Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CC0076

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 1ης Μαρτίου 2007.
    Britannia Alloys & Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Σύμπραξη - Πρόστιμα - Έννοια της "προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου" για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του προστίμου.
    Υπόθεση C-76/06 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-04405

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:128

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    YVES BOT

    της 1ης Μαρτίου 2007 1(1)

    Υπόθεση C‑76/06 P

    Britannia Alloys & Chemicals Ltd

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Σύμπραξη – Αγορά του φωσφορικού ψευδαργύρου – Άρθρο 81 ΕΚ – Πρόστιμο – Άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων – Νόμιμο ανώτατο όριο του προστίμου – Σχετικός κύκλος εργασιών – Προηγούμενη διαχειριστική περίοδος – Ίση μεταχείριση – Αρχή της ασφάλειας δικαίου»





    1.        Αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως είναι η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η εταιρία Britannia Alloys & Chemicals Ltd (στο εξής: Britannia ή αναιρεσείουσα) κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Νοεμβρίου 2005, Britannia Alloys & Chemicals Ltd κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (2).

    2.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της αποφάσεως 2003/437/ΕΚ της Επιτροπής (3), με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο στην Britannia, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), διότι μετέσχε σε διαρκή σύμπραξη και/ή σε εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα του φωσφορικού ψευδαργύρου. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (4), καθώς και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου. Η Britannia προσήψε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι, προκειμένου να καθορίσει το ανώτατο όριο του προστίμου που της επέβαλε, έλαβε υπόψη της κύκλο εργασιών που αφορούσε διαχειριστική περίοδο διαφορετική από αυτήν που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως.

    3.        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αιτιάται, κατ’ ουσίαν, το Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε διάφορες πλάνες περί το δίκαιο δεχόμενο ότι η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο υπολογισμού. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν το Πρωτοδικείο, πράττοντας τούτο, παραβίασε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καθώς και τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου.

    4.        Με τις ανά χείρας προτάσεις, θα υποστηρίξω ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λάβει υπόψη της διαχειριστική περίοδο διαφορετική από αυτήν που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως προκειμένου να υπολογίσει το ανώτατο ύψος του επιβλητέου στην αναιρεσείουσα προστίμου.

    5.        Αντιθέτως, θα καταδείξω ότι το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να απαντήσει σε επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της ενώπιόν του εκδικάσεως της προσφυγής ακυρώσεως, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από τα άρθρα 36 και 53 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό. Δεδομένου ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να την αναιρέσει και να αποφανθεί οριστικώς επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβλήθηκε πρωτοδίκως. Θα υποστηρίξω ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και θα προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει, βάσει των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την προσφυγή περί ακυρώσεως που άσκησε η Britannia.

    I –    Το νομικό πλαίσιο

    6.        Κατά το άρθρο 81 ΕΚ απαγορεύονται «όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».

    7.        Σε περίπτωση παραβιάσεως της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, «να επιβάλλει […] στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους [χιλίων ευρώ] μέχρις [ενός εκατομμυρίου ευρώ], ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση […]».

    8.        Προκειμένου να διασφαλισθεί η διαφάνεια και ο αντικειμενικός χαρακτήρας των αποφάσεων αυτών τόσο έναντι των επιχειρήσεων όσο και έναντι του κοινοτικού δικαστή, η Επιτροπή δημοσίευσε το 1998 ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες εκθέτει τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (5).

    9.        Το σημείο 1 των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι, για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τα κριτήρια που παραθέτει η διάταξη αυτή, ήτοι σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

    10.      Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός αντίκτυπός της επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (σημείο 1 Α, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών). Στο πλαίσιο αυτό, οι παραβάσεις κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στις «ελαφρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ποσό των προστίμων κυμαίνεται μεταξύ 1 000 ευρώ και 1 000 000 ευρώ, στις «σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 1 000 000 ευρώ και 20 000 000 ευρώ, καθώς και στις «πολύ σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το εν λόγω ποσό υπερβαίνει τα 20 000 000 ευρώ (σημείο 1 Α, δεύτερο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση). Εντός εκάστης των κατηγοριών αυτών, και ιδίως για τις κατηγορίες των «σοβαρών» και των «πολύ σοβαρών» παραβάσεων, η κλίμακα των κυρώσεων παρέχει τη δυνατότητα διαφοροποιήσεως της μεταχειρίσεως των επιχειρήσεων ανάλογα με τη φύση των διαπραχθεισών παραβάσεων (σημείο 1 Α, τρίτο εδάφιο). Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως τους καταναλωτές, και να καθορίζει το ύψος του προστίμου κατά τρόπο ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα (σημείο 1 Α, τέταρτο εδάφιο).

    11.      Μπορεί επίσης να συνεκτιμάται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους διαθέτουν συνήθως τις γνώσεις και τα νομικοοικονομικά μέσα που χρειάζονται για να μπορούν να αξιολογήσουν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της από την άποψη της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (σημείο 1 Α, πέμπτο εδάφιο).

    12.      Εντός εκάστης εκ των ανωτέρω τριών κατηγοριών, η Επιτροπή μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να σταθμίζει το καθοριζόμενο ποσό, προκειμένου να λάβει υπόψη της το ειδικό βάρος και, κατ’ επέκταση, τον πραγματικό αντίκτυπο της παράνομης συμπεριφοράς εκάστης επιχειρήσεως επί του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παραβάσεως και, κατά συνέπεια, να προσαρμόζει το βασικό ποσό ανάλογα με τον ειδικό χαρακτήρα εκάστης επιχειρήσεως (σημείο 1 Α, έκτο εδάφιο).

    13.      Ως προς τον παράγοντα της διάρκειας της παραβάσεως, οι κατευθυντήριες γραμμές διακρίνουν μεταξύ των «παραβάσεων σύντομης διάρκειας» (κατά κανόνα βραχύτερης του ενός έτους), για τις οποίες το ποσό που επιλέγεται για τη σοβαρότητά τους δεν πρέπει να προσαυξάνεται, των «παραβάσεων μέσης διάρκειας (κατά κανόνα από ένα έως πέντε έτη), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να προσαυξηθεί έως 50 %, και των «παραβάσεων μεγάλης διάρκειας» (κατά κανόνα μεγαλύτερης των πέντε ετών), για τις οποίες η προσαύξηση του εν λόγω ποσού μπορεί να ισούται με 10 % για κάθε έτος (σημείο 1 Β, πρώτο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση).

    14.      Ακολούθως, οι κατευθυντήριες γραμμές παραθέτουν, εν είδει παραδείγματος, πίνακα επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την αύξηση ή μείωση του βασικού ποσού, αυτές δε οι περιστάσεις παρατίθενται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (6).

    15.      Ως γενική παρατήρηση, το σημείο 5, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών διευκρινίζει ότι το τελικό αποτέλεσμα του υπολογισμού του προστίμου βάσει της μεθόδου αυτής (βασικό ποσό στο οποίο εφαρμόζονται ποσοστά αυξήσεως ή μειώσεως) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Κατά το σημείο 5, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, των αυτών κατευθυντήριων γραμμών, η διαχειριστική περίοδος στην οποία αντιστοιχεί ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να είναι αυτή η οποία προηγείται του έτους εκδόσεως της αποφάσεως και, στην περίπτωση που τα σχετικά δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα, να λαμβάνεται υπόψη η αμέσως προηγούμενη χρήση.

    16.      Επιπλέον, το σημείο 5, στοιχείο β΄, των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι ενδείκνυται, ανάλογα με τα δεδομένα κάθε υποθέσεως και μετά την εκτέλεση των ανωτέρω υπολογισμών, να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως είναι οι συγκεκριμένες οικονομικές παράμετροι, το οικονομικό ή χρηματοοικονομικό όφελος που έχουν ενδεχομένως αποκομίσει οι παραβάτες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, καθώς και η πραγματική τους ικανότητα να επωμιστούν το βάρος ενός προστίμου, υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, ώστε να αναπροσαρμόζεται αναλόγως το ύψος των προστίμων που πρόκειται να επιβληθούν.

    17.      Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που περιγράφουν οι κατευθυντήριες γραμμές, το ποσό των προστίμων υπολογίζεται σε συνάρτηση με τα δύο κριτήρια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ήτοι τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τη διάρκειά της, τηρουμένου του ανωτάτου ορίου το οποίο καθορίζει η ίδια διάταξη σε σχέση με τον κύκλο εργασιών εκάστης επιχειρήσεως.

    II – Τα πραγματικά περιστατικά

    18.      Τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

    19.      Η Britannia, εταιρία αγγλικού δικαίου, είναι θυγατρική της M. I. M. Holdings Ltd 586 (στο εξής: MIM), εταιρίας αυστραλιανού δικαίου. Η Britannia παρήγε και πωλούσε προϊόντα με βάση τον ψευδάργυρο, περιλαμβανομένου του φωσφορικού ψευδαργύρου. Τον Μάρτιο του 1997, η Trident Alloys Ltd (στο εξής: Trident), ανεξάρτητη εταιρία συσταθείσα από τα διευθυντικά στελέχη της Britannia, εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Britannia στον τομέα του ψευδαργύρου αντί 14 359 072 λιρών στερλινών (GBP). Η τελευταία εξακολουθεί να υφίσταται ως θυγατρική της MIM, αλλά έχει παύσει να ασκεί κάθε οικονομική δραστηριότητα και, συνεπώς, δεν έχει πλέον κύκλο εργασιών.

    20.      Το 2001, το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αγοράς φωσφορικού ψευδαργύρου κατείχαν πέντε Ευρωπαίοι παραγωγοί, ήτοι: η Dr. Hans Heubach GmbH & Co. KG (στο εξής: Heubach), η James M. Brown Ltd (στο εξής: James Brown), η Société nouvelle des couleurs zinciques SA (στο εξής: SNCZ), η Trident (πρώην Britannia) και η Union Pigments AS (πρώην Waardals AS) (στο εξής: Union Pigments).

    21.      Στις 13 και 14 Μαΐου 1998, η Επιτροπή διενήργησε ταυτόχρονους και αιφνιδιαστικούς ελέγχους στους χώρους της Heubach, της SNCZ και της Trident, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

    22.      Στις 11 Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία επέβαλε στην αναιρεσείουσα πρόστιμο ύψους 3,37 εκατομμυρίων ευρώ λόγω παραβάσεως των άρθρων 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ.

    23.      Με την ανωτέρω απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τις 24 Μαρτίου 1994 μέχρι τις 13 Μαΐου 1998 υπήρξε σύμπραξη μεταξύ της Britannia (Trident από 15ης Μαρτίου 1997), της Heubach, της James Brown, της SNCZ και της Union Pigments. Κατά την απόφαση, η σύμπραξη περιορίστηκε στον κοινό φωσφορικό ψευδάργυρο. Πρώτον, τα μέλη της συμπράξεως συνήψαν συμφωνία κατανομής της αγοράς με ποσοστώσεις πωλήσεων για τους παραγωγούς. Δεύτερον, καθόριζαν «ελάχιστες» ή «συνιστώμενες» τιμές σε κάθε σύσκεψη, τις οποίες εν γένει ακολουθούσαν. Τρίτον, σε ορισμένο βαθμό, υπήρξε κατανομή πελατών.

    24.      Το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    Η Britannia […], η […] Heubach […], η James […] Brown […], η [SNCZ], η Trident […] και η [Union Pigments] παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, διά της συμμετοχής τους σε διαρκή συμφωνία ή/και εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα του φωσφορικού ψευδαργύρου.

    Διάρκεια της παραβάσεως:

    […]

    β)      στην περίπτωση της Britannia […]: από 24 Μαρτίου 1994 έως 15 Μαρτίου 1997,

    γ)      στην περίπτωση της Trident […]: από 15 Μαρτίου 1997 έως 13 Μαΐου 1998.

    […]

    Άρθρο 3

    Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβάλλονται για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1:

    α)      Britannia […]: 3,37 εκατομμύρια ευρώ,

    β)      […] Heubach […]: 3,78 εκατομμύρια ευρώ,

    γ)      James […] Brown […]: 940 000 ευρώ,

    δ)      [SNCZ]: 1,53 εκατομμύριο ευρώ,

    ε)      Trident […]: 1,98 εκατομμύριο ευρώ,

    ζ)      [Union Pigments]: 350 000 ευρώ.

    […]»

    25.      Προκειμένου να καθοριστεί το βασικό ποσό των προστίμων, η Επιτροπή, ακολουθώντας τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές, έλαβε υπόψη της όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και, ειδικότερα, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

    26.      Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση ως «πολύ σοβαρή». Κατά την επίδικη απόφαση, οι παραγωγοί φωσφορικού ψευδαργύρου σχεδίασαν, κατηύθυναν και ενθάρρυναν σκοπίμως μια σύμπραξη προκειμένου να περιοριστεί ο ανταγωνισμός στην οικεία αγορά εις βάρος των πελατών τους καθώς και του μεγάλου κοινού. Κατά την ανωτέρω απόφαση, η παράβαση επηρέασε επίσης την ακεραιότητα του εδάφους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Εν κατακλείδι, και λαμβανόμενης υπόψη της σχετικής σημασίας της αναιρεσείουσας στην εν λόγω αγορά, η Επιτροπή έκρινε ότι η ενδεδειγμένη βάση για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου ήταν το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ.

    27.      Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση διήρκησε δύο έτη και έντεκα μήνες (από τις 24 Μαρτίου 1994 έως τις 15 Μαρτίου 1997), πράγμα από το οποίο συναγόταν ότι η παράβαση είχε μέση διάρκεια. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένη η προσαύξηση του καθορισθέντος βασικού ποσού κατά 25 %, γεγονός που προσδιόρισε το ύψος του προστίμου σε 3,75 εκατομμύρια ευρώ (7).

    28.      Ακολούθως, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε εκάστη των επιχειρήσεων δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους. Προκειμένου να υπολογίσει το ανώτατο όριο του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου, η Επιτροπή «έλαβε υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της κατά το οικονομικό έτος που έληξε στις 30 Ιουνίου 1996, που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος κανονικής επιχειρηματικής δραστηριότητας» (8). Δεδομένου ότι αυτός ο κύκλος εργασιών ανερχόταν σε 55 713 550 ευρώ (9), το ανώτατο όριο του προστίμου καθορίστηκε σε 5,5 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Δεδομένου ότι το ποσό του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή πριν από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας ήταν χαμηλότερο από αυτό το ανώτατο όριο, η Επιτροπή δεν το μείωσε κατ’ εφαρμογή του ορίου αυτού.

    29.      Τέλος, η Επιτροπή χορήγησε στην Britannia μείωση κατά 10 % βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (10).

    30.      Ως εκ τούτου, το τελικό ποσό του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου ανήλθε σε 3,37 εκατομμύρια ευρώ (11).

    III – Η εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    31.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Φεβρουαρίου 2002, η Britannia άσκησε προσφυγή περί μερικής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως και, επικουρικώς, περί μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση.

    32.      Η σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Η προσφεύγουσα επικαλείται έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως. Ο λόγος αυτός έχει τρία σκέλη, με τα οποία η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε κατά το οικονομικό έτος το οποίο έληξε στις 30 Ιουνίου 1996 για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών:

    –        παρέβη το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας·

    –        παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως·

    –        παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου.»

    33.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την ανωτέρω προσφυγή.

    IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

    34.      Με την αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε στις 7 Φεβρουαρίου 2006, η Britannia ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να αναιρέσει την απόφαση στον βαθμό που απορρίπτει το αίτημα της αναιρεσείουσας σε σχέση με την επίδικη απόφαση,

    –        να ακυρώσει το άρθρο 3 της επίδικης αποφάσεως στον βαθμό που αφορά την Britannia,

    –        επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 3 της επίδικης αποφάσεως ώστε να ακυρωθεί ή να μειωθεί αισθητά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

    –        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου να αποφανθεί αυτό σύμφωνα με το διατακτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου, και

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    35.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει τους λόγους αναιρέσεως και τα αιτήματα που κρίθηκαν απαράδεκτα στο υπόμνημα αντικρούσεως,

    –        επικουρικώς, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και

    –        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    V –    Νομική ανάλυση

    36.      Η προσφεύγουσα επικαλείται τέσσερις λόγους αναιρέσεως εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ο τρίτος παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και ο τέταρτος έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    37.      Θα εξετάσω αυτούς τους λόγους αναιρέσεως έναν προς έναν.

     Α – Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

    38.      Πριν εξετάσω το βάσιμο αυτού του λόγου αναιρέσεως, θα ήθελα να κάνω δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις.

    39.      Η πρώτη παρατήρηση αφορά τα όρια του δικαστικού ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

    40.      Από τα άρθρα 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα.

    41.      Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο είναι, κατά πάγια νομολογία, το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν υποβληθεί στην κρίση του, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως του περιεχομένου των στοιχείων που του υποβλήθηκαν, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (12).

    42.      Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι, οσάκις το Πρωτοδικείο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να προβεί, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, στον έλεγχο του νομικού χαρακτηρισμού αυτών των πραγματικών περιστατικών και των έννομων συνεπειών που συνήγαγε το Πρωτοδικείο (13).

    43.      Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 15, του κανονισμού 17, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο οφείλει να ελέγχει αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε ο αναιρεσείων όσον αφορά την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου. Αντιθέτως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Πρωτοδικείο το οποίο αποφαίνεται, κατά πλήρη δικαιοδοσία, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις οι οποίες παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο (14).

    44.      Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την έκταση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή οσάκις επιβάλλει πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

    45.      Από πάγια νομολογία συνάγεται ότι η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού που επιλέγει για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να λαμβάνει υπόψη της πλειάδα στοιχείων εντός των ορίων που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (15).

    46.      Εντούτοις, η άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους η ίδια η Επιτροπή έχει καθορίσει για τη δράση της υιοθετώντας ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές. Μολονότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές δεν αποτελούν κανόνα δικαίου στην τήρηση του οποίου υποχρεούται η διοίκηση, εντούτοις το Δικαστήριο φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως οι αποφάσεις της ενδέχεται να ακυρωθούν λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή, ακόμη, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (16).

    47.      Το αν το Πρωτοδικείο εκτίμησε ορθώς την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως από την Επιτροπή πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων.

    48.      Υπενθυμίζω ότι με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο του καθορισμού του ανώτατου ορίου του προστίμου, κύκλο εργασιών προερχόμενο από διαχειριστική περίοδο διαφορετική από αυτήν που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 .

    49.      Από την ανάγνωση του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως συνάγω ότι η Britannia επικαλείται πλειάδα επιχειρημάτων προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως.

    50.      Πριν εξετάσω τη βασιμότητά του, πρέπει να υπενθυμίσω ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρόστιμο του οποίου το ύψος κυμαίνεται μεταξύ 1 000 ευρώ και 1 000 000 ευρώ, το ποσό δε αυτό μπορεί να προσαυξηθεί κατά 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η εμπλεκόμενη επιχείρηση κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο.

    51.      Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη της, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, διαχειριστική περίοδο διαφορετική από αυτήν που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, απέκλινε από τα οριζόμενα στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καθώς και από τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η έννοια της «προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου» της εν λόγω διατάξεως αφορά, κατά πάγια νομολογία, την πλέον πρόσφατη κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής πλήρη διαχειριστική περίοδο (17). Ως εκ τούτου, κατά την Britannia, το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να λάβει υπόψη του τον κύκλο εργασιών της διαχειριστικής περιόδου που έκλεισε στις 30 Ιουνίου 2001, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    52.      Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

    53.      Πράγματι, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (18).

    54.      Ωστόσο, φρονώ ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο ορθώς στηρίχθηκε στους σκοπούς που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης στο πλαίσιο της καταστολής των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού καθώς και στη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων προκειμένου να ερμηνεύσει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

    55.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, με τη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παρέπεμψε στην προπαρατεθείσα απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής καθώς και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, Sarrio κατά Επιτροπής (19), προκειμένου να διευκρινίσει ότι η έννοια της «προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου» του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αφορά, κατ’ αρχήν, την τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο εκάστης των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

    56.      Ακολούθως, το Πρωτοδικείο στήριξε την ανάλυσή του, με τις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο αντικείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Υπενθυμίζει ότι η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό «να παράσχει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα, ώστε να μπορεί αυτή να εκπληρώνει την αποστολή επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο» (20). Υπενθυμίζω ότι οι κυρώσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο το οποίο έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή προκειμένου να μεριμνά, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, για την εγκαθίδρυση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας «ενός καθεστώτος που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά». Αυτές οι χρηματικές κυρώσεις, οι οποίες επιβάλλονται στις πρακτικές που πρέπει να καταστέλλονται με αυστηρότητα, έχουν διπλό σκοπό. Κατ’ αρχάς, πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να τιμωρεί τις επιχειρήσεις λόγω της διαπραχθείσας παραβάσεως και, ακολούθως, να αποτρέπουν τις επιχειρήσεις που θα είχαν την πρόθεση να διαπράξουν μία τέτοια παράβαση ούτως ώστε να ρυθμίσουν τις μελλοντικές συμπεριφορές με γνώμονα τη μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα (21).

    57.      Κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή, η οποία έχει επιφορτιστεί με την προάσπιση της οικονομικής δημόσιας τάξεως, οφείλει να μεριμνά για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της δράσεώς της. Προς τούτο, έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει την αύξηση, εν γένει, του ύψους των προστίμων που επιβάλλει στις επιχειρήσεις. Η Επιτροπή έχει επίσης τη δυνατότητα, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να διαμορφώνει το ύψος του προστίμου προκειμένου να λάβει υπόψη της τον επιδιωκόμενο αντίκτυπο επί της επιχειρήσεως στην οποία αυτό επιβάλλεται.

    58.      Προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη ενός επαρκώς αποτρεπτικού αποτελέσματος, είναι αναγκαίο το ύψος του προστίμου να μην είναι ούτε αμελητέο ούτε, αντιθέτως, υπέρμετρο υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, της οικονομικής ικανότητας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Επομένως, φρονώ ότι έχει ουσιώδη σημασία να μπορεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο του υπολογισμού της, να λαμβάνει υπόψη της έναν κύκλο εργασιών ο οποίος να εκφράζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως.

    59.      Ενόψει των ανωτέρω σκοπών, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο υπολογισμός του ανώτατου νόμιμου ορίου του προστίμου προϋποθέτει όχι μόνον ότι η Επιτροπή διαθέτει τον κύκλο εργασιών για την τελευταία διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, αλλά και ότι τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν μία πλήρη διαχειριστική περίοδο κανονικής οικονομικής δραστηριότητας διάρκειας δώδεκα μηνών.

    60.      Φρονώ ότι η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν είναι εσφαλμένη. Αποφεύγει την υπέρμετρη ρυθμιστική ακαμψία η οποία αποβαίνει εις βάρος της αποτελεσματικότητας της κυρώσεως και της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 81 ΕΚ. Πράγματι, όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, η οικονομική κατάσταση εκάστης επιχειρήσεως μπορεί να παρουσιάσει ιδιαιτερότητες και να υποχρεώσει την Επιτροπή, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αυξημένη επαγρύπνηση. Φρονώ ότι η μέθοδος του υπολογισμού του νόμιμου ανώτατου ορίου της κυρώσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις ιδιαιτερότητες προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διατηρείται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου.

    61.      Φρονώ ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο αναφέρεται σε τρία είδη καταστάσεων.

    62.      Το πρώτο είδος είναι η κατάσταση μιας επιχειρήσεως η οποία πραγματοποίησε, κατά τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής, κύκλο εργασιών ο οποίος αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος οικονομικής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή, όπως τονίζει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της αυτόν τον κύκλο εργασιών προκειμένου να καθορίσει το ανώτατο όριο του προστίμου και τούτο παρά τη σημαντική μείωση του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη λόγω δυσχερών οικονομικών συνθηκών ή λόγω ζημίας ή απεργίας.

    63.      Το δεύτερο είδος είναι η κατάσταση κατά την οποία η αναφορά μόνο στη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής δεν παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει ορθώς τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως. Όπως τονίζει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τούτο μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση δεν έχει καταρτίσει ή δεν έχει διαβιβάσει τα λογιστικά της στοιχεία πριν από την έκδοση της αποφάσεως. Τούτο μπορεί επίσης να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση η οποία, λόγω μεταβολής των λογιστικών μεθόδων της, έχει καταρτίσει λογαριασμούς που καλύπτουν διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών. Στις περιπτώσεις αυτές, και σύμφωνα με το σημείο 5, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή δικαιούται να λάβει υπόψη της την αμέσως προηγούμενη διαχειριστική περίοδο η οποία καλύπτει διάστημα δώδεκα μηνών.

    64.      Τέλος, το τρίτο είδος είναι η κατάσταση κατά την οποία μια επιχείρηση δεν έχει κύκλο εργασιών για τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οφείλεται, π.χ., σε εργασίες αναδιοργανώσεως μιας επιχειρήσεως η οποία, μολονότι εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο, έχει παύσει το σύνολο των εμπορικών δραστηριοτήτων της. Ωστόσο, αν μια επιχείρηση δεν έχει ασκήσει οικονομική δραστηριότητα κατά τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως, ο κύκλος εργασιών της περιόδου αυτής δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσδιορίσει τη σημασία της επιχειρήσεως αυτής, αντιθέτως προς τα όσα επιτάσσει η νομολογία (22). Η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να ανακύψει λόγω της δόλιας συμπεριφοράς μιας επιχειρήσεως η οποία, προκειμένου να αποφύγει την επιβολή προστίμου συνεπεία της παράνομης συμπεριφοράς της, αποφασίζει να παραποιήσει τον κύκλο εργασιών της.

    65.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σ’ αυτό το είδος της καταστάσεως, η μνεία μόνον της διαχειριστικής περιόδου που προηγήθηκε της εκδόσεως αποφάσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει ορθώς τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως και να προσδώσει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα στο πρόστιμο.

    66.      Ως εκ τούτου, συμμερίζομαι απολύτως την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την οποία η Επιτροπή, για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, πρέπει «να έχει στη διάθεσή της κύκλο εργασιών που αντιπροσωπεύει μια πλήρη χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας επί διάστημα δώδεκα μηνών». Η εκτίμηση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου (23) και συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών της καταστολής και της αποτροπής των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού.

    67.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη της, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, την τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, ήτοι τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε στις 30 Ιουνίου 1996, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    68.      Δεύτερον, η Britannia προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Πρωτοδικείο ότι δεν εφάρμοσε το «εναλλακτικό νομισματικό κατώφλι» που ορίζει το πρώτο μέρος του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

    69.      Αφενός, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ελλείψει κύκλου εργασιών, η Επιτροπή μπορούσε μόνο να της επιβάλει, ως εναλλακτικό μέτρο, πρόστιμο κυμαινόμενο μεταξύ 1 000 και 1 000 000 ευρώ. Κατά την άποψή της, η ερμηνεία αυτή θα ήταν σύμφωνη προς το αντικείμενο του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 2, που έγκειται στην αποτροπή της επιβολής δυσανάλογων προστίμων σε σχέση με τη μέθοδο της επιχειρήσεως (24). Επιπλέον, μολονότι το ανώτατο όριο του 10 % καθορίζεται σε σχέση με τον κύκλο εργασιών, το πρώτο μέρος του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν προβλέπει ρητώς ούτε προϋποθέτει την ύπαρξη κύκλου εργασιών.

    70.      Αφετέρου, η Britannia προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έλαβε υπόψη του τον σκοπό της αποτροπής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ποσού του ανώτατου ορίου του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, ο υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου (που καθορίζεται σε συνάρτηση με τα κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως) και ο καθορισμός του ανώτατου ορίου αυτού επιδιώκουν δύο διαφορετικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι από την προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rorindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής συνάγεται ότι το ανώτατο όριο που καθορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 «αποσκοπεί στο να αποφευχθούν πρόστιμα υπερβολικού και δυσανάλογου ύψους» και έχει συνεπώς «διακριτό και αυτοτελή σκοπό σε σχέση με τον σκοπό των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως» (25). Επομένως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο με τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ανεπαρκές στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόστιμο ύψους 1 000 000 ευρώ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    71.      Αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι το επιχείρημα της Britannia σχετικά με την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς τον αποτρεπτικό χαρακτήρα ενός προστίμου 1 000 000 ευρώ δεν είναι, κατά την άποψή μου, παραδεκτό.

    72.      Πράγματι, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι η εξέταση του επιχειρήματος αυτού εμπίπτει στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών τα οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει κατ’ αναίρεση, σύμφωνα με όσα εξέθεσα στα σημεία 40 και 41 των ανά χείρας προτάσεων.

    73.      Αφετέρου, φρονώ ότι είναι αβάσιμα τα επιχειρήματα σχετικά με την εφαρμογή ενός εναλλακτικού νομισματικού κατωφλίου.

    74.      Πράγματι, φρονώ ότι ο καθορισμός του ανώτατου ορίου της κυρώσεως δεν αποτελεί ένα απλό ζήτημα επιλογής μεταξύ ενός ανώτατου προστίμου ύψους 1 000 000 ευρώ και ενός ανώτατου ορίου καθοριζόμενου σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως. Είναι βέβαιον ότι, στο πλαίσιο της μεθόδου υπολογισμού των προστίμων, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί το ανώτατο όριο σχετικά με τον κύκλο εργασιών που καθορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, το κανονισμού 17. Εντούτοις, εντός των ορίων που καθορίζει η εν λόγω διάταξη, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και μπορεί να λάβει υπόψη της, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, «πλειάδα στοιχείων» (26). Ωστόσο, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, φρονώ ότι ο σκοπός της αποτροπής επιδιώκεται τόσο στο πλαίσιο του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου όσο και κατά τον καθορισμό του ανώτατου ορίου για το πρόστιμο αυτό. Πράγματι, ο σκοπός αυτός είναι συμφυής με την ίδια την έκδοση του κανονισμού 17 (27) και υπερέχει της διατυπώσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, και εφόσον το ύψος του προστίμου υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, φρονώ ότι η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της διακριτικής της ευχέρειας, να λάβει υπόψη της τον σκοπό της αποτροπής κατά τον εν λόγω υπολογισμό.

    75.      Επομένως, φρονώ ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη της τον σκοπό της αποτροπής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ανώτατου ορίου του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην αναιρεσείουσα.

    76.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι το δεύτερο επιχείρημα της αναιρεσείουσας πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και ως εν μέρει αβάσιμο.

    77.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτο και ως εν μέρει αβάσιμο.

     Β – Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ο οποίος στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

    78.      Από την ανάγνωση της αιτήσεως αναιρέσεως συνάγω ότι η αναιρεσείουσα προβάλλει τρία επιχειρήματα προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως.

    79.      Πριν εξετάσω τη βασιμότητά τους, πρέπει να υπενθυμίσω ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί στο πλαίσιο διαδικασίας που κινεί βάσει του άρθρου 81 ΕΚ.

    80.      Κατά πάγια νομολογία, στην οποία ορθώς αναφέρθηκε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η αρχή αυτή απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (28).

    81.      Πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή μπορούσε να υποβάλει σε διαφορετική μεταχείριση τις επιχειρήσεις SNCZ και Union Pigments, οι οποίες επίσης μετείχαν στη σύμπραξη, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    82.      Φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

    83.      Πράγματι, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνάγεται σαφώς ότι οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούσαν να ασκούν εμπορική δραστηριότητα στην αγορά του φωσφορικού ψευδαργύρου όταν η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, και τούτο αντίθετα προς την αναιρεσείουσα. Επομένως, ο κύκλος εργασιών τους, κατά τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων αυτών και έτσι να καθορίσει την οικονομική σημασία τους, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε με την Britannia.

    84.      Τα στοιχεία αυτά επαρκούν για τη διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα βρισκόταν στην πραγματικότητα σε διαφορετική κατάσταση από αυτήν της SNCZ και της Union Pigments.

    85.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να υποβάλει την αναιρεσείουσα σε διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τις εν λόγω επιχειρήσεις.

    86.      Επιπλέον, τονίζω ότι ο κοινοτικός δικαστής έχει αναγνωρίσει ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, μια διαφοροποιημένη ως ένα βαθμό μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά απόφαση της Επιτροπής είναι συμφυής προς την εφαρμογή της επιλεγόμενης από τις κατευθυντήριες γραμμές μεθόδου (29). Πράγματι, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εξατομικεύσει την κύρωση βάσει των ενεργειών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

    87.      Συνεπώς, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό μπορεί να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    88.      Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή μπορούσε να την υποβάλει σε διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με αυτήν που υπέβαλε επιχειρήσεις όπως η Anic SpA, η DSM και η UCAR International Inc. τις οποίες αφορούν ορισμένες προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής (30), παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως αποφάνθηκε, με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η κατάστασή της δεν ήταν παρόμοια με αυτή των επιχειρήσεων αυτών.

    89.      Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποιούσε πάντοτε, προκειμένου να υπολογίσει το ανώτατο όριο του προστίμου, την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, ανεξαρτήτως του αν οι δραστηριότητες που αφορούσαν τη σύμπραξη είχαν μεταφερθεί και του αν ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της διαχειριστικής περιόδου είχε μειωθεί σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιηθεί πριν από τη μεταφορά των δραστηριοτήτων της. Έτσι, με την απόφασή της για τα ηλεκτρόδια γραφίτη, η Επιτροπή καθόρισε το ανώτατο ύψος του επιβλητέου προστίμου βάσει του κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει η UCAR International Inc. κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου της, ήτοι βάσει των 841 000 000 ευρώ, μολονότι αυτός ο κύκλος εργασιών υπολειπόταν κατά πολύ του κύκλου εργασιών που η εταιρία αυτή είχε πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραβάσεως, ήτοι του ποσού των 1 022 000 ευρώ.

    90.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο στον βαθμό που αφορά την εκτίμηση αμιγώς πραγματικών περιστατικών τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν κατ’ αναίρεση από το Δικαστήριο (31).

    91.      Δεν συμμερίζομαι την ανωτέρω άποψη. Μολονότι είναι αληθές ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τον νομικό χαρακτηρισμό αυτών των πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε απ’ αυτά τα πραγματικά περιστατικά το Πρωτοδικείο (32).

    92.      Προβάλλοντας το επιχείρημα αυτό, η Britannia ζητεί από το Δικαστήριο να ελέγξει τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Πρωτοδικείο από τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνουν οι αποφάσεις τις οποίες αυτή επικαλείται σε σχέση με τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων μεταξύ των επιχειρήσεων και σε σχέση με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    93.      Συνεπώς, στον βαθμό που η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η κατάσταση της Britannia δεν ήταν παρόμοια με αυτή των επιχειρήσεων Anic SpA και DSM και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να απαιτήσει να τύχει της ιδίας μεταχειρίσεως δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    94.      Συνεπώς, αντίθετα προς την Επιτροπή, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτό το επιχείρημα αυτό.

    95.      Όπως τόνισα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι η κατάστασή της δεν ήταν παρόμοια με αυτή των εν λόγω επιχειρήσεων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    96.      Μία απλή ανάγνωση αυτής της σκέψεως 61 αρκεί προκειμένου να γίνει αντιληπτό ότι το εν λόγω επιχείρημα είναι αβάσιμο. Η σκέψη 61 διαλαμβάνει τα εξής:

    «Το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, αντλούμενο από το ότι η Επιτροπή απέστη της προγενέστερης πρακτικής της, είναι αβάσιμο. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με αυτή των επιχειρήσεων [που αναφέρονται στις αποφάσεις «πολυπροπυλένιο» και «PVC»], δεδομένου ότι δεν πραγματοποίησε κύκλο εργασιών κατά τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτεί να τύχει της ίδιας μεταχειρίσεως με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσαν οι προηγούμενες υποθέσεις.»

    97.      Το σκεπτικό του Πρωτοδικείου παρέχει τη δυνατότητα να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι που το οδήγησαν στην απόρριψη του επιχειρήματος που προέβαλε η αναιρεσείουσα (33). Όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο, η αναιρεσείουσα δεν πραγματοποίησε κύκλο εργασιών κατά τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, φρονώ ότι πρόκειται για ένα στοιχείο καθοριστικής σημασίας, το οποίο παρέσχε τη δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει ότι η αναιρεσείουσα βρισκόταν πράγματι σε διαφορετική κατάσταση από αυτή των επιχειρήσεων Anic SpA και DSM. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή μπορούσε να μεταχειριστεί την Britannia κατά τρόπο διαφορετικό σε σχέση με τις εν λόγω επιχειρήσεις.

    98.      Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς δεν μπορεί να γίνει επίκληση των τυχόν συμπερασμάτων τα οποία θα μπορούσαν να αντληθούν από τις αποφάσεις «πολυπροπυλένιο», «PVC» και «ηλεκτρόδια γραφίτη», και τούτο για δύο λόγους.

    99.      Αφενός, από πάγια νομολογία, την οποία το Δικαστήριο υπενθύμισε με την προπαρατεθείσα απόφασή του JCB Service κατά Επιτροπής, προκύπτει ότι «η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων» (34). Πράγματι, όπως διευκρινίζει το Δικαστήριο, τα συμπεράσματα που αντλούνται από την πρακτική αυτή «μπορούν να έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι περιστάσεις των υποθέσεων, όπως οι σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, οι οικείες χώρες, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, δεν είναι ίδιες» (35). Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι οι αποφάσεις «πολυπροπυλένιο» και «PVC», στις οποίες αναφέρεται η αναιρεσείουσα, εκδόθηκαν ενόσω ακόμη δεν είχαν δημοσιευθεί οι κατευθυντήριες γραμμές.

    100. Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε ως κύρωση κατά το παρελθόν πρόστιμα ορισμένου επιπέδου για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της στερήσει τη δυνατότητα να αυξήσει το επίπεδο αυτό εντός των ορίων του κανονισμού 17, αν τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της κοινοτικής πολιτικής περί ανταγωνισμού (36). Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι επιχείρηση εμπλεκόμενη σε διοικητική διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η Επιτροπή θα τη μεταχειριστεί με τρόπο πανομοιότυπο με αυτόν που μεταχειρίστηκε επιχείρηση η οποία βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση.

    101. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το επιχείρημα αυτό ως αβάσιμο.

    102. Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, με τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι θα υπήρχε αδικαιολόγητη διάκριση υπέρ αυτής, σε σχέση με την Trident, αν η Επιτροπή δεν ελάμβανε υπόψη της τον κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.

    103. Το επιχείρημα αυτό είναι προφανώς αβάσιμο.

    104. Πράγματι, προκειμένου να απορρίψει το δεύτερο σκέλος στο οποίο στηρίχθηκε η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα βρίσκεται σε κατάσταση διαφορετική από αυτή των επιχειρήσεων που ήσαν μέλη της συμπράξεως, ήτοι της Union Pigments και της SNCZ, καθώς και των επιχειρήσεων σε σχέση με τις οποίες υπήρξε προγενέστερη διαδικασία της Επιτροπής, ήτοι σε σχέση με την Anic SpA και τη DSM.

    105. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου που παρατίθεται στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν ασκεί επιρροή στο σημείο αυτό.

    106. Δεδομένου ότι η ανωτέρω αιτιολογική σκέψη παρατίθεται, κατά την άποψή μου, ως εκ περισσού, οι επικρίσεις της αναιρεσείουσας κατά της διαπιστώσεως αυτής δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, προβάλλονται αλυσιτελώς (37).

    107. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει εξ ολοκλήρου αυτό το δεύτερο σκέλος ως αβάσιμο.

     Γ – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

    108. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη της διαχειριστική περίοδο διαφορετική από αυτήν που προηγήθηκε της επίδικης αποφάσεως προκειμένου να καθορίσει το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών, παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

    109. Η Britannia υπενθυμίζει ότι την αρχή αυτή θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Η αναιρεσείουσα τονίζει ότι η εν λόγω αρχή αναγνωρίζεται επίσης με τα άρθρα 11 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 49, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (38).

    110. Η Britannia υποστηρίζει ότι το σύστημα των προστίμων που καθιερώνει ο κανονισμός 17 έχει «ποινικό χαρακτήρα» (39), επί του οποίου εφαρμόζεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και στο σημείο αυτό υπάρχει μια γενική αρχή του δικαίου η οποία επιβάλλει να μην ερμηνεύονται οι διατάξεις σχετικά με τα εγκλήματα και τις ποινές κατά τρόπο διασταλτικό εις βάρος του διωκόμενου προσώπου (40).

    111. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι «αντιστοιχούν οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε μια επιχείρηση για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού στις κυρώσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως» (41). Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι «η Επιτροπή δεν έχει εξουσία να τροποποιεί τον κανονισμό 17 ή να αφίσταται του περιεχομένου του, έστω και θεσπίζοντας προς ιδία χρήση κανόνες γενικής φύσεως» (42).

    112. Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου εφαρμόζεται με όλως ιδιαίτερη αυστηρότητα στην περίπτωση που πρόκειται για ρύθμιση η οποία δύναται να έχει οικονομικές συνέπειες (43).

    113. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια που τάσσει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Κατά την άποψή της, βάσει της σαφούς διατυπώσεως της εν λόγω διατάξεως δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της διαχειριστική περίοδο διαφορετική από την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο. Αντιθέτως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου υποχρέωνε την Επιτροπή να επιβάλει στην αναιρεσείουσα πρόστιμο κυμαινόμενο μεταξύ 1 000 ευρώ και 1 000 000 ευρώ, όπως τούτο ορίζεται στο πρώτο τμήμα της εν λόγω διατάξεως.

    114. Κατά την Britannia, το Πρωτοδικείο δημιούργησε μια κατάσταση όπου είναι αδύνατο για τις επιχειρήσεις να καθορίσουν το κρίσιμο έτος αναφοράς για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου και, ως εκ τούτου, ένα σαφές και ακριβές ανώτατο όριο του προστίμου το οποίο θα μπορούσε να τους επιβληθεί (44).

    115. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα τονίζει ότι η εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη «κανονικής οικονομικής δραστηριότητας» της επιχειρήσεως έχει υποκειμενικό χαρακτήρα και ότι υφίσταται μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις καταστάσεις που συνιστούν «εξαιρετικές περιστάσεις». Επομένως, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να επιλέξει, με αυθαίρετο τρόπο, το έτος αναφοράς με γνώμονα τέτοια κριτήρια.

    116. Η Επιτροπή φρονεί ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στον βαθμό που απλώς αναδιατυπώνει τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Britannia με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

    117. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή τονίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ήταν απολύτως προβλέψιμη, διότι το ανώτατο όριο που καθορίζει η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στον κύκλο εργασιών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, η δε αναιρεσείουσα δεν είχε έναν τέτοιο κύκλο εργασιών. Η Επιτροπή τονίζει ότι η αρχή της προβλεψιμότητας των προστίμων σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις συνέπειες των πράξεών τους πριν τις διαπράξουν. Σημειώνει ότι, εν προκειμένω, ο κύκλος εργασιών της Britannia κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποφάσισε να διαπράξει την παράβαση δεν διέφερε σημαντικά από τον κύκλο εργασιών που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του προστίμου (55,7 εκατομμύρια ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε στις 30 Ιουνίου 1996). Επομένως, κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα μπορούσε να εκτιμήσει, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, το ύψος του προστίμου που θα έπρεπε να καταβάλει αν αποκαλυπτόταν και κολαζόταν η σύμπραξη. Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει ότι η ειδική κατάσταση της Britannia, ήτοι η εξακολούθηση της υπάρξεως του νομικού προσώπου, αλλά με μηδενικό κύκλο εργασιών, παρουσίαζε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα το οποίο η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει. Εντούτοις, η αναιρεσείουσα παρέλειψε να προβάλει το σημείο αυτό με την απάντησή της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων που της κοινοποιήθηκε.

    118. Φρονώ ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    119. Πράγματι, φρονώ ότι τα επιχειρήματα που επικαλείται η Britannia αποτελούν αναδιατύπωση των επιχειρημάτων που ήδη προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Στον βαθμό που έκρινα ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα, θεωρώ ότι εξίσου αβάσιμα είναι και τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα προς στήριξη αυτού του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

    120. Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν δεχτεί την ανωτέρω άποψη, θα αναλύσω τα επιχειρήματα αυτά ως εκ περισσού.

    121. Κατ’ ουσίαν, η Britannia υποστηρίζει ότι η μέθοδος υπολογισμού που επέλεξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν ήταν προβλέψιμη κατά την περίοδο διαπράξεως της παράβασης.

    122. Πριν εξετάσω τη βασιμότητα αυτού του επιχειρήματος, θα ήθελα να υπενθυμίσω τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

    123. Η αρχή αυτή αποτελεί συμπλήρωμα της αρχής της νομιμότητας και συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Όπως τόνισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η αρχή αυτή «επιβάλλει όπως οι κανόνες δικαίου είναι σαφείς και επακριβείς, αποβλέπει δε στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των έννομων σχέσεων τις οποίες διέπει το κοινοτικό δίκαιο» (45). Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι «αυτή η επιταγή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, εφόσον πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις» (46).

    124. Όπως τόνισε η αναιρεσείουσα, η εν λόγω αρχή τέθηκε με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ καθώς και με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, το υπενθυμίζω, δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ (47).

    125. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το οποίο επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 2, της Οικουμενικής Διακηρύξεως του Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει ως εξής:

    «Ουδείς δύναται να καταδικασθή διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος.»

    126. Τονίζω ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να εκτιμήσει τη νομιμότητα της μεθόδου υπολογισμού που επέλεξε η Επιτροπή υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές δεν αποτελούν καθ’ εαυτές μέρος του κοινοτικού δικαίου (48).

    127. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων οφείλει να διασφαλίζει το Δικαστήριο (49). Στο πλαίσιο της αποστολής αυτής, το Δικαστήριο εμπνέεται όχι μόνον από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αλλά και από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη σύναψη των οποίων συνέβαλαν ή στις οποίες προσχώρησαν τα κράτη μέλη (50). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ΕΣΔΑ ενέχει ιδιαίτερη σημασία (51).

    128. Υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των κοινοτικών δικαστηρίων, ένας κανόνας δικαίου που προβλέπει ποινή –ήτοι ένας κανόνας δικαίου ποινικού χαρακτήρα ή μια διοικητική ρύθμιση η οποία προβλέπει διοικητικές κυρώσεις– πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά.

    129. Κατ’ αρχάς, κάθε κανόνας δικαίου, ιδίως όταν επιβάλλει ή παρέχει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, πρέπει να στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση (52).

    130. Ακολούθως, ο κανόνας αυτός πρέπει να είναι σαφής και ακριβής (53).

    131. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής φρονεί ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορά η οικεία ρύθμιση πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ρύθμιση αυτή και τούτο προκειμένου να μπορούν να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα (54). Κατά το Δικαστήριο, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στους κανόνες δικαίου οι οποίοι ορίζουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως μιας παραβάσεως, αλλά και στους κανόνες δικαίου οι οποίοι ορίζουν τις συνέπειες που επισύρει η παράβαση των κανόνων δικαίου (55). Επομένως, ο νόμος πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις παραβάσεις και τις ποινές που οι παραβάσεις αυτές επισύρουν.

    132. Για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η σαφήνεια του νόμου εκτιμάται υπό το πρίσμα όχι μόνον της διατυπώσεως της οικείας διατάξεως, αλλά και των διευκρινίσεων που δίδονται μέσω της υφιστάμενης και δημοσιευμένης νομολογίας (56).

    133. Τέλος, η ρύθμιση αυτή πρέπει να είναι προσπελάσιμη και προβλέψιμη (57).

    134. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου φρονεί ότι το εμπλεκόμενο πρόσωπο πρέπει να είναι σε θέση να προβλέψει, σ’ έναν εύλογο βαθμό υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια συγκεκριμένη πράξη (58).

    135. Η προβλεψιμότητα του νόμου δεν αναιρεί τη δυνατότητα του προσώπου αυτού να αναζητήσει φωτισμένες συμβουλές προκειμένου να εκτιμήσεις τις συνέπειες αυτές (59). Ούτε εμποδίζει όπως ο νόμος παρέχει διακριτική ευχέρεια στις διοικητικές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, η απαίτηση της προβλεψιμότητας συνεπάγεται ότι η έκταση και ο τρόπος ασκήσεως της εξουσίας αυτής καθορίζονται με ακρίβεια, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, προκειμένου να παρασχεθεί στον ιδιώτη επαρκής προστασία κατά των αυθαιρεσιών (60).

    136. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν απαιτεί να είναι η διατύπωση των οικείων διατάξεων ακριβής μέχρι σημείου ώστε να είναι προβλέψιμες με απόλυτη βεβαιότητα οι συνέπειες που μπορούν να απορρέουν από την παράβαση της εν λόγω διατάξεως (61). Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρέπει να αποφεύγεται η υπέρμετρη κανονιστική ακαμψία προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στη διοίκηση να προσαρμόζεται στις μεταβολές των καταστάσεων. Τούτο παρέχει επίσης τη δυνατότητα να εξατομικεύεται η επιβλητέα κύρωση. Αν η αρχή της νομιμότητας απαιτεί τον αυστηρό και αντικειμενικό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως, η αρχή της εξατομικεύσεως απαιτεί, πράγματι, η επιλογή της κυρώσεως να τελεί σε συνάρτηση προς τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε προσώπου.

    137. Αυτά τα χαρακτηριστικά, ήτοι η σαφήνεια των κανόνων δικαίου, η προβλεψιμότητα των κυρώσεων και η εξατομίκευσή τους, είναι επίσης τα απαιτούμενα εχέγγυα προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της πολιτικής του κοινοτικού νομοθέτη.

    138. Μετά την υπενθύμιση των στοιχείων αυτών, πρέπει να εξεταστεί αν η μέθοδος υπολογισμού που επέλεξε η Επιτροπή στην υπό κρίση διαφορά ήταν ευλόγως προβλέψιμη.

    139. Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ήταν απολύτως προβλέψιμη από την αναιρεσείουσα η επιβολή προστίμου, στον βαθμό που προέβη σε κατάφωρη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι ήταν προβλέψιμο ότι το πρόστιμο αυτό θα καθοριζόταν με γνώμονα όχι μόνον τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, αλλά και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της επιχειρήσεως.

    140. Συμμερίζομαι απολύτως την ανωτέρω ανάλυση για τους ακόλουθους λόγους.

    141. Πρώτον, μολονότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 αφήνει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, φρονώ ότι περιορίζει εντούτοις την άσκησή της καθιερώνοντας ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται η Επιτροπή. Βάσει του γράμματος της εν λόγω διατάξεως, υπάρχει ένα απόλυτο αριθμητικό ανώτατο όριο σε σχέση με το ύψος του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί το οποίο υπολογίζεται σε σχέση με κάθε επιχείρηση, για κάθε περίπτωση παραβάσεως, και, ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε δεδομένη επιχείρηση είναι, κατά την άποψή μου, εκ των προτέρων προσδιορίσιμο.

    142. Δεύτερον, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής οριοθετείται από κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους καθόρισε η ίδια η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές. Μολονότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές δεν αποτελούν κανόνα δικαίου τον οποίον οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, ο κοινοτικός δικαστής έχει κρίνει ότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές θέτουν πάντως ένα κανόνα συμπεριφοράς από τον οποίον η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου, όπως είναι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της ασφάλειας δικαίου (62).

    143. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, οι κατευθυντήριες γραμμές κατοχυρώνουν την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων και τους παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποιεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (63). Μολονότι επί πολλά έτη διατυπώνονταν επικρίσεις εις βάρος της Επιτροπής για τον αδιαφανή τρόπο με τον οποίον υπολόγιζε τα πρόστιμα, η δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών παρέσχε τη δυνατότητα να αυξηθεί η διαφάνεια των αποφάσεών της (64).

    144. Τρίτον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, δυνάμει των άρθρων 229 ΕΚ και 17 του κανονισμού 17, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο αποφαίνονται κατά πλήρη δικαιοδοσία επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες επιβάλλουν πρόστιμο. Ως εκ τούτου, μπορούν όχι μόνο να ακυρώνουν τις αποφάσεις αυτές, αλλά και να καταργούν, να μειώνουν ή να αυξάνουν το επιβληθέν πρόστιμο. Επομένως, η διοικητική πρακτική της Επιτροπής υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του κοινοτικού δικαστή. Συναφώς, ο έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής έχει παράσχει τη δυνατότητα, μέσω πάγιας και δημοσιευθείσας νομολογίας, να διευκρινιστούν τα κριτήρια και η μέθοδος υπολογισμού την οποία η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόζει στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού των προστίμων. Έτσι, ο κοινοτικός δικαστής διευκρίνισε, με πάγια νομολογία στην οποία παραπέμπει άλλωστε η αναιρεσείουσα, ότι η έννοια της «προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου» αφορά, κατ’ αρχήν, την τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο εκάστης των εμπλεκομένων κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχειρήσεων.

    145. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Britannia, δεν θεωρώ ότι η Επιτροπή διαθέτει απεριόριστο περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να επιλέγει «αυθαιρέτως» τη διαχειριστική περίοδο επί της οποίας θα στηρίξει τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του προστίμου (65).

    146. Βάσει των στοιχείων που μόλις υπέμνησα, φρονώ ότι η αναιρεσείουσα μπορούσε να προβλέψει, με εύλογο τρόπο, τη μέθοδο υπολογισμού της Επιτροπής, απευθυνόμενη εν ανάγκη σε κάποιον νομικό σύμβουλο.

    147. Εν πάση περιπτώσει, επιθυμώ να προσθέσω ότι, κατά την άποψή μου, οι σκοποί της καταστολής και της αποτροπής που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης δικαιολογούν το να μην παρέχεται στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωρίζουν εκ των προτέρων με ακρίβεια το ύψος του προστίμου που μπορεί να τους επιβληθεί, και τούτο για δύο λόγους.

    148. Αφενός, θεωρώ σημαντικό το να μην μπορούν οι επιχειρήσεις να εκτιμήσουν τα οφέλη τα οποία θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη συμμετοχή τους στην παράβαση λαμβάνοντας υπόψη το ύψος ενός τέτοιου προστίμου.

    149. Αφετέρου, φρονώ ότι πρέπει να αποτρέπονται καταστάσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις θα επιχειρούσαν να εκτρέψουν τα κεφάλαιά τους εκτιμώντας ότι, ελλείψει κύκλου εργασιών, θα τους επιβληθεί μικρότερο πρόστιμο ή δεν θα τους επιβληθεί καθόλου.

    150. Στην υπό κρίση διαφορά, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν μπορούσε να παράσχει στην προσφεύγουσα την εγγύηση ότι η διακοπή των εμπορικών δραστηριοτήτων της θα είχε ως συνέπεια να διαφύγει την επιβολή προστίμου.

    151. Επομένως, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, φρονώ ότι το γεγονός ότι η Britannia δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, εκ των προτέρων και με «απόλυτη βεβαιότητα», το κρίσιμο έτος αναφοράς προκειμένου να υπολογιστεί το εφαρμοστέο ανώτατο όριο και, ως εκ τούτου, το μέγιστο ύψος του προστίμου που θα μπορούσε να της επιβληθεί, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    152. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ως αβάσιμο.

     Δ – Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως

    153. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να απαντήσει στον ισχυρισμό της περί άνισης μεταχειρίσεως σε σχέση με την εταιρία Καραγεώργης, μία από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η απόφαση 1999/271/ΕΚ της Επιτροπής (66). Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ρητώς προέβαλε το επιχείρημα αυτό ενώπιον του Πρωτοδικείου και ότι το Πρωτοδικείο έκανε μάλιστα μνεία του επιχειρήματος αυτού στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    154. Η Britannia τονίζει ότι, βάσει της αποφάσεως «Ελληνικά πορθμεία», η εταιρία Καραγεώργης αποσύρθηκε από την αγορά προτού η Επιτροπή εκδώσει την απόφασή της. Δεδομένου ότι δεν διέθετε στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως αυτής για την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, η Επιτροπή επικαλέστηκε το πρώτο τμήμα του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 προκειμένου να της επιβάλει πρόστιμο ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ. Κατά την αναιρεσείουσα, η κατάστασή της εν προκειμένω ομοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με αυτήν της εν λόγω επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι δεν έπρεπε να περιέλθει σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή απ’ ό,τι η εταιρία Καραγεώργης και θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να τύχει της αυτής μεταχειρίσεως.

    155. Ο λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Britannia αφορά την τυπική απαίτηση περί αιτιολογήσεως. Σκοπός αυτού του λόγου αναιρέσεως είναι να συναχθούν οι έννομες συνέπειες λόγω της ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός στον βαθμό που, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο απάντησε στους ισχυρισμούς των διαδίκων και αιτιολόγησε νομοτύπως την απόφασή του αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί, ως τοιούτο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση (67).

    156. Υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται επί του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53 του ανωτέρω Οργανισμού, «[ο]ι αποφάσεις είναι αιτιολογημένες».

    157. Κατά το Δικαστήριο, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Πρωτοδικείου ώστε να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τις αιτιολογικές σκέψεις της ληφθείσας αποφάσεως και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του (68). Στην περίπτωση προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 230 ΕΚ, η απαίτηση αιτιολογήσεως συνεπάγεται προφανώς ότι το Πρωτοδικείο εξετάζει τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και εκθέτει τους λόγους που το οδηγούν στην απόρριψη του ισχυρισμού ή του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 15 του κανονισμού 17, το Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει αν το Πρωτοδικείο απάντησε με επαρκείς νομικές κρίσεις στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τη μείωση του προστίμου (69).

    158. Εντούτοις, το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής (70), έθεσε ορισμένα όρια σ’ αυτή την υποχρέωση του Πρωτοδικείου να απαντά στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (71) και δεν μπορεί να απαιτείται από το Πρωτοδικείο να απαντά «λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία» (72).

    159. Μετά την υπενθύμιση των στοιχείων αυτών, πρέπει να εξεταστεί αν το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο εν λόγω επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, αν υποχρεούταν να απαντήσει στο επιχείρημα αυτό.

    160. Πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, δια της διαφορετικής μεταχειρίσεως που της επιφύλαξε, αφενός, σε σχέση με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσαν οι αποφάσεις «πολυπροπυλένιο» και «PVC» και, αφετέρου, σε σχέση με την επιχείρηση Καραγεώργης την οποία αφορούσε η απόφαση «Ελληνικά πορθμεία», παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Britannia προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι τη μεταχειρίστηκε με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τις επιχειρήσεις SNCZ και Union Pigments, οι οποίες επίσης μετέσχον στη σύμπραξη.

    161. Το Πρωτοδικείο παραθέτει τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στις σκέψεις 54 έως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Ενώ η σκέψη 54 της ανωτέρω αποφάσεως συνοψίζει αυτά τα επιχειρήματα τα οποία αφορούν τις αποφάσεις «πολυπροπυλένιο» και «PVC», η σκέψη 55 εκθέτει τη συλλογιστική της αναιρεσείουσας η οποία στηρίζεται σε ανάλυση της αποφάσεως «Ελληνικά πορθμεία». Η σκέψη 56 συνοψίζει τα επιχειρήματα της Britannia σχετικά με τη μεταχείριση που επιφύλαξε η Επιτροπή στις επιχειρήσεις SNCZ και Union Pigments.

    162. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά για τους ακόλουθους λόγουs:

    «61      Το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, αντλούμενο από το ότι η Επιτροπή απέστη της προγενέστερης πρακτικής της, είναι αβάσιμο. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με αυτή των επιχειρήσεων στις προπαρατεθείσες στη σκέψη 54 [της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως] υποθέσεις, δεδομένου ότι δεν πραγματοποίησε κύκλο εργασιών κατά τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτεί να τύχει της ίδιας μεταχειρίσεως με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσαν οι προηγούμενες υποθέσεις.

    62      Το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας, αντλούμενο από την προβαλλόμενη διάκριση μεταξύ της ίδιας, αφενός, και της SNCZ και της Union Pigments, αφετέρου, πρέπει επίσης να απορριφθεί […]. Δεδομένου ότι ένας μηδενικός κύκλος εργασιών δίδει στρεβλή εικόνα του μεγέθους της προσφεύγουσας, ορθώς η Επιτροπή χρησιμοποίησε την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο και, ως εκ τούτου, αντιμετώπισε την προσφεύγουσα κατά διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι την SNCZ και την Union Pigments.

    […]

    64       Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως.»

    163. Αρκεί μία απλή ανάγνωση προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας σε σχέση με την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπό το πρίσμα της καταστάσεως της επιχειρήσεως Καραγεώργης. Εντούτοις, η Britannia ρητώς προέβαλε το επιχείρημα αυτό με τα σημεία 3.3.3 έως 3.3.6 του δικογράφου της προσφυγής της την οποία άσκησε πρωτοδίκως, το Πρωτοδικείο έκανε μνεία αυτού του επιχειρήματος στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    164. Βεβαίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να απαντά στα επιχειρήματα τα οποία δεν είναι «αρκούντως σαφή και ακριβή» (73).

    165. Εντούτοις, εν προκειμένω, φρονώ ότι το εν λόγω επιχείρημα έχει τα χαρακτηριστικά αυτά και, ως εκ τούτου, έδιδε στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να λάβει θέση.

    166. Πράγματι, με το δικόγραφο της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Britannia σαφώς εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η κατάστασή της είναι παρεμφερής με αυτήν της επιχειρήσεως Καραγεώργης περί της οποίας γίνεται λόγος στην απόφαση «Ελληνικά πορθμεία» (74). Επιπλέον, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Britannia ανέφερε επακριβώς τα σημεία του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως στα οποία η Επιτροπή εξέθεσε την μέθοδο υπολογισμού που είχε επιλέξει προκειμένου να καθορίσει το ανώτατο όριο του προστίμου που θα έπρεπε να επιβληθεί στην επιχείρηση Καραγεώργης (75).

    167. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να απαντήσει στο επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα, παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από τα άρθρα 36 και 53 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    168. Ως εκ τούτου, για τον λόγο αυτόν, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτό αυτόν τον λόγο αναιρέσεως και να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    VI – Η κατ’ ουσίαν κρίση επί της διαφοράς

    169. Το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει ότι, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.

    170. Εν προκειμένω, φρονώ ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση σε σχέση με το σημείο για το οποίο πρότεινα την αναίρεση (76). Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της διαφοράς και να αποφανθεί οριστικώς επί του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Britannia πρωτοδίκως.

    VII – Επί της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου

    171. Η Britannia ζητεί την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και προβάλλει διάφορους λόγους ακυρώσεως ένας εκ των οποίων στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    172. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, αντιμετωπίζοντάς την με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με την επιχείρηση Καραγεώργης την οποία αφορούσε η απόφαση «Ελληνικά πορθμεία», παραβίασε την ανωτέρω αρχή.

    173. Η Britannia υποστηρίζει ότι η κατάστασή της ήταν όντως παρεμφερής προς αυτή της εν λόγω επιχειρήσεως στον βαθμό που αμφότερες είχαν αποσυρθεί από την αγορά μερικά έτη πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής. Εντούτοις, στην απόφαση «Ελληνικά πορθμεία», η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι δεν διέθετε πληροφορίες σχετικά με τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως Καραγεώργης για τη διαχειριστική περίοδο που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως, επέβαλε στην εν λόγω επιχείρηση, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4056/86 (77), πρόστιμο ύψους 1 εκατομμυρίου Ecu (78).

    174. Επομένως, υπολογίζοντας το ανώτατο όριο του επιβλητέου στην αναιρεσείουσα προστίμου, βάσει διαχειριστικής περιόδου διαφορετικής από αυτήν που προηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή απέστη της προγενέστερης πρακτικής της παραβιάζοντας, στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

    175. Φρονώ ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

    176. Πράγματι, φρονώ ότι στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς δεν μπορεί να γίνει επίκληση των στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να αντληθούν από την απόφαση «Ελληνικά πορθμεία» και τούτο για τους λόγους που ήδη έχω εκθέσει στα σημεία 99 και 100 των ανά χείρας προτάσεων.

    177. Μολονότι η κατάσταση της επιχειρήσεως Καραγεώργης είναι παρεμφερής προς αυτήν της Britannia (79), από πάγια νομολογία συνάγεται ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων στον βαθμό που οι συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υποθέσεως, όπως είναι οι αγορές, οι επιχειρήσεις και οι κρίσιμες περίοδοι, δεν ταυτίζονται. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της υποθέσεως που επικαλείται η αναιρεσείουσα.

    178. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από το ύψος των προστίμων που επέβαλε στο παρελθόν για ορισμένα είδη παραβάσεων και ότι μπορεί να αυξήσει το επίπεδο αυτό εντός των ορίων που καθορίζει ο κανονισμός 17, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού (80). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως ούτε σε μία μέθοδο υπολογισμού των προστίμων αυτών (81). Κατά το Δικαστήριο, οι εν λόγω επιχειρήσεως πρέπει συνεπώς «να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο η Επιτροπή ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να αυξήσει το επίπεδο του ύψους των προστίμων σε σχέση με εκείνο που εφάρμοζε κατά το παρελθόν» (82).

    179. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι μια επιχείρηση, όπως είναι η Britannia, η οποία εμπλέκεται σε διοικητική διαδικασία η οποία κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ, δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Επιτροπή θα την αντιμετωπίσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετώπισε την επιχείρηση Καραγεώργης την οποία αφορούσε προγενέστερη απόφασή της.

    180. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίση μεταχειρίσεως.

    181. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

    VIII – Επί των δικαστικών εξόδων

    182. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο οποίος εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, η δε αναιρεσείουσα ηττήθηκε ως προς τους κυριότερους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε, φρονώ ότι πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

    183. Επιπλέον, το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται αυτό επί των εξόδων. Εν προκειμένω, από την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα πρωτοδίκως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τη μεταχείριση της οποίας έτυχε η επιχείρηση Καραγεώργης (την οποία αφορούσε η απόφαση «Ελληνικά πορθμεία»), δεν προέκυψε κανένας λόγος δυνάμενος να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι δεν συντρέχει λόγος να μεταρρυθμιστεί το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    184. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί τόσο στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όσο και στα έξοδα της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

    IX – Πρόταση

    185. Επομένως, βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί:

    «1)      Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑33/02, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής στον βαθμό που δεν εξέτασε το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ της εταιρίας Britannia Alloys & Chemicals Ltd και της επιχειρήσεως Καραγεώργης, την οποία αφορούσε η απόφαση 1999/271/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81] της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.466–Ελληνικά πορθμεία).

    2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

    3)      Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2003/437/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/E-1/37.027–φωσφορικός ψευδάργυρος).

    4)      Καταδικάζει την Britannia Alloys & Chemicals Ltd στα δικαστικά έξοδα τόσο της παρούσας διαδικασίας όσο και σε αυτά της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


    2 – Υπόθεση T‑33/02 (Συλλογή 2005, σ. II‑4973).


    3 – Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με τη διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Υπόθεση COMP/E-1/37.027 – φωσφορικός ψευδάργυρος (ΕΕ 2003, L 153, σ. 1, στο εξής: επίδικη απόφαση).


    4 – Κανονισμός της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (EE ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1216/1999 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 148, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 17). Πρέπει να τονιστεί ότι τον κανονισμό αυτόν αντικατέστησε ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


    5 – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).


    6 – ΕΕ C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας.


    7 – Αιτιολογικές σκέψεις 311 και 313 της επίδικης αποφάσεως.


    8 – Αιτιολογική σκέψη 345 της επίδικης αποφάσεως και την υποσημείωσή της 197.


    9 – Αιτιολογική σκέψη 50 της εν λόγω αποφάσεως.


    10 – Αιτιολογική σκέψη 366 της επίδικης αποφάσεως.


    11 – Αιτιολογική σκέψη 370 της εν λόγω αποφάσεως.


    12 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψεις 47 έως 49).


    13 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 23), της 29ης Απριλίου 2004, C‑470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑4167, σκέψη 41), και της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 51).


    14 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rorindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 244 και 245, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    15 – Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-5977, σκέψη 46, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    16 – Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-8935, σκέψεις 207 και 208, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    17 – Η αναιρεσείουσα επικαλείται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 5009).


    18 – Βλ., συναφώς, την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (Συλλογή 2002, σ. I‑11453, σκέψη 203 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    19 – Υπόθεση C‑291/98 P (Συλλογή 2000, σ. I‑9991, σκέψη 85).


    20 – Το Πρωτοδικείο παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 105), καθώς και του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 105).


    21 – Το Δικαστήριο αναγνώρισε πολύ νωρίς με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397) ότι οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού 17 «σκοπούν στην καταστολή των παράνομων συμπεριφορών καθώς και στην αποτροπή επαναλήψεώς τους» (σκέψη 173).


    22 – Σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    23 – Παραπέμπω στη νομολογία που παρατίθεται στην υποσημείωση 17 των ανά χείρας προτάσεων.


    24 – Η Britannia παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή) με την οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «σκοπός του ανώτατου ορίου είναι, μεταξύ άλλων, να προστατεύσει τις επιχειρήσεις από υπέρμετρα υψηλά πρόστιμα τα οποία θα μπορούσαν να τις καταστρέψουν οικονομικά. Επομένως, είναι εύλογο το ανώτατο όριο του προστίμου να συσχετίζεται όχι με την περίοδο των παραβάσεων για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, η οποία ενδέχεται να απέχει πολλά έτη από την ημερομηνία επιβολής του προστίμου, αλλά με την περίοδο που χρονικά είναι εγγύτερη προς την ημερομηνία αυτή» (σκέψη 389).


    25 – Σκέψεις 281 και 282.


    26 – Προπαρατεθείσα απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής (σκέψεις 46 και 47).


    27 – Βλ., μεταξύ άλλων, τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 17, η οποία διευκρινίζει ότι «η τήρηση των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ ] και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων, οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να δύνανται να εξασφαλισθούν με την επιβολή προστίμων και χρηματικών ποινών».


    28 – Βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (σκέψη 69 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    29 – Βλ., συναφώς, την απόφαση της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 285).


    30 – Βλ., αντιστοίχως, τις αποφάσεις 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 της Συνθήκης ΕΚ] (IV/31.149–πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230, σ. 1, στο εξής: απόφαση πολυπροπυλένιο), 94/599/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81] της Συνθήκης ΕΚ (IV/31.865–PVC) (EE L 239, σ. 14, στο εξής: απόφαση PVC), και 2002/271/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2001, σχετικά με τη διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Υπόθεση COMP/Ε-1/36.490–ηλεκτρόδια γραφίτη (ΕΕ 2002, L 100, σ. 1, στο εξής: απόφαση ηλεκτρόδια γραφίτη).


    31 – Σημείο 48 του υπομνήματος αντικρούσεως.


    32 – Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 των ανά χείρας προτάσεων νομολογία.


    33 – Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, «η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των επίμαχων μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του» (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 372 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    34 – Σκέψη 205. Βλ., επίσης, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουλίου 2005, T‑241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑2917, σκέψη 87 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    35 – Βλ. σκέψη 201 της προπαρατεθείσας αποφάσεως JCB Service κατά Επιτροπής.


    36 – Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑196/99 Ρ, Aristrain κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψη 81 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    37 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2002, C‑184/01 P, Hirschfeldt κατά AEE (Συλλογή 2002, σ. I‑10173, σκέψη 48) και της 8ης Μαΐου 2003, C‑122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑4261, σκέψη 17), καθώς και την πρόσφατη νομολογία, ήτοι τη διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C‑129/06 P, Autosalone Ispra κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 17 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    38 – ΕΕ C 364, σ. 1. Ο Χάρτης αυτός παρατίθεται στο μέρος ΙΙ της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, η οποία μέχρι σήμερον δεν έχει τεθεί σε ισχύ (ΕΕ 2004, C 310, σ. 41).


    39 – Η αναιρεσείουσα παραπέμπει στη σελίδα 885 των προτάσεων του δικαστή Vesterdorf, ο οποίος διορίστηκε ως γενικός εισαγγελέας στην υπόθεση Rhône‑Poulenc κατά Επιτροπής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑1/89, Συλλογή 1991, σ. II‑867).


    40 – Η αναιρεσείουσα παραπέμπει στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C‑74/95 και C‑129/95, X (Συλλογή 1996, σ. I‑6609, σκέψη 25) και σε μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, απόφαση EK κατά Τουρκίας της 7ης Φεβρουαρίου 2002, § 51 και 55).


    41 – Προπαρατεθείσα απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής (σκέψη 221).


    42 – Όπ.π. (σκέψη 222).


    43 – Η αναιρεσείουσα παραπέμπει στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1987, 326/85, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 5091, σκέψη 24).


    44 – Η αναιρεσείουσα παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C‑236/02, Slob (Συλλογή 2004, σ. I‑1861), το οποίο διευκρινίζει ότι «[η αρχή της ασφάλειας δικαίου] απαιτεί να είναι σαφής και ακριβής μια ρύθμιση η οποία, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή επιβαρύνσεων στους οικείους επιχειρηματίες, ώστε αυτοί να μπορούν να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα» (σκέψη 37).


    45 – Το Πρωτοδικείο παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20), και του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T‑229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II‑1689, σκέψη 113).


    46 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑248/04, Koninklijke Coöperatie Cosun (Συλλογή 2006, σ. I-10367, σκέψη 79, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    47 – Εντούτοις, με την απόφασή του της 15ης Ιανουαρίου 2003, T‑377/00, T‑379/00, T‑380/00, T‑260/01 και T‑272/01, Philip Morris International κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑1), το Πρωτοδικείο τόνισε ότι ο Χάρτης αυτός «αποδεικνύει τη σημασία των δικαιωμάτων που θεσπίζει στην κοινοτική έννομη τάξη» (σκέψη 122).


    48 – Βλ, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2001, T‑112/98, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑729, σκέψη 59).


    49 – Βλ., συναφώς, την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑94/00, Roquette Frères (Συλλογή 2002, σ. I‑9011, σκέψεις 23 και 24). Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, «η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την [ΕΣΔΑ], και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».


    50 – Γνωμοδότηση 2/94 της 28ης Μαρτίου 1996 (Συλλογή 1996, σ. I‑1759, σκέψη 33) και απόφαση της 29ης Μαΐου 1997, C‑299/95, Kremzow (Συλλογή 1997, σ. 2629, σκέψη 14).


    51 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kremzow (σκέψη 14).


    52 – Βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Koninklijke Coöperatie Cosun (σκέψη 80 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    53 – Βλ., ΕΔΔΑ, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου, Recueildesarrêtsetdécisions 2000‑VII, § 145.


    54 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand Frères και Garancini (Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17), της 18ης Νοεμβρίου 1987, 137/85, Maizena κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 4587, σκέψη 15), της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C‑143/93, Van Es Douane Agenten (Συλλογή 1996, σ. I‑431, σκέψη 27), και την προπαρατεθείσα απόφαση X (σκέψη 25).


    55 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα απόφαση X (σκέψεις 22 και 25).


    56 – Βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, απόφαση G κατά Γαλλίας της 27ης Σεπτεμβρίου 1995, σειρά A, αριθ. 325‑B, § 25.


    57 – Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Baskaya και Okçuoglu κατά Τουρκίας, Recueil des arrêts et décisions 1999‑IV, σ. 308, § 36.


    58 – Βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1992, Margareta και Roger Andersson κατά Σουηδίας, σειρά A αριθ. 226‑A, § 75, και της 15ης Νοεμβρίου 1996, Cantoni κατά Γαλλίας, Recueildesarrêtsetdécisions 1996‑V, § 35. Το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Dansk Rorindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 219), παρέπεμψε σ’ αυτήν την τελευταία απόφαση.


    59 – Προπαρατεθείσα απόφαση Cantoni κατά Γαλλίας (§ 35).


    60 – Βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 24ης Απριλίου 1990, Kruslin κατά Γαλλίας, σειρά A αριθ. 176‑A, § 27, 29 και 30, καθώς και την προπαρατεθείσα απόφαση Margareta και Roger Andersson κατά Σουηδίας, § 75.


    61 – Βλ., την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 79).


    62 – Βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Cour Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 209 έως 212), καθώς και JCB Service κατά Επιτροπής (σκέψεις 207 και 208).


    63 – Σκέψη 213.


    64 – Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, κατά τα πρώτα τριάντα έτη στη διάρκεια των οποίων η Επιτροπή εφάρμοζε τον κανονισμό 17, δεν υπήρχε καμία σαφής υπόδειξη η οποία να καθοδηγεί τη δράση της. Η κατάσταση αυτή είχε ως συνέπεια να είναι αδιαφανείς οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας με εντεύθεν συνέπεια τον υψηλό αριθμό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούσαν οι επιχειρήσεις κατά των αποφάσεων που εξέδιδε η Επιτροπή. Με απόφασή του της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1063), το Πρωτοδικείο τόνισε ότι «είναι επιθυμητό οι επιχειρήσεις –προκειμένου να καθορίζουν τη θέση τους με πλήρη επίγνωση– να γνωρίζουν λεπτομερώς, σύμφωνα μ’ ένα οποιοδήποτε σύστημα το οποίο η Επιτροπή θα έκρινε σκόπιμο, τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους έχει επιβληθεί [με απόφαση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού], χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν δικαστική προσφυγή κατά [της εν λόγω αποφάσεως]» (σκέψη 142).


    65 – Αναφέρομαι στον όρο που χρησιμοποιεί η αναιρεσείουσα στο σημείο 6.5 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως.


    66 – Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81] της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.466–Ελληνικά πορθμεία) (ΕΕ 1999, L 109, σ. 24, στο εξής: απόφαση Ελληνικά πορθμεία).


    67 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 7ης Μαΐου 1998, C‑401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής, (Συλλογή 1998, σ. I‑2587, σκέψη 53, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    68 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1998, C‑259/96 P, Συμβούλιο κατά De Nil και Impens (Συλλογή 1998, σ. I‑2915, σκέψεις 32 έως 34), και της 17ης Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 70), καθώς και τις διατάξεις της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 58), της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 52), και της 25ης Ιουνίου 1998, C‑159/98 P(R), Antilles néerlandaises κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I‑4147, σκέψη 70).


    69 – Βλ. την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 14 των ανά χείρας προτάσεων νομολογία.


    70 – Υπόθεση C‑274/99 P (Συλλογή 2001, σ. I‑1611).


    71 – Όπ.π. (σκέψη 120).


    72 – Όπ.π. (σκέψη 121). Βλ., επίσης, την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑8461, σκέψη 81).


    73 – Βλ. σημείο 158 των ανά χείρας προτάσεων.


    74 – Σημείο 3.3.6 του δικογράφου της προσφυγής.


    75 – Σημείο 3.3.4 του δικογράφου της προσφυγής.


    76 – Βλ. σημεία 153 έως 168 των ανά χείρας προτάσεων.


    77 – Κανονισμός του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές (ΕΕ L 378, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1/2003. Η διατύπωση του άρθρου 19, παράγραφος 2, του ανωτέρω κανονισμού είναι πανομοιότυπη προς αυτήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.


    78 – Σημείο 167 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως «Ελληνικά πορθμεία», στο οποίο παραπέμπει η αναιρεσείουσα στο σημείο 3.3.4 του δικογράφου της προσφυγής της.


    79 – Από την απόφαση «Ελληνικά πορθμεία» της 9ης Δεκεμβρίου 1998, προκύπτει ότι η επιχείρηση Καραγεώργης έπαυσε τις δραστηριότητές της τον Ιανουαρίου του 1993, ήτοι περίπου έξι έτη πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και έκλεισε το σύνολο των υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα. Η Επιτροπή δεν διέθετε στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως αυτής για το 1997 (σημείο 167 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως).


    80 – Προπαρατεθείσα απόφαση Aristrain κατά Επιτροπής (σκέψη 81 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    81 – Προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rorindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 228).


    82 – Όπ.π. (σκέψη 229).

    Top