Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0097

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2006.
    Mohamed Gattoussi κατά Stadt Rüsselsheim.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Darmstadt - Γερμανία.
    Ευρωμεσογειακή Συμφωνία - Τυνήσιος εργαζόμενος στον οποίο χορηγήθηκε άδεια διαμονής εντός κράτους μέλους και ασκήσεως εντός αυτού δραστηριότητας επαγγελματικής - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τους όρους εργασίας, αμοιβής και απολύσεως - Μείωση της περιόδου ισχύος της αδείας διαμονής.
    Υπόθεση C-97/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-11917

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:780

    Υπόθεση C-97/05

    Mohamed Gattoussi

    κατά

    Stadt Rüsselsheim

    (αίτηση του Verwaltungsgericht Darmstadt

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Ευρωμεσογειακή Συμφωνία — Τυνήσιος εργαζόμενος στον οποίο χορηγήθηκε άδεια διαμονής εντός κράτους μέλους και ασκήσεως εντός αυτού δραστηριότητας επαγγελματικής — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τους όρους εργασίας, αμοιβής και απολύσεως — Μείωση της περιόδου ισχύος της αδείας διαμονής»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 6ης Απριλίου 2006 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2006 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Κοινότητας — Άμεσο αποτέλεσμα

    (Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως ΕΚ-Τυνησίας, άρθρο 64 § 1)

    2.     Διεθνείς συμφωνίες — Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως EK-Τυνησίας — Τυνήσιοι εργαζόμενοι απασχολούμενοι εντός κράτους μέλους

    (Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως ΕΚ-Τυνησίας, άρθρο 64 § 1)

    1.     Διάταξη περιεχόμενη σε συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι έχει απ’ ευθείας εφαρμογή όταν, λαμβανομένων υπόψη του γράμματός της, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, επάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση μη εξαρτώμενη, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως.

    Αυτό συμβαίνει με την περίπτωση του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΚ-Τυνησίας.

    (βλ. σκέψεις 25-28)

    2.     Το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας ΕΚ-Τυνησίας έχει την έννοια ότι δύναται να επάγεται αποτελέσματα επί του δικαιώματος διαμονής Τυνησίου υπηκόου εντός του εδάφους κράτους μέλους εφόσον ο εν λόγω υπήκοος έλαβε νομοτύπως άδεια από το εν λόγω κράτος μέλος να ασκεί στο έδαφός του επαγγελματική δραστηριότητα για χρονικό διάστημα υπερβαίνον τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής του. Ασφαλώς, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, καθώς και από την αφορώσα αυτό κοινή δήλωση, την οποία υιοθέτησαν τα συμβαλλόμενα μέρη με την τελική πράξη της εν λόγω συμφωνίας, η οικεία διάταξη δεν έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση του δικαιώματος διαμονής των Τυνησίων υπηκόων εντός των κρατών μελών.

    Κατόπιν αυτού, η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία, αντικείμενο της οποίας δεν είναι η οποιαδήποτε πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους κράτους μέλους λήψη μέτρων σχετικά με το δικαίωμα διαμονής Τυνησίου υπηκόου στον οποίο είχε δοθεί αρχικώς άδεια εισόδου στο έδαφός του και ασκήσεως εκεί επαγγελματικής δραστηριότητας, το δε γεγονός ότι παρόμοιο μέτρο εξαναγκάζει τον ενδιαφερόμενο να θέσει τέρμα, πριν από τη συμφωνηθείσα με τη σύμβαση που είχε συνάψει ο ίδιος με τον εργοδότη του προθεσμία, στην εργασιακή σχέση του εντός του κράτους μέλους υποδοχής δεν είναι ικανό, κατά κανόνα, να αναιρέσει την εν λόγω ερμηνεία.

    Πάντως, αν το κράτος μέλος υποδοχής χορήγησε αρχικώς στον διακινούμενο εργαζόμενο συγκεκριμένα δικαιώματα σχετικά με την άσκηση εργασίας ευρύτερα από εκείνα που του αναγνωρίστηκαν σε σχέση με τη διαμονή του, δεν μπορεί να αμφισβητείται η κατάσταση του εργαζομένου αυτού για λόγους που δεν εμπίπτουν στην προστασία θεμιτού συμφέροντος του κράτους, όπως είναι λόγοι δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφαλείας και δημόσιας υγείας. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά το δοκούν όσον αφορά την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, περιορίζοντας την πρακτική αποτελεσματικότητά της μέσω διατάξεων του εθνικού δικαίου.

    (βλ. σκέψεις 35-37, 39-40, 43 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 14ης Δεκεμβρίου 2006 (*)

    «Ευρωμεσογειακή Συμφωνία – Τυνήσιος εργαζόμενος στον οποίο χορηγήθηκε άδεια διαμονής εντός κράτους μέλους και ασκήσεως εντός αυτού δραστηριότητας επαγγελματικής – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τους όρους εργασίας, αμοιβής και απολύσεως – Μείωση της περιόδου ισχύος της αδείας διαμονής»

    Στην υπόθεση C-97/05,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Darmstadt (Γερμανία) με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Φεβρουαρίου 2005, στο πλαίσιο της διαδικασίας

    Mohamed Gattoussi

    κατά

    Stadt Rüsselsheim,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2006,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –       ο M. Gattoussi, εκπροσωπούμενος από την P. von Schumann, Rechtsanwältin,

    –       η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma, C. Schulze-Bahr και U. Bender,

    –       η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Γ. Καριψιάδη και Τ. Παπαδοπούλου,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Rozet και V. Kreuschitz,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Απριλίου 2006,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας περί συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 17 Ιουλίου 1995 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα με την απόφαση 98/238/ΕΚ, ΕΚΑΧ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 1998 (EE L 97, σ. 1, στο εξής: Ευρωμεσογειακή Συμφωνία).

    2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του M. Gattoussi, Τυνήσιου υπηκόου, και του Stadt Rüsselsheim (Δήμου Rüsselsheim, Γερμανία) επ’ αφορμή της αποφάσεως του Δημάρχου της εν λόγω πόλεως να περιορίσει εκ των υστέρων τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής του ενδιαφερομένου, ο οποίος, κατά την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως, ήταν κάτοχος αδείας εργασίας αορίστου χρόνου και εργαζόταν.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία

    3       Το άρθρο 64 της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, το οποίο εμπίπτει στο κεφάλαιο I, τιτλοφορούμενο «Διατάξεις για τους εργαζομένους», του τίτλου VI, τιτλοφορούμενου με τη σειρά του «Κοινωνική και πολιτιστική συνεργασία», έχει ως εξής:

    «1.      Κάθε κράτος μέλος παρέχει στους εργαζομένους τυνησιακής υπηκοότητας, οι οποίοι απασχολούνται στην Επικράτειά του, καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στην ιθαγένεια σε σχέση με τους δικούς του υπηκόους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, αμοιβής και απολύσεως.

    2.      Κάθε Τυνήσιος εργαζόμενος που έχει άδεια για άσκηση έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας στην Επικράτεια ενός κράτους μέλους σε προσωρινή βάση υπάγεται στις διατάξεις της παραγράφου 1, όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής.

    3.      Η Τυνησία παρέχει το ίδιο καθεστώς στους εργαζομένους υπηκόους των κρατών μελών που απασχολούνται στο έδαφός της.»

    4       Το άρθρο 66 της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας προσθέτει:

    «Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους ενός των μερών που διαμένουν ή εργάζονται παράνομα στο έδαφος της χώρας υποδοχής.»

    5       Η κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, την οποία υιοθέτησαν τα συμβαλλόμενα μέρη με την τελική πράξη της ανωτέρω συμφωνίας (στο εξής: κοινή δήλωση), διευκρινίζει περαιτέρω:

    «Δεν είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση του άρθρου 64, παράγραφος 1, σχετικά με την απουσία διακρίσεων σε περίπτωση απολύσεως για να επιτευχθεί ανανέωση της αδείας διαμονής. Η έκδοση, η ανανέωση ή η άρνηση εκδόσεως αδείας διαμονής διέπεται από τη νομοθεσία και μόνον του εκάστοτε κράτους μέλους, καθώς και από τις διμερείς συμφωνίες και συμβάσεις [...]»

    6       Δυνάμει του άρθρου 91 της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, η κοινή δήλωση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Συμφωνίας.

     Οι συναφείς διατάξεις του γερμανικού δικαίου

    7       Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του νόμου περί αλλοδαπών (Ausländergesetz), όπως ίσχυε στις 23 Ιουλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1842, στο εξής: AuslG), ορίζει:

    «Η άδεια διαμονής είναι προσωρινή ή, στις προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, μόνιμη. Αν μία από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η έκδοσή της, η παράταση ή ο καθορισμός της διαρκείας της παύει να πληρούται, η διάρκεια της προσωρινής αδείας διαμονής μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χρονικού περιορισμού εκ των υστέρων».

    8       Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του AuslG, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως μεταξύ συζύγων, ο αλλοδαπός σύζυγος αποκτά αυτοτελές δικαίωμα διαμονής, ιδίως, αν η έγγαμη συμβίωση εντός του ομοσπονδιακού εδάφους διήρκεσε τουλάχιστον δύο έτη ή εφόσον, προκειμένου να αποφευχθεί η περίπτωση περιελεύσεως του συζύγου σε κατάσταση ιδιαίτερα επαχθή, επιβάλλεται η παράταση της διαμονής του, εκτός και αν έχει τη δυνατότητα να λάβει μόνιμη άδεια διαμονής.

    9       Κατά το άρθρο 284 του τρίτου βιβλίου του κοινωνικού κώδικα (Sozialgesetzbuch), όπως ίσχυε στις 24 Μαρτίου 1997 (BGBl. I, σ. 594, στο εξής: SGB III), οι αλλοδαποί δύνανται να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα μόνον κατόπιν αδείας του οργανισμού εργασίας και η απασχόλησή της καθίσταται δυνατή μόνον εφόσον διαθέτουν τέτοια άδεια. Στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου διευκρινίζεται ότι η σχετική άδεια μπορεί να εκδοθεί μόνον εφόσον ο αλλοδαπός είναι κάτοχος αδείας διαμονής.

     Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10     Ο M. Gattoussi νυμφεύθηκε στις 30 Αυγούστου 2002 Γερμανίδα υπήκοο. Για την είσοδό του στη Γερμανία, η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Τύνιδα του χορήγησε θεώρηση με σκοπό την οικογενειακή επανένωση.

    11     Ο M. Gattoussi έλαβε στις 24 Σεπτεμβρίου 2002 άδεια διαμονής τριετούς ισχύος από τον Δήμαρχο του Rüsselsheim, Δήμου εντός του οποίου το ζεύγος αποφάσισε να εγκατασταθεί.

    12     Στις 22 Οκτωβρίου 2002, το Arbeitsamt (γραφείο απασχολήσεως) του Darmstadt χορήγησε στον M. Gattoussi άδεια εργασίας αορίστου χρόνου στην οποία γινόταν μνεία του ότι ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 284 του SGB III.

    13     Ο M. Gattoussi συνήψε στις 11 Μαρτίου 2003 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και συγκεκριμένα ενός έτους, η οποία παρατάθηκε ακολούθως μέχρι τις 31 Μαρτίου 2005.

    14     Ο Δήμαρχος του Rüsselsheim, αφού ενημερώθηκε από τη σύζυγο του M. Gattoussi ότι τελούσε σε διάσταση με τον σύζυγό της από 1ης Απριλίου 2004, μείωσε τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής του M. Gattoussi έως την ημερομηνία επιδόσεως της οικείας αποφάσεως, με την υποχρέωση να εγκαταλείψει πάραυτα τη Γερμανική Επικράτεια επί ποινή απελάσεώς του προς την Τυνησία.

    15     Η ανωτέρω απόφαση θεμελιώθηκε στη σκέψη, αφενός, ότι έπαυσε να ισχύει ο αρχικός λόγος εκδόσεως υπέρ του M. Gattoussi του τίτλου διαμονής του καθόσον δεν ζούσε πλέον με τη σύζυγό του και, αφετέρου, ότι η άδεια εργασίας αορίστου χρόνου δεν είναι γενεσιουργός, εντός της γερμανικής έννομης τάξεως, οποιουδήποτε δικαιώματος προς συνέχιση μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας καθώς και προς παράταση της διαμονής που διακρίνεται από την άδεια διαμονής και έχει υπέρτερη αυτής ισχύ.

    16     Η ανωτέρω απόφαση έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι ο M. Gattoussi δεν διέθετε αυτοτελές δικαίωμα διαμονής. Συγκεκριμένα, δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις του AuslG καθόσον, αφενός, η έγγαμη συμβίωση με τη σύζυγό του στη Γερμανία δεν είχε διαρκέσει επί τουλάχιστον δύο έτη, ήτοι επί την απαιτούμενη από τον νόμο διάρκεια, και, αφετέρου, δεν επρόκειτο να περιέλθει σε ιδιαίτερα επαχθή κατάσταση κατά την έννοια του ανωτέρω νόμου.

    17     Τέλος, ο M. Gattoussi αδυνατούσε περαιτέρω να αντλήσει δικαίωμα από την Ευρωμεσογειακή Συμφωνία δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 64, παράγραφος 1, αυτής απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως δεν γεννά κανένα δικαίωμα διαμονής για τους Τυνήσιους υπηκόους.

    18     Ο M. Gattoussi υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Regierungspräsidium Darmstadt, επικαλούμενος ότι το γεγονός του τερματισμού της διαμονής του στη Γερμανία τον περιήγαγε σε ιδιαίτερα επαχθή κατάσταση καθόσον οι προσπάθειές του προς αποκατάσταση της έγγαμης συμβίωσης με τη σύζυγό του και προς εξόφληση των οφειλομένων στον γάμο χρεών καθίστανται υπό τις περιστάσεις αυτές δυσχερείς αν όχι αδύνατες.

    19     Η σχετική ένσταση του M. Gattoussi απορρίφθηκε με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2004, με το αιτιολογικό ότι καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν επέτρεπε να του αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής και ότι ο Δήμαρχος του Rüsselsheim δεν είχε υπερβεί την εξουσία του εκτιμήσεως κατά την έκδοση της αποφάσεώς του να περιορίσει τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής του ενισταμένου.

    20     Ο M. Gattoussi άσκησε προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Darmstadt (διοικητικό πρωτοδικείο του Darmstadt), εκτιμώντας ότι, εφόσον ασκεί μισθωτή δραστηριότητα κατά πλήρη απασχόληση στη Γερμανία, όπου είναι πλήρως ενταγμένος στον τρόπο ζωής της χώρας αυτής και όπου σχεδιάζει να νυμφευθεί εκ νέου μετά τη λύση του γάμου του, τυχόν επιστροφή στην Τυνησία θα τον περιήγε σε ιδιαίτερα επαχθή κατάσταση από οικονομικής και οικογενειακής απόψεως.

    21     Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, το Verwaltungsgericht Darmstadt ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τέσσερα ερωτήματα:

    «1)      Παράγει το άρθρο 64 της Eυρωμεσογειακής Συμφωνίας […] αποτελέσματα επί του δικαιώματος διαμονής;

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    2)      Μπορεί από την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων του άρθρου 64 της Eυρωμεσογειακής Συμφωνίας […] να συναχθεί ότι αποκλείεται η επιβολή χρονικών περιορισμών στο δικαίωμα παραμονής, αν Τυνήσιος υπήκοος με άδεια εργασίας αορίστου χρόνου κατέχει πράγματι θέση εργασίας και έχει, κατά την έκδοση της αποφάσεως κατά τις διατάξεις περί αλλοδαπών, δικαίωμα διαμονής ορισμένου χρόνου;

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

    3)      Είναι δυνατόν η θέση του ενδιαφερομένου ως προς το δικαίωμα διαμονής, η οποία απορρέει από την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων του άρθρου 64 της Eυρωμεσογειακής Συμφωνίας, να καθορισθεί με γνώμονα χρονικό σημείο μεταγενέστερο της εκδόσεως της πράξεως που εισάγει, κατά τη νομοθεσία περί αλλοδαπών, χρονικό περιορισμό;

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα:

    4)      Πρέπει, προς εξειδίκευση της επιφυλάξεως που αφορά την προστασία θεμιτού συμφέροντος του κράτους, να λαμβάνονται υπόψη οι γενικές αρχές που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο του άρθρου 39, παράγραφος 3, ΕΚ;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    22     Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της λύσεως που επέλεξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Μαρτίου 1999, C‑416/96, El-Yassini (Συλλογή 1999, σ. I‑1209), όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, η οποία υπογράφηκε στο Rabat στις 27 Απριλίου 1976 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 130, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου), στη διαφορά της κύριας δίκης, ειδικότερα δε αν προσκρούει στο άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας το ότι το κράτος μέλος υποδοχής περιορίζει τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής Τυνήσιου υπηκόου στον οποίο χορήγησε άδεια να διαμένει στο έδαφός του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να ασκεί εντός αυτού μισθωτή δραστηριότητα για αόριστο χρόνο οσάκις ο αρχικός λόγος που δικαιολόγησε το δικαίωμά του διαμονής εκλείπει πριν από τη λήξη του χρόνου ισχύος του τίτλου διαμονής του.

    23     Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο επιβάλλεται, αρχικώς, να εξεταστεί αν ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας και, σε καταφατική περίπτωση, να προσδιοριστεί ακολούθως η έκταση εφαρμογής της εξαγγελλόμενης με την ανωτέρω διάταξη αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

     Επί του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας

    24     Προέχει η επισήμανση ότι, δεδομένου ότι το ζήτημα του αποτελέσματος των διατάξεων της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας εντός της έννομης τάξεως των συμβαλλομένων στην εν λόγω συμφωνία μερών δεν έχει ρυθμιστεί από την ίδια, εναπόκειται στο Δικαστήριο να το επιλύσει, όπως και κάθε άλλο ζήτημα ερμηνείας σχετικά με την εφαρμογή συμφωνιών εντός της Κοινότητας (βλ. κατ’ αναλογία, ιδίως, αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψη 34, και της 12ης Απριλίου 2005, C‑265/03, Simutenkov, Συλλογή 2005, σ. I‑2579, σκέψη 20).

    25     Κατά πάγια νομολογία, διάταξη περιεχόμενη σε συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι έχει απ’ ευθείας εφαρμογή όταν, λαμβανομένων υπόψη του γράμματός της, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, επάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση μη εξαρτώμενη, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, ιδίως, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C-63/99, Gloszczuk, Συλλογή 2001, σ. I-6369, σκέψη 30, της 8ης Μαΐου 2003, C-171/01, Wählergruppe Gemeinsam, Συλλογή 2003, σ. I-4301, σκέψη 54, και προπαρατεθείσα Simutenkov, σκέψη 21).

    26     Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, η διατύπωση της εν λόγω διατάξεως ταυτίζεται προφανώς σχεδόν με εκείνη του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, της οποίας περιορίζεται να επαναλάβει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τους όρους απολύσεως. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι το εν λόγω άρθρο 40, εδάφιο 1, ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να του αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα (προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini, σκέψη 27).

    27     Δεύτερον, όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 96, παράγραφος 2, αυτής, η συμφωνία αντικαθιστά τη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Επιτροπής με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2212/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978, περί συνάψεως συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας (EE ειδ. έκδ. 11/011, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΚ-Τυνησίας), προς την οποία ευθυγραμμίζεται δοθέντος ότι στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην προώθηση της συνεργασίας στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και οικονομικό τομέα. Η ανωτέρω συμφωνία συνεργασίας ταυτιζόταν σχεδόν με τη Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου, το αντικείμενο και η φύση της οποίας, ειδικότερα όσον αφορά τη συνεργασία στον τομέα του εργατικού δυναμικού, όπως το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, συμβιβάζονται με το απορρέον από το γράμμα του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, αυτής άμεσο αποτέλεσμα (προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini, σκέψεις 28 έως 31). Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθώς, σε αντίθεση προς τη Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου, η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία εγκαθιδρύει, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, αυτής, σύνδεση μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Τυνησίας, αφετέρου.

    28     Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας επάγεται άμεσο αποτέλεσμα.

     Επί της εκτάσεως εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας

    29     Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, στα πλαίσια του ισχύοντος κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του κοινοτικού δικαίου, είχε την έννοια ότι δεν απαγόρευε κατ’ αρχήν στο κράτος υποδοχής να αρνηθεί την παράταση ισχύος της αδείας διαμονής Μαροκινού υπηκόου, στον οποίον επετράπη να εισέλθει στο έδαφός του και να ασκήσει εκεί μισθωτή δραστηριότητα επί όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος κατείχε την εν λόγω θέση εργασίας, εφόσον ο αρχικός λόγος χορηγήσεως του δικαιώματός του διαμονής έχει παύσει να υφίσταται κατά τον χρόνο λήξεως ισχύος της αδείας του διαμονής. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το αντίθετο θα συνέβαινε μόνον αν η άρνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διακύβευση, χωρίς να συντρέχουν λόγοι προστασίας θεμιτού συμφέροντος του κράτους, όπως λόγοι δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφαλείας και δημόσιας υγείας, του δικαιώματος προς αποτελεσματική άσκηση εργασίας που έχει προσφερθεί στον ενδιαφερόμενο εντός του οικείου κράτους μέσω νομίμως χορηγηθείσας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές αδείας εργασίας για διάστημα υπερβαίνον την εν λόγω άδεια παραμονής (προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini, σκέψη 67).

    30     Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι συγκρίσιμα προς εκείνα που κλήθηκε να εξετάσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως El-Yassini.

    31     Πράγματι, σε αμφότερες τις υποθέσεις το κράτος μέλος υποδοχής συνέτμησε, μέσω περιορισμού του δικαιώματός του διανομής, το δικαίωμα προς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας του οποίου απολαύει υπήκοος τρίτης χώρας, τη στιγμή κατά την οποία το ίδιο δικαίωμα του είχε χορηγηθεί μέσω αδείας εργασίας.

    32     Εντούτοις, η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ορισμένες διαφορές μεταξύ του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας και του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου μη επιτρέπουσες η επιλεγείσα με την προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini, όσον αφορά τη δεύτερη αυτή διάταξη, ερμηνεία να ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 64, παράγραφος 1.

    33     Αφενός, η αφορώσα το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας κοινή δήλωση απηχεί τη βούληση των συμβαλλομένων στην εν λόγω συμφωνία μερών να εμποδίζουν τους Τυνήσιους υπηκόους να στηρίζονται στην προβλεπόμενη με την εν λόγω διάταξη απαγόρευση των διακρίσεων προκειμένου να επικαλούνται δικαίωμα διαμονής.

    34     Αφετέρου, η ανωτέρω διάταξη δεν δύναται, ως εκ της διατυπώσεώς της, της πρακτικής αποτελεσματικότητας και της οικονομίας της, να επάγεται οποιοδήποτε αποτέλεσμα επί του δικαιώματος διαμονής των Τυνησίων υπηκόων.

    35     Όπως υπογραμμίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, από το γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας, καθώς και από την αφορώσα αυτό κοινή δήλωση, προκύπτει ότι η οικεία διάταξη δεν έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση του δικαιώματος διαμονής των Τυνησίων υπηκόων εντός των κρατών μελών.

    36     Κατόπιν αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακριβώς όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini σχετικά με τη Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου, η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία, αντικείμενο της οποίας δεν είναι η οποιαδήποτε πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους κράτους μέλους λήψη μέτρων σχετικά με το δικαίωμα διαμονής Τυνησίου υπηκόου στον οποίο είχε δοθεί αρχικώς άδεια εισόδου στο έδαφός του και ασκήσεως εκεί επαγγελματικής δραστηριότητας (προπαρατεθείσα απόφαση El-Yassini, σκέψεις 58 έως 62).

    37     Το γεγονός ότι παρόμοιο μέτρο εξαναγκάζει τον ενδιαφερόμενο να θέσει τέρμα, πριν από τη συμφωνηθείσα με τη σύμβαση που είχε συνάψει ο ίδιος με τον εργοδότη του προθεσμία, στην εργασιακή σχέση του εντός του κράτους μέλους υποδοχής δεν είναι ικανό, κατά κανόνα, να αναιρέσει την εν λόγω ερμηνεία (προπαρατεθείσα απόφαση El‑Yassini, σκέψη 63).

    38     Εντούτοις, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Γερμανική Κυβέρνηση, δεν προκύπτει από την ανωτέρω ερμηνεία ότι Τυνήσιος υπήκοος ουδαμώς δύναται να στηριχθεί στην προβλεπόμενη στο άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας απαγόρευση των διακρίσεων προκειμένου να αμφισβητήσει ληφθέν από κράτος μέλος μέτρο περιορισμού του δικαιώματός του διαμονής.

    39     Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά το δοκούν όσον αφορά την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, περιορίζοντας την πρακτική αποτελεσματικότητά της μέσω διατάξεων του εθνικού δικαίου. Τυχόν παρόμοια δυνατότητα θίγει, αφενός, τις διατάξεις συμφωνίας συναφθείσας από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της και, αφετέρου, θέτει υπό αμφισβήτηση την ενιαία εφαρμογή της οικείας αρχής.

    40     Ειδικότερα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, αν το κράτος μέλος υποδοχής χορήγησε αρχικώς στον διακινούμενο εργαζόμενο συγκεκριμένα δικαιώματα σχετικά με την άσκηση εργασίας ευρύτερα από εκείνα που του αναγνωρίστηκαν σε σχέση με τη διαμονή του, δεν μπορεί να αμφισβητείται η κατάσταση του εργαζομένου αυτού για λόγους που δεν εμπίπτουν στην προστασία θεμιτού συμφέροντος του κράτους, όπως είναι λόγοι δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφαλείας και δημόσιας υγείας (προπαρατεθείσα απόφαση El‑Yassini, σκέψεις 64, 65 και 67).

    41     Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της δημόσιας τάξεως προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1975, 36/75, Rutili, Συλλογή τόμος 1975, σ. 367, σκέψη 28, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C‑340/97, Nazli, Συλλογή 2000, σ. I‑957, σκέψη 57, καθώς και απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, C‑459/99, MRAX, Συλλογή 2002, σ. I‑6591, σκέψη 79).

    42     Υπό το φως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου, το υπομνησθέν στη σκέψη 40 κριτήριο επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο οσάκις, όπως εν προκειμένω, το κράτος μέλος υποδοχής περιόρισε εκ των υστέρων την άδεια διαμονής.

    43     Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας έχει την έννοια ότι δύναται να επάγεται αποτελέσματα επί του δικαιώματος διαμονής Τυνησίου υπηκόου εντός του εδάφους κράτους μέλους εφόσον ο εν λόγω υπήκοος έλαβε νομοτύπως άδεια από το εν λόγω κράτος μέλος να ασκεί στο έδαφός του επαγγελματική δραστηριότητα για χρονικό διάστημα υπερβαίνον τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής του.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    44     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 64, παράγραφος 1, της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας περί συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 17 Ιουλίου 1995 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα με την απόφαση 98/238/ΕΚ, ΕΚΑΧ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 1998, έχει την έννοια ότι δύναται να επάγεται αποτελέσματα επί του δικαιώματος διαμονής Τυνησίου υπηκόου εντός του εδάφους κράτους μέλους εφόσον ο εν λόγω υπήκοος έλαβε νομοτύπως άδεια από το εν λόγω κράτος μέλος να ασκεί στο έδαφός του επαγγελματική δραστηριότητα για χρονικό διάστημα υπερβαίνον τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής του.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top