EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0023

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Οκτωβρίου 2005.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2000/34/ΕΚ - Όροι εργασίας - Οργάνωση του χρόνου εργασίας - Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη.
Υπόθεση C-23/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-09535

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:660

Υπόθεση C-23/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2000/34/ΕΚ — Όροι εργασίας — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη»

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Οκτωβρίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής — Όχληση — Προϋπόθεση — Προηγούμενη παράβαση υποχρεώσεως που υπέχει το κράτος μέλος — Παρατηρήσεις του εν λόγω κράτους μέλους — Χαρακτήρας του ουσιώδους τύπου — Όχληση που έχει ως αντικείμενο τη μη μεταφορά οδηγίας πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 226 ΕΚ)

Η έκδοση εγγράφου οχλήσεως προϋποθέτει ότι προβάλλεται προηγούμενη παράβαση υποχρεώσεως που υπέχει το οικείο κράτος μέλος. Η δυνατότητα του εν λόγω κράτους μέλους να υποβάλει τις παρατηρήσεις του συνιστά –ακόμη και αν αποφασίσει να μην κάνει χρήση αυτής– ουσιώδη εγγύηση, κατοχυρωμένη από τη Συνθήκη ΕΚ, η τήρηση της οποίας αποτελεί ουσιώδη τύπο της νομιμότητας της διαδικασίας διά της οποίας διαπιστώνεται παράβαση κράτους μέλους. Το έγγραφο οχλήσεως δεν μπορεί, επομένως, να έχει ως αντικείμενο την παράλειψη μεταφοράς μιας οδηγίας, η προθεσμία για τη μεταφορά της οποίας δεν έχει ακόμη παρέλθει.

(βλ. σκέψη 7)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 27ης Οκτωβρίου 2005 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2000/34/ΕΚ – Όροι εργασίας – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη»

Στην υπόθεση C-23/05,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Rozet και την N. Yerrell, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από τον S. Schreiner,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, S. von Bahr και A. Borg Barthet (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ώστε να καλυφθούν οι τομείς και οι δραστηριότητες που εξαιρούνται από την εν λόγω οδηγία (ΕΕ L 195, σ. 41, στο εξής: οδηγία) ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας.

2       Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 1η Αυγούστου 2003 ή εξακριβώνουν ότι, το αργότερο μέχρι της ημερομηνίας αυτής, οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν κατόπιν συμφωνίας τις αναγκαίες διατάξεις· τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν κάθε αναγκαία διάταξη ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να εγγυηθούν τα επιβαλλόμενα από την παρούσα οδηγία αποτελέσματα. Όσον αφορά τους ασκούμενους ιατρούς η ημερομηνία αυτή ορίζεται για την 1η Αυγούστου 2004. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή σχετικώς».

3       Θεωρώντας ότι η οδηγία δεν είχε μεταφερθεί εμπροθέσμως στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία λόγω παραβάσεως του άρθρου 226, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Αφού έταξε, με έγγραφό της της 6ης Οκτωβρίου 2003, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου προθεσμία προκειμένου να διατυπώσει σχετικώς τις παρατηρήσεις του, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 9 Ιουλίου 2004, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία ζήτησε από το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία για τη συμμόρφωσή του προς αυτήν μέτρα εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης γνώμης. Επειδή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν οι λουξεμβουργιανές αρχές σε συνέχεια της αιτιολογημένης γνώμης, η οδηγία δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

4       Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το ότι η εν λόγω οδηγία δεν μεταφέρθηκε εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι τα αναγκαία προς τον σκοπό αυτόν μέτρα βρίσκονται στο στάδιο της επεξεργασίας. Εξάλλου, είναι ήδη έτοιμο το σχέδιο νόμου για τη μεταφορά της οδηγίας.

5       Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημόσιας τάξης.

6       Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η οδηγία προβλέπει στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, ότι τα κράτη μέλη προβαίνουν στη μεταφορά της οδηγίας το αργότερο την 1η Αυγούστου 2003. Εντούτοις, όσον αφορά τους ασκούμενους ιατρούς, η σχετική προθεσμία λήγει την 1η Αυγούστου 2004. Ωστόσο, το έγγραφο οχλήσεως που απηύθυνε η Επιτροπή προς το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου φέρει ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 2003. Κατά την ημερομηνία αυτή, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας όσον αφορά τους ασκούμενους ιατρούς δεν είχε ακόμη παρέλθει.

7       Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η έκδοση εγγράφου οχλήσεως προϋποθέτει ότι προβάλλεται προηγούμενη παράβαση υποχρεώσεως που υπέχει το οικείο κράτος μέλος (βλ. διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, C-341/97, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2000, σ. I-6611, σκέψη 18, και απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C-230/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-1169, σκέψη 32). Η δυνατότητα του εν λόγω κράτους μέλους να υποβάλει τις παρατηρήσεις του συνιστά –ακόμη και αν αποφασίσει να μην κάνει χρήση αυτής– ουσιώδη εγγύηση, κατοχυρωμένη από τη Συνθήκη ΕΚ, η τήρηση της οποίας αποτελεί ουσιώδη τύπο της νομιμότητας της διαδικασίας διά της οποίας διαπιστώνεται παράβαση κράτους μέλους. Το έγγραφο οχλήσεως δεν μπορεί, επομένως, να έχει ως αντικείμενο την παράλειψη μεταφοράς μιας οδηγίας, η προθεσμία για τη μεταφορά της οποίας δεν έχει ακόμη παρέλθει (βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1970, 31/69, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 243, σκέψεις 12 έως 14).

8       Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση υπόθεση, οι προβαλλόμενες παραβάσεις της οδηγίας, καθό μέρος αφορά τους ασκούμενους ιατρούς, δεν αποδεικνύονται και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή της οδηγίας ως προς τους ασκούμενους ιατρούς.

9       Αντιθέτως, όσον αφορά τους λοιπούς κλάδους στους οποίους εφαρμόζεται η οδηγία, πέραν αυτού των ασκούμενων ιατρών, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι εν συνεχεία επελθούσες μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2002, C-323/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. Ι-4711, σκέψη 8, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-322/00, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2003, σ. Ι-11267, σκέψη 50).

10     Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, δεν είχαν ληφθεί τα απαιτούμενα μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

11     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί ως εν μέρει βάσιμη.

12     Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, με εξαίρεση τις προς θέσπιση διατάξεις που αφορούν τους ασκούμενους ιατρούς, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

13     Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και αυτό ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, με εξαίρεση τις προς θέσπιση διατάξεις που αφορούν τους ασκούμενους ιατρούς, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ώστε να καλυφθούν οι τομείς και οι δραστηριότητες που εξαιρούνται από την εν λόγω οδηγία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top