία από την απόλυση εργαζομένης τελούσας σε κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης δεν μπορεί να συναχθεί από την οδηγία 92/85, η εργαζόμενη αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να επικαλεστεί την προστασία από τις διακρίσεις λόγω φύλου που παρέχει η οδηγία 76/207.

    45

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει ότι «[η] αρχή της ίσης μεταχειρίσεως […] συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση». Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, «[η] εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο».

    46

    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, ιδίως, των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, η προστασία από την απόλυση πρέπει να παρέχεται στη γυναίκα όχι μόνον κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά το Δικαστήριο, η απόλυση εργαζομένης λόγω εγκυμοσύνης ή θεμελιούμενη κατ’ ουσίαν στο γεγονός της εγκυμοσύνης δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund, σκέψη 13· Brown, σκέψεις 16, 24 και 25· McKenna, σκέψη 47, και Paquay, σκέψη 29).

    47

    Δεδομένου ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν προσδιορίζει τους λόγους για τους οποίους η εταιρία Flöckner απέλυσε την S. Mayr, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του διαφοράς και, στο μέτρο που η απόλυση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης πραγματοποιήθηκε ενώ αυτή βρισκόταν σε άδεια μητρότητας προκειμένου να υποβληθεί σε τεχνητή γονιμοποίηση, να εκτιμήσει αν η απόλυση αυτή θεμελιώνεται κατ’ ουσίαν στο γεγονός αυτό της τεχνητής γονιμοποίησης.

    48

    Σε περίπτωση που αυτός θα ήταν ο λόγος της απόλυσης της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, πρέπει να διευκρινισθεί αν ο λόγος αυτός αφορά αδιακρίτως τους εργαζομένους των δύο φύλων ή αν, αντιθέτως, αφορά αποκλειστικώς τους εργαζομένους ενός φύλου.

    49

    Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, δεδομένου ότι οι εργαζόμενες γυναίκες και οι άνδρες εργαζόμενοι είναι εξίσου εκτεθειμένοι στην ασθένεια, αν μια γυναίκα απολύεται λόγω απουσίας οφειλομένης στην ασθένεια, υπό τις ίδιες συνθήκες με τον άνδρα, δεν υφίσταται άμεση διάκριση βασιζόμενη στο φύλο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund, σκέψη 17).

    50

    Βεβαίως, οι εργαζόμενοι και των δύο φύλων μπορούν προσωρινά να κωλύονται να παράσχουν την εργασία τους λόγω ιατρικής θεραπείας στην οποία πρέπει να υποβληθούν. Ωστόσο, οι επίμαχες επεμβάσεις στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι η παρακέντηση στο ωοθυλάκιο και η μεταφορά στη μήτρα της γυναίκας των ωαρίων που προέκυψαν από την παρακέντηση αμέσως μετά τη γονιμοποίησή τους, αφορούν άμεσα μόνον τις γυναίκες. Επομένως, η απόλυση εργαζομένης κατ’ ουσίαν λόγω του γεγονότος ότι υποβάλλεται σε τεχνητή γονιμοποίηση συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου.

    51

    Εξάλλου, η αποδοχή της δυνατότητας του εργοδότη να απολύσει μια εργαζόμενη υπό συνθήκες παρόμοιες με τις επίμαχες της κύριας δίκης θα αντέκειτο στον σκοπό της προστασίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207, εφόσον, βεβαίως, η απόλυση θεμελιώνεται κατ’ ουσίαν στο γεγονός της τεχνητής γονιμοποίησης και, ιδίως, στις ειδικές επεμβάσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη και περιλαμβάνονται στην τεχνητή γονιμοποίηση.

    52

    Συνεπώς, τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 απαγορεύουν την απόλυση εργαζομένης που, υπό παρόμοιες συνθήκες με αυτές της κύριας δίκης, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο τεχνητής γονιμοποίησης, ήτοι μεταξύ της παρακέντησης στο ωοθυλάκιο και της άμεσης μεταφοράς των τεχνητώς γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της εργαζομένης αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω απόλυση θεμελιώνεται κατ’ ουσίαν στο γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη υποβλήθηκε σε παρόμοια επέμβαση.

    53

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η απάντηση στο ερώτημα που υποβλήθηκε είναι ότι η οδηγία 92/85 και, ειδικότερα, η προβλεπόμενη από το άρθρο 10, σημείο 1, της οδηγίας αυτής απαγόρευση απόλυσης των εγκύων εργαζομένων πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αφορούν εργαζόμενη που υποβάλλεται σε τεχνητή γονιμοποίηση, εφόσον, κατά τον χρόνο της κοινοποίησης της απόλυσης, η γονιμοποίηση των ωαρίων της εργαζομένης αυτής από τα σπερματοζωάρια του συντρόφου της είχε μεν πραγματοποιηθεί με αποτέλεσμα να υπάρχουν γονιμοποιημένα ωάρια στον δοκιμαστικό σωλήνα, πλην όμως αυτά δεν είχαν μεταφερθεί ακόμη στη μήτρα της εργαζομένης.

    54

    Πάντως, τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 απαγορεύουν την απόλυση εργαζομένης που, υπό παρόμοιες συνθήκες με εκείνες της κύριας δίκης, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο τεχνητής γονιμοποίησης, ήτοι μεταξύ της παρακέντησης στο ωοθυλάκιο και της άμεσης μεταφοράς των τεχνητώς γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της εργαζομένης αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω απόλυση θεμελιώνεται κατ’ ουσίαν στο γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη υποβλήθηκε σε παρόμοια επέμβαση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    55

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

     

    Η οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και θηλαζουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) και, ειδικότερα, η προβλεπόμενη από το άρθρο 10, σημείο 1, της οδηγίας αυτής απαγόρευση απόλυσης των εγκύων εργαζομένων πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αφορούν εργαζόμενη που υποβάλλεται σε τεχνητή γονιμοποίηση, εφόσον, κατά τον χρόνο της κοινοποίησης της απόλυσης, η γονιμοποίηση των ωαρίων της εργαζομένης αυτής από τα σπερματοζωάρια του συντρόφου της είχε μεν πραγματοποιηθεί με αποτέλεσμα να υπάρχουν γονιμοποιημένα ωάρια στον δοκιμαστικό σωλήνα, πλην όμως αυτά δεν είχαν μεταφερθεί ακόμη στη μήτρα της εργαζομένης.

     

    Τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας απαγορεύουν την απόλυση εργαζομένης που, υπό παρόμοιες συνθήκες με εκείνες της κύριας δίκης, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο τεχνητής γονιμοποίησης, ήτοι μεταξύ της παρακέντησης στο ωοθυλάκιο και της άμεσης μεταφοράς των τεχνητώς γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της εργαζομένης αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω απόλυση θεμελιώνεται κατ’ ουσίαν στο γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη υποβλήθηκε σε παρόμοια επέμβαση.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top