EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CC0341

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 6ης Δεκεμβρίου 2007.
Chronopost SA και La Poste κατά Union française de l’express (UFEX) και λοιπών.
Αίτηση αναιρέσεως - Νομότυπο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου - Απόφαση του Πρωτοδικείου - Ακύρωση - Παραπομπή - Δεύτερη απόφαση του Πρωτοδικείου - Σύνθεση του επιληφθέντος δικαστηρίου - Κρατικές ενισχύσεις - Ταχυδρομικός τομέας - Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος - Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη σε θυγατρική εταιρία - Θυγατρική που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό - Μεταβίβαση στη θυγατρική αυτή της δραστηριότητας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας - Έννοια των "κρατικών ενισχύσεων" - Απόφαση της Επιτροπής - Υποστήριξη και μεταβίβαση που δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση - Αιτιολογία.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-341/06 P και C-342/06 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-04777

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:758

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 6ης Δεκεμβρίου 2007 ( 1 )

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-341/06 P και C-342/06 P

Chronopost SA και La Poste

κατά

Union française de l’express (UFEX) κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως — Νομότυπο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου — Απόφαση του Πρωτοδικείου — Ακύρωση — Παραπομπή — Δεύτερη απόφαση του Πρωτοδικείου — Σύνθεση του επιληφθέντος δικαστηρίου — Κρατικές ενισχύσεις — Ταχυδρομικός τομέας — Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος — Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη σε θυγατρική εταιρία — Θυγατρική που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό — Μεταβίβαση στη θυγατρική αυτή της δραστηριότητας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας — Έννοια των “κρατικών ενισχύσεων” — Απόφαση της Επιτροπής — Υποστήριξη και μεταβίβαση που δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση — Αιτιολογία»

1. 

Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως είναι οι δεύτερες στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας διαδικασίας με αντικείμενο κυρίως την εμπορική και υλικοτεχνική υποστήριξη που παρείχαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία στη θυγατρική τους εταιρία SFMI-Chronopost, η οποία παρέχει υπηρεσίες διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας. Με την απόφαση 98/365/ΕΚ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω υποστήριξη δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ( 2 ). Οι ανταγωνιστές της SFMI-Chronopost άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου (στο εξής: UFEX I) ( 3 ), το οποίο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τις πρώτες αιτήσεις αναιρέσεως (στο εξής: Chronopost I) ( 4 ), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου και ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν κατά της μεταγενέστερης αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία ακυρώθηκε εκ νέου η προσβαλλόμενη απόφαση (στο εξής: η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, UFEX II) ( 5 ).

2. 

Οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως αφορούν (i) τη σύνθεση του Πρωτοδικείου στη διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, (ii) την τυχόν εξέταση από το Πρωτοδικείο απαράδεκτων ισχυρισμών (iii) την εξέταση από το Πρωτοδικείο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής και (iv) την εκτίμηση από το Πρωτοδικείο της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης σε σχέση με τη μεταβίβαση πελατείας στην SFMI-Chronopost.

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Ιστορικό της διαφοράς

3.

Η διαφορά που αποτελεί τη βάση της υπό κρίση υπόθεσης προέρχεται από καταγγελία που υποβλήθηκε στην Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 1990. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκθέτει το ακόλουθο ιστορικό:

«2

Τα Γαλλικά Ταχυδρομεία (στο εξής: La Poste ή Γαλλικά Ταχυδρομεία), τα οποία δραστηριοποιούνται, υπό καθεστώς μονοπωλίου εκ του νόμου, στον τομέα της παροχής κοινών ταχυδρομικών υπηρεσιών, αποτελούσαν μέρος της γαλλικής διοίκησης μέχρι το τέλος του 1990. Από την 1η Ιανουαρίου 1991 είναι οργανωμένα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 90-568, της 2ας Ιουλίου 1990, σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας των ταχυδρομείων και των τηλεπικοινωνιών [JORF (Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 8ης Ιουλίου 1990, σ. 8069, στο εξής: νόμος 90-568]. Ο νόμος αυτός επιτρέπει στη La Poste να ασκεί ορισμένες δραστηριότητες υπό καθεστώς ανταγωνισμού, στις οποίες περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η διεκπεραίωση επείγουσας αλληλογραφίας.

3

Η Société française de messagerie internationale (στο εξής: SFMI) είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου, στην οποία ανατέθηκε, από το τέλος του 1985, η άσκηση της υπηρεσίας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας της La Poste [ ( 6 )]. Η SFMI συστάθηκε με εταιρικό κεφάλαιο 10 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF) (περίπου 1524490 ευρώ), κατανεμημένο μεταξύ της Sofipost (66 %), χρηματοπιστωτικής εταιρίας που ανήκει κατά 100 % στην La Poste, και της TAT Express (34 %), θυγατρικής της αεροπορικής εταιρίας Transport aérien transrégional (στο εξής: ΤΑΤ).

4

Ο τρόπος εκμετάλλευσης και εμπορίας της υπηρεσίας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας την οποία παρείχε η SFMI υπό την επωνυμία EMS/Chronopost καθορίστηκαν με εγκύκλιο του Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της Γαλλίας της 19ης Αυγούστου 1986. Σύμφωνα με την εγκύκλιο αυτή, η La Poste όφειλε να παρέχει στην SFMI υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη. Οι σχέσεις μεταξύ της La Poste και της SFMI ρυθμίζονταν με συμβάσεις, η πρώτη από τις οποίες ανάγεται στο 1986.

5

Το 1992 πραγματοποιήθηκε αναδιάρθρωση της δραστηριότητας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας την οποία ασκούσε η SFMI. Η Sofipost και η TAT σύστησαν μια νέα εταιρία, την Chronopost SA, στην οποία κατείχαν και πάλι το 66 % και το 34 % των μετοχών αντίστοιχα. Η εταιρία Chronopost, η οποία είχε αποκλειστική πρόσβαση στο δίκτυο της La Poste μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995, επικεντρώθηκε στη διεκπεραίωση της εγχώριας επείγουσας αλληλογραφίας. Η SFMI εξαγοράστηκε από την GD Express Worldwide France, θυγατρική μιας διεθνούς κοινής επιχείρησης στην οποία μετείχαν η αυστραλιανή εταιρία ΤΝΤ και τα ταχυδρομεία πέντε χωρών, η συγκέντρωση δε αυτή επιτράπηκε με απόφαση της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1991 (υπόθεση IV/M.102 — ΤΝΤ/Canada Post, DBP Postdienst, La Poste, PTT Poste και Sweden Post) (ΕΕ C 322, σ. 19). Η SFMI διατήρησε τη διεθνή δραστηριότητα διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας, χρησιμοποιώντας την Chronopost ως αντιπρόσωπο και για την παροχή υπηρεσιών κατά τη διεκπεραίωση στη Γαλλία των διεθνών ταχυδρομικών της αποστολών (στο εξής: SFMI-Chronopost) [ ( 7 )].

6

Η Syndicat français de l’express international (SFEI), την οποία διαδέχτηκε η Union française de l’express (UFEX), μέλη της οποίας είναι οι λοιπές τρεις προσφεύγουσες, αποτελεί επαγγελματική ένωση γαλλικού δικαίου που περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών επείγουσας αλληλογραφίας οι οποίες ανταγωνίζονται την SFMI-Chronopost.

7

Στις 21 Δεκεμβρίου 1990, η SFEI υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή για τον λόγο, ιδίως, ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI υπέκρυπτε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ). Με την καταγγελία επέκρινε κυρίως το γεγονός ότι η αμοιβή που κατέβαλλε η SFMI για την υποστήριξη που της παρείχε η La Poste δεν ανταποκρινόταν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Κατά την καταγγέλλουσα, η διαφορά μεταξύ του αγοραίου τιμήματος για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών και του πράγματι καταβαλλομένου από την SFMI τιμήματος συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Στην καταγγελία είχε επισυναφθεί μια οικονομική μελέτη που εκπονήθηκε κατόπιν παραγγελίας της SFEI από την εταιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Braxton, προκειμένου να υπολογισθεί το ποσό της ενίσχυσης κατά την περίοδο 1986-1989.

(8)

Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1992, η Επιτροπή ενημέρωσε την SFEI ότι η καταγγελία της τέθηκε στο αρχείο. Στις 16 Μαΐου 1992, η SFEI και άλλες επιχειρήσεις άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 1992, με την οποία ανακλήθηκε η απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αποφανθεί (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1992, C-222/92, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).»

4.

Πλέον της καταγγελίας στην Επιτροπή, «[σ]τις 16 Ιουνίου 1993 η SFEI και άλλες επιχειρήσεις άσκησαν ενώπιον του Tribunal de Commerce de Paris (Εμποροδικείου του Παρισιού) προσφυγή κατά της SFMI, της Chronopost, της La Poste κ.λπ. Στην προσφυγή είχε επισυναφθεί μια δεύτερη μελέτη της εταιρίας Braxton, με την οποία ενημερώνονταν τα στοιχεία της πρώτης μελέτης και διευρυνόταν η περίοδος υπολογισμού της ενίσχυσης μέχρι το τέλος του 1991. Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1994, το Tribunal de Commerce de Paris υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης και του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ), ένα από τα οποία αφορούσε την έννοια της κρατικής ενίσχυσης υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Η Γαλλική Κυβέρνηση κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως παράρτημα των παρατηρήσεών της, της 10ης Μαΐου 1994, μια οικονομική μελέτη που είχε εκπονηθεί από την εταιρία Ernst & Young. Με την [απόφαση SFEI κ.λπ. ( 8 )], το Δικαστήριο έκρινε ότι “η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές της, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα για την οποία επιτρέπεται ο ανταγωνισμός, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, αν η λαμβανόμενη ως αντιπαροχή αμοιβή είναι κατώτερη από αυτήν που ζητείται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς” (σκέψη 62).» ( 9 )

Οι έρευνες της Επιτροπής και η προσβαλλόμενη απόφαση

5.

Το 1993 η Επιτροπή ζήτησε και έλαβε περαιτέρω πληροφορίες από τη Γαλλία. Τον Μάρτιο του 1996 ενημέρωσε το εν λόγω κράτος μέλος ότι θα κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορηγούσε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost. Στις 17 Ιουλίου 1996 δημοσίευσε ανακοίνωση σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας ( 10 ).

6.

Στις 17 Αυγούστου 1996 η SFEI, απαντώντας στο έγγραφο οχλήσεως, υπέβαλε παρατηρήσεις στην Επιτροπή επισυνάπτοντας μια οικονομική μελέτη της εταιρίας Bain & Co ( 11 ). Η Γαλλία απάντησε επισυνάπτοντας μια οικονομική μελέτη της εταιρίας Deloitte Touche Tohmatsu.

7.

Την 1η Οκτωβρίου 1997 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 1 της οποίας ορίζει ότι «[η] τεχνικοοικονομική και εμπορική υποστήριξη που παρέχει η [La Poste] στη θυγατρική της SFMI-Chronopost [και τα λοιπά προβαλλόμενα μέτρα] δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της SFMI-Chronopost».

Αποφάσεις UFEX I ( 12 )και Chronopost I ( 13 )

8.

Με προσφυγή που άσκησαν στις 30 Δεκεμβρίου 1997, η UFEX, η DHL International, η Federal Express και η CRIE ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Γαλλία, η La Poste και η Chronopost άσκησαν ακολούθως παρέμβαση υπέρ της Επιτροπής.

9.

Η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο πενταμελές τμήμα του Πρωτοδικείου και ορίστηκε εισηγητής δικαστής.

10.

Οι προσφεύγουσες προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, επικαλούμενες (i) προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, (ii) ανεπαρκή αιτιολογία, (iii) πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και (iv) εσφαλμένη ερμηνεία από την Επιτροπή της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, αφενός, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς κατά τον υπολογισμό της αμοιβής που καταβαλλόταν για την υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost και, αφετέρου, εκτιμώντας ότι στην έννοια αυτή δεν υπάγονται διάφορα μέτρα από τα οποία φέρεται ότι επωφελήθηκε η SFMI-Chronopost.

11.

Το Πρωτοδικείο δέχτηκε το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και ακύρωσε το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αποφάνθηκε ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Το Πρωτοδικείο δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως ή τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως στο μέτρο που σχετίζονταν με την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost. Ειδικότερα, δεν κρίθηκε αναγκαία η εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και τα επιμέρους σκέλη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που δεν σχετίζονταν με τις αιτιάσεις που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, απορρίφθηκαν.

12.

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 και 23 Φεβρουαρίου 2001, η Chronopost, η La Poste και η Γαλλική Δημοκρατία άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως UFEX I.

13.

Οι αναιρεσείουσες προέβαλαν διάφορους λόγους αναιρέσεως, ο πρώτος εκ των οποίων συνίστατο στην εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ), απορρέουσα από εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας των «συνήθων συνθηκών της αγοράς» που χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση SFEI. Με τη σκέψη 75 της αποφάσεως UFEX I, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να επαληθεύσει αν η λαμβανόμενη από τη La Poste αντιπαροχή ήταν συγκρίσιμη προς εκείνη την οποία ζητεί μια ιδιωτική χρηματοπιστωτική εταιρία ή ένας ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων, που δεν ασκούν τη δραστηριότητά τους σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό.

14.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εν λόγω εκτίμηση ήταν νομικά εσφαλμένη καθόσον δεν ελήφθη υπόψη ότι η La Poste βρισκόταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση από μια ιδιωτική εταιρία η οποία λειτουργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Ως νομικό πρόσωπο επιφορτισμένο με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ), η La Poste όφειλε να αποκτήσει, ή να λάβει, ουσιώδεις πόρους και υποδομές, που να καθιστούν δυνατή την εκ μέρους της παροχή βασικών ταχυδρομικών υπηρεσιών προς όλους τους χρήστες, ακόμη και σε περιοχές όπου οι τιμές δεν κάλυπταν το κόστος των υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η δημιουργία και συντήρηση του δικτύου της La Poste δεν ευθυγραμμιζόταν με μια αμιγώς εμπορική προσέγγιση και ουδέποτε θα είχε αναληφθεί από μια ιδιωτική επιχείρηση. Επιπλέον, η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστήριξης συνίστατο ακριβώς στο να καταστεί διαθέσιμο το δίκτυο αυτό. Ήταν, επομένως, άρρηκτα συνδεδεμένη μ’ αυτό. Το Δικαστήριο κατέληξε:

«38

Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως των Γαλλικών Ταχυδρομείων με αυτήν του ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός, οι “συνήθεις συνθήκες της αγοράς”, οι οποίες είναι κατ’ ανάγκη υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

39

Εν προκειμένω, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία για την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως στη θυγατρική τους εταιρία μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιου είδους αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

40

Συναφώς, η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ της SFMI-Chronopost μπορεί να αποκλειστεί εφόσον, αφενός, αποδειχθεί ότι η αξιούμενη αντιπαροχή καλύπτει δεόντως όλα τα διάφορα πρόσθετα έξοδα που προκαλούνται από την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως και αποτελεί πρόσφορη συνεισφορά στα σταθερά έξοδα που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, καθώς και πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο μέτρο που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost και εφόσον, αφετέρου, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά υποεκτιμήθηκαν ή καθορίστηκαν αυθαίρετα.»

15.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε βάσιμο τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Αναίρεσε την απόφαση UFEX I χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως και ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 14 )

16.

Μετά την αναπομπή της στο Πρωτοδικείο, η υπόθεση ανατέθηκε αρχικώς στο τέταρτο πενταμελές τμήμα και ορίστηκε ο ίδιος εισηγητής δικαστής όπως στην υπόθεση UFEX I. Μετά την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2004 ( 15 ) περί αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής μετατέθηκε στο τρίτο πενταμελές τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε τότε εκ νέου η υπόθεση.

17.

Οι προσφεύγουσες στηρίχθηκαν κυρίως στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως UFEX I ( 16 ). Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, επικαλέστηκαν την εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας των συνήθων συνθηκών της αγοράς με την απόφαση Chronopost I.

18.

Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους προφορικούς ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιουνίου 2005.

19.

Το Πρωτοδικείο δέχτηκε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως (ανεπαρκή αιτιολογία) και την αιτίαση του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τη μεταβίβαση της Postadex. Απέρριψε όλες τις λοιπές αιτιάσεις πλην των αιτιάσεων του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να εξετάσει. Ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αποφάνθηκε ότι ούτε η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στη θυγατρική τη SFMI-Chronopost ούτε η μεταβίβαση της Postadex συνιστούσαν κρατική ενίσχυση προς την SFMI-Chronopost.

Οι αιτήσεις αναιρέσεως

20.

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 και 7 Αυγούστου 2006 αντίστοιχα, η Chronopost (υπόθεση C-341/06 P) και η La Poste (υπόθεση C-342/06 P) άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα. Η Chronopost ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικώς επί της υποθέσεως και να βεβαιώσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

21.

Η UFEX, η DHL Express (Γαλλία) (πρώην DHL International), η Federal Express International (Γαλλία) και η CRIE (υπό εκκαθάριση) υπέβαλαν από κοινού υπόμνημα απαντήσεως σε κάθε αίτηση αναιρέσεως. Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή δεν υπέβαλαν υπομνήματα απαντήσεως ( 17 ). Σύμφωνα με το άρθρο 117 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στην Chronopost και στην La Poste να απαντήσουν επί των ισχυρισμών περί απαραδέκτου. Ακολούθως οι UFEX υπέβαλαν υπόμνημα ανταπαντήσεως.

22.

Οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως ενώθηκαν με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 2007.

23.

Ούτε ζητήθηκε και ούτε διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: παράβαση τύπου ως προς τη σύνθεση του δικαστηρίου

24.

Οι αναιρεσείουσες επικαλούνται την προσβολή του δικαιώματός τους για δίκαιη δίκη διότι ο εισηγητής δικαστής στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υπήρξε εισηγητής δικαστής και στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως UFEX I.

Σχετικοί κανόνες

Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου (στο εξής: Κανονισμός του Δικαστηρίου)

25.

Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, «κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία».

26.

Δυνάμει του άρθρου 118, το άρθρο 42, παράγραφος 2, εφαρμόζεται στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατ’ αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (στο εξής: Κανονισμός του Πρωτοδικείου)

27.

Το άρθρο 48, παράγραφος 2, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

28.

Το άρθρο 118 ορίζει τα εξής:

«1.   Οσάκις το Δικαστήριο ακυρώνει απόφαση ή διάταξη τμήματος, ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου μπορεί να αναθέσει την υπόθεση σε άλλο τμήμα συγκροτούμενο από τον ίδιο αριθμό δικαστών.

2.   Οσάκις το Δικαστήριο ακυρώνει απόφαση ή διάταξη εκδοθείσα από την ολομέλεια ή από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Πρωτοδικείου, η υπόθεση ανατίθεται στον σχηματισμό που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση ή διάταξη.

2α.   Οσάκις το Δικαστήριο ακυρώνει απόφαση ή διάταξη εκδοθείσα από μονομελές τμήμα, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου αναθέτει την υπόθεση σε τριμελές τμήμα, στο οποίο δεν ανήκει ο δικαστής αυτού του μονομελούς.

[…]»

Επιχειρήματα των διαδίκων

29.

Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, μολονότι η Κοινότητα δεν είναι η ίδια συμβαλλόμενη στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα που εγγυάται η ΕΣΔΑ. Το δικαίωμα για ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο αποτελεί συνιστώσα του δικαιώματος για δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Για την προσβολή του δικαιώματος αυτού αρκεί η προφανής (αντικειμενική) μεροληψία, η οποία υφίσταται όταν η σύνθεση του δικαστηρίου εγείρει δικαιολογημένες αμφιβολίες για την αμεροληψία του. Από τη νομολογία τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και των γαλλικών δικαστηρίων προκύπτει ότι η παρουσία του ιδίου δικαστή σε διαδοχικές δίκες εγείρει τέτοιου είδους αμφιβολίες. Η La Poste φρονεί ότι το άρθρο 118, παράγραφοι 1 και 2α, του Κανονισμού του Πρωτοδικείου αποτελεί ένδειξη ανησυχίας για την επανεξέταση υποθέσεων από δικαστές οι οποίοι μετείχαν στην αρχική σύνθεση του δικαστηρίου.

30.

Με τα υπομνήματά τους απαντήσεως, οι UFEX υποστηρίζουν ότι οι ισχυρισμοί είναι νέοι και, ως εκ τούτου, απαράδεκτοι σύμφωνα με τον Κανονισμό του Πρωτοδικείου. Οι αναιρεσείουσες είχαν ενημερωθεί για τη σύνθεση του δικαστηρίου, με έγγραφα της Γραμματείας του Πρωτοδικείου, πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και το όνομα του εισηγητή δικαστή αναγραφόταν στην έκθεση ακροατηρίου. Εντούτοις, οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν ένσταση ενώπιον του Πρωτοδικείου. Όπως προκύπτει από την απόφαση Πετρίδης κατά Επιτροπής ( 18 ), δεν είναι δυνατή, η εκ μέρους ενός διαδίκου επίκληση κατ’ αναίρεση μιας διαδικαστικής εγγύησης από τη χρήση της οποίας έχει παραιτηθεί.

31.

Επί της ουσίας των ισχυρισμών, οι UFEX υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η σύνθεση του Πρωτοδικείου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ήταν σύμφωνη με το άρθρο 118 του Κανονισμού του Πρωτοδικείου σχετικά με τη σύνθεση του Πρωτοδικείου σε υπόθεση που αναπέμφθηκε από το Δικαστήριο μετά την αναίρεση της προηγουμένης αποφάσεως. Επιπλέον, η αρχή της συλλογικότητας που διέπει τη σύνθεση των κοινοτικών δικαστηρίων σκοπεί στην εξουδετέρωση των κινδύνων μεροληψίας. Δεύτερον, αυτοί οι κοινοτικοί κανόνες δεν παραβαίνουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Όπως υποστηρίζουν οι UFEX, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ακολουθεί μια κατά περίπτωση προσέγγιση στο ζήτημα αυτό και δεν έχει διαμορφώσει μια γενική αρχή ότι ένας δικαστής δεν μπορεί να μετέχει σε διαδοχικές δίκες που αφορούν την ίδια υπόθεση. Τρίτον, οι κανόνες λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές παραδόσεις των κρατών μελών. Επιπλέον, η διατήρηση του ιδίου εισηγητή δικαστή σε μια περίπλοκη υπόθεση που αναπέμφθηκε στο Πρωτοδικείο είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της κοινοτικής δικαιοσύνης.

32.

Με τα υπομνήματά τους απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τον ισχυρισμό περί απαραδέκτων ισχυρισμών που προέβαλαν οι UFEX. Η Chronopost θεωρεί τους ισχυρισμούς αλυσιτελείς διότι η προσβολή του δικαιώματος για αμερόληπτο δικαστήριο συνιστά παράβαση θεμελιώδους δικονομικού κανόνα και, ως εκ τούτου, πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως που το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

33.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος. Ο ισχυρισμός δεν μπορούσε να προβληθεί πριν την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι ισχυρισμοί στην κατ’ αναίρεση δίκη είναι κατ’ ανάγκη νέοι στο μέτρο που βάλλουν κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το δικαίωμα για αμερόληπτο δικαστήριο είναι αναπαλλοτρίωτο και, όπως και στην περίπτωση των δικονομικών εγγυήσεων, δεν χωρεί παραίτηση από αυτό. Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι δεν προβλέπεται διαδικασία κατά της συνθέσεως του Πρωτοδικείου ή διαδικασία προβολής ενστάσεως εξαιρέσεως ορισμένου δικαστή. Τέλος, η Chronopost υποστηρίζει ότι τα έγγραφα της γραμματείας του Πρωτοδικείου δεν περιείχαν τα ονόματα των δικαστών των τμημάτων και ότι δεν έλαβε αντίγραφο της εκθέσεως ακροατηρίου.

34.

Με τα υπομνήματά τους ανταπαντήσεως, οι UFEX υποστηρίζουν ότι το επιχείρημα ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως συνιστά αυτό καθαυτό νέο ισχυρισμό. Ο ισχυρισμός αυτός είναι επίσης αλυσιτελής, καθόσον δεν υπήρξε προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος. Οι αναιρεσείουσες μπορούσαν να προβάλουν τον ισχυρισμό ενώπιον του Πρωτοδικείου βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Πρωτοδικείου. Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται κατ’ αναίρεση δεν είναι κατ’ ανάγκη νέοι, καθόσον προβάλλονται για θέματα που αμφισβητήθηκαν ενώπιον του κατωτέρου δικαστηρίου. Όταν με τις αιτήσεις αναιρέσεως προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί, έχει εφαρμογή το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 118 αυτού. Οι UFEX εκθέτουν επίσης ότι η Chronopost όφειλε να γνωρίζει τη σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου, καθόσον αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ( 19 ).

Εκτίμηση

35.

Ως προς το παραδεκτό, υπενθυμίζω ότι η Chronopost και η La Poste παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής στη δίκη ενώπιον του Πρωτοδικείου.

36.

Βάσει του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο παρεμβαίνων μπορεί να υποστηρίξει μόνον τα αιτήματα ενός από τους κύριους διαδίκους. Τα κοινοτικά δικαστήρια έχουν ερμηνεύσει τον περιορισμό αυτό ως αποκλείοντα την προβολή από τον παρεμβαίνοντα επιχειρημάτων ή ισχυρισμών που είναι εντελώς άσχετοι με τους λόγους που αποτελούν τη βάση της διαφοράς, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού ( 20 ).

37.

Ο ισχυρισμός περί παραβάσεως τύπου λόγω της συνθέσεως του Πρωτοδικείου δεν έχει σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η Chronopost και η La Poste δεν μπορούσαν να προβάλουν τον ισχυρισμό αυτόν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

38.

Τίθεται, ακολούθως, το ερώτημα εάν η ίδια η Επιτροπή μπορούσε να προβάλει τον ισχυρισμό αυτό στη δίκη ενώπιον του Πρωτοδικείου.

39.

Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Πρωτοδικείου, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Το Πρωτοδικείο εφαρμόζει ένα αντικειμενικό κριτήριο όταν εξετάζει αν τα στοιχεία αυτά «ανέκυψαν» κατά τη διαδικασία, ήτοι εξετάζει αν ο διάδικος ήταν σε θέση να τα πληροφορηθεί προηγουμένως ( 21 ).

40.

Η σύνθεση του τμήματος του Πρωτοδικείου, στο οποίο ανατέθηκε η υπόθεση μετά την αναπομπή της από το Δικαστήριο, είναι αναμφίβολα ένα στοιχείο που δεν θα μπορούσε να ανακύψει πριν την έναρξη της διαδικασίας. Συνεπώς, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να προβάλει νέους ισχυρισμούς κατά της σύνθεσης αυτής.

41.

Επιπλέον, η Επιτροπή ήταν αντικειμενικά σε θέση να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το τμήμα στο οποίο ανατέθηκε η υπόθεση γνωστοποιήθηκε στους διαδίκους. Οι αλλαγές στη σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου το 2004 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα. Η σύνθεση των τμημάτων δημοσιεύεται επίσης στον δικτυακό τόπο του Δικαστηρίου. Το όνομα του εισηγητή δικαστή περιέχεται στην έκθεση ακροατηρίου που αποστέλλεται στους διαδίκους πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Τέλος, η σύνθεση του δικαστηρίου και το όνομα του εισηγητή δικαστή αναγράφονται σαφώς στο πινάκιο των υποθέσεων που πρόκειται να συζητηθούν, το οποίο αναρτάται έξω από την αίθουσα συνεδριάσεως του δικαστηρίου.

42.

Η Επιτροπή ήταν, επομένως, αντικειμενικά σε θέση να γνωρίζει, κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης, ότι ο εισηγητής δικαστής στην υπόθεση UFEX I μετείχε επίσης στη σύνθεση του δεύτερου δικαστηρίου. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή της δικογραφίας δεν προκύπτει η προβολή ενστάσεως από την Επιτροπή.

43.

Με την απόφαση Πετρίδης κατά Επιτροπής ( 22 ), το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αναιρέσεως περί προσβολής της αρχής audi alteram partem και της αρχής της ισότητας των όπλων διότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλει τον ισχυρισμό αυτόν ενώπιον του Πρωτοδικείου ενώ είχε την ευκαιρία να το κάνει και, ως εκ τούτου, είχε παραιτηθεί από τη χρήση της εν λόγω δικονομικής εγγύησης.

44.

Η Επιτροπή δεν θα μπορούσε, και στην υπό κρίση περίπτωση, να προβάλει ως λόγο αναιρέσεως το ζήτημα της σύνθεσης του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή θα μπορούσε να προβάλει ένσταση κατά της συνθέσεως του τμήματος του κατωτέρου δικαστηρίου. Μη προβάλλοντας την ένσταση αυτή, παραιτήθηκε από τη χρήση μιας δικονομικής εγγυήσεως και δεν μπορεί πλέον να θέσει εκ νέου το ζήτημα αυτό.

45.

Είμαι της γνώμης ότι θα αντέκειτο τόσο προς την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Πετρίδης κατά Επιτροπής όσο και προς το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν ένας παρεμβαίνων σε πρώτο βαθμό μπορούσε να προβάλει στην κατ’ αναίρεση δίκη ισχυρισμούς που ο διάδικος υπέρ του οποίου παρενέβη δεν είχε προβάλει ενώπιον του κατωτέρου δικαστηρίου.

46.

Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται ομολογουμένως σε μια μάλλον αυστηρή ανάλυση της θέσης του παρεμβαίνοντος. Εννοιολογικά, δεν φρονώ ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο παρεμβαίνων δεν έχει κανένα δικαίωμα για δίκαιη δίκη, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για δίκη του ιδίου. Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, έχει κατ’ ανάγκην έννομο συμφέρον για την έκβαση της υπόθεσης (διαφορετικά δεν θα είχε το δικαίωμα παρέμβασης). Επιπλέον, η Chronopost και η La Poste δεν είναι πλέον παρεμβαίνουσες αλλά αναιρεσείουσες ενώπιον του Δικαστηρίου. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ εγγυάται σε παν πρόσωπον το δικαίωμα για δίκαιη δίκη «[υπό δικαστηρίου τo oπoίov θα απoφασίση είτε επί τωv αµφισβητήσεωv επί τωv δικαιωµάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ αστικής φύσεως, είτε επί τoυ βασίµoυ πάσης εvαvτίov τoυ κατηγoρίας πoιvικής φύσεως» ( 23 ).

47.

Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι, αν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η Chronopost και η La Poste μπορούσαν να προβάλουν ένσταση κατά της συνθέσεως του Πρωτοδικείου ενώπιον του Δικαστηρίου, ακόμη και χωρίς την προβολή ενστάσεως από την Επιτροπή, θα πρέπει τότε να θεωρηθεί, για τους λόγους που αναφέρονται στα σημεία 40 έως 43 ανωτέρω, ότι παραιτήθηκαν από την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

48.

Ως εκ τούτου, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος.

49.

Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι οι ισχυρισμοί τους πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εξεταστούν από το Δικαστήριο καθόσον πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως, δεν συμφωνώ με τις UFEX ότι το επιχείρημα αυτό συνιστά αυτό καθαυτό νέο ισχυρισμό. Αντιθέτως, προβλήθηκε για την αντίκρουση της ενστάσεως απαραδέκτου των UFEX.

50.

Ως εκ τούτου, δεν δέχομαι το επιχείρημα των αναιρεσειουσών.

51.

Το επιχείρημα των αναιρεσειουσών στηρίζεται σε νομολογία από την οποία προκύπτει ότι η άρνηση ενός διοικητικού οργάνου, όπως η Επιτροπή, να παράσχει σε κάθε ενδιαφερόμενο, πριν την έκδοση μιας διοικητικής πράξης, τη δυνατότητα απάντησης ή σχολιασμού της συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ( 24 ).

52.

Εντούτοις, η απόφαση Πετρίδης κατά Επιτροπής συνιστά σαφές νομολογιακό προηγούμενο ότι ο προσφεύγων που δεν επικαλείται στο πλαίσιο μιας δίκης τα δικαιώματά του άμυνας, όταν του παρέχεται αυτή η δυνατότητα, δεν μπορεί να επικαλεστεί μεταγενέστερα τα δικαιώματα αυτά. Το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

53.

Οι αρχές των οποίων την προσβολή επικαλέστηκε η προσφεύγουσα στην υπόθεση Πετρίδης κατά Επιτροπής αποτελούν συνιστώσα του δικαιώματος για δίκαιη δίκη όπως και το δικαίωμα για αμερόληπτο δικαστήριο: όντως, οι αρχές audi alteram partem και nemo judex in sua causa συνιστούν τους δύο πυλώνες της φυσικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο διαφορετικά στην υπό κρίση υπόθεση.

54.

Εάν, ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ισχυρισμός είναι παραδεκτός, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να τον απορρίψει επί της ουσίας.

55.

Πρώτον, δεν υπάρχει πρόδηλη παράβαση ουσιώδους τύπου. Το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Πρωτοδικείου δεν απαγορεύει τις διαδοχικές δίκες από το ίδιο τμήμα σε υπόθεση που αναπέμπεται μετά την εκδίκασή της. Η διάταξη αυτή αντιδιαστέλλεται προς το άρθρο 118, παράγραφος 2α, σύμφωνα με το οποίο ένας δικαστής δεν μπορεί να εκδικάσει υπόθεση που αναπέμφθηκε στο Πρωτοδικείο αν υπήρξε δικαστής μονομελούς τμήματος το οποίο εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση. Από καμία διάταξη του Κανονισμού του Πρωτοδικείου δεν προκύπτει ότι ο ίδιος δικαστής δεν μπορεί να ενεργήσει ως εισηγητής δικαστής, αν η υπόθεση αναπεμφθεί μετά την άσκηση αναιρέσεως. Πράγματι, το άρθρο 118, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Πρωτοδικείου απαιτεί συγκεκριμένα την επανεξέταση των υποθέσεων τμήματος μείζονος συνθέσεως (και, ασφαλώς, της ολομέλειας) από την ίδια σύνθεση.

56.

Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες δεν επικαλούνται πραγματική (υποκειμενική) μεροληψία. Επικαλούνται μόνον (αντικειμενική) μεροληψία η οποία σχετίζεται με τη σύνθεση του τμήματος του Πρωτοδικείου στο οποίο ανατέθηκε η εκδίκαση της υπόθεσής τους μετά την αναπομπή της από το Δικαστήριο.

57.

Οι αναιρεσείουσες παρατηρούν ορθώς ότι, μολονότι η Κοινότητα δεν είναι συμβαλλόμενη στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ προβλέπει ότι «η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την [ΕΣΔΑ] […]». Περαιτέρω, η ΕΣΔΑ έχει ιδιαίτερη σημασία μεταξύ των πηγών έμπνευσης για τα θεμελιώδη δικαιώματα, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το Δικαστήριο ( 25 ). Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα για αμερόληπτο δικαστήριο, αποτελεί μέρος των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων.

58.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί σχετικά με την αντικειμενική μεροληψία, στην περίπτωση που υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες για την αμεροληψία του δικαστηρίου, ότι «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ως γενικός κανόνας που απορρέει από την υποχρέωση αμεροληψίας ότι το ανώτερο δικαστήριο που εξαφανίζει μια διοικητική ή δικαστική απόφαση οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση σε άλλο δικαιοδοτικό όργανο ή σε άλλη σύνθεση του εν λόγω οργάνου» ( 26 ). Η συμμετοχή του ιδίου δικαστή σε διαδοχικές συζητήσεις της ίδιας υπόθεσης μπορεί να εγείρει εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία μόνο σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες ( 27 ). Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει γίνει επίκληση τέτοιων παραγόντων.

59.

Περαιτέρω, οι δικαστές του ιδίου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορεί να μετέχουν σε ορισμένες περιπτώσεις σε διαδοχικές συζητήσεις της ίδιας υπόθεσης. Όταν η υπόθεση παραπέμπεται στο τμήμα ευρείας σύνθεσης δυνάμει του άρθρου 43 της ΕΣΔΑ, κανένας δικαστής του τμήματος που εξέδωσε την απόφαση δεν μπορεί να συμμετέχει στο τμήμα ευρείας σύνθεσης, πλην του προέδρου του τμήματος και του δικαστή που συμμετείχε για το διάδικο κράτος ( 28 ). Δεν είναι ασύνηθες να αλλάζουν γνώμη δικαστές που μετείχαν σε αμφότερες τις δίκες ( 29 ).

60.

Τέλος, οι αναιρεσείουσες σημειώνουν ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ υποχρεώνει επίσης την Ένωση να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Επισημαίνουν ότι στη Γαλλία τα δικαστήρια στα οποία αναπέμπεται μια υπόθεση πρέπει να έχουν διαφορετική σύνθεση από το δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως. Οι UFEX απάντησαν ότι αυτό δεν ισχύει στη Γερμανία, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καθίσταται σαφές ότι για να αποδειχθεί η ύπαρξη κοινής συνταγματικής παράδοσης των κρατών μελών δεν αρκεί η αναφορά σ’ αυτό που ισχύει σε ένα κράτος.

61.

Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ακόμη κι αν κριθεί παραδεκτός (πράγμα που δεν δέχομαι), είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: παράβαση τύπου διότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς της La Poste περί απαραδέκτου και αποφάνθηκε επί της ουσίας απαράδεκτου ισχυρισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

62.

Η La Poste εκθέτει, πρώτον, ότι με τις γραπτές παρατηρήσεις της υποστήριξε ότι η αιτίαση των UFEX σχετικά με τη μεταβίβαση της Postadex συνιστούσε νέο ισχυρισμό και ότι το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε αν, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτός ήταν απαράδεκτος. Δεύτερον, η La Poste ισχυρίζεται ότι, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός ήταν νέος, το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να τον εξετάσει.

63.

Οι UFEX φρονούν ότι το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού της La Poste είναι ασαφές και ανακριβές και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο. Επί της ουσίας, οι UFEX εκθέτουν ότι το Πρωτοδικείο δεν οφείλει να αποφανθεί επί του παραδεκτού ισχυρισμού που προβάλλει ένας παρεμβαίνων, εάν ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε από τον καθού. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού της La Poste, ο ισχυρισμός των UFEX δεν ήταν νέος, αλλά προβλήθηκε με την προσφυγή τους κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας.

Εκτίμηση

64.

Ως προς το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι οι παρεμβαίνοντες δεν νομιμοποιούνται να προβάλουν ένσταση απαραδέκτου η οποία δεν διατυπώνεται με τα υπομνήματα του καθού ( 30 ). Η Επιτροπή, ως καθής, δεν προέβαλε τον επίμαχο ισχυρισμό. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν όφειλε να αποφανθεί επ’ αυτού.

65.

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που παραθέτει η La Poste προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση καταδεικνύουν κατ’ ουσίαν, όπως ορθά επισημαίνουν οι UFEX, ότι το Δικαστήριο εξετάζει την ουσία του ισχυρισμού περί απαραδέκτου που προβάλλεται από παρεμβαίνοντα και όχι από εναγόμενο μόνον όταν τίθεται ζήτημα δημοσίας τάξεως ( 31 ).

66.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, η La Poste ζητεί κατ’ ουσίαν την επανεξέταση της ουσίας του ισχυρισμού περί απαραδέκτου που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η κατ’ αναίρεση εξέταση ενός ισχυρισμού, ο οποίος είναι απαράδεκτος σε πρώτο βαθμό, θα ήταν ανακόλουθη προς την ανωτέρω αναφερόμενη νομολογία του Δικαστηρίου.

67.

Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο την απόρριψη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και την κήρυξη απαραδέκτου του δεύτερου σκέλους.

Τρίτος λόγος αναιρέσεως: νομικό σφάλμα εκτιμήσεως της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

Ιστορικό

68.

Καταρχάς, είναι αναγκαίο να γίνει λεπτομερής αναφορά των οικείων μερών της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

69.

Η αιτιολογική σκέψη 33 ( 32 ) της προσβαλλομένης αποφάσεως περιγράφει, μεταξύ άλλων, την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost και εξηγεί πώς υπολογίζεται και επιμερίζεται το κόστος τους:

«[i ( 33 )]

1)

Η τεχνικοοικονομική υποστήριξη, που συνίσταται στο γεγονός ότι οι ταχυδρομικές υποδομές έχουν τεθεί στη διάθεση της SFMI-Chronopost για τη συλλογή, διαλογή, μεταφορά και διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων της.

[…]

[iii]

Για να υπολογιστεί το συνολικό ύψος της παρεχόμενης υποστήριξης προς την SFMI-Chronopost, τα γαλλικά ταχυδρομεία υπολογίζουν κατ’ αρχάς τα άμεσα λειτουργικά τους έξοδα, εξαιρουμένων των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων, σε συνάρτηση με το φάσμα της παραγωγής (αλυσίδα στοιχειωδών πράξεων) που αντιστοιχεί στην παροχή και τον πραγματικό όγκο της ταχυδρομικής κίνησης. Στη συνέχεια τα έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων επιμερίζονται κατ’ αναλογία της τιμής κόστους κάθε παροχής[ ( 34 )].

[iv]

Όσον αφορά το φάσμα παραγωγής, τα γαλλικά ταχυδρομεία δεν διέθεταν σύστημα αναλυτικών λογιστικών καταστάσεων που θα τους επέτρεπε να υπολογίσουν το πραγματικό κόστος παροχής της τεχνικοοικονομικής υποστήριξης στην SFMI-Chronopost. Μέχρι το 1992 το κόστος αυτό υπολογιζόταν βάσει εκτιμήσεων. Οι παροχές προς την SFMI-Chronopost αναλύονταν σε μια σειρά στοιχειωδών πράξεων, των οποίων η διάρκεια δεν είχε χρονομετρηθεί μέχρι το 1992. Για τον προσδιορισμό του κόστους αυτού, τα γαλλικά ταχυδρομεία εξομοίωναν τις παροχές με ήδη υφιστάμενες συναφείς ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι οποίες απαρτίζονταν από επί μέρους πράξεις που είχαν ήδη χρονομετρηθεί κα αποτιμηθεί (για παράδειγμα, κατάθεση μιας συστημένης επιστολής). Το 1992 η διάρκεια και το κόστος των εν λόγω πράξεων υπολογίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη τον πραγματικό όγκο της ταχυδρομικής κίνησης μέσω υπηρεσιών ταχείας διεκπεραίωσης. Οι υπολογισμοί αυτοί επέτρεψαν στα γαλλικά ταχυδρομεία να εκτιμήσουν το πραγματικό κόστος της τεχνικοοικονομικής υποστήριξης.»

Η παράγραφος [vi] ορίζει ότι η καταβληθείσα από την SFMI-Chronopost αμοιβή κάλυπτε το πλήρες κόστος κατά 116,1 % κατά την περίοδο 1986-1991 και κατά 119 % κατά την περίοδο 1986-1995 σωρευτικά. Το 1986 και το 1987 τα ποσοστά κάλυψης ήταν 70,3 % και 84,3 % αντίστοιχα. Κατά τα εν λόγω δύο έτη, τα έσοδα κάλυπταν το άμεσο κόστος προ των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων.

«[x]

2.

Η εμπορική υποστήριξη, δηλαδή η πρόσβαση της SFMI-Chronopost στην πελατεία των γαλλικών ταχυδρομείων και η εκμετάλλευση των άυλων στοιχείων του ενεργητικού τους. Ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι το 1986 τα γαλλικά ταχυδρομεία μετέφεραν στην SFMI-Chronopost την πελατεία του προϊόντος Postadex χωρίς κανένα αντάλλαγμα (το προϊόν Postadex αντικαταστάθηκε από το προϊόν EMS-Chronopost το 1986). Επιπλέον, η SFMI-Chronopost επωφελείται από τις εκστρατείες προβολής και τις διαφημιστικές εκστρατείες που διοργανώνουν τα γαλλικά ταχυδρομεία.»

70.

Στην παράγραφο [xi] διευκρινίζεται ότι το τίμημα που καταβάλλει η SFMI-Chronopost για την παρεχόμενη προς αυτήν υλικοτεχνική υποστήριξη καλύπτει επίσης το σύνολο των εξόδων που βαρύνουν τη La Poste, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων εμπορικής υποστήριξης.

71.

Στην αιτιολογική σκέψη 34 ( 35 ), η Επιτροπή συνόψισε τα επιχειρήματα της SFEI σχετικά με την κρατική ενίσχυση βάσει των συμπερασμάτων που περιέχονταν στις οικονομικές εκθέσεις που είχε παραγγείλει. Η προσαπτόμενη συνολική κρατική ενίσχυση ήταν 1516 δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα κατά την περίοδο 1986-1991, εκ των οποίων 1048 δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα αφορούσαν την υλικοτεχνική υποστήριξη και 468 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα αφορούσαν την εμπορική υποστήριξη ( 36 ). Για το συνολικό ποσό της προσαπτόμενης ενίσχυσης, η Επιτροπή εξήγησε την άποψη της SFEI που είχε ως βάση τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Για την υλικοτεχνική υποστήριξη, η SFEI υπολόγισε το κόστος σε αναφορά με επιχείρηση που είχε συστήσει και λειτουργούσε παρόμοιο δίκτυο με αυτό της La Poste. Για την εμπορική υποστήριξη, η Επιτροπή συνόψισε τη μεθοδολογία της SFEI στο μέτρο που, κατά τη γνώμη της, αυτή εξηγούνταν στην καταγγελία.

72.

Με την εκτίμησή της, η Επιτροπή πρώτον απέρριψε την ex novo άποψη της SFEI ως προς τον υπολογισμό της υλικοτεχνικής υποστήριξης και την αξιολόγηση των επιμέρους στοιχείων της εμπορικής υποστήριξης ( 37 ). Όσον αφορά τη δεύτερη, η Επιτροπή εξέθεσε γιατί δεν έκρινε ότι η μεταβίβαση της Postadex, την οποία η SFEI είχε υπολογίσει σε 38 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα ( 38 ), συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Δεν απέφερε στην SFMI-Chronopost κανένα όφελος σε μετρητά. Η πρόσβαση μιας θυγατρικής εταιρίας στην πελατεία της μητρικής, που συνιστά άυλο αγαθό, ήταν κοινό χαρακτηριστικό των σχέσεων μεταξύ των εταιριών ενός ομίλου. Η μεταβίβαση ήταν λογικό επακόλουθο της σύστασης της SFMI-Chronopost για την παροχή των υπηρεσιών διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας της La Poste.

73.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή απέρριψε την εν γένει άποψη της SFEI περί υπολογισμού της κρατικής ενίσχυσης ( 39 ). Θεώρησε ότι ο συλλογισμός της SFEI βασιζόταν σε ουσιώδη παρερμηνεία ( 40 ) της αποφάσεως SFEI ( 41 ). Σύμφωνα με την Επιτροπή, η SFEI είχε ερμηνεύσει τις «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» έτσι ώστε με τον όρο αυτό να νοείται η τιμή στην οποία μια συγκρίσιμη ιδιωτική εταιρία θα παρείχε τις εν λόγω υπηρεσίες σε μια άσχετη εταιρία, συμπεριλαμβανομένου του τέλους πρόσβασης στο ταχυδρομικό δίκτυο. Εντούτοις, κανένα στοιχείο της νομολογίας του Δικαστηρίου δεν υποδηλώνει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αγνοήσει τους στρατηγικού χαρακτήρα παράγοντες και τις συνεργίες που απορρέουν από το γεγονός ότι η La Poste και η SFMI-Chronopost ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Αντίθετα, οι παράγοντες αυτοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων σχετικών με τις επενδύσεις μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας και, ως εκ τούτου, έχουν άμεση εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, όπου το θέμα που εξετάζεται είναι η συμπεριφορά μιας μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της. Το Δικαστήριο ουδέποτε αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει διαφορετική μέθοδο όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους κατέχει μονοπώλιο. Η Επιτροπή συνεχίζει ως εξής:

«[56]

Κατά συνέπεια, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι εάν οι όροι της συναλλαγής μεταξύ των γαλλικών ταχυδρομείων και της SFMI-Chronopost είναι ανάλογοι με τους όρους μιας ισοδύναμης συναλλαγής μεταξύ μιας ιδιωτικής μητρικής εταιρείας, η οποία μπορεί κάλλιστα να κατέχει μονοπωλιακή θέση (π.χ. διότι κατέχει αποκλειστικά δικαιώματα), και της θυγατρικής της. […]

[57]

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι “εσωτερικές” τιμές βάσει των οποίων πραγματοποιείται η προμήθεια προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών μεταξύ εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν παρέχουν κανένα απολύτως χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα, εφόσον υπολογίζονται βάσει του πλήρους κόστους (δηλαδή βάσει του συνολικού κόστους επαυξημένου κατά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων). Στην προκειμένη περίπτωση, οι πληρωμές που κατέβαλε η SFMI-Chronopost δεν κάλυπταν το πλήρες κόστος κατά τα δύο πρώτα χρόνια εκμετάλλευσης, κάλυπταν όμως το σύνολο του κόστους εξαιρουμένων των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή είναι φυσιολογική, δεδομένου ότι τα έσοδα που προέρχονται από τη δραστηριότητα μιας νέας επιχείρησης που ανήκει σε όμιλο εταιρειών ενδέχεται να καλύπτουν μόνο τα μεταβλητά έξοδα κατά την περίοδο εκκίνησης. Άπαξ και η επιχείρηση σταθεροποιήσει τη θέση της στην αγορά, τα έσοδα που δημιουργεί πρέπει να υπερβαίνουν τα μεταβλητά έξοδα, ούτως ώστε να συμβάλλει στην κάλυψη των παγίων εξόδων του ομίλου. Κατά τα δύο πρώτα οικονομικά έτη (1986 και 1987) οι πληρωμές που κατέβαλλε η SFMI-Chronopost κάλυπταν όχι μόνο τα μεταβλητά έξοδα, αλλά και ορισμένα πάγια έξοδα (π.χ. ακίνητα και οχήματα). Η Γαλλία απέδειξε ότι η αμοιβή που καταβάλλει από το 1988 η SFMI-Chronopost για την παρεχόμενη προς αυτήν υποστήριξη καλύπτει όλα τα έξοδα που βάρυναν τα γαλλικά ταχυδρομεία, καθώς και μια συνεισφορά στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, η τεχνικοοικονομική και εμπορική υποστήριξη των γαλλικών ταχυδρομείων προς τη θυγατρική τους παρεχόταν υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση.»

74.

Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστήριξης δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση βάσει της αρχής του επενδυτή που δραστηριοποιείται στην οικονομία της αγοράς ( 42 ). Ο δείκτης εσωτερικής απόδοσης (ΔΕΑ) —βάσει των μερισμάτων που διένειμε η SFMI-Chronopost συνυπολογιζομένης της αύξησης της αξίας της αρχικής εισφοράς κεφαλαίου της La Poste— υπερέβη το κόστος των ιδίων κεφαλαίων της SFMI-Chronopost το 1986. Αυτό ισχύει επίσης αν το ποσό των 38 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, που, κατά τους ισχυρισμούς της SFEI, ήταν η αξία της Postadex, συμπεριληφθεί ως εισφορά κεφαλαίου στον υπολογισμό του ΔΕΑ, μαζί με τον εκ μέρους της SFEI υπολογισμό των πλεονεκτικών συνθηκών πρόσβασης του δικτύου της La Poste από την SFMI-Chronopost.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

75.

Αφού συνόψισε τη σχετική νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων ( 43 ), το Πρωτοδικείο καθόρισε την έκταση ελέγχου της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ( 44 ). Υπό το φως της αποφάσεως Chronopost I, έπρεπε να εξετάσει ιδίως την επάρκεια της εν λόγω αιτιολογίας σχετικά με το αν η αμοιβή που κατέβαλε η SFMI-Chronopost για την παρεχόμενη υποστήριξη κάλυπτε τα πρόσθετα μεταβλητά έξοδα που βάρυναν τη La Poste, μια πρόσφορη συμμετοχή στα πάγια έξοδα που προέκυπταν από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου και πρόσφορη απόδοση της επένδυσης κεφαλαίου που αφορούσε την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost.

76.

Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε την προταθείσα από τις προσφεύγουσες μέθοδο υπολογισμού του κόστους προκύπτουν σαφώς από την αιτιολογία που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως» ( 45 ). Ωστόσο, έπρεπε επίσης να εξετάσει την αιτιολογία της Επιτροπής σχετικά με (i) τον τρόπο υπολογισμού και εκτίμησης των εξόδων της La Poste βάσει της μεθόδου του «πλήρους κόστους» και (ii) το σχετικό ποσό που χρεώθηκε.

77.

Εξετάζοντας, καταρχάς, τα πρόσθετα μεταβλητά έξοδα ( 46 ), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 33 και 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν καταδείκνυαν, σε επαρκή βαθμό, την ακριβή έννοια την οποία προσέδιδε η Επιτροπή στους οικονομικούς και λογιστικούς όρους που χρησιμοποιούσε εν προκειμένω, ούτε τον ακριβή χαρακτήρα των δαπανών που εξέτασε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την απουσία κρατικής ενίσχυσης, προκειμένου να παρασχεθεί στο Πρωτοδικείο η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς το ζήτημα αν οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν πράγματι στο πρόσθετο μεταβλητό κόστος που προκαλείται λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστήριξης κατά την έννοια της αποφάσεως Chronopost I. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν ακολούθως από την Επιτροπή απλώς ενίσχυσαν το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν υπερβολικά γενική.

78.

Δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ποιο ήταν «το άμεσο λειτουργικό κόστος» ή ποιο κόστος, κατά το λογιστικό σύστημα της La Poste, αναλογεί άμεσα στις διάφορες δραστηριότητες. Από την αναφορά της αιτιολογικής σκέψης 57 σε «ορισμένα πάγια έξοδα» δεν μπορεί να συναχθεί με ακρίβεια ποια ακριβώς έξοδα κάλυπτε η SFMI-Chronopost κατά τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας της. Επιπλέον, δεν παρεχόταν καμία εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο οι υπηρεσίες που παρείχε η La Poste αναλύονταν σε μια σειρά στοιχειωδών πράξεων ή τον τρόπο κατά τον οποίο οι παροχές αυτές εξομοιώνονταν με υφιστάμενες παρόμοιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Καθόσον τα έξοδα που ανέκυψαν πριν το 1992 υπολογίζονταν κατ’ εκτίμηση, έπρεπε να εξηγηθεί ο τρόπος εξομοίωσης των υπηρεσιών προκειμένου να διαπιστωθεί η ενδεχόμενη ύπαρξη πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά ή πλάνης εκτιμήσεως. Τέλος, ουδόλως προέκυπτε με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη, κατά τον υπολογισμό του πλήρους κόστους, η εμπορική υποστήριξη.

79.

Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να περιλαμβάνει επαρκή αιτιολογία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και, τουλάχιστον, μια γενική σύνοψη των αναλυτικών λογιστικών υπολογισμών ως προς τις παροχές προς την SFMI-Chronopost, ενδεχομένως κατόπιν απαλείψεως των απορρήτων στοιχείων. Ως είχε, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιείχε επαρκή αιτιολογία ως προς την εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υπάρξεως ή μη πρόσθετου μεταβλητού κόστους λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστήριξης.

80.

Το Πρωτοδικείο εξέτασε στη συνέχεια τα πάγια έξοδα ( 47 ). Έκρινε ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τα εν λόγω έξοδα δεν ήταν επαρκής. Πρώτον, ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί αν στα έξοδα έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων περιλαμβάνονταν πάγια έξοδα από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου. Αυτό ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό δεδομένου ότι οι καταβολές της SFMI-Chronopost κατά τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας της δεν κάλυπταν το συνολικό κόστος σε ποσοστό 100 %. Δεύτερον, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί αν υπήρχαν και άλλα πάγια έξοδα της La Poste που συνδέονταν με τη χρησιμοποίηση το ταχυδρομικού δικτύου, τα οποία έπρεπε να καλύπτει η καταβαλλόμενη αντιπαροχή. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει αν η εν λόγω συνεισφορά στο πάγιο κόστος υπολογίσθηκε ορθά με γνώμονα τα προαπαιτούμενα που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Chronopost I.

81.

Τέλος, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει ποια ήταν η συνεισφορά της SFMI-Chronopost στην απόδοση της επένδυσης κεφαλαίου της La Poste ( 48 ). Δεν κατέστη σαφές εάν η Επιτροπή είχε υπολογίσει τον ΔΕΑ για να αποδείξει την πλήρωση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και/ή για να υπολογίσει την απόδοση της επένδυσης κεφαλαίου.

82.

Κατά τον υπολογισμό του ΔΕΑ, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει το κεφάλαιο που, κατά την άποψή της, είχε χρησιμοποιηθεί για την οικεία δραστηριότητα. Εξέθεσε απλώς, αφενός, ότι είχε λάβει υπόψη την εισφορά κεφαλαίου της La Poste το 1986 και, αφετέρου, τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ της La Poste και της θυγατρικής της κατά τα έτη 1986 έως 1991, χωρίς να προσδιορίσει με επαρκή ακρίβεια για ποιες οικονομικές συναλλαγές επρόκειτο. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ο ΔΕΑ αντανακλούσε με επαρκή ακρίβεια την απόδοση της επένδυσης κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost, δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί αν η εν λόγω πιθανή απόδοση ιδίων κεφαλαίων ήταν κατάλληλη για τους σκοπούς της σκέψης 40 της αποφάσεως Chronopost I, δεδομένου ότι ο λεπτομερής υπολογισμός του ΔΕΑ δεν καθίστατο προφανής από την προσβαλλόμενη απόφαση.

83.

Το Πρωτοδικείο προέβη ακολούθως σε ορισμένα γενικά σχόλια σχετικά με την κάλυψη του κόστους ( 49 ). Κατά τη γνώμη του, τα συμπεράσματα της Επιτροπής που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούσαν καθαρά δογματικές δηλώσεις. Δεν υπήρξε λεπτομερής εξέταση ούτε των διαφόρων φάσεων υπολογισμού της αμοιβής για την εν λόγω υποστήριξη ή του κόστους των υποδομών για την υποστήριξη αυτή ούτε των σχετικών αριθμητικών στοιχείων της ανάλυσης του κόστους. Η Επιτροπή βεβαίωσε απλώς ότι το πλήρες κόστος της La Poste καλυπτόταν από την καταβαλλόμενη από την SFMI-Chronopost αμοιβή, χωρίς να προσδιορίσει τα αριθμητικά στοιχεία και τους υπολογισμούς επί των οποίων στήριξε την ανάλυση και τα συμπεράσματά της. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει αν η μέθοδος και η πορεία της ανάλυσης που εφάρμοσε η Επιτροπή ήταν απαλλαγμένες από σφάλματα και συμβιβάζονταν με τις αρχές που έθεσε η απόφαση Chronopost I προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται ή όχι κρατική ενίσχυση.

84.

Το Πρωτοδικείο ολοκλήρωσε την εκτίμηση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως σημειώνοντας ότι, εν προκειμένω, τρία επιχειρήματα συνηγορούσαν υπέρ της άποψης ότι απαιτούνταν λεπτομερέστερη αιτιολόγηση:

«97

Εν προκειμένω, οι περιστάσεις που δικαιολογούν λεπτομερέστερη αιτιολόγηση συνίστανται στο ότι, πρώτον, η απόφαση αυτή ήταν μία από τις πρώτες που αντιμετώπισαν, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, το περίπλοκο ζήτημα του υπολογισμού του κόστους μιας μητρικής εταιρίας που δραστηριοποιείται σε μια αγορά στην οποία δεν επιτρέπεται ανταγωνισμός και παρέχει υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη στη θυγατρική της η οποία δεν δραστηριοποιείται σε τέτοια αγορά. Δεύτερον, η ανάκληση της αρχικής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 1992, έπειτα από την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως και η απόφαση SFEI του Δικαστηρίου έπρεπε να είχαν οδηγήσει την Επιτροπή να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους προσέγγισε το ζήτημα κατ’ αυτόν τον τρόπο με ακόμη περισσότερη επιμέλεια και ακρίβεια ως προς τα αμφισβητούμενα σημεία. Τέλος, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες υπέβαλαν πολυάριθμες οικονομικές μελέτες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έπρεπε επίσης να είχε οδηγήσει την Επιτροπή στην προετοιμασία μιας επιμελούς αιτιολογίας, με την οποία θα απαντούσε στα ουσιώδη επιχειρήματα των προσφευγουσών, όπως θεμελιώνονταν στις εν λόγω οικονομικές μελέτες.»

85.

Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι:

«98

[…] η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιορίζεται σε μια πολύ γενική παρουσίαση της μεθόδου υπολογισμού του κόστους την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή και του τελικού αποτελέσματος που εξήγαγε, χωρίς όμως να κατανέμει με την απαιτούμενη ακρίβεια τις διάφορες δαπάνες που προέκυψαν για τη La Poste λόγω της παροχής υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς την SFMI-Chronopost, καθώς και το πάγιο κόστος που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, και χωρίς να προσδιορίζει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης.

[…]

100

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει την ύπαρξη και τη σπουδαιότητα των διαφόρων δαπανών που εμπίπτουν στην έννοια του πλήρους κόστους, όπως ορίζεται από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής εκτιμήσεως της Επιτροπής ούτε τη συμβατότητά της με τις προϋποθέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της αιτήσεως αναιρέσεως προκειμένου να κριθεί ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

101

Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, καθόσον με αυτήν γίνεται δεκτό ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στην SFMI-Chronopost δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.»

Επιχειρήματα των διαδίκων

86.

Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, κρίνοντας ανεπαρκή την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπερέβη τα επιτασσόμενα από το άρθρο 253 ΕΚ και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η Chronopost φρονεί ότι, υπό το κάλυμμα του ελέγχου της αιτιολογίας, το Πρωτοδικείο εξέτασε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και επιδίωξε να αξιολογήσει την καταλληλότητα των μεθόδων της Επιτροπής.

87.

Σύμφωνα με τις UFEX, το Πρωτοδικείο δεν αμφισβήτησε την αξιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά περιορίστηκε στο να επαληθεύσει αν η αιτιολογία της ήταν επαρκώς ακριβής, πλήρης και κατανοητή. Ορθώς κατέληξε ότι η αιτιολογία ήταν ανεπαρκής. Απαιτούνταν λεπτομερέστερη αιτιολογία προκειμένου να ελεγχθεί εάν η απόφαση είχε εφαρμόσει ορθά το κριτήριο των «συνήθων συνθηκών της αγοράς» που έθεσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 40 της αποφάσεως Chronopost I.

Εκτίμηση

88.

Το άρθρο 253 ΕΚ ορίζει ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να αιτιολογούνται.

89.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αιτιολογία αυτή «πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα […]» ( 50 ).

90.

Όταν πρόκειται για απόφαση διαπιστώνουσα ότι δεν υφίσταται η προσαπτόμενη από καταγγέλλοντα κρατική ενίσχυση, «η Επιτροπή υποχρεούται εν πάση περιπτώσει να εκθέσει επαρκώς στον καταγγέλλοντα τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή προς απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί των στοιχείων που είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα» ( 51 ).

91.

Θα ήθελα, παρεμπιπτόντως, να σημειώσω ότι η νομολογία που παρατίθεται από τις UFEX, για να επισημανθεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει την υπόθεση από κοντά στηριζόμενη σε ισχυρές αποδείξεις ( 52 ) και σε σημαντικά και συγκλίνοντα στοιχεία ( 53 ), δεν αφορά κρατικές ενισχύσεις αλλά την κατά πρόβλεψη εκτίμηση των επιπτώσεων που έχουν στην αγορά οι συγχωνεύσεις και οι προβαλλόμενες συμπράξεις.

92.

Με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως δεν αμφισβητείται και μάλιστα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό από το Πρωτοδικείο ( 54 ) ότι το ζητούμενο είναι αν η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί το νομικό κριτήριο των «συνήθων συνθηκών της αγοράς» που έθεσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 40 της αποφάσεως Chronopost I ( 55 ).

93.

Το κριτήριο του Δικαστηρίου στην απόφαση Chronopost I είναι γενικής φύσεως. Αναφέρει την προσέγγιση που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου να εκτιμηθεί αν η παροχή εμπορικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης αφορά κρατική ενίσχυση. Δεν καθορίζει τα οικονομικά, λογιστικά ή χρηματοοικονομικά πρότυπα που πρέπει να τηρηθούν. Απαιτώντας τη συμπερίληψη «όλων» των πρόσθετων μεταβλητών εξόδων, δεν προσδιορίζει ποια έξοδα πρέπει να θεωρηθούν μεταβλητά. Ούτε αναφέρει τι συνιστά «πρόσφορη» συμμετοχή στα πάγια έξοδα ή «πρόσφορη» απόδοση της επένδυσης κεφαλαίου.

94.

Κατά την άποψή μου, ο πρώτος λόγος που αναφέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για να δικαιολογήσει τη λεπτομερή αιτιολόγηση (ήτοι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν μια από τις πρώτες που αντιμετώπισαν το περίπλοκο αυτό ζήτημα) ( 56 ) δικαιολογεί, αντιθέτως, μια ευρύτερη και γενικότερη αιτιολογία. Η παροχή λεπτομερειών δεν έχει σημασία όταν η εν γένει προσέγγιση είναι εσφαλμένη. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χρόνια πριν την απόφαση Chronopost I. Είμαι της γνώμης ότι, αντί να εξεταστεί αν η αιτιολογία της Επιτροπής ήταν από κάθε άποψη σύμφωνη με την ακριβή διατύπωση του (μεταγενέστερου) κριτηρίου που έθεσε η απόφαση Chronopost I (τις ακριβείς προϋποθέσεις του οποίου δεν θα μπορούσαν, συνεπώς, να γνωρίζουν οι συντάκτες της αποφάσεως), ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει, στο σημείο αυτό, να επικεντρωθεί στην εξέταση του αν η γενική προσέγγιση της Επιτροπής ήταν όντως ορθή —δηλαδή, αν ήταν κατ’ ουσία σύμφωνη με το κριτήριο της αποφάσεως Chronopost I.

95.

Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το ιστορικό της παρούσας προσφυγής ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Τόσο η απόφαση UFEX I όσο και η απόφαση Chronopost I, με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση αυτή, προέβησαν σε ορθή ερμηνεία του κριτηρίου των «συνήθων συνθηκών της αγοράς», εφαρμόζοντάς το στη σχέση μεταξύ της La Poste και της SFMI-Chronopost.

96.

Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι το ζήτημα είναι αν η αιτιολογία είναι επαρκής προκειμένου να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της στα ορθά κριτήρια για τον καθορισμό των συνήθων συνθηκών της αγοράς, όπως αυτά ορίστηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση Chronopost I.

97.

Ωστόσο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά διότι έκρινε ότι η αιτιολογία και τα δεδομένα που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή ήταν πολύ γενικά και ανακριβή ( 57 ). Επέκρινε, μεταξύ άλλων, την έλλειψη ακρίβειας ως προς τους χρησιμοποιηθέντες οικονομικούς και λογιστικούς όρους, τη φύση των δαπανών που εξετάσθηκαν και τους επιμέρους οικονομικούς υπολογισμούς που έγιναν. Έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την ύπαρξη τυχόν πλάνης ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή πλάνης εκτιμήσεως και, ως προς τα μεταβλητά έξοδα, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε τουλάχιστον να περιέχει μια γενική σύνοψη των αναλυτικών λογιστικών υπολογισμών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

98.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η διαφάνεια αυτή καθαυτή είναι σημαντική. Είναι επίσης αληθές ότι, όταν παρέχονται περισσότερες λεπτομέρειες, αυξάνονται οι πιθανότητες εντοπισμού πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως της Επιτροπής, είτε όσον αφορά τη μεθοδολογία της είτε όσον αφορά την ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιεί. Έτσι, για παράδειγμα, η παροχή μιας γενικής σύνοψης των λογιστικών υπολογισμών δεν θα εξασφάλιζε απαραιτήτως τον εντοπισμό προδήλων σφαλμάτων.

99.

Ωστόσο, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν καθίσταται σαφές ότι οι κατά το Πρωτοδικείο ελλείπουσες λεπτομέρειες είναι απολύτως αναγκαίες προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια των «συνήθων συνθηκών της αγοράς» σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση Chronopost I.

100.

Δεν είναι βεβαίως παράλογο να ερμηνευθούν οι όροι αυτοί ως όροι που απαιτούν τη συμμόρφωση με γενικώς αποδεκτά λογιστικά, εμπορικά και επενδυτικά κριτήρια. Πράγματι, η αρχή του κοινοτικού δικαίου περί ιδιώτη επενδυτή λειτουργεί στη βάση αυτή. Κατά τούτο, οι λεπτομέρειες που απαίτησε το Πρωτοδικείο θα μπορούσαν, θεωρητικώς, να αποκαλύψουν αποκλίσεις από γενικώς αποδεκτές αρχές που μπορεί να συνιστούν πρόδηλα σφάλματα. Ωστόσο, οι αρχές αυτές είναι τόσο ευρείες και ποικίλες που επιδέχονται ευρεία συζήτηση και το Δικαστήριο παρέσχε μόνον ένα γενικό κριτήριο για το τι συνιστά «συνήθεις συνθήκες της αγοράς». Ως εκ τούτου, η συζήτηση μπορεί να διεξαχθεί εντός του πλαισίου που το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει ως το πεδίο όπου η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ( 58 ).

101.

Συνεπώς, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, φρονώ ότι τα στοιχεία που το Πρωτοδικείο έκρινε ότι λείπουν από την αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει επαρκή αιτιολογία και επαρκείς λεπτομέρειες που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της νομιμότητάς της υπό το φως της αποφάσεως Chronopost I.

102.

Όσον αφορά τα έξοδα υποστήριξης, από τις παραγράφους [iii] και [xi] της αιτιολογικής σκέψης 33 και από τις αιτιολογικές σκέψεις 42 και 57 ( 59 ) προκύπτει ότι στο «πλήρες κόστος» που ελήφθη υπόψη περιλαμβάνονται όλα τα μεταβλητά έξοδα και μια αναλογική συμμετοχή στα πάγια έξοδα που αφορούν τόσο την υλικοτεχνική όσο και την εμπορική υποστήριξη.

103.

Η παράγραφος [iii] της αιτιολογικής σκέψης 33 επισημαίνει ότι το «πλήρες κόστος» της La Poste επιμερίζεται στα «άμεσα λειτουργικά έξοδα» και σε μέρος των «εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων». Ο επιμερισμός αυτός δεν αντιστοιχεί στα μεταβλητά και πάγια έξοδα αντίστοιχα, καθόσον σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 57 στα πάγια έξοδα περιλαμβάνονται ακίνητα και οχήματα. Ωστόσο, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη καθιστά σαφές ότι τα μεταβλητά έξοδα καλύπτονταν από το πρώτο έτος. Από τη μνεία ότι κατά τα δύο πρώτα έτη (1986 και 1987) καλύφθηκαν μόνον «ορισμένα πάγια έξοδα» και ότι από το 1988 καλύφθηκαν «όλα τα έξοδα που βάρυναν [τη La Poste]», καθίσταται πρόδηλον ότι όλα τα πάγια έξοδα καλύφθηκαν από το έτος αυτό. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 42 καθίσταται σαφές ότι ο επιμερισμός των παγίων εξόδων ήταν αναλογικός.

104.

Με τη σκέψη 40 της αποφάσεως Chronopost I καθίσταται σαφές ότι η «πρόσφορη απόδοση της επένδυσης» πρέπει να υπολογισθεί βάσει του ποσού που χρεώθηκε για την εμπορική και υλικοτεχνική υποστήριξη. Από τον ορισμό του «πλήρους κόστους» στην αιτιολογική σκέψη 57, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της αμοιβής της SFMI-Chronopost για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων της La Poste μπορεί να συγκριθεί με την άποψη του Δικαστηρίου.

105.

Η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει επίσης επαρκώς στην καταγγέλλουσα SFEI τους λόγους για τους οποίους δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης από το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της καταγγελίας.

106.

Με τις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 62, η Επιτροπή εκθέτει τους λόγους απόρριψης των αιτιάσεων της SFEI, οι οποίοι συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη 34. Κατ’ ουσίαν απορρίπτει την άποψη της SFEI για την αξιολόγηση των διαφόρων στοιχείων της κρατικής ενίσχυσης. Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση ( 60 ) καθίσταται σαφές ότι οι λεπτομερείς οικονομικές μελέτες που υπέβαλε η καταγγέλλουσα για να αποδείξει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης στηρίζονταν στην έννοια των «συνήθων συνθηκών της αγοράς», η οποία κατά την Επιτροπή παρερμηνεύθηκε ουσιωδώς ( 61 ). Υπό τις περιστάσεις αυτές, θα ήταν άνευ αντικειμένου μια λεπτομερής απάντηση επί των εκτιμήσεων και υπολογισμών που αφορούν τα εν γένει ποσά των κρατικών ενισχύσεων που υποστηρίζουν οι μελέτες αυτές.

107.

Ως εκ τούτου, δεν φρονώ ότι είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος που προβάλλεται προκειμένου να δικαιολογηθεί μια λεπτομερέστερη αιτιολογία ( 62 ). Το ίδιο το Πρωτοδικείο δέχτηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχε σαφή αιτιολογία για την εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη της μεθόδου υπολογισμού των εξόδων που εφάρμοσε η SFEI ( 63 ). Είμαι της γνώμης ότι η Επιτροπή απάντησε στα «ουσιώδη επιχειρήματα των προσφευγουσών, όπως θεμελιώνονταν στις εν λόγω οικονομικές μελέτες». Η άποψη της Επιτροπής ήταν, κατ’ ουσίαν, ότι η εν γένει προσέγγιση και μεθοδολογία της SFEI ήταν εσφαλμένες. Κατόπιν τούτου, ποιο σκοπό θα εξυπηρετούσε η απαίτηση «επιμελούς αιτιολογίας» για τη λεπτομερέστερη εξέταση επιμέρους στοιχείων; Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν ανέλυσε ποια στοιχεία των αιτιάσεων της SFEI εξετάστηκαν κατά την κρίση του ανεπαρκώς με την προσβαλλόμενη απόφαση, και τούτο σε προφανή αντίθεση προς την άποψη που ακολούθησε η απόφαση Sytraval και Brink’s France ( 64 ).

108.

Δεν έχω πειστεί ότι ο δεύτερος λόγος του Πρωτοδικείου ( 65 ) για λεπτομερέστερη αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής επιδέχεται πιο ενδελεχή εξέταση. Είναι εύλογη η απαίτηση να επιδεικνύει ο λαμβάνων τις αποφάσεις τη δέουσα προσοχή στις οικείες δικαστικές αποφάσεις που επηρεάζουν τον τρόπο διατύπωσης της αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσει. Η Επιτροπή όντως επικέντρωσε την ανάλυσή της στην απόφαση SFEI ( 66 ). Ωστόσο, δεν φρονώ ότι απλώς και μόνον η ανάκληση μιας προγενέστερης αποφάσεως μεταβάλλει ουσιωδώς την έκταση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ. Αντιθέτως, η ακριβής έκταση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως εξακολουθεί να καθορίζεται από το πλαίσιο και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το επίμαχο ζήτημα.

109.

Καταλήγω ότι, κρίνοντας την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ελαττωματική, το Πρωτοδικείο έσφαλε νομικώς. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί τον τρίτο λόγο αναιρέσεως.

Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: νομικό σφάλμα εκτιμήσεως της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης αναφορικά με τη μεταβίβαση της Postadex ( 67 )

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου ( 68 )

110.

Καταρχάς, το Πρωτοδικείο επισήμανε την ευρύτητα της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης για τους σκοπούς του άρθρου 92 της Συνθήκης (νυν άρθρου 87 ΕΚ), το οποίο σκοπεί στην αποτροπή του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου από πλεονεκτήματα παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή παραγωγικούς κλάδους ( 69 ). Συμπεριέλαβε παρεμβάσεις οι οποίες, με διάφορους τρόπους, μετρίαζαν τις δαπάνες που συνήθως περιέχονταν στον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης. Κατά πάγια νομολογία, η Συνθήκη καθορίζει τα μέτρα κρατικής παρέμβασης βάσει του αποτελέσματός τους.

111.

Το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η μεταβίβαση της πελατείας της Postadex, ως λογικό επακόλουθο της σύστασης θυγατρικής εταιρίας, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ( 70 ). Η πελατεία συνιστούσε άυλο αγαθό με οικονομική αξία, έστω κι αν η αξία αυτή ήταν δύσκολο να υπολογισθεί. Η La Poste μπόρεσε να δημιουργήσει την υπηρεσία της Postadex χρησιμοποιώντας τους πόρους ενός νόμιμου μονοπωλίου. Η SFMI-Chronopost ( 71 ) δεν κατέβαλε τίμημα στη La Poste. Ωστόσο, η μεταβίβαση του εν λόγω στοιχείου του ενεργητικού συνιστούσε πλεονέκτημα προς όφελος του δικαιούχου. Θα μπορούσε να αποδοθεί στο κράτος. Επομένως, η μεταβίβαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

112.

Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, υιοθετώντας την άποψη ότι η μεταβίβαση της πελατείας της Postadex δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση με το αιτιολογικό ότι δεν της παρέσχε κάποιο χρηματικό πλεονέκτημα. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η μεταβίβαση της Postadex από τη La Poste στην SFMI-Chronopost δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

Επιχειρήματα των διαδίκων

113.

Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε υιοθετώντας την άποψη ότι η μεταβίβαση της Postadex στην SFMI-Chronopost δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Υποστηρίζουν ότι η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συμπεριφορά μιας μητρικής εταιρίας του ιδιωτικού τομέα που διαθέτει θυγατρική. Αντιθέτως, η La Poste σύστησε μια θυγατρική εταιρία, μεταβιβάζοντας μια οικονομική δραστηριότητα σε αυτοτελές νομικό πρόσωπο, το οποίο συστάθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό. Κατά τη σύσταση μιας θυγατρικής δεν υπάρχει κάποια ωφέλεια. Η Επιτροπή ενθαρρύνει τέτοιου είδους επιχειρήσεις για να ενισχύσει την ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς.

114.

Σύμφωνα με τις UFEX, η ελεύθερη μεταβίβαση της δέσμιας πελατείας της Postadex ωφέλησε αναμφίβολα την SFMI-Chronopost ως νεοεισερχόμενη στην αγορά. Η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού γίνεται πάντα έναντι ανταλλάγματος. Η ωφέλεια θα έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Chronopost I.

Εκτίμηση

115.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η πελατεία της Postadex συνιστά άυλο αγαθό ( 72 ). Όπως παρατηρεί το Πρωτοδικείο, το γεγονός ότι το εν λόγω στοιχείο δύσκολα ποσοτικοποιείται, τούτο δεν σημαίνει ότι στερείται αξίας ( 73 ). Προσωπικά, δέχομαι ότι η πελατεία είχε θετική οικονομική αξία κατά το χρόνο μεταβίβασής της στην SFMI-Chronopost το 1985.

116.

Τι ακριβώς συνέβη όταν η La Poste σύστησε την SFMI-Chronopost; είμαι της γνώμης ότι, ειδικότερα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τις υπηρεσίες διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας και, αφετέρου, της αξίας των εν λόγω δραστηριοτήτων.

117.

Είναι σαφές ότι το νέο νομικό πρόσωπο ανέλαβε τις δραστηριότητες. Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν η διαχείριση και η χρησιμοποίηση της πελατείας. Ωστόσο, με τη σύσταση της θυγατρικής, η οικονομική αξία των εν λόγω δραστηριοτήτων περιήλθε στους μετόχους της. Η La Poste διατήρησε, επομένως, ποσοστό της αξίας αυτής ίσο προς το 66 % της εταιρικής συμμετοχής της. Η TAT έλαβε το υπόλοιπο της αξίας ως αντάλλαγμα για την εισφορά κεφαλαίου της. Με άλλα λόγια, η αξία των δραστηριοτήτων αντιστοιχούσε προς την αξία των μετοχών που εκδόθηκαν και ακολούθως κατείχαν οι μέτοχοι.

118.

Επομένως, η περίπτωση αυτή διαφέρει από την ιδιωτικοποίηση. Όταν ένα κράτος μεταβιβάζει ένα περιουσιακό στοιχείο σε εξωτικό επενδυτή, λαμβάνει ορισμένο τίμημα. Κρατική ενίσχυση υπάρχει εάν, σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή, το ληφθέν χρηματικό ποσό είναι κατώτερο της αξίας του πωληθέντος περιουσιακού στοιχείου ( 74 ). Με τη σύσταση της SFMI-Chronopost, ο μόνος εμπλεκόμενος εξωτικός επενδυτής ήταν η TAT, η οποία έλαβε το 34 % των μετοχών. Εάν η SFMI-Chronopost είχε καταβάλει χρήματα στη La Poste, τότε θα μειωνόταν η αξία της θυγατρικής και, ακολούθως, η αξία των μετοχών της La Poste.

119.

Είμαι της άποψης ότι η αρχή του ιδιώτη επενδυτή είναι επίσης εφαρμοστέα στην περίπτωση μετατροπής μιας δραστηριότητας νομικού προσώπου του δημοσίου σε θυγατρική εταιρία ( 75 ). Το ερώτημα είναι αν ο ιδιώτης επενδυτής θα ενεργούσε κατά τον ίδιο τρόπο αντί, για παράδειγμα, να πωλήσει την επιχείρηση σε τρίτον. Πράγματι, η Επιτροπή θέτει με την προσβαλλόμενη απόφαση το ερώτημα αυτό, εξετάζοντας τον ΔΕΑ που επιτεύχθηκε με την εισφορά κεφαλαίου της La Poste το 1986 ( 76 ).

120.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο ορθώς επισημαίνει ότι το νυν άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ διακρίνει τα μέτρα κρατικών παρεμβάσεων με γνώμονα τα αποτελέσματά τους ( 77 ). Ωστόσο, φρονώ ότι δύσκολα θα μπορούσε η σύσταση της SFMI-Chronopost να έχει ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση της αγοράς. Ήταν νέος ανταγωνιστής μόνο στο μέτρο που συνιστούσε μια νεοϊδρυθείσα εταιρία με νέα επωνυμία. Οι δραστηριότητες και η πελατεία της ήταν αυτές της Postadex. Είναι μάλλον πιθανότερο ότι το αποτέλεσμα της σύστασης μιας αυτοτελούς θυγατρικής για την άσκηση δραστηριοτήτων που προηγουμένως εντάσσονταν στο πεδίο δραστηριοτήτων ενός κρατικού μονόλιθου είναι τελικά η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην αγορά, εφόσον οι εμπορικές συναλλαγές με τη μητρική της διενεργούνται βάσει του τύπου της αποφάσεως Chronopost I.

121.

Για τους λόγους αυτούς, δεν φρονώ ότι, κατά τον χρόνο μετατροπής της Postadex σε θυγατρική εταιρία, η La Poste παραχώρησε την αξία της Postadex στην SFMI-Chronopost. Επομένως, το Πρωτοδικείο έσφαλε εκτιμώντας ότι η μεταβίβαση της Postadex στην SFMI-Chronopost συνιστά κρατική ενίσχυση, διότι η SFMI-Chronopost δεν κατέβαλε τίμημα στη La Poste ( 78 ).

122.

Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως.

Τελικές παρατηρήσεις

123.

Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.

124.

Καθόσον το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως με το σκεπτικό ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ανεπαρκής ( 79 ), είμαι της γνώμης ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση ώστε το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επ’ αυτής. Ως εκ τούτου, προτείνω να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Πρωτοδικείο και να επιφυλαχθεί το Δικαστήριο ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Πρόταση

125.

Υπό το φως των ανωτέρω επιχειρημάτων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2006, στην υπόθεση T-613/97, UFEX κ.λπ. κατά Επιτροπής, στο μέτρο που ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής 98/365/ΕΚ, της 1ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost, «καθόσον αποφάνθηκε ότι ούτε η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste στη θυγατρική της SFMI-Chronopost ούτε η μεταβίβαση της Postadex συνιστούσαν κρατική ενίσχυση προς την SFMI-Chronopost»·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο·

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Απόφαση της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost (ΕΕ 1998, L 164, σ. 37).

( 3 ) Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, T-613/97, UFEX κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II-4055).

( 4 ) Απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01 P, Chronopost κ.λπ. κατά UFEX κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-6993).

( 5 ) Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2006, T-613/97, UFEX κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-1531).

( 6 ) Η εταιρία αυτή λειτουργούσε υπό την επωνυμία Postadex.

( 7 ) Στις παρούσες προτάσεις, όπως και στην προσβαλλόμενη απόφαση, θα γίνεται αναφορά στην SFMI-Chronopost, ακόμη κι όταν εμπλέκεται μία μόνον εξ αυτών. Στις αποφάσεις που παρατίθενται στις υποσημειώσεις 3 έως 5 εφαρμόστηκε η ίδια πρακτική.

( 8 ) Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94 (Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, στο εξής: SFEI).

( 9 ) Σκέψη 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 10 ) ΕΕ 1996, C 206, σ. 3.

( 11 ) Επίσης διεύρυνε την καταγγελία της, του Δεκεμβρίου 1990, συμπεριλαμβάνοντας διάφορα σημεία που δεν αφορούν την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

( 12 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.

( 13 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.

( 14 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5.

( 15 ) ΕΕ 2004, C 251, σ. 12.

( 16 ) Βλ. σημείο 10 ανωτέρω.

( 17 ) Τα νομικά πρόσωπα που απάντησαν συλλογικά θα αναφέρονται ως UFEX.

( 18 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-64/98 P (Συλλογή 1999, σ. I-5187, σκέψη 32).

( 19 ) Βλ. υποσημείωση 15.

( 20 ) Βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, C-155/91, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1993, σ. I-939, σκέψεις 23 και 24), και απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-237/02, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-5131, σκέψη 97 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά της δεύτερης αποφάσεως εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως (υπόθεση C-139/07 P) όχι, όμως, επί του θέματος αυτού.

( 21 ) Βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, T-340/04, France Télécom κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-573, σκέψη 164 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 22 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18. Βλ., επίσης, σημείο 33 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer.

( 23 ) Με την απόφαση της 31ης Μαΐου 2005, Antunes κατά Πορτογαλίας, αριθ. 64330/01, § 43, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποφάνθηκε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ήταν εφαρμοστέο στην περίπτωση που προσφεύγουσα, η οποία είχε ζητήσει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δημοσίου, που ήταν ο πρώην εργοδότης της και μετείχε στη διαδικασία αυτή ως «assistente», είχε με τον τρόπο αυτό αποδείξει το έννομο συμφέρον της για την καταδίκη του κατηγορουμένου και την αποζημίωσή της για τη ζημία που υπέστη.

( 24 ) Απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C-291/89, Interhotel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-2257, σκέψεις 14 έως 17), απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2001, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-186/97, T-187/97, T-190/97 έως T-192/97, T-210/97, T-211/97, T-216/97, T-217/97, T-218/97, T-279/97, T-280/97, T-293/97 και T-147/99, Kaufring κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-1337, σκέψεις 134 και 135).

( 25 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-5769, σκέψη 35 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 26 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Ringeisen κατά Αυστρίας, της 16ης Ιουλίου 1971, σειρά A αριθ. 13, σ. 40, § 97 (η υπογράμμιση δική μου). Στην υπόθεση αυτή, το γεγονός ότι δύο μέλη της σύνθεσης μετά την αναπομπή είχαν μετάσχει στη λήψη της αρχικής αποφάσεως δεν αποτέλεσε λόγο εύλογων αμφιβολιών. Το δικαστήριο κατέληξε σε πανομοιότυπη κρίση με την απόφαση Diennet κατά Γαλλίας της 26ης Σεπτεμβρίου 1995, σειρά A αριθ. 325-A, σ. 17, § 38, όπου τρεις από τους επτά δικαστές της υπό κρίση δίκης είχαν μετάσχει στη σύνθεση που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση. Με την απόφαση Schwarzenberger κατά Γερμανίας της 10ης Αυγούστου 2006, § 42, το δικαστήριο παρέθεσε αποφάσεις που εφάρμοσαν την ίδια αρχή σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως σε προδικαστικές αποφάσεις.

( 27 ) Με την απόφαση Ferrantelli και Santangelo κατά Ιταλίας της 7ης Αυγούστου 1996, Recueil des arrêts et décisions 1996-III, §§ 58-60, την οποία παραθέτουν οι αναιρεσείουσες, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένος ο φόβος μεροληψίας διότι προέκυψε από τον συνδυασμό δύο περιστάσεων, εκ των οποίων η μία ήταν το γεγονός ότι ο δικαστής στην υπόθεση του προσφεύγοντος είχε προηγουμένως καταδικάσει τον συνεργό του προσφεύγοντος.

( 28 ) Άρθρο 27, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ. Βλ., περαιτέρω, Mowbray, A., An Examination of the Work of the Grand Chamber of the European Court of Human Rights, Public Law, 2007, 3, σ. 507, και δη σ. 519 επ.

( 29 ) Βλ., για παράδειγμα, ΕΔΔΑ, απόφαση Κυπριανού κατά Κύπρου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Recueil des arrêts et décisions 2005-XIII, η οποία αφορούσε ισχυρισμό περί δικαστικής μεροληψίας. Ο δικαστής Costa (νυν πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), ο οποίος ήταν ο πρόεδρος του τμήματος πρωτοδίκως, άλλαξε γνώμη σε δύο θέματα στη δίκη ενώπιον του τμήματος ευρείας σύνθεσης. Με την εν μέρει μειοψηφούσα γνώμη του, πραγματεύεται το ζήτημα αν οι δικαστές που συμμετέχουν σε δύο δίκες πρέπει να παραμείνουν πιστοί στην αρχική τους άποψη. Αναφέρει τα εξής: «[…] όλα εξαρτώνται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της υποθέσεως […] και από το μεγαλύτερου ή μικρότερου μεγέθους πείσμα κάθε δικαστή (ή την ικανότητά του να αναθεωρήσει τα προηγούμενα συμπεράσματά του)· για άλλη μια φορά, αυτό εξαρτάται μάλλον από την κάθε μεμονωμένη περίπτωση και όχι από την ιδιοσυγκρασία των προσώπων». Καταλήγει (μάλλον απολαυστικά) ότι η συγκεκριμένη υπόθεση «ενίσχυσε τις απόψεις μου παρέχοντάς μου παράλληλα τη δυνατότητα να τις διορθώσω: μπορεί κανείς πάντα να ενεργεί προς το βέλτιστον (ή, εν πάση περιπτώσει, προς το μη χείρον […]».

( 30 ) Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2002, C-13/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I-2943, σκέψη 5 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 31 ) Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-305/86 και C-160/87, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 1990, σ. I-2945, σκέψη 18), και απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 23). Στις εν λόγω υποθέσεις, ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου αφορούσε την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγόντων. Με την παλαιότερη απόφαση της 22ας Μαρτίου 1961, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 42/59 και 49/59, SNUPAT κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599), το Δικαστήριο δεν επισήμανε ρητώς την ύπαρξη ζητήματος δημοσίας τάξεως αλλά αναγνώρισε το δικαίωμα των παρεμβαινόντων να προβάλουν ισχυρισμό περί απαραδέκτου κατά της προσφυγής ακυρώσεως πράξεως, η οποία ήταν απλώς επιβεβαιωτική άλλης πράξεως που είχε παραγραφεί.

( 32 ) Μέρος Δ της προσβαλλομένης αποφάσεως.

( 33 ) Για λόγους ευκολίας χρησιμοποίησα λατινικούς αριθμούς για την αρίθμηση των παραγράφων αυτής της αιτιολογικής σκέψης.

( 34 ) Στην αιτιολογική σκέψη 42, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι οι πάγιες δαπάνες επιμερίστηκαν αναλογικά στις δραστηριότητες που ασκούσε η La Poste για λογαριασμό της θυγατρικής της.

( 35 ) Μέρος E της προσβαλλομένης αποφάσεως.

( 36 ) Τα ποσά αυτά ανέρχονται σε περίπου 231 εκατομμύρια ευρώ, 160 εκατομμύρια ευρώ και 71 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα.

( 37 ) Αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48.

( 38 ) Περίπου 5,8 εκατομμύρια ευρώ.

( 39 ) Αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 57.

( 40 ) Αιτιολογική σκέψη 53.

( 41 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8. Βλ., επίσης, σημείο 4 ανωτέρω.

( 42 ) Αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 63.

( 43 ) Σκέψεις 63 έως 71.

( 44 ) Σκέψεις 72 και 73.

( 45 ) Σκέψη 73.

( 46 ) Σκέψεις 77 έως 85.

( 47 ) Σκέψεις 86 έως 89.

( 48 ) Σκέψεις 90 έως 93.

( 49 ) Σκέψεις 94 και 95.

( 50 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-8461, σκέψη 72 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 51 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 64).

( 52 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T-464/04, Independent Music Publishers and Labels Association κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-2289, σκέψη 248). Η απόφαση αυτή είναι επίσης αναιρεσιβαλλόμενη.

( 53 ) Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 228).

( 54 ) Σκέψη 72.

( 55 ) Βλ. σημείο 14 ανωτέρω.

( 56 ) Σκέψη 97.

( 57 ) Σκέψεις 75 έως 95.

( 58 ) Με τη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η εξέταση του τρόπου υπολογισμού, ελλείψει αναλυτικού λογιστικού συστήματος, του κόστους που συνεπάγεται για τη La Poste η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστήριξης προϋποθέτει περίπλοκη οικονομική εκτίμηση. Στις εν λόγω περιπτώσεις, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

( 59 ) Βλ. σημεία 69 και 73 ανωτέρω, και την υποσημείωση 34.

( 60 ) Αιτιολογική σκέψη 34.

( 61 ) Αιτιολογική σκέψη 53.

( 62 ) Σκέψη 97.

( 63 ) Σκέψη 73.

( 64 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T-95/94 (Συλλογή 1995, σ. II-2651, σκέψεις 62 και 63), και βλ. σκέψεις 74 έως 77 της αποφάσεως Sytraval, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49.

( 65 ) Σκέψη 97.

( 66 ) Βλ. σημείο 73 ανωτέρω.

( 67 ) Της υπηρεσίας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας της La Poste. Βλ. υποσημείωση 6.

( 68 ) Σκέψεις 158 έως 171.

( 69 ) Το Πρωτοδικείο παρέπεμψε στην απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής [Συλλογή τόμος 1974, σ. 353, σκέψη 13 (σκέψη 26 στο γαλλικό κείμενο)], και στην απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España (Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 12).

( 70 ) Αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Βλ. σημείο 72 ανωτέρω.

( 71 ) Υπενθυμίζω ότι η συσταθείσα θυγατρική καλούνταν SFMI. Βλ. υποσημείωση 7.

( 72 ) Αιτιολογική σκέψη 48.

( 73 ) Σκέψη 169.

( 74 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2003, C-334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-1139, σκέψεις 133 και 134), σχετικά με την πώληση έναντι αρνητικού τιμήματος μιας επιχείρησης της πρώην ανατολικής Γερμανίας.

( 75 ) Το κριτήριο που έθεσε η απόφαση Chronopost I δεν είναι, αντιστρόφως, εφαρμοστέο καθόσον αφορά την κάλυψη εξόδων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας στον δημόσιο τομέα.

( 76 ) Αιτιολογικές σκέψεις 59-63 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

( 77 ) Σκέψη 160.

( 78 ) Σκέψη 167.

( 79 ) Σκέψη 102.

Top