EUR-Lex Acces la dreptul Uniunii Europene

Înapoi la prima pagină EUR-Lex

Acest document este un extras de pe site-ul EUR-Lex

Document 62006CC0319

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 13ης Σεπτεμβρίου 2007.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Παράβαση κράτους μέλους - Απόσπαση εργαζομένων - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Οδηγία 96/71/ΕΚ - Διατάξεις δημοσίας τάξεως - Εβδομαδιαία ανάπαυση - Υποχρέωση προσκομίσεως των σχετικών με απόσπαση εγγράφων κατόπιν απλής αιτήσεως των εθνικών αρχών - Υποχρέωση διορισμού ad hoc εντολοδόχου που κατοικεί στο Λουξεμβούργο και διατηρεί όλα τα αναγκαία για τους ελέγχους έγγραφα.
Υπόθεση C-319/06.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-04323

Identificator ECLI: ECLI:EU:C:2007:516

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 ( 1 )

Υπόθεση C-319/06

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

«Παράβαση κράτους μέλους — Απόσπαση εργαζομένων — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Οδηγία 96/71/ΕΚ — Διατάξεις δημοσίας τάξεως — Εβδομαδιαία ανάπαυση — Υποχρέωση προσκομίσεως των σχετικών με απόσπαση εγγράφων κατόπιν απλής αιτήσεως των εθνικών αρχών — Υποχρέωση διορισμού ad hoc εντολοδόχου που κατοικεί στο Λουξεμβούργο και διατηρεί όλα τα αναγκαία για τους ελέγχους έγγραφα»

PLEASE INSERT A CORRECT TITLE HERE / A INSERER LE TITRE CORRECT S.V.P.

 

I — Εισαγωγή

 

II — Το νομικό πλαίσιο

 

Α — Το κοινοτικό δίκαιο

 

Β — Το εθνικό δίκαιο

 

III — Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

 

IV — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

 

V — Οι κυριότεροι ισχυρισμοί των διαδίκων

 

Α — Επί της πρώτης αιτιάσεως: πλημμελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71

 

— Απαίτηση γραπτής συμβάσεως εργασίας ή αντίστοιχου εγγράφου υπό την έννοια της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

 

— Αυτόματη προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

 

— Τήρηση της κανονιστικής ρυθμίσεως της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 8, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

 

— Τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

 

Επί της δεύτερης αιτιάσεως: ανεπαρκής μεταφορά του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο

 

Γ— Επί της τρίτης αιτιάσεως: ανεπαρκής σαφήνεια ως προς τα μέτρα ελέγχου

 

Δ — Επί της τέταρτης αιτιάσεως: απαίτηση υποδείξεως ad hoc εντολοδόχου

 

VI — Η νομική ανάλυση

 

Α — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

1. Ο νομοθετικός σκοπός της οδηγίας 96/71

 

2. Το πλαίσιο της νομικής εκτιμήσεως

 

Β — Έρευνα των λόγων προσφυγής

 

Επί της πρώτης αιτιάσεως

 

1. Η έννοια της δημόσιας τάξης στο άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71

 

2. Οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημεία 1, 2, 8 και 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002

 

— Απαίτηση γραπτής συμβάσεως εργασίας ή αντίστοιχου εγγράφου υπό την έννοια της οδηγίας 91/533

 

— Αυτόματη προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής

 

— Τήρηση της κανονιστικής ρυθμίσεως της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου

 

— Τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας

 

Επί της δεύτερης αιτιάσεως

 

Επί της τρίτης αιτιάσεως

 

Επί της τέταρτης αιτιάσεως

 

VII — Επί των δικαστικών εξόδων

 

VIII — Πρόταση

I — Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ και με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, λόγω των όρων που επιβάλλει στις επιχειρήσεις οι οποίες εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και αποσπούν εργαζομένους για την παροχή υπηρεσιών στο Λουξεμβούργο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ( 2 ) (στο εξής: οδηγία 96/71) καθώς και από τα άρθρα 49 EΚ και 50 EΚ.

II — Το νομικό πλαίσιο

Α — Το κοινοτικό δίκαιο

2.

Το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής.

3.

Το άρθρο 50, πρώτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει ως υπηρεσίες τις παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής, εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές, μεταξύ άλλων, με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και των προσώπων. Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής, εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται, για την εκτέλεση αυτής, να ασκήσει προσωρινώς τη δραστηριότητά του στο κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.

4.

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71 προβλέπει, υπό τον τίτλο «Όροι εργασίας και απασχόλησης», τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, να εγγυώνται στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους, τους όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται κατωτέρω, οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία, καθορίζονται από:

νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις

και/ή

συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής κατά την έννοια της παραγράφου 8, εφόσον αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα:

α)

μέγιστες περίοδοι εργασίας και ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης,

β)

ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών,

γ)

ελάχιστα όρια μισθού, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας· το παρόν σημείο δεν εφαρμόζεται στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα,

δ)

όροι θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων, ιδίως από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης,

ε)

υγεία, ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία,

στ)

προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων,

ζ)

ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και άλλες διατάξεις στον τομέα των μη διακρίσεων.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έννοια των ελάχιστων ορίων μισθού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, ορίζεται από τη νομοθεσία και/ή την εθνική πρακτική του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει αποσπασθεί ο εργαζόμενος.

[…]

10.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης, να επιβάλλουν, υπό ίσους όρους, στις εθνικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις άλλων κρατών:

όρους εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά θέματα πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, εφόσον πρόκειται για διατάξεις δημοσίας τάξεως,

όρους εργασίας και απασχόλησης που καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις ή τις διαιτητικές αποφάσεις κατά την έννοια της παραγράφου 8 που αφορούν δραστηριότητες πέραν αυτών που αναφέρονται στο παράρτημα.»

5.

Κατά την έκδοση της οδηγίας καταρτίσθηκε δήλωση (δήλωση 10) κατά την οποία, «οι λέξεις “διατάξεις δημοσίας τάξεως” έπρεπε να θεωρούνται ότι καλύπτουν τις υποχρεωτικές διατάξεις από τις οποίες δεν είναι δυνατόν να γίνει παρέκκλιση και οι οποίες, λόγω της φύσεως και του στόχου τους, ανταποκρίνονται στις επιτακτικές απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος. Αυτές οι διατάξεις μπορούν να περιλαμβάνουν, ιδιαίτερα, την απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας ή τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στην εποπτεία της τήρησης της νομοθεσίας σχετικά με τους όρους εργασίας» ( 3 ).

Β — Το εθνικό δίκαιο

6.

Το άρθρο 1 του λουξεμβουργιανού νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/71 και τον έλεγχο της εφαρμογής του εργατικού δικαίου (στο εξής: νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2002) ( 4 ) προβλέπει τα εξής:

«(1)   Συνιστούν αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις διατάξεις για συμφωνίες και συνθήκες σύμφωνα με τον νόμο της 27ης Μαρτίου 1986 περί επικυρώσεως της Συμβάσεως της Ρώμης, της 19ης Ιουνίου 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, και έχουν εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους, οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος του Λουξεμβούργου, περιλαμβανομένων και αυτών που αποτελούν το αντικείμενο προσωρινής αποσπάσεως, και ανεξαρτήτως της διάρκειας και του σκοπού της αποσπάσεως: όλες οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις καθώς και όλες οι διατάξεις που προκύπτουν από συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής ή από διαιτητική απόφαση με παρεμφερές πεδίο εφαρμογής όπως στην περίπτωση των συλλογικών συμβάσεων γενικής εφαρμογής, οι οποίες αφορούν τους κάτωθι τομείς:

1.

τη γραπτή σύμβαση εργασίας ή το έγγραφο που συντάσσεται βάσει της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας,

2.

τον κατώτατο κοινωνικό μισθό και την αυτόματη προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής,

3.

τον χρόνο εργασίας και τον χρόνο εβδομαδιαίας ανάπαυσης,

4.

την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών,

5.

το κλείσιμο των επιχειρήσεων,

6.

τις επίσημες αργίες,

7.

τη ρύθμιση της προσωρινής απασχολήσεως και την εκμίσθωση εργατικού δυναμικού,

8.

τη ρύθμιση της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

9.

τις προστατευτικές διατάξεις για τους όρους εργασίας και απασχολήσεως των παιδιών, των νέων, των εγκύων και των λεχώνων,

10.

την απαγόρευση των διακρίσεων,

11.

τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας,

12.

την υποχρεωτική αδράνεια σύμφωνα με τις διατάξεις σχετικά με την ανεργία λόγω αντίξοων συνθηκών και την ανεργία για τεχνικούς λόγους,

13.

τη μαύρη ή την παράνομη εργασία, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί της άδειας εργασίας για εργαζομένους οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,

14.

την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στον τόπο της εργασίας, γενικώς, και τις διατάξεις περί προλήψεως των ατυχημάτων της Ενώσεως Ασφαλίσεως Ατυχημάτων- Βιομηχανικό Τμήμα (Association d’assurance contre les accidents) σύμφωνα με το άρθρο 154 του κανονισμού περί κοινωνικής ασφαλίσεως καθώς και τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και προστασίας της υγείας, που καθιερώθηκαν με κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δούκα κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου της Επικρατείας και με τη συναίνεση της διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής, βάσει του άρθρου 14 του νόμου της 17ης Ιουνίου 1994, για την ασφάλεια και την προστασία της υγείας στον τόπο της εργασίας, ειδικώς.

(2)   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε όλους τους εργαζομένους ανεξαρτήτως ιθαγενείας, οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία οποιασδήποτε επιχειρήσεως, και με την επιφύλαξη της ιθαγένειας και της νομικής ή πραγματικής έδρας της επιχειρήσεως.»

7.

Το άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζει τα εξής:

«(1)   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται περαιτέρω σε όλες τις επιχειρήσεις, οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, με την εξαίρεση των ναυτικών του εμπορικού ναυτικού.

(2)   “Απόσπαση” αποτελούν, κατά την παράγραφο 1 ανωτέρω, οι ακόλουθες ενέργειες οι οποίες πραγματοποιούνται από τις οικείες επιχειρήσεις, στο μέτρο που κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ της επιχειρήσεως αποστολής και του εργαζομένου:

1.

Η απόσπαση εργαζομένου, ακόμη και για σύντομη ή προκαθορισμένη διάρκεια, για λογαριασμό και υπό τη διεύθυνση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού επιχειρήσεων στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, στο πλαίσιο συμβάσεως που συνάπτεται μεταξύ της επιχειρήσεως αποστολής και του αποδέκτη των υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος ή ασκεί τις δραστηριότητές του στο Λουξεμβούργο,

2.

η απόσπαση εργαζομένου, ακόμη και για σύντομη ή προκαθορισμένη διάρκεια, στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, σε εγκατάσταση της επιχειρήσεως αποστολής ή σε επιχείρηση η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο με την επιχείρηση αποστολής,

3.

με την επιφύλαξη της εφαρμογής του νόμου της 19ης Μαΐου 1994 για τη ρύθμιση της προσωρινής απασχολήσεως και της προσωρινής εκμισθώσεως εργατικού δυναμικού, η απόσπαση εργαζομένου, ακόμη και για σύντομη ή προκαθορισμένη διάρκεια, μέσω επιχειρήσεως προσωρινής απασχολήσεως ή στο πλαίσιο εκμισθώσεως εργατικού δυναμικού, σε επιχείρηση που κάνει σχετική χρήση και είναι εγκατεστημένη ή ασκεί τις δραστηριότητές της στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

(3)   Ως αποσπασμένος εργαζόμενος θεωρείται κάθε εργαζόμενος ο οποίος, κατά κανόνα, απασχολείται στην αλλοδαπή και κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου παρέχει τις υπηρεσίες του στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.

(4)   Ο όρος “εργασιακή σχέση” ορίζεται σύμφωνα με το λουξεμβουργιανό δίκαιο.»

8.

Το άρθρο 7 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 ορίζει τα εξής:

«(1)   Για την εφαρμογή του νόμου αυτού, η επιχείρηση, ακόμη και αν έχει την έδρα της εκτός του εδάφους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου ή ασκεί συνήθως τις δραστηριότητές της εκτός της λουξεμβουργιανής επικράτειας, της οποίας ένας ή περισσότεροι εργαζόμενοι ασκούν δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο, περιλαμβανομένων και αυτών που αποτελούν το αντικείμενο προσωρινής αποσπάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του παρόντος νόμου, πρέπει, πριν από την έναρξη των εργασιών, να θέσει στη διάθεση της Επιθεωρήσεως Εργασίας και Ορυχείων, κατόπιν απλής αιτήσεως και το συντομότερο δυνατόν, τα ουσιώδη στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια ελέγχου, και ιδίως:

το επώνυμο, το όνομα, τον τόπο και την ημερομηνία γεννήσεως, την οικογενειακή κατάσταση, την ιθαγένεια και το επάγγελμα των εργαζομένων,

τα ακριβή επαγγελματικά προσόντα των εργαζομένων,

την ιδιότητα με την οποία προσελήφθησαν από την επιχείρηση και τη δραστηριότητα την οποία ασκούν συνήθως,

την ένδειξη του τόπου κατοικίας και, εν ανάγκη, της συνήθους διαμονής των εργαζομένων,

ενδεχομένως την άδεια διαμονής ή την άδεια εργασίας,

τη(ις) θέση(εις) εργασίας στο Λουξεμβούργο και τη διάρκεια των εργασιών,

αντίγραφο του εντύπου E 101, ή, ενδεχομένως, ακριβή ένδειξη των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, στους οποίους είναι ασφαλισμένοι οι εργαζόμενοι κατά τη διαμονή τους στη λουξεμβουργιανή επικράτεια,

αντίγραφο της γραπτής συμβάσεως εργασίας ή του εγγράφου που καταρτίζεται βάσει της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ της 14ης Οκτωβρίου 1991 σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας.

(2)   Κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δούκα μπορεί να ρυθμίσει ακριβέστερα την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο μέλλον.»

9.

Το άρθρο 8 του ιδίου νόμου ορίζει τα εξής:

«Κάθε επιχείρηση, η οποία εδρεύει στην αλλοδαπή και έχει εκεί την εταιρική έδρα ή δεν έχει στο Λουξεμβούργο μόνιμη εγκατάσταση υπό την έννοια του φορολογικού νόμου και της οποίας ένας ή περισσότεροι εργαζόμενοι παρέχουν οποιεσδήποτε υπηρεσίες στο Λουξεμβούργο, είναι υποχρεωμένη να καταθέσει σε ad hoc εντολοδόχο, κάτοικο Λουξεμβούργου, τα αναγκαία έγγραφα για τη διενέργεια ελέγχου της τηρήσεως των υποχρεώσεων που υπέχει κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου και ιδίως του άρθρου 7 ανωτέρω. Τα έγγραφα αυτά πρέπει να προσκομίζονται, κατόπιν αιτήσεως και το συντομότερο δυνατόν, στην Επιθεώρηση Εργασίας και Ορυχείων. Η Επιθεώρηση Εργασίας πρέπει εκ των προτέρων να ενημερωθεί με συστημένη επιστολή με αποδεικτικό παραλαβής από την επιχείρηση ή από τον αναφερόμενο στην προηγούμενη παράγραφο εντολοδόχο της πριν από την έναρξη της έμμισθης δραστηριότητας για τον ακριβή τόπο καταθέσεως των εγγράφων.»

III — Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

10.

Με έγγραφο οχλήσεως της 1ης Απριλίου 2004, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου σε ορισμένες ελλείψεις όσον αφορά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/71 με τον νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2002. Η Επιτροπή προέβαλε τις ακόλουθες αιτιάσεις σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση της οδηγίας 96/71 καθώς και των άρθρων 49 και 50 ΕΚ:

ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2002 υποχρεώνει τις επιχειρήσεις οι οποίες εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και αποσπούν εργαζομένους για την παροχή υπηρεσιών στο Λουξεμβούργο να τηρούν όρους εργασίας και απασχολήσεως που βαίνουν πέρα των επιταγών των άρθρων 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71,

ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2002 μεταφέρει ανεπαρκώς στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 96/71, στο μέτρο που το εθνικό δίκαιο περιορίζει την έννοια των «ελαχίστων περιόδων αναπαύσεως» στον χρόνο εβδομαδιαίας αναπαύσεως και αποκλείει άλλες περιόδους αναπαύσεως καθώς και τον χρόνο ημερήσιας αναπαύσεως ή τον χρόνο του διαλείμματος,

το άρθρο 7 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, το οποίο επέβαλε στις επιχειρήσεις των οποίων ο εργαζόμενος ασκεί μόνιμη ή προσωρινή δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο την υποχρέωση να παράσχουν στην Επιθεώρηση Εργασίας και Ορυχείων (Inspection du travail et des mines) «πριν από την έναρξη των εργασιών», «κατόπιν απλής αιτήσεως» και «το ταχύτερο δυνατόν» πρόσβαση στα ουσιώδη στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια ελέγχου, δεν παρουσιάζει επαρκή σαφήνεια ώστε να διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου,

το άρθρο 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να υποδεικνύουν έναν ad hoc εντολοδόχο, κάτοικο Λουξεμβούργου, επιφορτισμένο με τη διατήρηση των εγγράφων που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο της τηρήσεως των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις.

11.

Με το έγγραφο απαντήσεως της 30ής Αυγούστου 2004, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ισχυρίσθηκε ότι οι νομοθετικές διατάξεις κατά των οποίων βάλλει η Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των όρων εργασίας και απασχολήσεως συνιστούν διατάξεις δημοσίας τάξεως υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71.

12.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αναγνώρισε την ανεπαρκή μεταφορά της οδηγίας 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο.

13.

Όσον αφορά την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση της Επιτροπής, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου χαρακτήρισε τις διατάξεις του άρθρου 7 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 συμβατές προς το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον η υποχρέωση υποδείξεως ενός ad hoc εντολοδόχου, κατοίκου Λουξεμβούργου, επιφορτισμένου με τη διατήρηση των εγγράφων που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο της τηρήσεως των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις ούτε υποχρεώνει σε προηγούμενη δήλωση ούτε αποτελεί εισάγουσα δυσμενή διάκριση απαίτηση. Αντιθέτως, πρόκειται για μέτρα χωρίς τα οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να εκπληρώσουν τη λειτουργία ελέγχου.

14.

Η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση αυτή και αποφάσισε, κατά συνέπεια, να αποστείλει στην Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αιτιολογημένη γνώμη με ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 2005, με την οποία προσήψε στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71, καθώς και από τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ, καθόσον:

όρισε ότι τα σημεία 1, 2, 8 και 11 της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 συνιστούν αστυνομικές διατάξεις εμπίπτουσες στην «εθνική δημόσια τάξη»,

μετέφερε ανεπαρκώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 96/71 με το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου αυτού,

προέβλεψε με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, προϋποθέσεις διατυπωθείσες χωρίς την αναγκαία για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου σαφήνεια,

επέβαλε, με το άρθρο 8 του νόμου αυτού, τη διατήρηση στο Λουξεμβούργο, εις χείρας ad-hoc εντολοδόχου που κατοικεί στο κράτος αυτό, τα αναγκαία για τoν έλεγχο έγγραφα.

15.

Η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου να λάβει, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη.

16.

Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2005, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ζήτησε παράταση της προθεσμίας αυτής, για να εκθέσει την άποψή της. Εν πάση περιπτώσει, δεν δόθηκε απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή.

IV — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

17.

Με την προσφυγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71, καθώς και από τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ, καθόσον:

1)

όρισε ότι τα σημεία 1, 2, 8 και 11 της παραγράφου 1 του άρθρου 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 συνιστούν αστυνομικές διατάξεις εμπίπτουσες στην «εθνική δημόσια τάξη»,

2)

μετέφερε ανεπαρκώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 96/71 με το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου αυτού,

3)

προέβλεψε με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, προϋποθέσεις διατυπωθείσες χωρίς την αναγκαία για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου σαφήνεια,

4)

επέβαλε, με το άρθρο 8 του νόμου αυτού, τη διατήρηση στο Λουξεμβούργο, εις χείρας ad hoc εντολοδόχου που κατοικεί στο κράτος αυτό, τα αναγκαία για τoν έλεγχο έγγραφα,

να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.

18.

Με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε στις 5 Οκτωβρίου 2006, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ζήτησε να απορριφθεί η προσφυγή ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19.

Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε με την κατάθεση των υπομνημάτων απαντήσεως της Επιτροπής της 10ης Νοεμβρίου 2006 και ανταπαντήσεως της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου της 12ης Ιανουαρίου 2007. Δεν υπήρξε προφορική συζήτηση.

V — Οι κυριότεροι ισχυρισμοί των διαδίκων

20.

Η Επιτροπή στηρίζει την προσφυγή της σε τέσσερις αιτιάσεις, τις οποίες προβάλλει κατά των λουξεμβουργιανών κανονιστικών διατάξεων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

Α — Επί της πρώτης αιτιάσεως: πλημμελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71

21.

Η Επιτροπή προσάπτει στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ότι προέβη σε πλημμελή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/71, καθόσον με την πρώτη αιτίασή της βάλλει κατά τεσσάρων διατάξεων του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002. Φρονεί ότι το Λουξεμβούργο, καθόσον εσφαλμένως αναγόρευσε όλες τις εθνικές διατάξεις σε διατάξεις δημοσίας τάξεως, επέβαλε στις επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζομένους στο Λουξεμβούργο υποχρεώσεις οι οποίες βαίνουν πέραν των επιταγών της οδηγίας 96/71. Κατά την Επιτροπή, η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο στηρίζεται σε υπερβολικά ευρεία ερμηνεία της έννοιας των «διατάξεων δημοσίας τάξεως» του άρθρου 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται βάσει της δηλώσεως 10 για την οδηγία 96/71, η οποία διευκρινίζει την έννοια αυτή.

— Απαίτηση γραπτής συμβάσεως εργασίας ή αντίστοιχου εγγράφου υπό την έννοια της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

22.

Η αιτίαση αυτή αφορά, κατ’ αρχάς, την προβλεπόμενη στον νόμο υποχρέωση να αποσπώνται εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με την επιχείρηση με γραπτή σύμβαση εργασίας ή αντίστοιχο έγγραφο υπό την έννοια της οδηγίας 91/533. Η Επιτροπή φρονεί ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 91/533 στην περίπτωση της αποσπάσεως εργαζομένων απόκειται μόνο στις αρχές του κράτους εγκαταστάσεως, το οποίο μετέφερε την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, και όχι, αντίθετα, στο κράτος υποδοχής.

— Αυτόματη προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

23.

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η λουξεμβουργιανή νομοθεσία, καθόσον απαιτεί την αυτόματη προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής, αντιβαίνει προς την οδηγία 96/71, η οποία προβλέπει απλώς ρύθμιση των συντελεστών του ελαχίστου ορίου μισθού από το κράτος αποστολής.

— Τήρηση της κανονιστικής ρυθμίσεως της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 8, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

24.

Κατά την Επιτροπή, δεν απόκειται στο κράτος υποδοχής, κατά την οδηγία 96/71, να επιβάλλει στις επιχειρήσεις οι οποίες αποσπούν εργαζομένους, τη νομοθεσία του σχετικά με τη μερική απασχόληση και τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

— Τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002)

25.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν θα μπορούσαν, ανεξαρτήτως του ουσιαστικού περιεχομένου τους, να συνιστούν αστυνομικές διατάξεις της «εθνικής δημοσίας τάξεως».

26.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου παραπέμπει διεξοδικά στις αναλύσεις που περιέχονται στο έγγραφο απαντήσεως της 30ής Αυγούστου 2004, κατά τις οποίες οι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 αποτελούν διατάξεις δημοσίας τάξεως, επειδή αποσκοπούν στην προστασία των εργαζομένων. Ακόμη και αν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί, κατά βάση, ορθή την παραπομπή στη δήλωση 10 για την οδηγία 96/71 στην οποία προέβη η Επιτροπή, υπενθυμίζει ότι η προαναφερθείσα δήλωση δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κοινότητας και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο ερμηνείας. Εν πάση περιπτώσει, θεωρεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τέλος, παραπέμπει, προς στήριξη της γνώμης της, στη νομοθετική διαδικασία, η οποία κατέληξε στην πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά ( 5 ).

Β — Επί της δεύτερης αιτιάσεως: ανεπαρκής μεταφορά του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο

27.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αναγνωρίζει την ανεπαρκή μεταφορά της οδηγίας 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο και παραπέμπει στη νομοθετική μεταβολή της 19ης Μαΐου 2006.

28.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε καμία πληροφορία συναφώς.

Γ — Επί της τρίτης αιτιάσεως: ανεπαρκής σαφήνεια ως προς τα μέτρα ελέγχου

29.

Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν είναι διατυπωμένο με επαρκή σαφήνεια ώστε να διασφαλίζει για τις επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούν να αποσπάσουν εργαζομένους στο Λουξεμβούργο την αναγκαία ασφάλεια δικαίου. Στο μέτρο που η διάταξη αυτή εντείνει τον κίνδυνο των εν λόγω επιχειρήσεων να παραβιάσουν τον νόμο, συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση να παρέχεται στην Επιθεώρηση Εργασίας πριν από την έναρξη των εργασιών, κατόπιν απλής αιτήσεως και το συντομότερο δυνατόν, πρόσβαση στα ουσιώδη στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια ελέγχου, ισοδυναμεί με υποχρέωση προηγούμενης δηλώσεως, ασυμβίβαστη προς το άρθρο 49 EΚ.

30.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί, αντιθέτως, ότι το κείμενο του νόμου είναι αρκούντως σαφές. Εν πάση περιπτώσει, η απαίτηση προηγούμενης δηλώσεως δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002.

Δ — Επί της τέταρτης αιτιάσεως: απαίτηση υποδείξεως ad hoc εντολοδόχου

31.

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 διορισμός ad hoc εντολοδόχου, κατοίκου Λουξεμβούργου, επιφορτισμένου με τη διατήρηση των εγγράφων που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο της τηρήσεως των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις για χρόνο που διαρκεί και μετά την πραγματική παροχή υπηρεσιών, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η υποχρέωση αυτή δεν είναι μόνο περιττή ενόψει της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 της οδηγίας 96/71 συνεργασίας σε θέματα ενημερώσεως, αλλά συνεπάγεται και δαπάνες για τις οικείες επιχειρήσεις.

32.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί, αντιθέτως, ότι το σύστημα της συνεργασίας σε θέματα ενημερώσεως, στο οποίο παραπέμπει η Επιτροπή, δεν παρέχει στις αρμόδιες διοικητικές αρχές τη δυνατότητα να διενεργούν τους ελέγχους με την αναγκαία αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν προβλέπει καμία συγκεκριμένη νομική μορφή για την άσκηση των καθηκόντων του εντολοδόχου. Περαιτέρω, η κατάθεση των αναγκαίων εγγράφων σε εντολοδόχο είναι αναγκαία μόνο την ημέρα της ενάρξεως των εργασιών, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου της αποσπάσεως.

VI — Η νομική ανάλυση

Α — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1. Ο νομοθετικός σκοπός της οδηγίας 96/71

33.

Η οδηγία 96/71 προβλέπει την εφαρμογή συγκεκριμένων αναγκαστικού χαρακτήρα όρων εργασίας και απασχολήσεως του κράτους υποδοχής στους αποσπασμένους εργαζομένους. Με τη θέσπιση των εν λόγω ελάχιστων όρων εργασίας και απασχολήσεως σκοπείται η πραγματοποίηση τριών εντελώς διαφορετικών σκοπών: της αποτροπής των νοθεύσεων του ανταγωνισμού, της προστασίας των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων και της άρσεως των κωλυμάτων και ασαφειών, που θίγουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

34.

Σημείο αφετηρίας των σκέψεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου ήταν συναφώς η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών του άρθρου 49 ΕΚ, η οποία παρακινεί όλο και περισσότερες επιχειρήσεις να αποσπούν εργαζομένους για την εκτέλεση, προσωρινώς, εργασίας στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος στο έδαφος του οποίου εργάζονται συνήθως. Προϋπόθεση για την προώθηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ήταν, κατά τις θεωρήσεις του συντάκτη της οδηγίας, η ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και μέτρων που εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων ( 6 ). Λόγω των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το περιεχόμενο των εκάστοτε εφαρμοστέων όρων εργασίας, μπορεί να ανακύψει η περίπτωση να εφαρμοστούν στους αποσπασμένους εργαζομένους χαμηλότεροι μισθοί και άλλοι όροι εργασίας από αυτούς που ισχύουν στο κράτος υποδοχής. Αυτό έχει επιπτώσεις στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ αλλοδαπών και ημεδαπών επιχειρήσεων, πράγμα που από κοινωνικής απόψεως είναι απαράδεκτο. Με την εφαρμογή ενός «σκληρού πυρήνα» ρυθμίσεων του εργατικού δικαίου του κράτους υποδοχής και σε αλλοδαπές επιχειρήσεις θα πρέπει να αποτραπούν τέτοιες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

35.

Περαιτέρω, πρέπει να λυθούν τα προβλήματα σχετικά με το εφαρμοστέο στη σχέση εργασίας δίκαιο, τα οποία προκάλεσε η διεθνοποίηση των σχέσεων εργασίας ( 7 ). Στο μέτρο που καθορίζει ποιες εθνικές διατάξεις πρέπει να εφαρμόζονται ως αναγκαστικού δικαίου διατάξεις υπό την έννοια του άρθρου 7 της Συμβάσεως της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές στον τομέα της αποσπάσεως εργαζομένων, η οδηγία 96/71 αποσκοπεί στο να καταστήσει προβλέψιμους τους όρους εργασίας και με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου ( 8 ).

2. Το πλαίσιο της νομικής εκτιμήσεως

36.

Όσον αφορά το ουσιαστικό νομικό πλαίσιο, υπό το πρίσμα του οποίου το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη συμβατότητα των επίδικων λουξεμβουργιανών διατάξεων προς το κοινοτικό δίκαιο, θα επιθυμούσα να επισημάνω ότι η οδηγία 96/71 επιτυγχάνει μερική μόνον εναρμόνιση του τομέα της αποσπάσεως εργαζομένων ( 9 ). Πρωτίστως πρέπει να θεωρηθεί ως κανόνας του εργατικού διεθνούς δικαίου της Κοινότητας, ο οποίος αφορά τις λεπτομέρειες και τους όρους της εργασιακής σχέσεως των αποσπασμένων εργαζομένων ( 10 ). Αντιθέτως, ο σκοπός της οδηγίας 96/71 δεν περιλαμβάνει και τη ρύθμιση της εισόδου και της διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής ( 11 ), οπότε οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της διασυνοριακής αποσπάσεως εργαζομένων πρέπει, κατ’ αρχήν, να αξιολογούνται και βάσει των ασκουσών επιρροή διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, πρωτίστως βάσει του άρθρου 49 EΚ.

37.

Για τον δικαστικό έλεγχο της συμβατότητας εθνικού μέτρου προς το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως κατά το άρθρο 226 ΕΚ, τούτο έχει ως συνέπεια ότι στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται αν η προβαλλόμενη παράβαση αφορά μόνον την οδηγία 96/71 ή αντιθέτως ευθέως και το άρθρο 49 ΕΚ. Αν οι κρατικές ρυθμίσεις για τη διεθνική παροχή εργασίας είναι αντίθετες προς την οδηγία, αποκλείεται η εφαρμογή της Συνθήκης, μολονότι κάθε παράβαση της οδηγίας συνεπάγεται τελικά και παράβαση της Συνθήκης που αποτελεί την πηγή της. Αν, όμως, πρόκειται για ευθεία παράβαση της Συνθήκης, επειδή οι εν λόγω ρυθμίσεις εκφεύγουν του λεπτομερούς πεδίου εφαρμογής της οδηγίας εκτελέσεώς της, η ίδια η Συνθήκη αποτελεί τη μόνη δυνατή αναφορά ( 12 ).

38.

Όσον αφορά την κατανομή του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά το άρθρο 226 ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της φερόμενης παραβάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της παραβάσεως, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε κανένα τεκμήριο ( 13 ). Στο καθού κράτος μέλος εναπόκειται να αμφισβητήσει κατ’ ουσίαν και λεπτομερώς τα προσκομισθέντα στοιχεία και τις εξ αυτών συνέπειες ( 14 ).

Β — Έρευνα των λόγων προσφυγής

Επί της πρώτης αιτιάσεως

39.

Στο μέτρο που η Επιτροπή προσάπτει πλημμελή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71, η αιτίαση αυτή έχει, πρωτίστως, ως αντικείμενο παράβαση του εν λόγω κανόνα του παραγώγου δικαίου.

1. Η έννοια της δημόσιας τάξης στο άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71

40.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ισχυρίζεται ότι, καθόσον αναγόρευσε το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τους τομείς που διατυπώνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 σε αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, έκανε χρήση της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει συναφώς το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71. Η διάταξη αυτή παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διευρύνουν τον κατάλογο των ρυθμίσεων ώστε να περιλάβει και άλλους όρους εργασίας και απασχολήσεως, εφόσον οι εν λόγω πρόσθετοι όροι αποτελούν διατάξεις δημοσίας τάξεως ( 15 ). Παρέχει επιπλέον τη δυνατότητα εφαρμογής των όρων εργασίας και απασχολήσεως που καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας γενικής εφαρμογής και από διαιτητικές αποφάσεις και σε άλλες δραστηριότητες πέραν αυτών που αναφέρονται στο παράρτημα και αφορούν τον τομέα των οικοδομών.

41.

Πάντως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να κάνουν απεριορίστως χρήση της εξουσιοδοτήσεως αυτής, αλλά πρέπει να λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη συναφώς τις θεμελιώδεις ελευθερίες καθώς και τους σκοπούς της οδηγίας ( 16 ). Τούτο εξηγείται τόσον από την υπεροχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στην πραγματοποίηση της οποίας σκοπεί ακριβώς να συμβάλει η οδηγία 96/71 σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της, όσο και από την αρχή της συσταλτικής ερμηνείας των διατάξεων που εισάγουν παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις ελευθερίες ( 17 ). To τελευταίο αυτό σημείο έχει τονιστεί πλειστάκις και ρητώς από το Δικαστήριο σε σχέση με την εξαίρεση της δημοσίας τάξεως ( 18 ).

42.

Η έννοια της δημοσίας τάξεως αποτελεί αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου, η οποία επεκτείνεται στο πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να ορίζεται βάσει μιας ή περισσοτέρων εθνικών εννόμων τάξεων ( 19 ). Ως τέτοια, υπόκειται στην ερμηνεία του Δικαστηρίου, οπότε απαγορεύεται στα κράτη μέλη να καθορίζουν την εμβέλειά της μονομερώς και χωρίς έλεγχο από τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας ( 20 ). Τούτο όμως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ειδικές περιστάσεις να δικαιολογούν την επίκληση της έννοιας της δημοσίας τάξεως, οπότε πρέπει να παρέχεται στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες συνθήκες, περιθώριο εκτιμήσεως εντός των ορίων που θέτει η Συνθήκη ( 21 ).

43.

Ανεξαρτήτως των γενικών αυτών αρχών, η έννοια της δημοσίας τάξεως μπορεί, πάντως, να λάβει διάφορες σημασίες ανάλογα με τη δογματική προσέγγιση στην κοινοτική έννομη τάξη και τη λειτουργία του εκάστοτε κανόνα ( 22 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, η έννοια της δημοσίας τάξεως αναπτύσσει, στην έκφανσή της στο άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71, τα αποτελέσματα ρήτρας παρεκκλίσεως, επειδή παρέχει τη δυνατότητα διευρύνσεως του σκληρού πυρήνα των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 που εξασφαλίζουν μια κατ’ ελάχιστο όριο προστασία μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

44.

Όσον αφορά τις ακριβείς προϋποθέσεις για τη χρήση της εξουσιοδοτήσεως αυτής, η έννοια της δημοσίας τάξεως διευκρινίστηκε κατά την έκδοση της οδηγίας 96/71 με τη δήλωση 10 του Συμβουλίου και της Επιτροπής υπό την έννοια ότι «οι λέξεις “διατάξεις δημοσίας τάξεως” έπρεπε να θεωρούνται ότι καλύπτουν τις υποχρεωτικές διατάξεις από τις οποίες δεν είναι δυνατόν να γίνει παρέκκλιση και οι οποίες, λόγω της φύσεως και του στόχου τους, ανταποκρίνονται στις επιτακτικές απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος».

45.

Νομίζω ότι τίποτε δεν αποκλείει την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71 υπό το πρίσμα της ως άνω δηλώσεως. Όσον αφορά τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδριάσεων για την ερμηνεία του παραγώγου δικαίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό αποκλείεται όταν το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν έχει μεταφερθεί στο κείμενο της εν λόγω διατάξεως και, επομένως, δεν έχει νομική ισχύ ( 23 ). Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δήλωση 10 δεν τελεί σε αντίφαση προς την έννοια της δημοσίας τάξεως, αλλά αντιθέτως συμβάλλει στον προσδιορισμό του περιεχομένου της ρήτρας παρεκκλίσεως. Στο μέτρο που παραπέμπει στις «επιτακτικές απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος», συνάδει και προς τη νομολογία σχετικά με τους εγγενείς περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών που ανέπτυξε το Δικαστήριο και η οποία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της διασυνοριακής αποσπάσεως εργαζομένων. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, η έλλειψη δημοσιεύσεως της δηλώσεως 10 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν μειώνει τη νομική σημασία της, κατά μείζονα λόγο διότι η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου πρέπει να αναγνωρίζει ότι, ως συνταγματικός εκπρόσωπος κράτους μέλους που εκπροσωπείται στο Συμβούλιο, έλαβε γνώση της ερμηνευτικής δηλώσεως που διατυπώθηκε από το ίδιο αυτό θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας ( 24 ). Κατά συνέπεια, είναι δυνατή η επίκληση της δηλώσεως 10 ως ερμηνευτικού εργαλείου.

46.

Βάσει των προηγουμένων σκέψεων, είμαι της γνώμης ότι τα κράτη μέλη δεν είναι ελεύθερα να απαιτήσουν από τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος την τήρηση του συνόλου των αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεων του δικού τους εργατικού δικαίου ( 25 ). Προς το συμφέρον της ευρύτερης δυνατής υλοποιήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον οι προβλεπόμενοι στον νόμο όροι εργασίας και απασχολήσεως που είναι απολύτως αναγκαίοι για την έννομη τάξη των κρατών μελών ( 26 ). Πρέπει να εξετάζεται κατ’ ιδίαν αν οι επίδικες διατάξεις πληρούν την επιταγή αυτή.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημεία 1, 2, 8 και 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002

— Απαίτηση γραπτής συμβάσεως εργασίας ή αντίστοιχου εγγράφου υπό την έννοια της οδηγίας 91/533

47.

Όσον αφορά την απαίτηση γραπτής συμβάσεως εργασίας ή αντίστοιχου εγγράφου υπό την έννοια της οδηγίας 91/533 στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι δεν απόκειται, κατ’ αρχήν, στο κράτος υποδοχής να ελέγξει την τήρηση των διατάξεων της οδηγίας 91/533.

48.

Η οδηγία 91/533 σκοπεί στην εναρμόνιση των διατάξεων σχετικά με τη μορφή των συμβάσεων εργασίας, τις οποίες θέσπισαν ορισμένα κράτη μέλη λόγω της αυξήσεως των τύπων εργασιακών σχέσεων, για την προστασία των εργαζομένων κατά της άγνοιας των δικαιωμάτων τους και για την εξασφάλιση διαφάνειας κατά τη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων ( 27 ). Αυτό αφορά την προβαλλόμενη από τους διαδίκους απόδειξη της τηρήσεως της υποχρεώσεως του εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533, να γνωστοποιεί εγγράφως στον εργαζόμενο τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, καθώς και τους όρους της αποσπάσεώς του στην αλλοδαπή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533. Ο εργοδότης συμμορφώνεται προς την υποχρέωση αποδείξεως όταν καταρτίζει τα έγγραφα με τα αναγκαία στοιχεία και τα παραδίδει στον εργαζόμενο πριν από την αναχώρησή του ( 28 ).

49.

Σύμφωνα με την τελευταία αιτιολογική σκέψη της, «τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, ή εξασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν βάσει συμφωνίας τις αναγκαίες διατάξεις, ενώ τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εγγυηθούν τα επιβαλλόμενα από την παρούσα οδηγία αποτελέσματα». Όπως προκύπτει από το γράμμα της σκέψεως αυτής, η υποχρέωση των κρατών μελών να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο εκτείνεται, πέρα από την απλή νομοθετική παρέμβαση, και στην εξασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, περιλαμβανομένου και του ελέγχου της τηρήσεώς τους. Η ίδια υποχρέωση επιβάλλεται στο εκάστοτε κράτος μέλος στις περιπτώσεις της αποσπάσεως εργαζομένων, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533 πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο εργαζόμενος λαμβάνει προηγουμένως πληροφορίες για τους όρους της αποσπάσεώς του. Εάν το κράτος αποστολής έχει ήδη κάνει χρήση των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει, δεν υφίσταται πλέον περιθώριο, λαμβανομένης υπόψη της εναρμονίσεως που προβλέπει η οδηγία 91/533, για οποιαδήποτε αρμοδιότητα του κράτους υποδοχής.

50.

Η αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την οδηγία 91/533. Δεν μπορεί επίσης να θεμελιωθεί ούτε στο γεγονός ότι το Λουξεμβούργο χαρακτήρισε τις ανωτέρω αναφερθείσες υποχρεώσεις ενημερώσεως ως κανόνες δημοσίας τάξεως. Η απαίτηση αυτή, όπως προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, δεν εμπίπτει ούτε στον σκληρό πυρήνα των κοινοτικών όρων εργασίας και απασχολήσεως που θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71. Η απόφαση του νομοθέτη να μην περιλάβει τις υποχρεώσεις ενημερώσεως κατά την οδηγία 91/533 στον κατάλογο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 πρέπει να γίνει σεβαστή ( 29 ).

51.

Τέλος, τα επιχειρήματα της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου σχετικά με τη νομοθετική διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2006/123 πρέπει να απορριφθούν ως μη ασκούντα επιρροή στον έλεγχο της αιτιάσεως αυτής. Πράγματι, ο επίδικος λουξεμβουργιανός νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν έχει καμία ουσιαστική ή χρονική σχέση με την οδηγία 2006/123. Αντιθέτως, μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο αποκλειστικά την οδηγία 96/71.

— Αυτόματη προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής

52.

Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 αυτόματη προσαρμογή των «αποδοχών» στην εξέλιξη του κόστους ζωής, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ισχυρίζεται ότι αποσκοπεί στην προστασία των εργαζομένων και συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης στο Λουξεμβούργο. Εκθέτει ότι μια τέτοια αυτόματη προσαρμογή προβλέπεται σιωπηρώς στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71.

53.

Εν πάση περιπτώσει, η αιτίαση της Επιτροπής δεν βάλλει κατά του αυτόματου χαρακτήρα του μηχανισμού αυτού, αλλά κατά του αναμφισβήτητου γεγονότος ότι, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, χωρεί γενική προσαρμογή των «αποδοχών», η οποία καλύπτει τόσο τους πραγματικούς μισθούς όσο και τους κατώτατους μισθούς. Σε έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2004, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου είχε εκθέσει ότι, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, και ο κατώτατος μισθός υπόκειται στον γενικό μηχανισμό προσαρμογής. Κατά την Επιτροπή, όμως, τούτο δεν συνάδει προς τις προβλέψεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 96/71, στο οποίο γίνεται λόγος αποκλειστικά για «ελάχιστα όρια μισθού».

54.

Ορθώς η Επιτροπή φρονεί ότι το γράμμα του λουξεμβουργιανού νόμου μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο αποκλίνει από την οδηγία 96/71. Κατά την εξέταση του ζητήματος αν μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ερμηνεία της διατάξεως αυτής από τα εθνικά δικαστήρια ( 30 ). Πάντως, το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν είναι ούτε αμφίσημο ούτε παρέχει τη δυνατότητα αντίθετης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας. Στο μέτρο που ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2002 πρέπει να ερμηνευθεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων υπό την έννοια ότι χωρεί γενική προσαρμογή των αποδοχών στην εξέλιξη του κόστους ζωής, η οποία λειτουργεί και προς όφελος των ελαχίστων ορίων μισθού, το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 τηρεί τις κοινοτικού δικαίου υποχρεώσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 96/71. Συναφώς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

— Τήρηση της κανονιστικής ρυθμίσεως της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου

55.

Η απαίτηση της τηρήσεως των κανονιστικών ρυθμίσεων της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 8, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, αλλά βαίνει πέραν του σκληρού πυρήνα των κοινοτικών όρων εργασίας και απασχολήσεως. Στο μέτρο που η εν λόγω απαίτηση στηρίζεται στην εξουσιοδότηση του άρθρου 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71, πρέπει να υποβληθεί σε έλεγχο υπό το πρίσμα της έννοιας της δημοσίας τάξεως όπως αυτή ορίζεται στη δήλωση 10, της οποίας το περιεχόμενο αποδίδει κατ’ ουσίαν τη νομολογία του Δικαστηρίου για το άρθρο 49 EΚ ( 31 ).

56.

Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΕΚ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται λόγω της ιθαγενείας του ο εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος παρέχων υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες ( 32 ). Κατά τον ορισμό αυτόν, για να χαρακτηρισθούν ως περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 49 EΚ, αρκεί το γεγονός ότι οι λουξεμβουργιανές κανονιστικές ρυθμίσεις της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι αυστηρότερες από αυτές που ισχύουν στο κράτος αποστολής και, κατά συνέπεια, καθιστούν την παροχή υπηρεσιών στο Λουξεμβούργο λιγότερο ελκυστική για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις.

57.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε περαιτέρω ότι «η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος» ( 33 ).

58.

Κατά την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 8, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως και της ισότητας των αποδοχών των εργαζομένων, και, κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή εξυπηρετεί τον θεμιτό κατά το κοινοτικό δίκαιο σκοπό της προστασίας των εργαζομένων. Όπως διευκρινίζει η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τα οποία ήδη κατοχυρώνονται στην κοινοτική έννομη τάξη με τις οδηγίες 97/81/ΕΚ ( 34 ) και 99/70/EΚ ( 35 ). Επιπλέον, μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο γενικές αρχές, οι οποίες αντλούν την προέλευσή τους από τη δημόσια τάξη της Κοινότητας.

59.

Δεν συμφωνώ με τα ως άνω νομικά επιχειρήματα. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν περιέλαβε το ρυθμιστικό αντικείμενο των προαναφερθεισών οδηγιών, δηλαδή τη ρύθμιση της μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ο τομέας αυτός του εργατικού δικαίου δεν εμπίπτει στη δημόσια τάξη της Κοινότητας. Επιπλέον, πρόκειται συναφώς για ρυθμίσεις οι οποίες, όπως παραδέχεται η ίδια η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, αποτελούν ήδη το αντικείμενο, σε κοινοτικό επίπεδο, των οδηγιών 97/81 και 99/70 και, κατά συνέπεια, πρέπει να μεταφερθούν στο εσωτερικό δίκαιο όλων των κρατών μελών ( 36 ). Επομένως, τα συμφέροντα που κατοχυρώνονται με αυτές προστατεύονται ήδη με διατάξεις στις οποίες υπόκειται ο παρέχων υπηρεσίες στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Κατά συνέπεια, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου δεν μπορεί να επικαλεστεί επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, για να χαρακτηρίσει τις επίδικες εθνικές διατάξεις ως διατάξεις δημοσίας τάξεως.

— Τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας

60.

Όσον αφορά τη μνεία των «αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεων του εσωτερικού δικαίου στον τομέα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, ανακύπτει πρωτίστως το ερώτημα της συμβατότητας της ρυθμίσεως αυτής προς το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71. Η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη νομότυπη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο και προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Λουξεμβούργο ότι αναγορεύει μια σειρά πράξεων, ανεξαρτήτως της νομικής τους φύσεως και του ουσιαστικού περιεχομένου τους, κατά παράβαση της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71, σε αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του εσωτερικού δικαίου.

61.

Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα δύο πτυχών της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως, οι οποίες πρέπει να εξετασθούν χωριστά. Πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι η έννοια των «συλλογικών συμβάσεων εργασίας» στην εισαγωγική φράση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, αφενός, και στο σημείο 11, της διατάξεως αυτής, αφετέρου, έχει διαφορετικές σημασίες. Ενώ στην πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για «συλλογικές συμβάσεις γενικής εφαρμογής», το σημείο 11 αφορά γενικώς «συλλογικές συμβάσεις εργασίας». Στην τελευταία περίπτωση όμως πρόκειται για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας οι οποίες δεν χαρακτηρίσθηκαν ως γενικής εφαρμογής. Πάντως, λόγω της σαφήνειας του γράμματος του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 96/71, το οποίο αναφέρεται μόνο σε «συλλογικές συμβάσεις που έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής», δεν μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι οι συμβάσεις εκείνες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στον σκληρό πυρήνα των κοινοτικών όρων εργασίας και απασχολήσεως ( 37 ).

62.

Μία άλλη πτυχή του ζητήματος αφορά την αναγόρευση συγκεκριμένης κατηγορίας πράξεων σε διατάξεις δημοσίας τάξεως ανεξαρτήτως της νομικής φύσης τους και του ουσιαστικού περιεχομένου τους. Για να μπορεί να αξιολογηθεί αν συγκεκριμένη ρύθμιση συλλογικού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί ως γενικής εφαρμογής υπό την έννοια της δηλώσεως 10, είναι, κατά τη γνώμη μου, αναγκαίο να αναφέρει το εκάστοτε κράτος μέλος επακριβώς τις ρυθμίσεις συλλογικού χαρακτήρα ( 38 ). Η γενική παραπομπή στις «συλλογικές συμβάσεις εργασίας» σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 έχει, αντιθέτως, τον χαρακτήρα ατελούς κανόνα, ο οποίος στερείται ενός ελαχίστου ορίου βεβαιότητας και σαφήνειας. Η σαφήνεια αυτή είναι απολύτως αναγκαία, διότι δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν περιστάσεις οι οποίες καθιστούν την εφαρμογή ρυθμίσεως συλλογικού χαρακτήρα σε αποσπασμένους εργαζομένους ασυμβίβαστη προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ( 39 ). Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αν η επίμαχη ρύθμιση, αντικειμενικώς εκτιμώμενη, διασφαλίζει την προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων και αν συνεπάγεται για τους οικείους εργαζομένους πραγματικό πλεονέκτημα, το οποίο συμβάλλει σημαντικά στην κοινωνική τους προστασία. Πάντως, με τη γενική παραπομπή στις «συλλογικές συμβάσεις εργασίας» εμποδίζεται ακριβώς το Δικαστήριο να προβεί σε διεξοδικό έλεγχο.

63.

Από δικονομικής απόψεως, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου δεν εκπλήρωσε επαρκώς την υποχρέωσή της να αμυνθεί τεκμηριωμένα και διεξοδικά κατά των προβληθεισών αιτιάσεων, καθόσον στο υπόμνημα αντικρούσεως παρέπεμψε στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις οποίες είχε επισυνάψει στην απάντησή της της 30ής Αυγούστου 2004 ( 40 ). Πρόκειται συναφώς, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, για συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής μέσω κανονιστικής αποφάσεως του Μεγάλου Δούκα υπό την έννοια της εισαγωγικής φράσεως του άρθρου 1, παράγραφος 1, και όχι για τις άλλες «συλλογικές συμβάσεις εργασίας», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002.

64.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν συνάδει προς το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71.

Επί της δεύτερης αιτιάσεως

65.

Με το έγγραφο οχλήσεως, η Επιτροπή για πρώτη φορά επέστησε την προσοχή της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου στο ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 96/71 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να φροντίζουν ώστε οι επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος μέλος να τηρούν τις μέγιστες περιόδους εργασίας και τις ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως. Επισήμανε ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 περιορίζει την προστασία των ελαχίστων περιόδων αναπαύσεως στην εβδομαδιαία ανάπαυση. Πάντως, η έννοια των «ελαχίστων περιόδων ανάπαυσης» δεν περιλαμβάνει μόνο την εβδομαδιαία ανάπαυση, αλλά και άλλες περιόδους αναπαύσεως, όπως την ημερήσια ανάπαυση ή τον χρόνο του διαλείμματος, που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ ( 41 ).

66.

Με την απάντησή της της 30ής Αυγούστου 2004, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αναγνώρισε την ανεπαρκή μεταφορά της οδηγίας 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο ( 42 ).

67.

Με τον τρόπο αυτόν εκπλήρωσε, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωσή της, μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας που της είχε τάξει η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη της 12ης Οκτωβρίου 2005. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη ( 43 ). Επειδή η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου δεν αμφισβητεί την καθυστερημένη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, η εν λόγω αιτίαση είναι βάσιμη για τον λόγο αυτόν.

Επί της τρίτης αιτιάσεως

68.

Αντιθέτως, η αιτίαση της Επιτροπής σχετικά με τον αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω της επιβολής στους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή επιχειρηματίες, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, της υποχρεώσεως «να παρέχουν στην Επιθεώρηση Εργασίας, πριν από την έναρξη των εργασιών, κατόπιν απλής αιτήσεως και το συντομότερο δυνατόν, πρόσβαση στα αναγκαία για τη διενέργεια ελέγχου στοιχεία», δεν αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά ευθέως το άρθρο 49 EΚ.

69.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το άρθρο 49 EΚ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως έναντι του εγκατεστημένου εντός άλλου κράτους μέλους παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειάς του, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού ( 44 ). Κατά παγία νομολογία, η εφαρμογή εθνικών ρυθμίσεων του κράτους μέλους υποδοχής επί των παρεχόντων υπηρεσίες μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες και, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ως περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον συνεπάγεται δαπάνες και πρόσθετες οικονομικές και διοικητικές επιβαρύνσεις ( 45 ).

70.

Η ρύθμιση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 αποσκοπεί στο να παράσχει στη λουξεμβουργιανή Επιθεώρηση Εργασίας τη δυνατότητα ελέγχου της ταυτότητας και της νόμιμης διαμονής των εργαζομένων στο πλαίσιο αποσπάσεως. Υποβάλλει τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους εκτός του εδάφους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου σε υποχρεωτική προηγούμενη διοικητική διαδικασία, η οποία απαιτεί την προσκόμιση εγγράφων για την κατάσταση των αποσπασμένων εργαζομένων από πλευράς δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως, εργατικού δικαίου και δικαιώματος διαμονής πριν από την έναρξη των εργασιών, οπότε η ρύθμιση αυτή συνδέεται, εν πάση περιπτώσει, με διοικητικές διατυπώσεις για τις οικείες επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να καταστήσουν την απόσπαση εργαζομένων στο Λουξεμβούργο λιγότερο ελκυστική από την εργασία στην εθνική επικράτεια. Σύμφωνα με τον προαναφερθέντα ευρύ ορισμό της νομολογίας, το γεγονός αυτό αρκεί για να αναγνωρισθεί ότι η εν λόγω ρύθμιση έχει τον χαρακτήρα περιορισμού ( 46 ).

71.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ελέγχουν την τήρηση των εθνικών και κοινοτικών διατάξεων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Ομοίως, έχει δεχθεί το βάσιμο μέτρων ελέγχου που είναι αναγκαία για να εξακριβωθεί η τήρηση απαιτήσεων οι οποίες δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος ( 47 ). Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεμελιώνει τη ρύθμιση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 τόσο στην προστασία των εργαζομένων όσο και στην ανάγκη διενέργειας ελέγχων με σκοπό την καταπολέμηση καταχρηστικών συμπεριφορών και παρανόμων διακρατικών δραστηριοτήτων. Τόσο η κοινωνική προστασία των εργαζομένων όσο και η καταπολέμηση των περιπτώσεων καταχρήσεων αποτελούν κατά τη νομολογία θεμιτούς σκοπούς ( 48 ).

72.

Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι έλεγχοι των εθνικών αρχών πρέπει να τηρούν τα όρια που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο και δεν πρέπει να καθιστούν πλασματική την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ( 49 ). Ειδικότερα, πρέπει να είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην είναι δεσμευτικοί πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού ( 50 ).

73.

Αυτό που χαρακτηρίζει τη λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση είναι πρωτίστως η προβλεπόμενη από τον νόμο υποχρέωση των επιχειρηματιών ήδη «πριν από την έναρξη των εργασιών» να θέτουν στη διάθεση της Επιθεωρήσεως Εργασίας τα αναγκαία έγγραφα, πράγμα το οποίο δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται για προληπτικό έλεγχο καταχρηστικών συμπεριφορών, ο οποίος δεν συνάδει, κατ’ αρχήν, με το κοινοτικό δίκαιο. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αμύνεται ισχυριζόμενη ότι το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας πρέπει να συμμορφωθεί με την υποχρέωση κοινοποιήσεως μόνον «κατόπιν αιτήσεως», αμβλύνει την ως άνω επιβαλλόμενη από τον νόμο υποχρέωση. Επομένως, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση του επιχειρηματία να προβεί με δική του πρωτοβουλία σε δήλωση στις αρχές.

74.

Πάντως, φρονώ ότι υπάρχουν ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση έχει διαμορφωθεί όπως ακριβώς ένα μέτρο προληπτικού ελέγχου. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 πρέπει να αναγνωσθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 έως 17 του νόμου της 4ης Απριλίου 1974 για την αναδιοργάνωση της Επιθεωρήσεως Εργασίας και Ορυχείων ( 51 ) (στο εξής: νόμος της 4ης Απριλίου 1974), ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του επιχειρηματία, να διαταχθεί η παύση της δραστηριότητας των αποσπασμένων εργαζομένων στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου με άμεση ισχύ. Η επανάληψη των εργασιών μπορεί να επιτραπεί εκ νέου από την Επιθεώρηση Εργασίας, αφού έχουν υποβληθεί όλα τα αναγκαία έγγραφα ( 52 ), ενώ οι παραβάσεις της διαταγής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 28 του νόμου της 4ης Απριλίου 1974, πρέπει να τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή και με πρόστιμο. Εάν, όμως, πρώτον, απαιτείται «άδεια» για την επανάληψη των εργασιών και, δεύτερον, η μη τήρηση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως τιμωρείται με κυρώσεις του δικαίου περί διοικητικών παραβάσεων και του ποινικού δικαίου, τότε η ρύθμιση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν μπορεί να νοηθεί κατά διαφορετικό τρόπο παρά υπό την έννοια ότι, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών στο Λουξεμβούργο δια της αποσπάσεως εργαζομένων, υφίσταται απαγόρευση με την επιφύλαξη άδειας ( 53 ).

75.

Δυσχεραίνει περισσότερο τα πράγματα το γεγονός ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν πληροί τις επιταγές της ασφάλειας δικαίου και της σαφήνειας. Κατά παγία νομολογία, η ανάγκη διασφαλίσεως της πλήρους εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει στα κράτη μέλη όχι μόνο να συμμορφώνουν τις νομοθεσίες τους προς το κοινοτικό δίκαιο, αλλά επιτάσσει επίσης να προβλέπουν τη θέσπιση νομικών διατάξεων ικανών να δημιουργήσουν μια επαρκώς ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση ώστε να καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ( 54 ). Η αρχή αυτή πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει όταν το δίκαιο του κράτους μέλους επιβάλλει στα άτομα υποχρεώσεις και επαπειλεί κυρώσεις στην περίπτωση της μη συμμορφώσεως.

76.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αμφίσημο γράμμα της διατάξεως εξαρτά ευρέως τη χορήγηση της άδειας από τη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως και, επιπλέον, αυξάνει τον κίνδυνο για τις επιχειρήσεις, να υποστούν διοικητικές και ποινικές κυρώσεις κατά αδικαιολόγητο τρόπο. Πράγματι, σύμφωνα με τα αποδεικτικά μέσα τα οποία η Επιτροπή έθεσε στη διάθεση του Δικαστηρίου, η Επιθεώρηση Εργασίας προδήλως ερμηνεύει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 αυστηρά, καθόσον απαιτεί την πλήρη προσκόμιση όλων των εγγράφων πριν από την παροχή των υπηρεσιών ( 55 ), οπότε, σε αντιδιαστολή προς τους ισχυρισμούς της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, δεν αρκεί ότι τα έγγραφα προσκομίσθηκαν την ίδια ημέρα ακριβώς πριν από την έναρξη των εργασιών. Δυσχέρειες κατά την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 θα μπορούσαν να προκύψουν περαιτέρω από το γεγονός ότι η υποχρέωση προσκομίσεως και, κατά συνέπεια, η ίδια η διοικητική διαδικασία γεννάται, κατ’ αρχήν, μετά την υποβολή «αιτήσεως» της Επιθεωρήσεως Εργασίας, οπότε παραμένει ασαφές ποια λειτουργία επιτελεί η επιχείρηση πριν από την έναρξη της διαδικασίας αυτής και αν η επιχείρηση πρέπει ενδεχομένως να προκαλέσει η ίδια την ως άνω «αίτηση». Επειδή, ελλείψει τέτοιας «αιτήσεως», μια επιχείρηση δεν μπορεί κατ’ αποτέλεσμα να κάνει χρήση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, χωρίς να εκτεθεί σε διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις, ο περιορισμός αυτός λειτουργεί ως απόλυτη απαγόρευση, η οποία, λόγω της δυνατότητας προσφυγής σε λιγότερο περιοριστικά μέσα, δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία για να διασφαλίσει την προστασία των εργαζομένων.

77.

Τέλος, θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω στο πλαίσιο αυτό ότι το Δικαστήριο πρόσφατα, με την απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου ( 56 ) όσον αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα άδειας ως προϋποθέσεως για την ανάληψη απασχολήσεως και τη δυνατότητα εφαρμογής ηπιοτέρων μέσων, έκρινε τα ακόλουθα: «Η υποχρέωση μιας εταιρίας παρέχουσας υπηρεσίες να ενημερώνει εκ των προτέρων τις τοπικές αρχές για την παρουσία ενός ή περισσοτέρων αποσπασμένων μισθωτών εργαζομένων, για την προβλεπόμενη διάρκεια της εν λόγω παρουσίας και για την ή τις παρεχόμενες υπηρεσίες που δικαιολογούν την απόσπαση συνιστά εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο περιοριστικό απ’ όσο η επίδικη υποχρέωση μέτρο. Είναι ικανό να παράσχει στις εν λόγω αρχές δυνατότητα να ελέγχουν την τήρηση της κανονιστικής ρυθμίσεως επί κοινωνικών θεμάτων του Λουξεμβούργου κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που υπέχει ήδη η επιχείρηση δυνάμει των κανόνων του δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως που τυγχάνουν εφαρμογής στο κράτος μέλος προελεύσεως.» Υπό τις συνθήκες αυτές, ενδείκνυται το κράτος μέλος υποδοχής να περιορίζει την επέμβασή του στον έλεγχο των αναγκαίων στοιχείων που προσκομίζει ο παρέχων υπηρεσίες κατά την ανάληψη της δραστηριότητας στο κράτος μέλος υποδοχής και να καταφεύγει σε κατασταλτικά μέτρα μόνον όταν τούτο αποδεικνύεται αναγκαίο ( 57 ). Κατά συνέπεια, με την εν τοις πράγμασι πρόβλεψη επιφυλάξεως άδειας στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, η λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση βαίνει πέραν του μέτρου που το Δικαστήριο χαρακτηρίζει σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

78.

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι η ρύθμιση αυτή συνιστά εκ των προτέρων έλεγχο καταχρηστικών ενεργειών που δεν συνάδει προς το άρθρο 49 EΚ. Επομένως, και η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

Επί της τέταρτης αιτιάσεως

79.

Ως πρόσθετη διοικητική απαίτηση, η οποία μπορεί να καταστήσει δυσχερές για επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να αποσπάσουν εργαζομένους, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 διορισμός ad hoc εντολοδόχου, που είναι κάτοικος Λουξεμβούργου, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 49 EΚ ( 58 ). Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν οι περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που απορρέουν από τις εν λόγω εθνικές διατάξεις δικαιολογούνται από σκοπό γενικού συμφέροντος και, ενδεχομένως, αν είναι αναγκαίοι για την αποτελεσματική επιδίωξη, μέσω των καταλλήλων μέτρων, του σκοπού αυτού.

80.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου επικαλείται την προστασία των εργαζομένων, την καταπολέμηση των καταχρηστικών ενεργειών, καθώς και την ανάγκη αποτελεσματικού ελέγχου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, τόσον η κοινωνική προστασία των εργαζομένων όσο και η καταπολέμηση των καταχρηστικών ενεργειών αναγνωρίζονται ως θεμιτοί σκοποί ( 59 ), ενώ η διενέργεια ελέγχου ενόψει της εφαρμογής των εθνικών διατάξεων προστασίας πρέπει να θεωρηθεί συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο που ο έλεγχος αυτός πραγματοποιείται εντός των ορίων που θέτει το κοινοτικό δίκαιο ( 60 ).

81.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονισθεί ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την παροχή υπηρεσιών στο έδαφός του από την τήρηση όλων των απαιτουμένων προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και κατ’ αυτόν τον τρόπο να στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα τις διατάξεις της Συνθήκης που σκοπούν ακριβώς στη διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ( 61 ).

82.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας ( 62 ), ότι η προϋπόθεση να εδρεύουν ή να έχουν υποκατάστημα στην ημεδαπή οι εταιρίες που διαθέτουν εργατικό δυναμικό για προσωρινή απασχόληση σε πελάτες τους εγκατεστημένους στην Ιταλία αντιβαίνει ευθέως στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στον βαθμό που καθιστά αδύνατη την παροχή, στο εν λόγω κράτος μέλος, υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

83.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι κανένα στοιχείο του άρθρου 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δεν αναφέρεται στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του επίμαχου ad hoc εντολοδόχου. Ούτε απαιτείται να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ούτε είναι ανάγκη να πρόκειται για αμειβόμενο οργανισμό. Σημασία έχει μόνο να γνωρίζει η Επιθεώρηση Εργασίας το όνομα του προσώπου που είναι επιφορτισμένο με τη διατήρηση των αναγκαίων εγγράφων. Ad hoc εντολοδόχος υπό την έννοια της διατάξεως αυτής μπορεί, στον τομέα των οικοδομών, να είναι είτε ο κύριος κατασκευαστής είτε ο κύριος του έργου ή η διεύθυνση δημοσίων κτιρίων.

84.

Στα ανωτέρω πρέπει να προβληθεί η ένσταση ότι η ερμηνεία αυτή ουδόλως συνάγεται από το άρθρο 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002. Είναι, μάλιστα, αντίθετη προς τις νομοθετικές διατάξεις. Αντιθέτως, από το γράμμα των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς ότι ο επίμαχος ad hoc εντολοδόχος πρέπει να είναι «κάτοικος» Λουξεμβούργου, επομένως να έχει το «κέντρο των βιοτικών συμφερόντων» του ή τη «συνήθη διαμονή» στην ημεδαπή. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το στοιχείο αυτό προϋποθέτει «μόνιμη διαμονή» ή εν πάση περιπτώσει διαμονή η οποία βαίνει πέραν της διάρκειας της παροχής υπηρεσιών. Εξ αυτού έπεται ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, εάν με τη διατήρηση των αναγκαίων εγγράφων είναι επιφορτισμένος ένας εκ των αποσπασμένων εργαζομένων.

85.

Νομίζω ότι το συμπέρασμα αυτό δεν συνάδει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πράγματι, με την απόφαση Arblade κ.λπ. ( 63 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι, η υποχρέωση διατηρήσεως στη διάθεση των αρχών και φυλάξεως ορισμένων εγγράφων στην κατοικία φυσικού προσώπου έχοντος την κατοικία του εντός του κράτους μέλους υποδοχής και τηρούντος τα εν λόγω έγγραφα υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου ή προστηθέντος του εργοδότη που τον όρισε, ακόμα και αφού ο εργοδότης παύσει να απασχολεί εργαζομένους στο κράτος αυτό, είναι θεμιτή μόνον εάν οι αρχές του κράτους αυτού, ελλείψει της εν λόγω υποχρεώσεως, δεν είναι σε θέση να εκτελέσουν την αποστολή ελέγχου κατά τρόπο αποτελεσματικό.

86.

Βεβαίως συμμερίζομαι, κατ’ αρχάς, την άποψη της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου ότι η διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της τηρήσεως των εθνικών διατάξεων προστασίας. Όμως πρέπει να της προσαφθεί ότι δεν εξέθεσε και δεν απέδειξε επαρκώς ότι οι λουξεμβουργιανές αρχές δεν θα μπορούσαν να εκπληρώνουν το καθήκον ελέγχου που υπέχουν χωρίς τη συμμετοχή ad hoc εντολοδόχου, κατοίκου Λουξεμβούργου. Πράγματι, για να δικαιολογηθεί ένας τόσο αυστηρός περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όπως ο υπό κρίση, δεν αρκεί να εκφραστούν, χωρίς τεκμηριωμένες δικαιολογίες, επικριτικές αμφιβολίες ή απλές επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προβλεπόμενου στο άρθρο 4 της οδηγίας 96/71 οργανωμένου συστήματος συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών ( 64 ). Όπως όλα τα λοιπά κράτη μέλη, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου είναι υποχρεωμένο να μετάσχει στο προαναφερθέν σύστημα διοικητικής συνεργασίας, προκειμένου να ελέγξει την τήρηση των σχετικών όρων εργασίας και απασχολήσεως. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου δεν εκπλήρωσε συναφώς την εν λόγω δικονομικής φύσεως υποχρέωση επικλήσεως και αποδείξεως.

87.

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ο έλεγχος της τηρήσεως των ρυθμίσεων που συνδέονται με την κοινωνική προστασία των εργαζομένων μπορεί κάλλιστα να διασφαλιστεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Πράγματι, πρέπει να θεωρηθεί ότι για να εκπληρωθεί η εν λόγω υποχρέωση ελέγχου αρκεί να διορισθεί ένας από τους αποσπασμένους εργαζομένους, για παράδειγμα ένας αρχιεργάτης, ο οποίος εξασφαλίζει τον σύνδεσμο μεταξύ της αλλοδαπής επιχειρήσεως και της Επιθεωρήσεως Εργασίας και ο οποίος, αν χρειαστεί, διατηρεί τα αναγκαία έγγραφα είτε στον χώρο εργασίας είτε σε προσβάσιμο και σαφώς καθορισμένο τόπο στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ( 65 ). Ως μέτρο κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων λιγότερο περιοριστικό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

88.

Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 είναι δυσανάλογες και συνιστούν παράβαση του άρθρου 49 EΚ. Κατά συνέπεια, και η τέταρτη αιτίαση της υπό κρίση προσφυγής είναι βάσιμη.

VII — Επί των δικαστικών εξόδων

89.

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ηττήθηκε κατ’ ουσίαν ως προς τους ισχυρισμούς του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VIII — Πρόταση

90.

Με βάση το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 10, της οδηγίας 96/71, καθώς και από τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 EΚ, καθόσον

1.

όρισε ότι οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημεία 1, 8 και 11, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 συνιστούν αστυνομικές διατάξεις εμπίπτουσες στην «εθνική δημόσια τάξη»·

2.

μετέφερε ανεπαρκώς στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 96/71 με το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου αυτού·

3.

προέβλεψε με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προϋποθέσεις διατυπωθείσες χωρίς την αναγκαία για τη διασφάλιση της ασφαλείας δικαίου σαφήνεια·

4.

επέβαλε, με το άρθρο 8 του νόμου αυτού τη διατήρηση στο Λουξεμβούργο, εις χείρας ad hoc εντολοδόχου που κατοικεί στο κράτος αυτό, τα αναγκαία για τον έλεγχο έγγραφα·

να απορρίψει κατά τα λοιπά την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) ΕΕ 1997, L 18, σ. 1.

( 3 ) Η δήλωση 10 δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πάντως, το περιεχόμενό της περιελήφθη στην Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 25ης Ιουλίου 2003, COM (2003) 458 τελικό, σ. 13.

( 4 ) Mémorial A — αριθ. 154, της 31ης Δεκεμβρίου 2003, σ. 3722.

( 5 ) Τροποποιημένη πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, της 4ης Απριλίου 2006 [COM(2006) 160 τελικό].

( 6 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 5.

( 7 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 6.

( 8 ) Στις αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 11 της οδηγίας 96/71 εξετάζεται η σχέση με τη Σύμβαση της Ρώμης, της οποίας το άρθρο 6 αφορά τις συμβάσεις εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις. Κατά τη διάταξη αυτή, καθοριστικό για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου ως δικαίου της συμβάσεως «είναι το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη κι αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα» (άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως της Ρώμης). Η διάταξη αυτή τροποποιείται με την οδηγία 96/71 υπό την έννοια ότι για τους αναφερόμενους στην οδηγία όρους εργασίας και απασχολήσεως καθοριστικό είναι το δίκαιο του τόπου εργασίας, εάν το καθοριζόμενο από το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης δίκαιο της συμβάσεως εργασίας δεν προβλέπει ευνοϊκότερους όρους. Κατά την άποψη των Jayme, E./Kohler, C., «Europäisches Kollisionsrecht 1997 — Vergemeinschaftung durch “Säulenwechsel”», Praxis des internationalen Privat- und Verfahrensrechts, 17ος τόμος, αριθ. 6, 1997, σ. 400, μπορεί να θεωρηθεί ότι η οδηγία περί αποσπάσεως εργαζομένων συνιστά εξειδίκευση των «αναγκαστικού δικαίου κανόνων» υπό την έννοια του άρθρου 7 της Συμβάσεως της Ρώμης, διότι η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αναφέρεται ρητώς στη Σύμβαση.

( 9 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 23ης Φεβρουαρίου 2006 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Αυστρίας (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-168/04, Συλλογή 2006, σ. Ι-9041, σημείο 28). Ο τομέας της αποσπάσεως εργαζομένων δεν υπόκειται ακόμη σε καμία εναρμόνιση. Εξαιρείται ρητώς, σύμφωνα με την 86η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376, σ. 36) από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την άρση των διοικητικών εμποδίων και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών να συνεργαστούν για την απόσπαση εργαζομένων και την απόσπαση υπηκόων τρίτων χωρών διαγράφηκε με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου από προηγούμενη πρόταση οδηγίας. Βλ., συναφώς, τροποποιημένη πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, της 4ης Απριλίου 2006 [COM(2006) 160 τελικό, σ. 15, 16].

( 10 ) O Schmidt, M., Das Arbeitsrecht der Europäischen Gemeinschaft, Baden-Baden, 2001, σ. 254, 259, υποστηρίζει ότι η οδηγία περί αποσπάσεως των εργαζομένων δεν εναρμονίζει τους όρους εργασίας, αλλά περιορίζει απλώς την ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου βάσει των κανόνων συγκρούσεως. Ο Däubler, W., «Die Entsende-Richtlinie und ihre Umsetzung in das deutsche Recht», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht, 1997, σ. 614, υπογραμμίζει ότι η οδηγία 96/71 στηρίζεται ιδίως στο άρθρο 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 47, παράγραφος 2, ΕΚ) και στο άρθρο 66 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 55 ΕΚ). Το άρθρο 66 ΕΚ παραπέμπει στις δυνατότητες διαμορφώσεως του περιεχομένου και στους περιορισμούς που υφίστανται στον τομέα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, και επιτάσσει την αντίστοιχη εφαρμογή του στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, το Συμβούλιο εκδίδει οδηγίες για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, για να διευκολύνει την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών (εγκατάσταση ή παροχή υπηρεσιών). Αν ληφθεί υπόψη το αντικείμενο της διατάξεως, ο ως άνω σκοπός έχει πραγματοποιηθεί. Η οδηγία συντονίζει τις εργατικού δικαίου προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι παρέχοντες υπηρεσίες. Ο Forgó, K., «Aktuelles zur Entsenderichtlinie», ecolex, 1996, σ. 818, διευκρινίζει ότι οι διαφορές που προκύπτουν από τους διαφορετικούς κανόνες συγκρούσεως καταργήθηκαν με την οδηγία 96/71. Αντιθέτως, οι διαφορές που προκύπτουν από τα διαφορετικά εργατικά δίκαια των κρατών μελών διατηρούνται ακόμη και μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 96/71, διότι η οδηγία αυτή δεν προβλέπει εναρμόνιση του περιεχομένου. Ο Borgmann, B., «Kollisionsrechtliche Aspekte des Arbeitnehmer-Entsendegesetzes», Praxis des internationalen Privat- und Verfahrensrechts, 1996, σ. 319, θεωρεί ότι η οδηγία 96/71 επιφέρει συντονισμό των διεθνών κανόνων αναγκαστικού χαρακτήρα στον τομέα του εργατικού δικαίου. Στο σημείο 58 των προτάσεών του της 23ης Μαΐου 2007 στην τότε εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση C-341/05, Laval un Partneri, ο γενικός εισαγγελέας Mengozzi διευκρινίζει ότι η οδηγία 96/71 αποσκοπεί στον συντονισμό των κανόνων περί αποφυγής της σύγκρουσης των νόμων των κρατών μελών, προκειμένου να καθοριστεί το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται σε μια διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών σε περίπτωση προσωρινής απόσπασης εργαζομένων εντός της Κοινότητας, χωρίς εναρμόνιση ούτε των ουσιαστικών κανόνων των κρατών μελών που αφορούν το εργατικό δίκαιο και τους όρους εργασίας και απασχόλησης που εμπίπτουν, ιδίως, στα όρια κατώτατου μισθού ούτε του δικαιώματος αναλήψεως συλλογικής δράσης.

( 11 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 15ης Σεπτεμβρίου 2005 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-244/04, Συλλογή 2006, σ. Ι-885, σημείο 6).

( 12 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, και σημείο 28 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer, της 14ης Δεκεμβρίου 2006, στην υπόθεση C-490/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Συλλογή 2007, σ. Ι-6095), καθώς και τα σημεία 144 έως 163 των προτάσεων στην υπόθεση Laval un Partneri (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10).

( 13 ) Αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1982, 96/81, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6), της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-159/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1997, σ. I-5815, σκέψη 102), της 8ης Μαρτίου 2001, C-68/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2001, σ. I-1865, σκέψη 38), της 29ης Μαΐου 2001, C-263/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. I-4195, σκέψη 27), της 14ης Απριλίου 2005, C-341/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2733, σκέψη 35), και της 12ης Μαΐου 2005, C-287/03, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2005, σ. I-3761, σκέψη 27).

( 14 ) Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, 272/86, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1988, σ. 4875, σκέψη 21).

( 15 ) Κατά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η Ιρλανδία και η Πορτογαλική Δημοκρατία εκφράστηκαν κατά του ενδεικτικού καταλόγου, διότι ένας τέτοιος κατάλογος αντιβαίνει προς τον σκοπό της οδηγίας που έγκειται στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου (Agence Europe, 43ο έτος, αριθ. 6449 της 27/28 Μαρτίου 1995).

( 16 ) Έτσι και Fuchs, M./Marhold, F., Europäisches Arbeitsrecht, 2η έκδοση, Βιέννη 2006, σ. 322. Ο Borgmann, B., «Kollisionsrechtliche Aspekte des Arbeitnehmer-Entsendegesetzes» (όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 316), είναι της γνώμης ότι μολονότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποδυναμώσουν τον μη επιθυμητό ανταγωνισμό των επιχειρήσεων από κράτη με χαμηλότερο κόστος εργασίας μέσω της «σκληρύνσεως» των διεθνών αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεών τους, είναι πάντως υποχρεωμένα να τηρήσουν τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ο Görres, S., Grenzüberschreitende Arbeitnehmerentsendung in der EU, Βιέννη/Γκρατζ 2003, σ. 122, είναι της γνώμης ότι η παραπομπή στο άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71 προϋποθέτει ότι οι επίδικοι όροι εργασίας και απασχολήσεως των κρατών μελών συνιστούν διατάξεις δημοσίας τάξεως, οι οποίες δεν παραβιάζουν τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ. Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι, σε περίπτωση παραπομπής στο άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71, πρέπει να τηρηθούν ορισμένα κριτήρια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οπωσδήποτε η πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών καθώς και οι ακριβείς στόχοι του συντάκτη της οδηγίας. Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στο σημείο 212 των προτάσεών του της 23ης Μαΐου 2007 στην υπόθεση C-341/05, Laval un Partneri, το γεγονός ότι κάποιοι εθνικοί κανόνες υπάγονται στην κατηγορία διατάξεων δημοσίας τάξεως ή στην κατηγορία νόμων περιεχόντων αστυνομικές διατάξεις δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71 και από τη σχετική με το άρθρο 49 ΕΚ νομολογία, από την τήρηση των διατάξεων της Συνθήκης.

( 17 ) Βλ., όσον αφορά τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, σημείο 143 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 16ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση Placanica, Palazzese και Sorrichio (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Συλλογή 2007, σ. Ι-1891). Ο Georgiadis, N., Derogation clauses: the protection of national interests in EC law, Βρυξέλλες, 2006, σ. 72, υπογραμμίζει ότι το σύνολο των ρητρών παρεκκλίσεως, ιδίως η παρέκκλιση της δημοσίας τάξεως υπόκεινται στην αρχή της συσταλτικής ερμηνείας. Κατά τον Wichmann, J., Dienstleistungsfreiheit und grenzüberschreitende Entsendung von Arbeitnehmern, Frankfurt am Main, 1998, σ. 104, 105, κατά της διασταλτικής ερμηνείας μπορούν να προβληθούν γενικές δογματικές εκτιμήσεις. Πράγματι, από τη θέση της ως συμβατικής διατάξεως που εισάγει εξαίρεση, συνάγεται ότι η ρήτρα δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, η επίκληση της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει ότι θίγονται ουσιώδη κυριαρχικά συμφέροντα του κράτους μέλους.

( 18 ) Το Δικαστήριο υπογράμμιζε ανέκαθεν ότι η δημοσίας τάξεως εξαίρεση συνιστά παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η οποία, όπως όλες οι εξαιρέσεις από θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύεται στενώς και το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη. Βλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1975, 67/74, Bonsignore (Συλλογή τόμος 1975, σ. 111, σκέψη 6), της 28ης Οκτωβρίου 1975, 36/75, Rutili (Συλλογή τόμος 1975, σ. 367, σκέψη 27), της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 33), της 19ης Ιανουαρίου 1999, C-348/96, Calfa (Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψη 23), της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. I-5257, σκέψεις 64 και 65), της 31ης Ιανουαρίου 2006, C-503/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2006, σ. Ι-1097, σκέψη 45), της 27ης Απριλίου 2006, C-441/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας ((Συλλογή 2006, σ. Ι-3449, σκέψη 34), και της 7ης Ιανουαρίου 2007, C-50/06, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2007, σ. I-4383, σκέψη 42).

( 19 ) Αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1982, 53/81 (Συλλογή 1982, σ. 1035, σκέψεις 10 έως 12), και της 2ας Απριλίου 1998, C-296/95, EMU Tabac κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. Ι-1605, σκέψη 30).

( 20 ) Κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους εθνικής αρχής επίκληση της εννοίας της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη, εκτός της κοινωνικής αναταραχής που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (βλ. προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 18 αποφάσεις Rutili, σκέψη 28, Bouchereau, σκέψη 35, Ορφανόπουλος και Oliveri, σκέψη 66, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 46, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 35, και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 43.

( 21 ) Βλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, 41/74, Van Duyn (Συλλογή τόμος 1974, σ. 537, σκέψεις 18 και 19).

( 22 ) Υπάρχουν πολλές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, στο πρωτογενές δίκαιο ιδίως τα άρθρα 30 EΚ, 39, παράγραφος 3, EΚ, 46 EΚ, 55 EΚ και 58, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, οι οποίες απέκτησαν σημασία ως «περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών» και υπό ορισμένες προϋποθέσεις παρέχουν τη δυνατότητα προβλέψεως περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων που εξασφαλίζει το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Άλλωστε, η έννοια της δημοσίας τάξεως εφαρμόζεται στο παράγωγο δίκαιο είτε ως ρήτρα παρεκκλίσεως είτε ως ερμηνευτικό και διευκρινιστικό παράγωγο δίκαιο (βλ., σχετικώς, Schneider, H., Die öffentliche Ordnung als Schranke der Grundfreiheiten im EG-Vertrag, Baden-Baden 1998, σ. 53).

( 23 ) Αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1988, 429/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1988, σ. 843, σκέψη 9), της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C-292/89, Antonissen (Συλλογή 1991, σ. Ι-745, σκέψη 18), της 29ης Μαΐου 1997, C-329/95, VAG Sverige (Συλλογή 1997, σ. Ι-2675, σκέψη 23), της 3ης Δεκεμβρίου 1998, C-368/96, Generics (UK) κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-7967, σκέψεις 25 έως 28).

( 24 ) Επιφύλαξη έναντι του περιεχομένου της εν λόγω δηλώσεως 10, μολονότι προέρχεται από το Συμβούλιο ως θεσμικό όργανο και, επομένως, μεταξύ άλλων και από την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή «venire contra factum proprium nemini licet», κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί στην ίδια του τη συμπεριφορά.

( 25 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις 15ης Μαρτίου 2001, C-165/98, Mazzoleni και ISA (Συλλογή 2001, σ. I-2189, σκέψη 23), και της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-164/99, Portugaia Construções (Συλλογή 2002, σ. I-787, σκέψη 17), με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την παροχή υπηρεσιών στο έδαφός του από την τήρηση όλων των απαιτουμένων προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και κατ’ αυτόν τον τρόπο να στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα τις διατάξεις της Συνθήκης που σκοπούν ακριβώς στη διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

( 26 ) Η Wolfsgruber, C., Die grenzüberschreitende Entsendung von Arbeitnehmern, Βιέννη, 2001, σ. 42, δεν αναφέρει τη δήλωση 10. Πάντως, η συγγραφέας είναι της γνώμης ότι η έννοια της δημοσίας τάξεως στο άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας 96/71 σε συνδυασμό με τη νομολογία του Δικαστηρίου για το άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί στενά. Επομένως, η διεύρυνση των όρων εργασίας και απασχολήσεως του κράτους υποδοχής είναι δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι «υφίσταται πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας». Η Däubler, W., «Die Entsende-Richtlinie und ihre Umsetzung in das deutsche Recht» (όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 615), επισημαίνει ότι σε καμία περίπτωση το σύνολο των συλλογικών συμβάσεων που εφαρμόζονται στις ημεδαπές επιχειρήσεις δεν εφαρμόζεται και στους παρέχοντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη. Πρόκειται, αντιθέτως, για τα ελάχιστα όρια μισθού και την ελάχιστη διάρκεια άδειας, οπότε οι ανώτεροι μισθοί ειδικευμένου εργαζομένου, τα συνήθη συμπληρώματα καθώς και τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα κ.λπ. δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο. Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι, μολονότι η οδηγία 96/71 σκοπεί στη θέσπιση ενός σκληρού πυρήνα διατάξεων που εξασφαλίζουν μια κατ’ ελάχιστο όριο προστασία, ταυτοχρόνως σκοπεί στην κατά το δυνατόν αποφυγή των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για λόγους δημοσίας τάξεως.

( 27 ) Ταυτόχρονα, η οδηγία 96/533 σκοπεί στην εφαρμογή του σημείου 9 του Κοινοτικού Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, κατά το οποίο οι όροι εργασίας κάθε μισθωτού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα πρέπει να καθορίζονται είτε με νόμο είτε με συλλογική σύμβαση είτε με σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με τα ισχύοντα σε κάθε κράτος μέλος.

( 28 ) Ο εργοδότης οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον εργαζόμενο το αργότερο δύο μήνες πριν από την ανάληψη εργασίας τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας. Για την υποχρέωση πληροφορήσεως, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/533 προβλέπει ένα ελάχιστο περιεχόμενο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533, η γραπτή ενημέρωση στην περίπτωση εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να ασκήσουν την εργασία τους σε ένα ή πολλά άλλα κράτη εκτός του κράτους μέλους στου οποίου τη νομοθεσία και/ή την πρακτική υπόκειται η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: i) τη διάρκεια της εργασίας στο εξωτερικό, ii) το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλεται η αμοιβή, iii) ενδεχομένως, τα πλεονεκτήματα, σε χρήμα ή σε είδος, που συνδέονται με τον εκπατρισμό και, ενδεχομένως, τους όρους επαναπατρισμού του εργαζομένου, οπότε και στις περιπτώσεις αυτές η ενημέρωση για το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλεται η αμοιβή καθώς και τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με τον εκπατρισμό μπορεί, ενδεχομένως, να γίνεται και με παραπομπή στις νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές ή καταστατικές διατάξεις, ή στις συλλογικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τα οικεία θέματα. Τα έγγραφα αυτά πρέπει να βρίσκονται στην κατοχή του εργαζομένου πριν από την αναχώρησή του. Βλ., συναφώς, Fuchs, M./Marhold, F., Europäisches Arbeitsrecht, προπαρατεθέν στην υποσημείωση 16, σ. 79 επ.

( 29 ) Βλ., για τη νομική σχέση μεταξύ της οδηγίας 96/71 και της οδηγίας 2006/123, αναλύσεις στην υποσημείωση 9.

( 30 ) Οι Lenaerts, K./Arts, D./Maselis, I., Procedural Law of the European Union, 2η έκδοση, Λονδίνο, 2006, σημείο 5-056, σ. 162, επισημαίνουν ότι το περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της ερμηνείας των διατάξεων αυτών από τα εθνικά δικαστήρια. Αν εθνική διάταξη επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες —μία αντίθετη και μία σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο— τότε στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν ερμηνεύουν την εκάστοτε διάταξη σύμφωνα προς το κοινοτικό δίκαιο. Πάντως, στην παρούσα υπόθεση, το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 είναι σαφές και δεν καθιστά δυνατή καμία άλλη ερμηνεία η οποία να συνιστά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/533.

( 31 ) Βλ. σημείο 45.

( 32 ) Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 12), της 9ης Αυγούστου 1994, C-43/93, Vander Elst (Συλλογή 1994, σ. I-3803, σκέψη 14), της 28ης Μαρτίου 1996, C-272/94, Guiot (Συλλογή 1996, σ. I-1905, σκέψη 10), της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede (Συλλογή 1996, σ. I-6511, σκέψη 25), της 9ης Ιουλίου 1997, C-222/95, Parodi (Συλλογή 1997, σ. I-3899, σκέψη 18), Portugaia Construções (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 16), και της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-244/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 30).

( 33 ) Αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-49/98, C-50/98, C-52/98 έως C-54/98 και C-68/98 έως C-71/98, Finalarte (Συλλογή 2001, σ. Ι-7831, σκέψη 31), και της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-369/96 και C-376/96, Arblade (Συλλογή 1999, σ. Ι-8453, σκέψη 34).

( 34 ) Οδηγία του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και τη CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9). Η οδηγία εξασφαλίζει στους εργαζομένους, τους οποίους αφορούν οι νέες μορφές ελαστικότερης οργανώσεως της εργασίας, την ίδια μεταχείριση με τους εργαζομένους πλήρους απασχολήσεως ή τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η πρόσβαση στη μερική απασχόληση πρέπει να απλοποιηθεί. Απευθύνονται συστάσεις στους εργοδότες ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα αιτήματα των εργαζομένων όσον αφορά τις πλέον ευέλικτες μορφές εργασίας.

( 35 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43). Η οδηγία περιέχει ελάχιστες απαιτήσεις για συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των εργαζομένων και να αποτραπεί η κατάχρηση από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ή εργασιακών σχέσεων του είδους αυτού. Καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κυρώσεις στην περίπτωση παραβάσεων των ελάχιστων αυτών απαιτήσεων. Περαιτέρω, προβλέπει ειδικές ρήτρες για να περιορίσει το διοικητικό κόστος το οποίο μπορεί να προκύψει για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από την εφαρμογή των νέων αυτών διατάξεων.

( 36 ) Οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα, ήτοι η Ένωση των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES), συνήψαν, στις 6 Ιουνίου 1997, συμφωνία-πλαίσιο για τη μερική απασχόληση και, στις 18 Μαρτίου 1999, συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, οι οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν με τις οδηγίες 97/81 και 99/70. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 της οδηγίας 97/81 και 16 της οδηγίας 99/70, η προσήκουσα πράξη για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας-πλαισίου είναι μια οδηγία, κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ· η οδηγία δεσμεύει τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί, αφήνοντας τον τύπο και τα μέσα στην αρμοδιότητά τους.

( 37 ) Χωρίς να προβαίνουν σε ακριβή νομική ανάλυση βάσει της οδηγίας 96/71, οι Däubler, W., «Die Entsende-Richtlinie und ihre Umsetzung in das deutsche Recht», (όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 615), και Borgmann, B., «Entsendung drittstaatsangehöriger Arbeitnehmer durch EU-Unternehmen nach Deutschland», Zeitschrift für Ausländerrecht und Ausländerpolitik, 1993, σ. 122, υποστηρίζουν ότι το σύνολο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που εφαρμόζονται στις ημεδαπές επιχειρήσεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και σε παρέχοντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη. Ο Borgmann, B. μάλιστα υποστηρίζει ότι η υποχρεωτική εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που δεν έχουν αναγορευθεί σε διατάξεις γενικής εφαρμογής στις αλλοδαπές συμβάσεις εργασίας συνιστά εμφανή διάκριση εις βάρος των αλλοδαπών επιχειρήσεων.

( 38 ) Αυτό προκύπτει ήδη από τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών, να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις των οδηγιών κατά τρόπον ώστε να πληρούνται απολύτως οι επιταγές της σαφήνειας και της βεβαιότητας της νομικής καταστάσεως, την οποία σκοπεί να διαμορφώσει η οδηγία (βλ. αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 1983, 300/81, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1983, σ. 449, σκέψη 10, και της 2ας Δεκεμβρίου 1986, 239/85, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1986, σ. 3645, σκέψη 7).

( 39 ) Έτσι έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Portugaia Construções (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψεις 28, 29) όσον αφορά την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων για τα ελάχιστα όρια μισθού σε παρέχοντες υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εξακριβώσουν αν, εκτιμώμενη αντικειμενικώς, η επίμαχη ρύθμιση διασφαλίζει την προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων και αν συνεπάγεται για τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους πραγματικό πλεονέκτημα που συμβάλλει σημαντικά στην κοινωνική τους προστασία. Με τον τρόπο αυτόν, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι εθνικές διατάξεις για τους όρους εργασίας και απασχολήσεως οι οποίες φαίνονται ευνοϊκές για τους εργαζομένους όπως τα ελάχιστα όρια μισθού, μπορεί να μην είναι πάντοτε ευνοϊκές για τους αποσπασμένους εργαζομένους. Νομίζω ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Βλ., στο πνεύμα αυτό, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στην υπόθεση Laval un Partneri (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16), σημείο 237, ο οποίος παραπέμπει στην απόφαση Portugaia Construções.

( 40 ) Πρόκειται συναφώς για την «Convention collective de travail pour le métier de plafonneur-façadier» («συλλογική σύμβαση εργασίας για το επάγγελμα του τεχνίτη οροφών και προσόψεων», κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δούκα της 31ης Ιανουαρίου 1996 —Mémorial A— αριθ. 14), την «Convention collective de travail pour les métiers d’installateur sanitaire et d’installateur de chauffage et de climatisation» («συλλογική σύμβαση εργασίας για τα επαγγέλματα του εγκαταστάτη υδραυλικών και του εγκαταστάτη κεντρικής θέρμανσης και κλιματισμού», κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δούκα της 23ης Σεπτεμβρίου 1996, Mémorial A — αριθ. 72), την «Contrat collectif pour le bâtiment» («συλλογική σύμβαση για την οικοδομή», κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δούκα της 18ης Φεβρουαρίου 1997, Mémorial A — αριθ. 14).

( 41 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

( 42 ) Ανήγγειλε, επιπλέον, την κατάρτιση νέου νομοσχεδίου, με το οποίο το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 θα αναφέρεται στην ημερήσια ανάπαυση και στον χρόνο του διαλείμματος. Κατά το υπόμνημα αντικρούσεως, αυτό έγινε με το άρθρο 4 του νόμου της 19ης Μαΐου 2006 για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών 2003/88 και 96/71 [Loi du 19 mai 2006 1) transposant la directive 2003/88/CE du Parlement européen et du Conseil du 4 novembre 2003 concernant certains aspects de l'aménagement du temps de travail; 2) modifiant la loi modifiée du 7 juin 1937 ayant pour objet la réforme de la loi du 31 octobre 1919 portant règlement légal du louage de services des employés privés; 3) modifiant la loi modifiée du 9 décembre 1970 portant réduction et réglementation de la durée de travail des ouvriers occupés dans les secteurs public et privé de l’économie; 4) modifiant la loi modifiée du 17 juin 1994 concernant les services de santé au travail 5) modifiant la loi du 20 décembre 2002 portant 1. transposition de la directive 96/71/CE du Parlement européen et du Conseil du 16 décembre 1996 concernant le détachement de travailleurs effectué dans le cadre d'une prestation de service; 2. réglementation du contrôle de l’application du droit du travail (Mémorial A — αριθ. 97 της 31ης Μαΐου 2006, σ. 1806)].

( 43 ) Αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-289/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1996, σ. I-4405, σκέψη 20), της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-302/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1996, σ. I-6765, σκέψη 13), της 3ης Ιουλίου 1997, C-60/96, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1997, σ. I-3827, σκέψη 15), της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-384/99, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-10633, σκέψη 16), της 15ης Μαρτίου 2001, C-147/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-2387, σκέψη 26), της 21ης Ιουνίου 2001, C-119/00, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2001, σ. I-4795, σκέψη 14), της 7ης Μαρτίου 2002, C-29/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2002, σ. I-2503, σκέψη 11), και της 18ης Ιουλίου 2006, C-119/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2006, σ. I-6885, σκέψεις 27 και 28).

( 44 ) Αποφάσεις Säger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 12), Vander Elst (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 14), Guiot (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 10), Reisebüro Broede (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 25), Parodi (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 18), Portugaia Construções (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 39, σκέψη 16), και Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 30).

( 45 ) Με την απόφαση Arblade (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 50), το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ως προς τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικής νομοθεσίας η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη, ο οποίος ενεργεί ως παρέχων υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης, να καταβάλλει εργοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία του κράτους μέλους υποδοχής, επιπλέον των εισφορών που ήδη καταβάλλει στα ασφαλιστικά ταμεία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια υποχρέωση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον συνεπάγεται επιπλέον έξοδα και διοικητικές και οικονομικές επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να μην αντιμετωπίζουν ίσες συνθήκες ανταγωνισμού σε σχέση προς τους εργοδότες που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής και να αποθαρρύνονται έτσι να παρέχουν υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους υποδοχής. Βλ. και απόφαση Finalarte (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 30), η οποία αναφέρεται στην απόφαση Mazzoleni (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 24). Στην τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής περί κατωτάτων μισθών επί των παρεχόντων υπηρεσίες, που είναι εγκατεστημένοι σε περιοχή άλλου κράτους μέλους συνορεύουσα με το κράτος μέλος υποδοχής, μπορεί να έχει ως συνέπεια δυσανάλογες πρόσθετες διοικητικές επιβαρύνσεις εάν η αμοιβή των εργαζομένων οι οποίοι αποσπώνται στο κράτος υποδοχής κατά τη διάρκεια της εργασίας τους πρέπει να υπολογιστεί χωριστά.

( 46 ) Βλ. αποφάσεις Finalarte (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 36), και της 21ης Οκτωβρίου 2004, C-445/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2004, σ. I-10191, σκέψη 41), με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση τηρήσεως διοικητικών διατυπώσεων αρκούσε για να αναγνωρισθεί η ύπαρξη περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Στις προτάσεις του της 15ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, προπαρατεθείσα (σημείο 17), ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer επισημαίνει ότι οι παρέχοντες υπηρεσίες, οι οποίοι ασκούν το δικαίωμά τους «να παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφος οποιασδήποτε χώρας της Κοινότητας, δι’ αποσπάσεως του προσωπικού τους» αντιμετωπίζουν διάφορες δυσχέρειες. Η μία είναι απόρροια της υποχρεώσεως λήψεως εγκρίσεως, η χορήγηση της οποίας δεν είναι μόνον αυθαίρετη αλλά και δυσχερής και απαιτεί διοικητικές διατυπώσεις κατά το μάλλον ή ήττον χρονοβόρες, περίπλοκες και δαπανηρές. Η άλλη δυσχέρεια έγκειται στην υποχρέωση υποβολής σε ελέγχους που προστίθενται σε όσους διενεργεί το κράτος εγκαταστάσεως, οσάκις δεν επαναλαμβάνονται. Όλες οι διατυπώσεις αυτές έχουν συχνά ως συνέπεια την παραίτηση από την παροχή της υπηρεσίας ή την πρόκληση επιζήμιων καθυστερήσεων. Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων αυτών, πρέπει να διατηρηθεί η ισχύς της νομολογίας αυτής.

( 47 ) Αποφάσεις Επιτροπή κατά Αυστρίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 43), Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 36), και Arblade κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 38).

( 48 ) Για τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την κοινωνική προστασία των εργαζομένων, βλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 279/92, Webb (Συλλογή 1981, σ. 3305, σκέψη 19), της 3ης Φεβρουαρίου 1982, 62/81 και 63/81, Seco κατά Evi (Συλλογή 1982, σ. 223, σκέψη 10), της 27ης Μαρτίου 1990, C-113/89, Rush Portuguesa (Συλλογή 1990, σ. I-1417, σκέψη 18), Vander Elst (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 25), Guiot (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 16), Arblade κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 36), Finalarte (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψεις 40, 45), της 12ης Οκτωβρίου 2004, C-60/03, Wolff & Müller (Συλλογή 2004, σ. I-9553, σκέψη 35), και Επιτροπή κατά Αυστρίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 47, σκέψη 47), καθώς και σημείο 249 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στην υπόθεση Laval un Partneri (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16). Για τη νομολογία σχετικά με την καταπολέμηση των καταχρηστικών συμπεριφορών, βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 56). Το γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προστατεύει καταχρηστικές συμπεριφορές και απάτες συνάγεται περαιτέρω από την απόφαση της 2ας Μαΐου 1996, C-206/94, Paletta II (Συλλογή 1996, σ. I-2357, σκέψη 28), με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά το κοινοτικό δίκαιο, δεν απαγορεύεται στον εργοδότη να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία παρέχουν ενδεχομένως στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικής ή απατηλής συμπεριφοράς προκύπτουσας από το γεγονός ότι ο εργαζόμενος, αν και επικαλείται ανικανότητα προς εργασία πιστοποιούμενη σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 574/72, δεν ασθένησε.

( 49 ) Αποφάσεις Επιτροπή κατά Αυστρίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 43), και Rush Portuguesa (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48, σκέψη 17).

( 50 ) Αποφάσεις Arblade κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 35), Mazzoleni και ISA (παρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 26), και Wolff & Müller (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48, σκέψη 34). Ο Teyssié, B., Droit européen du travail, 2η έκδοση, Παρίσι, 2003, σ. 158, 159, είναι της γνώμης ότι η απαίτηση της τηρήσεως διοικητικών διατυπώσεων δικαιολογείται μόνον όταν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των οικείων εργαζομένων. Η κοινωνική προστασία των εργαζομένων, ως θεμιτός δικαιολογητικός λόγος, δεν μπορεί να λειτουργεί ως πρόσχημα για τη θέσπιση νομικών διατάξεων οι οποίες εμποδίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

( 51 ) Σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, «η Επιθεώρηση Εργασίας και Ορυχείων και η Διοίκηση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Καταναλώσεως είναι επιφορτισμένες, εκάστη στον τομέα των αρμοδιοτήτων της, με την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου». Οι αρμοδιότητες της Επιθεωρήσεως Εργασίας και Ορυχείων ρυθμίζονται από τον νόμο της 4ης Απριλίου 1974 για την αναδιοργάνωση της Επιθεωρήσεως Εργασίας και Ορυχείων (Mémorial A — αριθ. 27, σ. 485).

( 52 ) Βλ. προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της Επιθεωρήσεως Εργασίας και Ορυχείων της 29ης Απριλίου 2004, με αποδέκτη συγκεκριμένη επιχείρηση, στην οποία απαγορεύει την παροχή υπηρεσιών με αποσπασμένους εργαζομένους που δεν έχουν δηλωθεί νομοτύπως («ordonnance executoire par provision: cessation de prestations de travail détachées non-déclarées»), επισυναφθείσα ως αντίγραφο στο παράρτημα A 5 του δικογράφου της προσφυγής.

( 53 ) Ο νομοθέτης απαγορεύει συγκεκριμένες δραστηριότητες (ή συγκεκριμένες ενέργειες), όχι όμως, διότι αυτές πρέπει να απαγορευθούν γενικώς, αλλά διότι πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί από τις αρμόδιες αρχές αν αυτές παραβιάζουν στην κατ’ ιδίαν περίπτωση ορισμένες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Αν ο έλεγχος διεξαχθεί νομοτύπως και προκύψει ότι η δραστηριότητα συνάδει προς το ουσιαστικό δίκαιο, πρέπει να χορηγηθεί η άδεια. Επομένως, η απαγόρευση τελεί εκ των προτέρων υπό την επιφύλαξη της χορηγήσεως της άδειας εάν κατά τη διαδικασία χορηγήσεως δεν προκύπτουν εκ του νόμου λόγοι αρνήσεως. Κατά συνέπεια, και στην περίπτωση της «άδειας» γίνεται λόγος για «απαγόρευση με την επιφύλαξη άδειας» (βλ., συναφώς, Maurer, H., Allgemeines Verwaltungsrecht, 15η έκδοση, Μόναχο, 2004, σημείο 51, σ. 218). Με την ύπαρξη της εν λόγω απαγορεύσεως με επιφύλαξη άδειας είναι βέβαιος, πέραν πάσης αμφιβολίας, και ο περιοριστικός χαρακτήρας της λουξεμβουργιανής κανονιστικής ρυθμίσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002. Πράγματι, όσον αφορά την απόσπαση εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους εκ μέρους κοινοτικής επιχειρήσεως παρέχουσας υπηρεσίες, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση εξαρτώσα την παροχή υπηρεσιών επί του εθνικού εδάφους εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος από τη χορήγηση διοικητικής άδειας συνιστά περιορισμό στην εν λόγω ελευθερία, κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ. Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Αυστρίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 40), Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 24), και Vander Elst (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 15).

( 54 ) Βλ., συναφώς σε θέματα οδηγιών, αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-360/87, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-791, σκέψη 12), και της 15ης Ιουνίου 1995, C-220/94, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 1995, σ. Ι-1589, σκέψη 10). Βλ., περαιτέρω, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-162/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. Ι-541, σκέψεις 22 έως 25), και της 6ης Μαρτίου 2003, C-478/01, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2003, σ. Ι-2351, σκέψη 20).

( 55 ) Με την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της Επιθεωρήσεως Εργασίας και Ορυχείων της 29ης Απριλίου 2004, με αποδέκτη συγκεκριμένη επιχείρηση, στην οποία απαγορεύει την παροχή υπηρεσιών με αποσπασμένους εργαζομένους που δεν έχουν δηλωθεί νομοτύπως («ordonnance executoire par provision: cessation de prestations de travail détachées non-déclarées»), επισυναφθείσα ως αντίγραφο στο παράρτημα A 5 του δικογράφου της προσφυγής, η Επιθεώρηση Εργασίας διευκρινίζει ότι τα έγγραφα σχετικά με το καθεστώς από πλευράς δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως και εργατικού δικαίου των αποσπασμένων εργαζομένων πρέπει να κατατεθούν πριν από την παροχή των διασυνοριακών υπηρεσιών και, συναφώς, ο όρος «antérieurement» («προηγουμένως») αναγράφεται με κεφαλαίους χαρακτήρες, προκειμένου να διαφωτίσει τις επιχειρήσεις που ενεργούν κατά προδήλως παράνομο τρόπο.

( 56 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 31.

( 57 ) Υπό την έννοια αυτή και ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed στις προτάσεις του της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-244/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σημείο 28), σχετικά με γερμανική ρύθμιση, η οποία υπέβαλλε την εκ μέρους παρέχοντος υπηρεσίες εγκατεστημένου εντός άλλου κράτους μέλους απόσπαση εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών για την παροχή υπηρεσιών στο γερμανικό έδαφος σε διαδικασία προηγούμενης χορηγήσεως αδείας. Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, το μέτρο του εκ των προτέρων ελέγχου δεν τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, επειδή οι επιχειρήσεις που δεν τηρούν την εν λόγω νομοθεσία των κρατών μελών για την προστασία των εργαζομένων, φέρουν την ευθύνη της αποσπάσεως που έχει πραγματοποιηθεί υπό παράνομες συνθήκες και μπορούν ανά πάσα στιγμή να διωχθούν δικαστικώς. Κατά συνέπεια, το μέτρο του εκ των προτέρων ελέγχου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη βεβαιώσεως του ότι η απόσπαση αυτή πραγματοποιήθηκε νομίμως.

( 58 ) Αυτό αναγνωρίζεται εμμέσως από την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου στη σελίδα 5 του εγγράφου απαντήσεως στο έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής. Αναγνωρίζει τις ιδιαίτερες δεσμεύσεις που προκαλεί η υποχρέωση που επιβάλλεται στις αλλοδαπές επιχειρήσεις να διορίσουν ad hoc εντολοδόχο, κάτοικο Λουξεμβούργου.

( 59 ) Βλ. σημείο 71.

( 60 ) Βλ. σημείο 72.

( 61 ) Βλ. αποφάσεις Säger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 13), καθώς και Mazzoleni και ISA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 23).

( 62 ) Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2002, C-279/00 (Συλλογή 2002, σ. Ι-1425, σκέψεις 17 και 18).

( 63 ) Αποφάσεις Arblade κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 76), και της 4ης Δεκεμβρίου 1986, 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1986, σ. 3755, σκέψη 54).

( 64 ) Με την απόφαση Arblade κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 79), το Δικαστήριο έκρινε ότι «το οργανωμένο σύστημα συνεργασίας ή ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών που προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας 96/71 θα καταστήσει προσεχώς περιττή τη διατήρηση των εγγράφων εντός του κράτους μέλους υποδοχής αφότου ο εργοδότης παύει να απασχολεί εργαζομένους εντός του κράτους αυτού». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη ορίζουν φορείς οι οποίοι καθιστούν δυνατή τη στενή συνεργασία των κρατών μελών στον τομέα των όρων εργασίας και απασχολήσεως. Πράγματι,, πρέπει ιδίως να παρέχεται στα δικαστήρια των κρατών μελών η δυνατότητα να λάβουν γνώση των όρων απασχολήσεως στον τόπο της εργασίας εντός άλλων κρατών μελών. Μεταξύ των οργάνων αυτών ανήκουν ειδικότερα τα γραφεία σύνδεσμοι ή άλλοι φορείς συνεργασίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η προβλεπόμενη στην οδηγία συνεργασία των υπηρεσιών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία των όρων εργασίας και απασχόλησης. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει, ειδικότερα, την απάντηση στις αιτιολογημένες αιτήσεις πληροφοριών που υποβάλλουν οι υπηρεσίες αυτές για παροχή πληροφοριών σχετικά i) με τη διεθνική διάθεση εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων ii) των περιπτώσεων προδήλου καταχρήσεως ή iii) διασυνοριακών δραστηριοτήτων που εικάζονται παράνομες. Η αμοιβαία συνεργασία πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς αντάλλαγμα (βλ., σχετικά, Forgó, K., «Aktuelles zur Entsenderichtlinie», όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 817)

( 65 ) Βλ. απόφαση Arblade κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψεις 65, 74), η οποία αναφερόταν στην κοινωνική προστασία των εργαζομένων στον οικοδομικό τομέα.

Sus