Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005TJ0237

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Ιουνίου 2010.
    Éditions Odile Jacob SAS κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Πρόσβαση στα έγγραφα των οργάνων - Κανονισμός (ΕΚ)1049/2001 - Έγγραφα αφορώντα διαδικασία σχετική με πράξη συγκεντρώσεως επιχειρήσεων - Κανονισμός (ΕΚ) 4064/89 - Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 - Κανονισμός (ΕΚ) 802/2004 - Άρνηση της προσβάσεως - Εξαίρεση απτόμενη της προστασίας των δραστηριοτήτων έρευνας και ελέγχου - Εξαίρεση απτόμενη της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων - Εξαίρεση απτόμενη της προστασίας της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεων - Εξαίρεση απτόμενη της προστασίας των νομικών γνωμοδοτήσεων.
    Υπόθεση T-237/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 II-02245

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2010:224

    Υπόθεση T-237/05

    Éditions Odile Jacob SAS

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα αφορώντα διαδικασία σχετική με πράξη συγκεντρώσεως επιχειρήσεων – Κανονισμός (ΕΚ) 4064/89 – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Κανονισμός (ΕΚ) 802/2004 – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων – Έκταση

    (Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4, 9 § 4 και 11 § 2)

    2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως έρευνας και οικονομικού ελέγχου

    (Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

    3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων φυσικού ή νομικού προσώπου

    (Άρθρο 287 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 3 και 4 § 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση· κανονισμοί του Συμβουλίου 4064/89, άρθρο 17, και 139/2004, άρθρο 17)

    4.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από τρίτους

    (Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1, 2 και 4)

    5.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων

    (Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3, εδ. 1)

    6.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων

    (Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έκτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 4 § 2, δεύτερη περίπτωση)

    7.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων – Εξέταση αποβαίνουσα ιδιαιτέρως επαχθής και ακατάλληλη – Παρέκκλιση από την υποχρέωση εξετάσεως

    (Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 6)

    8.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εγγράφων

    (Άρθρο 255 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 4 § 3, εδ. 2)

    1.      Η υποχρέωση θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου των διαλαμβανομένων στην αίτηση προσβάσεως σ’ αυτά τα έγγραφα συνιστά λύση αρχής η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις παρατιθέμενες στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εξαιρέσεις, ανεξάρτητα από τον τομέα στον οποίο αναφέρονται τα αιτηθέντα έγγραφα.

    Πάντως, η ανωτέρω λύση αρχής δεν σημαίνει ότι απαιτείται παρόμοια εξέταση σε κάθε περίπτωση. Συγκεκριμένα, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, στην οποία οφείλει κατ’ αρχήν να προβεί το κοινοτικό όργανο προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001, αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στο εν λόγω κοινοτικό όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό είναι εφαρμοστέα τυχόν εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, στο να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εν λόγω εξέταση ενδέχεται να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει να απορριφθεί ή αντίθετα πρέπει να επιτραπεί.

    Περαιτέρω, η γενικότητα της αιτιολογήσεως επί της οποίας στηρίζεται άρνηση προσβάσεως, καθώς και ο λακωνικός ή στερεότυπος χαρακτήρας της, συνιστούν ένδειξη ελλείψεως συγκεκριμένης εξετάσεως μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αντικειμενικώς εφικτό να αναφέρονται οι λόγοι που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε κάθε έγγραφο χωρίς κοινολόγηση του περιεχομένου του ή ουσιώδους στοιχείου του και, συνακόλουθα, χωρίς να αναιρείται ο βασικός σκοπός της εξαιρέσεως. Η αναγκαιότητα τα θεσμικά όργανα να μην αποκαλύπτουν τα στοιχεία που θα έθιγαν εμμέσως τα συμφέροντα στην προστασία των οποίων αποσκοπούν ειδικώς οι ως άνω εξαιρέσεις υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 9, παράγραφος 4, και στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

    Τέλος, μία και μόνη δικαιολογία μπορεί να εφαρμοστεί σε έγγραφα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, πράγμα το οποίο ισχύει ιδίως αν τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Εναπόκειται στη συνέχεια στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει προδήλως και εξ ολοκλήρου τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή.

    (βλ. σκέψεις 44-47)

    2.      Στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να δίδεται η ερμηνεία ότι η διάταξη αυτή, σκοπός της οποίας είναι η προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, έχει εφαρμογή μόνον όταν η δημοσιοποίηση των εγγράφων ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της επιθεωρήσεως, της έρευνας ή του οικονομικού ελέγχου.

    Βέβαια, οι διάφορες πράξεις έρευνας και επιθεωρήσεως μπορεί να εξακολουθούν να καλύπτονται από την εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, έστω και αν η συγκεκριμένη έρευνα ή επιθεώρηση έχει περατωθεί με την κατάρτιση εκθέσεως στην οποία ζητείται η πρόσβαση.

    Ωστόσο, αν γινόταν δεκτό ότι τα διάφορα έγγραφα που αφορούν επιθεώρηση, έρευνα ή οικονομικό έλεγχο καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενώ δεν έχει αποφασιστεί ακόμη η συνέχεια που θα δοθεί στις διαδικασίες αυτές, η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα θα εξηρτάτο από αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον και του οποίου η επέλευση εξαρτάται από την ταχύτητα και την επιμέλεια με την οποία θα ενεργήσουν διάφορες εθνικές αρχές. Μια τέτοια λύση θα ήταν αντίθετη στον σκοπό που συνίσταται στο να διασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τη νομιμότητα της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας.

    (βλ. σκέψεις 72-75)

    3.      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής εφαρμόζονται σε όλα τα έγγραφα που είναι εις χείρας του θεσμικού αυτού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, στον τομέα της συγκεντρώσεως, η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων μερών πρέπει να θεωρείται ότι καλύπτεται προδήλως από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας ή από αυτή που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων. Καίτοι οι εξαιρέσεις αυτές εφαρμόζονται, ενδεχομένως, σε ορισμένα από τα έγγραφα που κατήρτισε η Επιτροπή ή που της κοινοποιήθηκαν, εντούτοις τούτο δεν ισχύει οπωσδήποτε για όλα τα έγγραφα ή για ολόκληρα τα έγγραφα αυτά. Τουλάχιστον, εναπόκειται στην Επιτροπή να βεβαιωθεί γι’ αυτό βάσει συγκεκριμένης και αποτελεσματικής εξετάσεως κάθε εγγράφου, την οποία επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού.

    Στον βαθμό που το κοινό έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που περιλαμβάνουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία καλύπτονται, ως εκ της φύσεώς τους, από το επαγγελματικό ή επιχειρηματικό απόρρητο. Ούτε το άρθρο 287 ΕΚ ούτε το άρθρο 17 των κανονισμών 4064/89 και 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, δύνανται να εμποδίσουν τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου που δεν καλύπτεται από μία των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001.

    (βλ. σκέψεις 86, 90, 94, 123-124)

    4.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, στην περίπτωση εγγράφων προερχομένων από τρίτον, το κοινοτικό όργανο διαβουλεύεται με αυτόν προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί ή όχι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του ιδίου κανονισμού, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Εξ αυτού έπεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να διαβουλευθούν με τον οικείο τρίτο εάν σαφώς προκύπτει ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα όργανα οφείλουν να διαβουλευθούν με τον εν λόγω τρίτο. Κατά συνέπεια, η διαβούλευση με τον οικείο τρίτο αποτελεί, κατά γενικό κανόνα, προηγούμενη προϋπόθεση προκειμένου να προσδιορισθεί αν πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι προβλεπόμενες από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις στην πρόσβαση, όσον αφορά την περίπτωση εγγράφων προερχομένων από τρίτους. Η απουσία διαβούλευσης με τους τρίτους που έχουν συντάξει αυτά τα έγγραφα είναι συνεπώς σύμφωνη με τον κανονισμό αυτόν μόνον αν εφαρμόζεται σαφώς στα επίμαχα έγγραφα μία των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

    (βλ. σκέψεις 126-127)

    5.      Η εφαρμογή της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προϋποθέτει ότι έχει αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα μπορεί να αποτελέσει συγκεκριμένη και πραγματική προσβολή στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και ότι ο κίνδυνος αυτός προσβολής μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί και δεν είναι αμιγώς υποθετικός.

    Επιπλέον, για να εμπίπτει σ’ αυτή την εξαίρεση, η προσβολή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων πρέπει να είναι σοβαρή. Τούτο συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν η δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Η εκτίμηση της σοβαρότητας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, μεταξύ άλλων από τα αρνητικά αποτελέσματα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, τα οποία επικαλείται το θεσμικό όργανο όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων. Δικαιολογίες προβαλλόμενες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να στηρίζονται σε λεπτομερή αιτιολογία όσον αφορά το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων δεν θα αρκούσαν για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως στα αιτηθέντα εν προκειμένω έγγραφα, καθόσον άλλως θα θιγόταν η αρχή της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, ειδικότερα εκείνης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

    (βλ. σκέψεις 140-141, 143)

    6.      Η σχετική με τις νομικές γνωμοδοτήσεις εξαίρεση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά την προστασία του συμφέροντος της Επιτροπής να ζητεί νομικές γνωμοδοτήσεις και να λαμβάνει γνωμοδοτήσεις ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις. Ο κίνδυνος διακυβεύσεως του συμφέροντος αυτού πρέπει, προκειμένου να μπορεί να γίνει επίκλησή του, να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός.

    Συναφώς, το συμφέρον του κοινού για την κοινοποίηση ενός εγγράφου βάσει της υποχρεώσεως διαφάνειας, η οποία σκοπό έχει να εξασφαλίσει καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και να εγγυηθεί περισσότερη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα, δεν είναι το ίδιο όταν το έγγραφο αυτό αφορά διοικητική διαδικασία που αποσκοπεί στην εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των συγκεντρώσεων ή το δίκαιο του ανταγωνισμού γενικά, ή όταν αφορά διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το οικείο θεσμικό όργανο παρεμβαίνει με τη νομοθετική του ιδιότητα και κατά την οποία θα έπρεπε να επιτρέπεται ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001.

    (βλ. σκέψεις 156, 161)

    7.      Εφόσον το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή κοινοτικών οργάνων συνιστά λύση αρχής, εξαίρεση από την υποχρέωση εξετάσεως μπορεί να γίνει δεκτή κατ’ εξαίρεση και μόνον όταν η διοικητική επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων αποβαίνει ιδιαιτέρως επαχθής, υπερβαίνοντας τα όρια των εύλογων απαιτήσεων.

    Επιπλέον, το κοινοτικό όργανο που προβάλλει εξαίρεση συνδεόμενη με τον μη εύλογο φόρτο εργασίας που απαιτείται για τον χειρισμό της αιτήσεως σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, φέρει το βάρος αποδείξεως του φόρτου αυτού.

    Όταν ένα κοινοτικό όργανο αποδείξει την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση που συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των διαλαμβανόμενων στην αίτηση εγγράφων, υποχρεούται να προσπαθήσει να έρθει σε συνεννόηση με τον αιτούντα, προκειμένου, αφενός, ο αιτών να του γνωστοποιήσει το συμφέρον του από την απόκτηση των εν λόγω εγγράφων ή να του παράσχει σχετικές διευκρινίσεις και, αφετέρου, το ίδιο το όργανο να εξετάσει συγκεκριμένα τις επιλογές που διαθέτει για τη λήψη ενός μέτρου λιγότερου επαχθούς από τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων. Ωστόσο, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτό, να προκρίνει την επιλογή που, ενώ δεν αποτελεί εργασία υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί, είναι η πλέον ευνοϊκή για το δικαίωμα προσβάσεως του αιτούντος.

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κοινοτικό όργανο μπορεί να μην προβεί στη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, μόνον αφού εξετάσει πράγματι όλες τις άλλες διαθέσιμες επιλογές και αφού εξηγήσει λεπτομερώς με την απόφασή του τους λόγους για τους οποίους οι διάφορες αυτές επιλογές συνεπάγονται επίσης δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας.

    Μια απόφαση της Επιτροπής, η οποία αρνείται γενικά οποιαδήποτε μερική πρόσβαση στην προσφεύγουσα, θα μπορούσε να είναι νόμιμη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή θα είχε προηγουμένως εξηγήσει, συγκεκριμένα, τους λόγους για τους οποίους οι εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των οικείων εγγράφων συνεπάγονταν, επίσης, δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας.

    (βλ. σκέψεις 170-174)

    8.      Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής περί προσβάσεως στα έγγραφα, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 255 ΕΚ και στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση πρέπει να έχει αντικειμενικό και γενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να συγχέεται με τα ατομικά ή ιδιωτικά συμφέροντα που συνδέονται, για παράδειγμα, με την άσκηση προσφυγής κατά των θεσμικών οργάνων, καθόσον τα ατομικά ή ιδιωτικά συμφέροντα τέτοιου είδους δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού.

    Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων έχει κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος. Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της προσβάσεως όλων στα δημόσια έγγραφα και όχι μόνον της προσβάσεως του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν. Ως εκ τούτου, το ατομικό συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο αιτών πρόσβαση στα έγγραφα που τον αφορούν προσωπικώς δεν μπορεί γενικά να είναι αποφασιστικό ούτε κατά την εκτίμηση της υπάρξεως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ούτε κατά τη στάθμιση των συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

    (βλ. σκέψεις 191-192)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 9ης Ιουνίου 2010 (*)

    «Πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα αφορώντα διαδικασία σχετική με πράξη συγκεντρώσεως επιχειρήσεων – Κανονισμός (ΕΚ) 4064/89 – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Κανονισμός (ΕΚ) 802/2004 – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων»

    Στην υπόθεση T-237/05,

    Éditions Odile Jacob SAS, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους W. van Weert και O. Fréget, στη συνέχεια από τον O. Fréget, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους X. Lewis, P. Costa de Oliveira και O. Beynet,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από

    τη Lagardère SCA, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Winckler, S. Sorinas Jimeno και I. Girgenson, στη συνέχεια από τους Winckler, F. de Bure και J.‑B. Pinçon, δικηγόρους,

    παρεμβαίνουσα,

    με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει αίτηση της προσφεύγουσας με την οποία ζήτησε να αποκτήσει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα που αφορούσαν διαδικασία σχετική με πράξη συγκεντρώσεως επιχειρήσεων (υπόθεση COMP/M.2978 – Lagardère/Natexis/VUP),

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. W. H. Meij (πρόεδρο), V. Vadapalas και L. Truchot (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2009,

    λαμβάνοντας υπόψη την από 28 Σεπτεμβρίου 2009 διάταξη περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας και την απάντηση της προσφεύγουσας στη ερώτηση που της υπέβαλε εγγράφως το Γενικό Δικαστήριο,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

     Ιστορικό της διαφοράς

    1.     Αιτήσεις προσβάσεως στα έγγραφα που υπέβαλε η προσφεύγουσα

    1        Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα, Éditions Odile Jacob SAS, ζήτησε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE L 145, σ. 43), να της επιτρέψει την πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα σχετικά με τη διοικητική διαδικασία (στο εξής: επίμαχη διαδικασία) που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως 2004/422/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2004, με την οποία πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Υπόθεση COMP/M.2978 – Lagardère/Natexis/VUP) (EE L 125, σ. 54, στο εξής: απόφαση περί του συμβατού), προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει προς στήριξη της προσφυγή της στην εκκρεμή ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] υπόθεση T‑279/04, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, που αποσκοπούσε στην ακύρωση της αποφάσεως περί του συμβατού. Τα έγγραφα αυτά ήσαν τα εξής:

    α)      η απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2003 να κινήσει εις βάθος έρευνα βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (EE L 395, σ. 1), στην επίμαχη διαδικασία·

    β)      το πλήρες κείμενο της συμβάσεως εκχωρήσεως που υπογράφηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2002 από τη Natexis Banques populaires SA, αφενός, και από τη Segex Sarl και την Ecrinvest 4 SA, αφετέρου·

    γ)      όλη η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Natexis Banques populaires μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2002 και της κοινοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως στις 14 Απριλίου 2003·

    δ)      όλη η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Lagardère SCA μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2002 και της εν λόγω κοινοποιήσεως·

    ε)      η σύμβαση με την οποία η Natexis Banques populaires απέκτησε την κυριότητα των μεριδίων συμμετοχής και των στοιχείων ενεργητικού της Vivendi Universal Publishing SA (VUP) από τη Vivendi Universal SA στις 20 Δεκεμβρίου 2002·

    στ)      η υπόσχεση αγοράς της VUP που απηύθυνε η Lagardère στη Vivendi Universal στις 22 Οκτωβρίου 2002·

    ζ)      όλα τα εσωτερικά υπομνήματα της Επιτροπής που αφορούν, αποκλειστικώς ή όχι, την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89 επί της αγοράς των στοιχείων ενεργητικού της VUP από τη Natexis SA/Investima 10 SAS, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αντηλλάγησαν μεταξύ της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής και της νομικής υπηρεσίας της τελευταίας αυτής·

    η)      όλη η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Natexis που αφορά, αποκλειστικώς ή όχι, την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89 επί της αγοράς των στοιχείων ενεργητικού της VUP από τη Natexis/Investima 10.

    2        Με επιστολή της 27ης Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα απηύθυνε στην Επιτροπή αίτηση προσβάσεως σε μια άλλη σειρά εγγράφων, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει προς στήριξη της προσφυγής της, στην εκκρεμή ενώπιον του Πρωτοδικείου υπόθεση T-452/04, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, που αποσκοπούσε στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Ιουλίου 2004, σχετικά με την έγκριση της Wendel Investissement SA ως αγοραστή των στοιχείων ενεργητικού που μεταβίβασε η Lagardère, σύμφωνα με την απόφαση περί του συμβατού (στο εξής: απόφαση εγκρίσεως). Τα σχετικά ως άνω έγγραφα ήταν τα ακόλουθα:

    α)      η απόφαση της Επιτροπής περί εγκρίσεως του εντολοδόχου στον οποίον είχε ανατεθεί η μέριμνα της τηρήσεως των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Lagardère όταν επετράπη η συγκέντρωση με την απόφαση περί του συμβατού·

    β)      η εντολή που έδωσε η Lagardère στη Salustro Reydel Management SA για να μεριμνά για την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Lagardère όταν επετράπη η συγκέντρωση με την απόφαση περί του συμβατού·

    γ)      οι ενδεχόμενες αιτήσεις τροποποιήσεως της Επιτροπής όσον αφορά το σχέδιο εντολής και οι απαντήσεις που έδωσε συναφώς η Lagardère·

    δ)      η εντολή που έδωσε η Lagardère στον διαχειριστή των χωριστών στοιχείων ενεργητικού (Hold Separate Manager), που είχε την ευθύνη της διαχειρίσεως των στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με την απόφαση περί του συμβατού·

    ε)      η απόφαση της Επιτροπής περί εγκρίσεως του εν λόγω διαχειριστή·

    στ)      το σχέδιο συμφωνίας που υπεγράφη στις 28 Μαΐου 2004 μεταξύ της Lagardère και της Wendel Investissement σχετικά με την εξαγορά των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού·

    ζ)      η επιστολή που απηύθυνε η Lagardère στην Επιτροπή στις 4 Ιουνίου 2004 και με την οποία της ζήτησε να εγκρίνει τη Wendel Investissement ως αγοραστή των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού·

    η)      η από 11 Ιουνίου 2004 αίτηση παροχής πληροφοριών που απηύθυνε στη Lagardère η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 4064/89, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει αν επληρούντο οι προϋποθέσεις εγκρίσεως της εταιρίας Wendel Investissement·

    θ)      η από 21 Ιουνίου 2004 απάντηση της Lagardère στην ων άνω αίτηση παροχής πληροφοριών·

    ι)      η έκθεση του εντολοδόχου σχετικά με την εκτίμηση της υποψηφιότητας της Wendel Investissement ως αγοραστή των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού με γνώμονα τα κριτήρια εγκρίσεως, η οποία διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή στις 5 Ιουλίου 2004.

    3        Με τηλεομοιοτυπία της 15ης Φεβρουαρίου 2005, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανταγωνισμός» κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την επιστολή της Επιτροπής της 5ης Φεβρουαρίου 2004, με την οποία εγκρίθηκε ο διορισμός του εντολοδόχου και του διαχειριστή των χωριστών στοιχείων ενεργητικού (έγγραφα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία α΄ και ε΄), και την πληροφόρησε ότι δεν ήταν δυνατόν να της κοινοποιηθούν τα λοιπά έγγραφα, διότι καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, και κανένα υπέρτερο έννομο συμφέρον δεν δικαιολογούσε την κοινοποίησή τους.

    4        Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση (στο εξής: αίτηση προσβάσεως) σχετικά με τα έγγραφα στα οποία δεν της είχε επιτραπεί η πρόσβαση.

    5        Στις 14 Μαρτίου 2005, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι θα παρατεινόταν η προθεσμία απαντήσεως στην αίτησή της, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, μέχρι τις 7 Απριλίου 2005, λόγω της πολυπλοκότητας της αιτήσεως προσβάσεως και του μεγάλου αριθμού των εγγράφων που είχε ζητήσει.

    2.     Προσβαλλόμενη απόφαση

    6        Με την απόφαση D(2005) 3286, της 7ης Απριλίου 2005 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή επιβεβαίωσε την από 15 Φεβρουαρίου 2005 άρνησή της όσον αφορά την κοινοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων.

    7        Η Επιτροπή προσδιόρισε τα έγγραφα τα οποία αφορούσε η αίτηση προσβάσεως και παρέσχε λεπτομερή κατάλογο αυτών, εξαιρουμένων των εγγράφων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, με το αιτιολογικό ότι η αλληλογραφία μεταξύ Lagardère και Επιτροπής αντιστοιχούσε σε είκοσι περίπου ντοσιέ και ότι η κατάρτιση λεπτομερούς καταλόγου αποτελούσε δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση. Περαιτέρω, διευκρίνισε ότι δεν είχε στην κατοχή της το έγγραφο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο στ΄, και σημείωσε ότι τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο γ΄, περιελάμβαναν και αυτά που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σκέψη, στοιχείο η΄.

    8        Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επικαλείται την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, για να αρνηθεί την πρόσβαση στο σύνολο των αιτηθέντων εγγράφων, καθόσον κοινοποιήθηκαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής ή καταρτίστηκαν από αυτές στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου πράξεως συγκεντρώσεως επιχειρήσεων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θα ακυρώσει την απόφαση περί του συμβατού, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση και, κατά συνέπεια, να κινήσει ξανά την έρευνα. Ο σκοπός της έρευνας αυτής θα διακυβευόταν αν δημοσιοποιούνταν στο παρόν στάδιο έγγραφα που καταρτίστηκαν ή παρελήφθησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου. Γενικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών που της παρασχέθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου πράξεως συγκεντρώσεως διαρρηγνύει το κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων μερών, που είναι απαραίτητο για τη συλλογή των στοιχείων τα οποία της είναι αναγκαία.

    9        Η Επιτροπή επικαλείται επίσης την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, για να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχεία β΄ έως ε΄, και η΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία β΄, γ΄ (εν μέρει), δ΄, στ΄, ζ΄, θ΄ και ι΄, καθόσον περιέχουν ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με την εμπορική στρατηγική των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, που διαβιβάστηκαν από τις τελευταίες αυτές στην Επιτροπή με μοναδικό σκοπό τον έλεγχο της σχεδιαζόμενης πράξεως συγκεντρώσεως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο α΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία γ΄ (όσον αφορά επιστολή της Επιτροπής προς τη Lagardère) και η΄, όλα καταρτισθέντα από αυτήν, περιέχουν επίσης ευαίσθητες από εμπορική άποψη πληροφορίες σχετικά με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

    10      Η Επιτροπή επικαλείται, επιπλέον, την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του οργάνου, για να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως σε δύο από τα τρία εσωτερικά σημειώματα της Επιτροπής που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄. Το ένα είναι μια αίτηση γνωμοδοτήσεως που υπέβαλε η ΓΔ «Ανταγωνισμός» στη νομική υπηρεσία· το άλλο είναι ένα σημείωμα που καταρτίστηκε για το αρμόδιο επί του ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής και το οποίο συνοψίζει την κατάσταση του φακέλου. Η Επιτροπή φρονεί ότι τα δύο αυτά σημειώματα αντικατοπτρίζουν εσωτερικές προκαταρκτικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις, που αποσκοπούν στην έκδοση της αποφάσεως περί του συμβατού, και ότι θα θιγόταν η διαδικασία της λήψεως αποφάσεων αν δημοσιοποιούνταν οι εντός των οργάνων της ανταλλαγές απόψεων. Υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες της πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους, μη προστατευμένες από οποιαδήποτε εξωτερική πίεση, προκειμένου να διαφωτίζουν την Επιτροπή για τη λήψη αποφάσεως.

    11      Η Επιτροπή στηρίζεται τέλος στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της παροχής νομικών γνωμοδοτήσεων, για να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως σε ένα από τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄. Τονίζει ότι είναι ουσιώδες να μπορούν να παρέχονται οι νομικές γνωμοδοτήσεις με πλήρη ειλικρίνεια, αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία. Εκτιμά ότι, αν η νομική υπηρεσία έπρεπε να λάβει υπόψη τη μετέπειτα δημοσίευση της γνωμοδοτήσεώς της, δεν θα εκφραζόταν με πλήρη ανεξαρτησία.

    12      Όσον αφορά τα προερχόμενα από τρίτους έγγραφα, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν όφειλε να ζητήσει τη γνώμη των τρίτων αυτών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, αφής στιγμής εκτίμησε ότι είχε εφαρμογή μία από τις εξαιρέσεις των οποίων έγινε επίκληση ανωτέρω και ότι ήταν συνεπώς σαφές ότι τα οικεία έγγραφα δεν έπρεπε να γνωστοποιηθούν.

    13      Η Επιτροπή τονίζει ότι εξέτασε τη δυνατότητα να επιτρέψει στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση στα οικεία έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, και ότι απέρριψε τη δυνατότητα αυτή λόγω του μεγάλου αριθμού των αιτηθέντων εγγράφων και λαμβανομένου υπόψη του ότι όλο σχεδόν το περιεχόμενό τους καλυπτόταν από τις απαριθμηθείσες προηγουμένως εξαιρέσεις. Ο προσδιορισμός των τμημάτων των εγγράφων αυτών που μπορούν να κοινοποιηθούν θα συνεπαγόταν δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση σε σχέση με το συμφέρον του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στα αποσπασθέντα τμήματα που θα προέκυπταν από τον προσδιορισμό αυτόν.

    14      Περαιτέρω, η Επιτροπή σημειώνει ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων, καθόσον η αίτηση προσβάσεως στηρίζεται στην υπεράσπιση των συμφερόντων της προσφεύγουσας σε μια εκκρεμή ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] διαφορά, υπεράσπιση που αφορά ιδιωτικό και όχι δημόσιο συμφέρον.

    15      Η Επιτροπή επισύρει την προσοχή της προσφεύγουσας στην ύπαρξη και άλλων ειδικών κανόνων περί προσβάσεως που προβλέπονται, αφενός, στον κανονισμό 4064/89 και, αφετέρου, στις διατάξεις των Κανονισμών Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου και οι οποίοι επιτρέπουν σε ένα διάδικο, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, να ζητήσει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που δύνανται να συνίστανται στην αίτηση προσκομίσεως εγγράφων αφορώντων την υπό κρίση υπόθεση.

    16      Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι το γεγονός ότι γνωστοποίησε αιτήσεις παροχής πληροφοριών στηριζόμενες στο άρθρο 11 του κανονισμού 4064/89, προσαρτώντας τες στο υπόμνημά της αντικρούσεως στην υπόθεση T-279/04, δεν μπορεί να σημαίνει ότι οφείλει να γνωστοποιήσει την αίτηση παροχής πληροφοριών που απηύθυνε στη Lagardère δυνάμει της ίδιας διατάξεως, που διαλαμβάνεται στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχείο η΄. Υπενθυμίζει ότι τα έγγραφα που επισυνάπτονται στα υπομνήματα που καταθέτει στο Δικαστήριο και στο Γενικό Δικαστήριο γνωστοποιούνται προς εξυπηρέτηση και μόνον της οικείας διαδικασίας και δεν προορίζονται να δημοσιοποιηθούν, ενώ η γνωστοποίηση εγγράφου δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 ισοδυναμεί με δημοσίευση του εγγράφου αυτού.

    17      Μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, στις 5 Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας στην υπόθεση T‑279/04, ζητώντας από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχεία α΄ έως η΄. Η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, συνημμένο στις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως αυτής, το έγγραφο που διαλαμβάνεται στην εν λόγω σκέψη, στοιχείο α΄, ήτοι την από 5 Ιουνίου 2003 απόφασή της να κινήσει εις βάθος έρευνα βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89 στην οικεία διαδικασία.

     Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 17 Ιουνίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Σεπτεμβρίου 2005, η Lagardère ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση διαφορά υπέρ της Επιτροπής.

    20      Δεδομένου ότι μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο επομένως ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

    21      Με διάταξη του προέδρου του έκτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2009, έγινε δεκτή η αίτηση παρεμβάσεως της Lagardère στην υπό κρίση υπόθεση.

    22      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν σ’ αυτές εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας.

    23      Με διάταξη της 10ης Ιουλίου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 65, στοιχείο β΄, το άρθρο 66, παράγραφος 1, και το άρθρο 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει το σύνολο των αιτηθέντων εγγράφων, εξαιρουμένων εκείνων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο στ΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία α΄ και ε΄, διευκρινίζοντας ότι τα έγγραφα αυτά δεν θα κοινοποιηθούν ούτε στην προσφεύγουσα ούτε στην παρεμβαίνουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε.

    24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

    25      Με διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2009, η προφορική διαδικασία επαναλήφθηκε προκειμένου να τεθεί εγγράφως μία ερώτηση στην προσφεύγουσα.

    26      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    27      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την προσφυγή,

    –        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

     Σκεπτικό

    1.     Επί του αντικειμένου της διαφοράς

    28      Διάφορα από τα έγγραφα στα οποία η προσφεύγουσα είχε ζητήσει την πρόσβαση βάσει του κανονισμού 1049/2001 της κοινοποιήθηκαν από την Επιτροπή, εν όλω ή εν μέρει, ως παραρτήματα στα υπομνήματά της αντικρούσεως στις υποθέσεις T‑279/04 και T‑452/04 και στις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑279/04. Τα κατ’ αυτόν τον τρόπο κοινοποιηθέντα έγγραφα είναι τα ακόλουθα:

    –        μια μη εμπιστευτική μορφή του εγγράφου που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο α΄, ήτοι η απόφαση της Επιτροπής της 5 Ιουνίου 2003, που ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89 στην οικεία διαδικασία·

    –        μια μη εμπιστευτική μορφή της συμβάσεως πωλήσεως που υπεγράφη στις 3 Δεκεμβρίου 2002 μεταξύ Segex και Ecrinvest 4, αφενός, και Lagardère, αφετέρου· η σύμβαση αυτή αντιστοιχεί στο έγγραφο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο β΄, όπως επιβεβαίωσαν η Επιτροπή και η Lagardère απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου·

    –        ένα τμήμα του εγγράφου που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο γ΄, δηλαδή της αλληλογραφίας μεταξύ Επιτροπής και Natexis μεταξύ του Σεπτεμβρίου 2002 και της κοινοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Απριλίου 2003·

    –        το έγγραφο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχείο η΄, ήτοι η από 11 Ιουνίου 2004 αίτηση παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στη Lagardère·

    –        μια μη εμπιστευτική μορφή του εγγράφου που διαλαμβάνεται στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχείο ι΄, ήτοι η έκθεση του εντολοδόχου επί της υποψηφιότητας της Wendel Investissement.

    29      Η προσφεύγουσα επισήμανε, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι κατά τη γνώμη της εξέλιπε το έννομο συμφέρον της όσον αφορά τα έγγραφα αυτά, καθόσον η αίτηση προσβάσεως ικανοποιήθηκε επί του σημείου αυτού διά των ως άνω πραγματοποιηθεισών διαβιβάσεων.

    30      Επομένως, παρέλκει πλέον η απόφανση επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχεία α΄ έως γ΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία η΄ και ι΄.

    31      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το έγγραφο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο στ΄, δεν βρίσκεται στην κατοχή της.

    32      Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της διαφοράς αφορά πλέον τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε την, πλήρη ή μερική, πρόσβαση στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχεία δ΄, ε΄, ζ΄ και η΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία β΄ έως δ΄, στ΄, ζ΄ και θ΄ (στο εξής: επίδικα έγγραφα).

    2.     Επί του παραδεκτού ενός από τα επιχειρήματα που προέβαλε προκαταρκτικώς η παρεμβαίνουσα

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    33      Η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται, προκαταρκτικώς, ότι η επίδικη αίτηση προσβάσεως πρέπει να εκτιμηθεί στο ειδικό πλαίσιο μιας διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων. Συναφώς, υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι η πρόσβαση στον φάκελο στις διαδικασίες ελέγχου των συγκεντρώσεων υπόκειται σε ειδικούς κανόνες, που προβλέπονται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού του (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (EE L 133, σ. 1). Το καθεστώς που έχει θεσπιστεί είναι αυστηρό. Η πρόσβαση στον φάκελο δεν επιτρέπεται στους τρίτους ως προς την πράξη συγκεντρώσεως. Δεν περιλαμβάνει ούτε τις εμπιστευτικές πληροφορίες ούτε τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής ή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Η πρόσβαση παρέχεται μόνον υπό την επιφύλαξη ότι τα λαμβανόμενα έγγραφα θα χρησιμοποιηθούν μόνο για τις ανάγκες της οικείας διαδικασίας συγκεντρώσεως. Σύμφωνα με τη ρήση lex specialis derogat legi generali, οι ειδικοί κανόνες παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες. Η νομολογία δέχθηκε συνεπώς ότι το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπουν το άρθρο 255 ΕΚ και ο κανονισμός 1049/2001 αποκλείεται βάσει ειδικών κανόνων που αφορούν το απόρρητο των εργασιών των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών. Ομοίως, στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η ύπαρξη ειδικών κανόνων πρέπει να αποκλείει –ή τουλάχιστον να περιορίζει– την εφαρμογή των γενικών κανόνων περί προσβάσεως του κοινού στο έγγραφο. Σε αντίθετη περίπτωση, οι κανόνες περί προσβάσεως που προβλέπονται στον κανονισμό 802/2004 θα εστερούντο κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας.

    34      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της προκαταρκτικής αυτής παρατηρήσεως της παρεμβαίνουσας.

     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    35      Κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως, συνεπώς και όσον αφορά το παραδεκτό επιχειρήματος προβληθέντος από παρεμβαίνοντα.

    36      Κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού, το δικόγραφο της παρεμβάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο εκτός από την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του. Πάντως, καίτοι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα του παρεμβαίνοντος να προβάλει επιχειρήματα διαφορετικά από εκείνα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, εντούτοις τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων του.

    37      Εν προκειμένω, το επιχείρημα που αντλείται από την αποκλειστική εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο που προβλέπονται στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων δεν προβλήθηκε από τους κύριους διαδίκους. Το επιχείρημα αυτό όμως, και αν ακόμα υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει δεκτό από το Γενικό Δικαστήριο, θα οδηγούσε στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το αιτιολογικό ότι κακώς εκδόθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001 και όχι, όπως θα έπρεπε, βάσει των σχετικών με την πρόσβαση στον φάκελο διατάξεων που προβλέπονται στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν προβάλλεται προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, η οποία ζητεί την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως.

    38      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προέβαλε προκαταρκτικώς η παρεμβαίνουσα και το οποίο αντλείται από την αποκλειστική εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο που προβλέπονται στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    3.     Επί της ουσίας

    39      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της, που αντλούνται από την απουσία συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως, από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, από το ότι δεν ελήφθη υπόψη το δικαίωμα επί μερικής τουλάχιστον προσβάσεως στα αιτηθέντα έγγραφα και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που προκύπτει από την απουσία σταθμίσεως των προβληθεισών εξαιρέσεων με το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων.

    40      Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος πρέπει να συνεξετασθούν, δεδομένου ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους.

     Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου, που αντλούνται από την απουσία συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των αιτηθέντων εγγράφων και από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001

    41      Κατά πάγια νομολογία, η εξέταση που απαιτείται για τον χειρισμό μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ειδικότερα, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T‑110/03, T‑150/03 και T‑405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑1429, σκέψη 75, και της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T‑70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψη 115). Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το κοινοτικό όργανο έχει προηγουμένως κρίνει, πρώτον, ότι η πρόσβαση στο έγγραφο μπορεί να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις περιπτώσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, αν δεν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Αφετέρου, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός. Κατά συνέπεια, η εξέταση στην οποία πρέπει να προβεί το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει μια εξαίρεση πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο συγκεκριμένο και να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, στο εξής: απόφαση VKI, σκέψη 69, και Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 115).

    42      Περαιτέρω, η συγκεκριμένη αυτή εξέταση πρέπει να διενεργείται για κάθε αναφερόμενο στην αίτηση έγγραφο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τον κανονισμό 1049/2001, όλες οι παρατιθέμενες στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 αυτού εξαιρέσεις απαριθμούνται υπό την έννοια ότι πρέπει να εφαρμόζονται «σε συγκεκριμένο έγγραφο» (αποφάσεις VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 70, και Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 116). Επιπλέον, όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή των ιδίων αυτών εξαιρέσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται «εκ του περιεχομένου του εγγράφου».

    43      Εξ αυτού έπεται ότι η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση είναι εν πάση περιπτώσει αναγκαία, εφόσον, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι η αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφα που καλύπτονται από εξαίρεση, μόνο βάσει τέτοιας εξετάσεως το κοινοτικό όργανο μπορεί να αξιολογήσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 73, και Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 117). Εξάλλου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ως άνω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ως κατ’ αρχήν ανεπαρκή την αξιολόγηση εγγράφων που έχει πραγματοποιηθεί ανά κατηγορία και όχι με βάση τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, καθόσον η απαιτούμενη εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εξέταση πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη εξαίρεση εφαρμόζεται όντως στο σύνολο των περιεχομένων στα εν λόγω έγγραφα πληροφοριών (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψεις 74 και 76).

    44      Η υποχρέωση θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου των διαλαμβανομένων στην αίτηση προσβάσεως εγγράφων συνιστά λύση αρχής (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψεις 74 και 75), η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις παρατιθέμενες στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις, ανεξάρτητα από τον τομέα στον οποίο αναφέρονται τα αιτηθέντα έγγραφα.

    45      Πάντως, η ανωτέρω λύση αρχής δεν σημαίνει ότι απαιτείται παρόμοια εξέταση σε κάθε περίπτωση. Συγκεκριμένα, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, στην οποία οφείλει κατ’ αρχήν να προβεί το κοινοτικό όργανο προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001, αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στο εν λόγω κοινοτικό όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό είναι εφαρμοστέα τυχόν εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, στο να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εν λόγω εξέταση ενδέχεται να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει να απορριφθεί ή αντίθετα πρέπει να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, μεταξύ άλλων, αν ορισμένα έγγραφα είτε καλύπτονταν, καταρχάς, προδήλως και στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, ήσαν προδήλως προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, είχαν ήδη αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αξιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής υπό παρεμφερείς περιστάσεις (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 75).

    46      Περαιτέρω, η γενικότητα της αιτιολογήσεως επί της οποίας στηρίζεται άρνηση προσβάσεως, καθώς και ο λακωνικός ή στερεότυπος χαρακτήρας της, συνιστούν ένδειξη ελλείψεως συγκεκριμένης εξετάσεως μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αντικειμενικώς εφικτό να αναφέρονται οι λόγοι που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε κάθε έγγραφο χωρίς κοινολόγηση του περιεχομένου του ή ουσιώδους στοιχείου του και, συνακόλουθα, χωρίς να αναιρείται ο βασικός σκοπός της εξαιρέσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 84· βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά τον κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 1997, T-105/95, WWF UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑313, σκέψη 65). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, το ότι είναι αναγκαίο τα θεσμικά όργανα να μην αποκαλύπτουν τα στοιχεία που θα έθιγαν εμμέσως τα συμφέροντα στην προστασία των οποίων αποσκοπούν ειδικώς οι ως άνω εξαιρέσεις υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 9, παράγραφος 4, και στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 83).

    47      Τέλος, μία και μόνη δικαιολογία μπορεί να εφαρμοστεί σε έγγραφα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, πράγμα το οποίο ισχύει ιδίως αν τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Εναπόκειται στη συνέχεια στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει προδήλως και εξ ολοκλήρου τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή.

     Επί της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    48      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υιοθέτησε μια αφηρημένη και γενική προσέγγιση, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση προκειμένου να εξακριβώσει ότι η κοινοποίηση εκάστου των αιτηθέντων εγγράφων θα έθιγε πράγματι το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    49      Υποστηρίζει ότι η μέριμνα της Επιτροπής να διατηρήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα ενδιαφερόμενα μέρη, στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, είναι δευτερεύουσα, διότι τα μέρη αυτά οφείλουν εκ του νόμου να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε έγγραφο που αυτή απαιτεί συναφώς.

    50      Ο κίνδυνος προσβολής της προστασίας του σκοπού της έρευνας που προβάλλει η Επιτροπή είναι, εν πάση περιπτώσει, αμιγώς υποθετικός, οπότε δεν επαρκεί για να δικαιολογηθεί άρνηση προσβάσεως. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου, καθόσον η πλειονότητα των αιτηθέντων εγγράφων αφορά αυστηρώς νομικά ζητήματα, ειδικότερα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89, και όχι ζητήματα αναλύσεως από την άποψη του ανταγωνισμού, που είναι τα μόνα που μπορούν να προσβάλουν τον σκοπό της έρευνας της Επιτροπής σε περίπτωση νέας εξετάσεως της πράξεως στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

    51      Επιπλέον, τα έγγραφα αυτά διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πριν από την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως, συνεπώς εκτός οποιασδήποτε τυπικής διαδικασίας έρευνας.

    52      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξέτασε συγκεκριμένα και εξατομικευμένα κάθε έγγραφο, όπως τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όλα τα έγγραφα προσδιορίστηκαν σαφώς και απαριθμήθηκαν, εξαιρουμένων των εγγράφων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, τόσο στον κατάλογο που προσαρτάται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και σε αυτή ταύτη την απόφαση, με γνώμονα τις εξαιρέσεις που τα καλύπτουν. Μετά το πέρας της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή ήταν σε θέση να κοινοποιήσει την από 5 Φεβρουαρίου 2004 επιστολή της με την οποία ενέκρινε τον διορισμό του εντολοδόχου και του διαχειριστή των χωριστών στοιχείων ενεργητικού, που αντιστοιχεί στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία α΄ και ε΄.

    53      Από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ο εξατομικευμένος, συγκεκριμένος και εμπεριστατωμένος χαρακτήρας της διενεργηθείσας εξετάσεως. Μόνο βάσει προσεκτικής και εξατομικευμένης εξετάσεως μπορούσε να καθοριστεί, για παράδειγμα, ότι τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο η΄, είχαν ήδη παρατεθεί στην εν λόγω σκέψη, στοιχείο γ΄, ή ότι το έγγραφο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχείο ε΄, ήταν το ίδιο με αυτό που αναφέρεται στην εν λόγω σκέψη, στοιχείο α΄.

    54      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξατομικευμένη αιτιολογία θα μπορούσε να προσβάλει το συμφέρον που προστατεύει η οικεία εξαίρεση και ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι λεπτομερής αιτιολογία σε σχέση με το περιεχόμενο εγγράφου ενδέχεται να κοινολογήσει πληροφορίες που προστατεύονται από μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001.

    55      Όσον αφορά τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, δηλαδή όλη την αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Lagardère μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2002 και της κοινοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση όταν είναι σαφές ότι τα οικεία έγγραφα πρέπει ή δεν πρέπει να κοινοποιηθούν. Τα επίμαχα έγγραφα ανήκουν σαφώς, εν προκειμένω, στην ίδια κατηγορία, λαμβανομένων υπόψη των κοινών χαρακτηριστικών τους.

    56      Από τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των οικείων εγγράφων, καθώς και από τη συνοπτική εξέταση των εγγράφων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, αποδείχθηκε συνεπώς ότι όλα τα έγγραφα καλύπτονταν από την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας, και ότι επιπλέον ορισμένα έγγραφα καλύπτονταν πλήρως ή εν μέρει από άλλες εξαιρέσεις.

    57      Η Επιτροπή τονίζει ότι η έρευνα, μολονότι έχει ολοκληρωθεί όσον αφορά τη διεξαγωγή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περατωθεί, διότι κατά της αποφάσεως περί του συμβατού έχει ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως, της οποίας η εξέταση εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και σε περίπτωση ακυρώσεως η έρευνα θα πρέπει να επαναληφθεί. Η γνωστοποίηση των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση για τον λόγο αυτόν θα εξέθετε την Επιτροπή σε εξωτερικές πιέσεις, που θα την εμπόδιζαν να διεξαγάγει την έρευνά της κατά ορθό τρόπο σε περίπτωση επαναλήψεως.

    58      Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και των οικονομικών παραγόντων, στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων, δεν έχει πολλή σημασία, λόγω του ότι οι τελευταίοι αυτοί είναι εκ του νόμου υποχρεωμένοι να παρέχουν κάθε χρήσιμο στοιχείο στην Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της. Τονίζει ότι μια εκ του νόμου υποχρέωση μπορεί να εκπληρωθεί κατά διάφορους τρόπους και ότι οι έρευνες μπορούν να είναι πιο αποτελεσματικές αν οι επιχειρήσεις δεν περιορίζονται στην εκπλήρωση των ελάχιστων υποχρεώσεών τους, αλλά συνεργάζονται με πνεύμα καλής θελήσεως. Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν αναμένουν ότι η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει τις συλλεγείσες πληροφορίες για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους αυτές γνωστοποιήθηκαν, καθόσον τούτο θα ήταν αντίθετο προς το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (EE L 24, σ. 1). Ο κίνδυνος τον οποίον αντιπροσωπεύει, γι’ αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης, η γνωστοποίηση σε τρίτους των εγγράφων που έχουν προσκομίσει οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν είναι συνεπώς αμιγώς υποθετικός. Η Επιτροπή δίνει ένα παράδειγμα του κινδύνου αυτού, παραθέτοντας τη δημοσίευση ενός δικηγορικού γραφείου που κάνει λόγο για τον κίνδυνο που υπάρχει κάποιες πληροφορίες που έχουν κοινοποιηθεί στο πλαίσιο πράξεως συγκεντρώσεως να κοινολογηθούν στη συνέχεια από την Επιτροπή.

    59      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η νομολογία απαιτεί να μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί ο κίνδυνος προσβολής προστατευομένου συμφέροντος, και όχι να προσκομίζεται η βεβαία και λεπτομερής απόδειξη ενός τέτοιου κινδύνου. Ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι τα σχετικά έγγραφα διαβιβάστηκαν πριν από την ημερομηνία της κοινοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως δεν ασκεί επιρροή, εφόσον το συμφέρον που προστατεύει η οικεία εξαίρεση είναι η προστασία του σκοπού της έρευνας, και όχι μόνον της έρευνας αυτής καθεαυτήν, περιοριζόμενης στα τυπικά στάδιά της. Ο αυστηρά εμπιστευτικός χαρακτήρας των ανταλλαγών στοιχείων που προηγήθηκαν της εν λόγω κοινοποιήσεως τονίστηκε από την Επιτροπή σε ένα έγγραφο που συνέταξε υπό τον τίτλο «Οι βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των κοινοτικών διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων» και η κοινολόγηση των στοιχείων αυτών θα συνιστούσε παράβαση των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που της επιβάλλουν ο κανονισμός 139/2004 και το άρθρο 287 ΕΚ.

    60      Η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι, αν οι κανόνες περί προσβάσεως στον φάκελο που προβλέπονται στα νομοθετήματα που εφαρμόζονται στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων και στον κανονισμό 1049/2001 πρέπει να εφαρμόζονται ταυτόχρονα, με το αιτιολογικό ότι τα νομοθετήματα αυτά επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς, πρέπει να υπάρχει μέριμνα ώστε οι κανόνες περί προσβάσεως στον φάκελο που προβλέπονται στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων να μην καθίστανται άνευ νοήματος λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001. Υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που παρέσχον οι επιχειρήσεις πριν από την επίσημη κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας προστασίας με αυτές που προσκομίστηκαν κατά την τυπική διαδικασία, στην προετοιμασία της οποίας αποσκοπούν. Κάθε άλλη λύση θα συνιστούσε σοβαρή προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που επέδειξαν οι επιχειρήσεις, στηριζόμενες στην πρακτική της Επιτροπής η οποία καλεί τις επιχειρήσεις να αναπτύσσουν επαφές πριν από την επίσημη κοινοποίηση.

    61      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι το συμφέρον του κοινού να του κοινοποιείται έγγραφο χάριν της διαφάνειας δεν έχει την ίδια βαρύτητα όταν αφορά ένα έγγραφο σχετικό με διοικητική διαδικασία, το οποίο αφορά την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των συγκεντρώσεων ή το δίκαιο του ανταγωνισμού γενικώς, και όταν αφορά ένα έγγραφο σχετικό με διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το κοινοτικό όργανο παρεμβαίνει υπό την ιδιότητα του νομοθέτη. Η παρεμβαίνουσα στηρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1049/2001, κατά την οποία θα πρέπει να εξασφαλίζεται ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα όταν τα θεσμικά όργανα ενεργούν ως νομοθέτες.

    62      Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η παρεμβαίνουσα είναι, κατ’ ουσίαν, παρόμοια με αυτά της Επιτροπής.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    63      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

    64      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε ότι όλα τα επίδικα έγγραφα καλύπτονταν από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    65      Πρέπει να τονιστεί ότι απέκειτο στο οικείο θεσμικό όργανο, κατ’ εφαρμογήν των αρχών που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 41 έως 47 ανωτέρω, να εξετάσει αν, πρώτον, το έγγραφο για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση προσβάσεως ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, δεύτερον, η δημοσιοποίηση του εγγράφου συνιστούσε συγκεκριμένη και πραγματική προσβολή του προστατευομένου συμφέροντος και, τρίτον, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η ανάγκη προστασίας ίσχυε για το σύνολο του εγγράφου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 2008, T‑380/04, Τερεζάκης κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 88).

    66      Πρέπει καταρχάς να καθοριστεί αν η Επιτροπή έκρινε ορθώς ότι όλα τα έγγραφα στα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση αφορούσαν έρευνα. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ορισμένα από τα έγγραφα τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως διαβιβάστηκαν από τις οικείες επιχειρήσεις πριν από την κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως, εκτός κάθε τυπικής διαδικασίας προβλεπομένης στον κανονισμό 4064/89.

    67      Η κοινοποίηση των εγγράφων πριν από τις 14 Απριλίου 2003 πραγματοποιήθηκε βάσει της άτυπης διαδικασίας, που αποκαλείται «διαδικασία προκοινοποίησης». Παρά τον άτυπο χαρακτήρα της διαδικασίας αυτής κατά την ημερομηνία της διαβιβάσεως των εγγράφων, τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην έρευνα που διεξήγαγε η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου της των πράξεων συγκεντρώσεως. Τα έγγραφα αυτά τέθηκαν στον φάκελο της έρευνας της Επιτροπής στην εν λόγω διαδικασία, όπως τούτο αναφέρεται στην από 14 Φεβρουαρίου 2005 επιστολή του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Ανταγωνισμός», που προσδιορίζει τα έγγραφα αυτά ως τμήμα του εν λόγω φακέλου, καθώς και στην προσβαλλόμενη απόφαση, που διευκρινίζει ότι το σύνολο των αιτηθέντων εγγράφων «καταρτίστηκαν ή παρελήφθησαν στο πλαίσιο του χειρισμού [της εν λόγω διαδικασίας]». Ως εκ τούτου, όλα τα αιτηθέντα έγγραφα αφορούν πράγματι έρευνα.

    68      Ωστόσο, το γεγονός ότι ένα έγγραφο αφορά έρευνα δεν αρκεί, αφεαυτού, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της προβαλλομένης εξαιρέσεως. Κατά τη νομολογία, κάθε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα της Επιτροπής πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται στενά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑11389, σκέψη 66, και της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, στο εξής: απόφαση Turco, σκέψη 36· απόφαση Franchet και Byk, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 84).

    69      Όσον αφορά την εφαρμογή ratione temporis των εν λόγω εξαιρέσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει επιπλέον ότι οι εξαιρέσεις που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1 έως 3 του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται αποκλειστικά καθ’ όσον χρόνο η προστασία δικαιολογείται βάσει «του περιεχομένου του εγγράφου».

    70      Πρέπει συνεπώς να καθοριστεί αν η εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας μπορούσε ακόμη να εφαρμοστεί, ratione temporis, μολονότι η σχετική έρευνα είχε καταλήξει στην έκδοση δύο αποφάσεων της Επιτροπής, ήτοι της αποφάσεως περί του συμβατού και της αποφάσεως εγκρίσεως, οι οποίες δεν ήταν ακόμη οριστικές, λαμβανομένων υπόψη των δύο προσφυγών που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου και οι οποίες αποσκοπούσαν στην ακύρωσή τους (υποθέσεις υποθέσεων T‑279/04 και T‑452/04).

    71      Δεν αμφισβητείται ότι η έρευνα που διεξήγαγε η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως, που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως περί του συμβατού, στις 7 Ιανουαρίου 2004, και της αποφάσεως εγκρίσεως, στις 30 Ιουλίου 2004, είχε ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 7 Απριλίου 2005. Η Επιτροπή ισχυρίζεται εντούτοις ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως περί του συμβατού, θα πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση, και συνεπώς να επαναλάβει την έρευνα, και ότι ο σκοπός της έρευνας αυτής θα διακυβευόταν σοβαρά αν δημοσιοποιούνταν έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας ελέγχου.

    72      Κατά τη νομολογία, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να δίδεται η ερμηνεία ότι η διάταξη αυτή, σκοπός της οποίας είναι η προστασία «του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου», έχει εφαρμογή μόνον όταν η δημοσιοποίηση των εγγράφων ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της επιθεωρήσεως, της έρευνας ή του οικονομικού ελέγχου (απόφαση Franchet και Byk, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 109).

    73      Βέβαια, οι διάφορες πράξεις έρευνας και επιθεωρήσεως μπορεί να εξακολουθούν να καλύπτονται από την εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, έστω και αν η συγκεκριμένη έρευνα ή επιθεώρηση έχει περατωθεί με την κατάρτιση εκθέσεως στην οποία ζητείται η πρόσβαση (βλ. απόφαση Franchet και Byk, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    74      Ωστόσο, αν γινόταν δεκτό ότι τα διάφορα έγγραφα που αφορούν επιθεώρηση, έρευνα ή οικονομικό έλεγχο καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενώ δεν έχει αποφασιστεί ακόμη η συνέχεια που θα δοθεί στις διαδικασίες αυτές, η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα θα εξηρτάτο από αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον και του οποίου η επέλευση εξαρτάται από την ταχύτητα και την επιμέλεια με την οποία θα ενεργήσουν διάφορες εθνικές αρχές (απόφαση Franchet και Byk, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 111).

    75      Μια τέτοια λύση θα ήταν αντίθετη στον σκοπό που συνίσταται στο να διασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τη νομιμότητα της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Franchet και Byk, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 112).

    76      Εν προκειμένω, αν γινόταν δεκτό ότι τα αιτηθέντα έγγραφα εξακολουθούν να καλύπτονται από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ενόσω οι αποφάσεις περί συμβατού και εγκρίσεως που εκδόθηκαν κατόπιν της οικείας έρευνας δεν είναι οριστικές, δηλαδή ενόσω το Γενικό Δικαστήριο και, ενδεχομένως, το Δικαστήριο δεν έχουν απορρίψει τις προσφυγές που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων αυτών ή, σε περίπτωση ακυρώσεως, ενόσω δεν έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή μία ή περισσότερες νέες αποφάσεις, η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά θα εξηρτάτο από αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον.

    77      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα αιτηθέντα έγγραφα δεν ενέπιπταν πλέον, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας.

    78      Πρέπει να τονιστεί ότι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι τα εν λόγω έγγραφα μπορούσαν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας, ουδόλως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή διενήργησε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των αιτηθέντων εγγράφων.

    79      Προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνησή της να δημοσιοποιήσει τα αιτηθέντα έγγραφα, η Επιτροπή επικαλείται καταρχάς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη διακύβευση του σκοπού της έρευνας την οποία θα έπρεπε να επαναλάβει σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως περί του συμβατού, αν δημοσιοποιούνταν στο στάδιο αυτό έγγραφα που καταρτίστηκαν ή παρελήφθησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως αυτής.

    80      Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, γενικότερα, η δημοσιοποίηση πληροφοριών που της έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων θα διαρρήγνυε το κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ αυτής και των ενδιαφερομένων μερών, που είναι απαραίτητο για να μπορέσει να συλλέξει όλες τις πληροφορίες που έχει ανάγκη προκειμένου να διεξαγάγει τέτοιες έρευνες και να λάβει βάσιμες αποφάσεις στον τομέα αυτόν.

    81      Τέλος, η Επιτροπή εκθέτει ότι έκαστο των σχετικών εγγράφων περιέχει πληροφορίες σχετικές με την εμπορική στρατηγική των οικείων επιχειρήσεων, σχόλια και αιτήματα εκ μέρους της ή αντιδράσεις των επιχειρήσεων στις απόψεις που αυτή έχει εκφράσει.

    82      Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι υπερβολικά ασαφείς και γενικοί και δεν στηρίζονται σε κανένα στοιχείο σχετικό με την υπό κρίση υπόθεση. Η ίδια συλλογιστική θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας ελέγχου συγκεντρώσεως, καθόσον η αφηρημένη και γενική αιτιολογία που διατυπώνει η Επιτροπή δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων.

    83      Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, αφενός, εξατομικευμένη αιτιολογία θα μπορούσε να προσβάλει το προστατευόμενο συμφέρον και, αφετέρου, λεπτομερής αιτιολογία αφορώσα το περιεχόμενο εγγράφου θα μπορούσε να κοινολογήσει πληροφορίες προστατευόμενες από κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001 πρέπει να απορριφθεί. Η Επιτροπή θα μπορούσε να διατυπώσει ρητώς την απόδειξη, για κάθε επίμαχο έγγραφο, των λόγων για τους οποίους το έγγραφο αυτό καλυπτόταν, μερικώς ή όχι, από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας, χωρίς ωστόσο να αναιρέσει τον σκοπό της εξαιρέσεως ούτε να διακυβεύσει το απόρρητο των πληροφοριών που πρέπει, λόγω της εξαιρέσεως αυτής, να παραμένουν απόρρητες.

    84      Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι ούτε η κατάρτιση λεπτομερούς καταλόγου των αιτηθέντων εγγράφων, ούτε η κατανομή των εγγράφων αυτών μεταξύ των διαφόρων εξαιρέσεων που επικαλείται η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως, ούτε η πρόσβαση που επετράπη για ορισμένα από τα αιτηθέντα έγγραφα δεν μπορούν, αυτές και μόνο, να αποδείξουν ότι διενεργήθηκε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση.

    85      Όσον αφορά τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, δηλαδή όλη την αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Lagardère μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2002 και της κοινοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση όταν είναι σαφές ότι τα οικεία έγγραφα πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται.

    86      Όπως τονίστηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, η νομολογία δέχεται, βεβαίως, ότι μπορεί να μην είναι αναγκαία η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση όταν είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει να αποκλειστεί η αντιθέτως να επιτραπεί. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής εφαρμόζονται σε όλα τα έγγραφα που είναι εις χείρας του θεσμικού αυτού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, στον τομέα της συγκεντρώσεως, η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων μερών πρέπει να θεωρείται ότι καλύπτεται προδήλως από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας. Καίτοι η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται, ενδεχομένως, σε ορισμένα από τα έγγραφα που κατήρτισε η Επιτροπή ή που της κοινοποιήθηκαν, εντούτοις τούτο δεν ισχύει οπωσδήποτε για όλα τα έγγραφα ή για ολόκληρα τα έγγραφα αυτά. Τουλάχιστον, εναπόκειται στην Επιτροπή να βεβαιωθεί γι’ αυτό βάσει συγκεκριμένης και αποτελεσματικής εξετάσεως κάθε εγγράφου, την οποία επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    87      Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, γενικώς, η δημοσιοποίηση πληροφοριών που της παρασχέθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου συγκεντρώσεως θα διαρρήγνυε το κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ αυτής και των ενδιαφερομένων μερών πρέπει επίσης να απορριφθεί. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις είναι επίσης υπερβολικά ασαφείς και υπερβολικά γενικές για να μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου, δυναμένου να προβλεφθεί ευλόγως και όχι αμιγώς υποθετικού, προσβολής του οικείου προστατευομένου συμφέροντος. Η εξέταση στην οποία πρέπει να προβαίνει το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει κάποια εξαίρεση πρέπει να διενεργείται κατά συγκεκριμένο τρόπο και να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως (αποφάσεις VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 69, και Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 115). Εν προκειμένω, η Επιτροπή αποφάνθηκε in abstracto σχετικά με την προσβολή που η δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων θα μπορούσε να προκαλέσει στην έρευνά της, χωρίς να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών θα συνιστούσε συγκεκριμένη και πραγματική προσβολή της προστασίας του σκοπού της έρευνας.

    88      Βεβαίως, η Επιτροπή επιχείρησε να εξεικονίσει τον κίνδυνο αυτόν αναφερόμενη, στο υπόμνημα αντικρούσεως, σε δημοσίευση δικηγορικού γραφείου η οποία καλούσε, κατόπιν της αποφάσεως VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, τις επιχειρήσεις που αποτελούσαν αντικείμενο έρευνας της Επιτροπής να επιδείξουν σύνεση κατά τη διαβίβαση πληροφοριών στην Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου μεταγενέστερης δημοσιοποιήσεώς τους βάσει του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα. Πέραν του ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της εξετάσεως την οποία διενήργησε η Επιτροπή πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως και όχι από τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, από το στοιχείο αυτό και μόνο δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο προβαλλόμενος από την Επιτροπή κίνδυνος μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί και δεν είναι αμιγώς υποθετικός. Όποια και αν είναι η σύνεση που θεωρούν ότι πρέπει να επιδείξουν, για δικούς τους λόγους, οι οικείες επιχειρήσεις δεν μπορούν να απαλλάσσονται από τη στηριζόμενη σε κανονισμό υποχρέωσή τους να παρέχουν τις πληροφορίες που ζητεί η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

    89      Το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, κατά το οποίο «οι πληροφορίες που συλλέγονται κατ’ εφαρμογήν του [εν λόγω…] κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της σχετικής αίτησης παροχής πληροφοριών, έρευνας ή ακρόασης», ομοίως δεν είναι πειστικό. Η διάταξη αυτή, της οποίας η διατύπωση είναι, κατ’ ουσίαν, παρόμοια με τη μορφή της διατάξεως που επικαλείται η Επιτροπή ή με αυτή που εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι αυτή που προβλέπεται στον κανονισμό 4064/89, αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιεί τις παρασχεθείσες πληροφορίες και δεν διέπει την πρόσβαση στα έγγραφα την οποία εγγυάται ο κανονισμός 1049/2001. Δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως κωλύουσα την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα το οποίο εγγυώνται το άρθρο 255 ΕΚ και ο κανονισμός 1049/2001. Επιπλέον, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του κανονισμού 139/2004, που αποκλείει μόνον τη δημοσιοποίηση των «από τη φύση τους καλυπτόμεν[ων] από επαγγελματικό απόρρητο πληροφοριών». Οι επιχειρήσεις που προέβησαν στην κοινοποίηση έπρεπε συνεπώς να αναμένουν ότι θα δημοσιοποιηθούν οι μη καλυπτόμενες από το επαγγελματικό απόρρητο συλλεγείσες πληροφορίες.

    90      Κατά την νομολογία όμως, στον βαθμό που το κοινό έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που περιλαμβάνουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία καλύπτονται, ως εκ της φύσεώς τους, από το επαγγελματικό απόρρητο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαΐου 2006, T‑198/03, Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1429, σκέψη 74). Η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου δεν έχει συνεπώς τέτοια σημασία ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει γενική και αφηρημένη άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στο πλαίσιο της κοινοποιήσεως συγκεντρώσεως. Βεβαίως, ούτε το άρθρο 287 ΕΚ ούτε οι κανονισμοί 4064/89 και 139/2004 αναφέρουν κατά τρόπο εξαντλητικό ποιες πληροφορίες καλύπτονται, εκ φύσεως, από το επαγγελματικό απόρρητο. Από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 2, των κανονισμών αυτών προκύπτει εντούτοις ότι όλες οι συλλεγείσες πληροφορίες δεν καλύπτονται οπωσδήποτε από το επαγγελματικό απόρρητο. Επομένως, η εκτίμηση του απορρήτου χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί τη στάθμιση μεταξύ, αφενός, των νομίμων συμφερόντων που απαγορεύουν τη δημοσιοποίησή της και, αφετέρου, του γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το οποίο οι δραστηριότητες των κοινοτικών οργάνων διεξάγονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 71, και της 12 Οκτωβρίου 2007, T‑474/04, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4225, σκέψεις 63 έως 66).

    91      Προβαίνοντας στη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των αιτηθέντων εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή είναι έτσι σε θέση να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων που εφαρμόζονται στον τομέα των συγκεντρώσεων, σε πλήρη συμφωνία με τον κανονισμό 1049/2001. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, που απορρέει από το άρθρο 287 ΕΚ και από το άρθρο 17 των κανονισμών 4064/89 και 139/2004, δεν δύναται να απαλλάξει την Επιτροπή από τη συγκεκριμένη εξέταση κάθε σχετικού εγγράφου, την οποία επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

    92      Τέλος, η Επιτροπή προβάλλει, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, τον ισχυρισμό ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων που διαβίβασαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πριν από την κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα συνιστούσε παράβαση των υποχρεώσεων τηρήσεως του απορρήτου που της επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ, του άρθρου 17 του κανονισμού 139/2004 και ενός εγγράφου που έχει η ίδια καταρτίσει, με τίτλο «Οι βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των κοινοτικών διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων».

    93      Το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 90 ανωτέρω.

    94      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ούτε το άρθρο 287 ΕΚ ούτε το άρθρο 17 των κανονισμών 4064/89 και 139/2004 δύνανται να εμποδίσουν τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου που δεν καλύπτεται από μία των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001.

    95      Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις κατευθύνσεις που διατυπώνονται στο έγγραφο που κατήρτισε η Επιτροπή υπό τον τίτλο «Οι βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των κοινοτικών διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων». Χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν πρόκειται για δεσμευτικό νομικό κείμενο και, ειδικότερα, να καθοριστεί αν πρόκειται για πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, πρέπει να τονιστεί ότι το έγγραφο αυτό, το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα και του οποίου το σημείο 2.4 διευκρινίζει ρητώς ότι ούτε δημιουργεί ούτε τροποποιεί τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που προβλέπει η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν μπορεί να αποκλείσει τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου στο οποίο την πρόσβαση εγγυώνται το άρθρο 255 ΕΚ και ο κανονισμός 1049/2001.

    96      Δεν χρειάζεται επομένως να εξεταστεί αν οι πληροφορίες που περιέχονται στα αιτηθέντα έγγραφα καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, πλέον της εξετάσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως με γνώμονα τον κανονισμό 1049/2001.

    97      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο, μη επιτρέποντας την πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα με το αιτιολογικό ότι καλύπτονταν από την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση σχετικά με τον σκοπό επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, ενώ τα έγγραφα αυτά δεν ενέπιπταν πλέον, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως αυτής και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι διενεργήθηκε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των εγγράφων αυτών.

    98      Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει συνεπώς έλλειψη νομιμότητας επί του σημείου αυτού.

    99      Όλα τα επίδικα έγγραφα στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση από την Επιτροπή εξακολουθούν ωστόσο να δύνανται να εμπίπτουν, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, σε κάποια από τις λοιπές εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα της αρνήσεως δημοσιοποιήσεως καθόσον στηρίζεται στις εξαιρέσεις σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και των νομικών γνωμοδοτήσεων.

    Επί της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    100    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υιοθέτησε μια αφηρημένη και γενική προσέγγιση, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση προκειμένου να εξακριβώσει αν η γνωστοποίηση εκάστου των αιτηθέντων εγγράφων θα προσέβαλλε πράγματι το προστατευόμενο από την εξαίρεση αυτή συμφέρον. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο κίνδυνος προσβολής του προστατευομένου συμφέροντος μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί και δεν ήταν αμιγώς υποθετικός.

    101    Κατά την προσφεύγουσα, εναπέκειτο στην Επιτροπή να προσδιορίσει και να απομονώσει τα στοιχεία εμπορικού απορρήτου που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερης προστασίας και να παράσχει μια μη εμπιστευτική μορφή των οικείων εγγράφων. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί περαιτέρω ότι τα αιτηθέντα έγγραφα μπορούν να περιέχουν τόσες ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, καθόσον αφορούν σε σημαντικό βαθμό την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89, ήτοι ένα ζήτημα νομικής και όχι εμπορικής φύσεως.

    102    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε τη γνώμη των επιχειρήσεων των οποίων διακυβεύονταν τα εμπορικά συμφέροντα και κοινοποίησε, στο πλαίσιο μιας άλλης εκκρεμούς ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, ορισμένα έγγραφα τα οποία διατείνεται ότι εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο, χωρίς να το αναφέρει αυτό στους συντάκτες των εν λόγω εγγράφων.

    103    Η Επιτροπή τονίζει ότι απαρίθμησε επακριβώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τα έγγραφα στα οποία εφαρμόζεται η οικεία εξαίρεση και ότι ανέφερε τη φύση των πληροφοριών που περιείχαν, ήτοι ευαίσθητες πληροφορίες σχετικές με την εμπορική στρατηγική των εν λόγω επιχειρήσεων. Προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των αιτηθέντων εγγράφων, πλην των εγγράφων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, και των οποίων η συνοπτική εξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν χωρίς να προσβληθούν τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξατομικευμένη αιτιολογία θα μπορούσε να προσβάλει το προστατευόμενο συμφέρον και ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι λεπτομερής αιτιολογία σε σχέση με το περιεχόμενο ενός εγγράφου ενδέχεται να δημοσιοποιήσει προστατευόμενες πληροφορίες.

    104    Η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να παράσχει μη εμπιστευτική μορφή των αιτηθέντων εγγράφων και να επιτρέψει έτσι τη μερική πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, καθόσον τα εν λόγω έγγραφα καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από μία ή περισσότερες εξαιρέσεις. Οι μη εμπιστευτικές μορφές που διαβίβασαν στην Επιτροπή οι οικείες επιχειρήσεις μοναδικό σκοπό είχαν να παράσχουν τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας και δεν θα μπορούσαν συνεπώς, στη βάση αυτή και μόνο, να γνωστοποιηθούν στο κοινό κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1049/2001. Σε αντίθετη περίπτωση, θα στερούνταν νοήματος οι ειδικοί κανόνες περί προσβάσεως στον φάκελο που προβλέπονται στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

    105    Το περιεχόμενο των εγγράφων δεν περιορίζεται σε αυστηρά νομικά ζητήματα, καθόσον πρόκειται για μια σύμβαση εκχωρήσεως, τις επιστολές που αντηλλάγησαν συναφώς, τη σύμβαση με την οποία η Natexis απέκτησε την κυριότητα των συμμετοχών στη VUP, την εντολή σχετικά με τον έλεγχο της τηρήσεως των δεσμεύσεων της Lagardère, την εντολή που δόθηκε στον διαχειριστή των χωριστών στοιχείων ενεργητικού, το σχέδιο συμφωνίας μεταξύ Lagardère και Wendel Investissement και τα έγγραφα που σχετίζονταν με το εν λόγω σχέδιο συμφωνίας. Όλα τα έγγραφα αυτά αντικατόπτριζαν την εμπορική στρατηγική των οικείων επιχειρήσεων. Τα κοινοποιήσαντα μέρη ανέφεραν ρητώς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων που υπέβαλαν στην Επιτροπή. Το γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι πρόσφατες αποκλείει τον ισχυρισμό ότι αυτές απώλεσαν τον απόρρητο χαρακτήρα τους με την παρέλευση του χρόνου.

    106    Δεδομένου ότι πρόκειται για έγγραφα τρίτων, η Επιτροπή φρονεί ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, δεν υποχρεούται να ζητεί τη γνώμη του ενδιαφερομένου τρίτου προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί μια εξαίρεση, αν είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Τούτο ισχύει εν προκειμένω. Όσον αφορά τα έγγραφα των οποίων είναι ο συντάκτης, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν μπορούσε να ζητήσει τη γνώμη των ενδιαφερομένων τρίτων, καθόσον τούτο προβλέπεται στον κανονισμό 1049/2001 μόνο για τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τρίτους.

    107    Η κοινοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων απαγορεύεται επιπλέον από το άρθρο 287 ΕΚ, το οποίο επιβάλλει στα μέλη και στους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων να μην κοινολογούν πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο περιλαμβάνει τα επιχειρηματικά απόρρητα. Η υποχρέωση αυτή μη κοινολογήσεως των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο περιλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, τον οποίο αντικατέστησε ο κανονισμός 139/2004. Το άρθρο 18, παράγραφος 3, των δύο αυτών κανονισμών εξαρτά την πρόσβαση στον φάκελο από τον σεβασμό του θεμιτού συμφέροντος των επιχειρήσεων να μη δημοσιοποιούνται τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

    108    Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι τα επιχειρηματικά απόρρητα τυγχάνουν, στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, ειδικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ, του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1), της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004. Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η παρεμβαίνουσα είναι, κατ’ ουσίαν, παρόμοια με αυτά της Επιτροπής.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    109    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία «των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας».

    110    Το άρθρο 4, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, «στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι».

    111    Η Επιτροπή εκτιμά ότι, μεταξύ των επιδίκων εγγράφων, τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχεία δ΄, ε΄ και η΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία β΄, γ΄ (εν μέρει), δ΄, στ΄, ζ΄ και θ΄, καλύπτονται, τουλάχιστον εν μέρει, από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

    112    Ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 για να αρνηθεί την πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις αρχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 65 ανωτέρω.

    113    Εν προκειμένω, πρώτον, ορισμένα από τα έγγραφα για τα οποία γίνεται η επίκληση της εξαιρέσεως αυτής ενδέχεται να περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων. Συγκεκριμένα, λόγω του αντικειμένου τους, τα έγγραφα αυτά ενδέχεται, όπως τονίζει η προσβαλλόμενη απόφαση, να περιέχουν πληροφορίες σχετικά με την εμπορική στρατηγική των οικείων επιχειρήσεων.

    114    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η δημοσιοποίηση των εγγράφων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων θα συνιστούσε συγκεκριμένη και πραγματική προσβολή του προστατευομένου συμφέροντος.

    115    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η εξέταση στην οποία πρέπει να προβεί το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει μια εξαίρεση πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο συγκεκριμένο και να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως.

    116    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αρνήθηκε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που απαριθμούνται στη σκέψη 111 ανωτέρω, με το αιτιολογικό ότι τα έγγραφα αυτά περιείχαν ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με την εμπορική στρατηγική των οικείων επιχειρήσεων. Η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε συνεπώς σαφώς τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων επιχειρήσεων.

    117    Ωστόσο, από την αιτιολογία αυτή δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εν λόγω εγγράφων. Η αφηρημένη και γενική αιτιολογία που διατύπωσε η Επιτροπή δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων. Παρόμοια δικαιολογία θα μπορούσε να ισχύει για όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας ελέγχου συγκεντρώσεως.

    118    Περαιτέρω, δεν συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί, κατά την νομολογία (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 75), να μην προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση.

    119    Συγκεκριμένα, από τη διαπίστωση που διατυπώθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το σύνολο των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση κατ’ εφαρμογήν της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων καλύπτεται προδήλως και εξ ολοκλήρου από την εξαίρεση αυτή.

    120    Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο στην Επιτροπή να αναφέρει τους λόγους που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε κάθε έγγραφο χωρίς κοινολόγηση του περιεχομένου του ή ουσιώδους στοιχείου του και, συνακόλουθα, χωρίς να αναιρείται ο βασικός σκοπός της εξαιρέσεως, πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη γενικότητα, το ευσύνοπτο και τον στερεότυπο χαρακτήρα της αιτιολογίας (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 83, και απόφαση της 26 Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 84· βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά τον κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση WWF UK κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 65).

    121    Η Επιτροπή μπορούσε συγκεκριμένα να περιγράψει το περιεχόμενο κάθε εγγράφου και να διευκρινίσει τη φύση των εμπιστευτικών πληροφοριών, χωρίς ωστόσο να τις αποκαλύψει. Η υποχρέωση των επιχειρήσεων που έχουν παράσχει πληροφορίες στην Επιτροπή να επισημαίνουν εκείνες που κρίνουν εμπιστευτικές και να διαβιβάζουν μια μη εμπιστευτική μορφή των κοινοποιηθέντων εγγράφων, που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 447/98 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις ακροάσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 (EE L 61, σ. 1), παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή, τουλάχιστον, να αιτιολογεί επακριβώς την άρνηση προσβάσεως για κάθε έγγραφο, χωρίς να κοινολογεί τις εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτό.

    122    Όσον αφορά την απουσία καταλόγου στον οποίο να προσδιορίζονται τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄, δηλαδή η αλληλογραφία μεταξύ Επιτροπής και Lagardère, η Επιτροπή προβάλλει το επιχείρημα ότι η αλληλογραφία αυτή είναι κατανεμημένη σε είκοσι περίπου ντοσιέ, οπότε η κατάρτιση λεπτομερούς καταλόγου ανά επιμέρους έγγραφο θα αντιπροσώπευε δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση. Αναφέρει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι έλαβε υπόψη την κατηγορία εγγράφων συνολικά και υποστηρίζει, με τα δικόγραφά της, ότι είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά κατόπιν συνοπτικής εξετάσεως, καθόσον τα έγγραφα αυτά καλύπτονταν προδήλως και εξ ολοκλήρου από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

    123    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Όπως τονίστηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής εφαρμόζονται σε όλα τα έγγραφα που είναι εις χείρας του θεσμικού αυτού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, στον τομέα της συγκεντρώσεως, η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων μερών πρέπει να θεωρείται ότι καλύπτεται προδήλως από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων. Καίτοι η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται, ενδεχομένως, σε ορισμένα από τα έγγραφα που κατήρτισε η Επιτροπή ή που της κοινοποιήθηκαν, εντούτοις τούτο δεν ισχύει οπωσδήποτε για όλα τα έγγραφα ή για ολόκληρα τα έγγραφα αυτά. Τουλάχιστον, εναπόκειται στην Επιτροπή να βεβαιωθεί γι’ αυτό βάσει συγκεκριμένης και αποτελεσματικής εξετάσεως κάθε εγγράφου, την οποία επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    124    Το επιχείρημα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας που αντλείται από την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, την οποία εγγυώνται το άρθρο 287 ΕΚ και το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, και την τήρηση των επιχειρηματικών απορρήτων, την οποία εγγυάται το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, πρέπει επίσης να απορριφθεί. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, κατά τη νομολογία, στον βαθμό που το κοινό έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που περιλαμβάνουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία καλύπτονται, ως εκ της φύσεώς τους, από το επαγγελματικό απόρρητο ή από την προστασία των επιχειρηματιών απορρήτων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, σκέψη 74).

    125    Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν διαβουλεύθηκε με τις επιχειρήσεις των οποίων η προστασία των εμπορικών συμφερόντων θα μπορούσε να θιγεί με τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων.

    126    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, στην περίπτωση εγγράφων προερχομένων από τρίτον, το κοινοτικό όργανο διαβουλεύεται με αυτόν προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί ή όχι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του ιδίου κανονισμού, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Εξ αυτού έπεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να διαβουλευθούν με τον οικείο τρίτο εάν σαφώς προκύπτει ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα όργανα οφείλουν να διαβουλευθούν με τον εν λόγω τρίτο. Κατά συνέπεια, η διαβούλευση με τον οικείο τρίτο αποτελεί, κατά γενικό κανόνα, προηγούμενη προϋπόθεση προκειμένου να προσδιορισθεί αν πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι προβλεπόμενες από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις στην πρόσβαση, όσον αφορά την περίπτωση εγγράφων προερχομένων από τρίτους (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2004, T‑168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑4135, σκέψη 55, και Τερεζάκης κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 54).

    127    Η απουσία διαβούλευσης με τους τρίτους που έχουν συντάξει τα έγγραφα είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 1049/2001 μόνον αν εφαρμόζεται σαφώς στα επίμαχα έγγραφα μία των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 63 έως 98 ανωτέρω, όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με τον σκοπό της έρευνας, και στις σκέψεις 109 έως 124 ανωτέρω, όσον αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

    128    Όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονται από την Επιτροπή, ορθώς η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν προβλέπει διαδικασία διαβουλεύσεως με τους τρίτους για αυτό το είδος των εγγράφων. Επομένως, η αιτίαση που διατύπωσε η προσφεύγουσα είναι νομικώς αβάσιμη όσον αφορά τα έγγραφα των οποίων συντάκτης είναι η Επιτροπή.

    129    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον εφάρμοσε την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχεία δ΄, ε΄ και η΄, και στη σκέψη 2 ανωτέρω, στοιχεία β΄, γ΄ (εν μέρει), δ΄, στ΄, ζ΄ και θ΄, χωρίς να προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι διενεργήθηκε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των εγγράφων αυτών και χωρίς να έχει ζητηθεί η γνώμη των τρίτων που είναι συντάκτες ορισμένων από τα έγγραφα αυτά, όσον αφορά τα προερχόμενα από αυτούς έγγραφα.

    Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    130    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υιοθέτησε αφηρημένη και γενική προσέγγιση, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση προκειμένου να εξακριβώσει αν η κοινοποίηση εκάστου των αιτηθέντων εγγράφων θα συνιστούσε πράγματι προσβολή του συμφέροντος που προστατεύει η εξαίρεση αυτή. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο κίνδυνος προσβολής του προστατευομένου συμφέροντος μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί και δεν ήταν αμιγώς υποθετικός.

    131    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη την εξαίρεση αυτή για να αρνηθεί την πρόσβαση στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄, αντιφάσκει με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε για τη άμυνά της στην υπόθεση T‑279/04, με την οποία υποστηρίζει ότι η απόφαση να εφαρμοστεί το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89 στην αγορά των στοιχείων ενεργητικού της VUP από τη Natexis/Investima 10 δεν είχε καμία συνέπεια στη απόφαση περί του συμβατού και συνεπώς ότι ενδεχόμενη εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της εν λόγω αποφάσεως. Παραβιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχή venire contra factum proprium.

    132    Κατά την προσφεύγουσα, τα έγγραφα αυτά αφορούν την ερμηνεία ενός νομικού ζητήματος και δεν μπορούν κατά συνέπεια να συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις των οποίων η δημοσιοποίηση θα έπρεπε να μην επιτραπεί. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει δημόσιο συμφέρον για την κοινοποίηση των εγγράφων αυτών, καθόσον θα διαφώτιζε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89.

    133    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εκτίμηση του κύρους της αποφάσεως περί του συμβατού αποτελεί χωριστό ζήτημα σε σχέση με την εκτίμηση της νομιμότητας της εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001 και αμφισβητεί συνεπώς τη λυσιτέλεια του επιχειρήματος της προσφεύγουσας. Τα δύο αιτηθέντα έγγραφα στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής είναι εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, που περιέχουν εσωτερικές συζητήσεις σχετικά με την οικεία διαδικασία. Η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών θα προκαλούσε σοβαρή ζημία στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, στον βαθμό που είναι απαραίτητο να διαφυλαχθεί η ικανότητα των υπηρεσιών της Επιτροπής να εξετάζουν ελεύθερα τις υποθέσεις που τους ανατίθενται, προστατευμένες από εξωτερικές πιέσεις, προκειμένου να τους παρέχεται η δυνατότητα να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους έχοντας πλήρη γνώση των στοιχείων της υποθέσεως.

    134    Η προστασία αυτών των προπαρασκευαστικών εγγράφων είναι τοσούτω μάλλον αναγκαία καθόσον η απόφαση που ελήφθη βάσει των εγγράφων αυτών αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και τα εν λόγω έγγραφα θα εξακολουθήσουν συνεπώς να είναι σημαντικά σε περίπτωση ακυρώσεως.

    135    Τα επιχειρήματα που προβάλλει η παρεμβαίνουσα είναι, κατ’ ουσίαν, παρόμοια με αυτά της Επιτροπής.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    136    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, «η πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει [υπέρτερο] δημόσιο συμφέρον».

    137    Η πρόσβαση σε δύο από τα τρία σημειώματα της Επιτροπής που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄, δεν επετράπη από την Επιτροπή δυνάμει της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Πρόκειται για ένα σημείωμα της 10ης Φεβρουαρίου 2002 της ΓΔ «Ανταγωνισμός» προς τη νομική υπηρεσία της Επιτροπής, με το οποίο ζητήθηκε γνωμοδότηση επί της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89, και για ένα σημείωμα της 4ης Νοεμβρίου 2002, που συνόψιζε την κατάσταση του φακέλου και το οποίο είχε καταρτιστεί για το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής.

    138    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα αυτά, που κοινοποιήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), είναι έγγραφα προπαρασκευαστικά της τελικής αποφάσεως και αντηλλάγησαν εντός της Επιτροπής για να καταστεί δυνατή η κατάρτιση των εγγράφων με τα οποία διατυπωνόταν επίσημα η θέση του θεσμικού οργάνου. Περιέχουν «απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, και εμπίπτουν συνεπώς στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

    139    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η άρνηση προσβάσεως στα αιτηθέντα εσωτερικά έγγραφα δικαιολογείται, εν προκειμένω, από την εξαίρεση που αντλείται από την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου.

    140    Κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής προϋποθέτει ότι έχει αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα μπορούσε να αποτελέσει συγκεκριμένη και πραγματική προσβολή στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και ότι ο κίνδυνος αυτός προσβολής μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί και δεν ήταν αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑144/05, Muñiz κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    141    Επιπλέον, για να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η προσβολή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων πρέπει να είναι σοβαρή. Τούτο συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν η δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Η εκτίμηση όμως της σοβαρότητας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, μεταξύ άλλων από τα αρνητικά αποτελέσματα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, τα οποία επικαλείται το θεσμικό όργανο όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων (απόφαση Muñiz κατά Επιτροπής, σκέψη 140 ανωτέρω, σκέψη 75).

    142    Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τη σοβαρή ζημία που θα προκαλούνταν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων αν δημοσιοποιούνταν οι εσωτερικές συζητήσεις της Επιτροπής σχετικά με την υπόθεση αυτή. Στην εν λόγω απόφαση υπογραμμίζεται το πόσο είναι σημαντικό το να είναι σε θέση η Επιτροπή να προετοιμάζει τις αποφάσεις της με απόλυτη ηρεμία, προστατευμένη από κάθε εξωτερική πίεση, και το να μπορούν οι υπηρεσίες της να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους προκειμένου να διαφωτίζουν τη λήψη αποφάσεως. Κατ’ αυτήν, η ευχέρεια που έχει το προσωπικό της Επιτροπής να διατυπώνει τις απόψεις αυτές θα περιοριζόταν σοβαρά αν έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο δημοσιεύσεως.

    143    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δικαιολογίες αυτές προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να στηρίζονται σε λεπτομερή αιτιολογία όσον αφορά το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων. Τέτοιες συνεπώς εκτιμήσεις μπορούν να προβληθούν σχετικά με οποιοδήποτε έγγραφο της ίδιας φύσεως. Επομένως, δεν αρκούν για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως στα αιτηθέντα εν προκειμένω έγγραφα, καθόσον άλλως θα θιγόταν η αρχή της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, ειδικότερα εκείνης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

    144    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 εφαρμοζόταν στα αιτηθέντα εσωτερικά έγγραφα.

    145    Επομένως, η άρνηση πλήρους προσβάσεως στα αιτηθέντα εσωτερικά έγγραφα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλάνης περί το δίκαιο, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

    Επί της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων, που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    146    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υιοθέτησε μια αφηρημένη και γενική προσέγγιση, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση προκειμένου να εξακριβώσει αν η κοινοποίηση του αιτηθέντος σημειώματος της νομικής υπηρεσίας θα συνιστούσε πράγματι προσβολή του προστατευόμενου από την εξαίρεση αυτή συμφέροντος. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί και δεν ήταν αμιγώς υποθετικός.

    147    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄, θα έπρεπε να δημοσιοποιηθεί, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στους τρίτους και στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξουν τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή ερμήνευσε και εφάρμοσε τον κανόνα δικαίου που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89.

    148    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί την προστασία της ανεξαρτησίας της νομικής της υπηρεσίας για να αρνηθεί την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, διότι οφείλει να τηρεί την υποχρέωση διαφάνειας, η οποία εγγυάται, σύμφωνα με το προοίμιο του κανονισμού 1049/2001, περισσότερη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Η άρνηση προσβάσεως που αντέταξε η Επιτροπή, όχι μόνο δεν ενισχύει την ανεξαρτησία των νομικών γνωμοδοτήσεων, αλλά συνηγορεί υπέρ της ιδέας ότι η απόφαση περί του συμβατού δεν εκδόθηκε με πλήρη ανεξαρτησία.

    149    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πρόσβαση στα έγγραφα που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001 επιτρέπεται ή απαγορεύεται ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα συμφέροντα ή τους ειδικούς λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα. Τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα επιχειρήματα είναι συνεπώς αλυσιτελή. Η δημοσιοποίηση της οικείας νομικής γνωμοδοτήσεως εξαρτάται αποκλειστικά από την προσβολή που η δημοσιοποίηση αυτή θα μπορούσε να επιφέρει στην ανεξαρτησία και στην αμεροληψία των εν λόγω γνωμοδοτήσεων. Η εξαίρεση σχετικά με τις νομικές γνωμοδοτήσεις αποσκοπεί στην προστασία της ανεξαρτησίας τους και στη διασφάλιση της δυνατότητας παροχής τους με απόλυτη ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα. Σκοπός της επίμαχης γνωμοδοτήσεως ήταν η διαφώτιση των υπηρεσιών της Επιτροπής και η δημοσιοποίησή της θα οδηγούσε τη νομική υπηρεσία του οργάνου αυτού να καταρτίζει τις γνωμοδοτήσεις της με περισσότερες επιφυλάξεις, στερώντας έτσι το οικείο θεσμικό όργανο από ένα σημαντικό εργαλείο για την καλή εκτέλεση της αποστολής του.

    150    Η Επιτροπή τονίζει ότι υπάρχουν όρια που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 255, παράγραφος 2, ΕΚ. Επομένως, η επίκληση της υποχρεώσεως διαφάνειας από την προσφεύγουσα δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001.

    151    Η Επιτροπή αντικρούει τον ισχυρισμό ότι η άρνηση προσβάσεως στο αιτηθέν έγγραφο θα προκαλούσε την υπόνοια ότι δεν εξέδωσε την απόφαση με πλήρη ανεξαρτησία. Υπενθυμίζει ότι οφείλει να αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής μιας εξαιρέσεως προβλεπομένης στον κανονισμό 1049/2001 και ότι δεν μπορεί συνεπώς να επιτρέπει την πρόσβαση σε έγγραφο που καλύπτεται από εξαίρεση προκειμένου να αντικρούσει κατηγορίες περί απάτης.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    152    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών γνωμοδοτήσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

    153    Η Επιτροπή αρνήθηκε τη γνωστοποίηση της από 10 Οκτωβρίου 2002 γνωμοδοτήσεως της νομικής της υπηρεσίας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89, η οποία αποτελεί έγγραφο διαλαμβανόμενο στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄, στηριζόμενη στη διάταξη αυτή.

    154    Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω έγγραφο, που κοινοποιήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), περιέχει, πέραν της ονομασίας του, νομική γνωμοδότηση διατυπωθείσα από τη νομική υπηρεσία της Επιτροπής. Το έγγραφο αυτό πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί, στο σύνολό του, νομική γνωμοδότηση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δυνάμενη να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.

    155    Εν συνεχεία, πρέπει να καθοριστεί αν η δημοσιοποίηση της νομικής αυτής γνωμοδοτήσεως θα έθιγε την προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    156    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η σχετική με τις νομικές γνωμοδοτήσεις εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά την προστασία του συμφέροντος της Επιτροπής να ζητεί νομικές γνωμοδοτήσεις και να λαμβάνει γνωμοδοτήσεις ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις. Ο κίνδυνος διακυβεύσεως του συμφέροντος αυτού πρέπει, προκειμένου να μπορεί να γίνει επίκλησή του, να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (απόφαση Turco, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 42 και 43).

    157    Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δικαιολογεί την άρνηση δημοσιοποιήσεως της οικείας γνωμοδοτήσεως με το αιτιολογικό ότι οι νομικές γνωμοδοτήσεις συνιστούν εσωτερικά έγγραφα των οποίων ο ουσιώδης σκοπός συνίσταται στο να προσφέρουν στην Επιτροπή και στις υπηρεσίες της γνώμες επί νομικών ζητημάτων, βάσει των οποίων η Επιτροπή και οι υπηρεσίες της θα λάβουν τις οριστικές θέσεις τους. Είναι ουσιώδες να μπορούν οι γνωμοδοτήσεις αυτές να παρέχονται με πλήρη ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα. Στην υπό κρίση υπόθεση, η κοινοποίηση της γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, καθώς και των ερωτημάτων που της υποβλήθηκαν από τη ΓΔ «Ανταγωνισμός», θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημοσιοποίηση μιας εσωτερικής συζητήσεως σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89. Αν η εν λόγω νομική υπηρεσία έπρεπε να λάβει υπόψη τη μετέπειτα δημοσίευση της γνωμοδοτήσεώς της, δεν θα εκφραζόταν με πλήρη ανεξαρτησία. Επομένως, η έγγραφη διατύπωση γνωμοδοτήσεως επί του ζητήματος αυτού θα καθίστατο άνευ ενδιαφέροντος, πράγμα που θα στερούσε την Επιτροπή από ένα ουσιώδες εργαλείο για την καλή εκτέλεση των καθηκόντων της.

    158    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είναι μόνον το ότι το επίμαχο έγγραφο αποτελεί νομική γνωμοδότηση που προβάλλεται από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση για να δικαιολογηθεί η εφαρμογή της οικείας εξαιρέσεως, αλλά και το ότι η δημοσιοποίηση της γνωμοδοτήσεως αυτής θα ενείχε τον κίνδυνο να διαβιβάσει στο κοινό πληροφορίες σχετικές με την κατάσταση των εσωτερικών συζητήσεων μεταξύ της ΓΔ «Ανταγωνισμός» και της νομικής της υπηρεσίας, όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89.

    159    Η δημοσιοποίηση όμως του επίμαχου σημειώματος θα μπορούσε να οδηγήσει τη νομική υπηρεσία της Επιτροπής να επιδείξει στο μέλλον αυτοσυγκράτηση και σύνεση κατά τη σύνταξη τέτοιων σημειωμάτων, προκειμένου να μην επηρεάσει την ικανότητα λήψεως αποφάσεως της Επιτροπής στους τομείς στους οποίους παρεμβαίνει ως διοίκηση.

    160    Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, ο κίνδυνος προσβολής της προστασίας των νομικών γνωμοδοτήσεων, που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και δεν είναι αμιγώς υποθετικός. Ειδικότερα, εκτός από τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, στις σκέψεις 157 και 159, εξαιτίας της δημοσιοποιήσεως των γνωμοδοτήσεων αυτών, η Επιτροπή κινδυνεύει να περιέλθει στη λεπτή θέση, στην οποία η νομική της υπηρεσία θα ήταν υποχρεωμένη να υποστηρίζει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απόψεις διαφορετικές από εκείνες που είχε υποστηρίξει ως νομικός σύμβουλος των υπεύθυνων για τον φάκελο υπηρεσιών κατά τις εσωτερικές συζητήσεις που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Ο κίνδυνος όμως να δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τόσο την ελευθερία γνώμης της εν λόγω νομικής υπηρεσίας και την ικανότητά της να υπερασπίζεται αποτελεσματικά ενώπιον του δικαστή της Ενώσεως, επί ίσοις όροις με τους άλλους νόμιμους εκπροσώπους των διαφόρων μερών της ένδικης διαδικασίας, την οριστική θέση της Επιτροπής, όσο και την εσωτερική διαδικασία λήψεως αποφάσεων της τελευταίας αυτής. Η Επιτροπή, πράγματι, αποφασίζει συλλογικά, σύμφωνα με την ιδιαίτερη αποστολή που της έχει ανατεθεί, και πρέπει να είναι ελεύθερη να υποστηρίξει νομικές θέσεις που διαφέρουν από αυτές που έλαβε αρχικώς η νομική της υπηρεσία.

    161    Περαιτέρω, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις στις οποίες τα όργανα ενεργούν με τη νομοθετική τους ιδιότητα και στις οποίες επιβάλλεται η παροχή ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση Turco, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 46), η επίδικη νομική γνωμοδότηση διατυπώθηκε στο πλαίσιο των αμιγώς διοικητικών καθηκόντων της Επιτροπής. Το συμφέρον όμως του κοινού για την κοινοποίηση ενός εγγράφου βάσει της υποχρεώσεως διαφάνειας, η οποία σκοπό έχει να εξασφαλίσει καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και να εγγυηθεί περισσότερη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα, δεν είναι το ίδιο όταν το έγγραφο αυτό αφορά διοικητική διαδικασία που αποσκοπεί στην εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των συγκεντρώσεων ή το δίκαιο του ανταγωνισμού γενικά, ή όταν αφορά διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το οικείο θεσμικό όργανο παρεμβαίνει με τη νομοθετική του ιδιότητα.

    162    Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η δημοσιοποίηση της γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄, δεν θα προσέβαλλε την προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων.

    163    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος είναι βάσιμοι, πλην όσον αφορά την άρνηση δημοσιοποιήσεως της νομικής γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄.

    Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος επί μερικής τουλάχιστον προσβάσεως στα αιτηθέντα έγγραφα

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    164    Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να της επιτρέψει μερική πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε τη διοικητική επιβάρυνση που θα αντιπροσώπευε η κατάρτιση μη εμπιστευτικών μορφών των αιτηθέντων εγγράφων, καθόσον δεν προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εν λόγω εγγράφων. Κατά τη νομολογία το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού υπερτερεί έναντι της αρχής της χρηστής διοικήσεως, εξαίρεση δε από το δικαίωμα αυτό θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο σε πολύ λίγες περιπτώσεις και κατά πολύ περιορισμένο τρόπο.

    165    Περαιτέρω, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να εκτιμήσει το συμφέρον που αντιπροσωπεύει για την προσφεύγουσα η γνωστοποίηση των αποσπασθέντων τμημάτων των εγγράφων αυτών που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να δημοσιοποιηθούν σε περίπτωση μερικής προσβάσεως.

    166    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των αιτηθέντων εγγράφων, πλην αυτών που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο δ΄. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή εκτίμησε ότι μόνο μερικά αποσπασθέντα τμήματα θα μπορούσαν να γνωστοποιηθούν και ότι η διοικητική επιβάρυνση που θα αντιπροσώπευε ο προσδιορισμός των τμημάτων αυτών ήταν δυσανάλογη σε σχέση με το συμφέρον του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στα αποσπασθέντα αυτά τμήματα, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    167    Το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι, «εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα».

    168    Το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 συνεπάγεται τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου εκάστου εγγράφου. Συγκεκριμένα, μόνο βάσει τέτοιας εξετάσεως μπορεί το θεσμικό όργανο να εκτιμήσει τη δυνατότητα να επιτρέψει μερικώς την πρόσβαση στον αιτούντα. Εκτίμηση εγγράφων πραγματοποιούμενη ανά κατηγορία αντί σε σχέση με τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχουν κρίνεται κατ’ αρχήν ανεπαρκής, διότι η απαιτούμενη εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εξέταση πρέπει να του επιτρέπει να αξιολογεί συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει όλες τις πληροφορίες που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    169    Εν προκειμένω, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει η πραγματοποίηση τέτοιας εξετάσεως. Η Επιτροπή εκτίμησε, συγκεκριμένα, ότι η εξέταση αυτή θα προκαλούσε δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση σε σχέση με το συμφέρον του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στα αποσπασθέντα τμήματα των εγγράφων που θα προέκυπταν από μια τέτοια εξέταση.

    170    Κατά τη νομολογία, παρέκκλιση από την υποχρέωση εξετάσεως μπορεί να γίνει δεκτή κατ’ εξαίρεση και μόνον όταν η διοικητική επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων αποβαίνει ιδιαιτέρως επαχθής, υπερβαίνοντας τα όρια των εύλογων απαιτήσεων (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 112).

    171    Επιπλέον, στον βαθμό που το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή κοινοτικών οργάνων συνιστά λύση αρχής, το κοινοτικό όργανο που προβάλλει εξαίρεση συνδεόμενη με τον μη εύλογο φόρτο εργασίας που απαιτείται για τον χειρισμό της αιτήσεως φέρει το βάρος αποδείξεως του φόρτου αυτού (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 113, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑42/05, Williams κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 86).

    172    Τέλος, όταν ένα κοινοτικό όργανο αποδείξει την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση που συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των διαλαμβανόμενων στην αίτηση εγγράφων, υποχρεούται να προσπαθήσει να έρθει σε συνεννόηση με τον αιτούντα, προκειμένου, αφενός, ο αιτών να του γνωστοποιήσει το συμφέρον του από την απόκτηση των εν λόγω εγγράφων ή να του παράσχει σχετικές διευκρινίσεις και, αφετέρου, το ίδιο το όργανο να εξετάσει συγκεκριμένα τις επιλογές που διαθέτει για τη λήψη ενός μέτρου λιγότερου επαχθούς από τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων. Δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως αποτελεί αρχή, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτό, να προκρίνει την επιλογή που, ενώ δεν αποτελεί εργασία υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί, είναι η πλέον ευνοϊκή για το δικαίωμα προσβάσεως του αιτούντος (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 114).

    173    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κοινοτικό όργανο μπορεί να μην προβεί στη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, μόνον αφού εξετάσει πράγματι όλες τις άλλες διαθέσιμες επιλογές και αφού εξηγήσει λεπτομερώς με την απόφασή του τους λόγους για τους οποίους οι διάφορες αυτές επιλογές συνεπάγονται επίσης δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας (απόφαση VKI, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 115).

    174    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρνείται γενικά οποιαδήποτε μερική πρόσβαση στην προσφεύγουσα, θα μπορούσε να είναι νόμιμη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή θα είχε προηγουμένως εξηγήσει, συγκεκριμένα, τους λόγους για τους οποίους οι εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των οικείων εγγράφων συνεπάγονταν, επίσης, δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας.

    175    Από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει όμως ότι η Επιτροπή εξέτασε κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξαντλητικό τις διάφορες επιλογές που είχε στη διάθεσή της προκειμένου να προβεί στις ενέργειες που δεν θα της επέβαλλαν δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας, αλλά θα αύξαναν αντιθέτως τις πιθανότητες να επιτραπεί στην προσφεύγουσα, τουλάχιστον ως προς μέρος της αιτήσεως προσβάσεως, μερική γνωστοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων. Δεν προκύπτει, ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή εξέτασε συγκεκριμένα την επιλογή να ρωτήσει τις επιχειρήσεις που είχαν κοινοποιήσει ορισμένα από τα αιτηθέντα έγγραφα αν θα μπορούσε να κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα μια μη εμπιστευτική μορφή των εγγράφων αυτών.

    176    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον αρνείται τη μερική πρόσβαση στο σύνολο των αιτηθέντων εγγράφων, χωρίς να προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι πραγματοποιήθηκε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των εγγράφων αυτών και χωρίς η Επιτροπή να έχει εξηγήσει, συγκεκριμένα, τους λόγους για τους οποίους οι άλλες πέραν της συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως εκάστου των οικείων εγγράφων λύσεις συνεπάγονταν δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας.

    Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    177    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η αίτηση προσβάσεως δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην υπεράσπιση ιδιωτικών συμφερόντων. Αποβλέπει επίσης στη διαφύλαξη ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού στη εκδοτική αγορά στη Γαλλία και στην αποφυγή της καταστρατηγήσεως των κανόνων περί του ελέγχου των συγκεντρώσεων διά της απατηλής χρησιμοποιήσεως του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89. Ένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, τη δημοσιοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων.

    178    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων. Η εκ μέρους της προσφεύγουσας χρησιμοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων προς στήριξη της προσφυγής της που στρέφεται κατά της αποφάσεως περί του συμβατού δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Μια τέτοια προσφυγή εξαρτάται συγκεκριμένα από την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος προς άσκηση προσφυγής και θα ήταν απαράδεκτη αν η προσφεύγουσα ενεργούσε εν ονόματι του δημοσίου συμφέροντος.

    179    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας έχει ως αντικείμενο το δημόσιο συμφέρον, σημασία δεν έχει η χρήση που ο αιτών προτίθεται να κάνει των εγγράφων, αλλά το ότι η δημοσιοποίηση πρέπει να δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Η δημοσιοποίηση των εγγράφων εν ονόματι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος πρέπει να δικαιολογείται βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, ανεξάρτητα από τον σκοπό που επιδιώκει η προσφεύγουσα. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

    180    Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εναπόκειται στον δικαστή που καλείται να κρίνει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T-279/04 να εκτιμήσει την αναγκαιότητα των αιτηθέντων εγγράφων για την άμυνα της προσφεύγουσας στην υπόθεση αυτή.

    181    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά άμεσα και ατομικά η προσβαλλόμενη απόφαση και νομικό πρόσωπο με ιθαγένεια της Ένωσης στο οποίο επιτρέπεται η πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα. Ισχυρίζεται ότι η δημοσιοποίηση των αιτηθέντων εγγράφων και η χρήση που θα τους γινόταν επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς, ήτοι τη διαφύλαξη ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού και τη διαφανή εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού.

    182    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι επιτρέπεται σε διάδικο σε δίκη στην οποία θα μπορούσε να διαταχθεί η προσκόμιση εγγράφων από το Γενικό Δικαστήριο να αμφισβητήσει, στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας, μια απόφαση με την οποία δεν επετράπη η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά βάσει του κανονισμού 1049/2001.

    183    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τη νομολογία, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει, καταρχήν, να είναι διαφορετικό από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται ο εν λόγω κανονισμός, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση διαφάνειας την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα.

    184    Η παρεμβαίνουσα τονίζει ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των αιτηθέντων από την προσφεύγουσα εγγράφων, της οποίας η αίτηση προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα στηρίζεται σε αμιγώς ιδιωτικά συμφέροντα. Υποστηρίζει επίσης, με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις της, ότι η αίτηση προσβάσεως της προσφεύγουσας στα έγγραφα είναι καταχρηστική και αντίθετη προς τον σκοπό του κανονισμού 1049/2001, καθόσον αιτιολογείται από το ατομικό συμφέρον της, ήτοι την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της στις υποθέσεις T‑279/04 και T‑452/04. Η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι η νομολογία έχει κρίνει ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν αποσκοπεί στην προστασία του ειδικού συμφέροντος που κάποιο πρόσωπο θα μπορούσε να έχει για την πρόσβαση σε έγγραφο των θεσμικών οργάνων Η νομολογία έχει επίσης αναγνωρίσει ότι ο κανονισμός αυτός προορίζεται να διασφαλίσει την πρόσβαση όλων στα δημόσια έγγραφα και όχι μόνον την πρόσβαση του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν και ότι δεν πρέπει να επιτρέπει την ικανοποίηση ιδιωτικών συμφερόντων που σχετίζονται, για παράδειγμα, με την άσκηση προσφυγής κατά των θεσμικών οργάνων.

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    185    Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001 διευκρινίζει ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στις εν λόγω παραγράφους εφαρμόζονται «εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει [υπέρτερο] δημόσιο συμφέρον».

    186    Στη προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αρνήθηκε να θεωρήσει ότι κάποιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση, με το αιτιολογικό ότι η αίτηση προσβάσεως στηριζόταν στην υπεράσπιση των συμφερόντων της προσφεύγουσας σε ένδικη διαφορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το συμφέρον αυτό είναι προφανώς ιδιωτικό και όχι δημόσιο. Σύμφωνα όμως με τον κανονισμό, μόνο δημόσιο συμφέρον μπορεί να κατισχύσει της ανάγκης προστασίας των συμφερόντων που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

    187    Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο και κατά τις οποίες η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο επικαλούμενη τις εξαιρέσεις σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας, των εμπορικών συμφερόντων και της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, παρέλκει η εξέταση της ενδεχόμενης υπάρξεως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση βάσει των εξαιρέσεων αυτών.

    188    Εκ προοιμίου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι η αίτηση προσβάσεως της προσφεύγουσας είναι καταχρηστική, καθόσον στηρίζεται σε αυστηρώς ιδιωτικά συμφέροντα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτησή του. Δεδομένου ότι ο σκοπός του κανονισμού αυτού συνίσταται στην παροχή δικαιώματος προσβάσεως του κοινού εν γένει στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, το ειδικό συμφέρον που κάποιο πρόσωπο θα μπορούσε να έχει για να αποκτήσει πρόσβαση σε κάποιο από τα έγγραφα αυτά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το θεσμικό όργανο που καλείται να αποφανθεί επί της αιτήσεως προσβάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψεις 43 έως 47). Δεν μπορεί συνεπώς να χαρακτηρισθεί καταχρηστική αίτηση προσβάσεως στηριζόμενη σε αυστηρώς ιδιωτικά συμφέροντα.

    189    Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί η ενδεχόμενη ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος δυνάμενου να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση της γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄.

    190    Κατά τη νομολογία, τα υπέρτερα δημόσια συμφέροντα που δύνανται να δικαιολογήσουν τη δημοσιοποίηση εγγράφου καλυπτόμενου από εξαίρεση είναι, μεταξύ άλλων, αυτά στα οποία στηρίζεται ο κανονισμός 1049/2001 (απόφαση Turco, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 67, 75 και 76). Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που μπορεί να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση δεν χρειάζεται συνεπώς να είναι διαφορετικό από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται ο εν λόγω κανονισμός.

    191    Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής περί προσβάσεως στα έγγραφα, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 255 ΕΚ και στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του κανονισμού 1049/2001, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση πρέπει να έχει αντικειμενικό και γενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να συγχέεται με τα ατομικά ή ιδιωτικά συμφέροντα που συνδέονται, για παράδειγμα, με την άσκηση προσφυγής κατά των θεσμικών οργάνων, καθόσον τα ατομικά ή ιδιωτικά συμφέροντα τέτοιου είδους δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού.

    192    Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων έχει «κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος». Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της προσβάσεως όλων στα δημόσια έγγραφα και όχι μόνον της προσβάσεως του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν (απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 50). Ως εκ τούτου, το ατομικό συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο αιτών πρόσβαση στα έγγραφα που τον αφορούν προσωπικώς δεν μπορεί γενικά να είναι αποφασιστικό ούτε κατά την εκτίμηση της υπάρξεως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ούτε κατά τη στάθμιση των συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

    193    Συνεπώς, ακόμη και αν τα αιτηθέντα έγγραφα αποδεικνύονταν αναγκαία για την άμυνα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής, ζήτημα που εμπίπτει στην εξέταση της προσφυγής αυτής, το στοιχείο αυτό δεν θα επηρέαζε τη στάθμιση των δημοσίων συμφερόντων (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 55, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 2005, T‑287/03, SIMSA κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 34).

    194    Το γεγονός ότι τα αιτηθέντα έγγραφα θα μπορούσαν να παράσχουν τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να προβάλει κατά καλύτερο τρόπο τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο των προσφυγών ακυρώσεως που έχει ασκήσει κατά της αποφάσεως περί του συμβατού και κατά της αποφάσεως εγκρίσεως δεν μπορεί συνεπώς να συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση της οικείας νομικής γνωμοδοτήσεως.

    195    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η δημοσιοποίηση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοήσει τη διαφύλαξη ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού στη εκδοτική αγορά στη Γαλλία και στην αποφυγή της καταστρατηγήσεως των κανόνων περί του ελέγχου των συγκεντρώσεων διά της απατηλής χρησιμοποιήσεως του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89, από τα στοιχεία της δικογραφίας και από το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, που κοινοποιήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), δεν προκύπτει ότι η δημοσιοποίηση της γνωμοδοτήσεως αυτής θα δικαιολογούνταν από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

    196    Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος, καθόσον αποσκοπεί στο να αποδειχθεί η ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος δικαιολογούντος τη δημοσιοποίηση της νομικής γνωμοδοτήσεως που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄.

    197    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον δεν επέτρεψε την πλήρη ή μερική πρόσβαση στο σύνολο των αιτηθέντων εγγράφων, εξαιρουμένης της νομικής γνωμοδοτήσεως που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, στοιχείο ζ΄, και καθόσον δεν επέτρεψε τη μερική πρόσβαση στην εν λόγω νομική γνωμοδότηση.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    198    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας αμφοτέρων των διαδίκων επί ενός ή περισσοτέρων αιτημάτων τους.

    199    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του ότι ηττήθηκε ως προς την πλειονότητα των αιτημάτων της, πρέπει, κατ’ ακριβοδίκαιη εκτίμηση, να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα εννέα δέκατα των εξόδων της προσφεύγουσας.

    200    Η παρεμβαίνουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1)      Παρέλκει πλέον η απόφανση επί της νομιμότητας της αποφάσεως D(2005) 3286 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 7ης Απριλίου 2005, καθόσον δεν επέτρεψε την πλήρη ή μερική πρόσβαση στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της παρούσας αποφάσεως και στη σκέψη 2 , στοιχεία η΄ και ι΄, της παρούσας αποφάσεως.

    2)      Ακυρώνει την απόφαση D(2005) 3286 καθόσον δεν επέτρεψε την πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1, στοιχεία δ΄, ε΄, ζ΄ και η΄, της παρούσας αποφάσεως και στη σκέψη 2, στοιχεία β΄ έως δ΄, στ΄, ζ΄ και θ΄, της παρούσας αποφάσεως, εξαιρουμένης της γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής που διαλαμβάνεται στη σκέψη 1, στοιχείο ζ΄, της παρούσας αποφάσεως.

    3)      Ακυρώνει την απόφαση D(2005) 3286 καθόσον δεν επέτρεψε τη μερική πρόσβαση στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1, στοιχεία δ΄, ε΄, ζ΄ και η΄, της παρούσας αποφάσεως και στη σκέψη 2, στοιχεία β΄ έως δ΄, στ΄, ζ΄ και θ΄, της παρούσας αποφάσεως.

    4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

    5)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Éditions Odile Jacob SAS.

    6)      Η Lagardère SCA φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

    Meij

    Vadapalas

    Truchot

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιουνίου 2010.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top