Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CC0001

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 6ης Μαρτίου 2007.
Bonn Fleisch Ex- und Import GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Γεωργία - Ρύθμιση περί επιστροφών κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων - Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 - Προσκόμιση των στοιχείων που αποδεικνύουν την εξαγωγή των προϊόντων - Προσκόμιση ισότιμης αποδείξεως - Άρθρο 47, παράγραφος 3 - Αυτεπάγγελτη αναγνώριση δικαιολογητικών, για τα οποία δεν υποβάλλεται ρητώς αιτιολογημένο αίτημα αναγνωρίσεώς τους ως ισότιμων αποδεικτικών στοιχείων - Δεν ισχύει σε περίπτωση απευθείας εξαγωγής - Εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες - Υποχρεώσεις των αρμοδίων εθνικών αρχών.
Υπόθεση C-1/06.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-05609

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:137

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 6ης Μαρτίου 20071(1)

Υπόθεση C-1/06

Bonn Fleisch Ex- und Import GmbH

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas

[αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Εξαγωγή – Ρύθμιση περί επιστροφών κατά την εξαγωγή στην περίπτωση γεωργικών προϊόντων – Άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 – Προσκόμιση των στοιχείων που αποδεικνύουν την εξαγωγή των προϊόντων – Προσκόμιση ισότιμης αποδείξεως – Αυτεπάγγελτη αναγνώριση δικαιολογητικών, για τα οποία δεν υποβάλλεται ρητό αίτημα αναγνωρίσεως της ισοτιμίας τους, ως ισότιμων αποδεικτικών στοιχείων»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, τον προβληματισμό αν η αρμόδια εθνική υπηρεσία, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (2) (στο εξής: κανονισμός 3665/87), υποχρεούται επίσης να αναγνωρίζει αυτεπαγγέλτως ως ισότιμα άλλα δικαιολογητικά όταν ο εξαγωγέας αδυνατεί, λόγω περιστάσεων για τις οποίες δεν ευθύνεται, να προσκομίσει το αντίτυπο ελέγχου T5 και, αφετέρου, το ζήτημα αν ένας εξαγωγέας μπορεί να υποβάλει προληπτικώς έμμεσο αίτημα περί αναγνωρίσεως ως ισότιμων άλλων δικαιολογητικών βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 3, του ανωτέρω κανονισμού.

2.        Τα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 τίθενται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Bonn Fleisch Ex- und Import GmbH (στο εξής: Bonn Fleisch) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas (στο εξής: Hauptzollamt), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Finanzgericht Hamburg, της οποίας αντικείμενο είναι η νομιμότητα των αποφάσεων περί αναζητήσεως της προκαταβληθείσας επιστροφής κατά την εξαγωγή λόγω μη εξαγωγής των προϊόντων, όπως προβάλλεται, από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας προς τη Ρωσία εντός προθεσμίας 60 ημερών.

II – Νομικό πλαίσιο

 A –       Κοινοτικό δίκαιο

3.        Ο κανονισμός (EOK) 3665/87, ο οποίος τροποποιήθηκε μεταξύ άλλων με τον κανονισμό 1829/94 της Επιτροπής και, για τελευταία φορά, με τον κανονισμό (ΕΚ) 604/98 της Επιτροπής, θέσπιζε τις κοινές λεπτομέρειες που έχουν εφαρμογή στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων για τα οποία καταβάλλονται επιστροφές. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (3), ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουλίου 1999.

4.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 5 και 16, η πληρωμή της επιστροφής εξαρτάται από την προσκόμιση της απόδειξης ότι τα προϊόντα, για τα οποία έγινε αποδεκτή η διασάφηση εξαγωγής, εγκατέλειψαν ως έχουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας το αργότερο σε προθεσμία 60 ημερών από την αποδοχή αυτή.»

5.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει:

«Αν ένα προϊόν, για το οποίο έχει γίνει αποδεκτή η διασάφηση εξαγωγής διασχίσει, πριν εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, κοινοτικά εδάφη, αλλά εκτός από αυτό του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έγινε αποδεκτή η διασάφηση αυτή, η απόδειξη ότι το εν λόγω προϊόν εγκατέλειψε το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας παρέχεται με την προσκόμιση του πρωτοτύπου του αντιτύπου ελέγχου Τ5, δεόντως συμπληρωμένου, που αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2823/87.»

6.        Το άρθρο 47 του κανονισμού 3665/87, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο 4 που επιγράφεται «Διαδικασία πληρωμής της επιστροφής», προβλέπει:

«1.      Η επιστροφή πληρώνεται μόνο, μετά από ειδική αίτηση του εξαγωγέα, από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου έχει γίνει αποδεκτή η διασάφηση εξαγωγής

[…]

2.      Ο φάκελος για την πληρωμή της επιστροφής ή για την αποδέσμευση της εγγύησης πρέπει να κατατεθεί, εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας, μέσα στους δώδεκα μήνες που έπονται της ημερομηνίας αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής.

3.      Όταν το αντίτυπο ελέγχου Τ5 που αναφέρεται στο άρθρο 6 δεν επιστρέφεται στο τελωνείο αναχώρησης ή στον συγκεντρώνοντα οργανισμό μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών από την έκδοσή του, λόγω περιστάσεων για τις οποίες δεν ευθύνεται ο εξαγωγέας, αυτός μπορεί να καταθέσει στον αρμόδιο οργανισμό αιτιολογημένη αίτηση ισοτιμίας.

Τα δικαιολογητικά που κατατίθενται με την αίτηση ισοτιμίας πρέπει να περιλαμβάνουν,

α)      όταν ένα αντίτυπο ελέγχου έχει χορηγηθεί για να παρασχεθεί η απόδειξη ότι τα προϊόντα έχουν εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας:

–      το έγγραφο μεταφοράς,

και

–      έγγραφο που αποδεικνύει ότι το προϊόν έχει προσκομιστεί σε τελωνείο τρίτης χώρας, ή ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 1, 2 και 4,

[…]

Οι διατάξεις της παραγράφου 4 που ακολουθεί εφαρμόζονται για την προσκόμιση της ισότιμης απόδειξης.

4.      Όταν δεν ήταν δυνατή η προσκόμιση των εγγράφων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 18 μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, μολονότι ο εξαγωγέας φρόντισε να τα προμηθευτεί και να τα διαβιβάσει μέσα στις προθεσμίες αυτές, είναι δυνατό να χορηγηθούν επιπλέον προθεσμίες για την προσκόμιση των εγγράφων αυτών.

5.      Η αίτηση ισοτιμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3, συνοδευόμενη ή μη από τα δικαιολογητικά, καθώς και η αίτηση για επιπλέον προθεσμίες που αναφέρεται στην παράγραφο 4, πρέπει να κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 2.»

7.        Εντούτοις, το άρθρο 54, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 800/1999 προβλέπει ότι ο κανονισμός 3665/87 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις εξαγωγές για τις οποίες έχουν γίνει αποδεκτές διασαφήσεις εξαγωγής πριν από την έναρξη εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

 B –       Εθνική νομοθεσία

8.        Η γερμανική κανονιστική απόφαση για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή της 24ης Μαΐου 1996 (4) (στο εξής: AEVO) θεσπίζει τις ακόλουθες ρυθμίσεις σχετικά με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή.

9.        Το άρθρο 1 της AEVO προβλέπει ότι η AEVO εφαρμόζεται κατά την εκτέλεση των νομικών πράξεων της ΕΚ, οι οποίες έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς και των εμπορικών ρυθμίσεων σχετικά με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή.

10.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της AEVO, ως είχε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 800/1999, πρέπει να χρησιμοποιείται ως έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 3665/87, όπως ισχύει εκάστοτε, το ενιαίο έγγραφο (διασάφηση εξαγωγής προς τον σκοπό καταβολής επιστροφής), το οποίο έχει δημοσιοποιηθεί ως διασάφηση εξαγωγής (πρόσθετο φύλλο) για κοινοτικές επιστροφές κατά την εξαγωγή από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών στη συλλογή δημοσιονομικών διατάξεων (Επίσημη Εφημερίδα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών).

11.      Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της AEVO, ως είχε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 800/1999, προβλέπει τα εξής:

«1.      Τη βεβαίωση της εξόδου των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας (βεβαίωση εξόδου) παρέχει με τη διασάφηση εξαγωγής προς τον σκοπό της καταβολής επιστροφής το τελωνείο εξόδου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 793, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1993, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας κανονιστικής απόφασης.

2.      Όσον αφορά τις αποστολές εμπορευμάτων, των οποίων η διασάφηση εξαγωγής έγινε αποδεκτή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η βεβαίωση εξόδου χορηγείται επί του αντιτύπου ελέγχου T5 από το αρμόδιο τελωνείο εξαγωγής εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας κανονιστικής απόφασης.»

III – Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

 A –       Τα πραγματικά περιστατικά

12.      Ενώπιον του Finanzgericht Hamburg εκκρεμεί διαφορά μεταξύ της Bonn Fleisch και του Hauptzollamt, η οποία αφορά τη νομιμότητα των αποφάσεων περί αναζητήσεως των επιστροφών οι οποίες απευθύνονται προς την Bonn Fleisch.

13.      Η Bonn Fleisch ζήτησε τον Δεκέμβριο του 1997 και τον Ιανουάριο του 1998 την αποθεματοποίηση βοείου κρέατος, εν όψει της μεταγενέστερης εξαγωγής του εμπορεύματος στη Ρωσία, και έλαβε, όπως είχε ζητήσει, βάσει τεσσάρων αποφάσεων της 21ης και της 23ης Ιανουαρίου 1998 προκαταβολή για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή συνολικού ύψους 47 597,81 ευρώ.

14.      Στις 8 Απριλίου 1998, η Bonn Fleisch κατέθεσε τη διασάφηση εξαγωγής για το βόειο κρέας.

15.      Στις 9 Απριλίου 1998, στον σιδηροδρομικό σταθμό αποστολής του Mukran βεβαιώθηκε ο εκτελωνισμός επί του εγγράφου μεταφοράς. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Bonn Fleisch προέβαλε τον ισχυρισμό ότι, βάσει του από 13 Οκτωβρίου 2000 εγγράφου του τελωνείου του Mukran, τα προς εξαγωγή εμπορεύματα είχαν προσκομιστεί νομοτύπως στο τελωνείο αυτό.

16.      Σε ημερομηνία η οποία δεν διευκρινίζεται, το Hauptzollamt Stralsund, στο οποίο υπάγεται το Zollamt Mukran, απέστειλε ταχυδρομικώς τη διασάφηση εξαγωγής στο Hauptzollamt. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι αυτή η απαιτούμενη για την καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή διασάφηση εξαγωγής δεν περιλαμβάνεται στον φάκελο με τα διοικητικά έγγραφα του Hauptzollamt. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, διατυπώθηκε η εικασία ότι το έγγραφο αυτό απωλέσθηκε κατά την αποστολή του διά της υπηρεσιακής οδού.

17.      Στις 20 Μαΐου 1998, το εξαχθέν από την Bonn Fleisch βόειο κρέας κυκλοφόρησε, βάσει των στοιχείων του ρωσικού τελωνειακού εγγράφου εισαγωγής, στην αγορά της Ρωσίας.

18.      Στις 13 Ιουλίου 1998, η Bonn Fleisch διαβίβασε στο Hauptzollamt το έγγραφο μεταφοράς με την από 9 Απριλίου 1998 βεβαίωση εκτελωνισμού καθώς και το από 20 Μαΐου 1998 ρωσικό τελωνειακό εγγράφου εισαγωγής.

19.      Στις 21 Ιουλίου 1998 και στις 18 Νοεμβρίου 1999, το Hauptzollamt ενημέρωσε τηλεφωνικά την Bonn Fleisch ότι δεν είχε παραλάβει τη διασάφηση εξαγωγής με τη βεβαίωση εξαγωγής.

20.      Στις 23 Ιουνίου 2000, το Hauptzollamt με τέσσερις αποφάσεις του αναζήτησε από την Bonn Fleisch τις προκαταβληθείσες επιστροφές κατά την εξαγωγή με προσαύξηση ύψους 20 % με το αιτιολογικό ότι η Bonn Fleisch δεν απέδειξε, δια της υποβολής της διασαφήσεως εξαγωγής με την επ’ αυτής βεβαίωση εξαγωγής, την πραγματοποίηση της εξαγωγής από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εντός των προβλεπόμενων 60 ημερών. Η Bonn Fleisch υπέβαλε αίτηση θεραπείας κατά αυτών των τεσσάρων αποφάσεων. Η Bonn Fleisch υποστήριξε ότι η διαβίβαση της διασαφήσεως προς το Hauptzollamt γίνεται αυτόματα από τις τελωνειακές υπηρεσίες. Πέραν τούτου, ο κανονισμός 3665/87 δεν επιβάλλει στον εξαγωγέα την υποχρέωση να υποβάλει στο Hauptzollamt τη διασάφηση εξαγωγής.

21.      Στις 2 Νοεμβρίου 2000, σε μεταγενέστερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, η Bonn Fleisch επισήμανε με έγγραφό της προς το Hauptzollamt ότι προσκόμισε, εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87, το έγγραφο μεταφοράς και το τελωνειακό έγγραφο εισαγωγής. Με την προσκόμιση των δικαιολογητικών αυτών υποβλήθηκε ταυτόχρονα παρεμπίπτουσα αίτηση αναγνωρίσεως των εγγράφων αυτών ως ισότιμης αποδείξεως σε σχέση με την εξαγωγή των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας στην περίπτωση που η διασάφηση εξαγωγής δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των εγγράφων του φακέλου. Ταυτόχρονα, η Bonn Fleisch υπέβαλε προληπτικώς αίτηση αναγνωρίσεως της ισοτιμίας του υποβληθέντος στις 13 Ιουλίου 1998 εγγράφου μεταφοράς καθώς και του τελωνειακού εγγράφου εισαγωγής.

22.      Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη στις 13 Δεκεμβρίου 2001 κατ' εφαρμογήν του άρθρου 47, παράγραφος 5, του κανονισμού 3665/87. Στο αιτιολογικό της απορριπτικής αποφάσεως τονίζεται ότι το αίτημα περί αναγνωρίσεως της ισοτιμίας εγγράφων πρέπει να υποβάλλεται ρητώς και ότι το Hauptzollamt δεν υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να προβεί στην αναγνώριση της ισοτιμίας ορισμένων εγγράφων. Κατά της αποφάσεως αυτής καθώς και κατά των αποφάσεων της 23ης Ιουνίου 2000 η Bonn Fleisch υπέβαλε αίτηση θεραπείας η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2003. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως η Bonn Fleisch άσκησε στις 20 Μαρτίου 2003 προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg.

 B –   Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

23.      Στηριζόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η εξαγωγή του προϊόντος εντός 60 ημερών από της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση και ότι ο εξαγωγέας φέρει το βάρος αποδείξεως για την πραγματοποίηση της εξαγωγής.

24.      Ως προς το βάρος αποδείξεως, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 3665/87 προβλέπει ότι, για την περίπτωση που το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως επιστροφής διασχίσει, πριν εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, άλλα κοινοτικά εδάφη πέραν του κράτους μέλους εξαγωγής (εξαγωγή με διαμετακόμιση ή έμμεση εξαγωγή), η εξαγωγή αποδεικνύεται με την προσκόμιση του νομοτύπως συμπληρωμένου πρωτοτύπου του αντιτύπου ελέγχου Τ5. Αντιθέτως, στην περίπτωση απευθείας εξαγωγής, όπως εν προκειμένω, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν ρύθμισε τον τρόπο αποδείξεως της εξαγωγής. Εκ του λόγου αυτού, ο Γερμανός νομοθέτης κάλυψε το κενό αυτό δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1, της AEVO, κατά το οποίο η βεβαίωση της εξόδου των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας παρέχεται με τη διασάφηση εξαγωγής προς τον σκοπό της καταβολής επιστροφής.

25.      Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ιδιαιτερότητα της κύριας δίκης έγκειται στο γεγονός ότι η Bonn Fleisch, με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 1998, και επομένως εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87, υπέβαλε τόσο το έγγραφο μεταφοράς όσο και το ρωσικό τελωνειακό έγγραφο εισαγωγής. Από τα δικαιολογητικά αυτά προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το εμπόρευμα για το οποίο προοριζόταν η επιστροφή εξήλθε του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας εντός 60 ημερών. Αμφότερα τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν κατ’ αρχήν να ληφθούν υπόψη ως λοιπά ισότιμα δικαιολογητικά κατά το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της απόψεως ότι η αναγνώριση ορισμένων δικαιολογητικών ως ισότιμων μπορεί να εξετάζεται ακόμη και αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια αρχή, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

26.      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο 4 (Διαδικασία πληρωμής της επιστροφής), αποτελεί απλώς ρύθμιση που αφορά τη διαδικασία και όχι τις νομικές προϋποθέσεις για τη γένεση του ουσιαστικού δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι αποκλείεται εκ των προτέρων η αυτεπάγγελτη αναγνώριση της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών.

27.      Το αιτούν τμήμα φρονεί ότι το αίτημα της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας ορισμένων δικαιολογητικών πρέπει να διατυπώνεται ρητώς. Πάντως, τούτο δεν αποκλείει, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ενδεχόμενο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση να μπορεί να θεωρηθεί ότι υποβάλλεται προληπτικώς και παρεμπιπτόντως ένα τέτοιο αίτημα, εφόσον συνάγεται με σαφήνεια από τις περιστάσεις, ήτοι από την προσκόμιση άλλων ισότιμων δικαιολογητικών τα οποία αποδεικνύουν την εμπρόθεσμη εξαγωγή του εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως επιστροφής, ότι αυτή είναι η βούληση του εξαγωγέα.

28.      Το Finanzgericht Hamburg, δεδομένου ότι είχε επιφυλάξεις ως προς την ερμηνεία του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Έχει ο αρμόδιος οργανισμός κατά το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 την εξουσία και την υποχρέωση να προβαίνει ακόμη και αυτεπάγγελτα στην αναγνώριση της ισοτιμίας εγγράφων;

2)      Είναι δυνατό να συνάγεται από τις περιστάσεις ότι μια αίτηση ισοτιμίας κατά το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, αν και δεν έχει υποβληθεί ρητά, έχει εντούτοις υποβληθεί προληπτικά;

IV – Ανάλυση

 A –   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

29.      Η Bonn Fleisch φρονεί ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει καταφατική απάντηση. Κατά την Bonn Fleisch, η καταφατική απάντηση προκύπτει από τη διατύπωση, από το περιεχόμενο και από τον σκοπό του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού. Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι η υποβολή αιτήσεως από τον εξαγωγέα είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο, στο πλαίσιο της τελωνειακής διαδικασίας, μπορεί να αναγνωριστεί η ισοτιμία άλλων δικαιολογητικών. Σκοπός του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 είναι, όπως προκύπτει από την πεντηκοστή αιτιολογική σκέψη του, η προστασία του εξαγωγέα από κινδύνους που συνδέονται με τη διοικητική επεξεργασία του αντιτύπου ελέγχου τους οποίους δεν γνωρίζει, για τους οποίους δεν ευθύνεται και τους οποίους δεν μπορεί να αποτρέψει.

30.      Το Hauptzollamt προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Φρονεί ότι η αρμόδια υπηρεσία δεν υπέχει γενική υποχρέωση ελέγχου σε σχέση με το αν τα υποβληθέντα δικαιολογητικά μπορούν να θεωρηθούν ισότιμα κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87. Κατά την άποψή του, ένας τέτοιος έλεγχος εξαρτάται από την υποβολή ρητού αιτήματος.

31.      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει την άποψη ότι η αρμόδια για την πληρωμή της επιστροφής αρχή μπορεί να αναγνωρίσει αυτεπαγγέλτως την ισοτιμία των δικαιολογητικών, εφόσον ο εξαγωγέας τα υποβάλλει εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47 του κανονισμού 3665/87 και εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη γένεση της αξιώσεως επιστροφής. Στην περίπτωση αυτή, συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις ότι ζητείται η αναγνώριση της ισοτιμίας των υποβληθέντων δικαιολογητικών.

32.      Η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, στην περίπτωση έμμεσης εξαγωγής, ο εξαγωγέας έρχεται σε επαφή με τις διοικητικές αρχές τουλάχιστον δύο κρατών μελών. Δεδομένου ότι στην περίπτωση έμμεσης εξαγωγής εμπλέκονται οι διοικητικές αρχές πλειόνων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, εφαρμόζονται πλείονες διοικητικές νομοθεσίες, σκοπός του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 είναι να αποτρέψει τις δυσχέρειες που ενδεχομένως ανακύψουν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που εξελίσσεται σε πλείονα κράτη μέλη.

33.      Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έκρινε αναγκαίο να προβλέψει μια αντίστοιχη εναρμόνιση των διαδικαστικών διατάξεων των κρατών μελών για την απευθείας εξαγωγή. Στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής ελλείπει το διασυνοριακό στοιχείο και, ως εκ τούτου, τυχόν σχετική ρύθμιση υπόκειται στη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών και, επομένως, βάσει του γερμανικού δικαίου εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 1, της AEVO. Κατά την Επιτροπή, ούτε ο νέος κανονισμός 800/1999 επηρεάζει την ανωτέρω ερμηνεία.

34.      Ωστόσο, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο καταλήξει ότι το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής, η Επιτροπή προβάλλει επικουρικώς την άποψη ότι, βάσει της γενικής αρχής της νομιμότητας η οποία διέπει τη δράση της διοικήσεως, τυχόν παραλείψεις των διοικητικών αρχών δεν μπορούν να αποβαίνουν εις βάρος του επιχειρηματία· αντιθέτως, ο εξαγωγέας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποδείξει και με άλλους τρόπους την εξαγωγή των προϊόντων. Συνεπώς, η αρμόδια διοικητική αρχή υποχρεούται είτε να αναγνωρίσει αυτεπαγγέλτως την ισοτιμία των εγγράφων είτε να επιστήσει την προσοχή του εξαγωγέα σχετικά με την έλλειψη του εθνικού εγγράφου είτε, άλλως, να επιμηκύνει την προθεσμία για την υποβολή των δικαιολογητικών.

2.      Παρατηρήσεις της γενικής εισαγγελέα

 α)     Η εφαρμογή του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 ratione materiae στις απευθείας εξαγωγές

35.      Μολονότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία πληρωμής της επιστροφής αποτελούν, κατά νεότερη νομολογία, διοικητικές διατυπώσεις (5), πρέπει λαμβάνονται υπόψη με την ίδια σοβαρότητα και οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Πράγματι, η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών, ακριβώς όπως και η μη τήρηση των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μείωση ή ακόμη και την εξ ολοκλήρου απώλεια της επιστροφής κατά την εξαγωγή (6).

36.      Το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 παραπέμπει, σε σχέση με το αντίτυπο ελέγχου T5, στο άρθρο 6 του κανονισμού. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, το πεδίο εφαρμογής του αντιτύπου ελέγχου Τ5 περιορίζεται ratione materiae στις έμμεσες εξαγωγές.

37.      Κρίσιμη ουσιαστική προϋπόθεση των έμμεσων εξαγωγών είναι ότι ένα προϊόν, για το οποίο έχει γίνει αποδεκτή η διασάφηση εξαγωγής, έχει διασχίσει, πριν εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, άλλα κοινοτικά εδάφη εκτός από αυτό του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έγινε αποδεκτή η διασάφηση αυτή.

38.      Η απευθείας εξαγωγή (7) δεν μνημονεύεται στο άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87. Από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι το βόειο κρέας εξήχθη απευθείας από τη Γερμανία στη Ρωσία. Τα προϊόντα δεν διέσχισαν άλλα κοινοτικά εδάφη πλην του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έγινε αποδεκτή η διασάφηση εξαγωγής.

39.      Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να αποκρούεται η εφαρμογή του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 στην περίπτωση των απευθείας εξαγωγών ή αν το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση των απευθείας εξαγωγών.

40.      Εντούτοις, η σιωπή του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 σε σχέση με τις απευθείας εξαγωγές δεν σημαίνει ότι υπάρχει ρυθμιστικό κενό. Η εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας σε σχέση με τις απευθείας εξαγωγές, αφενός, και σε σχέση με τις έμμεσες εξαγωγές, αφετέρου, συνδέεται με διαφορετικές ενέργειες οι οποίες δεν αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση απευθείας εξαγωγής, οι εξαγωγείς έρχονται σε επαφή με τις τελωνειακές αρχές ενός μόνον κράτους μέλους, δεδομένου ότι το τελωνείο αναχωρήσεως και το τελωνείο εξόδου βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος.

41.      Ωστόσο, στην περίπτωση έμμεσης εξαγωγής οι επιχειρηματίες δεν έρχονται σε επαφή μόνο με τις διοικητικές αρχές του κράτους προελεύσεως, αλλά και με τις διοικητικές αρχές τουλάχιστον ενός ακόμη κράτους μέλους. Το ενιαίο αντίτυπο ελέγχου T5 συμπληρώνεται από αλλοδαπό τελωνείο εξόδου, ήτοι από το τελωνείο εξόδου ενός άλλου κράτους μέλους και από την αρμόδια υπηρεσία του κράτους διελεύσεως. Αυτό το τελωνείο εξόδου δεν παραδίδει το αντίτυπο ελέγχου T5 στον εξαγωγέα, αλλά το διαβιβάζει στην κεντρική υπηρεσία του κράτους προελεύσεως (8). Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι σκοπός του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 είναι να αποτρέψει τυχόν διοικητικές δυσχέρειες τις οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συναντήσουν οι επιχειρηματίες στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας στην οποία εμπλέκονται πλείονα κράτη μέλη.

42.      Επομένως, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής προϊόντων.

 β)     Επί του ζητήματος αν η αρμόδια υπηρεσία δικαιούται και υποχρεούται να αναγνωρίσει αυτεπαγγέλτως άλλα ισότιμα δικαιολογητικά

43.      Το ζήτημα αυτό αφορά αποκλειστικά την απόδειξη εξαγωγής και όχι τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της εξαγωγής. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή ο εξαγωγέας πρέπει, κατά τη θεωρία, να πληροί νομοτύπως όχι μόνον τις προς τούτο απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις, αλλά, πέραν τούτου, να τηρεί τις προϋποθέσεις της διαδικασίας πληρωμής (9).

44.      Η καταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή συνδέεται, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη (10), στενά με την απόδειξη ότι τα προϊόντα εξήχθησαν από την Κοινότητα. Επομένως, η ratio legis είναι η εξαγωγή των προϊόντων εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας .

45.      Στην περίπτωση της έμμεσης εξαγωγής τούτο αποδεικνύεται με την προσκόμιση του αντιτύπου T5. Η ανωτέρω απόδειξη αποτελεί την πρωτότυπη απόδειξη εξαγωγής η οποία παρέχεται με τη βεβαίωση του τελωνείου εξόδου (11). Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτό το αντίτυπο ελέγχου μπορεί να απολεσθεί, και τούτο ανεξαρτήτως της βουλήσεως του εξαγωγέα, κατά τη διαβίβασή του δια της υπηρεσιακής οδού μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, ο κανονισμός 3665/87 προβλέπει τη δυνατότητα της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας των δικαιολογητικών τα οποία, κατά την τεσσαρακοστή ένατη (πεντηκοστή κατά την απόδοση στη γερμανική γλώσσα) αιτιολογική σκέψη (12) του κανονισμού, βρίσκονται στην κατοχή του εξαγωγέα προκειμένου να προστατευθεί από τις δυσμενείς συνέπειες που ενδέχεται να έχουν εσφαλμένες υπηρεσιακές ενέργειες των τελωνειακών αρχών. Ως εκ τούτου, ο εξαγωγέας μπορεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνωρίσεως, να αποδείξει την εξαγωγή δια της προσκομίσεως του εγγράφου μεταφοράς και του τελωνειακού εγγράφου εισόδου της τρίτης χώρας (13) εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι τόσο η αίτηση όσο και η αναγνώριση της ισοτιμίας των δικαιολογητικών δεν εξαρτώνται από το αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της εξαγωγής.

46.      Αν αποδεικνύεται βάσει άλλων στοιχείων, πέραν των τυποποιημένων, ότι πληρούνται οι ουσιαστικές νομικές προϋποθέσεις της αξιώσεως καταβολής επιστροφών κατά την εξαγωγή, τότε θα πρέπει η επίκληση της ελλείψεως τυποποιημένης αποδείξεως, όπως είναι το αντίτυπο ελέγχου T5, να θεωρείται καθαρή τυπολατρία και, συνεπώς, να μη γίνεται δεκτή (14).

47.      Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της αξιώσεως για καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή καθορίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει ότι πρέπει να αποδεικνύονται δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις της αξιώσεως για καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή, ήτοι, αφενός, η αποδοχή της διασαφήσεως εξαγωγής και, αφετέρου, το γεγονός ότι το προοριζόμενο για εξαγωγή προϊόν εγκατέλειψε ως έχει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας το αργότερο 60 ημέρες μετά την ανωτέρω αποδοχή.

48.      Στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής, η Γερμανία απαιτεί να αποδεικνύεται η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων της αξιώσεως για καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή με την προσκόμιση ενός εθνικού εξαγωγικού εγγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό εθνικό έγγραφο διαβιβάζεται απευθείας από το εθνικό τελωνείο εξόδου στην εθνική κεντρική υπηρεσία, ήτοι εν προκειμένω το Hauptzollamt. Επομένως, και στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής τα έγγραφα δεν βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του εξαγωγέα.

49.      Η παρούσα υπόθεση αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο εθνικός νομοθέτης παραπέμπει με τη γερμανική AEVO, σε σχέση με μια αμιγώς εσωτερικής φύσεως κατάσταση, ήτοι στην περίπτωση απευθείας εξαγωγής, στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου (15). Μολονότι τα ερωτήματα στην υπό κρίση υπόθεση αφορούν την απευθείας εξαγωγή και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, τα ερμηνευτικά ζητήματα των οποίων την επίλυση ζητεί το αιτούν Finanzgericht αφορούν επομένως κατ’ ουσίαν το σύστημα των επιστροφών κατά την εξαγωγή το οποίο ρυθμίζει ο κανονισμός 3665/87.

50.      Επομένως, όταν τα εθνικά δικαστήρια υποβάλλουν ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να αποφαίνεται επ’ αυτών. Πράγματι, ούτε από το γράμμα του άρθρου 234 ΕΚ ούτε από το αντικείμενο της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας προκύπτει ότι πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διάταξη του κοινοτικού δικαίου στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκειμένου να προσδιοριστούν οι κανόνες που θα εφαρμοστούν σε μια αμιγώς εσωτερικής φύσεως κατάσταση του κράτους αυτού (16).

51.      Συγκεκριμένα, όταν μια εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπει για τις αμιγώς εσωτερικής φύσεως καταστάσεις με τις λύσεις που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως προκειμένου να αποφευχθούν διακρίσεις ή ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, υφίσταται οπωσδήποτε κοινοτικό συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που αντιστοιχούν σε διατάξεις ή έννοιες του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες αυτές τυγχάνουν εφαρμογής, ούτως ώστε να αποφεύγονται στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις (17).

52.      Αρμόδια κεντρική υπηρεσία για τη διαδικασία της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας των δικαιολογητικών είναι στη συγκεκριμένη υπόθεση το Hauptzollam. Πρόκειται δηλαδή για μια διοικητική διαδικασία (18). Ως προς το σημείο αυτό, διαφέρει η παρούσα υπόθεση από τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-430/93 και C-431/93, στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο εξέτασε ζητήματα τα οποία άπτονταν του εθνικού δικονομικού δικαίου (19).

53.      Το Δικαστήριο εξέτασε με την απόφασή του C-430/93 και C-431/93 το ζήτημα αν ένα δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και αν, στο πλαίσιο αυτό, υποχρεούται να εγκαταλείψει την κατ’ αρχήν επιβαλλόμενη ουδετερότητά του, εξερχόμενο των ορίων του αντικειμένου της διαφοράς, όπως έχει προσδιορισθεί από τους διαδίκους, και/ή στηριζόμενο σε γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης (20). Εντούτοις, η ανωτέρω νομολογία δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση διότι αντικείμενό της είναι μια τελωνειακή διοικητική διαδικασία της οποίας η νομιμότητα εξετάζεται βάσει διαφορετικών κριτηρίων από αυτά που ισχύουν για τη δικαστική διαδικασία.

54.      Μια διοικητική διαδικασία μπορεί, εφόσον δεν προβλέπεται ρητώς κάτι άλλο, να κινηθεί τόσο αυτεπαγγέλτως όσο και κατόπιν αιτήσεως (21). Στη θεωρία τονίζεται ότι η αυτεπάγγελτη κίνηση της διοικητικής διαδικασίας αποκλείεται μόνο στην περίπτωση που η διοικητική διαδικασία μπορεί να κινηθεί αποκλειστικά κατόπιν αιτήσεως των μερών (22). Για τον λόγο αυτόν, συντάσσομαι με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου ότι δεν αποκλείεται εκ των προτέρων η αυτεπάγγελτη αναγνώριση της ισοτιμίας ορισμένων δικαιολογητικών.

55.      Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η διοικητική διαδικασία κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως ενός μέρους, η αρμόδια διοικητική αρχή πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, δυνάμει της αρχής του ανακριτικού συστήματος, εάν πράγματι συντρέχουν τα κρίσιμα για την έκδοση αποφάσεως πραγματικά περιστατικά (23). Η χαρακτηριστική στο πλαίσιο της πολιτικής δικονομίας αρχή της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, βάσει της οποίας οι διάδικοι είναι εκείνοι που παρέχουν τα πραγματικά στοιχεία της διαφοράς υπό τη μορφή και στον βαθμό που τους ενδιαφέρει, διαγράφοντας το αντικείμενό της και δεσμεύοντας τον δικαστή, ο οποίος υποχρεούται να αποφανθεί στηριζόμενος στους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτοί προσκομίζουν (24), δεν ισχύει στο πλαίσιο μιας τελωνειακής διοικητικής διαδικασίας. Αντιθέτως, η διοικητική αρχή έχει την υποχρέωση να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που είναι κρίσιμα για την έκδοση αποφάσεως (25). Καθορίζει το είδος και την έκταση των ελέγχων, ειδικότερα δε αν και ποια αποδεικτικά μέσα πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Τα μέρη μπορούν να ζητήσουν τη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, οι διοικητικές αρχές δεν δεσμεύονται από τις αιτήσεις αυτές· μπορούν είτε να απορρίψουν το αίτημα των μερών για διεξαγωγή αποδείξεων είτε να λάβουν υπόψη τους άλλα αποδεικτικά μέσα. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται να προβαίνουν σε μονομερείς ενέργειες, αλλά υποχρεούνται να συγκεντρώνουν και να λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα στοιχεία που είναι κρίσιμα για τη συγκεκριμένη υπόθεση (26).

56.      Το ζήτημα της κινήσεως της διαδικασίας για την αναγνώριση της ισοτιμίας των δικαιολογητικών πρέπει να εξεταστεί υπό το ανωτέρω πρίσμα.

57.      Το σύστημα της χορηγήσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή έχει ως χαρακτηριστικό, μεταξύ άλλων, ότι η κοινοτική ενίσχυση χορηγείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο εξαγωγέας έχει υποβάλει σχετική αίτηση (27). Δεδομένου ότι το σύστημα στηρίζεται στην προαιρετική υποβολή δηλώσεως, ο εξαγωγέας πρέπει να παράσχει τα χρήσιμα στοιχεία που απαιτούνται για να αποδειχθεί το δικαίωμα επί της επιστροφής, εφόσον αποφασίσει ιδία βουλήσει να ζητήσει την ενίσχυση (28). Ομοίως, το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της AEVO ορίζει ότι ο αιτών υποχρεούται να εκθέσει και να αποδείξει τις προϋποθέσεις της αξιώσεώς του για την καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή. Εντούτοις, η προβλεπόμενη υποχρέωση αποδείξεως ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση της αρμόδιας τελωνειακής αρχής να ερευνά αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά που είναι κρίσιμα για την έκδοση αποφάσεως.

58.      Χρήσιμα στοιχεία κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας είναι το έγγραφο μεταφοράς και το τελωνειακό έγγραφο εισαγωγής της τρίτης χώρας, εφόσον, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο εξαγωγέας, δεν υπάρχουν στον φάκελο που έχουν οι διοικητικές αρχές το αντίτυπο ελέγχου T5 ή το σχετικό εθνικό τελωνειακό έγγραφο. Με τη βοήθεια των δικαιολογητικών αυτών μπορεί ευχερώς να αποδειχθεί ότι τα προϊόντα εγκατέλειψαν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας και ότι προσκομίστηκαν σε τελωνειακή αρχή τρίτης χώρας. Στις περιπτώσεις αυτές, πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της αξιώσεως για την καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή. Επομένως, με τη διαβίβαση τέτοιων δικαιολογητικών η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία αναγνωρίσεως της ισοτιμίας τους. Εφόσον ο εξαγωγέας προσκομίσει τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, μπορεί να συναχθεί από μια τέτοια ενέργεια, ακόμα και στο πλαίσιο μαζικής διαδικασίας, ότι επιχειρεί να αποδείξει την εξαγωγή βάσει της συνήθους πορείας των πραγμάτων.

59.      Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι οι εξαγωγείς μπορούν να υποβάλουν ελλιπείς αιτήσεις.

60.      Το κοινοτικό δίκαιο δεν ορίζει την έννοια της αποδείξεως στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής. Επομένως, πρέπει να είναι επιτρεπτά όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπει το γερμανικό δικονομικό δίκαιο σε παρεμφερείς διαδικασίες. Κατά συνέπεια, σε κατάσταση όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις αρχές του εθνικού τους δικαίου οι οποίες διέπουν την αποδεικτική διαδικασία, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουν, αποδείχθηκε κατά τρόπο αξιόπιστο η απευθείας εξαγωγή (29). Φρονώ ότι το έγγραφο μεταφοράς με την από 9 Απριλίου 1998 βεβαίωση εκτελωνισμού καθώς και το από 20 Μαΐου 1998 ρωσικό τελωνειακό έγγραφο εισαγωγής ήσαν πρόσφορα προκειμένου να αποδειχθεί ότι πληρούνταν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της αξιώσεως επιστροφής.

61.      Τα ισότιμα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει –και ως προς το σημείο αυτό συντάσσομαι με την άποψη της Ελληνικής Κυβερνήσεως– να υποβάλλονται εντός της δωδεκάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από της ημερομηνίας αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87.

62.      Για τον ανωτέρω λόγο, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής προϊόντων. Εντούτοις, η αρμόδια εθνική υπηρεσία μπορεί να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας ορισμένων δικαιολογητικών, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        το εθνικό έγγραφο εξαγωγής δεν μπορεί να προσκομιστεί για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος·

–        τα υποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομίζονται εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87 που άρχεται από της ημερομηνίας αποδοχής της δηλώσεως εξαγωγής·

–        τα υποβαλλόμενα έγγραφα αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την καταβολή της επιστροφής κατά την εξαγωγή. Μια τέτοια αδιαμφισβήτητη απόδειξη υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία προσκομίζεται το έγγραφο μεταφοράς και το τελωνειακό έγγραφο της τρίτης χώρας.

 Επί του ζητήματος αν μπορεί να υποβληθεί προληπτικώς και έμμεσο αίτημα για την αναγνώριση της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

63.      Η Bonn Fleisch προβάλλει ότι μπορεί να υποβληθεί προληπτικώς και έμμεσο αίτημα για την αναγνώριση της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών. Το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 δεν ορίζει υπό ποια μορφή πρέπει να υποβάλλεται ένα τέτοιο αίτημα. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι απαιτείται απλώς να είναι αρκούντως σαφής η βούληση του εξαγωγέα να αναγνωριστεί η ισοτιμία των δικαιολογητικών. Επομένως, η Bonn Fleisch φρονεί ότι ο κανονισμός 3665/87 παρέχει τη δυνατότητα έμμεσης και προληπτικής υποβολής του αιτήματος αυτού.

64.      Το Hauptzollamt υποστηρίζει ότι για την αναγνώριση της ισοτιμίας των δικαιολογητικών απαιτείται εν γένει η υποβολή αιτήματος. Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί μεν να θεωρηθεί ως έμμεσο αίτημα αναγνωρίσεως η δήλωση που υποβλήθηκε σε συνδυασμό με την αποστολή των δικαιολογητικών, εντούτοις θα πρέπει συναφώς να μπορεί να διαπιστωθεί με σαφήνεια η αληθής βούληση του δηλούντος βάσει των αρχών της καλής πίστεως λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας βουλήσεως. Από την αποστολή του εγγράφου μεταφοράς και του τελωνειακού εγγράφου της τρίτης χώρας δεν μπορεί να συναχθεί αν υπήρχε η βούληση να υποβληθεί με τον τρόπο αυτόν αίτηση αναγνωρίσεως της ισοτιμίας. Κατά τα λοιπά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η διαδικασία για την καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή αποτελεί μια μαζική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η ερμηνεία των δηλώσεων είναι δυνατή μόνο βάσει θεμελιωμένων στοιχείων. Ως εκ τούτου, το Hauptzollamt φρονεί ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη ότι η απλή αποστολή των αντίστοιχων δικαιολογητικών αποτελεί προληπτικώς υποβαλλόμενο έμμεσο αίτημα.

65.      Η Ελλάδα φρονεί ότι, στον βαθμό που από τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά προκύπτει με σαφήνεια ότι επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος με τον κανονισμό σκοπός, το γεγονός ότι ο εξαγωγέας δεν υπέβαλε ρητό ή επίσημο αίτημα αναγνωρίσεως της ισοτιμίας, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να μην του χορηγηθεί η επιστροφή κατά την εξαγωγή, εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγησή τους. Δεν πρέπει να παροράται ότι ο εξαγωγέας δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα την ημερομηνία της αποστολής του αντιτύπου ελέγχου T5 προς το τελωνείο εξόδου ή προς το γραφείο πληρωμής. Για τους λόγους αυτούς, δεν πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα του εξαγωγέα να υποβάλει προληπτικώς αίτηση αναγνωρίσεως της ισοτιμίας προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά του στην περίπτωση κατά την οποία δεν επιστραφεί το αντίτυπο ελέγχου T5.

66.      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά την άποψή της, το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της απευθείας εξαγωγής προϊόντων.

2.      Παρατηρήσεις της γενικής εισαγγελέα

67.      Από την επιχειρηματολογία των μετεχόντων στη διαδικασία συνάγεται ότι δεν αμφισβητούν τη θεωρητική δυνατότητα της έμμεσης υποβολής αιτήματος για την αναγνώριση της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών. Οι μετέχοντες στη διαδικασία διαφωνούν ως προς τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου η διοικητική αρχή να θεωρήσει μια ενέργεια του αιτούντος ως προληπτικώς υποβαλλόμενο έμμεσο αίτημα.

68.      Ακόμη και ένα έμμεσο αίτημα αναγνωρίσεως της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών αποτελεί δήλωση βουλήσεως, της οποίας το περιεχόμενο πρέπει εντούτοις να διαπιστώνεται διά της ερμηνευτικής οδού. Για την ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι γενικές αρχές του δικαίου. Διατάξεις που αφορούν τις γενικές αρχές του δικαίου σε σχέση με την ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως μπορούν να αντληθούν από το πέμπτο κεφάλαιο που επιγράφεται «Ερμηνεία» του έργου Principles of European Contract Law (Αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων) (30). Συναφώς, πρόκειται για ένα έργο το οποίο καλύπτει τον κοινό πυρήνα του δικαίου των συμβάσεων των κρατών μελών.

69.      Όσον αφορά την έμμεση υποβολή αιτήματος, το περιεχόμενό του πρέπει να μπορεί να συναχθεί από τις περιστάσεις της υποβολής του.

70.      Στο δίκαιο των κρατών μελών εφαρμόζεται ως επί το πλείστον ένας συνδυασμός της υποκειμενικής και της αντικειμενικής μεθόδου κατά την αναζήτηση της βουλήσεως (31).

71.      Βάσει της υποκειμενικής μεθόδου, πρέπει κατ’ αρχάς να μπορεί να διαπιστωθεί ο σκοπός τον οποίον επιδιώκουν τα μέρη με τη δήλωση βουλήσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, το υποκειμενικό στοιχείο έγκειται στην αίτηση καταβολής της επιστροφής κατά την εξαγωγή. Στην περίπτωση που ο εξαγωγέας ζητήσει να του καταβληθεί επιστροφή κατά την εξαγωγή, δεν είναι εκτός της συνήθους πορείας των πραγμάτων το να υποβάλει, a maiori ad minus, με την αίτηση αυτή και οποιαδήποτε άλλη παρεμπίπτουσα αίτηση απαιτείται για την καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή. Η διαδικασία της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών αποτελεί μια παρεμπίπτουσα διαδικασία στο πλαίσιο της διαδικασίας της καταβολής της επιστροφής κατά την εξαγωγή, με την οποία διευκρινίζεται το προκριματικό ζήτημα αν προσκομίστηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την καταβολή της επιστροφής. Μια τέτοια παρεμπίπτουσα διαδικασία αναγνωρίσεως της ισοτιμίας δεν μπορεί να κινηθεί ούτε ρητώς ούτε εμμέσως χωρίς μια αντίστοιχη κύρια διαδικασία. Ως εκ τούτου, βασική προϋπόθεση για την αποδοχή του υποκειμενικού στοιχείου της αιτήσεως είναι να εκκρεμεί διαδικασία καταβολής της επιστροφής κατά την εξαγωγή και να έχει κινηθεί η διαδικασία της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας για την καταβολή επιστροφής.

72.      Το επιπλέον αντικειμενικό στοιχείο προσθέτει στην ερμηνεία και τα συναλλακτικά ήθη, ήτοι αυτό που είναι σύνηθες στις συναλλαγές ή αυτό που είναι λογικό για έναν αντικειμενικό παρατηρητή λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών (32).

73.      Η ανάγκη να υπάρξει παρεμπίπτουσα διαδικασία προκύπτει από το γεγονός ότι το εθνικό εξαγωγικό έγγραφο ή το αντίτυπο ελέγχου T5 δεν περιελήφθηκε στον φάκελο της αρμόδιας διοικητικής αρχής για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος. Ως εκ τούτου, το πρώτο αντικειμενικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι το εθνικό εξαγωγικό έγγραφο ή το αντίτυπο ελέγχου T5 δεν βρίσκεται στον φάκελο της αρμόδιας υπηρεσίας για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ενδιαφερόμενος.

74.      Η τήρηση της δωδεκάμηνης προθεσμίας, εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί η αίτηση για αναγνώριση της ισοτιμίας των δικαιολογητικών, αποτελεί ένα περαιτέρω αντικειμενικό στοιχείο το οποίο προκύπτει από το άρθρο 47, παράγραφος 5, του κανονισμού 3665/87. Για τον λόγο αυτόν, τυχόν εμμέσως υποβαλλόμενη αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας.

75.      Συναφώς, πρέπει να θεωρείται επαρκής η απόδειξη, αφενός, ότι τα προϊόντα εγκατέλειψαν ως έχουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εντός 60 ημερών από της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής και, αφετέρου, ότι τα προϊόντα προσκομίστηκαν στο τελωνείο μιας τρίτης χώρας, προκειμένου να αποδειχθεί ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της αξιώσεως για καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή.

76.      Εφόσον συντρέχουν τουλάχιστον αυτές οι τέσσερις περιστάσεις, είναι λογικό για έναν αντικειμενικό παρατηρητή ή έναν τρίτο, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, να θεωρήσει ότι ο εξαγωγέας υπέβαλε προληπτικώς, σε σχέση με την καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή, έμμεσο αίτημα αναγνωρίσεως της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών.

77.      Για τον ανωτέρω λόγο, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα ότι στην περίπτωση απευθείας εξαγωγής, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, μπορεί να υποβληθεί προληπτικώς έμμεσο αίτημα για την αναγνώριση της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        υποβλήθηκε αίτηση καταβολής της επιστροφής κατά την εξαγωγή βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87·

–        το εθνικό εξαγωγικό έγγραφο δεν βρίσκεται στον φάκελο της αρμόδιας υπηρεσίας για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος·

–        οι προσκομισθείσες αποδείξεις υποβλήθηκαν εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87 που άρχεται από της ημερομηνίας της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής·

–        οι προσκομισθείσες αποδείξεις αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα εγκατέλειψαν ως έχουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εντός 60 ημερών από της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής και ότι τα προϊόντα προσκομίστηκαν στο τελωνείο της τρίτης χώρας.

V –    Πρόταση

78.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων του Finanzgericht Hamburg ως εξής:

1.      Η αρμόδια εθνική υπηρεσία μπορεί στην περίπτωση απευθείας εξαγωγής, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία της αναγνωρίσεως της ισοτιμίας δικαιολογητικών, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        το εθνικό εξαγωγικό έγγραφο δεν μπορεί να προσκομιστεί για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος·

–        οι προσκομιζόμενες αποδείξεις πρέπει να υποβάλλονται εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87 που άρχεται από της ημερομηνίας της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής·

–        τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την καταβολή της επιστροφής κατά την εξαγωγή. Μια τέτοια αναμφισβήτητη απόδειξη μπορεί να αποτελεί η προσκόμιση του εγγράφου μεταφοράς και του τελωνειακού εγγράφου της τρίτης χώρας.

2.      Στην περίπτωση απευθείας εξαγωγής επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 47, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 μπορεί να υποβληθεί προληπτικώς έμμεσο αίτημα αναγνωρίσεως της ισοτιμίας άλλων δικαιολογητικών, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        υποβλήθηκε αίτηση καταβολής της επιστροφής κατά την εξαγωγή βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87·

–        το εθνικό εξαγωγικό έγγραφο δεν βρίσκεται στον φάκελο της αρμόδιας υπηρεσίας για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος·

–        οι προσκομισθείσες αποδείξεις υποβλήθηκαν εντός της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 3665/87 που άρχεται από της ημερομηνίας της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής·

–        οι προσκομισθείσες αποδείξεις αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα εγκατέλειψαν ως έχουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εντός 60 ημερών από της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής και ότι τα προϊόντα προσκομίστηκαν στο τελωνείο της τρίτης χώρας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 351, σ. 1.


3 – ΕΕ. L 102, σ. 11.


4 – BGBl., I, σ. 766.


5 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C‑385/03, Käserei Champignon Hofmeister (Συλλογή 2005, σ. I-2297, σκέψη 26).


6 – Έτσι, Reiche K., σε «Das Zahlungsverfahren der Ausfuhrerstattung», ZfZ (2006), σ. 110, ως σχολιασμός της αποφάσεως Käserei Champignon Hofmeiste (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5). Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναλύει την αλληλεπίδραση μεταξύ του ουσιαστικού δικαίου και του δικαίου που διέπει τη διαδικασία της πληρωμής της επιστροφής κατά την εξαγωγή.


7 – Κατά τον Reiche, όπ.π., σ. 111, απευθείας εξαγωγή υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το προϊόν εξάγεται από το έδαφος του κράτους μέλους εξαγωγής απευθείας σε τρίτη χώρα.


8 – Βλ. Reiche, όπ.π., σ. 111, ο οποίος παραπέμπει στα άρθρα 912 και 912Γ, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1). Το άρθρο 912Γ, παράγραφος 4, του κανονισμού προβλέπει: «Το τελωνείο προορισμού επιστρέφει το πρωτότυπο του αντιτύπου ελέγχου Τ5 στη διεύθυνση που αναφέρεται στη θέση Β “Επιστρεπτέον εις” του εντύπου Τ5 αφού διεκπεραιώσει όλες τις διατυπώσεις και συμπληρώσει τα απαιτούμενα στοιχεία».


9 – Reiche, όπ.π., σ. 110.


10 – Η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3665/87 έχει ως εξής: «οι γενικοί κανόνες που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο προβλέπουν ότι η επιστροφή πληρώνεται όταν έχει προσκομισθεί απόδειξη ότι τα προϊόντα έχουν εξαχθεί εκτός της Κοινότητας […]»


11 – Reiche, όπ.π., σ. 111.


12 – Η τεσσαρακοστή ένατη (πεντηκοστή στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα) αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3665/87 έχει ως εξής: «[…] είναι δυνατόν να συμβεί, λόγω περιστάσεων που δεν οφείλονται στον εξαγωγέα, να μην είναι δυνατόν να προσκομισθεί το αντίτυπο ελέγχου Τ5, μολονότι το προϊόν έχει εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ή έχει φθάσει σε ειδικό προορισμό· [...] από μια τέτοια κατάσταση ενδέχεται να δημιουργηθούν προσκόμματα στο εμπόριο· [...] πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να αναγνωρισθούν άλλα έγγραφα ως ισότιμα.»


13 – Reiche, όπ.π., σ. 111. Ο συγγραφέας τονίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνωρίσεως, υφίσταται κατά κανόνα η δυνατότητα να αποδειχθεί η εξαγωγή μέσω του τελωνειακού εγγράφου εισαγωγής της τρίτης χώρας και του αντιτύπου του εγγράφου μεταφοράς.


14 – Ομοίως Reiche, όπ.π., σ. 116., ο οποίος συνάγει από την ανάλυσή του περί της αλληλεπιδράσεως μεταξύ του ουσιαστικού δικαίου και του δικαίου που διέπει τη διαδικασία της πληρωμή των καταβολών ότι η προσκόμιση της τυποποιημένης αποδείξεως δεν πρέπει να συγχέεται με τη νομική προϋπόθεση για τη γένεση του ουσιαστικού δικαιώματος της επιστροφής.


15 – Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-231/89, Gmurzynska-Bscher, (Συλλογή 1990, σ. I-4003, σκέψη 25). Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει το κοινοτικό δίκαιο στην περίπτωση που το κοινοτικό δίκαιο, βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους εφαρμόζεται πέραν του καθοριζόμενου από το κοινοτικό δίκαιο πεδίου εφαρμογής. Το Δικαστήριο έκρινε στην ανωτέρω υπόθεση ότι ούτε από τη διατύπωση του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ [νυν άρθρου 234 ΕΚ] ούτε από τον σκοπό της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας συνάγεται ότι πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες αφορούν διάταξη του κοινοτικού δικαίου στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η εθνική νομοθεσία κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο αυτής της διατάξεως προκειμένου να καθορίσει ποιες διατάξεις εφαρμόζονται σε πραγματικά περιστατικά που έχουν αμιγώς εθνικό χαρακτήρα.


16 – Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C-3/04, Poseidon Chartering (Συλλογή 2006, σ. Ι-2505, σκέψη 15). Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής η οποία αφορούσε τις Κάτω Χώρες, το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες). H οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην ολλανδική έννομη τάξη με τα άρθρα 428 έως 445 του ολλανδικού αστικού κώδικα (Burgerlijk Wetboek). Το άρθρο 7:428, παράγραφος 1, του ολλανδικού αστικού κώδικα, με το οποίο μεταφέρθηκε στην ολλανδική νομοθεσία το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, ορίζει: «Σύμβαση αντιπροσωπίας είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος –που καλείται αντιπροσωπευόμενος– αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο –που καλείται εμπορικός αντιπρόσωπος– να ενεργεί ως μεσολαβητής, για ορισμένο ή μη χρόνο και έναντι αμοιβής, στη διαπραγμάτευση συμβάσεων, τις οποίες θα δύναται να συνάπτει επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, χωρίς, ωστόσο, να εξαρτάται από αυτόν». Στο πλαίσιο της ανωτέρω υποθέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του εμπορικού αντιπροσώπου, όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία, περιλαμβάνει και τη σύναψη συμβάσεως με μεσολαβητή στον οποίο ανατέθηκε η διαπραγμάτευση συμβάσεως παροχής υπηρεσιών και όχι συμβάσεως αγοράς ή πωλήσεως εμπορευμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται άμεσα στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, ο εθνικός νομοθέτης αποφάσισε να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο τις δύο περιπτώσεις.


17 – Αποφάσεις Poseidon Chartering (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 16) και της 17ης Ιουλίου 1997, C‑130/95, Giloy (Συλλογή 1997, σ. I‑4291, σκέψη 21) .


18 – Reiche, όπ.π., σ.113. Ο συγγραφέας παραπέμπει, στο πλαίσιο της αναλύσεώς του, στο άρθρο 25 του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας (Verwaltungsverfahrensgesetz), της 25ης Μαΐου 1976 (BGBl. 1976 I, σ. 1253).


19– Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑430/93 και C‑431/93, van Schijndel (Συλλογή 1995, σ. Ι-4705). Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον τα εθνικά δικαστήρια έχουν εξουσία να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τη συμβατότητα εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τη σκέψη 22 της αποφάσεώς του, ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από την παράβαση κοινοτικών διατάξεων, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την επιβαλλόμενη ουδετερότητά τους, εξερχόμενα των ορίων της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους, και στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.


20 – Απόφαση van Schijndel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 16).


21 – Βλ. Thienel, R., Verwaltungsverfahrensrecht, Βιέννη, 2004, σ. 138· Wollf, Decker, A., StudienkommentarVwGOundVwVG, Μόναχο, 2005, σ. 566 και 567, Maurer, H., AllgemeinesVerwaltungsrecht, δέκατη πέμπτη έκδοση, Μόναχο, 2005, σ. 489.


22 – Βλ. Thienel, όπ.π., σ. 138.


23 – Βλ. Thienel, όπ.π., σ. 170.


24 – Ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer δέχεται με τις προτάσεις του, της 15ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C‑106/03 P, Vedial κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. Ι-3573, σκέψεις 29 και 31) την κατ’ αρχήν εφαρμογή της αρχής της ελευθέρας διαθέσεως και στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα). Κατά την άποψή του, η εφαρμογή της αρχής αυτής εξαρτάται από το κατά πόσον οι διάδικοι είναι πράγματι κύριοι της διαδικασίας.


25 – Βλ. Thienel, όπ.π., σ. 171.


26 – Maurer, όπ.π., σ. 490. Ο συγγραφέας τονίζει ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η αρχή του ανακριτικού συστήματος έχει θεμελιώδη σημασία, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η απόφαση εξαρτάται ουσιαστικά από τον νομότυπο και ορθό έλεγχο των κρίσιμων για την έκδοση αποφάσεως πραγματικών περιστατικών.


27 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Philippe Léger της 1ης Ιουνίου 2006 στην υπόθεση C-120/05, Schulze (οι οποίες δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, σημείο 37). Ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε την άποψη αυτή στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 7 , παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1222/94 για τη θέσπιση κοινών λεπτομερών κανόνων στην εφαρμογή του συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή και των κριτηρίων καθορισμού του ύψους αυτών για ορισμένα γεωργικά προϊόντα εξαγόμενα υπό μορφή εμπορευμάτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης (ΕΕ L 136, σ. 5).


28 – Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C‑309/04, Fleisch-Winter (Συλλογή 2005, σ. I‑10349, σκέψη 31). Η ανωτέρω υπόθεση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 13 και 11 του κανονισμού 3665/87 όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994, για τροποποίηση του κανονισμού 3665/87 για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα όσον αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και τις κυρώσεις (ΕΕ L 310, σ. 57).


29 – Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του της 23ης Μαρτίου 2000, C‑310/98 και C‑406/98, Met-Trans και Sagpol (Συλλογή 2000, σ. I‑1797, σκέψεις 29 και 30), σε σχέση με τη διαπίστωση παραβάσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ότι εναπόκειται στις εθνικές αρχές να προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις αρχές του εθνικού τους δικαίου που έχουν εφαρμογή στην αποδεικτική διαδικασία, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση που τους έχει υποβληθεί και ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, η απόδειξη του τόπου διαπράξεως της παραβάσεως ή της παρατυπίας έχει προσκομιστεί και κρίνεται ικανοποιητική, για παράδειγμα αν μια μαρτυρία πρέπει ή όχι να επιτραπεί και να της αναγνωριστεί αποδεικτική δύναμη.


30 – Lando, O., Beale, H., Principles of European Contract Law, Parts I and II, Χάγη, 2000, σ. 287 επ. Ferreri, S., Chapter 5, Interpretation, σε Antoniolli, L., Venezian, A., Principles of European Contract Law and Italian Law, Χάγη, 2005, σ. 251 επ.


31 – Lando, Beale, όπ.π., Parts I and II, σ. 288, κατά τους οποίους «following the majority of laws of EU Member states, the general rules on interpretation combine the subjective method, according to which pre-eminence is given to the common intention of the parties, and the objective method which takes an external view by reference to objective criteria such as reasonableness, good faith etc».


32 – Έτσι Lando, Beale, όπ.π., Parts I and II, σ. 289.

Top