Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005TJ0047

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 18ης Σεπτεμβρίου 2008.
Pilar Angé Serrano και λοιπών κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Παραδεκτό - Ιση μεταχείριση.
Υπόθεση T-47/05.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2008 I-A-2-00055; II-A-2-00357

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2008:384

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2008

Υπόθεση T-47/05

Pilar Angé Serrano κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Επιτυχής συμμετοχή σε εσωτερικούς διαγωνισμούς μετατάξεως σε άλλη κατηγορία υπό τον προϊσχύσαντα ΚΥΚ – Θέση σε ισχύ του νέου ΚΥΚ – Μεταβατικοί κανόνες περί κατατάξεως σε βαθμό –Τροποποίηση των ιεραρχικών σχέσεων που υφίσταντο υπό τον προϊσχύσαντα ΚΥΚ – Παραδεκτό – Ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας – Κεκτημένα δικαιώματα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Αρχή της χρηστής διοικήσεως και καθήκον αρωγής»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αίτημα την ακύρωση των ατομικών αποφάσεων που αφορούν την κατάταξη των προσφευγόντων σε ενδιάμεσο βαθμό από 1ης Μαΐου 2004, οι οποίες τους κοινοποιήθηκαν με έγγραφο του γενικού διευθυντή προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Μαΐου του 2004, καθώς και κάθε άλλης συνακόλουθης και/ή σχετικής πράξεως, ακόμη και μεταγενέστερης της υπό κρίση προσφυγής, και την επιδίκαση αποζημιώσεως την οποία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Απόφαση: Παρέλκει η εξέταση του πρώτου αιτήματος της προσφυγής-αγωγής όσον αφορά την Pilar Angé Serrano και τους Jean-Marie Bras και Adolfo Orcajo Teresa. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα έξοδά του και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η P. Angé Serrano και οι J.-M. Bras και A. Orcajo Teresa. Οι Dominiek Decoutere, Armin Hau και Francisco Javier Solana Ramos φέρουν τα έξοδά τους. Το Συμβούλιο, παρεμβαίνον υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, φέρει τα έξοδά του.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προσκόμιση αποδεικτικών μέσων – Προθεσμία – Καθυστερημένη πρόταση αποδεικτικών μέσων – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1· παράρτημα XIII)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Αιτιάσεις περί αλλοιώσεως, μέσω των μεταβατικών κανόνων περί κατατάξεως του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, των ιεραρχικών σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί προγενέστερα – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII)

4.      Υπάλληλοι – Σταδιοδρομία – Κεκτημένα δικαιώματα – Επιτυχής συμμετοχή σε εσωτερικό διαγωνισμό μετατάξεως σε άλλη κατηγορία προ της 1ης Μαΐου 2004

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 2 και 8)

5.      Υπάλληλοι – Σταδιοδρομία – Θέσπιση μεταβατικών κανόνων όσον αφορά τη μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα σταδιοδρομίας των υπαλλήλων – Κανόνες περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 2 και 8)

1.      Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, μολονότι οι διάδικοι μπορούν, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προτείνουν αποδεικτικά μέσα με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, οφείλουν εντούτοις να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων αυτών.

Η πρόταση αποδεικτικών μέσων μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως εξακολουθεί να είναι δυνατή σε περίπτωση κατά την οποία ο προτείνων διάδικος δεν μπορούσε, πριν την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να έχει στη διάθεσή του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή αν η εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του αντιδίκου δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπο διασφαλίζοντα την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως της καθυστερημένης προτάσεως αποδεικτικών μέσων συνεπάγεται ότι το δικαστήριο έχει την εξουσία να ελέγχει το βάσιμο της αιτιολογίας αυτής και, αναλόγως της περιπτώσεως, το περιεχόμενο των εν λόγω προτάσεων αποδεικτικών μέσων, καθώς και, σε περίπτωση κατά την οποία το αίτημα δεν κρίνεται επαρκώς βάσιμο από νομικής απόψεως, την εξουσία να μην τα λαμβάνει υπόψη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων που υποβάλλονται κατόπιν της καταθέσεως του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

(βλ. σκέψεις 54 έως 56)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Απριλίου 2005, C‑243/04 P, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 32 και 33

2.      Πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως συνιστούν μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση. Αυτό ισχύει στην περίπτωση των ατομικών αποφάσεων με τις οποίες συγκεκριμενοποιούνται οι μεταβατικοί κανόνες περί κατατάξεως σε βαθμό που προβλέπει το παράρτημα XIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Οι αποφάσεις αυτές δύνανται να θίγουν τη νομική θέση του οικείου υπαλλήλου, μολονότι το θεσμικό όργανο στο οποίο αυτός υπάγεται απλώς εφαρμόζει την εν λόγω κανονιστική διάταξη.

(βλ. σκέψεις 61 και 62)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Ιανουαρίου 2006, C‑373/04 P, Επιτροπή κατά Alvarez Moreno, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 1996, T‑391/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑269 και II‑787, σκέψη 34· ΠΕΚ, 18 Ιουνίου 1996, T‑293/94, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑305 και II‑893, σκέψη 22· ΠΕΚ, 29 Νοεμβρίου 2006, T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑291 και II‑A‑2‑1497, σκέψεις 32 και 33

3.      Το παραδεκτό προσφυγής προϋποθέτει ότι οι προσφεύγοντες, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής τους, έχουν επαρκώς σαφές, ήδη υφιστάμενο και ενεστώς, συμφέρον να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες ατομικές πράξεις, συμφέρον το οποίο προϋποθέτει ότι η προσφυγή δύναται, ως εκ του αποτελέσματός της, να τους προσπορίσει όφελος. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση υπαλλήλων οι οποίοι βάλλουν κατά της αλλοιώσεως, μέσω των μεταβατικών κανόνων περί κατατάξεως του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, των ιεραρχικών σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί υπό τον ΚΥΚ όπως ίσχυε προ της 1ης Μαΐου 2004.

(βλ. σκέψεις 65, 68, 70, 76 και 81)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 31 Μαΐου 1988, 167/86, Rousseau κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 2705, σκέψη 7· ΠΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44

4.      Υπάλληλος μπορεί να επικαλεσθεί κεκτημένο δικαίωμα μόνον εφόσον η γενεσιουργός αιτία του ανάγεται σε χρόνο κατά τον οποίον ίσχυε συγκεκριμένος κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως προγενέστερος της τροποποιήσεως των διατάξεων του ΚΥΚ.

Στο πλαίσιο συστήματος εντός του οποίου η ιεραρχία μεταξύ υπαλλήλων υπόκειται σε μεταβολές, η κατάταξη σε ανώτερο βαθμό την οποία πέτυχαν ορισμένοι υπάλληλοι σε σχέση με άλλους, σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο της σταδιοδρομίας τους, δεν αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα που χρήζει προστασίας βάσει των διατάξεων του ΚΥΚ, όπως αυτός ισχύει μετά την 1η Μαΐου 2004. Πάντως, οι υπάλληλοι που συμμετείχαν επιτυχώς σε εσωτερικό διαγωνισμό για τη μετάταξη σε άλλη κατηγορία δικαιούνται να προσδοκούν ότι ο ΚΥΚ θα τους παρέχει καλύτερες προοπτικές σταδιοδρομίας απ’ ό,τι στους άλλους υπαλλήλους. Η γενική αρχή της δίκαιης μεταχειρίσεως επιτάσσει η θέληση που επέδειξαν και οι προσπάθειες που κατέβαλαν προ της εν λόγω ημερομηνίας οι υπάλληλοι προκειμένου να ανέλθουν κατά τη σταδιοδρομία τους να αναγνωρίζονται και κατόπιν της ημερομηνίας αυτής. Έτσι, οι καλύτερες προοπτικές σταδιοδρομίας που θεμελιώθηκαν προ της ημερομηνίας αυτής συνιστούν κεκτημένα δικαιώματα τα οποία χρήζουν προστασίας.

Οι προοπτικές σταδιοδρομίας των υπαλλήλων καθορίζονται βάσει πλειόνων παραγόντων –οι οποίοι σχετίζονται τόσο με στοιχεία ειδικά για κάθε υπάλληλο (δηλαδή, μεταξύ άλλων, την αξία ή την ηλικία του) όσο και με εξωτερικά προς αυτόν στοιχεία (ήτοι, μεταξύ άλλων, στοιχεία που αφορούν την υπηρεσία στην οποία έχει τοποθετηθεί ο υπάλληλος)– και όχι αποκλειστικώς βάσει της κατατάξεως σε βαθμό. Συνεπώς, μολονότι το αποτέλεσμα των κανόνων περί κατατάξεως σε βαθμό τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 2 και 8 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, εξεταζόμενο μεμονωμένα, συνίσταται στην τροποποίηση των ιεραρχικών σχέσεων που υφίσταντο προ της 1ης Μαΐου 2004 μεταξύ αυτών που είχαν επιτύχει σε εσωτερικό διαγωνισμό μετατάξεως σε άλλη κατηγορία και των λοιπών υπαλλήλων, αυτό εντούτοις δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι οι προοπτικές σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που πέτυχαν σε τέτοιο διαγωνισμό δεν είναι καλύτερες από εκείνες των υπαλλήλων που δεν πέτυχαν. Όλως αντιθέτως, το παράρτημα XIII του ΚΥΚ περιέχει διατάξεις που διαφοροποιούν τη μεταχείριση των υπαλλήλων αναλόγως της κατηγορίας στην οποία ανήκαν πριν την 1η Μαΐου 2004, αξιοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιτυχή συμμετοχή σε διαγωνισμό μετατάξεως σε άλλη κατηγορία πριν την ημερομηνία αυτή.

(βλ. σκέψεις 106 έως 108, 110, 113 και 114)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Μαρτίου 1975, 28/74, Gillet κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 149, σκέψη 5

5.      Υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα νέας κανονιστικής διατάξεως, σε τομέα όπου ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την ανάγκη αναθεωρήσεως. Αυτό ισχύει στην περίπτωση της τροποποιήσεως του συστήματος σταδιοδρομίας των υπαλλήλων –στο πλαίσιο του οποίου, πρώτον, επετεύχθη η κατάταξη σε ανώτερο βαθμό και, δεύτερον, παρήγαγε και εξάντλησε όλα τα αποτελέσματά της η επιτυχής συμμετοχή σε διαγωνισμό μετατάξεως σε άλλη κατηγορία– καθώς και σ’ αυτήν της θεσπίσεως μεταβατικών κανόνων που συνοδεύουν την τροποποίηση αυτή, περιλαμβανομένων των κανόνων περί κατατάξεως σε βαθμό τους οποίους περιέχουν τα άρθρα 2 και 8 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

Επιπλέον, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η νομιμότητα κοινοτικής ρυθμίσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που εφαρμόζει είναι κατάλληλα για την επίτευξη του θεμιτώς επιδιωκόμενου με τη ρύθμιση αυτή σκοπού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, καταρχήν, το λιγότερο επαχθές. Πάντως, προκειμένου περί τομέα στον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως η οποία αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτει η Συνθήκη, μόνον ο προδήλως ακατάλληλος χαρακτήρας λαμβανομένου μέτρου σε σχέση προς τον σκοπό με του οποίου την επίτευξη έχει επιφορτισθεί το θεσμικό όργανο μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα του μέτρου αυτού. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων, κατά τη μετάβαση από το παλαιό προς το νέο σύστημα σταδιοδρομίας των υπαλλήλων, στους οποίους υπάγονται οι κανόνες περί κατατάξεως σε βαθμό που προβλέπουν τα άρθρα 2 και 8 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αυτοί οι κανόνες περί κατατάξεως δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως προδήλως ακατάλληλοι για την επίτευξη του σκοπού ο οποίος έγκειται, κατά την τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 723/2004, στη σταδιακή εφαρμογή των νέων διατάξεων και μέτρων, με την επιφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων του προσωπικού και λαμβανομένων υπόψη των δικαιολογημένων προσδοκιών του.

Τέλος, δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η κατάταξη των υπαλλήλων που είχαν συμμετάσχει επιτυχώς σε εσωτερικό διαγωνισμό μετατάξεως σε άλλη κατηγορία πριν την 1η Μαΐου 2004 σε βαθμό χαμηλότερο ή ίσο αυτού των υπαλλήλων που δεν είχαν συμμετάσχει επιτυχώς σε τέτοιο διαγωνισμό. Λαμβανομένης υπόψη της ριζικής μεταβολής του συστήματος σταδιοδρομίας, η σύγκριση ιεραρχικού βαθμού των υπαλλήλου πριν και μετά την ημερομηνία αυτή δεν έχει αφεαυτής καθοριστική σημασία για να γίνει δεκτή η ύπαρξη προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εκ μέρους των άρθρων 2 και 8 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 121, 131 έως 133 και 146)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιουνίου 1988, 33/87, Χριστιανός κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1988, σ. 2995, σκέψη 23· ΠΕΚ, 5 Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑427, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 11 Φεβρουαρίου 2003, T‑30/02, Leonhardt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑41 και II‑265, σκέψη 55

Top