EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0344

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2006.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Joël De Bry.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Βαθμολογία - Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας - Περίοδος βαθμολογίας 2001/2002 - Δικαιώματα άμυνας - Άρθρο 26, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.
Υπόθεση C-344/05 P.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2006 II-B-2-00127
Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-10915;FP-I-B-2-00019

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:710

Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C-344/05 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios και τον H. Kraemer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

Joël De Bry, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Woluwe-St-Lambert (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον S. Orlandi, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγων πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, J. Klučka, R. Silva de Lapuerta και L. Bay Larsen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Ιουλίου 2005, T‑157/04, De Bry κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 26ης Μαΐου 2003 (στο εξής: επίμαχη απόφαση), με την οποία κατέστη οριστική η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ) του υπαλλήλου J. De Bry για τη χρονική περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002.

Το νομικό πλαίσιο

2. Το άρθρο 26, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως ίσχυε κατά τον χρόνο της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), προβλέπει:

«Ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου πρέπει να περιέχει:

α) όλα τα έγγραφα που αφορούν την υπηρεσιακή του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του·

β) τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά.

Κάθε έγγραφο πρέπει να καταχωρίζεται, να αριθμείται και να ταξινομείται, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια. Το όργανο δεν δύναται ούτε να αντιτάξει στον υπάλληλο ούτε να επικαλεσθεί εναντίον του έγγραφα, τα οποία αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α΄, αν δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την ταξινόμησή τους.»

3. Το άρθρο 43 του ΚΥΚ προβλέπει:

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου, με εξαίρεση τους υπαλλήλους των βαθμών Α 1 και Α 2, αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από κάθε όργανο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.»

4. Το άρθρο 110, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι οι γενικές διατάξεις προς εκτέλεση του κανονισμού θεσπίζονται από κάθε όργανο κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού του και γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και στη συνέχεια κοινοποιούνται στο προσωπικό.

5. Στις 26 Απριλίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με τις γενικές διατάξεις εκτελέσεως του άρθρου 43 του ΚΥΚ (στο εξής: απόφαση ΓΕΔ 43), με την οποία θέσπισε νέο σύστημα βαθμολογίας.

6. Το άρθρο 1 της αποφάσεως ΓΕΔ 43 προβλέπει την κατάρτιση, ετησίως, μιας ΕΕΣ.

7. Τα άρθρα 7 και 8 διέπουν τη διαδικασία αξιολογήσεως. Κατόπιν μιας συντασσόμενης από τον βαθμολογούμενο υπάλληλο αυτο-αξιολογήσεως και διαλόγου μεταξύ αυτού και του πρώτου βαθμολογητή, ο οποίος είναι ο προϊστάμενος της μονάδας του, η ΕΕΣ καταρτίζεται από τον πρώτο και δεύτερο βαθμολογητή, ο οποίος είναι ιεραρχικώς προϊστάμενος του προϊσταμένου μονάδας, οι οποίοι τη διαβιβάζουν στον ενδιαφερόμενο. Ο βαθμολογούμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει διάλογο με τον δεύτερο βαθμολογητή, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να τροποποιήσει είτε να επιβεβαιώσει την ΕΕΣ. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται εκ νέου στον ενδιαφερόμενο. Ο βαθμολογούμενος υπάλληλος μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει από τον δεύτερο βαθμολογητή να προσφύγει στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως (στο εξής: ΕΙΣ). Η ΕΙΣ διασφαλίζει ότι η ΕΕΣ έχει καταρτιστεί δίκαια, αντικειμενικά και σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες αξιολογήσεως. Η ΕΙΣ επαληθεύει επίσης ότι ακολουθήθηκαν ορθώς οι διαδικασίες, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τους διαλόγους και τις προθεσμίες. Διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη. Η αιτιολογημένη αυτή γνώμη, η οποία κοινοποιείται στον βαθμολογούμενο υπάλληλο, τον πρώτο και δεύτερο βαθμολογητή, διαβιβάζεται στον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή, ιεραρχικώς προϊστάμενο του δεύτερου βαθμολογητή, ο οποίος είτε επιβεβαιώνει είτε τροποποιεί την ΕΕΣ προτού τη διαβιβάσει στον ενδιαφερόμενο. Αν ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής παρεκκλίνει από τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στη γνώμη της ΕΙΣ, υποχρεούται να αιτιολογεί την απόφασή του.

8. Κατά τον Ιούλιο του 2002, η Επιτροπή δημοσίευσε έγγραφο με τίτλο «Σύστημα αξιολογήσεως του προσωπικού με βάση την εξέλιξη της σταδιοδρομίας – Οδηγός» (στο εξής: οδηγός αξιολογήσεως). Σύμφωνα με τον οδηγό αυτό, η ΕΕΣ αναφέρεται στην ικανότητα, την απόδοση και τη συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου. Οι ούτως καταρτιζόμενες τρεις ενότητες αξιολογήσεως έχουν διαφορετικές κλίμακες στις οποίες αντιστοιχούν, κατ’ ανώτατο όριο, έξι, δέκα και τέσσερα μόρια.

Το ιστορικό της διαφοράς

9. Ο J. De Bry, υπάλληλος βαθμού A 5, διορισθείς στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής, αποτέλεσε το αντικείμενο μιας ΕΕΣ με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2003, για τη χρονική περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002.

10. Κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως ΓΕΔ 43, ο J. De Bry ζήτησε την αναθεώρηση της αξιολογήσεώς του. Στις 19 Μαρτίου 2003 ο δεύτερος βαθμολογητής επέφερε ορισμένες τροποποιήσεις στα περιγραφικά σχόλια, χωρίς όμως να μεταβληθούν οι δοθέντες βαθμοί του.

11. Στην ενότητα «Συμπεριφορά στην υπηρεσία» προστέθηκε το ακόλουθο σχόλιο:

«Ο J. De Bry είναι πάντοτε πρόθυμος [να] ολοκληρώσει την εργασία εργαζόμενος επιπλέον ώρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, και μάλιστα το Σαββατοκύριακο. Ωστόσο, η διαθεσιμότητα αυτή, πέραν των συνήθων ωρών εργασίας, συχνά αντιστοιχεί με τη μη τήρηση του κανονικού ωραρίου.»

12. Στις 26 Μαρτίου 2003 ο J. De Bry προσέφυγε στην ΕΙΣ. Η ένστασή του απορρίφθηκε με την επίμαχη απόφαση του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

13. Στις 26 Αυγούστου 2003 ο J. De Bry υπέβαλε ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) στις 6 Ιανουαρίου 2004.

Η ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

14. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Απριλίου 2004, ο J. De Bry άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως.

15. O J. De Bry βασίστηκε κατ’ ουσίαν σε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται αντιστοίχως από:

– παράβαση του άρθρου 14 του ΚΥΚ, δυνάμει του οποίου κάθε υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, καλείται να αποφανθεί επί αποφάσεως, για την εξέταση ή την επίλυση της οποίας έχει προσωπικό συμφέρον δυνάμενο να θίξει την ανεξαρτησία του, πρέπει να ενημερώσει σχετικώς την ΑΔΑ·

– μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

– έλλειψη συνοχής ορισμένων περιγραφικών σχολίων και της αντίστοιχης αριθμητικής βαθμολογήσεως·

– προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

16. Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η μομφή περί μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη στην ΕΕΣ μόνον αν ο υπάλληλος είχε την ευκαιρία να διατυπώσει προηγουμένως τις παρατηρήσεις του επί της μομφής αυτής, πράγμα το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω. Η προβαλλομένη έλλειψη συνέπειας έπρεπε να οδηγήσει, τη χρονική στιγμή που συνέβη, σε επιπλήξεις που θα του επέτρεπαν να υποστηρίξει την άποψή του.

17. Το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να αποφανθεί περί του αν το άρθρο 26 του ΚΥΚ και η νομολογία σύμφωνα με την οποία ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η διασφάλιση της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου εμφανίζουν ενδεχομένως λυσιτέλεια για τη διαδικασία της επίμαχης αξιολογήσεως.

18. Η Επιτροπή απάντησε ότι το άρθρο 26 του ΚΥΚ προϋποθέτει την ύπαρξη «εγγράφων» και δεν επιβάλλει τη δημιουργία τους, ειδικότερα υπό μορφή γραπτών επιπλήξεων προς τον υπάλληλο.

19. Με τη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δέχτηκε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως κρίνοντας, όσον αφορά τη μομφή σχετικά με τα ωράρια εργασίας, ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας που διασφαλίζει το άρθρο 26 του ΚΥΚ.

20. Κατά συνέπεια, με τις σκέψεις 95 και 96 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δέχτηκε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως καθόσον, αφού κριθεί ότι δεν είναι σύννομη η διαπίστωση της μη τηρήσεως του ωραρίου, η αντίστοιχη μομφή πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν περιλαμβάνεται στην ΕΕΣ, εφόσον θίγεται σαφώς η συνοχή μεταξύ του βαθμού «επαρκής» και των σχολίων που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Συμπεριφορά στην υπηρεσία».

21. Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων.

22. Τέλος, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23. Με τη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας του βαθμολογούμενου υπαλλήλου συνεπάγεται ότι τα πραγματικά στοιχεία, όπως τα επίμαχα εν προκειμένω στοιχεία, για να του αντιταχθούν, πρέπει να έχουν καταγραφεί σε «έγγραφα», κατά την έννοια του άρθρου 26, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, προτού προστεθούν στον ατομικό του φάκελο ή, τουλάχιστον, να του έχουν προηγουμένως γνωστοποιηθεί.

24. Με τη σκέψη 86 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας που διασφαλίζονται από το άρθρο 26 του ΚΥΚ, εφόσον η διαπίστωση της μη τηρήσεως του ωραρίου έπρεπε να έχει αντιταχθεί στον υπάλληλο, με γραπτή επίπληξη, και μάλιστα σε εύθετο χρόνο, δηλαδή σε εύλογη προθεσμία από τη στιγμή επελεύσεως του προσαπτομένου πραγματικού περιστατικού, πράγμα το οποίο θα του είχε επιτρέψει, μεταξύ άλλων, να υπερασπιστεί επωφελώς τα συμφέροντά του είτε αμφισβητώντας τη μομφή αυτή είτε λαμβάνοντάς την υπόψη για να βελτιώσει τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία, έστω και μόνον προκειμένου να τύχει καλύτερης βαθμολογίας.

25. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο δέχτηκε, με τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σημείο 3.1 του οδηγού αξιολογήσεως, που η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της ως κανόνα συμπεριφοράς, καλεί τους βαθμολογητές να μεριμνούν, καθ’ όλη τη διάρκεια της αξιολογήσεως, να συλλέγουν δείγματα εργασίας, να διατηρούν σχετικά αντίγραφα ή να συντάσσουν σημειώματα. Με την ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, σύμφωνα με το σημείο 3.2 του οδηγού αξιολογήσεως, η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένα στοιχεία της συμπεριφοράς και να συντελείται το ταχύτερο δυνατόν μετά την εκτέλεση μιας εργασίας.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

26. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση,

– αποφαινόμενο το ίδιο επί της διαφοράς, να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε η Επιτροπή πρωτοδίκως και, ως εκ τούτου, να απορρίψει την προσφυγή,

– επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου,

– να καταδικάσει τον J. De Bry στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

27. Ο J. De Bry ζητεί από το Δικαστήριο:

– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμη,

– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28. Η αναιρεσείουσα προβάλλει ένα μόνο λόγο αναιρέσεως, υποδιαιρούμενο σε δύο σκέλη, τα οποία αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κατά την εφαρμογή, αφενός, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και, αφετέρου, του άρθρου 26, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

29. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε το περιεχόμενο της γενικής αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

30. Τα δικαιώματα αυτά ασκούνται μόνον εντός της ίδιας της διαδικασίας που μπορεί να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως.

31. Τα δικαιώματα αυτά δεν συνεπάγονται υποχρέωση του συντάκτη βλαπτικής πράξεως να απευθύνει στον ενδιαφερόμενο προειδοποίηση προ της κινήσεως διαδικασίας.

32. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση, την οποία επιβεβαίωσε το Πρωτοδικείο, να καταχωρίζεται γραπτώς ένα πραγματικό περιστατικό που μπορεί να προσαφθεί σε υπάλληλο δεν απορρέει από το άρθρο 26, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

33. Η τελευταία αυτή διάταξη προϋποθέτει την ύπαρξη «εγγράφων», κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, στοιχείο α΄, του ιδίου αυτού άρθρου. Η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει την υποχρέωση δημιουργίας τέτοιων εγγράφων.

34. Ο J. De Bry ισχυρίζεται ότι το άρθρο 26 του ΚΥΚ σκοπεί να διασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου. Το άρθρο αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείεται οι αποφάσεις της ΑΔΑ που επηρεάζουν την υπηρεσιακή κατάσταση και τη σταδιοδρομία του βαθμολογούμενου υπαλλήλου να στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά που αφορούν τη συμπεριφορά του, τα οποία δεν βρίσκονται στον ατομικό του φάκελο και δεν του έχουν κοινοποιηθεί.

35. Επομένως, το Πρωτοδικείο, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ορθώς ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

36. Ο J. De Bry προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε πράγματι να εξακριβώσει αν η Επιτροπή εφάρμοσε, κατά την κατάρτιση της ΕΕΣ, τις νέες εσωτερικές οδηγίες που απορρέουν συγκεκριμένα από το σημείο 3.1 του οδηγού αξιολογήσεως, για την τήρηση των οποίων υποχρεούται.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37. Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμα και αν δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 27, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8237, σκέψη 99).

38. Η αρχή αυτή απαιτεί ότι ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που μπορεί να γίνουν δεκτά σε βάρος του στην επικείμενη πράξη (βλ., συναφώς, την προαναφερθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 27 in fine, και την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8147, σκέψη 99).

39. Ωστόσο, ως δικονομική εγγύηση, η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να ερμηνευθεί, στον τομέα της αξιολογήσεως του προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως επιβάλλουσα, πριν από τη διαδικασία που καταλήγει στην αξιολόγηση αυτή, υποχρέωση προειδοποιήσεως.

40. Η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζεται από το άρθρο 26, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, καθόσον το άρθρο αυτό εξαρτά τη δυνατότητα να αντιταχθούν σε υπάλληλο όλες οι εκθέσεις που αφορούν την ικανότητά του, την απόδοσή του ή τη συμπεριφορά του από την κοινοποίησή τους στον ενδιαφερόμενο πριν τεθούν στον ατομικό του φάκελο.

41. Πράγματι, οι αντίστοιχες διατάξεις, σκοπός των οποίων είναι η διασφάλιση του δικαιώματος άμυνας του υπαλλήλου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1972, 88/71, Brasseur κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1972, σ. 499, σκέψη 11, και της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 739, σκέψη 11), αφορούν τα ήδη υπάρχοντα έγγραφα. Οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως, να γίνουν δεκτά κατά του βαθμολογούμενου υπαλλήλου τέτοια έγγραφα χωρίς να του έχουν κοινοποιηθεί προτού τεθούν στον ατομικό του φάκελο. Οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν την προηγούμενη δημιουργία εγγράφων όπου διατυπώνεται κάθε ισχυρισμός των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο.

42. Επομένως, ούτε η θεμελιώδης αρχή ούτε το άρθρο 26 του ΚΥΚ επιβάλλει υποχρέωση προειδοποιήσεως.

43. Η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να καθιστά δυνατό στον ενδιαφερόμενο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως, να αμύνεται έναντι των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών που μπορούν να γίνουν δεκτά σε βάρος του. Ο σκοπός αυτός τίθεται σε εφαρμογή, συγκεκριμένα, με το άρθρο 26, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, καθώς και με την απόφαση ΓΕΔ 43, οι διατάξεις της οποίας διασφαλίζουν τον σεβασμό της προηγούμενης ακροάσεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως.

44. Ο ρόλος της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν έγκειται στο να καθιστά δυνατό και στον υπάλληλο να προσαρμόζει στο μέλλον τη συμπεριφορά του προκειμένου να μη ληφθούν υπόψη πράγματι εναντίον του τα αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά. Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 53 και 54 των προτάσεών του, η βελτίωση της συμπεριφοράς στην υπηρεσία αποτελεί σκοπό που βαίνει πέραν του πεδίου εφαρμογής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον στην πραγματικότητα ο στόχος αυτός διασφαλίζεται με την έκθεση βαθμολογίας.

45. Επομένως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας με τις σκέψεις 83 και 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που διασφαλίζονται από το άρθρο 26 του ΚΥΚ λόγω ελλείψεως γραπτής προειδοποιήσεως, παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και το εν λόγω άρθρο 26 του ΚΥΚ.

46. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από την αιτιολογία που περιλαμβάνεται στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τον οδηγό αξιολογήσεως, που η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, ως κανόνα συμπεριφοράς.

47. Πράγματι, μολονότι το κεφάλαιο 3 του οδηγού αξιολογήσεως προϋποθέτει «εποικοδομητική ανταλλαγή πληροφοριών […] διεξαγόμενη κανονικώς και εγκαίρως», με αναφορά «σε συγκεκριμένα στοιχεία συμπεριφοράς», «το ταχύτερο δυνατόν μετά την εκτέλεση μιας εργασίας», και μολονότι καλεί τους βαθμολογητές «να συλλέγουν παραδείγματα εργασιών […], να διατηρούν συναφώς αντίγραφα ή να συντάσσουν σημειώματα», θεσπίζει επίσης ότι η ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται «μέσω, παραδείγματος χάρη, τυπικών και ατύπων αξιολογήσεων και με ατομικό διάλογο». Επομένως, ουδόλως επιβάλλει συστηματική σύνταξη γραπτής προειδοποιήσεως για κάθε πραγματικό γεγονός δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο μομφής.

48. Τέλος, διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο, λόγω της πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε κατά την ερμηνεία της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του άρθρου 26 του ΚΥΚ, στις σκέψεις 95 και 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε στη συνέχεια, παρατύπως, την ύπαρξη μη τηρήσεως του ωραρίου επηρεάζουσας το περιεχόμενο της ΕΕΣ, και κατόπιν δέχθηκε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που είχε προβληθεί ενώπιόν του (βλ. σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως).

49. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει, καθόσον ακύρωσε την επίμαχη απόφαση λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας που διασφαλίζονται με το άρθρο 26 του ΚΥΚ και, κατά συνέπεια, λόγω ελλείψεως συνοχής μεταξύ ορισμένων περιγραφικών σχολίων και των αντιστοίχως δοθέντων βαθμών, όσον αφορά τη μομφή περί μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας.

Επί των συνεπειών της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

50. Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου, μπορεί να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

51. Η διάταξη αυτή πρέπει να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, εφόσον η υπόθεση είναι πράγματι ώριμη προς εκδίκαση.

Επί του λόγου που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

52. Για τους αναφερθέντες στις σκέψεις 37 έως 44 της παρούσας αποφάσεως λόγους, ούτε η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας ούτε το άρθρο 26, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού εξαρτούν τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη ένα επιβαρυντικό περιστατικό στην ΕΕΣ υπαλλήλου από την κατάρτιση, πριν από τη διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της εν λόγω εκθέσεως, γραπτής προειδοποιήσεως καθώς και την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο.

53. Επομένως, ο αναιρεσείων αβασίμως προσάπτει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη, στην επίμαχη ΕΕΣ, τη μομφή της μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας χωρίς να του απευθύνει επιπλήξεις πριν από τη διαδικασία αξιολογήσεως.

54. Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγου που αντλείται από την έλλειψη συνοχής μεταξύ ορισμένων περιγραφικών σχολίων και των αντιστοίχως δοθέντων βαθμών, όσον αφορά τη μομφή περί μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας

55. Εφόσον κρίθηκε σύννομη η διαπίστωση της μη τηρήσεως του ωραρίου, η μομφή που στηρίζεται στη διαπίστωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι νομοτύπως περιλαμβάνεται στο κείμενο της επίμαχης ΕΕΣ.

56. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θίγεται η συνοχή μεταξύ του βαθμού «επαρκής» και των σχολίων που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Συμπεριφορά στην υπηρεσία».

57. Επομένως, ο λόγος που αντλείται από την έλλειψη συνοχής μεταξύ ορισμένων περιγραφικών σχολίων και των αντιστοίχως δοθέντων βαθμών πρέπει επίσης να απορριφθεί όσον αφορά τη μομφή της μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας.

58. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

59. Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται επίσης, δυνάμει του άρθρου 122, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού στις αναιρέσεις που ασκούν τα όργανα, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους.

60. Εν προκειμένω, ο J. De Bry ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε ζητήσει την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα. Κατ’ εφαρμογήν των προαναφερθεισών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας, αποφασίζεται ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα όσον αφορά την παρούσα διαδικασία και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1) Αναιρεί εν μέρει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Ιουλίου 2005, T‑157/04, De Bry κατά Επιτροπής, καθόσον η απόφαση αυτή ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2003, με την οποία κατέστη οριστική η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του J. De Bry για τη χρονική περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας που διασφαλίζονται με το άρθρο 26 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, κατά συνέπεια, λόγω ελλείψεως συνοχής μεταξύ ορισμένων περιγραφικών σχολίων και των αντιστοίχως δοθέντων βαθμών, όσον αφορά τη μομφή περί μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας.

2) Απορρίπτει την προσφυγή.

3) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα όσον αφορά την παρούσα διαδικασία και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Top