EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CC0370

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 3ης Οκτωβρίου 2006.
Ποινική δίκη κατά Uwe Kay Festersen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vestre Landsret - Δανία.
Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - Άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ - Περιορισμοί στην κτήση της κυριότητας γεωργικών εκμεταλλεύσεων - Υποχρέωση του αγοραστή να μεταφέρει την κατοικία του στο γεωργικό ακίνητο.
Υπόθεση C-370/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-01129

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:635

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 3ης Οκτωβρίου 2006 1(1)

Υπόθεση C-370/05

Anklagemyndigheden

κατά

Uwe Kay Festersen

[αίτηση του Veste Landsret (Δανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων – Κτήση κυριότητας γεωργικών ακινήτων – Υποχρέωση κατοικίας»





I –    Εισαγωγή

1.     Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2005, το Vestre Landsret της Δανίας ερωτά κατ’ ουσίαν κατά πόσον το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος εξαρτά την κτήση κυριότητας επί γεωργικού ακινήτου από την προϋπόθεση ότι ο αποκτών μεταφέρει τη μόνιμη κατοικία του στο ακίνητο συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ) και περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων (άρθρο 56 ΕΚ).

2.     Η υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Uwe Kay Festersen, γερμανού υπηκόου, λόγω παραβιάσεως της υποχρεώσεως μεταφοράς της μόνιμης κατοικίας του στο αποκτηθέν ακίνητο εντός έξι μηνών.

3.     Αποφασιστικής σημασίας για την παρούσα υπόθεση είναι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις επιβαλλόμενες από εθνικές διατάξεις προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας ακινήτων, ιδίως η απόφαση Ospelt (2), η οποία αφορούσε, όπως και η προκείμενη υπόθεση, ειδικώς τις προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας επί γεωργικών ακινήτων.

II – Οι εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις της Δανίας σχετικά με την κτήση κυριότητας γεωργικών ακινήτων

4.     Στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης εφαρμόζεται ο landbrugslov, όπως τροποποιήθηκε το 1999 (ανακοίνωση νόμου 598 της 15ης Μαΐου 1999, στο εξής: νόμος περί γεωργίας).

5.     Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου περί γεωργίας, υφίσταται υποχρέωση ασκήσεως γεωργίας επί των γεωργικών ακινήτων και ως γεωργικό ακίνητο νοείται το ακίνητο που είναι καταχωρημένο στο κτηματολόγιο ως γεωργικό ακίνητο.

6.     Σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου περί γεωργίας, το γεωργικό ακίνητο πρέπει να διατηρείται ως αυτοτελής γεωργική εκμετάλλευση και να διαθέτει κατάλληλο προς οίκηση κτίσμα, από το οποίο οι κατοικούντες καλλιεργούν τα χωράφια.

7.     Οι προϋποθέσεις κτήσεως της κυριότητας γεωργικών ακινήτων ρυθμίζονται στο άρθρο 16 του νόμου ως εξής (αποσπασματικά):

«1. Δικαίωμα επί γεωργικού ακινήτου, το οποίο βρίσκεται σε αγροτική ζώνη και του οποίου η επιφάνεια υπερβαίνει τα 30 εκτάρια, μπορεί να αποκτήσει ένα πρόσωπο, εάν ο αποκτών:

[…]

4)      εγκαταστήσει τη μόνιμη κατοικία του στο ακίνητο εντός 6 μηνών από της κτήσεως, […]

2. Δικαίωμα επί γεωργικού ακινήτου, του οποίου η επιφάνεια δεν υπερβαίνει τα 30 εκτάρια, μπορεί να αποκτηθεί αν ο αποκτών πληροί τους όρους της παραγράφου 1, περιπτώσεις 1-4 […]

8.     Για αγροτικά ακίνητα εμβαδού μικρότερου των 30 εκταρίων δεν υφίσταται υποχρέωση ιδίας εκμεταλλεύσεως.

9.     Από το άρθρο 18b, παράγραφος 1, και το άρθρο 4 της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 627 της 26ης Ιουλίου 1999 περί της υποχρεώσεως εκπαιδεύσεως και κατοικίας, σε συνδυασμό με τον νόμο περί γεωργίας (στο εξής: κανονιστική απόφαση αριθ. 627), προκύπτει ότι η υποχρέωση κατοικίας έχει την έννοια ότι ο υπόχρεος πρέπει να έχει μόνιμη και διαρκή κατοικία επί του οικείου ακινήτου, η οποία θα χρησιμεύει συγχρόνως ως κύρια κατοικία υπό φορολογική έννοια. Ο υπόχρεος πρέπει επίσης να έχει δηλωθεί στο δημοτολόγιο ως κατοικών στο ακίνητο. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 627, ο αποκτών πρέπει να τηρήσει την υποχρέωση κατοικίας επί οκτώ έτη από της κτήσεως του ακινήτου.

10.   Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα εξαιρέσεων από την υποχρέωση κατοικίας. Έτσι, το άρθρο 18 του νόμου περί γεωργίας προβλέπει (αποσπασματικά) τα εξής:

«1. Πλην των αναφερομένων στα άρθρα 16, 17 και 17a περιπτώσεων, κυριότητα επί γεωργικού ακινήτου σε αγροτική ζώνη μπορεί να αποκτάται μόνο με άδεια του Υπουργού Τροφίμων, Γεωργίας και Αλιείας.

[…]

4.      Ο Υπουργός μπορεί να χορηγήσει σε ένα πρόσωπο άδεια αποκτήσεως κυριότητας επί γεωργικού ακινήτου, όταν

1.      η κτήση πραγματοποιείται προς τον σκοπό χρήσεως, όπως εκτίθεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, περίπτωση 1, και εκτιμάται ότι το ακίνητο στο εγγύς μέλλον πράγματι θα εξυπηρετήσει αυτόν τον σκοπό·

2.      η κτήση πραγματοποιείται για κερδοσκοπικούς σκοπούς σε σχέση με μη γεωργική χρήση που μπορεί εξάλλου να θεωρηθεί επιθυμητή από απόψεως γενικού κοινωνικού συμφέροντος·

3.      η κτήση πραγματοποιείται για ειδικούς σκοπούς, μεταξύ των οποίων τη χρήση για επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς, γενικώς κοινωνικούς, υγειονομικούς ή γενικώς ψυχαγωγικούς σκοπούς·

4.      η κτήση πραγματοποιείται σε συνάρτηση με τη δημιουργία υγρών λιβαδιών, αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και τα παραπλήσια προς αυτά ή

5.      άλλες ιδιαίτερες συνθήκες δικαιολογούν τη χορήγηση τέτοιας άδειας. […]»

11.   Το άρθρο 62 της εγκυκλίου για τον νόμο περί γεωργίας ορίζει σχετικά:

«Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί άδεια κατά το άρθρο 18 του νόμου περί γεωργίας για την κτήση γεωργικού ακινήτου με χρονικώς απεριόριστη απαλλαγή από τον όρο της υποχρεώσεως κατοικίας (βλ. το άρθρο 16, παράγραφος 1, περίπτωση 4, του νόμου περί γεωργίας). Αυτό συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, όταν λόγω των ιδιαιτεροτήτων της τοποθεσίας είναι φυσικώς αδύνατη η εκπλήρωση της υποχρεώσεως κατοικίας για μεγάλο διάστημα του έτους. Η διάταξη αυτή πρέπει να τυγχάνει περιοριστικής εφαρμογής […]»

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.   Ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης , γερμανός υπήκοος Uwe Kay Festersen, απέκτησε, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1998, την κυριότητα ενός ακινήτου ευρισκομένου στη νότια Γιουτλάνδη. Το ακίνητο αυτό αποτελείται από ένα οικοδομημένο τμήμα, εμβαδού 0,24 εκταρίων, ευρισκόμενο στην αστική ζώνη, και από μια χορτολιβαδική έκταση, εμβαδού 3,29 εκταρίων, ευρισκόμενη στην αγροτική ζώνη. Το συνολικό ακίνητο είναι καταχωρημένο στο κτηματολόγιο ως γεωργικό ακίνητο.

13.   Δεδομένου ότι ο Uwe Kay Festersen δεν είχε τη μόνιμη κατοικία του στο γεωργικό ακίνητο, όπως απαιτούσε ο νόμος περί γεωργίας, η επιτροπή γεωργίας της νομαρχίας Sønderjylland (Jordbrugskommission for Sønderjyllands Amt) τον υποχρέωσε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2000, να νομιμοποιήσει την κατάστασή του. Δεδομένου ότι αυτό δεν συνέβη, του απηύθυνε νέα σχετική όχληση στις 16 Ιουλίου 2001.

14.   Στις 12 Ιουνίου 2003, ο Uwe Kay Festersen μετέφερε την κατοικία του στο επίδικο ακίνητο και από τις 12 Σεπτεμβρίου 2003 είναι εγγεγραμμένος στο δημοτολόγιο με την κατοικία αυτή.

15.   Εν τω μεταξύ ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Uwe Kay Festersen ενώπιον του Πταισματοδικείου (Ret) του Gråsten. Ο Uwe Kay Festersen καταδικάστηκε, με απόφαση του Ret του Gråsten της 18ης Αυγούστου 2003, λόγω του ότι δεν συμμορφώθηκε προς την εντολή της επιτροπής γεωργίας της 8ης Σεπτεμβρίου 2000. Ως ποινή του επιβλήθηκε πρόστιμο ανερχόμενο σε 5000 δανικές κορώνες. Επίσης καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή, ανερχόμενη σε 5000 δανικές κορώνες, για κάθε μήνα καθυστερήσεως εάν δεν συμμορφωνόταν πριν την 1η Δεκεμβρίου 2003 προς την εντολή της επιτροπής γεωργίας της 8ης Σεπτεμβρίου 2000.

16.   Στη διαφορά της κύριας δίκης, το Vestre Landsret πρέπει να αποφανθεί επί της εφέσεως που άσκησε ο Uwe Kay Festersen κατά της αποφάσεως του Ret Gråsten.

17.   Στη δίκη αυτή, οι διάδικοι διαφωνούν κατά πόσον η υποχρέωση κατοικίας που επιβάλλει ο νόμος περί γεωργίας είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο και σε ποιό μέτρο μπορεί να εφαρμοστεί στα προκείμενα πραγματικά περιστατικά η απόφαση Ospelt (3). Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, η έκβαση της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται, επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, μεταξύ άλλων, από την ερμηνεία του άρθρου 43 ΕΚ περί του δικαιώματος ελεύθερης εγκαταστάσεως και του άρθρου 56 ΕΚ περί της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων.

18.   Υπό τις συνθήκες αυτές, το Vestre Landsret υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα ακόλουθα δύο ερωτήματα, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

1.      Απαγορεύουν τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ σε κράτος μέλος να εξαρτά την κτήση της κυριότητας γεωργικού ακινήτου από την προϋπόθεση ότι ο αγοραστής πρέπει να μεταφέρει την κατοικία του στην οικεία έκταση;

2.      Έχει σημασία για την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι το γεωργικό ακίνητο δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή εκμετάλλευση και ότι το οίκημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκμετάλλευση του ακινήτου βρίσκεται σε αστική ζώνη;

IV – Απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 A – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

19.   Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον η υποχρέωση κατοικίας, όπως προβλέπεται στον νόμο περί γεωργίας για την κτήση κυριότητας γεωργικών ακινήτων, προσκρούει στο κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα στην ελευθερία κινήσεως κεφαλαίων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως, που διασφαλίζει η Συνθήκη ΕΚ.

20.   Ο Uwe Kay Festersen δέχεται ότι υπάρχει αντίθεση, ενώ οι Κυβερνήσεις της Δανίας και της Νορβηγίας και η Επιτροπή συμφωνούν κατ’ ουσίαν ότι η υφιστάμενη ρύθμιση είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή εξέφρασε μόνο, λόγω των πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων εξαιρέσεως που προβλέπει ο νόμος περί γεωργίας, αμφιβολίες σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας και δέχεται κατ’ αρχήν, στηριζόμενη στην απόφαση Ospelt (4), ότι η επίδικη υποχρέωση κατοικίας είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο, υπό τον όρο ότι η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση κτήσεως κυριότητας γεωργικού ακινήτου.

21.   Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί σε ολόκληρη σειρά αποφάσεων που αφορούν τις προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας ακινήτων σε διάφορα κράτη μέλη. Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για εθνικές ρυθμίσεις σχετικές με την κτήση κυριότητας οικοδομήσιμων ακινήτων, που επεδίωκαν συγκεκριμένους –υπό ευρεία έννοια– χωροταξικούς σκοπούς, όπως η παρεμπόδιση δημιουργίας δευτερευουσών κατοικιών (5).

22.   Ιδιαίτερα κρίσιμες για την παρούσα υπόθεση είναι όμως η απόφαση επί της υποθέσεως Fearon (6), που εκδόθηκε παλαιότερα, καθώς και, ιδίως, η απόφαση επί της υποθέσεως Ospelt (7), στην οποία αναφέρθηκαν εκτενώς οι διάδικοι. Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν ρυθμίσεις ή όρους για την κτήση κυριότητας γεωργικών ακινήτων, που αποσκοπούσαν ειδικώς στην προστασία γενικών συμφερόντων στον τομέα της γεωργίας, όπως είναι η διατήρηση συγκεκριμένης γεωργικής παραγωγής και πληθυσμιακής δομής.

23.   Εντούτοις επιβάλλεται προσοχή ακόμη και για τη γενίκευση ή τη μεταφορά της αποφάσεως επί της υποθέσεως Ospelt στην παρούσα υπόθεση, διότι οι ρυθμίσεις των κρατών μελών σχετικά με την κτήση κυριότητας ακινήτων διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη συγκεκριμένη διαμόρφωση και τους επιδιωκόμενους σκοπούς, και η συμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο εν προκειμένω κρίνεται, όπως ομόφωνα υποστήριξαν οι διάδικοι, κυρίως στο πλαίσιο του ελέγχου με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας, εξαρτάται δηλαδή από τη συγκεκριμένη σχέση μεταξύ του μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού.

24.   Πρέπει, περαιτέρω, να επισημανθεί ότι, στην πλειονότητα των προαναφερθεισών αποφάσεων, εξετάστηκε κατά πόσον διαδικαστικές ή τυπικές προϋποθέσεις της κτήσεως κυριότητας ακινήτων, ιδίως η απαίτηση περί προηγουμένης αδείας, συμφωνούν προς το κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, στην απόφαση Ospelt, αντικείμενο του ελέγχου αποτέλεσαν και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της οικείας ρυθμίσεως περί κτήσεως κυριότητας γεωργικού ακινήτου, συγκεκριμένα η υποχρέωση ιδίας εκμεταλλεύσεως και –όπως προηγουμένως στην απόφαση Fearon– η υποχρέωση κατοικίας (8).

25.   Στην παρούσα υπόθεση, αντίθετα, η διαδικασία κτήσεως κυριότητας ακινήτου δεν αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς. Ο δανικός νόμος περί γεωργίας δεν προβλέπει –τουλάχιστον για κτήση ακινήτου μικρότερου των 30 εκταρίων, όπως εν προκειμένω– υποχρέωση προηγουμένης αδείας. Επίσης, δεν χρειάζεται να εξεταστεί η συμφωνία προς το κοινοτικό δίκαιο της προβλεπομένης στον νόμο περί γεωργίας υποχρεώσεως ιδίας εκμεταλλεύσεως, διότι και αυτή ισχύει μόνο για εκτάσεις που υπερβαίνουν τα 30 εκτάρια και, συνεπώς, δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης. Για τέτοιες εκτάσεις, μικρότερες των 30 εκταρίων, ισχύει μόνον υποχρέωση εκμεταλλεύσεως.

26.   Επομένως, όσον αφορά τη συμφωνία της υποχρεώσεως κατοικίας, όπως αυτή προβλέπεται στον νόμο περί γεωργίας, προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει, κατ’ αρχάς, να προσδιοριστεί το κριτήριο εκτιμήσεως.

27.   Πρέπει, κατ’ αρχήν, να παρατηρηθεί ότι οι εθνικές ρυθμίσεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτων οφείλουν, βεβαίως, να τηρούν όλες τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί θεμελιωδών ελευθεριών, έστω και αν το Δικαστήριο έχει, ως προς το ζήτημα αυτό, αναφερθεί μέχρι σήμερα μόνο στην ελευθερία κινήσεως κεφαλαίων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως (9).

28.   Ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο επίσης αναφέρθηκαν οι διάδικοι, είναι το ποια ή ποιες θεμελιώδεις ελευθερίες είναι κρίσιμες ή εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μέχρι τώρα, πάντως, το Δικαστήριο έχει εξετάσει τις ρυθμίσεις περί της κτήσεως κυριότητας ακινήτων υπό το πρίσμα της ελευθερίας κινήσεως κεφαλαίων, έστω και αν το αιτούν δικαστήριο είχε αναφερθεί, όπως στην απόφαση Konle, και στην ελευθερία εγκαταστάσεως (10). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η άσκηση του δικαιώματος κτήσεως, εκμεταλλεύσεως και εκποιήσεως ακινήτων κειμένων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως και οι κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ακίνητα εντός κράτους μέλους από πρόσωπα μη κατοικούντα στο κράτος αυτό (11).

29.   Μια εξαίρεση σε αυτόν τον τρόπο θεωρήσεως αποτελεί η παλαιότερη απόφαση Fearon, η οποία πάντως σχετίζεται σαφώς, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίστηκε, με την ελευθερία εγκαταστάσεως.

30.   Στην παρούσα υπόθεση, από τη διάταξη περί παραπομπής και τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει σε ποιο πλαίσιο και για ποιο σκοπό απέκτησε ο Uwe Kay Festersen το επίδικο ακίνητο και κατά πόσον πληροί στη συγκεκριμένη περίπτωση τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή και της ελεύθερης διακινήσεως των εργαζομένων. Εντούτοις, στο μέτρο που η επίδικη ρύθμιση αποσκοπεί ακριβώς, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, να εμποδίσει τις απλές επενδύσεις σε ακίνητα και την κερδοσκοπία και, συνεπώς, έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεως των κεφαλαίων, θεωρώ ότι ενδείκνυται και στην προκειμένη περίπτωση να επιλεγεί ως πρωταρχικό κριτήριο εκτιμήσεως η ελευθερία κινήσεως των κεφαλαίων. Εξάλλου, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι οι παρατηρήσεις που ακολουθούν, ιδίως ο έλεγχος με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας, ισχύουν και όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως.

31.   Το γεγονός ότι η επίδικη ρύθμιση, η οποία προβλέπει την υποχρέωση κατοικίας ως προϋπόθεση για την κτήση κυριότητας του ακινήτου ή για αντίστοιχες επενδύσεις σε ακίνητο, περιορίζει, ως εκ του αντικειμένου της, την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων δεν αμφισβητείται κατ’ ουσίαν από τους διαδίκους και, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνεται μάλιστα εν μέρει στους επιδιωκόμενους με τον νόμο περί γεωργίας σκοπούς.

32.   Κατά πάγια νομολογία, τέτοιου είδους περιορισμοί μπορούν, πάντως, να επιτρέπονται, αν τα αντίστοιχα μέτρα, αφενός, επιδιώκουν, χωρίς να δημιουργούν διακρίσεις, σκοπό γενικού συμφέροντος και αν, αφετέρου, τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή αν είναι πρόσφορα για την εξασφάλιση επιτεύξεως του επιδιωκομένου σκοπού και δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του (12).

33.   Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την προϋπόθεση της εξυπηρετήσεως σκοπού γενικού συμφέροντος, ο νόμος περί γεωργίας στηρίζεται σε ολόκληρη δέσμη στόχων αγροτικής πολιτικής. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου και της Κυβερνήσεως της Δανίας, ο νόμος περί γεωργίας στηρίζεται στην παλαιά αρχή της δανικής γεωργίας, σύμφωνα με την οποία τα αγροκτήματα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να τα κατοικούν και να τα εκμεταλλεύονται οι ιδιοκτήτες τους. Πρέπει να αποφεύγονται οι κερδοσκοπίες με ακίνητα και, λόγω της ανεπάρκειας της γεωργικής γης, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι πραγματικοί αγρότες μπορούν να αποκτήσουν τις γεωργικές εκτάσεις που θα χρησιμοποιήσουν ως βάση της παραγωγής τους. Πρέπει να παρεμποδίζεται η υπερβολική συγκέντρωση στον τομέα της αγροτικής ιδιοκτησίας και να διατηρηθεί κάποιος πληθυσμός στις γεωργικές περιοχές. Τέλος, η Κυβέρνηση της Δανίας επισήμανε –έστω και ως πρόσθετο επιχείρημα, όπως τόνισε κατά την προφορική διαδικασία– ότι το επίδικο μέτρο εξυπηρετεί παραπλεύρως και την παρεμπόδιση της εγκαταστάσεως δευτερευουσών κατοικιών και, συνεπώς, την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αριθ. 16 της Συνθήκης ΕΚ για την απόκτηση ακινήτων στη Δανία.

34.   Με την απόφαση Ospelt, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι στόχοι της αγροτικής πολιτικής, όπως η διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού, η διατήρηση κατατμήσεως της εγγείου ιδιοκτησίας για να διασφαλίζεται η ανάπτυξη βιωσίμων εκμεταλλεύσεων και η αρμονική διατήρηση του χώρου και των τοπίων καθώς και η διευκόλυνση της ορθολογικής χρήσεως των διαθεσίμων γαιών, με συγκράτηση της οικιστικής πιέσεως και με λήψη μέτρων προλήψεως κατά των φυσικών κινδύνων, αποτελούν κοινωνικούς στόχους (13). Επισήμανε σχετικά ότι οι σκοποί αυτοί αντιστοιχούν στους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, πολιτικής που σκοπεί, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό και η επεξεργασία της οποίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της γεωργικής δραστηριότητας (14).

35.   Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει, κατά την άποψή μου, και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η επίδικη ρύθμιση να θεωρηθούν ως νόμιμοι σκοποί εξυπηρετούντες το γενικό συμφέρον, δυνάμενοι να δικαιολογήσουν περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών. Όσον αφορά ειδικότερα την αρχή σύμφωνα με την οποία η γη πρέπει, κατά το δυνατόν, να ανήκει σε αυτούς που την καλλιεργούν («η αγροτική γη στα χέρια των αγροτών»), το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Fearon, ότι ο σκοπός αυτός είναι νόμιμος (15). Τέλος, κατά παγία νομολογία, οι περιορισμοί στην εγκατάσταση δευτερευουσών κατοικιών προς εξυπηρέτηση χωροταξικών σκοπών για τη διατήρηση μονίμου πληθυσμού μπορούν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν ως συμβάλλοντες στην επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος (16).

36.   Εφόσον, συνεπώς, οι περιγραφέντες σκοποί της υποχρεώσεως κατοικίας που προβλέπει η δανική ρύθμιση περί κτήσεως κυριότητας γεωργικών ακινήτων αποτελούν σκοπούς γενικού συμφέροντος, πρέπει, υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας νομολογίας, να ερευνηθεί κατά πόσον οι σκοποί αυτοί επιδιώκονται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, δηλαδή, ακριβέστερα, κατά πόσον δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για εφαρμογή της αρχής «(δανική) αγροτική γη στα χέρια Δανών». Αυτή την άποψη υποστηρίζει ο Uwe Kay Festersen, ο οποίος επικαλείται σχετικά συγκεκριμένες δηλώσεις στο πλαίσιο κοινοβουλευτικών συζητήσεων σχετικά με την προσχώρηση της Δανίας στην Κοινότητα, που έγιναν το 1963.

37.   Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι αυτά τα στοιχεία της πολιτικής συζητήσεως, η σημασία και οι πραγματικές συνέπειες των οποίων δύσκολα μπορούν, τελικώς, να εκτιμηθούν, δεν είναι κρίσιμα για τη διαπίστωση του χαρακτήρα του επίδικου μέτρου ως δημιουργούντος διακρίσεις, αλλά το μέτρο αυτό πρέπει, τελικώς, να κριθεί αναλόγως του αντικειμενικού περιεχομένου και των συνεπειών του. Πρέπει συνεπώς, στο πνεύμα, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως Ospelt, να αναγνωρισθεί ότι η επίδικη υποχρέωση κατοικίας, η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο νομοθεσίας περί της κτήσεως κυριότητας επί γεωργικών ακινήτων, με την οποία επιδιώκονται οι περιγραφέντες σκοποί γεωργικής πολιτικής, ουδαμώς διακρίνει μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων άλλων κρατών μελών και, επομένως, δεν ενέχει, τουλάχιστον a priori, χαρακτήρα δημιουργούντα δυσμενείς διακρίσεις (17).

38.   Περισσότερο προβληματικό είναι το ζήτημα του κατά πόσον ο νόμος περί γεωργίας εφαρμόζεται κατά τρόπο που δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις. Στην αιτιολογία, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτα τα οικεία μέτρα στις αποφάσεις Konle και Salzmann, αναφέρεται και το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά άφηναν στις αρχές ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που μπορεί να προσομοίαζε με διακριτική ευχέρεια και, συνεπώς, υφίστατο κίνδυνος δυσμενούς διακρίσεως (18).

39.   Όπως υποστήριξε η Κυβέρνηση της Δανίας, οι απαλλαγές από την υποχρέωση κατοικίας που προβλέπονται στο άρθρο 18 του νόμου περί γεωργίας περιορίζονται σημαντικά από την εγκύκλιο για τον νόμο περί γεωργίας και τυγχάνουν περιοριστικής εφαρμογής. Δεν υφίσταται συνεπώς, κατά την άποψή μου, περιθώριο εκτιμήσεως δυνάμενο να προσομοιάζει με διακριτική ευχέρεια. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι απαιτείται μια κάποια ευελιξία, με –έστω και στενά καθοριζόμενες– δυνατότητες εξαιρέσεως, λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας των περιορισμών που δημιουργεί η υποχρέωση κατοικίας προς την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, ο Uwe Kay Festersen δεν ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως κατά την εφαρμογή του νόμου περί γεωργίας.

40.   Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν προκύπτει ότι η υποχρέωση κατοικίας του νόμου περί γεωργίας εφαρμόστηκε κατά τρόπο δημιουργούντα δυσμενείς διακρίσεις.

41.   Κατά συνέπεια, πρέπει στη συνέχεια να εξεταστούν οι προϋποθέσεις της συμφωνίας της υποχρεώσεως κατοικίας με την αρχή της αναλογικότητας.

42.   Κατ’ αρχάς, πρέπει, κατά την άποψή μου, να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση κατοικίας που προβλέπει ο νόμος περί γεωργίας είναι, κατ’ αρχήν, κατάλληλη για την εξυπηρέτηση των επιδιωκομένων με το μέτρο αυτό σκοπών, οι οποίοι πρέπει να εξετάζονται στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Με την αυστηρή υποχρέωση κατοικίας εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό ότι τα αγροτικά ακίνητα δεν θα είναι πρόσφορα ως απλά αντικείμενα κερδοσκοπίας ή επενδύσεως κεφαλαίων. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, δεν τίθεται θέμα χρησιμοποιήσεως των γεωργικών ακινήτων ως εξοχικών κατοικιών ή κατοικιών για το σαββατοκύριακο. Αυτό περιορίζει σημαντικά την ελκυστικότητα των ακινήτων αυτών σε ένα κύκλο προσώπων που αποσκοπεί να εγκαταστήσει μόνιμη κατοικία στα ακίνητα αυτά και, σε κάθε περίπτωση, να εξασφαλίσει την εκμετάλλευσή τους. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται αναμφίβολα η πίεση που ασκείται στις τιμές των γεωργικών ακινήτων, με αποτέλεσμα την εξυπηρέτηση ενός περαιτέρω σημαντικού σκοπού, δηλαδή του να παραμένουν τα ακίνητα αυτά προσιτά στους ίδιους τους αγρότες, πράγμα που συμβάλλει στην υλοποίηση της παραδοσιακής δανικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία οι αγροτικές ιδιοκτησίες πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να κατοικούνται και να αποτελούν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες.

43.   Πρέπει όμως ακόμη να εξεταστεί κατά πόσον μια υποχρέωση κατοικίας, όπως αυτή που προβλέπει ο νόμος περί γεωργίας, δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, ή μήπως το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε εξίσου αποτελεσματικά να επιτευχθεί με άλλα, λιγότερο επαχθή, μέτρα (19).

44.   Επ’ αυτού πρέπει να επισημανθεί ότι η εκμετάλλευση των γεωργικών εκτάσεων θα μπορούσε να εξασφαλιστεί ακόμη και χωρίς υποχρέωση κατοικίας. Προς τον σκοπό αυτό θα αρκούσε και μόνη η υφιστάμενη υποχρέωση εκμεταλλεύσεως. Εντούτοις, οι στόχοι του νόμου περί γεωργίας βαίνουν κατά πολύ πέραν αυτού, περιλαμβάνοντας και την παρεμπόδιση της χρησιμοποιήσεως των αγροκτημάτων ως εξοχικών κατοικιών και, συνεπώς, την παρεμπόδιση της ασκήσεως πιέσεως στις τιμές των γεωργικών ακινήτων. Και τούτο διότι, ως εξοχικές κατοικίες, τα αγροτικά ακίνητα θα παρέμεναν ελκυστικά και χρησιμοποιήσιμα, διότι η εκμετάλλευσή τους θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να εξασφαλιστεί μέσω αγρομισθωτών. Με τον τρόπο αυτό, θα μεγάλωνε, πάντως, ο κίνδυνος να μην είναι πλέον προσιτή στους αγρότες η κτήση κυριότητας στη βάση της παραγωγής τους, δηλαδή στην αγροτική γη.

45.   Ομοίως, η άρση της υποχρεώσεως κατοικίας για ακίνητα που δεν υπερβαίνουν συγκεκριμένο εμβαδόν, π.χ. 30 εκτάρια, θα περιόριζε εξ ορισμού την αποτελεσματικότητα της περιγραφείσας πολιτικής, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κυβερνήσεως της Δανίας, περίπου το 75 % των αγροτικών ιδιοκτησιών είναι μικρότερες των 30 εκταρίων.

46.   Το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι, παρατηρείται μια διαδικασία συγκεντρώσεως στη δανική γεωργία, στην οποία όλο και λιγότεροι αγρότες εκμεταλλεύονται όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις, πράγμα που οδηγεί σε κάποια μείωση του αγροτικού πληθυσμού, δεν σημαίνει από μόνο του ότι η υποχρέωση κατοικίας δεν είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

47.   Οι πολιτικοί στόχοι σπανίως επιτυγχάνονται πλήρως. Όπως ορθώς παρατήρησε η Κυβέρνηση της Δανίας, η Κυβέρνηση ή ο νομοθέτης πρέπει συνήθως να συμβιβάζουν και να σταθμίζουν περισσότερα, εν μέρει αντικρουόμενα, συμφέροντα και στόχους. Πρέπει, συνεπώς, να συμφωνήσει κανείς και με την Κυβέρνηση της Νορβηγίας, σύμφωνα με την οποία πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει, κατά την πολύπλοκη αυτή στάθμιση διαφόρων στόχων και την επιλογή του κατάλληλου μέσου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, κάποιο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν φαίνεται προδήλως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας ούτε η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση κατοικίας ισχύει επί οκτώ έτη από της κτήσεως του ακινήτου.

48.   Όσον αφορά, τέλος, την κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση Ospelt, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων απαγορεύουν την άρνηση χορηγήσεως αδείας για την κτήση κυριότητας γεωργικών ακινήτων «εν πάση περιπτώσει» όταν ο αποκτών δεν εκμεταλλεύεται τα οικεία ακίνητα ο ίδιος, στο πλαίσιο αγροτικής εκμεταλλεύσεως, και δεν έχει την κατοικία του στην εκμετάλλευση, η κρίση αυτή πρέπει, κατά την άποψή μου, να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των ειδικών συνθηκών της υποθέσεως εκείνης. Η γεωργική εκμετάλλευση, την οποία αφορούσε εκείνη η υπόθεση, αποτελούσε ήδη, πριν από την επίδικη μεταβίβαση προς το ίδρυμα, αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από έναν αγρότη ως αγρομισθωτή. Η μεταβίβαση προς το ίδρυμα δεν θα μετέβαλλε την κατάσταση αυτή, διότι το ίδρυμα δεσμεύτηκε να διατηρήσει τους όρους της εκμεταλλεύσεως του ακινήτου από τον ίδιο αγρομισθωτή. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο είχε, στην υπόθεση εκείνη, ως αφετηρία τον σκοπό του επίδικου μέτρου περί εξασφαλίσεως της χρησιμοποιήσεως και της συνεχίσεως της εκμεταλλεύσεως των ακινήτων –από αγρότες ή νομικά πρόσωπα όπως ενώσεις αγροτών– η άρνηση της χορηγήσεως της επίμαχης αδείας, λόγω του ότι το ίδρυμα δεν πληρούσε την υποχρέωση της ιδίας εκμεταλλεύσεως και της κατοικίας, θα υπερέβαινε το απαραίτητο μέτρο για την εκπλήρωση του προαναφερθέντος σκοπού (20).

49.   Αυτές όμως οι σκέψεις δεν μπορούν να μεταφερθούν πλήρως στην προκειμένη υπόθεση, για τον λόγο ότι, όπως προανέφερα, οι στόχοι του νόμου περί γεωργίας δεν εξαντλούνται στην απλή εξασφάλιση της εκμεταλλεύσεως των γεωργικών εκτάσεων.

50.   Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια υποχρέωση κατοικίας, όπως αυτή που προβλέπει ο νόμος περί γεωργίας, δεν αντίκειται στις διατάξεις περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων.

 B – Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

51.   Βάση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος αποτελεί η συγκεκριμένη κατάσταση και ο προορισμός των δύο ακινήτων που απέκτησε ο Uwe Kay Festersen. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον είναι κρίσιμο, όσον αφορά τη συμφωνία προς το κοινοτικό δίκαιο, το γεγονός ότι η υποχρέωση κατοικίας ισχύει και όταν το ακίνητο δεν μπορεί να αποτελέσει οικονομικώς αποδοτική μονάδα και το κατοικήσιμο κτίσμα του ακινήτου εμπίπτει σε αστική ζώνη.

52.   Σε αντίθεση με τον Uwe Kay Festersen, οι Κυβερνήσεις της Δανίας και της Νορβηγίας, καθώς και η Επιτροπή θεωρούν ότι οι παράγοντες αυτοί δεν είναι κρίσιμοι, όσον αφορά τη συμφωνία της υποχρεώσεως κατοικίας που προβλέπει ο νόμος περί γεωργίας προς το κοινοτικό δίκαιο.

53.   Κατά την άποψή μου, αυτό είναι ορθό, διότι τα επιχειρήματα που δικαιολογούν την υποχρέωση κατοικίας ισχύουν και για ακίνητα τα οποία εμπίπτουν μεν εν μέρει σε αστική ζώνη, κατά τα λοιπά όμως έχουν προορισμό αγροτικής εκτάσεως. Όπως ανέφερε η Κυβέρνηση της Δανίας, τέτοιου είδους συνδυασμοί εξηγούνται συχνά λόγω των τοπικών οικιστικών δομών ή της επεκτάσεως των χωριών και των πόλεων. Δεν θεωρώ ότι, για τον λόγο αυτό, τα ακίνητα αυτά θα έπρεπε να αποκλειστούν συστηματικά από την πολιτική που ακολουθεί ο νόμος περί γεωργίας. Ομοίως, θεωρώ ότι το γεγονός ότι μια αγροτική έκταση δεν μπορεί να αποτελέσει οικονομικώς αποδοτική μονάδα δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι τα συμφέροντα, την εξυπηρέτηση των οποίων επιδιώκει ο νόμος περί γεωργίας, δεν αφορούν και τέτοιου είδους αγροτικές εκτάσεις.

54.   Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το γεγονός ότι μια υποχρέωση κατοικίας, όπως αυτή που προβλέπεται στον νόμο περί γεωργίας, ισχύει και όταν το γεωργικό ακίνητο δεν μπορεί να αποτελέσει οικονομικώς αποδοτική μονάδα και το κατοικήσιμο κτίσμα του γεωργικού ακινήτου εμπίπτει σε αστική ζώνη δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

55.   Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Δανίας και της Νορβηγίας δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

VI – Πρόταση

56.   Βάσει όσων προαναφέρθηκαν, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

Μια υποχρέωση κατοικίας, όπως αυτή που προβλέπει ο ισχύων εν προκειμένω νόμος περί γεωργίας, δεν αντίκειται στις διατάξεις περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του κατά πόσον ένα γεωργικό ακίνητο μπορεί να αποτελέσει οικονομικώς αποδοτική μονάδα ή του κατά πόσον το κατοικήσιμο κτίσμα ενός γεωργικού ακινήτου εμπίπτει σε αστική ζώνη.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, C-452/01 (Συλλογή 2003, σ. I-9743).


3 – Απόφαση που παρατίθεται στην υποσημείωση 2.


4 – Απόφαση που παρατίθεται στην υποσημείωση 2.


5 – Βλ. τις αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, C-302/97, Konle (Συλλογή 1999, σ. I‑3099), της 5ης Μαρτίου 2002, επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-515/99 και C-527/99 έως 540/99, Reisch κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-2157), της 15ης Μαΐου 2003, C-300/01, Salzmann (Συλλογή 2003, σ. I-4899) και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-213/04, Burtscher (Συλλογή 2005, σ. I-10309).


6 – Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1984, 182/83, Fearon (Συλλογή 1984, σ. 3677).


7 – Παρατίθεται στην υποσημείωση 2.


8 – Βλ. την απόφαση Ospelt (παρατίθεται στην υποσημείωση 2), σκέψεις 46, 49, 51 και 54, και την απόφαση Fearon (παρατίθεται στην υποσημείωση 6), σκέψεις 9 και 10.


9 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Fearon (παρατίθεται στην υποσημείωση 6), σκέψη 7, Konle (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 22, Reisch (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 28, Ospelt (παρατίθεται στην υποσημείωση 2), σκέψη 24, και Burtscher (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 39.


10 – Βλ. την απόφαση Konle (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψεις 39 επ.


11 – Βλ. τις αποφάσεις Konle (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 22, και Reisch (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψεις 29 και 30.


12 – Βλ. στο πνεύμα αυτό τις αποφάσεις Konle (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 40, της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I-607, σκέψη 33), Reisch κ.λπ. (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 33, Salzmann (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 42, Ospelt (παρατίθεται στην υποσημείωση 2), σκέψη 34, και Burtscher (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 44.


13 – Βλ. την απόφαση Ospelt (παρατίθεται στην υποσημείωση 2), σκέψη 39.


14 – Ομοίως, σκέψη 40.


15 – Απόφαση Fearon (παρατίθεται στην υποσημείωση 6), σκέψεις 3 και 10.


16 – Βλ. τις αποφάσεις Konle (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 40, Reisch κ.λπ. (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 34, και Salzmann (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 44.


17 – Απόφαση Ospelt (παρατίθεται στην υποσημείωση 2), σκέψη 37· βλ. επίσης την απόφαση Burtscher (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψεις 48 και 49.


18 – Βλ. τις αποφάσεις Salzmann (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψεις 46 και 47, και Konle (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 41.


19 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Reisch (παρατίθεται στην υποσημείωση 5), σκέψη 33, και Ospelt (παρατίθεται στην υποσημείωση 2), σκέψη 46.


20 – Βλ. σχετικά ιδίως τη σκέψη 51 της αποφάσεως Ospelt (παρατίθεται την υποσημείωση 2).

Top