Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0138

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2006.
    Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie κατά Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
    Έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων - Οδηγία 91/414/ΕΟΚ - Άρθρο 8 - Οδηγία 98/8/ΕΚ - Άρθρο 16 - Εξουσία των κρατών μελών κατά τη μεταβατική περίοδο.
    Υπόθεση C-138/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-08339

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:577

    Υπόθεση C-138/05

    Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie

    κατά

    Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit

    (αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων — Οδηγία 91/414/ΕΟΚ — Άρθρο 8 — Οδηγία 98/8/ΕΚ — Άρθρο 16 — Εξουσία των κρατών μελών κατά τη μεταβατική περίοδο»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών — Βιοκτόνα — Οδηγία 98/8

    (Οδηγία 98/8 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 16 § 1· οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2)

    2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών — Φυτοπροστατευτικά προϊόντα — Οδηγία 91/414

    (Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2)

    3.        Γεωργία — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά — Οδηγία 91/414

    (Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2)

    4.        Γεωργία — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά — Οδηγία 91/414

    (Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

    5.        Γεωργία — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά — Οδηγία 91/414

    (Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

    1.        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά, το οποίο προβλέπει μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τα εθνικά συστήματά τους, ακόμη και αν δεν είναι σύμφωνα με την πιο πάνω οδηγία, έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, το οποίο παρέχει σε ένα κράτος μέλος τη δυνατότητα να επιτρέπει, κατά μια μεταβατική περίοδο, τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας.

    (βλ. σκέψη 37, διατακτ. 1)

    2.        Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, το οποίο παρέχει σε ένα κράτος μέλος τη δυνατότητα να επιτρέπει, κατά μια μεταβατική περίοδο, τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας, δεν δημιουργεί μια υποχρέωση «standstill». Ωστόσο, τα άρθρα 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και η οδηγία 91/414 επιβάλλουν να μη θεσπίσουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταβατική περίοδο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διατάξεις ικανές να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν δύνανται κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο να τροποποιήσουν την εφαρμοστέα ρύθμιση κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορέσουν να εγκρίνουν ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, χωρίς να λάβουν δεόντως υπόψη τις συνέπειες που το προϊόν αυτό μπορεί να έχει για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και για το περιβάλλον. Ομοίως, απόφαση σχετικά με έγκριση μπορεί να ληφθεί μόνο βάσει φακέλου ο οποίος περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσουν να αξιολογηθούν πραγματικά οι συνέπειες αυτές.

    (βλ. σκέψη 48, διατακτ. 2)

    3.        Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, αν επιτρέψει τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, δεν οφείλει να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 4 ή 8, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας.

    (βλ. σκέψη 51, διατακτ. 3)

    4.        Η επανεξέταση υπό την έννοια της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων προϋποθέτει ότι το σχετικό φυτοπροστατευτικό προϊόν έχει ήδη γίνει το αντικείμενο εγκρίσεως και ότι η έγκριση αυτή εξακολουθεί να ισχύει όταν γίνεται η επανεξέταση. Εξάλλου, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 4, παράγραφος 5, και 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι το αντικείμενο της επανεξετάσεως αυτής δεν είναι η επαναξιολόγηση μιας μεμονωμένης δραστικής ουσίας, αλλά η επαναξιολόγηση του τελικού φυτοπροστατευτικού προϊόντος, και ότι η επανεξέταση αυτή γίνεται κατόπιν πρωτοβουλίας των εθνικών αρχών και όχι των ενδιαφερομένων ιδιωτών. Του εθνικού δικαστηρίου έργο είναι να εκτιμήσει αν η αξιολόγηση που έγινε κατ’ εφαρμογήν μιας εθνικής ρυθμίσεως, η οποία εξαιρεί ή απαλλάσσει από τις απαγορεύσεις της ρυθμίσεως αυτής ορισμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν μια δραστική ουσία, στοιχεί με όλα τα χαρακτηριστικά μιας επανεξετάσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414, και μεταξύ αυτών με εκείνα που διευκρινίζονται στην παρούσα απόφαση.

    (βλ. σκέψεις 53-55, διατακτ. 4)

    5.        Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη, όταν επανεξετάζουν φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία περιέχουν δραστική ουσία που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι και που βρισκόταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας, και πριν γίνει η επανεξέταση αυτή, τηρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημεία i έως v, και στοιχεία γ΄ έως στ΄, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να παρασχεθούν, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει μόνο διατάξεις σχετικά με την παροχή στοιχείων πριν από μια επανεξέταση.

    (βλ. σκέψη 58, διατακτ. 5)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

    «Έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ – Άρθρο 8 – Οδηγία 98/8/ΕΚ – Άρθρο 16 – Εξουσία των κρατών μελών κατά τη μεταβατική περίοδο»

    Στην υπόθεση C-138/05,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Μαρτίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

    Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie

    κατά

    Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit,

    παρισταμένης της:

    LTO Nederland,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, R. Silva de Lapuerta, J. Klučka (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: R. Grass,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        το Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, εκπροσωπούμενο από τον J. Rutteman,

    –        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις H. G. Sevenster και M. de Mol,

    –        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rahbøl Jacobsen,

    –        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. Κοντόλαιμο και τη Σ. Παπαϊωάννου,

    –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την R. Loosli-Surrans,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους B. Doherty και M. van Beek,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2006,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των μεταβατικών διατάξεων των οδηγιών 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), και 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123, σ. 1).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie (στο εξής: Stichting) και του Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (Υπουργού Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, στο εξής: Υπουργός), σχετικά με μια διαδικασία που το ολλανδικό δίκαιο προβλέπει για την έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική ρύθμιση

     Η οδηγία 91/414

    3        Κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/414:

    «[…] οι διατάξεις για την έγκριση πρέπει να εξασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, με το οποίο πρέπει ιδίως να προλαμβάνεται η έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων των οποίων δεν έχουν εξεταστεί καταλλήλως οι κίνδυνοι για την υγεία, τα υπόγεια ύδατα και το περιβάλλον· […] ο στόχος της βελτίωσης της φυτικής παραγωγής δεν πρέπει να θίγει την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος».

    4        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, ως «φυτοπροστατευτικά προϊόντα» νοούνται «[ο]ι δραστικές ουσίες και τα σκευάσματα, τα οποία περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες, προσφέρονται με τη μορφή με την οποία παραδίδονται στο χρήστη» και προορίζονται κυρίως για την προστασία των φυτών ή των φυτικών προϊόντων από τους επιβλαβείς οργανισμούς. Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, οι δραστικές ουσίες ορίζονται ως «[οι] ουσίες ή […] μικροοργανισμοί, περιλαμβανομένων των ιών, που παρουσιάζουν γενική ή ειδική δράση» επί των επιβλαβών οργανισμών ή επί των φυτών, μερών των φυτών ή φυτικών προϊόντων.

    5        Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη φροντίζουν να εγκρίνεται ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον «εφόσον οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα I και πληρούνται οι όροι του εν λόγω παραρτήματος», καθώς και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, στοιχεία β΄ έως στ΄, του ίδιου άρθρου.

    6        Το άρθρο 8 της οδηγίας 91/414 αφορά μεταβατικά μέτρα και μέτρα παρεκκλίσεως. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού:

    «Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 και της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ, ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι και [που] διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας.

    […]»

    7        Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 8, «[κ]ατά τη διαδικασία [επαν]εξέτασης, σύμφωνα με την παράγραφο 2, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν μια δραστική ουσία και πριν γίνει η [επαν]εξέταση αυτή, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημεία i έως v, στοιχεία γ΄ έως στ΄, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις όσον αφορά τα δεδομένα που πρέπει να παρασχεθούν».

    8        Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 6, της οδηγίας 91/414, «για τις δραστικές ουσίες που βρίσκονται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν, τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης, να εφαρμόζουν τους προϋπάρχοντες εθνικούς κανόνες σχετικά με τις απαιτούμενες πληροφορίες, εφόσον οι ουσίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I».

    9        Κατά το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας, η εφαρμογή της έπρεπε να γίνει «εντός δύο ετών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της».

     Η οδηγία 98/8

    10      Η οδηγία 98/8 αφορά τα προϊόντα, που προηγουμένως ήσαν γνωστά ως παρασιτοκτόνα μη γεωργικής χρήσεως, τα οποία χρησιμοποιούνται για να καταπολεμηθούν οι οργανισμοί που είναι επιβλαβείς για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων και οι οργανισμοί που βλάπτουν τα φυσικά ή μεταποιημένα προϊόντα.

    11      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη εγκρίνουν ένα βιοκτόνο μόνον «εφόσον οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα I ή IA και πληρούνται οι τυχόν απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος», καθώς και ορισμένες άλλες προϋποθέσεις.

    12      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8, το οποίο αφορά τα μεταβατικά μέτρα, ορίζει ότι «ένα κράτος μέλος μπορεί, για περίοδο [δέκα] ετών […], να συνεχίσει να εφαρμόζει το ισχύον σύστημα ή την πρακτική του για τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων προϊόντων. Μπορεί ειδικότερα, σύμφωνα με τους εθνικούς του κανόνες, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, βιοκτόνου που περιέχει δραστικές ουσίες μη καταχωρημένες στο παράρτημα I ή IA». Ωστόσο, οι δραστικές αυτές ουσίες πρέπει να βρίσκονται στην αγορά το πολύ 24 μήνες από την έναρξη της ισχύος της εν λόγω οδηγίας, ως δραστικές ουσίες βιοκτόνου για σκοπούς άλλους από εκείνους της επιστημονικής έρευνας και αναπτύξεως ή της έρευνας και αναπτύξεως τεχνικών διεργασιών.

     Η εθνική ρύθμιση

    13      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου του 1962 περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων (Bestrijdingsmiddelenwet) (Stb. 1962, αριθ. 288), όπως τροποποιήθηκε με νόμο της 6ης Φεβρουαρίου 2003 (Stb. 2003, αριθ. 62, στο εξής: νόμος Bmw), ορίζει:

    «Απαγορεύονται η παράδοση, η κατοχή ή αποθήκευση, η εισαγωγή ή χρήση στις Κάτω Χώρες φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή βιοκτόνου που δεν έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή, αν πρόκειται για βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου, δεν έχει καταχωριστεί.»

    14      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου Bmw σκοπό έχει κυρίως να μεταφέρει τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, καθορίζει, αφενός, στο στοιχείο του a, σημεία 1 έως 10, προϋποθέσεις που στην ουσία αντιστοιχούν σε αυτές του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημεία i έως v, της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, στα στοιχεία του b έως d, προϋποθέσεις που αντιστοιχούν σε εκείνες του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ έως ε΄, της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο a, του νόμου Bmw σκοπό έχει να μεταφέρει τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ίδιας οδηγίας.

    15      Το άρθρο 16aa του νόμου Bmw, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 8 Φεβρουαρίου 2003, έχει ως εξής:

    «1.      Με απόφαση του αρμοδίου υπουργού δύναται, όταν το απαιτεί επειγόντως το συμφέρον της γεωργίας, να επιτραπεί εξαίρεση ή απαλλαγή από τις απαγορεύσεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 10, παράγραφοι 1 και 2, σχετικά με ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που περιέχει μια δραστική ουσία:

    a.      η οποία είχε παραδοθεί πριν από τις 26 Ιουλίου 1993·

    b.      η οποία δεν περιλαμβάνεται σε ένα από τα κοινοτικά νομοθετήματα που αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο a, και

    c.      σχετικά με την οποία μετά τις 26 Ιουλίου 2003 άρχισε ή συνεχίστηκε εξέταση κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414].

    2.      Οι εξαιρέσεις ή απαλλαγές αυτές δύναται να επιτραπούν υπό όρους. Δύναται να επιτραπούν εντός ορισμένων ορίων και να ανακληθούν οποτεδήποτε.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    16      Στις 21 Απριλίου 2004, ο Υπουργός εξέδωσε, βάσει του άρθρου 16aa του νόμου Bmw, την απόφαση περί των απαλλαγών σχετικά με τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα για το έτος 2004 (besluit «Vrijstellingen gewasbeschermingsmiddelen 2004», Stcrt. 2004, αριθ. 77, στο εξής: απόφαση της 21ης Απριλίου 2004), με την οποία απάλλαξε από τις απαγορεύσεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 10, παράγραφος 1, του νόμου Bmw τους κατονομαζόμενους στην απόφαση αυτή χρήστες για τις καλλιέργειες που περιγράφονται στην ίδια απόφαση, αρκεί οι σχετικοί με τη χρήση κανόνες του κεφαλαίου I του παραρτήματος της πιο πάνω αποφάσεως να τηρούνται όσον αφορά την παράδοση, την κατοχή, την αποθήκευση, την εισαγωγή ή τη χρήση στις Κάτω Χώρες των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που απαριθμούνται στο πιο πάνω κεφάλαιο. Η ισχύς της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 2004 έληξε την 1η Ιανουαρίου 2005.

    17      Με την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 περί τροποποιήσεως της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 2004 (besluit «Wijziging Besluit vrijstellingen gewasbeschermingsmiddelen 2004», Stcrt. 2004, αριθ. 82, στο εξής: απόφαση της 28ης Απριλίου 2004), ο Υπουργός προσέθεσε δεκατρία τμήματα στο παράρτημα I της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 2004. Τα τμήματα αυτά αφορούσαν ειδικές εφαρμογές ορισμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τα οποία είχαν επιτραπεί παρεκκλίσεις από τις πιο πάνω απαγορεύσεις.

    18      Το Stichting και το Stichting Natuur en Milieu (συλλήβδην στο εξής: ιδρύματα) υπέβαλαν, με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2004, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004.

    19      Με απόφαση του Υπουργού της 18ης Οκτωβρίου 2004, οι αιτιάσεις των ιδρυμάτων κηρύχθηκαν εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει αβάσιμες.

    20      Στις 28 Οκτωβρίου 2004, το Stichting άσκησε κατά της τελευταίας αποφάσεως προσφυγή ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven το οποίο, αντιμέτωπο στην ουσία με το πρόβλημα αν το άρθρο 16aa του νόμου Bmw είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Δύναται το άρθρο 8 της οδηγίας [91/414] να εφαρμοστεί από τον εθνικό δικαστή μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 23 της οδηγίας αυτής;

    2)      Πρέπει το άρθρο 16 της οδηγίας [98/8] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414];

    3)      Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414] να ερμηνευθεί ως υποχρέωση “standstill” υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος έχει την εξουσία να τροποποιήσει το υπάρχον σύστημά του ή την υπάρχουσα πρακτική του μόνο στο μέτρο που τούτο οδηγήσει σε αξιολόγηση σχετικά με την έγκριση ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος σύμφωνα με την οδηγία αυτή;

    4)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα:

    Θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414] περιορισμούς όσον αφορά τις τροποποιήσεις των εθνικών κανόνων σχετικά με τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά και, αν ναι, ποιους περιορισμούς;

    5)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα:

    Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να κριθεί αν πρόκειται για μέτρα που θέτουν σοβαρά σε κίνδυνο το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία [91/414];

    6)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

    α)      Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν ένα κράτος μέλος επιτρέψει να διατίθενται στην αγορά εντός της επικρατείας του φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία έχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την κοινοποίηση της οδηγίας αυτής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 4 της [εν λόγω] οδηγίας;

    β)      Πρέπει στη συνέχεια το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν ένα κράτος μέλος επιτρέψει να διατίθενται στην αγορά εντός της επικρατείας του φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία έχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την κοινοποίηση της οδηγίας αυτής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας;

    7)      Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας [91/414] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ως επανεξέταση κατά τη διάταξη αυτή νοείται και η εξέταση μιας νέας εφαρμογής ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος που ήδη βρίσκεται στην αγορά, κατά την οποία εξέταση καθορίζεται αν υφίστανται απαράδεκτοι κίνδυνοι για τον χρήστη ή εργάτη, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον στο πλαίσιο ενός προσωρινού μέτρου υπό την έννοια του άρθρου 16aa του νόμου Bmw;

    8)      Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας [91/414] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει μόνο διατάξεις σχετικά με την παροχή στοιχείων πριν από μια επανεξέταση ή πρέπει η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι απαιτήσεις που θέτει έχουν σημασία και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να οργανωθεί και διενεργηθεί η επανεξέταση;»

     Επί της αιτήσεως επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

    21      Με έγγραφο της 18ης Μαΐου 2006, η Ολλανδική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, για τον λόγο ότι οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέως σχετικά με το πέμπτο ερώτημα στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της ολλανδικής και της κοινοτικής ρυθμίσεως.

    22      Πρώτον, θεωρεί ότι οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέως παραγνωρίζουν την κατά το ολλανδικό δίκαιο υποχρέωση όσων ζητούν έγκριση φυτοπροστατευτικού προϊόντος να υποβάλουν στον αρμόδιο υπουργό εμπεριστατωμένο φάκελο. Δεύτερον, η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς αυτό που εξέθεσε η γενική εισαγγελέας, η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/414 αφορά μόνο τη δυνατότητα προσωρινής εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστική ουσία που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής και που δεν βρισκόταν ακόμη στην αγορά δύο χρόνια μετά την κοινοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

    23      Συναφώς, το Δικαστήριο δύναται, αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση του γενικού εισαγγελέα, ή ακόμη και κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, να διατάξει επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, αν εκτιμά ότι δεν έχει επαρκώς διαφωτιστεί ή ότι η υπόθεση πρέπει να κριθεί βάσει ενός επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ. τη διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, C-17/98, Emesa Sugar, Συλλογή 2000, σ. I-665, σκέψη 18, και την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, Swedish Match, Συλλογή 2004, σ. I‑11893, σκέψη 25).

    24      Πάντως, εν προκειμένω δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συγκεκριμένα, αφενός, η Ολλανδική Κυβέρνηση περιορίζεται στην ουσία να σχολιάσει τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέως χωρίς να επικαλεστεί πραγματικά στοιχεία ή νομικές διατάξεις επί των οποίων στηρίχθηκε η γενική εισαγγελέας και επί των οποίων δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεσή του, το Δικαστήριο έχει επαρκώς διαφωτιστεί για να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν.

    25      Κατά συνέπεια, η αίτηση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του παραδεκτού

    26      Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, η Γαλλική Κυβέρνηση διατυπώνει κατ’ αρχάς αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό ορισμένων από τα τεθέντα ερωτήματα.

    27      Στην αρχή, εκθέτει ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με το πρώτο ερώτημά του σε ολόκληρο το άρθρο 8 της οδηγίας 91/414, χωρίς να διευκρινίζει ποια από τις παραγράφους του άρθρου αυτού, οι οποίες αφορούν αισθητώς διαφορετικές καταστάσεις, είναι επίμαχη. Μετά, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το άρθρο 23 της οδηγίας αυτής αφορά μόνον την εφαρμογή του σχετικού με τις διαδικασίες αμοιβαίας αναγνωρίσεως άρθρου 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ίδιας οδηγίας, σε συνάρτηση με ορισμένες απαιτήσεις του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο δεδομένου ότι η απάντηση δεν είναι αναγκαία για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης.

    28      Τέλος, η κυβέρνηση αυτή ισχυρίζεται ότι το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτο καθόσον η διαφορά της κύριας δίκης έχει σχέση μόνο με φυτοπροστατευτικά προϊόντα και όχι με βιοκτόνα.

    29      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, την οποία έχει θεσμοθετήσει το άρθρο 234 ΕΚ, μόνο του εθνικού δικαστή, ο οποίος εκδικάζει τη διαφορά και οφείλει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, έργο είναι να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που τα τεθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να αποφανθεί (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59· της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-35/99, Arduino, Συλλογή 2002, σ. I-1529, σκέψη 24, και της 10ης Νοεμβρίου 2005, C-316/04, Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, Συλλογή 2005, σ. I-9759, σκέψη 29).

    30      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έργο του είναι να εξετάσει, προκειμένου να εξακριβώσει αν έχει αρμοδιότητα, τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο του ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Fοglia, Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 21). Άρνηση αποφάνσεως επί προδικαστικού ερωτήματος τεθέντος από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλον ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με πραγματική διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Bοsman, σκέψη 61· Arduino, σκέψη 25, και Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 30).

    31      Εν προκειμένω, δεν είναι πρόδηλον ότι τα ερωτήματα που τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο υπάγονται σε μια από τις πιο πάνω περιπτώσεις.

    32      Αφενός, ναι μεν το College van Beroep voor het bedrijfsleven δεν ανέφερε, στο πρώτο ερώτημά του, ποιες παραγράφους του άρθρου 8 της οδηγίας 91/414 εννοεί, πλην όμως παρέσχε στο Δικαστήριο όλα τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσει το τελευταίο να του δώσει χρήσιμη απάντηση. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει άνευ ετέρου ότι το College van Beroep voor het bedrijfsleven εννοεί τις παραγράφους 2 και 3 του πιο πάνω άρθρου 8, κατά το μέρος που αφορούν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της ίδιας οδηγίας και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, καθώς και την παράγραφο 1 του άρθρου 23 της εν λόγω οδηγίας, κατά το μέρος που καθορίζει την προθεσμία μεταφοράς σε δύο έτη από την ημερομηνία της πιο πάνω κοινοποιήσεως.

    33      Αφετέρου, ναι μεν το άρθρο 16aa του νόμου Bmw έχει, κατά το κείμενό του, εφαρμογή μόνον επί των φυτοπροστατευτικών προϊόντων («gewasbeschermingsmiddelen»), πλην όμως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 16 της οδηγίας 98/8 προδήλως δεν έχει καμία σχέση με πραγματική διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το πρόβλημα που τέθηκε είναι υποθετικό. Συγκεκριμένα, παραπέμποντας στη σκέψη 44 της αποφάσεως της 3ης Μαΐου 2001, C‑306/98, Monsanto (Συλλογή 2001, σ. I‑3279), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 98/8 περιέχει διατάξεις σχετικά με τη διάθεση στην αγορά προϊόντων τα οποία έχουν μεγάλη ομοιότητα με εκείνα της οδηγίας 91/414, και ρωτώντας στην ουσία αν οι διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8, κατά τις οποίες ένα κράτος μέλος δύναται, κατά τη μεταβατική περίοδο, να συνεχίσει να εφαρμόζει το ισχύον σύστημά του ή τις ισχύουσες πρακτικές του για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά, περιέχονται και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, το αιτούν δικαστήριο δικαιολόγησε επαρκώς το βάσιμο του δευτέρου ερωτήματός του.

    34      Κατά συνέπεια, όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν είναι παραδεκτά.

     Επί της ουσίας

     Επί του δευτέρου ερωτήματος

    35      Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν, παρά τη διαφορετική διατύπωση, τα μεταβατικά καθεστώτα, αφενός, του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8 και, αφετέρου, του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 έχουν το ίδιο περιεχόμενο.

    36      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις σκέψεις 59 έως 63 της προαναφερθείσας αποφάσεως Stichting Zuid‑Hollandse Milieufederatie, το Δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση σε πανομοιότυπο ερώτημα.

    37      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8 έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414.

     Επί του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

    38      Με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δημιουργεί μια υποχρέωση «standstill» ή αν το άρθρο αυτό προβλέπει άλλους περιορισμούς του δικαιώματος των κρατών μελών να τροποποιήσουν κατά τη μεταβατική περίοδο τα υπάρχοντα συστήματά τους εγκρίσεως. Ειδικότερα, θέτει το ερώτημα αν το πιο πάνω άρθρο αντιτίθεται στη θέσπιση μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως που δεν προβλέπει, για όποιον ζητεί την έγκριση φυτοπροστατευτικού προϊόντος κατά την περίοδο αυτή, την υποχρέωση να καταθέσει φάκελο και που δεν επιβάλλει στην αρμόδια αρχή να εξετάσει αν το σχετικό φυτοπροστατευτικό προϊόν καθώς και οι δραστικές ουσίες του είναι επιβλαβείς για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων και για το περιβάλλον, καθόσον η μοναδική νόμιμη προϋπόθεση για την έγκριση είναι να υπάρχει επείγουσα ανάγκη για το συμφέρον της γεωργίας.

    39      Πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι ενδεχόμενη υποχρέωση «standstill» δεν μπορεί να συναχθεί από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, άρθρου το οποίο δεν είναι ρητό εν προκειμένω (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα απόφαση Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 37).

    40      Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δημιουργεί μια υποχρέωση «standstill».

    41      Ωστόσο, το κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 δικαίωμα των κρατών μελών να τροποποιήσουν κατά τη μεταβατική περίοδο τα συστήματά τους εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί απεριόριστο (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα απόφαση Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 41).

    42      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ναι μεν τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα μεταφοράς μιας οδηγίας πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί προς τούτο, πλην όμως από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και από την ίδια την οδηγία προκύπτει ότι, κατά την προθεσμία αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να μη θεσπίσουν διατάξεις ικανές να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία αυτή (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter‑Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I-7411, σκέψη 45). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά μια μεταβατική περίοδο όπως αυτή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα απόφαση Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 42).

    43      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 91/414 σκοπό έχει όχι μόνον τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής και την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτικών προϊόντων, αλλά και την προστασία τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C‑174/05, Zuid‑Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu, Συλλογή 2006, σ. Ι-2443, σκέψη 30).

    44      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη μέλη δεν δύνανται, χωρίς να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο το αποτέλεσμα που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, να τροποποιήσουν κατά τη μεταβατική περίοδο του άρθρου της 8, παράγραφος 2, την εφαρμοστέα εν προκειμένω ρύθμιση κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορέσουν να εγκρίνουν ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, χωρίς να λάβουν δεόντως υπόψη τις συνέπειες που το προϊόν αυτό μπορεί να έχει για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και για το περιβάλλον.

    45      Επιπλέον, ο πιο πάνω συνυπολογισμός των εν λόγω συνεπειών από τις αρχές ενός κράτους μέλους απαιτεί ότι η απόφαση για την έγκριση πρέπει να ληφθεί μόνο βάσει φακέλου ο οποίος περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσουν να αξιολογηθούν πραγματικά οι συνέπειες αυτές.

    46      Εν προκειμένω, το άρθρο 13, παράγραφος 6, της οδηγίας 91/414, το οποίο ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη δύνανται, κατά τη μεταβατική περίοδο, να συνεχίσουν, τηρουμένης της Συνθήκης ΕΚ, να εφαρμόζουν τους προγενέστερους εθνικούς κανόνες σχετικά με τις απαιτήσεις ως προς τα πληροφοριακά στοιχεία, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαλλάξουν παντελώς όσους ζητούν την έγκριση φυτοπροστατευτικού προϊόντος από την υποχρέωση να καταθέσουν φάκελο.

    47      Του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να εκτιμήσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση πληροί τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 44 και 45 της παρούσας αποφάσεως.

    48      Κατά συνέπεια, στο τρίτο, στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 δεν δημιουργεί μια υποχρέωση «standstill». Ωστόσο, τα άρθρα 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και η οδηγία 91/414 επιβάλλουν να μη θεσπίσουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταβατική περίοδο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διατάξεις ικανές να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν δύνανται κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο να τροποποιήσουν την εφαρμοστέα ρύθμιση κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορέσουν να εγκρίνουν ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, χωρίς να λάβουν δεόντως υπόψη τις συνέπειες που το προϊόν αυτό μπορεί να έχει για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και για το περιβάλλον. Ομοίως, απόφαση σχετικά με έγκριση μπορεί να ληφθεί μόνο βάσει φακέλου ο οποίος περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσουν να αξιολογηθούν πραγματικά οι συνέπειες αυτές.

     Επί του έκτου ερωτήματος

    49      Με το έκτο ερώτημά του, το οποίο έχει δύο σκέλη, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, αν επιτρέψει τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της ίδιας οδηγίας και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, οφείλει να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 4 ή 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

    50      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί πανομοιότυπου ερωτήματος στην προαναφερθείσα απόφαση Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie. Από τις σκέψεις 46 έως 57 της αποφάσεως εκείνης προκύπτει ότι το Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

    51      Κατά συνέπεια, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, αν επιτρέψει τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, δεν οφείλει να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 4 ή 8, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας.

     Επί του εβδόμου ερωτήματος

    52      Με το έβδομο ερώτημά του, το College van Beroep voor het bedrijfsleven ερωτά στην ουσία αν ως «επανεξέταση» υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 πρέπει να νοηθεί και μια αξιολόγηση όπως εκείνη που έγινε όταν εκδόθηκαν οι επίμαχες στην κύρια δίκη υπουργικές αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16aa του νόμου Bmw, η οποία είχε ως σκοπό να καθοριστεί αν μια νέα εφαρμογή ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος που ήδη βρίσκεται στην αγορά συνεπάγεται απαράδεκτους κινδύνους για τους χρήστες, τους εργάτες, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.

    53      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επανεξέταση υπό την έννοια της οδηγίας 91/414 προϋποθέτει ότι το σχετικό φυτοπροστατευτικό προϊόν έχει ήδη γίνει το αντικείμενο εγκρίσεως και ότι η έγκριση αυτή εξακολουθεί να ισχύει όταν γίνεται η επανεξέταση (προαναφερθείσα απόφαση Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 67).

    54      Εξάλλου, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 4, παράγραφος 5, και 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 προκύπτει ότι το αντικείμενο της επανεξετάσεως αυτής δεν είναι η επαναξιολόγηση μιας μεμονωμένης δραστικής ουσίας, αλλά η επαναξιολόγηση του τελικού φυτοπροστατευτικού προϊόντος, και ότι η επανεξέταση αυτή γίνεται κατόπιν πρωτοβουλίας των εθνικών αρχών και όχι των ενδιαφερομένων ιδιωτών (προαναφερθείσα απόφαση Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 68).

    55      Κατά συνέπεια, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να εκτιμήσει αν η αξιολόγηση που έγινε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16aa του νόμου Bmw στοιχεί με όλα τα χαρακτηριστικά μιας επανεξετάσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414, και μεταξύ αυτών με εκείνα που διευκρινίζονται στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας αποφάσεως.

     Επί του ογδόου ερωτήματος

    56      Με το όγδοο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 αφορά μόνο την ανακοίνωση στοιχείων πριν από μια επανεξέταση ή αν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι προϋποθέσεις που θέτει ισχύουν και για τον τρόπο που πρέπει να οργανωθεί και διενεργηθεί η επανεξέταση.

    57      Πρέπει να υπομνησθεί ότι πανομοιότυπο ερώτημα έχει ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 71 έως 74 της προαναφερθείσας αποφάσεως Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie ότι το εν λόγω άρθρο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει μόνο διατάξεις σχετικά με την παροχή στοιχείων πριν από μια επανεξέταση.

    58      Κατά συνέπεια, στο όγδοο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει μόνο διατάξεις σχετικά με την παροχή στοιχείων πριν από μια επανεξέταση.

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    59      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 91/414 έχει άμεσο αποτέλεσμα μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο.

    60      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στα άλλα ερωτήματα, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    61      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά, έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

    2)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 δεν δημιουργεί μια υποχρέωση «standstill». Ωστόσο, τα άρθρα 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και η οδηγία 91/414 επιβάλλουν να μη θεσπίσουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταβατική περίοδο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διατάξεις ικανές να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν δύνανται κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο να τροποποιήσουν την εφαρμοστέα ρύθμιση κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορέσουν να εγκρίνουν ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, χωρίς να λάβουν δεόντως υπόψη τις συνέπειες που το προϊόν αυτό μπορεί να έχει για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και για το περιβάλλον. Ομοίως, απόφαση σχετικά με έγκριση μπορεί να ληφθεί μόνο βάσει φακέλου ο οποίος περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσουν να αξιολογηθούν πραγματικά οι συνέπειες αυτές.

    3)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, αν επιτρέψει τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, δεν οφείλει να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 4 ή 8, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας.

    4)      Του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να εκτιμήσει αν η αξιολόγηση που έγινε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16aa του νόμου του 1962 περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων (Bestrijdingsmiddelenwet), όπως τροποποιήθηκε με νόμο της 6ης Φεβρουαρίου 2003, στοιχεί με όλα τα χαρακτηριστικά μιας επανεξετάσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414, και μεταξύ αυτών με εκείνα που διευκρινίζονται στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας αποφάσεως.

    5)      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει μόνο διατάξεις σχετικά με την παροχή στοιχείων πριν από μια επανεξέταση.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top