Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0032

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2006.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
    Παράβαση κράτους μέλους - Περιβάλλον - Οδηγία 2000/60/ΕΚ - Απουσία κοινοποιήσεως των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - Υποχρέωση θεσπίσεως νομοθετικού πλαισίου στο εθνικό δίκαιο - Δεν υφίσταται - Ελλιπής μεταφορά ή μη μεταφορά των άρθρων 2, 7, παράγραφος 2, και 14.
    Υπόθεση C-32/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-11323

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:749

    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Διάδικοι

    Στην υπόθεση C‑32/05,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2005,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις S. Pardo Quintillán και J. Hottiaux, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπουμένου από τον S. Schreiner, επικουρούμενο από τον P. Kinsch, avocat,

    καθού,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και A. Ó Caoimh (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαρτίου 2006,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2006,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης

    1. Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327, σ. 1, στο εξής: οδηγία), με εξαίρεση το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3 και 5 έως 7, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 3, και, εν πάση περιπτώσει, μη ανακοινώνοντας στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η κοινοτική νομοθεσία

    2. Η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχει ως εξής:

    «Η κοινοτική πολιτική στον τομέα των υδάτων απαιτεί ένα διαφανές, αποτελεσματικό και συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο. Η Κοινότητα θα πρέπει να παρέχει τις κοινές αρχές και το συνολικό πλαίσιο δράσης. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέψει το πλαίσιο αυτό και να συντονίσει, [...] να ενσωματώσει και, πιο μακροπρόθεσμα, να αναπτύξει περαιτέρω τις συνολικές αρχές και δομές για την προστασία και τη βιώσιμη χρήση του ύδατος στην Κοινότητα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.»

    3. Κατά την εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, τα κράτη μέλη, για να επιτύχουν τους στόχους που θέτει η οδηγία με την κατάρτιση προγράμματος προς τούτο μέτρων, μπορούν να εφαρμόζουν σταδιακά το πρόγραμμα μέτρων προκειμένου να κατανείμουν το κόστος εφαρμογής.

    4. Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, «σκοπός της είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων».

    5. Το άρθρο 2 της οδηγίας περιέχει τους ορισμούς 41 εννοιών που ασκούν επιρροή για την εφαρμογή της οδηγίας. Ορισμένες από τις έννοιες αυτές αφορούν τα πρότυπα ποιότητας των υδάτων την τήρηση των οποίων επιβάλλει η οδηγία στα κράτη μέλη, ιδίως με το άρθρο της 4. Οι προθεσμίες εντός των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφωθούν με τα πρότυπα αυτά ορίζονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 4 έως 6 και 8 της οδηγίας.

    6. Το άρθρο 3 της οδηγίας, με τίτλο «Συντονισμός διοικητικών ρυθμίσεων σε περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού», έχει ως εξής:

    «1. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τις [...] λεκάνες απορροής ποταμού στο εθνικό τους έδαφος και, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις υπάγουν σε επιμέρους περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού. [...]

    2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τις κατάλληλες διοικητικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της κατάλληλης αρμόδιας αρχής, για την εφαρμογή των κανόνων της παρούσας οδηγίας μέσα σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού στο έδαφός τους.

    3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι λεκάνες απορροής ποταμού που καλύπτουν εδάφη περισσότερων του ενός κρατών μελών υπάγονται σε μια διεθνή περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού. Όταν το ζητήσουν τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, η Επιτροπή ενεργεί για να διευκολυνθεί η υπαγωγή στις διεθνείς αυτές περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού.

    […]

    4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που τίθενται δυνάμει του άρθρου 4, και ειδικότερα όλα τα προγράμματα μέτρων, συντονίζονται για όλη την περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού. Για τις διεθνείς περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, τον συντονισμό εξασφαλίζουν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη από κοινού και μπορούν, για τον σκοπό αυτό, να χρησιμοποιούν τις υφιστάμενες δομές που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες. Όταν το ζητήσουν τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, η Επιτροπή ενεργεί για να διευκολύνει τον καθορισμό των προγραμμάτων μέτρων.

    […]

    6. Τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίζουν έναν υπάρχοντα εθνικό ή διεθνή οργανισμό ως αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

    7. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν την αρμόδια αρχή [έως] την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 24.

    […]»

    7. Το άρθρο 4 της οδηγίας θέτει τους περιβαλλοντικούς στόχους που οφείλουν να υλοποιούν τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού για τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα και τις προστατευόμενες ζώνες. Κατ’ ουσίαν, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβαθμίσεως της ποιότητας των περί ων ο λόγος υδάτων και των προστατευόμενων ζωνών και για τη βελτίωση και την αναβάθμισή της στα επίπεδα που ορίζουν οι διατάξεις της οδηγίας, ιδίως το άρθρο της 2.

    8. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, «τα κράτη μέλη συμμορφούνται με όλα τα πρότυπα και τους στόχους το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός αν προβλέπεται άλλως στην κοινοτική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές».

    9. Όσον αφορά τα ύδατα που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή πόσιμου νερού, το άρθρο 7 της οδηγίας έχει ως εξής:

    «1. Σε κάθε περιοχή λεκάνης ποταμού, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν:

    – όλα τα υδατικά συστήματα που χρησιμοποιούνται για την υδροληψία με σκοπό την ανθρώπινη κατανάλωση και παρέχουν κατά μέσο όρο άνω των 10 m 3 ημερησίως ή εξυπηρετούν περισσότερα από 50 άτομα και

    – τα υδατικά συστήματα που προορίζονται για τέτοια χρήση μελλοντικά.

    Τα κράτη μέλη παρακολουθούν, σύμφωνα με το παράρτημα V, τα υδατικά συστήματα τα οποία, σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα, παρέχουν κατά μέσο όρο άνω των 100 m 3 ημερησίως.

    2. Για κάθε υδατικό σύστημα που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 1, επιπλέον της τήρησης των στόχων του άρθρου 4 σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των ποιοτικών προτύπων που καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο δυνάμει του άρθρου 16, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, υπό το εφαρμοζόμενο καθεστώς επεξεργασίας του ύδατος και σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, το ύδωρ που προκύπτει πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 80/778/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1980, περί της ποιότητας του πόσιμου νερού (ΕΕ L 229, σ. 11)], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/83/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998 (ΕΕ L 330, σ. 32)].

    3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την προσήκουσα προστασία των προσδιοριζόμενων υδατικών συστημάτων με σκοπό να αποφευχθεί η υποβάθμιση της ποιότητάς τους, έτσι ώστε να μειωθεί το επίπεδο επεξεργασίας καθαρισμού που απαιτείται για την παραγωγή πόσιμου ύδατος. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώνουν ζώνες ασφαλείας για τα υδατικά αυτά συστήματα.»

    10. Το άρθρο 14 της οδηγίας έχει ως εξής:

    «1. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην υλοποίηση της παρούσας οδηγίας, ιδίως δε στην εκπόνηση, την αναθεώρηση και την ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού. Τα κράτη μέλη, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, δημοσιεύουν και θέτουν στη διάθεση του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, για τη διατύπωση παρατηρήσεων:

    α) χρονοδιάγραμμα και πρόγραμμα εργασιών για την εκπόνηση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης κατάστασης των ληπτέων μέτρων διαβουλεύσεων, τουλάχιστον τρία έτη πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο·

    β) ενδιάμεση επισκόπηση των σημαντικών ζητημάτων διαχείρισης των υδάτων που εντοπίστηκαν στη λεκάνη απορροής ποταμού, τουλάχιστον δύο έτη πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο·

    γ) αντίγραφο του προσχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, τουλάχιστον ένα έτος πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο.

    Κατόπιν σχετικής αίτησης, παρέχεται πρόσβαση σε βοηθητικά έγγραφα και πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση του προσχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.

    2. Τα κράτη μέλη παρέχουν προθεσμία τουλάχιστον έξι μηνών για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα, προκειμένου να υπάρξει δυνατότητα ενεργού συμμετοχής και διαβουλεύσεων.

    3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται εξίσου στα ενημερωμένα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.»

    11. Το άρθρο 24 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 22 Δεκεμβρίου 2003. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    […]

    2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτει η παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.»

    Η εθνική νομοθεσία

    12. Ο νόμος της 29ης Ιουλίου 1993, περί προστασίας και διαχειρίσεως των υδάτων (Mém. A 1993, σ. 1302, στο εξής: νόμος του 1993), αφορά τα επιφανειακά και υπόγεια, δημόσια ή ιδιωτικά, ύδατα.

    13. Το άρθρο 2 του νόμου του 1993, με τίτλο «Κατευθυντήριες αρχές», ορίζει τα εξής:

    «1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου αποσκοπούν στην καταπολέμηση της ρύπανσης των υδάτων καθώς και στην ανανέωσή τους προκειμένου να ικανοποιούνται, μεταξύ άλλων, οι επιταγές που σχετίζονται με

    – την υγεία του ανθρώπου και των ζώων καθώς και με την οικολογική ισορροπία·

    – τη βιολογική ζωή του αποδέκτη υδάτινου περιβάλλοντος και, ειδικώς, της ιχθυοπανίδας·

    – την προμήθεια ύδατος προς πόση καθώς και ύδατος βιομηχανικής χρήσεως·

    – τη διατήρηση των υδάτων·

    – την κολύμβηση, τα θαλάσσια αθλήματα και άλλες δραστηριότητες αναψυχής·

    – την προστασία τοπίων και χώρων·

    – τη γεωργία, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και οποιεσδήποτε άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες γενικού ενδιαφέροντος.

    2. Όποιος χρησιμοποιεί τα μνημονευόμενα στον παρόντα νόμο ύδατα υποχρεούται να μεριμνά ώστε να προλαμβάνει ή να μειώνει, στο μέτρο του δυνατού, κάθε ρύπανση των υδάτων, επιδεικνύοντας την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις.»

    14. Το άρθρο 3 το ίδιου νόμου περιλαμβάνει κατάλογο δώδεκα ορισμών που χρησιμοποιούνται στον εν λόγω νόμο.

    15. Όσον αφορά τον προσδιορισμό, τη δημιουργία και τη διαχείριση των ζωνών προστασίας των υδάτων, τα άρθρα 18 και 19 του νόμου του 1993 έχουν ως εξής:

    «18. Ζώνες προστασίας των υδάτων

    1. Για τη διασφάλιση της καλής ποιότητας των υδάτων προς πόση, εδάφη κείμενα πέριξ των σημείων υδροληψίας πρέπει να κηρύσσονται προστατευόμενες ζώνες, υποδιαιρούμενες σε ζώνες άμεσης προστασίας, ζώνες σχετικής προστασίας και ζώνες ελάσσονος προστασίας.

    Το εν λόγω εκτελεστικό μέτρο πρέπει να ανταποκρίνεται στο εθνικό σχέδιο διαχείρισης των υδάτων που προβλέπει το άρθρο 6 του παρόντος νόμου.

    2. Τα εδάφη που βρίσκονται στη ζώνη άμεσης προστασίας πρέπει να αποκτώνται κατά πλήρη κυριότητα.

    Μπορούν να απαλλοτριώνονται σύμφωνα με τον τρόπο και τον τύπο που προβλέπει ο νόμος της 15ης Μαρτίου 1979 περί απαλλοτριώσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

    3. Εντός της ζώνης σχετικής προστασίας μπορεί να απαγορεύεται, να ρυθμίζεται ή να υπόκειται σε ειδική έγκριση κάθε δραστηριότητα, εγκατάσταση ή απόθεση δυνάμενη να βλάψει άμεσα ή έμμεσα την ποιότητα των υδάτων.

    4. Εντός της ζώνης ελάσσονος προστασίας, μπορεί να ρυθμίζεται κάθε δραστηριότητα, εγκατάσταση ή απόθεση από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 3.

    19. Λεπτομέρειες ως προς τη δημιουργία και διαχείριση των ζωνών προστασίας των υδάτων

    1. Η δημιουργία ζωνών προστασίας των υδάτων προτείνεται από τον αρμόδιο υπουργό με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου.

    2. Ο αρμόδιος υπουργός διατάσσει την κατάρτιση φακέλου που περιλαμβάνει:

    – υπηρεσιακό σημείωμα που αναφέρει το αντικείμενο, τους λόγους και το περιεχόμενο της πράξεως·

    – γεωλογική έκθεση με την οποία διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, η ταχύτητα της υδρογεωλογικής σχέσεως μεταξύ των ζωνών διηθήσεως και των προστατευόμενων σημείων υδροληψίας·

    – κατάλογο των δήμων και κοινοτήτων που εντάσσονται, εν όλω ή εν μέρει, στην προστατευόμενη ζώνη με μνεία, ανά δήμο ή κοινότητα, των αντίστοιχων κτηματολογικών τμημάτων·

    – τοπογραφικό χάρτη και κτηματολογικά σχέδια με χάραξη των ορίων της προστατευόμενης ζώνης·

    – σχέδιο διαχείρισης που ορίζει

    α) τις επιβαλλόμενες στους κυρίους και νομείς επιβαρύνσεις,

    β) τις δουλείες που ισχύουν για την προστατευόμενη ζώνη,

    γ) εφόσον είναι αναγκαίο, τις χωροταξικές διευθετήσεις και τα έργα που αντιστοιχούν στη λειτουργία της προστατευόμενης ζώνης.

    3. Ο αρμόδιος υπουργός αποστέλλει, για τη διενέργεια δημόσιας έρευνας, τον φάκελο στον αρμόδιο περιφερειάρχη (commissaire de district).

    Ο περιφερειάρχης διατάσσει την κατάθεση, για διάστημα τριάντα ημερών, του σχετικού φακέλου στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα όπου το κοινό μπορεί να λαμβάνει σχετικώς γνώση. Η κατάθεση δημοσιοποιείται μέσω αγγελιών που αφισοκολλούνται στον δήμο ή στην κοινότητα κατά τον συνήθη τρόπο, καλώντας το κοινό να λάβει γνώση των σχετικών εγγράφων.

    Εντός της προβλεπομένης στο προηγούμενο εδάφιο προθεσμίας, μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις κατά του σχεδίου ενώπιον του σώματος των δημοτικών ή κοινοτικών αρχόντων (collège des bourgmestres et échevins), οι οποίοι ενημερώνουν σχετικώς το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο (conseil communal) προκειμένου αυτό να εκφέρει τη γνώμη του. Ο φάκελος αυτός, με τις ενστάσεις και τη γνώμη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, πρέπει να διαβιβαστεί, εντός του μήνα της εκπνοής της προθεσμίας δημοσιοποιήσεως, στον περιφερειάρχη, ο οποίος διαβιβάζει τα εν λόγω έγγραφα στον αρμόδιο υπουργό με τις παρατηρήσεις του.

    4. Η κήρυξη περιοχής ως ζώνης προστασίας των υδάτων γίνεται με διάταγμα του Μεγάλου Δούκα, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Conseil d’État.

    5. Με το διάταγμα του Μεγάλου Δούκα, που κηρύσσει ως ζώνη προστασίας των υδάτων μέρος της επικράτειας, μπορούν να επιβάλλονται στους κυρίους ή νομείς ακινήτων επιβαρύνσεις και να βαρύνονται τα ακίνητα με δουλείες που αφορούν μεταξύ άλλων:

    – τη χρήση των υδάτων·

    – τη ρύθμιση της χρήσεως παρασιτοκτόνων και ρυπογόνων λιπασμάτων·

    – την απαγόρευση μεταβολής του προορισμού των εδαφών.

    Οι συνέπειες της κηρύξεως ζώνης προστασίας των υδάτων συνοδεύουν το οικείο έδαφος ανεξαρτήτως του εκάστοτε νομέα ή κυρίου.»

    Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    16. Θεωρώντας ότι η οδηγία δεν είχε μεταφερθεί εμπροθέσμως στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, η Επιτροπή, αφού όχλησε, στις 26 Ιανουαρίου 2004, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου προκειμένου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ, εξέδωσε, στις 9 Ιουλίου 2004, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία ζήτησε από το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς την εν λόγω οδηγία, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης γνώμης.

    17. Με την από 27 Σεπτεμβρίου 2004 απάντησή τους στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη, οι λουξεμβουργιανές αρχές ανέφεραν τους διάφορους λόγους καθυστέρησης της μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων την έλλειψη σαφήνειας ορισμένων από τις έννοιες που αυτή περιέχει και την απόφαση της Λουξεμβουργιανής Κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί την εν λόγω μεταφορά της οδηγίας για να προβεί σε ριζική αναθεώρηση της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας. Πάντως, οι εν λόγω αρχές διευκρίνισαν ότι η καθυστέρηση επίσημης μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο ουδόλως συνιστά πρόσκομμα για την τήρηση των τασσόμενων από την οδηγία προθεσμιών.

    18. Δεδομένου ότι δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

    Επί της προσφυγής

    Επί της πρώτης αιτιάσεως που αφορά τη μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    19. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 24 της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία το αργότερο στις 22 Δεκεμβρίου 2003 και να ενημερώσουν αμέσως την Επιτροπή. Με το δικόγραφο της προσφυγής της ισχυρίζεται ότι οι λουξεμβουργιανές αρχές δεν την ενημέρωσαν για τις θεσπισθείσες διατάξεις.

    20. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που της παρέσχε η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση με το υπόμνημά της αντικρούσεως, σχετικά με έγγραφο που της απηύθυνε η μόνιμη αντιπροσωπεία του Λουξεμβούργου στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 24 Αυγούστου 2004 (στο εξής: έγγραφο της 24ης Αυγούστου 2004), όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 3 της οδηγίας, δέχεται, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι, λόγω ελλείψεως συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών της, δεν μπόρεσε να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού. Πάντως, ναι μεν η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι έτσι εκπληρώθηκε η απαιτούμενη από το άρθρο 3 υποχρέωση κοινοποιήσεως, πλην όμως εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 8, ήτοι στις 22 Ιουνίου 2004, και, επιπλέον, μετά την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης.

    21. Όσον αφορά τον νόμο του 1993 ο οποίος, κατά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παρέχει στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους επαρκείς εξουσίες για να διασφαλίζουν την υλοποίηση των λειτουργικών σκοπών της οδηγίας και ο οποίος της κοινοποιήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι, πριν από την κοινοποίηση αυτή, δεν γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο του νόμου αυτού. Επομένως, καταλήγει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν κοινοποίησε εμπροθέσμως τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς την οδηγία.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    22. Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Το Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη τις επελθούσες στη συνέχεια μεταβολές (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑168/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2004, σ. I‑8227, σκέψη 24, και της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑118/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 7).

    23. Εν προκειμένω, πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι το έγγραφο της 24ης Αυγούστου 2004 εστάλη πριν από τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας που έταξε η αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Ιουλίου 2004. Ναι μεν αληθεύει, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ότι οι λουξεμβουργιανές αρχές δεν έκαναν καμία αναφορά στο έγγραφο αυτό κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, τούτο όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η κοινοποίηση των μέτρων που ελήφθησαν για τη μεταφορά του άρθρου 3 της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη πραγματοποιήθηκε πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

    24. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής δεν είναι βάσιμη όσον αφορά την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς της διατάξεως αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη.

    25. Περαιτέρω, όσον αφορά την κοινοποίηση των λοιπών διατάξεων που θέσπισε το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω κράτος μέλος κοινοποίησε, το πρώτον με το υπόμνημά του αντικρούσεως, αντίγραφο του νόμου του 1993, υποστηρίζοντας ότι συνιστούσε επαρκή μεταφορά της οδηγίας. Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί, στο παρόν στάδιο, αν ο νόμος αυτός συνιστά επαρκή μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, καθότι το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την προαναφερθείσα στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, ισχυρισμός προβαλλόμενος με τόση καθυστέρηση δεν ασκεί επιρροή ως προς την αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη κοινοποιήσεως των απαιτούμενων πληροφοριακών στοιχείων εντός της προθεσμίας που τάσσει η αιτιολογημένη γνώμη.

    26. Τέλος, όσον αφορά τα μέτρα που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, η Επιτροπή αναγνώρισε, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι τα άρθρα 18 και 19 του νόμου του 1993 συνιστούν ικανοποιητική μεταφορά της διατάξεως αυτής στο εσωτερικό δίκαιο. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή το πρώτον ως παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως, πρέπει, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη τη ς παρούσας αποφάσεως, να θεωρηθεί βάσιμη η αιτίαση της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη κοινοποιήσεως των μέτρων που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

    27. Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, μη κοινοποιώντας στην Επιτροπή τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θέσπισε για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60, με εξαίρεση τις σχετικές με το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο της 24.

    Επί της δεύτερης αιτιάσεως που αφορά την απουσία θεσπίσεως των αναγκαίων μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    28. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη τη θέσπιση γενικών και ειδικών μέτρων μεταφοράς, προκειμένου η εθνική τους έννομη τάξη να συμβαδίζει με τους στόχους της οδηγίας. Επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου στον τομέα των υδάτων, το αργότερο μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 2003, καθώς και την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων είτε την ίδια αυτή ημερομηνία είτε σε διαδοχικές ημερομηνίες. Κατά την Επιτροπή, η κατάρτιση εθνικής νομοθεσίας για τον καθορισμό γενικού πλαισίου είναι το σημαντικότερο στάδιο για τη μεταφορά [της οδηγίας] στην εσωτερική έννομη τάξη, εφόσον πρόκειται για τον καθορισμό των κύριων υποχρεώσεων των κρατών μελών και για τη δημιουργία της κατάλληλης νομικής βάσεως για τη θέσπιση ειδικότερων μέτρων.

    29. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι οι διατάξεις του νόμου 1993 δεν εξασφαλίζουν την πλήρη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

    30. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση εκτιμά ότι η οδηγία δεν απαιτεί συγκεκριμένα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, προκειμένου αυτή να καταστεί συμβατή με τους σκοπούς της οδηγίας. Αφενός, η οδηγία επιμένει μάλλον όσον αφορά τις συγκεκριμένες δράσεις που πρέπει να αναλάβουν οι εθνικές αρχές, παρά στην τυπική εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο. Δεν πρόκειται για οδηγία εναρμόνισης της νομοθεσίας, αλλά μόνο για οδηγία που απαιτεί συγκεκριμένο πλαίσιο για την κοινοτική πολιτική στον τομέα των υδάτων.

    31. Η εν λόγω κυβέρνηση τονίζει, επίσης, ότι καθεμία από τις λειτουργικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις αρχές των κρατών μελών έχει χρονικό περιθώριο εκτελέσεως από το 2006 έως το 2015 και ότι οι ενέργειές της αποβλέπουν στην επίτευξη των ούτως οριζομένων στόχων εντός των προθεσμιών που τάσσει η οδηγία. Κατά τα λοιπά, εκτιμά ότι η λουξεμβουργιανή νομοθεσία, ιδίως δε ο νόμος του 1993, παρέχει στις εθνικές αρχές μια δέσμη μέτρων που αρκούν ενδεχομένως για την υλοποίηση των λειτουργικών στόχων της οδηγίας.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    – Επί της υποχρεώσεως θεσπίσεως νομοθετικού πλαισίου για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη

    32. Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το ζήτημα του αν η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι καθένα από τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται μια οδηγία οφείλει να λάβει, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεώς του, όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας σύμφωνα με τον στόχο που αυτή επιδιώκει (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2002, C-478/99, Επιτροπή κατά Σουηδίας, Συλλογή 2002, σ. Ι-4147, σκέψη 15, και της 26ης Ιουνίου 2003, C-233/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-6625, σκέψη 75).

    33. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το πρώτο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής δεν αφορά το αν το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποχρεούται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο στόχο της, πράγμα που το Μεγάλο Δουκάτο δεν αμφισβητεί, αλλά το αν το εν λόγω κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει συγκεκριμένο μέτρο, ήτοι νόμο-πλαίσιο, για να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αυτή του επιβάλλει.

    34. Κατά το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, τα κράτη μέλη έχουν την επιλογή του τύπου και των μέσων εφαρμογής των οδηγιών, ώστε να εξασφαλίζουν με τον καλύτερο τρόπο το αποτέλεσμα που αυτές επιδιώκουν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη νομοθετική πράξη σε κάθε κράτος μέλος. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι δεν απαιτείται πάντοτε η κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων μιας οδηγίας σε ρητή και ειδική νομική διάταξη, καθότι η εφαρμογή της οδηγίας μπορεί, ανάλογα και με το περιεχόμενό της, να αρκεστεί σε ένα γενικό νομικό πλαίσιο. Ειδικότερα, η ύπαρξη γενικών αρχών συνταγματικού ή διοικητικού δικαίου μπορεί να καταστήσει περιττή τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη με ειδικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, οι αρχές αυτές να εξασφαλίζουν πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας από την εθνική διοίκηση και, εφόσον η εν λόγω διάταξη της οδηγίας αποβλέπει στη δημιουργία δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, η έννομη κατάσταση που απορρέει από τις αρχές αυτές να είναι επαρκώς ακριβής και σαφής και οι δικαιούχοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν το σύνολο των δικαιωμάτων τους και, ενδεχομένως, να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών αρχών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1985, 29/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1985, σ. 1661, σκέψεις 22 και 23, της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-217/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. I‑5087, σκέψεις 31 και 32, και προπαρατεθείσα απόφαση της 26ης Ιουνίου 2003, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 76).

    35. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι δεν απαιτείται, κατ’ αρχήν, η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο διατάξεως που αφορά μόνον τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη τήρηση του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η τήρηση διατάξεως οδηγίας που διέπει τις σχέσεις αυτές απαιτεί τη λήψη ειδικών μέτρων μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2003, C-72/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2003, σ. I‑6597, σκέψεις 19 και 20, και της 20ής Νοεμβρίου 2003, C‑296/01, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. I‑13909, σκέψη 92).

    36. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό, σε κάθε περίπτωση, να καθορίζεται η φύση των διατάξεων οδηγίας, για τις οποίες ασκείται προσφυγή λόγω παραβάσεως, προκειμένου να υπολογίζεται η έκταση της υποχρεώσεως μεταφοράς που υπέχουν τα κράτη μέλη.

    37. Η κοινοτική νομοθετική πρακτική αποδεικνύει ότι μπορούν να υφίστανται μεγάλες διαφορές ως προς το είδος των υποχρεώσεων που οι οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη και επομένως ως προς τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, C‑60/01, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I‑5679, σκέψη 25).

    38. Συγκεκριμένα, ορισμένες οδηγίες απαιτούν τη λήψη νομοθετικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και η τήρησή τους υπόκειται σε δικαστικό ή διοικητικό έλεγχο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1989, C‑360/88, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1989, σ. 3803, της 6ης Δεκεμβρίου 1989, C‑329/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1989, σ. 4159, και προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 26).

    39. Άλλες οδηγίες ορίζουν ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση ορισμένων στόχων που διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό και όχι προσδιορίσιμο, αφήνοντας στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη φύση των ληπτέων μέτρων (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, καλούμενης «San Rocco», Συλλογή 1999, σ. I-7773, σκέψεις 67 και 68, και προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 27).

    40. Άλλες οδηγίες απαιτούν, επίσης, από τα κράτη μέλη πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα μετά τη λήξη ορισμένης προθεσμίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1993, C-56/90, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1993, σ. I-4109, σκέψεις 42 έως 44, της 19ης Μαρτίου 2002, C-268/00, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2002, σ. Ι-2995, σκέψεις 12 έως 14, και προπαρατεθείσα της 18ης Ιουνίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 28).

    41. Όσον αφορά την υπό κρίση προσφυγή, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2000/60 είναι οδηγία-πλαίσιο εκδοθείσα βάσει του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ. Θέτει κοινές αρχές και ένα γενικό πλαίσιο δράσεως για την προστασία των υδάτων και εξασφαλίζει τον συντονισμό, την ενσωμάτωση, καθώς και, πιο μακροπρόθεσμα, την ανάπτυξη των γενικών αρχών και δομών για την προστασία και τη βιώσιμη χρησιμοποίηση των υδάτων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι κοινές αρχές και το γενικό πλαίσιο δράσεως που θέτει πρέπει να αναπτυχθούν ακολούθως από τα κράτη μέλη που καλούνται να θεσπίσουν σειρά ειδικών μέτρων εντός των προθεσμιών που τάσσει η οδηγία. Η οδηγία δεν αποβλέπει, πάντως, στην πλήρη εναρμόνιση της νομοθεσίας των κρατών μελών στον τομέα των υδάτων.

    42. Από την εξέταση της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι περιέχει διατάξεις ποικίλης φύσεως που επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη (βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 4 κατά το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβαθμίσεως όλων των επιφανειακών και υπόγειων υδάτινων συστημάτων), στα κράτη μέλη έναντι της Επιτροπής και της Κοινότητας (βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 24, παράγραφος 2, σχετικά με την υποχρέωση κοινοποιήσεως των μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη) και στα θεσμικά όργανα (βλ., για παράδειγμα, τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας, με τα οποία καλούνται τα κοινοτικά όργανα να θεσπίσουν κοινοτικά μέτρα στον τομέα της ρύπανσης των υδάτων και των υπόγειων υδάτων).

    43. Από μια σφαιρική εξέταση της οδηγίας προκύπτει ότι η πλειονότητα των διατάξεών της έχει τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την επίτευξη ορισμένων στόχων, οι οποίοι ενίοτε διατυπώνονται γενικώς, αφήνοντας στα εν λόγω κράτη περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη φύση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν.

    44. Η οδηγία αυτή περιέχει, επίσης, διατάξεις όπως το άρθρο 1, που ορίζει απλώς τους διαφόρους επιδιωκομένους στόχους και που, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν χρήζει μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη.

    45. Απαντώντας στις ερωτήσεις που της απευθύνθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκειμένου να διευκρινίσει τις συγκεκριμένες διατάξεις της οδηγίας για τις οποίες επιβάλλεται η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου για την τήρηση των επιταγών της οδηγίας, η Επιτροπή αναφέρθηκε στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας, επισημαίνοντας τους επιδιωκόμενους στόχους και τους ορισμούς των εννοιών στους οποίους στηρίζεται η οδηγία, χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους οι διατάξεις αυτές απαιτούν τη θέσπιση συγκεκριμένης νομοθεσίας ούτε τον λόγο για τον οποίο η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσουν τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την επίτευξη των στόχων που θέτει η οδηγία εντός της τασσόμενης προθεσμίας.

    46. Εντούτοις, ούτε από τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας ούτε από καμία άλλη διάταξή της προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, προκειμένου να μεταφέρουν ορθώς τις διατάξεις της στην εσωτερική έννομη τάξη, να θεσπίσουν ένα τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο.

    47. Ασφαλώς, όπως αναγνώρισε η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου μπορεί να αποτελεί τον καταλληλότερο, ή και τον απλούστερο, τρόπο για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, εφόσον, με ένα και μοναδικό κείμενο, παρέχει στις αρμόδιες αρχές, σαφείς νομικές βάσεις για την εκπόνηση των διαφόρων μέτρων που προβλέπει η οδηγία στον τομέα των υδάτων, με σταδιακές προθεσμίες εκτελέσεως. Η θέσπιση ενός τέτοιου νομοθετικού πλαισίου μπορεί, επίσης, να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής, η οποία οφείλει να μεριμνά ώστε να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από την οδηγία αυτή.

    48. Ωστόσο, η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου δεν συνιστά τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας και να προβλέψουν οργανωμένο και διαρθρωμένο σύστημα για την υλοποίηση των στόχων της.

    49. Αν σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση θεσπίσεως, στην εσωτερική τους έννομη τάξη, νομοθετικού πλαισίου για τη μεταφορά της οδηγίας, θα μπορούσε να είχε προσθέσει σχετική διάταξη στο κείμενο της οδηγίας αυτής. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.

    50. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου μετέφερε όντως στην εσωτερική έννομη τάξη ορισμένες διατάξεις της οδηγίας, ιδίως την πλειονότητα των διατάξεων του άρθρου 3, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, και ότι δέχθηκε ότι δεν ήταν αναγκαία η μεταφορά του άρθρου 1, δείχνει ότι δεν απαιτείται νομοθετικό πλαίσιο για τη μεταφορά των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή.

    51. Εφόσον απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι διαπράχθηκε η προβαλλόμενη παράβαση, προσκομίζοντας στο Δικαστήριο τα αναγκαία για τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής στοιχεία, χωρίς να έχει τη δυνατότητα επικλήσεως οποιουδήποτε τεκμηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1982, 96/81, Επιτροπή κ ατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6, της 26ης Ιουνίου 2003, C-404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I‑6695, σκέψη 26, της 6ης Νοεμβρίου 2003, C‑434/01, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2003, σ. I‑13239, σκέψη 21, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑194/01, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2004, σ. I‑4579, σκέψη 34), και δεδομένου ότι εν προκειμένω η Επιτροπή δεν εξέθεσε με επαρκή αιτιολογία ούτε τις διατάξεις της οδηγίας που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθετικό πλαίσιο ούτε την αναγκαιότητα ενός τέτοιου μέτρου για την εξασφάλιση του αποτελέσματος στο οποίο αποβλέπει η οδηγία, πρέπει να σημειωθεί ότι το πρώτο μέρος της δεύτερης αιτιάσεως δεν είναι βάσιμο.

    – Επί της μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη με τον νόμο του 1993

    52. Αντικρούοντας τα επιχειρήματα που προέβαλε η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση το πρώτον με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ισχυρίστηκε, επικουρικώς, ότι ο νόμος του 1993 δεν συνιστά ορθή μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

    53. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή, με την αιτιολογημένη γνώμη και με το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε στο Δικαστήριο, με το οποίο προσάπτει στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ότι δεν θέσπισε κανένα από τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν επιδίωξε να αποδείξει τον λόγο για τον οποίο το ισχύον λουξεμβουργιανό δίκαιο δεν συμφωνεί με τις διατάξεις της οδηγίας. Μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως ισχυρίστηκε το θεσμικό αυτό όργανο ότι ο νόμος του 1993 δεν συνιστούσε επαρκή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

    54. Πάντως, αυτή η αοριστία του δικογράφου προκύπτει από αυτή καθαυτήν τη συμπεριφορά των λουξεμβουργιανών αρχών οι οποίες, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεν επικαλέστηκαν τον νόμο του 1993 ως επαρκές μέτρο μεταφοράς της οδηγίας και άφησαν να εννοηθεί ότι επέκειτο η ψήφιση των αναγκαίων για τη μεταφορά της οδηγίας διατάξεων.

    55. Δεδομένου ότι η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση προέβαλε τη συμβατότητα του νόμου του 1993 με την οδηγία το πρώτον με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή προέβαλε, κατά τον ίδιο τρόπο, με το υπόμνημά της απαντήσεως, επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι η μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη στην οποία ισχυρίζεται ότι προέβη το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου είναι, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένη ή ημιτελής όσον αφορά ορισμένες διατάξεις της οδηγίας και τούτο λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριακών στοιχείων που η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση κοινοποίησε καθυστερημένα με το υπόμνημά της αντικρούσεως.

    56. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε ανάλογες περιπτώσεις, ότι αν η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία ανταποκρίθηκε στον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων του οικείου κράτους μέλους, το κράτος μέλος αυτό το οποίο, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεν ανέφερε στην Επιτροπή ότι η οδηγία πρέπει να θεωρηθεί ως μεταφερθείσα στο ισχύον εσωτερικό δίκαιο, δεν μπορεί να αιτιάται την Επιτροπή ότι επεξέτεινε ή τροποποίησε το αντικείμενο της προσφυγής όπως αυτό οριοθετήθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Κατά το Δικαστήριο, η Επιτροπή μπορεί, αφού αρχικώς προσήψε σε κράτος μέλος ότι παρέλειψε οποιαδήποτε μεταφορά της οδηγίας, να διευκρινίσει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη, που αντέταξε το οικείο κράτος μέλος για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως, είναι, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένη ή ελλιπής όσον αφορά ορισμένες διατάξεις της ίδιας οδηγίας, αιτίαση που λογικώς περιλαμβάνεται στην αιτίαση περί ελλείψεως οποιασδήποτε μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη και έχει επικουρικό χαρακτήρα ως προς αυτήν (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C‑456/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I‑5335, σκέψεις 23 έως 42, και ιδίως σκέψη 40).

    57. Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 1, 2, 3, παράγραφος 4, 7, παράγραφοι 1 και 2, και 14 της οδηγίας.

    58. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την αιτίαση που αντλείται από το άρθρο 7, παράγραφος 1. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι δεν είναι αναγκαία η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 1 της οδηγίας, οπότε η αιτίαση αυτή στερείται αντικειμένου.

    59. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε, επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 4, 8 έως 11, 13, σε συνδυασμό με το παράρτημα VI, και 24 της οδηγίας.

    60. Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το οικείο κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑117/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2004, σ. I‑5517, σκέψη 53, και προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 36), πρέπει να γίνει περιορισμός του δευτέρου μέρους της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής στις διατάξεις της οδηγίας που η Επιτροπή προέβαλε με το υπόμνημά της απαντήσεως και από τις οποίες δεν παραιτήθηκε εν τω μεταξύ (ήτοι τα άρθρα 2, 3 παράγραφος 4, 7, παράγραφος 2, και 14 της εν λόγω οδηγίας), δεδομένου ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν είχε την ευκαιρία να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς επί των λοιπών διατάξεων της οδηγίας που η Επιτροπή προέβαλε το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    61. Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 2 της οδηγίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι περιεχόμενοι στο άρθρο αυτό ορισμοί δεν μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο. Ο νόμος του 1993 ορίζει μόνον τις έννοιες «απορρίψεις», «ρύπανση» και «υπόγεια ύδατα». Η Επιτροπή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις έννοιες «λεκάνη απορροής ποταμού», «καλό οικολογικό δυναμικό» και «καλή χημική κατάσταση», οι οποίες, μολονότι περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας, δεν περιέχονται στον νόμο του 1993.

    62. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση δεν ισχυρίζεται ότι ο νόμος του 1993 περιλαμβάνει όλους τους ορισμούς του άρθρου 2 της οδηγίας, αλλά υποστηρίζει ότι οι ορισμοί αυτοί ασκούν επιρροή μόνον όσον αφορά τον καθορισμό της εκτάσεως των λειτουργικών υποχρεώσεων που η εν λόγω οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη. Εκτιμά ότι δεν χρήζουν αυτούσιας μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη.

    63. Το άρθρο 2 της οδηγίας, σε συνδυασμό, για παράδειγμα, με το άρθρο της 4, επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες υποχρεώσεις που πρέπει να εκτελεστούν εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, προκειμένου να προληφθεί η υποβάθμιση της ποιότητας όλων των συστημάτων επιφανειακών και υπογείων υδάτων. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς άλλους ορισμούς του ίδιου άρθρου 2 σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με τα άρθρα 5, 6 και 8, της οδηγίας.

    64. Το ασυμβίβαστο μιας εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Συνθήκης, ακόμα και με αυτές που έχουν απευθείας εφαρμογή, δεν μπορεί να αρθεί οριστικά παρά μόνο με εσωτερικές διατάξεις δεσμευτικού χαρακτήρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 1996, C-334/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-1307, σκέψη 30, και της 13ης Μαρτίου 1997, C‑197/96, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1997, σ. I‑1489, σκέψη 14).

    65. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, παραλείποντας από τον νόμο του 1993 τους ορισμούς των εννοιών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας και τις προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να τηρηθούν τα πρότυπα ποιότητας του ύδατος, οι οποίες ορίζονται στα άρθρα 4 έως 6 και 8 της ίδιας οδηγίας, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2 της οδηγίας, σε συνδυασμό με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, δεν τέθηκαν σε εφαρμογή με τη δέουσα δεσμευτική ισχύ. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί βάσιμο το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2 της οδηγίας.

    66. Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι καμία διάταξη του νόμου του 1993 δεν συνιστά ορθή μεταφορά της διατάξεως αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη.

    67. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τον συντονισμό των επιταγών της οδηγίας ως προς την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που θέτει το άρθρο της 4 και, ειδικότερα, όλων των προγραμμάτων μέτρων για ολόκληρη την περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού. Ωστόσο, από το κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο αυτό διαφέρουν ανάλογα με το αν η εν λόγω λεκάνη απορροής ποταμού ανήκει σε εθνικό έδαφος ή είναι διεθνής κατά την έννοια της οδηγίας. Για τις διεθνείς περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εξασφαλίζουν από κοινού τον συντονισμό αυτό και μπορούν να χρησιμοποιούν προς τούτο τις υφιστάμενες δομές που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες.

    68. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, επιβάλλει υποχρέωση συντονισμού, ισχυρίζεται όμως ότι δεν υφίστανται εθνικές λεκάνες απορροής ποταμού στην επικράτειά της. Όπως προκύπτει από το έγγραφο της 24ης Αυγούστου 2004, οι δύο μοναδικές λεκάνες απορροής ποταμού κατά την έννοια της οδηγίας που βρίσκονται στην επικράτειά της είναι διεθνείς λεκάνες απορροής, ήτοι η λεκάνη απορροής του Ρήνου μέσω του Μοζέλα και η λεκάνη απορροής του Meuse μέσω του Chiers.

    69. Όσον αφορά τη λεκάνη απορροής του Ρήνου, η κυβέρνηση αυτή επισύναψε, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, το κείμενο της ανακοινώσεως της Υπουργικής Διασκέψεως για τον Ρήνο της Διεθνούς Επιτροπής για την προστασία του Ρήνου (στο εξής: CIPR), της 29ης Ιανουαρίου 2001. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της επιτροπής αυτής, συστάθηκε ειδικώς ad hoc επιτροπή συντονισμού, αποτελούμενη από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών της CIPR, προκειμένου να εκπληρωθεί η υποχρέωση συντονισμού που επιβάλλει η οδηγία.

    70. Όσον αφορά τη λεκάνη απορροής του Meuse, από την τέταρτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη, καθώς και από τα άρθρα 1, 2, 4 και 5 της διεθνούς συμφωνίας για τον Meuse, της 3ης Δεκεμβρίου 2003, η οποία έχει επίσης επισυναφθεί στο εν λόγω υπόμνημα ανταπαντήσεως, προκύπτει ότι έχει ειδικώς συσταθεί διεθνής επιτροπή για την προστασία του Meuse προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξασφαλιστεί ο συντονισμός που απαιτεί η οδηγία. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω διεθνή συμφωνία, κατά την οποία τα απαιτούμενα από την οδηγία μέτρα συντονισμού για τη λεκάνη απορροής του Meuse θα θεσπιστούν στους κόλπους αυτού του διεθνούς οργανισμού.

    71. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τα επιχειρήματα της Λουξεμβουργιανής Κυβερνήσεως, κατά τα οποία οι δύο μοναδικές λεκάνες απορροής ποταμού που βρίσκονται στο έδαφος του Λουξεμβούργου, κατά την έννοια της οδηγίας, είναι διεθνείς και όχι εθνικές λεκάνες απορροής ποταμού. Δεν αμφισβήτησε, επίσης, τα στοιχεία που της παρέσχε το εν λόγω κράτος μέλος και σύμφωνα με τα οποία όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανέθεσαν πράγματι σε δύο διεθνείς οργανισμούς τον συντονισμό των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά τις διεθνείς αυτές λεκάνες απορροής ποταμού.

    72. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, μέλος αυτών των διεθνών οργανισμών, δεν εκτέλεσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας όσον αφορά τις διεθνείς λεκάνες απορροής ποταμού που βρίσκονται στο έδαφός του, το εν λόγω επιχείρημα του δεύτερου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    73. Όσον αφορά, τρίτον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι καμία διάταξη του νόμου του 1993 δεν μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη, έστω και μερικώς, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διάταξη αυτή, οι οποίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη την τήρηση των ειδικών προτύπων ποιότητας για τα συστήματα υδάτων που προορίζονται προς πόση.

    74. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, για κάθε υδατικό σύστημα που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε αυτό όχι μόνο να ανταποκρίνεται στους σκοπούς του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, περιλαμβανομένων των ποιοτικών προτύπων που καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο δυνάμει του άρθρου 16 της οδηγίας, αλλά και ότι, υπό το εφαρμοζόμενο καθεστώς επεξεργασίας του ύδατος και σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, το ύδωρ που προκύπτει πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 80/778/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/83/ΕΚ.

    75. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλονται στα κράτη μέλη υποχρεώσεις επιτεύξεως συγκεκριμένου αποτελέσματος, διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, προκειμένου τα υδατικά συστήματα να ανταποκρίνονται, μεταξύ άλλων, στους συγκεκριμένους στόχους του άρθρου 4 της οδηγίας.

    76. Συνεπώς, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου όφειλε, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, να μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τη διάταξη αυτή με μέτρα δεσμευτικής ισχύος, το αργότερο την ημερομηνία που ορίζει το άρθρο 24 της οδηγίας.

    77. Δεδομένου ότι η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανέναν αμυντικό ισχυρισμό για να δικαιολογήσει την απουσία, από τον νόμο του 1993 ή στη λουξεμβουργιανή έννομη τάξη, διατάξεως που να αντιστοιχεί στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το εν λόγω επιχείρημα του δεύτερου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής είναι βάσιμο.

    78. Όσον αφορά, τέλος, το άρθρο 14 της οδηγίας, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο νόμος του 1993 δεν προβλέπε ι ούτε τη διαβούλευση και ενημέρωση του κοινού ως προς την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης των υδάτων ούτε τη συμμετοχή του κοινού στην εφαρμογή της οδηγίας, όπως απαιτεί η διάταξη αυτή.

    79. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι από το άρθρο 14 της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο της 13, προκύπτει ότι έχει παρέλθει η προθεσμία που τάχθηκε για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις ενημερώσεως του κοινού. Υποστηρίζει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου θα μεριμνήσει ώστε οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 14 να τηρηθούν κατά τις ημερομηνίες που ορίζει η οδηγία.

    80. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 14 της οδηγίας αποβλέπει στο να παράσχει στους ιδιώτες και στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα να μετάσχουν ενεργά στην εφαρμογή της οδηγίας και, μεταξύ άλλων, στην εκπόνηση, την αναθεώρηση και την προσαρμογή των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.

    81. Με την απουσία, στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, οποιουδήποτε μέτρου μεταφοράς ουδαμώς εκπληρώνεται η υποχρέωση κατά την οποία τα εθνικά μέτρα μεταφοράς καθιστούν δεσμευτική από νομικής απόψεως για τις αρμόδιες εθνικές αρχές την προβλεπόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 6, της οδηγίας προθεσμία και παρέχουν στους ιδιώτες τη δυνατότητα να γνωρίζουν πολύ νωρίτερα το σύνολο των δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο των διαδικασιών του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας.

    82. Κατά συνέπεια, το εν λόγω επιχείρημα του δεύτερου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής, που αντλείται από την απουσία μεταφοράς του άρθρου 14 της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, είναι βάσιμο.

    83. Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τα άρθρα 2, 7, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 24 της οδηγίας αυτής. Η προσφυγή είναι απορριπτέα κατά τα λοιπά.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    84. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    85. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, ιδίως σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

    86. Εν προκειμένω, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η Επιτροπή ηττήθηκε μερικώς, καθόσον με την προσφυγή της ζητούσε να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν θέσπισε νόμο-πλαίσιο για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική του έννομη τάξη.

    87. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέλειψε να παράσχει όλα τα χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου με τις οποίες θεωρούσε ότι εκπλήρωσε τις διάφορες υποχρεώσεις που του επιβάλλει η οδηγία.

    88. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    Διατακτικό

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

    1) Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, με εξαίρεση αυτές που αφορούν το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 24 της οδηγίας αυτής.

    2) Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τα άρθρα 2, 7, παράγραφος 2, και 14 της οδηγίας 2000/60, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 24 της οδηγίας αυτής.

    3) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    4) Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    Top