Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0051

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2008.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. arl και λοιπών.
Αίτηση αναιρέσεως - Κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς - Ενισχύσεις για την απόσταξη - Αγωγή αποζημιώσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Προθεσμία παραγραφής - Έναρξη.
Υπόθεση C-51/05 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-05341

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:409

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2008 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς — Ενισχύσεις για την απόσταξη — Αγωγή αποζημιώσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας — Προθεσμία παραγραφής — Έναρξη»

Στην υπόθεση C-51/05 P,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Cattabriga και L. Visaggio, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. arl, με έδρα την Dolianova (Ιταλία),

η Cantina Trexenta Soc. coop. arl, με έδρα το Senorbì (Ιταλία),

η Cantina sociale Marmilla — Unione viticoltori associati Soc. coop. arl, με έδρα το Sanluri (Ιταλία),

η Cantina sociale S. Maria La Palma Soc. coop. arl, με έδρα τη Santa Maria La Palma (Ιταλία),

η Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. arl Monti-Sassari, με έδρα το Monti (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Dore και G. Dore, avvocati,

προσφεύγουσες-ενάγουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Νοεμβρίου 2004, T-166/98, Cantina sociale di Dolianova κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-3991, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), καθόσον η απόφαση αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν οι Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. arl, Cantina Trexenta Soc. coop. arl, Cantina sociale Marmilla — Unione viticoltori associati Soc. coop. arl, Cantina sociale S. Maria La Palma Soc. coop. arl, Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. arl Monti-Sassari (στο εξής, από κοινού: Cantine), κατόπιν της πτωχεύσεως της Distilleria Agricola Industriale de Terralba (στο εξής: DAI), λόγω της ελλείψεως μηχανισμού δυνάμενου να εγγυηθεί, στο πλαίσιο του συστήματος του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2499/82 της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 1982, περί καθορισμού των διατάξεων σχετικά με την προληπτική απόσταξη για την αμπελουργική περίοδο 1982/1983 (ΕΕ L 267, σ. 16), την καταβολή της κοινοτικής ενισχύσεως που προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2499/82 ορίζει την ελάχιστη τιμή αγοράς των οίνων που προορίζονται για απόσταξη.

3

Κατά την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2499/82, στην τιμή αυτή είναι, κατά κανόνα, αδύνατη η εμπορία, υπό τους κρατούντες στην αγορά όρους, των προϊόντων που προκύπτουν από την απόσταξη. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός προέβλεψε μηχανισμό αντισταθμίσεως, στο πλαίσιο του οποίου καταβάλλεται από τον οργανισμό παρεμβάσεως ενίσχυση το ποσό της οποίας ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού.

4

Το άρθρο 9 του κανονισμού 2499/82 ορίζει:

«1.   Η ελάχιστη τιμή αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, καταβάλλεται από τον οινοπνευματοποιό στον παραγωγό το αργότερο ενενήντα ημέρες μετά την είσοδο στο οινοπνευματοποιείο [της συνολικής ποσότητας του οίνου ή, ενδεχομένως, κάθε παρτίδας οίνου].

2.   Ο οργανισμός παρεμβάσεως καταβάλλει στον οινοπνευματοποιό την ενίσχυση που προβλέπεται με το άρθρο 6, παράγραφος 1, το αργότερο ενενήντα ημέρες μετά την προσκόμιση της αποδείξεως ότι αποστάχθηκε η συνολική ποσότητα οίνου που αναφέρεται στο συμφωνητικό.

[…]

Ο οινοπνευματοποιός υποχρεούται να προσκομίσει στον οργανισμό παρεμβάσεως απόδειξη ότι κατέβαλε την ελάχιστη τιμή αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 […]. Εάν αυτή η απόδειξη δεν προσκομιστεί μέσα σε εκατόν είκοσι ημέρες από την ημερομηνία προσκομίσεως της αποδείξεως που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο οργανισμός παρεμβάσεως ανακτά τα ποσά που έχουν καταβληθεί […].

[…]»

5

Το άρθρο 11 του κανονισμού 2499/82 ορίζει:

«1.   Ο οινοπνευματοποιός, στην περίπτωση του άρθρου 9 […] μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί ένα ποσό ίσο με την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ως προκαταβολή, υπό τον όρο ότι θα παρασχεθεί επ’ ονόματι του οργανισμού παρεμβάσεως ασφάλεια ίση με το 110 % του εν λόγω ποσού.

2.   Η ασφάλεια αυτή παρέχεται υπό μορφή εγγυήσεως που δίδεται από ένα ίδρυμα το οποίο ανταποκρίνεται στα κριτήρια που καθορίζονται από το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται ο οργανισμός παρεμβάσεως.

3.   Η προκαταβολή πληρώνεται το αργότερο ενενήντα ημέρες μετά την προσκόμιση της αποδείξεως ότι έχει παρασχεθεί η ασφάλεια και εν πάση περιπτώσει μετά την ημερομηνία εγκρίσεως του συμφωνητικού ή της δηλώσεως.

[…]»

6

Το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει:

«Αξιώσεις κατά των Κοινοτήτων στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε δια της προσφυγής που υποβάλλεται στο Δικαστήριο είτε δια της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο όργανο των Κοινοτήτων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προσφυγή πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 230 [ΕΚ] […]· εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, [ΕΚ] […], ανάλογα με την περίπτωση.»

Το ιστορικό της διαφοράς

7

Το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 16 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έχει συνοπτικώς ως εξής:

8

Οι Cantine είναι οινοποιητικοί συνεταιρισμοί που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή οίνου στη Σαρδηνία (Ιταλία). Στο πλαίσιο της προληπτικής αποστάξεως της περιόδου 1982/1983 παρέδωσαν, κατά την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 1983, οίνο στο DAI, η απόσταξη του οποίου πραγματοποιήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 του κανονισμού 2499/82. Η προθεσμία των ενενήντα ημερών που θέτει στο DAI το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προς πληρωμή των Cantine έληξε τον Ιούνιο του 1983.

9

Στις 22 Ιουνίου 1983, το DAI ζήτησε από τον Azienda di Stato per gli Interventi nel Mercato Agricolo (ιταλικό οργανισμό παρεμβάσεως, στο εξής: AIMA) να προκαταβάλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 2499/82, την κοινοτική ενίσχυση για τον οίνο που είχε παραδοθεί και υποβληθεί σε απόσταξη. Προς τούτο, το DAI συνέστησε την ασφάλεια που προβλέπει η διάταξη αυτή, ίση προς το 110 % του ποσού της ενισχύσεως, υπό τον τύπο ασφαλιστηρίου που εξέδωσε η Assicuratrice Edile SpA (στο εξής: Assedile) υπέρ του AIMA. Στις 10 Αυγούστου 1983, ο AIMA κατέβαλε στο DAI την αιτηθείσα προκαταβολή, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 11.

10

Λόγω οικονομικών δυσχερειών, το DAI δεν πλήρωσε, εν όλω ή εν μέρει, κατά περίπτωση, τους παραγωγούς, μεταξύ των οποίων οι Cantine, που είχαν παραδώσει τον οίνο που προοριζόταν για απόσταξη. Τον Οκτώβριο του 1983, το DAI ζήτησε να τεθεί υπό τη διαδικασία της ελεγχόμενης διαχείρισης που προβλέπει η ιταλική νομοθεσία σε περίπτωση πτωχεύσεως. Το Tribunale di Oristano (Ιταλία), δικαστήριο που επελήφθη της υποθέσεως στη συνέχεια, δέχθηκε την αίτηση αυτή και το DAI ανέστειλε όλες τις πληρωμές του, περιλαμβανομένων και των οφειλών προς τους παραγωγούς που είχαν παραδώσει τον οίνο.

11

Ο AIMA ζήτησε από το DAI την επιστροφή της κοινοτικής ενισχύσεως, μετά την αφαίρεση των ποσών που καταβλήθηκαν νομότυπα στους ανωτέρω παραγωγούς, με το αιτιολογικό ότι το DAI δεν είχε προσκομίσει, εντός της οριζόμενης από το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2499/82 προθεσμίας, την απόδειξη καταβολής στους λοιπούς παραγωγούς της ελάχιστης τιμής αγοράς του οίνου εντός της προθεσμίας των 90 ημερών από της εισόδου στο οινοπνευματοποιείο, όπως προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Επειδή το DAI δεν επέστρεψε την ενίσχυση αυτή, ο AIMA ζήτησε από την Assedile να του καταβάλει το ποσό της ασφάλειας.

12

Κατόπιν αιτήσεως του DAI, ο Pretore di Terralba (Ιταλία) εξέδωσε, στις 26 Ιουλίου 1984, διάταξη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με την οποία απαγόρευσε στην Assedile να καταβάλει στον AIMA το ποσό της ασφάλειας. Έταξε στο DAI προθεσμία εξήντα ημερών προς άσκηση της σχετικής αγωγής.

13

Τον Σεπτέμβριο του 1984, το DAI άσκησε μια τέτοια αγωγή ενώπιον του Τribunale civile di Roma (Ιταλία). Ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το δικαστήριο αυτό να διαπιστώσει ότι τελικοί αποδέκτες της συσταθείσας στην Assedile ασφάλειας ήταν οι παραγωγοί, μέχρι του ορίου των ποσών που απέμεναν προς καταβολή. Υποστήριξε, σχετικώς, ότι σκοπός της ασφάλειας αυτής ήταν η κατοχύρωση καταβολής στους παραγωγούς της ελάχιστης τιμής αγοράς, κατ’ αναλογία της παραδοθείσας παραγωγής, σε περίπτωση που ο οινοπνευματοποιός δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του. Πρότεινε να υποβληθούν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των εφαρμοστέων κοινοτικών κανονισμών.

14

Οι Cantine, ένας άλλος οινοποιητικός συνεταιρισμός και μία ένωση οινοποιητικών συνεταιρισμών παρενέβησαν υποστηρίζοντας την άποψη του DAI. Κατά την άποψή τους, τα ποσά που αποτελούσαν το αντικείμενο της ασφάλειας που συστήθηκε στην Assedile έπρεπε να τους καταβληθούν κατ’ αναλογία του παραδοθέντος οίνου και, κατά συνέπεια, ζήτησαν από το Tribunale civile di Roma να αποφανθεί ότι η Assedile είχε υποχρέωση να τους καταβάλει ποσά αντίστοιχα των μη ικανοποιηθεισών από το DAI απαιτήσεών τους, επικουρικώς δε, ότι ο AIMA είχε την υποχρέωση καταβολής αυτών των ποσών.

15

Εν τω μεταξύ, με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1986, το Tribunale di Oristano κήρυξε το DAI σε πτώχευση.

16

Με την απόφασή του της 27ης Ιανουαρίου 1989, το Tribunale civile di Roma έκρινε, ουσιαστικώς, αβάσιμα τα επιχειρήματα των συνεταιρισμών που παρενέβησαν προς στήριξη του DAI, διαπιστώνοντας, ιδίως, ότι δεν παρουσίαζε δυσχέρειες η ερμηνεία του κανονισμού 2499/82, όπως και των συμβατικών ρητρών των σχετικών με την παρασχεθείσα από την Assedile ασφάλεια υπέρ του AIMA και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Αφού απέκλεισε κάθε δικαίωμα αυτών των συνεταιρισμών να εισπράξουν το ποσό της ασφάλειας που συστήθηκε στην Assedile, το Tribunale civile di Roma έκρινε ότι η διαδικασία πτωχεύσεως του DAI ήταν η ενδεδειγμένη προκειμένου οι συνεταιρισμοί αυτοί να αξιώσουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.

17

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1989, οι Cantine, πλην της Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. arl Monti-Sassari, άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Corte d’appello di Roma (Ιταλία). Με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, το εν λόγω Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την έφεση για τον λόγο ότι οι εκκαλούσες δεν είχαν επιδώσει το εισαγωγικό δικόγραφο της εφέσεως προς τον σύνδικό του DAI, αλλά στο ίδιο το DAI, που είχε πτωχεύσει, και διότι δεν προέβησαν σε νέα νομότυπη επίδοση εντός της προθεσμίας που τους είχε ταχθεί.

18

Εν τω μεταξύ, στις 16 Ιανουαρίου 1990, η Assedile κατέβαλε στον AIMA τα οφειλόμενα ποσά.

19

Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1994, το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν οι Cantine, πλην της Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. arl Monti-Sassari, κατά της αποφάσεως του Corte d’appello di Roma.

20

Οι Cantine προέβησαν κανονικώς στην αναγραφή των απαιτήσεών τους στο παθητικό του DAI στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχεύσεως που κινήθηκε κατ’ αυτού και, κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής, το 2002, έλαβαν μέρος στη διανομή ως προνομιούχοι δανειστές. Στο πλαίσιο αυτής της διανομής τους καταβλήθηκε το 39 % του ποσού των αναγνωρισθεισών έναντι του DAI απαιτήσεών τους.

21

Με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 1996, οι Cantine ζήτησαν από τον AIMA να ικανοποιήσει τις έναντι του DAI απαιτήσεις τους, υποστηρίζοντας ότι ο AIMA κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος με την είσπραξη της ασφάλειας που είχε συσταθεί στην Assedile. Ο AIMA απέρριψε το αίτημα αυτό επισημαίνοντας ότι είχε δικαίωμα να παρακρατήσει την ασφάλεια και ότι οι παραγωγοί δεν μπορούσαν να ασκήσουν απευθείας αγωγή κατ’ αυτού προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που είχαν έναντι του DAI. Στις 16 Φεβρουαρίου 1996, οι Cantine άσκησαν ενώπιον του Tribunale civile di Cagliari (Ιταλία) αγωγή κατά του AIMA λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, η εκδίκαση της οποίας ανεστάλη, στη συνέχεια, προκειμένου να έλθουν οι διάδικοι σε φιλικό διακανονισμό.

22

Στις 13 Νοεμβρίου 1996, οι Cantine κατάγγειλαν στην Επιτροπή την προβαλλόμενη παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας από τον AIMA, ειδικότερα του κανονισμού 2499/82, ζητώντας μεταξύ άλλων από την Επιτροπή να καλέσει τον AIMA και την Ιταλική Δημοκρατία να τους καταβάλουν τα ποσά των κοινοτικών ενισχύσεων που δεν εισέπραξαν για την αμπελουργική περίοδο 1982/1983.

23

Με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 1997, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις Cantine ότι η Assedile κατέβαλε εντόκως στον AIMA, στις 16 Ιανουαρίου 1990, το ποσό της ασφάλειας που είχε συσταθεί σ’ αυτήν. Στη συνέχεια, με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1997, τις πληροφόρησε ότι ο AIMA εισέπραξε το ποσό αυτής της ασφάλειας τον Φεβρουάριο του 1991 και ότι το καταχώρισε λογιστικώς ως καταβλητέο στο Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) για τη χρήση 1991.

24

Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1998, το οποίο περιήλθε στην Επιτροπή στις 5 Φεβρουαρίου 1998, οι Cantine ζήτησαν από το κοινοτικό αυτό όργανο να τους καταβάλει ποσό αντίστοιχο των απαιτήσεών τους έναντι του DAI, επειδή η ασφάλεια που κατέπεσε υπέρ του AIMA επιστράφηκε στο ΕΓΤΠΕ. Υποστήριξαν ότι από τον σκοπό του κανονισμού 2499/82, που συνίσταται στην ενίσχυση των παραγωγών οίνου, προκύπτει ότι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί και μοναδικοί δικαιούχοι της ενισχύσεως που προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

25

Με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 1998, υπογεγραμμένο από τον προϊστάμενο της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας της Επιτροπής, το οποίο περιήλθε στις Cantine στις 14 Αυγούστου 1998, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση αυτή. Υποστήριξε ότι, εν προκειμένω, η ενίσχυση διατίθεται προς όφελος κυρίως του οινοπνευματοποιού, ώστε να μπορέσει αυτός να αντισταθμίσει την αυξημένη τιμή αγοράς του οίνου. Η ασφάλεια συστήθηκε στην Assedile υπέρ του AIMA και οι παραγωγοί δεν μπορούν να προβάλουν κανένα δικαίωμα επί του ποσού αυτού.

26

Με το ίδιο έγγραφό της η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, ότι η εκ μέρους του AIMA έγκριση των συμβάσεων που συνήψαν οι Cantine με τον DAI δεν επηρεάζει τον ιδιωτικό χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών, με αποτέλεσμα οι προβαλλόμενες υποχρεώσεις της Επιτροπής έναντι των Cantine να έχουν εξωσυμβατικό χαρακτήρα. Επομένως, έχει παραγραφεί οποιαδήποτε αξίωση έναντι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το ποσό της συσταθείσας στην Assedile ασφάλειας καταβλήθηκε στον AIMA στις 16 Ιανουαρίου 1990 και επιστράφηκε στο ΕΓΤΠΕ εντός της χρήσεως του 1991.

Η ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκη και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

27

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Οκτωβρίου 1998, οι Cantine άσκησαν προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] ζητώντας, πρώτον, να ακυρωθεί το έγγραφο της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 1998, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ), δεύτερον, να αναγνωρισθεί παράλειψη του εν λόγω θεσμικού οργάνου αντίθετη προς το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 232 ΕΚ), λόγω της ολιγωρίας του να εκδώσει απόφαση περί χορηγήσεως στις προσφεύγουσες της κοινοτικής ενισχύσεως που έπρεπε να τους είχε καταβάλει το DAI και, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή, λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού και/ή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 178 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρο 235 ΕΚ), να τους καταβάλει ως αποζημίωση ποσό ίσο με το ποσό των απαιτήσεών τους έναντι του DAI που δεν ικανοποιήθηκαν.

28

Η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, επικουρικώς δε, ως αβάσιμης.

29

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα των Cantine περί ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 1998, και περί διαπιστώσεως παραλείψεως του εν λόγω θεσμικού οργάνου, με τις σκέψεις 80 και 83, αντιστοίχως. Επίσης με τη σκέψη 84 της ίδιας αποφάσεως, απέρριψε το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού.

30

Αντιθέτως, στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η στηριζόμενη στο άρθρο 235 ΕΚ αγωγή αποζημιώσεως είναι βάσιμη, αποφαινόμενο, στο σημείο 1 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε στις [Cantine] η πτώχευση του [DAI], λόγω της ελλείψεως μηχανισμού δυναμένου να εγγυηθεί, στο πλαίσιο του συστήματος του άρθρου 9 του κανονισμού [2499/82], την καταβολή της κοινοτικής ενίσχυσης που προβλέπει ο κανονισμός αυτός στους οικείους παραγωγούς».

31

Ειδικότερα, όσον αφορά το παραδεκτό του στηριζόμενου στο άρθρο 235 ΕΚ αιτήματος, το Πρωτοδικείο, εξετάζοντας τον ισχυρισμό που προέβαλε η Επιτροπή περί παραγραφής της αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, υπενθύμισε αρχικώς, στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμία παραγραφής αρχίζει μόνον εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση υποχρεώσεως αποζημιώσεως, δηλαδή η ύπαρξη παρανόμου ενεργείας των κοινοτικών οργάνων, το υποστατό της προβαλλομένης ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας.

32

Το Πρωτοδικείο ακολούθως διευκρίνισε στη σκέψη 130 της εν λόγω αποφάσεως ότι σε περίπτωση, όπως η παρούσα, στην οποία η ευθύνη της Κοινότητας απορρέει από πράξη κανονιστικού χαρακτήρα, η προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει πριν επέλθουν οι ζημιογόνες συνέπειες της πράξεως αυτής, πριν δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι υποστούν βεβαία ζημία.

33

Το Πρωτοδικείο έκρινε κατ’ ακολουθία, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισε αφότου οι Cantine υπέστησαν βεβαία ζημία λόγω της παντελούς ή μερικής παραλείψεως καταβολής της κοινοτικής ενισχύσεως. Στη σκέψη 132 της αποφάσεώς του υπογράμμισε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν αμφισβητήθηκε ότι οι τελευταίες παραδόσεις οίνου από τις Cantine πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1983 και ότι η ελάχιστη τιμή αγοράς του οίνου έπρεπε να τους έχει καταβληθεί από το DAI, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2499/82, το βραδύτερο 90 ημέρες μετά την είσοδο του οίνου στο οινοπνευματοποιείο, δηλαδή το βραδύτερο στο τέλος Ιουνίου 1983.

34

Εντούτοις, στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η ζημία που υπέστησαν οι Cantine στο τέλος του Ιουνίου 1983, λόγω της παντελούς ή μερικής παραλείψεως καταβολής της ελάχιστης τιμής αγοράς εντός της προθεσμίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί, από του χρονικού αυτού σημείου, ως βεβαία, δηλαδή ως επικείμενη και δυνάμενη να προβλεφθεί.

35

Το Πρωτοδικείο προσέθεσε, με τις σκέψεις 136 και 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι για να εκτιμηθεί το βέβαιο της ζημίας πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δίκες που κίνησε το DAI ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων σχετικά με την ασφάλεια που συστήθηκε στην Assedile, λόγω της περιπλοκότητας του συστήματος που καθιέρωσε ο κανονισμός 2499/82 και των εξαιρετικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως στην οποία ήταν πολύ δύσκολο για ένα σώφρονα και καλώς ενημερωμένο επιχειρηματία να συνειδητοποιήσει πριν από την έκβαση αυτών των δικών, ότι δεν μπορούσε να επιτύχει την καταβολή των συγκεκριμένων ενισχύσεων μέσω των εθνικών δικαστηρίων.

36

Με τη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο δικαιούχος της ασφάλειας που συστήθηκε στην Assedile προσδιορίστηκε αμετακλήτως από τα εθνικά δικαστήρια μετά την έκδοση της αποφάσεως του Corte suprema di cassazione της 28ης Νοεμβρίου 1994 και ότι, κατά συνέπεια, η ζημία που υπέστησαν οι Cantine δεν μπορούσε να θεωρείται βεβαία πριν από την ημερομηνία αυτή.

37

Με τη σκέψη 147 της αποφάσεώς του το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η προθεσμία παραγραφής των 5 ετών που προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να αρχίσει πριν από την 28η Νοεμβρίου 1994, οπότε η στηριζόμενη στο άρθρο 235 ΕΚ αγωγή, που ασκήθηκε το 1998, δεν είναι εκπρόθεσμη. Κατ’ ακολουθία, με τη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί της παραγραφής που προέβαλε η Επιτροπή έπρεπε να απορριφθεί και με τη σκέψη 150 της αποφάσεώς του ότι το σχετικό αίτημα είναι παραδεκτό.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

38

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον δέχεται τη στρεφόμενη εναντίον της αγωγή αποζημιώσεως·

αποφαινόμενο οριστικώς επί της διαφοράς, να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, και

να καταδικάσει τις Cantine στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση διαδικασίας, καθώς και της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

39

Οι Cantine ζητούν από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

επικουρικώς, σε περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως γίνει δεκτή, να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση, απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής που προέβαλε η Επιτροπή, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αναιρέσεως

40

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μοναδικό λόγο, αντλούμενο από παράβαση, με τις σκέψεις 129 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

Επιχειρήματα των διαδίκων

41

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου έχει τεθεί η αρχή κατά την οποία η πενταετής προθεσμία παραγραφής της αξιώσεως αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, που προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αρχίζει από της συγκεκριμενοποιήσεως της προς αποκατάσταση ζημίας. Αν η ευθύνη αυτή προκύπτει από πράξη κανονιστικού χαρακτήρα, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής αρχίζει από τη στιγμή που οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν βεβαία ζημία.

42

Ειδικότερα, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το γεγονός ότι από το 1983 ο κανονισμός 2499/82 προκάλεσε συγκεκριμένη ζημία στις Cantine, παραλείποντας να προβλέψει τη δυνατότητα απευθείας καταβολής της κοινοτικής ενισχύσεως στον παραγωγό σε περίπτωση πτωχεύσεως του οινοπνευματοποιείου. Συνεπώς, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία, λόγω της πτωχεύσεως του DAI, οι Cantine δεν μπόρεσαν να εισπράξουν τη συγκεκριμένη ενίσχυση εντός της προθεσμίας των 90 ημερών από της εισόδου του οίνου στο οινοπνευματοποιείο, όπως προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

43

Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο στήριξε, αντιθέτως, την απόφασή του στην εκ μέρους των Cantine αντίληψη των ζημιογόνων συνεπειών του κανονισμού 2499/82. Υποστηρίζει, σχετικώς, ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ανεπαρκές το στοιχείο ότι οι Cantine υπέστησαν ζημία απορρέουσα από την εφαρμογή αυτού του κανονισμού, έκρινε αναγκαία τη συνδρομή ενός εντελώς υποκειμενικού στοιχείου, δηλαδή την εκ μέρους αυτών συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν αποκατάσταση της ζημίας τους μόνο με στρεφόμενη κατά της Επιτροπής αγωγή αποζημιώσεως, μετά την αποτυχία των προσπαθειών τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων να επιτύχουν καταβολή της κοινοτικής ενισχύσεως μέσω της χορηγήσεως σ’ αυτούς της συσταθείσας στην Assedile ασφάλειας.

44

Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν συμφωνεί ούτε προς τις αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 7ης Νοεμβρίου 1985, 145/83, Adams κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3539). Υποστηρίζει ότι οι Cantine δεν μπορούν να στηριχθούν στην απόφαση αυτή επικαλούμενες το γεγονός ότι ελήφθη σ’ αυτήν υπόψη η ακούσια άγνοια της αιτίας που προκάλεσε τη ζημία. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 139 και 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι Cantine γνώριζαν τις ρυθμίσεις του κανονισμού 2499/82.

45

Η Επιτροπή προσάπτει, επίσης, στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την ασφάλεια δικαίου που απαιτείται ως προς τις προθεσμίες παραγραφής. Πράγματι, αν ο προσδιορισμός της ενάρξεως της πενταετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου εξηρτάτο από την υποκειμενική αντίληψη που έχουν οι ενδιαφερόμενοι όσον αφορά τη βεβαιότητα της προκληθείσας ζημίας, θα μπορούσε ο ζημιωθείς να αποφασίζει κατά διάκριση ως προς τον χρόνο παραγραφής της αξιώσεώς του για αποζημίωση. Η Επιτροπή προσθέτει, σχετικώς, ότι οι εφέσεις και αναιρέσεις που άσκησαν οι Cantine ουδόλως, επηρέασαν, εν προκειμένω, την πεποίθησή τους περί του βεβαίου χαρακτήρα της ζημίας.

46

Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι το σκεπτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περιέχει αντιφάσεις. Πράγματι, το Πρωτοδικείο, ενώ έκρινε ότι η εξάντληση των εσωτερικών μέσων παροχής ένδικης προστασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ασκηθείσας από τις Cantine κατά της Επιτροπής, εξάρτησε την έναρξη του χρόνου παραγραφής της σχετικής αξιώσεως από την ημερομηνία εκδόσεως αμετάκλητης αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, συγκεκριμένα της αποφάσεως του Corte surpema di cassazione της 28ης Νοεμβρίου 1994.

47

Οι Cantine υποστηρίζουν ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη και ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής δεν συνέτρεχαν πριν από την επίλυση της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφοράς με την απόφαση του Corte suprema di cassazione.

48

Οι Cantine υποστηρίζουν ότι όφειλαν να αναμείνουν την έκβαση της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφοράς πριν στραφούν προς τις κοινοτικές αρχές, ιδίως λόγω της ελλείψεως, εν προκειμένω, κανόνα ρυθμίζοντος την κατάσταση πτωχεύσαντος οινοπνευματοποιού. Προσθέτουν, σχετικώς, ότι το Πρωτοδικείο θα είχε ασφαλώς απορρίψει την αγωγή τους αποζημιώσεως, λόγω μη εξαντλήσεως των εσωτερικών μέσων παροχής ένδικης προστασίας. Συνεπώς, κατά την άποψη των Cantine, δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής, καθόσον η προθεσμία παραγραφής αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής άρχισε να τρέχει από της απορρίψεως εκ μέρους του Corte suprema di cassazione της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οπόταν απέκτησε ισχύ δεδικασμένου η απόφαση του Tribunale civile di Roma.

49

Εξάλλου, οι Cantine αντιτάσσουν στην Επιτροπή ότι το επιχείρημά της περί αντιφάσεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς το παραδεκτό της στρεφόμενης κατά της Επιτροπής αγωγής αποζημιώσεως και τον χρόνο ενάρξεως της σχετικής με την αγωγή αυτή προθεσμίας παραγραφής είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο, καθόσον στηρίζεται στην αντιπαράθεση δύο κεφαλαίων αυτής της αποφάσεως που αφορούν διαφορετικές νομικές έννοιες και άλλα πραγματικά περιστατικά.

50

Αν το Δικαστήριο δεχθεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με την παραγραφή της στρεφόμενης κατά της Επιτροπής αγωγής αποζημιώσεως ή καθορίσει νέο χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής αυτής της αγώγιμης αξίωσης, οι Cantine υποστηρίζουν ότι η σχετική προθεσμία δεν μπορούσε να αρχίσει να τρέχει εις βάρος τους πριν υπάρξει ο αδικαιολόγητος πλουτισμός της Κοινότητας λόγω της εκχωρήσεως των δικαιωμάτων επί της ασφάλειας που είχε συσταθεί στην Assedile το 1991 από τον AIMA στον ΕΓΠΤΕ. Οι Cantine υποστηρίζουν ότι πληροφορήθηκαν την εκχώρηση αυτή στο εν λόγω Ταμείο και τον συνακόλουθο αδικαιολόγητο πλουτισμό της Κοινότητας μετά τη λήψη του εγγράφου της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 1997. Συνεπώς, η προθεσμία παραγραφής της αξιώσεως αυτής άρχισε να τρέχει από της ημερομηνίας αυτής.

51

Οι Cantine επικαλούνται, σχετικώς, πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, την προαναφερθείσα απόφαση Adams κατά Επιτροπής, κατά την οποία καμία παραγραφή δεν μπορεί να αντιταχθεί σε ζημιωθέντα ο οποίος πληροφορήθηκε την αιτία της ζημίας σε μεταγενέστερη ημερομηνία και ο οποίος, κατ’ ακολουθία, δεν είχε στη διάθεσή του εύλογη προθεσμία προς άσκηση αγωγής. Οι Cantine υπογραμμίζουν, επίσης, ότι προσπάθησαν πάντοτε να προασπίσουν τα δικαιώματά τους ζητώντας από τον AIMA να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις που είχαν έναντι του DAI μέσω της συσταθείσας στην Assedile ασφάλειας, ακολούθως δε καταγγέλλοντας στην Επιτροπή την παρατυπία που διέπραξε ο AIMA. Επομένως, δεν μπορεί να τους προσαφθεί οποιαδήποτε υπαίτια αμέλεια.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52

Επισημαίνεται, αρχικώς, ότι το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του κοινοτικού δικαστή μπορεί να ασκηθεί μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σχετικώς από τις διατάξεις που διέπουν το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα, εν προκειμένω την αγωγή αποζημιώσεως του άρθρου 235 ΕΚ. Κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε εγκύρως ενώπιον του Πρωτοδικείου μόνον αν αυτό εφάρμοσε ορθώς εκείνες ιδίως τις διατάξεις που ρυθμίζουν το ζήτημα της παραγραφής του δικαιώματος ασκήσεως αυτής της αγωγής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 18ης Ιουλίου 2002, C-136/01 P, Autosalone Ispra dei Fratelli Rossi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-6565, σκέψη 26).

53

Κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι κατά της Κοινότητας αξιώσεις λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος.

54

Η κατά τη διάταξη αυτή πενταετής προθεσμία παραγραφής άρχεται από της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση υποχρεώσεως αποζημιώσεως και, ιδίως, από της συγκεκριμενοποιήσεως της προς αποκατάσταση ζημίας. Επομένως, όταν πρόκειται για περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, στις οποίες η ευθύνη της Κοινότητας απορρέει από κανονιστική πράξη, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει πριν επέλθουν τα ζημιογόνα αποτελέσματα αυτής της πράξεως, πριν δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι υποστούν βέβαιη ζημία [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1982, 256/80, 257/80, 265/80, 267/80 και 5/81, Birra Wührer κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 85, σκέψη 10, καθώς και της 19ης Απριλίου 2007, C-282/05 P, Holcim (Γερμανία) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-2941, σκέψη 29].

55

Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από της στιγμής που οι Cantine υπέστησαν κατά τρόπο βέβαιο την ζημία εκ της παντελούς ή μερικής παραλείψεως καταβολής της συγκεκριμένης κοινοτικής ενισχύσεως. Επισήμανε, επίσης, στη σκέψη 132 της αποφάσεως αυτής, ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβητήσεως το γεγονός ότι η καταβολή της ενισχύσεως αυτής έπρεπε να είχε γίνει από το DAI το βραδύτερο κατά το τέλος Ιουνίου 1983, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2499/82. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της διαφοράς αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ζημία που υπέστησαν οι Cantine στο τέλος Ιουνίου 1983 δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα, από της ημερομηνίας αυτής, χαρακτήρα βέβαιο, δεν θα πρέπει δηλαδή να θεωρηθεί ως επικείμενη και δυνάμενη να προβλεφθεί.

56

Όσον αφορά την εκτίμηση του βεβαίου χαρακτήρα της ζημίας, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 136 και 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι δίκες που κίνησε το DAI ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, οι οποίες αφορούσαν ειδικώς την τύχη της ασφάλειας που είχε συσταθεί στην Assedile, λόγω ακριβώς της περιπλοκότητας του συστήματος που θέσπισε ο κανονισμός 2499/82 και των εξαιρετικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως στην οποία ήταν ιδιαιτέρως δυσχερές για ένα σώφρονα και ενημερωμένο επιχειρηματία να συνειδητοποιήσει, πριν από την έκβαση αυτών των δικών, ότι δεν ήταν δυνατόν να επιτύχει από τα εθνικά δικαστήρια την καταβολή της επίμαχης ενισχύσεως μέσω της ασφάλειας αυτής.

57

Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τις σκέψεις 145 έως 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως του Corte suprema di cassazione, στις 28 Νοεμβρίου 1994, οι Cantine συνειδητοποίησαν ότι δεν θα επιτύγχαναν την καταβολή των ενισχύσεων αυτών μέσω της εν λόγω ασφάλειας, καθώς και ότι πριν από την ημερομηνία αυτή η ζημία που υπέστησαν δεν είχε βέβαιο χαρακτήρα, και ότι η πενταετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να αρχίσει πριν από την ημερομηνία αυτή.

58

Διαπιστώνεται ότι στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, το Πρωτοδικείο υιοθέτησε μία υποκειμενική προσέγγιση όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων που θεμελιώνουν εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, κατά την οποία η προκαλούμενη από παράνομη κανονιστική πράξη ζημία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βέβαιη πριν ο ζημιωθείς συνειδητοποιήσει τον χαρακτήρα της αυτόν. Πράγματι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Πρωτοδικείο εξάρτησε την εκτίμηση του βέβαιου χαρακτήρα της προκληθείσας στις Cantine ζημίας από την εκ μέρους τους συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν αποκατάσταση της ζημίας τους προσφεύγοντας στα ιταλικά δικαιοδοτικά όργανα.

59

Οι προϋποθέσεις, όμως, από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση υποχρεώσεως αποκαταστάσεως των ζημιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και, κατ’ επέκταση, οι κανόνες παραγραφής των αξιώσεων αποκαταστάσεως τέτοιων ζημιών, δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο σε αντικειμενικά κριτήρια. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν αβέβαιη η τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου επί της οποίας, ακριβώς, στηρίζονται οι κανόνες παραγραφής και κατά την οποία οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν δυνατότητα προσανατολισμού επί εννόμων καταστάσεων και σχέσεων που εμπίπτουν στην κοινοτική έννομη τάξη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-569, σκέψη 20).

60

Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι, αν η προθεσμία παραγραφής της αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας δεν μπορεί να αρχίσει πριν ο φερόμενος ως ζημιωθείς συνειδητοποιήσει ότι υπέστη ζημία, το αποτέλεσμα θα είναι να κυμαίνεται ο χρόνος παραγραφής της αξιώσεως αυτής αναλόγως του τρόπου υποκειμενικής αντιλήψεως του υποστατού της ζημίας εκ μέρους του κάθε εμπλεκομένου, κατ’ αντίθεση προς την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου προκειμένου περί της εφαρμογής προθεσμιών παραγραφής.

61

Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι το Δικαστήριο έχει απορρίψει την άποψη ότι η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αρχίζει μόνον από τη στιγμή που ο ζημιωθείς λαμβάνει ακριβή και εμπεριστατωμένη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, καθόσον η γνώση των πραγματικών περιστατικών δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να αρχίσει να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής (βλ. προαναφερθείσα διάταξη Autosalone Ispra dei Fratelli Rossi κατά Επιτροπής, σκέψη 31). Επομένως, η υποκειμενική εκτίμηση του υποστατού της ζημίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

62

Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να εξακριβώσει τον βέβαιο χαρακτήρα της ζημίας που υπέστησαν οι Cantine και, κατ’ ακολουθία, να προσδιορίσει τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεώς τους για αποζημίωση, στηριζόμενο στην αντίληψη που οι ίδιες είχαν σχετικά με τις ζημιογόνες συνέπειες του κανονισμού 2499/82. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο όφειλε προς τούτο να στηριχθεί σε αποκλειστικώς αντικειμενικά κριτήρια.

63

Τέτοια ακριβώς είναι τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο προκειμένου να προσδιορίσει τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της προαναφερθείσας αποφάσεως Holcim, Γερμανία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία αυτή αρχίζει από τη στιγμή που επέρχεται πράγματι η χρηματική ζημία που υφίσταται ο ζημιούμενος. Επομένως, η έναρξη της προθεσμίας αυτής εξαρτάται από την αντικειμενική ζημία που συγκεκριμένα προκλήθηκε στα περιουσιακά στοιχεία του φερομένου ως ζημιωθέντος.

64

Στην προκειμένη περίπτωση, το Πρωτοδικείο όφειλε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ορίσει ως χρόνο ενάρξεως της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που προέβαλαν οι Cantine, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 235 ΕΚ, την ημερομηνία από της οποίας η προκληθείσα με τον κανονισμό 2499/82 ζημία επήλθε αντικειμενικώς προκαλώντας την απώλεια περιουσιακών στοιχείων τους.

65

Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο έπρεπε να κρίνει ότι αυτή η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από τη στιγμή κατά την οποία η εφαρμογή του παράνομου συστήματος καταβολής κοινοτικών ενισχύσεων που προέβλεπε το άρθρο 9 του κανονισμού 2499/82 προκάλεσε πραγματική και αντικειμενική ζημία στις Cantine, καθόσον δεν τους διασφάλιζε την άμεση καταβολή της κοινοτικής ενισχύσεως σε περίπτωση πτωχεύσεως του DAI. Ως τέτοιος χρόνος έπρεπε, επομένως, να καθορισθεί η ημερομηνία κατά την οποία οι Cantine δεν μπόρεσαν να επιτύχουν καταβολή της ενισχύσεως αυτής εντός της προθεσμίας των ενενήντα ημερών μετά την είσοδο του οίνου στο οινοπνευματοποιείο, όπως προβλέπει η εν λόγω διάταξη, δηλαδή στο τέλος Ιουνίου 1983, όπως ιδίως προκύπτει από τη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

66

Κρίνοντας, όμως, στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να αρχίσει πριν από τις 28 Νοεμβρίου 1994 και, ακολούθως, στη σκέψη 150 της αποφάσεως αυτής, παραδεκτή, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, την αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε ενώπιόν του στις 12 Οκτωβρίου 1998, δηλαδή δέκα πέντε και πλέον έτη μετά την πραγματική επέλευση της ζημίας, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως τις διατάξεις που ρυθμίζουν την κατά το άρθρο αυτό παραγραφή.

67

Πρέπει, επίσης, να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλούν οι Cantine από την προαναφερθείσα απόφαση Adams κατά Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να αντιταχθεί η παραγραφή σε ζημιωθέντα ο οποίος έλαβε καθυστερημένα γνώση της γενεσιουργού αιτίας της ζημίας. Πράγματι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, οι Cantine δεν μπορούν να ισχυριστούν, εν προκειμένω, ότι δεν είχαν λάβει γνώση, από το τέλος Ιουνίου 1983, της γενεσιουργού αιτίας της ζημίας που υπέστησαν, καθόσον γνώριζαν απολύτως, ήδη από τότε, ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 2499/82 ουδόλως τους διασφάλιζε την άμεση καταβολή της επίμαχης κοινοτικής ενισχύσεως σε περίπτωση πτωχεύσεως του οινοπνευματοποιείου.

68

Πρέπει, επίσης, να προστεθεί ότι το γεγονός ότι οι Cantine παρενέβησαν στη δίκη που κίνησε το DAI ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων σχετικά με την ασφάλεια δεν τους εμπόδιζε να ασκήσουν παραλλήλως αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 235 ΕΚ. Πράγματι, η διάταξη αυτή παρέχει στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα την αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται αγωγών αποζημιώσεως, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, οι οποίες στρέφονται κατά της Κοινότητας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 106/87 έως 120/87, Aστέρης κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 5515, σκέψη 15).

69

Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αγωγή ασκούμενη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν μπορεί να αποτελέσει πράξη διακόπτουσα την παραγραφή της αγώγιμης αξίωσης αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 235 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προαναφερθείσα διάταξη Autosalone Ispra dei Fratelli Rossi κατά Επιτροπής, σκέψη 56). Επομένως, κατ’ αντιστοιχία, η άσκηση αγωγής σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να μεταθέσει τον χρόνο ενάρξεως της σχετικής με την εν λόγω αγωγή προθεσμίας παραγραφής.

70

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον έκρινε παραδεκτή την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που άσκησαν οι Cantine και υποχρέωσε την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που αυτές υπέστησαν, κατόπιν της πτωχεύσεως του DAI, ελλείψει μηχανισμού δυνάμενου να εγγυηθεί, στο πλαίσιο του συστήματος που θέσπισε το άρθρο 9 του κανονισμού 2499/82, την καταβολή στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς της κοινοτικής ενισχύσεως που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

Επί της αγωγής ενώπιον του Πρωτοδικείου

71

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τούτο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου, να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Διαπιστώνεται ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

72

Όσον αφορά το αίτημα των Cantine να υποχρεωθεί η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 235 ΕΚ, να τους καταβάλει αποζημίωση ίση προς το ποσό των απαιτήσεών τους που δεν ικανοποίησε το DAI, τούτο δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 63 έως 66 της παρούσας αποφάσεως.

73

Όπως, πράγματι, προκύπτει ειδικότερα από τη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, η πενταετής προθεσμία παραγραφής, που προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, άρχισε να τρέχει από τον Ιούνιο του 1983, κατ’ ακολουθία δε η στηριζόμενη στο άρθρο 235 ΕΚ αξίωση αποζημιώσεως που προβλήθηκε με αγωγή το 1998 πρέπει να θεωρηθεί ως παραγραφείσα και, επομένως, απορριφθείσα ως απαράδεκτη.

74

Κατ’ ακολουθία, δεδομένου ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα των Cantine περί ακυρώσεως του από 31 Ιουλίου 1998 εγγράφου της Επιτροπής και περί αναγνωρίσεως παραλείψεως του εν λόγω θεσμικού οργάνου, καθώς και το αίτημά τους να καταδικαστεί η Επιτροπή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, οι προσφυγές-αγωγές των Cantine στην υπόθεση T-166/98 πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

Επί των δικαστικών εξόδων

75

Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οσάκις η αναίρεση είναι βάσιμη και το Δικαστήριο εκδικάζει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής και στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη των Cantine, αυτές δε ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα έξοδα της παρούσας δίκης, καθώς και στα έξοδα της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Νοεμβρίου 2004, T-166/98, Cantina sociale di Dolianova κ.λπ. κατά Επιτροπής, καθόσον έκρινε παραδεκτή την αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που άσκησαν οι Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. arl, Cantina Trexenta Soc. coop. arl, Cantina sociale Marmilla — Unione viticoltori associati Soc. coop. arl και Cantina sociale S. Maria La Palma Soc. coop. arl, Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. arl Monti-Sassari και υποχρέωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν, κατόπιν της πτωχεύσεως της Distilleria Agricola Industriale de Terralba, λόγω ελλείψεως μηχανισμού δυνάμενου να εγγυηθεί, στο πλαίσιο του συστήματος που θέσπισε το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2499/82 της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 1982, περί καθορισμού των διατάξεων σχετικά με την προληπτική απόσταξη για την αμπελουργική περίοδο 1982/1983, την καταβολή στους οικείους παραγωγούς της κοινοτικής ενισχύσεως που προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή στην υπόθεση T-166/98.

 

3)

Οι Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. arl, Cantina Trexenta Soc. coop. arl, Cantina sociale Marmilla — Unione viticoltori associati Soc. coop. arl, Cantina sociale S. Maria La Palma Soc. coop. arl και Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. arl Monti-Sassari καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης καθώς και στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top