Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CC0362

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 15ης Φεβρουαρίου 2007.
    Jacques Wunenburger κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Προαγωγή - Διαδικασία επιλογής - Απόρριψη της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος - Απομάκρυνση από τη θέση εργασίας - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Πλάνη περί το δίκαιο - Ανταναίρεση - Αντικείμενο της διαφοράς - Έννομο συμφέρον.
    Υπόθεση C-362/05 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-04333;FP-I-B-2-00009
    Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2007 II-B-2-00101

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:104

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 15ης Φεβρουαρίου 2007 1(1)

    Υπόθεση C-362/05 P

    Jacques Wunenburger

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικός υπάλληλος – Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων – Προαγωγή – Προσφυγή ακυρώσεως – Κατάργηση δίκης – Έννομο συμφέρον»





    I –    Εισαγωγή

    1.        Η παρούσα αναιρετική διαδικασία μου δίδει την ευκαιρία να εξετάσω ένα πρόβλημα που συνδέεται με το έννομο συμφέρον και την κατάργηση δικών που αφορούν προσφυγές στρεφόμενες κατά νομικών πράξεων των κοινοτικών οργάνων.

    2.        Η διαδικασία αφορά διοικητική διαφορά μεταξύ ενός κοινοτικού υπαλλήλου, ήτοι του Jacques Wunenburger (στο εξής: αναιρεσείων), και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Επιτροπή), ως αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, και έχει ως αντικείμενο τον διορισμό στη θέση διευθυντή του Γραφείου συνεργασίας «EuropeAid» (2) το οποίο υπάγεται στην Επιτροπή.

    3.        Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2005 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (3), το Πρωτοδικείο απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή με την οποία ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση τριών αποφάσεων της Επιτροπής: αφενός, της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος για την εν λόγω θέση του διευθυντή και, αφετέρου, της αποφάσεως περί διορισμού του συνυποψήφιού του Amir Naqvi στην εν λόγω θέση και, τέλος, την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του αναιρεσείοντος.

    4.        Με την αίτησή του αναιρέσεως, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Σεπτεμβρίου 2005, ο αναιρεσείων εξακολουθεί να ζητεί κατ’ αποτέλεσμα την ακύρωση αυτών των τριών αποφάσεων. Η Επιτροπή άσκησε ανταναίρεση υποστηρίζοντας ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να καταργήσει τη δίκη, διότι η επίμαχη θέση διευθυντή είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο νέας προκηρύξεως πριν από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    5.        Κατόπιν αυτής της ανταναιρέσεως, πρέπει να διευκρινιστεί υπό ποιες περιστάσεις, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι υπάλληλοι εξακολουθούν να έχουν έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής. Το ζήτημα αυτό έχει θεμελιώδη σημασία για την πρακτική των κοινοτικών δικαστηρίων στις δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, αλλά και πέραν αυτών.

    II – Νομικό πλαίσιο

    6.        Από απόψεως ουσιαστικού δικαίου, κρίσιμες για την παρούσα διαφορά είναι οι διατάξεις του Κανονισμού Yπηρεσιακής Kαταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (4) (στο εξής: ΚΥΚ) ως είχε πριν από την 1η Μαΐου 2004, ιδίως τα άρθρα του 7, 25, 29, 90 και 91. Στο σημείο αυτό θα παραλείψω την παράθεση του κειμένου των διατάξεων αυτών.

    III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

    7.        Οι διάδικοι ερίζουν ως προς τον διορισμό στη θέση διευθυντή στον πρώην βαθμό Α 2 της EuropeAid (Διεύθυνση Γ «Αφρική, Καραϊβική, Ειρηνικός»). Για τη θέση αυτή πραγματοποιήθηκαν, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα, συνολικά δύο διαδικασίες επιλογής οι οποίες, καθ’ ό μέτρο τούτο ασκεί επιρροή για την υπό κρίση διαφορά, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

     Η πρώτη διαδικασία επιλογής

    8.        Η πρώτη εκ των δύο διαδικασιών επιλογής άρχισε με εσωτερική ανακοίνωση της Επιτροπής η οποία δημοσιεύθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (5). Ο αναιρεσείων, υπάλληλος βαθμού Α 3, δραστηριοποιούταν την περίοδο εκείνη στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Γενικής Διευθύνσεως «Εξωτερικές σχέσεις», ως διευθυντής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Κροατία. Με επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 2002, ο αναιρεσείων υπέβαλε υποψηφιότητα για την προκηρυχθείσα θέση.

    9.        Κατόπιν συζητήσεως με καθέναν από τους δέκα υποψηφίους –εν μέρει τηλεφωνικώς– ο γενικός διευθυντής της EuropeAid απέστειλε στις 18 Νοεμβρίου 2002 σημείωμα στη Γενική Διεύθυνση «Προσωπικό και διοίκηση» με το οποίο διέκρινε τους υποψηφίους σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιελάμβανε τους έξι υποψηφίους τους οποίους ο γενικός διευθυντής θεωρούσε ικανούς να ασκήσουν τα εν λόγω καθήκοντα. Η δεύτερη κατηγορία περιελάμβανε τους τέσσερις λοιπούς υποψηφίους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αναιρεσείων, οι οποίοι κατά την άποψή του δεν διέθεταν όλες τις απαιτούμενες ικανότητες και τα προσόντα σε σχέση με την προκηρυχθείσα θέση.

    10.      Κατόπιν αυτού, η συμβουλευτική επιτροπή διορισμών (Comité consultatif des nominations, στο εξής: CCN) ετοίμασε κατάλογο με τους έξι υποψηφίους οι οποίοι θα προσκαλούνταν για περαιτέρω συζητήσεις, αυτά δε τα πρόσωπα συνέπιπταν με τους υποψηφίους της πρώτης κατηγορίας που είχε προτείνει ο γενικός διευθυντής της EuropeAid. Ως εκ τούτου, δεν προσκλήθηκε ο αναιρεσείων.

    11.      Στις 8 Ιανουαρίου 2003 διορίστηκε στην επίμαχη θέση ο Amir Naqvi, συνυποψήφιος του αναιρεσείοντος. Με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2003, ανακοινώθηκε στον αναιρεσείοντα ότι η υποψηφιότητά του είχε απορριφθεί. Στις 2 Απριλίου 2003, ο αναιρεσείων άσκησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά του διορισμού του A. Naqvi. Μετά την απόρριψη της προσφυγής του από την Επιτροπή στις 14 Ιουλίου 2003, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου.

     Η δεύτερη διαδικασία επιλογής

    12.      Η δεύτερη διαδικασία επιλογής για την εν λόγω θέση διευθυντή της EuropeAid άρχισε μετά την από 11 Μαρτίου 2004 απόφαση της Επιτροπής περί καταργήσεως της θέσεως που κατείχε ο Α. Naqvi, σύμφωνα με το άρθρο 50 του ΚΥΚ ισχύουσα από 1ης Απριλίου 2004, και περί δημοσιεύσεως ανακοίνωσης κενής θέσεως (6).

    13.      Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή ζήτησε με χωριστό υπόμνημα της 15ης Μαρτίου 2004, το οποίο περιήλθε στο Πρωτοδικείο στις 16 Μαρτίου 2004, να καταργηθεί η ενώπιόν του εκκρεμής δίκη η οποία είχε ως αντικείμενο την πρώτη διαδικασία επιλογής.

    14.      Τον Μάιο του 2004, ο αναιρεσείων υπέβαλε υποψηφιότητα για την προκηρυχθείσα για δεύτερη φορά θέση. Εντούτοις, στις 2 Σεπτεμβρίου 2004 του γνωστοποιήθηκε ότι η υποψηφιότητά του δεν είχε περιληφθεί μεταξύ αυτών που είχαν επιλεγεί. Ο αναιρεσείων δεν προέβη σε νομικό διάβημα κατά της αποφάσεως αυτής.

    15.      Τον Μάρτιο του 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να αναδιοργανώσει την EuropeAid. Ο αριθμός των θέσεων διευθυντών μειώθηκε από οκτώ σε επτά. Η χηρεύουσα θέση του διευθυντή στη Διεύθυνση Γ καλύφθηκε με μετάθεση άλλου διευθυντή, γεγονός που είχε ως συνέπεια να σταματήσει η δεύτερη διαδικασία επιλογής.

    IV – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    16.      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει κατ’ αρχάς με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το αντικείμενο της διαδικασίας, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν δικαιολογεί την κατάργηση της δίκης και ότι, αντιθέτως, εξακολουθεί να υφίσταται το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος (7). Επί της ουσίας, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως του αναιρεσείοντος ως αβάσιμη.

    17.      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως με τον οποίον ο αναιρεσείων προέβαλε κατ’ ουσίαν την αιτίαση της παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή επί της διοικητικής ενστάσεως ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (8).

    18.      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο αναιρεσείων προέβαλε, μεταξύ άλλων, παράβαση των άρθρων 7, 29, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (9) και υποστήριξε ότι ο διορισμός του συνυποψήφιου του έπασχε νομικώς. Το Πρωτοδικείο απέρριψε αυτόν τον λόγο ακυρώσεως στον βαθμό που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την κάλυψη των κενών θέσεων και στον βαθμό που ο Α. Naqvi πληρούσε πράγματι το σύνολο των απαιτήσεων της ανακοινώσεως κενής θέσεως (10).

    V –    Οι λόγοι αναιρέσεως

    19.      Η αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος στηρίζεται σε δύο λόγους.

    –        Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων βάλλει ουσιαστικά κατά της απορρίψεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως τον οποίον προέβαλε πρωτοδίκως. Κατά την άποψή του, το Πρωτοδικείο υπέπεσε ως προς το σημείο αυτό σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Πέραν τούτου, η απόφαση του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική και ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

    –        Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων βάλλει κατά της απορρίψεως από το Πρωτοδικείο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως τον οποίον προέβαλε πρωτοδίκως. Κατά την άποψή του, και στο σημείο αυτό υπάρχει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο.

    20.      Η Επιτροπή άσκησε ανταναίρεση με την οποία αιτιάται το Πρωτοδικείο για την απόρριψη του αιτήματός της, το οποίο υποβλήθηκε με χωριστό υπόμνημα της 15ης Μαρτίου 2004, να καταργηθεί η δίκη στην εν λόγω υπόθεση.

    21.      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)      να κρίνει την αίτησή του αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    2)      να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς και να ακυρώσει τις ακόλουθες αποφάσεις της Επιτροπής:

    –        την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 11ης Μαρτίου 2003 σχετικά με την απόρριψη της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος,

    –        την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 8ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με τον διορισμό του Α. Naqvi,

    –        την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 14ης Ιουλίου 2003 σχετικά με την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως R/147/03 του αναιρεσείοντος,

    3)      να απορρίψει την ανταναίρεση της Επιτροπής ως απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, ως αβάσιμη,

    4)      να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    22.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)      κυρίως,

    –        να κρίνει την ανταναίρεσή της παραδεκτή και βάσιμη και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που απορρίπτει το αίτημα της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης και

    –        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων·

    2)      επικουρικώς,

    –        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, ως αβάσιμη και

    –        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    VI – Εκτίμηση

    23.      Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί η ανταναίρεση της Επιτροπής. Πράγματι, η εν λόγω ανταναίρεση θέτει το ζήτημα αν η διαφορά έχει εν τω μεταξύ καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω γεγονότος το οποίο επήλθε μετά την άσκηση της προσφυγής. Εάν τούτο συμβαίνει, οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου ως προς το βάσιμο της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά των οποίων αυτός στρέφεται με την αίτησή του αναιρέσεως, δεν έχουν πλέον σημασία.

     Η ανταναίρεση της Επιτροπής

    24.      Με την ανταναίρεσή της, η Επιτροπή προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι το Πρωτοδικείο δεν θα έπρεπε να εισέλθει στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς, αλλά θα έπρεπε να καταργήσει τη δίκη.

    1.      Το παραδεκτό της ανταναιρέσεως

    25.      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο εξέδωσε μια κατ’ αποτέλεσμα ευνοϊκή για την Επιτροπή απόφαση, δεδομένου ότι απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως του αναιρεσείοντος ως αβάσιμη.

    26.      Εντούτοις, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως από διάδικο ο οποίος έχει εν μέρει ή εν όλω ηττηθεί. Υπό την έννοια αυτή, ένας διάδικος θίγεται και στην περίπτωση που νικά μεν επί της ουσίας, πλην όμως έχει ηττηθεί σε σχέση μ’ ένα παρεμπίπτον ζήτημα το οποίο αφορά το παραδεκτό της προσφυγής. Έτσι, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, υφίσταται βλάβη και, ως εκ τούτου, υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αναιρέσεως στην περίπτωση που προβλήθηκε με χωριστό δικόγραφο, βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η ένσταση της αναρμοδιότητας, ωστόσο το Πρωτοδικείο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή και, ακολούθως, την απέρριψε ως αβάσιμη (11). Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν δέχεται ότι υπάρχει βλάβη για τον αναιρεσείοντα στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής και την απέρριψε ως αβάσιμη (12). Το αυτό ισχύει στην περίπτωση που δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως με χωριστό δικόγραφο η ένσταση αναρμοδιότητας και ο καθού δεν επικαλέστηκε λόγους απαραδέκτου παρά μόνο στο πλαίσιο ενός γενικού υπομνήματος με το οποίο διατύπωσε τις απόψεις του και ως προς το βάσιμο της προσφυγής (13).

    27.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ζήτησε με χωριστό δικόγραφο της 15ης Μαρτίου 2004 την κατάργηση της δίκης. Συναφώς, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε μεν ρητώς το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Ωστόσο, τούτο δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέβαλε με το δικόγραφό της αυτοτελές αίτημα σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής. Το αίτημα αυτό στηριζόταν στο γεγονός ότι ο Α. Naqvi απομακρύνθηκε από τη θέση του από 1ης Απριλίου 2004 και, ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον για τη διεξαγωγή της δίκης.

    28.      Εντούτοις, το Πρωτοδικείο δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον και απέρριψε ρητώς το αίτημα της Επιτροπής (14). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ηττήθηκε πρωτοδίκως σε σχέση μ’ ένα παρεμπίπτον ζήτημα και, ως εκ τούτου, ενομιμοποιείτο να ασκήσει αναίρεση.

    29.      Άλλωστε, το αν ο αναιρεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον του κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας καθώς και το αν, ως εκ τούτου, η διαφορά κατέστη εν τω μεταξύ άνευ αντικειμένου αποτελεί ζήτημα το οποίο μπορεί να εξετάσει χωρίς καμία αμφιβολία το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση. Βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 58, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα (15) και, ως εκ τούτου, μόνον το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο για τη διαπίστωση και την εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, στην περίπτωση του εννόμου συμφέροντος και του ζητήματος της καταργήσεως της κύριας δίκης πρόκειται για τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο. Δεν υφίσταται αμφιβολία ότι το Δικαστήριο έχει άνευ ετέρου την εξουσία, κατ’ αναίρεση, να ελέγξει αυτόν τον νομικό χαρακτηρισμό (16).

    30.      Συνεπώς, η ανταναίρεση είναι παραδεκτή.

    2.      Το βάσιμο της ανταναιρέσεως

    31.      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας αν το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να καταργήσει τη δίκη, όπως είχε ζητήσει πρωτοδίκως η Επιτροπή, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Τούτο εξαρτάται από το αν το αρχικώς υφιστάμενο έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος εξέλιπε πριν από την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    α)      Κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

    32.      Η Επιτροπή φρονεί ότι, λόγω της απομακρύνσεως του Α. Naqvi από τη θέση του και της διεξαγωγής δεύτερης διαδικασίας επιλογής, ο αναιρεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον του και η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου. Και τούτο διότι ο αναιρεσείων θα μπορούσε με την προσφυγή του να επιτύχει ενδεχομένως την επανάληψη της πρώτης διαδικασίας επιλογής. Ωστόσο, είχε ήδη κινηθεί δεύτερη διαδικασία επιλογής στην οποία ο αναιρεσείων υπέβαλε και πάλι υποψηφιότητα.

    33.      Κατά την Επιτροπή, η έκδοση αποφάσεως επί της διαφοράς δεν μπορεί να παράσχει στον αναιρεσείοντα κάποιο πλεονέκτημα για το μέλλον. Το αν ο αναιρεσείων θα υποβάλει εκ νέου υποψηφιότητα για παρεμφερείς θέσεις στο μέλλον είναι τελείως υποθετικό. Κατά τυχόν μελλοντικών αποφάσεων διορισμού έχει τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικου βοηθήματος, εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο. Πέραν τούτου, οι διαδικασίες για την κάλυψη θέσεων υπαλλήλων δεν είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους λόγω των διαφορετικών κάθε φορά υποψηφίων και, ως εκ τούτου, μια απόφαση επί της ουσίας δεν μπορεί να έχει έννομες συνέπειες σε σχέση με μελλοντικούς διορισμούς.

    34.      Ο αναιρεσείων απαντά ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την έκδοση αποφάσεως επί της διαφοράς. Αφενός, πρέπει να αποτρέπεται για το μέλλον η έκδοση παράνομων αποφάσεων από την Επιτροπή. Αφετέρου, ενδέχεται η απόφαση περί της απορρίψεως της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος να επηρεάσει αρνητικά τις πιθανότητές του σε περίπτωση μελλοντικών υποψηφιοτήτων για παρεμφερείς θέσεις. Τέλος, η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας έχει σημασία για τυχόν αξίωση αποζημιώσεως του αναιρεσείοντος.

    β)      Εκτίμηση

    35.      Με την απαίτηση περί υπάρξεως έννομου συμφέροντος διασφαλίζεται σε δικονομικό επίπεδο ότι τα δικαστήρια δεν εξετάζουν αμιγώς υποθετικά νομικά ζητήματα προκειμένου να παράσχουν διευκρινίσεις γνωμοδοτικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, το έννομο συμφέρον αποτελεί υποχρεωτική προϋπόθεση του παραδεκτού η οποία μπορεί να έχει σημασία σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Έτσι, πρέπει χωρίς αμφιβολία να υφίσταται κατά τον χρόνο καταθέσεως της προσφυγής. Ωστόσο, πρέπει περαιτέρω να υφίσταται και πέραν της ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας από τον δικαστή (17).

    36.      Αν το έννομο συμφέρον εκλείψει κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δεν δικαιολογείται μεν η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας από το Δικαστήριο. Εντούτοις, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από τον προσφεύγοντα να αποδεχτεί άνευ ετέρου την απόρριψη της προσφυγής του η οποία αρχικώς είχε ασκηθεί παραδεκτώς και να φέρει τα δικαστικά έξοδα (18). Αντιθέτως, η μόνη ορθή λύση είναι στην περίπτωση αυτή να καταργηθεί η δίκη (19), γεγονός που σημαίνει, αφενός, ότι η νομική βάση της προσφυγής εξέλιπε το πρώτον μετά την άσκησή της και, αφετέρου, ότι μπορούν να αποφευχθούν οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για τον προσφεύγοντα.

    37.      Ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων, το ζήτημα του έννομου συμφέροντος τίθεται κατά κανόνα όταν προσβάλλονται νομικές πράξεις οι οποίες εξακολουθούν μεν να υφίστανται τύποις, ωστόσο το αρχικό αντικείμενό τους έχει εν τω μεταξύ εκλείψει. Η νομολογία είχε δεχθεί ότι ενδέχεται να υφίσταται έννομο συμφέρον για τη δικαστική διερεύνηση και τέτοιων νομικών πράξεων. Εντούτοις, τούτο προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως εξακολουθεί να έχει έννομες συνέπειες (20) ή να μπορεί να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (21).

    38.      Στην υπό κρίση υπόθεση, αναμφισβήτητα ο αναιρεσείων εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ειδικότερα, η απλή εκτέλεση των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του έννομου συμφέροντός του (22). Ως εκ τούτου, ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο κατ’ αρχάς με τη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ανέπτυσσαν τα αποτελέσματά τους και πέραν της ημερομηνίας κατά την οποίαν ανέλαβε καθήκοντα ο Α. Naqvi.

    39.      Κατά τα λοιπά, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ουδέποτε ακυρώθηκαν τυπικά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ως προς το σημείο αυτό, ορθώς ο αναιρεσείων τονίζει ότι η απομάκρυνση του Α. Naqvi από τη θέση του μετά την άσκηση της προσφυγής του ουδόλως μπορεί να εξομοιωθεί με ακύρωση της επίμαχης εν προκειμένω αρχικής αποφάσεως περί διορισμού του (23).

    40.      Εντούτοις, η υπό κρίση υπόθεση έχει την ιδιαιτερότητα ότι λόγω της απομακρύνσεως του Α. Naqvi από τη θέση του κινήθηκε δεύτερη διαδικασία επιλογής για την κάλυψη της επίμαχης θέσεως. Λόγω αυτής της νέας διαδικασίας, οι αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας επιλογής και των οποίων την έλλειψη νομιμότητας προέβαλε τότε ο αναιρεσείων με την προσφυγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατέστησαν άνευ αντικειμένου.

    41.      Η σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως παραβλέπει το στοιχείο αυτό το οποίο ήταν σε γνώση του Πρωτοδικείου (24), αφού διαλαμβάνει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας επιλογής εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της. Φρονώ ότι η απόφαση περί διορισμού του συνυποψηφίου του αναιρεσείοντος και η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος αποτελούν δύο όψεις του αυτού νομίσματος. Αμφότερες οι αποφάσεις είναι αρρήκτως αλληλένδετες. Αμφότερες παύουν να παράγουν αποτελέσματα αφ’ ης στιγμής, συνεπεία της απομακρύνσεως του Α. Naqvi από τη θέση του, κινήθηκε νέα διαδικασία επιλογής για την κάλυψη της επίμαχης θέσεως. Ως εκ τούτου, κατέστη κατ’ ανάγκην άνευ αντικειμένου και η επίσης προσβληθείσα απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως του αναιρεσείοντος· πράγματι, οι έννομες συνέπειές της δεν μπορούν να βαίνουν πέραν των έννομων συνεπειών των δύο αρχικών αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής τις οποίες η εν λόγω απόφαση επικυρώνει.

    42.      Ωστόσο, από το γεγονός και μόνον ότι μετά την άσκηση της προσφυγής έπαυσαν να υφίστανται τα έννομα αποτελέσματα των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν συνεπάγεται ότι το Πρωτοδικείο υπεχρεούτο να καταργήσει τη δίκη. Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί αν εξακολουθούσε να υπάρχει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος παρά το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κατέστησαν άνευ αντικειμένου. Εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται το έννομο συμφέρον, θα ήταν αντίθετο προς τη θεμελιώδη για μια κοινότητα δικαίου απαίτηση του δικαστικού ελέγχου των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (25) να μη γίνει δεκτό το αίτημα του αναιρεσείοντος περί εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας.

    43.      Κατά τη νομολογία, το αν εξακολουθεί ο προσφεύγων να έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προκύπτει πρώτον από τον κίνδυνο επαναλήψεως της (φερόμενης) παράνομης πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου (26), επίσης –κυρίως δε τότε– στην περίπτωση που το αρμόδιο κοινοτικό όργανο επιληφθεί εκ νέου της υποθέσεως δυνάμει του άρθρου 233, παράγραφος 1, ΕΚ (27). Δεύτερον, το έννομο συμφέρον ενδέχεται να εξακολουθεί να υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία η έκδοση αποφάσεως επί ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως έχει σημασία για τυχόν αξιώσεις αποζημιώσεως (28) του προσφεύγοντος. Τρίτον, ενδέχεται ο προσφεύγων σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως σε διαφορές δημοσιοϋπαλληλικού χαρακτήρα, να έχει συμφέρον να απαλειφθούν τυχόν απαξιωτικές κρίσεις περί του προσώπου του προκειμένου να αποκατασταθεί (29) στο μέλλον.

    44.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξετάζει μόνον την πρώτη απ’ αυτές τις κατηγορίες, ήτοι τον κίνδυνο της επαναλήψεως της (φερόμενης ως) παράνομης πράξεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Συναφώς, το Πρωτοδικείο στηρίζεται με τη σκέψη 20 της αποφάσεώς του επί της αιτιάσεως του αναιρεσείοντος ότι το είδος της συμμετοχής του γενικού διευθυντή (30) της EuropeAid στον διαγωνισμό ήταν μη νόμιμο από διαδικαστικής απόψεως. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν αποκλείεται, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας επιλογής, ο γενικός διευθυντής να διαδραματίσει παρεμφερή ρόλο όπως εν προκειμένω σε σχέση με την επίμαχη πρώτη διαδικασία επιλογής για την κάλυψη της επίδικης θέσεως διευθυντή. Το Πρωτοδικείο συνάγει από αυτόν τον κίνδυνο επαναλήψεως ότι εξακολουθεί να υφίσταται το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος.

    45.      Ως επιχείρημα κατά της παραδοχής ενός τέτοιου κινδύνου επαναλήψεως θα μπορούσε να προβληθεί μεν, εκ πρώτης όψεως, το γεγονός ότι αποφάσεις που αφορούν την κάλυψη υπαλληλικών θέσεων, παρά το γεγονός ότι από αμιγώς αριθμητικής απόψεως είναι συχνές, ουδέποτε επαναλαμβάνονται κατά τρόπο μηχανικό (31). Πράγματι, μολονότι τέτοιου είδους διαδικασίες εντός των κοινοτικών οργάνων είναι στην ημερήσια διάταξη, η απόφαση επιλογής ενός προσώπου από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι πάντοτε μοναδική. Αφενός, πρέπει να πραγματοποιείται συνολική εκτίμηση των προσόντων όλων των υποψηφίων σε σχέση με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της προς κάλυψη θέσεως. Αφετέρου, ενδέχεται τόσο η ταυτότητα και ο αριθμός των υποψηφίων όσο και οι απαιτήσεις τις οποίες πρέπει κάθε φορά να πληρούν να διαφέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από περίπτωση σε περίπτωση. Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή τόνισε, και ο ίδιος ο αναιρεσείων συνομολόγησε, ότι στην υπό κρίση υπόθεση η δεύτερη διαδικασία επιλογής δεν ήταν παρεμφερής με την πρώτη, δεδομένου ότι οι υποψήφιοι διέφεραν.

    46.      Εντούτοις, η υπό κρίση υπόθεση χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα ότι ο αναιρεσείων βάλλει με την προσφυγή του ακυρώσεως όχι μόνον κατά του περιεχομένου της αποφάσεως επιλογής υποψηφίου, αλλά ταυτόχρονα και κατά της διαδικασίας η οποία οδήγησε στη λήψη της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η διαδικασία αυτή καθεαυτήν είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν δυσμενείς διακρίσεις, διότι δεν εξετάστηκαν όλες οι υποψηφιότητες με την ίδια επιμέλεια και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ισότητα μεταξύ των υποψηφίων (32). Έτσι, ο γενικός διευθυντής της EuropeAid όπου ανήκε η επίμαχη θέση διευθυντή που έπρεπε να καλυφθεί προέβη σε προεπιλογή η οποία επηρέασε στη συνέχεια σε καθοριστικό βαθμό τόσο τη CCN όσο και την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χωρίς και πάλι να εξεταστούν ενδελεχώς η καταλληλότητα και τα προσόντα όλων των υποψηφίων, περιλαμβανομένων των αποκλεισθέντων από τον γενικό διευθυντή υποψηφίων.

    47.      Εν αντιθέσει προς την ουσιαστική εκτίμηση των διαφόρων υποψηφιοτήτων, η απλή εξέλιξη μιας διαδικασίας επιλογής, στο πλαίσιο της οποίας ο αρμόδιος γενικός διευθυντής προβαίνει σε προεπιλογή η οποία ακολούθως προσανατολίζει με καθοριστικό τρόπο τη CCN καθώς και την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, δεν έχει τίποτα το περίεργο. Αντιθέτως, αυτός ο τρόπος ενέργειας μπορεί ανά πάσα στιγμή να επαναληφθεί και σε σχέση με την κάλυψη άλλων διευθυντικών θέσεων. Επομένως, ο αναιρεσείων δεν επισημαίνει απλώς ένα πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά ένα πρόβλημα διαρθρωτικής φύσεως. Στο πλαίσιο αντικειμενικής εκτιμήσεως των πραγμάτων, η διευκρίνιση του ζητήματος αν η προπεριγραφείσα διάρθρωση της διαδικασίας επιλογής είναι νόμιμη θα μπορούσε να είχε μεγάλη σημασία για τον αναιρεσείοντα σε σχέση με τις τυχόν μελλοντικές υποψηφιότητές του για διευθυντικές θέσεις.

    48.      Εν αντιθέσει προς την Επιτροπή, φρονώ ότι δεν είναι τελείως θεωρητικό το ενδεχόμενο ο αναιρεσείων να υποβάλει πράγματι υποψηφιότητα για άλλες διευθυντικές θέσεις. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε υποβάλει υποψηφιότητα για μία τέτοια θέση πριν από την επίδικη εν προκειμένω διαδικασία επιλογής. Κατά τα λοιπά, ο αναιρεσείων έχει υποβάλει υποψηφιότητα για την επίδικη εν προκειμένω θέση και δη για δεύτερη φορά.

    49.      Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση υπήρχαν αρκετά στοιχεία προκειμένου το Πρωτοδικείο να θεωρήσει ότι εξακολουθούσε να υπάρχει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    50.      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων καταλήγω ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας με τη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως το αίτημα της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Αντιθέτως, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον, το Πρωτοδικείο ήταν υποχρεωμένο να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας.

    51.      Ως εκ τούτου, η ανταναίρεση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

     Β –        Η αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος

    52.      Έχοντας υπόψη τις ως άνω εκτιμήσεις σχετικά με την ανταναίρεση της Επιτροπής, θα εξετάσω στη συνέχεια την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος.

    53.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατ’ αναίρεση το αν ο αναιρεσείων έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση ή την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεώς του αναιρέσεως (33).

    54.      Εντούτοις, εν προκειμένω δεν υφίσταται κανένα στοιχείο ως προς το ότι το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος, το οποίο υφίστατο μέχρις εκδόσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως (34), εξέλιπε μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Ο κίνδυνος της επαναλήψεως της επικρινόμενης από τον αναιρεσείοντα διαδικαστικής πλημμέλειας στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής εξακολουθεί να υφίσταται. Στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας δεν προβλήθηκαν νέα πραγματικά περιστατικά τα οποία να δικαιολογούν την εκ νέου εκτίμηση του ζητήματος του έννομου συμφέροντος. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος.

    1.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    55.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραποίησε με τις σκέψεις 32 και 33 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθώς και ότι η απόφασή του είναι αντιφατική και ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, φαίνεται ότι ο αναιρεσείων θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο θα έπρεπε, εν όψει του σημειώματος του γενικού διευθυντή της EuropeAid της 18ης Νοεμβρίου 2002 (35), να μη δεχθεί τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον βαθμό που οι αποφάσεις αυτές δέχονται ότι ο επιτυχών υποψήφιος Α. Naqvi είναι «ο υποψήφιος ο οποίος πληροί με τον καλύτερο τρόπο τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσεως» (36).

     Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως: παραποίηση πραγματικών περιστατικών

    56.      Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως περιλαμβάνει την αιτίαση περί παραποιήσεως ορισμένων πραγματικών περιστατικών.

    57.      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε σε εσφαλμένα πραγματικά περιστατικά. Κατά τον αναιρεσείοντα, το Πρωτοδικειο δεν έλαβε υπόψη του ότι η επίδικη διευθυντική θέση απαιτούσε στέρεα εμπειρία στη διαχείριση προσωπικού και αποδεδειγμένη ικανότητα στη διοίκηση, την παροχή κινήτρων και την εποπτεία μεγάλων ομάδων (37). Τούτο προκύπτει από το σημείωμα του γενικού διευθυντή της EuropeAid. Από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει επίσης ότι οι ικανότητες του επιτυχόντος υποψηφίου Α. Naqvi στον εν λόγω τομέα είχαν αξιολογηθεί με μία μόνο μονάδα από τις τρεις που θα μπορούσαν να δοθούν, ενώ οι τρεις λοιποί υποψήφιοι έλαβαν στον τομέα αυτόν τον ανώτατο αριθμό μονάδων. Επιπλέον, το σημείωμα βεβαιώνει ότι ο Α. Naqvi έχει τις μεγαλύτερες ικανότητες ως επί το πλείστον στον τομέα «σχεδιασμός, σκέψη και ανάλυση» και όχι στον τομέα «αναδιοργάνωση και διοίκηση μεγάλης λειτουργικής ομάδας».

    58.      Κατά πάγια νομολογία, η προβαλλόμενη παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία είχαν υποβληθεί στο Πρωτοδικείο και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (38). Κατόπιν εξετάσεως του εν λόγω σημειώματος του γενικού διευθυντή της EuropeAid, φρονώ ότι δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τυχόν παραποίηση πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο .

    59.      Στο ανωτέρω σημείωμα βεβαιωνόταν ρητώς ότι ο υποψήφιος Naqvi πληροί τις τιθέμενες με την προκήρυξη της θέσεως απαιτήσεις (39). Πέραν τούτου, ο Α. Naqvi κατατασσόταν με το σημείωμα στην ομάδα των υποψηφίων οι οποίοι, κατά την άποψη του γενικού διευθυντή της EuropeAid, ήσαν κατάλληλοι να ασκήσουν τα καθήκοντα διευθυντή στην εν λόγω θέση. Επομένως, το εν λόγω σημείωμα ουδόλως στηρίζει την παραδοχή ότι ο γενικός διευθυντής της EuropeAid έκρινε ανεπαρκή τα προσόντα του Α. Naqvi για την επίδικη θέση διευθυντή.

    60.      Είναι μεν ορθό ότι ο γενικός διευθυντής της EuropeAid προέβη σε στάθμιση των επιμέρους υποψηφίων με γνώμονα το σύνολο των απαιτήσεων αξιολογώντας ορισμένους πιο θετικά από άλλους. Τούτο καθίσταται σαφές κυρίως με τον πίνακα του παραρτήματος του σημειώματός του, όπου ο γενικός διευθυντής αξιολόγησε τις ικανότητες εκάστου υποψηφίου, μεταξύ άλλων και τις ικανότητες στη διαχείριση προσωπικού, με μία έως τρεις μονάδες και προέβη, στο πλαίσιο της γενικής εκτιμήσεώς του, σε περαιτέρω διαβαθμίσεις μεταξύ των υποψηφίων. Κατά τα λοιπά, ο γενικός διευθυντής προέβη σε τέτοιες διακρίσεις όχι μόνο μεταξύ των δύο ομάδων υποψηφίων, αλλά και εντός της ομάδας των υποψηφίων τους οποίους σε τελική ανάλυση πρότεινε τελικώς στη CCN και στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ως κατάλληλους για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων. Συναφώς, είναι αναμφισβήτητο ότι ο επιτυχών τελικώς Α. Naqvi δεν έλαβε από τον γενικό διευθυντή της EuropeAid τόσο θετική αξιολόγηση όσο άλλοι υποψήφιοι.

    61.      Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το εν λόγω σημείωμα του γενικού διευθυντή της EuropeAid δεν ήταν η μόνη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση της CCN και της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι οι προτεινόμενοι με το σημείωμα έξι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ο Α. Naqvi, κλήθηκαν να δώσουν και άλλες συνεντεύξεις στη CCN. Βάσει αυτών των συνεντεύξεων, η CCN και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σχημάτισαν μια τελική εικόνα και επέλεξαν τον Α. Naqvi για τη θέση του διευθυντή.

    62.      Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο δεν ήταν υποχρεωμένο να στηρίξει την απόφασή του πρωτίστως ή αποκλειστικά στην αξιολόγηση των διαφόρων υποψηφίων από τον γενικό διευθυντή της EuropeAid. Το ποια ήταν η βαρύτητα του εν λόγω σημειώματος μαζί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία –ήτοι αυτά που μνημονεύει η σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως (40)– αποτελεί ως επί το πλείστον ζήτημα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και του αποδεικτικού υλικού που εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου το οποίο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας(41).

    63.      Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν θα ευδοκιμήσει.

     Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας

    64.      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι η απόφασή του είναι αντιφατική και ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Κατά την άποψή του, εσφαλμένως απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος ακυρώσεως με τις σκέψεις 28 έως 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    65.      Δυνάμει του άρθρου 36, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου είναι αιτιολογημένες. Σκοπός αυτής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι, αφενός, να παράσχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν το Πρωτοδικείο στην έκδοση της αποφάσεώς του και, αφετέρου, να παράσχει επαρκή στοιχεία στο Δικαστήριο ώστε να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (42).

    66.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το Πρωτοδικείο εξέτασε ενδελεχώς με τις σκέψεις 28 έως 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ άλλων, την απόφαση της Επιτροπής επί της ασκηθείσας διοικητικής ενστάσεως και διευκρίνισε αναλυτικά την εκτίμησή του ότι η Επιτροπή είχε ανταποκριθεί στην υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπείχε. Ως προς το σημείο αυτό, δεν μπορούν να διαπιστωθούν εσωτερικές αντιφάσεις στο σκεπτικό της αποφάσεως. Ειδικότερα, ουδόλως ήταν, όπως προελέχθη (43), παράλογο ή αντιφατικό, κατά τον έλεγχο των προσβαλλόμενων αποφάσεων να εκτιμηθούν διάφορα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, αντί να ληφθεί μόνον υπόψη ή, εν πάση περιπτώσει, προεχόντως η αξιολόγηση των υποψηφίων από τον γενικό διευθυντή της EuropeAid, όπως φαίνεται ότι πιστεύει ο αναιρεσείων.

    67.      Το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε, επί της ουσίας, σε σχέση με τα προσόντα του Α. Naqvi για την επίδικη θέση διευθυντή, σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό του αναιρεσείοντος, ουδόλως συνεπάγεται, αυτό καθαυτό, ότι είναι πλημμελής η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    68.      Επομένως, και αυτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν θα ευδοκιμήσει.

    2.      Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

    69.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραποίησε ορισμένα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία καθώς και ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι παρέλειψε να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις της Επιτροπής λόγω παραβάσεως των άρθρων 7, 29, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

     Πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

    70.      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι κατά την επιλογή μεταξύ των υποψηφίων για την επίδικη θέση του διευθυντή δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι συνδεόμενες με τη θέση αυτή «προκλήσεις» (44) ή η «ευαισθησία για μεταρρυθμίσεις» (45). Κατά τον αναιρεσείοντα, τα κριτήρια αυτά δεν περιλαμβάνονται στην προκήρυξη της θέσεως. Ωστόσο, στην πραγματικότητα άσκησαν αποφασιστική επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής και, ειδικότερα, του σημειώματος του γενικού διευθυντή της EuropeAid. Το Πρωτοδικείο δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στο στοιχείο αυτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, με τον τρόπο αυτόν, παραποίησε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία.

    71.      Εν αντιθέσει προς τον αναιρεσείοντα, δεν βλέπω να υπάρχουν ενδείξεις για παραποίηση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο. Στις σκέψεις 55 έως 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διατυπώνεται με σαφήνεια ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε σε βάθος το πρόβλημα των «προκλήσεων» που θα είχε να αντιμετωπίσει ο επιλεγόμενος διευθυντής, καθώς και της απαιτούμενης από αυτόν «ευαισθησίας για μεταρρυθμίσεις». Ως προς το σημείο αυτό, ουδόλως το Πρωτοδικείο αγνόησε τους ισχυρισμούς τους αναιρεσείοντος ή παρέλειψε να μνημονεύσει στην απόφασή του ορισμένα πραγματικά περιστατικά.

    72.      Βεβαίως, το Πρωτοδικείο εκτιμά επί της ουσίας ότι η σημασία της έννοιας των «προκλήσεων» δεν πρέπει να υπερεκτιμάται και ότι η έννοια αυτή θα πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την προσωπική γνώμη που εξέφερε ο γενικός διευθυντής της EuropeAid σε σχέση με τους υποψηφίους (46). Επιπλέον, όσον αφορά την «ευαισθησία για μεταρρυθμίσεις», το Πρωτοδικείο εκθέτει αναλυτικά ότι το κριτήριο αυτό συμπίπτει με τα στοιχεία της ανακοινώσεως κενής θέσεως (47).

    73.      Με την ανωτέρω εκτίμηση της υποθέσεως το Πρωτοδικείο κινείται σαφώς εντός των ορίων μιας λογικής αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών και του αποδεικτικού υλικού. Το γεγονός και μόνον ότι η εκτίμηση αυτή του Πρωτοδικείου δεν συμπίπτει με την αντίστοιχη του αναιρεσείοντος δεν σημαίνει ότι υφίσταται παραποίηση πραγματικών περιστατικών.

    74.      Στην πραγματικότητα, σκοπός του αναιρεσείοντος με αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως δεν είναι τόσο να υπάρξουν ορισμένες συνέπειες λόγω παραποιήσεως πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο όσο το να παρακινήσει το Δικαστήριο να υποκαταστήσει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων το Πρωτοδικείο. Εντούτοις, τούτο είναι απαράδεκτο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (48).

    75.      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως δεν θα ευδοκιμήσει.

     Το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως: πλάνη περί το δίκαιο σε σχέση με τη συμμετοχή του καθ’ ύλην αρμόδιου γενικού διευθυντή στη διαδικασία επιλογής

    76.      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως την επιρροή που άσκησε η προεπιλογή από τον καθ’ ύλην αρμόδιο γενικό διευθυντή στην περαιτέρω διαδικασία επιλογής ενώπιον της CCN. Στην πράξη, η CCN δεσμεύτηκε από τη διενεργηθείσα προεπιλογή. Τούτο είναι προφανές και στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η CCN κάλεσε για περαιτέρω συνέντευξη μόνον τους υποψηφίους που είχε προεπιλέξει ο γενικός διευθυντής της EuropeAid.

    77.      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κατ’ αναίρεση μπορούν να τεθούν εκ νέου τα νομικά ζητήματα τα οποία ήδη εξετάστηκαν στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (49), ήτοι π.χ., σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, η νομιμότητα της εξελίξεως της διαδικασίας επιλογής και, ειδικότερα η νομιμότητα του είδους της συμμετοχής του καθ’ ύλην αρμόδιου γενικού διευθυντή (50). Εντούτοις, σε μία τέτοια περίπτωση, πρέπει να αναφέρονται ακριβώς τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν την αίτηση αναιρέσεως· στην απαίτηση αυτή δεν ανταποκρίνεται η αίτηση αναιρέσεως όταν, μεταξύ άλλων, περιορίζεται στην απλή ή κατά γράμμα επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, χωρίς ωστόσο να περιέχει επιχειρηματολογία η οποία να αποσκοπεί ειδικά στον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος το οποίο ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (51).

    78.      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω: ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει με την αίτησή του αναιρέσεως συγκεκριμένα τα σημεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως τα οποία επιθυμεί να επικρίνει σε σχέση με τον ρόλο του γενικού διευθυντή της EuropeAid στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής. Απλώς επαναλαμβάνει με γενικό τρόπο τον ήδη πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του ότι η προεπιλογή στην οποία προέβη ο εν λόγω γενικός διευθυντής επηρέασε στην πράξη την περαιτέρω εξέλιξη της διαδικασίας επιλογής (52).

    79.      Επομένως, αυτό το σκέλος του δεύτερου λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτο και ομοίως δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει.

    3.      Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

    80.      Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος είναι εν μέρει απαράδεκτη, εν μέρει αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    VII – Δικαστικά έξοδα

    81.      Δυνάμει του άρθρου 122 σε συνδυασμό με το άρθρο 118 και το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    82.      Ως προς την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, συνάγεται μεν από το άρθρο 122, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ότι το Δικαστήριο μπορεί, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 69, παράγραφος 2, να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια. Εντούτοις, τέτοια στοιχεία επιείκειας δεν είναι πρόδηλα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων προέβαλε την ύπαρξή τους. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος ηττήθηκε λόγω της απορρίψεως της αιτήσεώς του αναιρέσεως, πρέπει να καταδικαστεί σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα της αναιρέσεως που άσκησε.

    83.      Ως προς την ανταναίρεση της Επιτροπής, από το άρθρο 122, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 70, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα έξοδά της. Πέραν τούτου, δεδομένου ότι η ανταναίρεση της Επιτροπής δεν ευδοκίμησε, θα πρέπει επίσης να καταδικαστεί, σύμφωνα με το αίτημα του αναιρεσείοντος, στα έξοδά του σε σχέση με αυτήν την ανταναίρεση. Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των εξόδων της ανταναιρέσεως.

    VIII – Πρόταση

    84.      Συναφώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    1)      Να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Να καταδικάσει τον κάθε διάδικο στα δικαστικά έξοδα της αιτήσεως αναιρέσεως που ο ίδιος άσκησε.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2 – Η EuropeAid δημιουργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2001 με απόφαση της Επιτροπής στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως της διαχειρίσεως της εξωτερικής βοήθειας. Το Γραφείο είναι αρμόδιο για τη χρήση των μέσων της Επιτροπής για την εξωτερική βοήθεια (αναπτυξιακή βοήθεια) η οποία χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθώς και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αναπτύξεως.


    3 – Απόφαση της 5ης Ιουλίου 2005, T-370/03, Wunenburger κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-189 και II-853).


    4 – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από 5ης Μαρτίου 1968, που καθορίζεται με τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 1473/72, του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 136).


    5 – Ανακοίνωση κενής θέσεως, CΟΜ/138/02.


    6 – Ανακοίνωση κενής θέσεως COM/142/04 της 28ης Μαΐου 2004.


    7 – Σκέψεις 19 έως 21 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    8 – Σκέψεις 28 έως 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    9 – Πέραν τούτων, ο αναιρεσείων προέβαλε την αιτίαση περί παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχειρίσεως και της νόμιμης προσδοκίας στη σταδιοδρομία του.


    10 – Σκέψεις 51 έως 83 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    11 – Αποφάσεις της 26ης Φεβρουάριου 2002, C-23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer (Συλλογή 2002, σ. I-1873, σκέψη 50) και της 22ας Φεβρουαρίου 2005, C-141/02 P, Επιτροπή κατά max.mobil (Συλλογή 2005, σ. I-1283, σκέψεις 50 και 51). Στο ίδιο πνεύμα, εμμέσως πλην σαφώς, η απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-73/97 P, Γαλλία κατά Comafrika κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-185), βλ., μεταξύ άλλων, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jean Mischo της 25ης Ιουνίου 1998 επί της υποθέσεως αυτής (Συλλογή 1999, σ. I-185, σημεία 11 επ.).


    12 – Απόφαση Συμβούλιο κατά Boehringer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 52).


    13 – Έτσι, στη διαδικασία των μέτρων παροχής προσωρινής προστασίας, η διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-363/98 P (R), Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, (Συλλογή 1998, σ. I-8787, σκέψεις 43 επ.).


    14 – Σκέψεις 19 έως 21 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    15 – Βλ. την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψεις 47 έως 49) καθώς και τις αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-105/04 P, FEG κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-8725, σκέψεις 69 και 70) και C-113/04 P, TU κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-8831, σκέψεις 82 και 83).


    16 – Αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, C-551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-3173, σκέψη 51), FEG κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 69) και TU κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 82) με περαιτέρω παραπομπές.


    17 – Αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2001, T-159/98, Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-83 και II-395, σκέψη 30) και της 21ης Μαρτίου 2002, T-131/99, Shaw και Falla κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2023, σκέψη 29) και διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 2005, T-28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-4119, σκέψεις 35 έως 37).


    18 – Συναφώς, ενδέχεται να προκαλέσει παρανοήσεις η εκδοθείσα επί αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-3319, σκέψη 13), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση ελλείψεως έννομου συμφέροντος για την άσκηση ή την περαιτέρω εκδίκαση αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο μπορεί «να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη ή άνευ αντικειμένου». Φρονώ ότι αυτό που αληθώς εννοεί το Δικαστήριο είναι ότι η αίτηση αναιρέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη στην περίπτωση που το έννομο συμφέρον είχε ήδη εκλείψει κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, ενώ η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κηρύσσεται άνευ αντικειμένου στην περίπτωση που το έννομο συμφέρον εξέλιπε το πρώτον σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο.


    19 – Αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1999, T-112/96 και T-115/96, Séché κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-115, II-623, σκέψη 37) και Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 31) καθώς και τη διάταξη First Data κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 53).


    20 – Αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, Akzo Chemie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 21), της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T‑483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-2305 σκέψη 59) και της 7ης Ιουνίου 2006, T-213/01 και T-214/01, Österreichische Postsparkasse κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-1601, σκέψη 53).


    21 – Αποφάσεις Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 13) και της 13ης Ιουλίου 2000, C-174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard (Συλλογή 2000, σ. I-6189, σκέψη 33)· υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, C-138/03, C-324/03 και C-431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-10043, σκέψεις 23 έως 25).


    22 – Αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 410, σκέψη 32) και Akzo Chemie κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 21).


    23 – Κατά τον αναιρεσείοντα, η έννοια του όρου «retrait de l’emploi» ενός υπαλλήλου δυνάμει του άρθρου 50 του ΚΥΚ δεν ταυτίζεται με αυτήν του όρου «retrait de la décision» με την οποία ο εν λόγω υπάλληλος διορίστηκε.


    24 – Βλ., π.χ., το σημείο 2 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2004 στο πλαίσιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας (υπόθεση T-370/03).


    25 – Έτσι, ρητώς, η απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T-310/00, MCI κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-3253, σκέψη 46 και 61). Σε τελευταία ανάλυση, σε παρεμφερή εκτίμηση στηρίζεται η απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, T-191/96 και T-106/97, CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-3181, σκέψη 63).


    Βλ., επίσης, τη θεμελιώδη απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, γνωστή ως «AETR» (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 732, σκέψη 40), κατά την οποία η προσφυγή του άρθρου 230 ΕΚ «αποσκοπεί να εξασφαλίσει, σύμφωνα προς τις επιταγές του [άρθρου 220, παράγραφος 1, ΕΚ], την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της Συνθήκης», καθώς και την απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, (Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23), κατά την οποία «ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους προς τον βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη». Περαιτέρω, σε σχέση με την απαίτηση του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο μιας κοινότητας δικαίου, βλ. την πλέον πρόσφατη απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 38).


    26 – Έτσι, πρόσφατα, σε μία υπόθεση από τον τομέα του ελέγχου των συγχωνεύσεων, η απόφαση MCI κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψεις 55 και 63). Βλ., περαιτέρω, τις αποφάσεις Simmenthal κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 32), Akzo (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 21), της 26ης Απριλίου 1988, 207/86, Apesco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2151, σκέψη 16), της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, T-182/94, Marx Esser κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A-411, II-1197, σκέψη 41), CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 63) και Österreichische Postsparkasse κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 54).


    27 – Αποφάσεις Simmenthal κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 32), της 5ης Μαρτίου 1980, 76/79, Koenecke κατά Επιτροπής (Συλλογή 1980, σ. 665, σκέψη 9), Antillean Rice Mills κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 60), CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 63), MCI κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 46) και Österreichische Postsparkasse κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 54).


    28 – Αποφάσεις Koenecke κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 9), της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 74), Κοινοβούλιο κατά Richard (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψεις 33 και 34) και της 21ης Μαρτίου 2002, T-131/99, Shaw και Falla κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2023, σκέψη 29).


    29 – Βλ., π.χ., την απόφαση της 10ης Ιουνίου 1980, 155/78, Δεσποινίς M. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 1797, σκέψη 6).


    30 – «la manière dont le directeur général a présélectionné les candidats».


    31 – Αναμφισβήτητα ως προς το σημείο αυτό διαφέρει η υπό κρίση υπόθεση από τα πραγματικά περιστατικά π.χ. της υποθέσεως Apesco κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26).


    32 – Βλ., π.χ., τη σύνοψη των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος στις σκέψεις 37 και 38 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    33 – Απόφαση Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 13).


    34 – Βλ., συναφώς, τις αναλύσεις μου επί της αιτήσεως ανταναιρέσεως, ιδίως τα σημεία 38 έως 51 των παρουσών προτάσεων.


    35 – Βλ. συναφώς το σημείο 9 των ανά χείρας προτάσεων.


    36 – Στο γαλλικό πρωτότυπο: «le candidat qui répondait le mieux à l’ensemble des exigences mentionnées dans l’avis de vacance» (βλ. σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).


    37 – Στο γαλλικό πρωτότυπο: «solide expérience de management de personnel [et] capacité de gestion, mobilisation et supervision de grandes équipes».


    38 – Αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, C-551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-3173, σκέψη 54) και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-167/04 P, JCB κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-8935, σκέψη 108)· υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-229/05 P, PKK και KNK (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37).


    39 – Ο πίνακας στο παράρτημα του σημειώματος της 18ης Νοεμβρίου 2002 περιέχει για το πρόσωπο του Α. Naqvi στη στήλη «commentaires» [παρατηρήσεις] τη γενική παρατήρηση: «Η υποψηφιότητα πληροί τα τιθέμενα με την προκήρυξη της θέσεως κριτήρια».


    40 – Με τη σκέψη αυτή το Πρωτοδικείο διατυπώνει την εκτίμηση ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι ο Α. Naqvi πληροί τις απαιτήσεις στον τομέα της διαχειρίσεως του προσωπικού. Το Πρωτοδικείο κάνει ειδικότερα μνεία ενός εντύπου υποψηφιότητας απ’ το οποίο προέκυπτε ότι ο Α. Naqvi είχε αποδεδειγμένη εμπειρία στη διαχείριση την οποία απέκτησε τόσο ως προϊστάμενος όσο και ως διευθυντής αντιπροσωπείας και ότι φαινόταν κατάλληλος να εμπνεύσει μία ομάδα. Πέραν τούτου, το Πρωτοδικείο κάνει μνεία στις δύο διοικητικές αξιολογήσεις του Α. Naqvi που προηγήθηκαν της διαδικασίας επιλογής.


    41 – Βλ. συναφώς το σημείο 29 των παρουσών προτάσεων και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15 νομολογία.


    42 – Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψη 60) καθώς και τις προπαρατεθείσες στης υποσημείωση 15 αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 372), FEG κατά Επιτροπής (σκέψη 72) και TU κατά Επιτροπής (σκέψη 85).


    43 – Βλ. ανωτέρω σημεία 58 έως 62 των παρουσών προτάσεων.


    44 – Στο γαλλικό πρωτότυπο: «enjeux du poste».


    45 – Στο γαλλικό πρωτότυπο: «sensibilité pour la réforme».


    46 – Σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    47 – Σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    48 – Βλ. συναφώς το σημείο 29 των παρουσών προτάσεων και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15 νομολογία.


    49 – Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-68/05 P, Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-10367, σκέψη 54), με περαιτέρω παραπομπές.


    50 – Όπως ήδη ελέχθη σε σχέση με την ανταναίρεση της Επιτροπής, ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι πάσχει έλλειψη νομιμότητας η εξέλιξη μιας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ο καθ’ ύλην αρμόδιος γενικός διευθυντής προβαίνει σε προεπιλογή η οποία, στη συνέχεια, επηρεάζει με καθοριστικό τρόπο τόσο τη CCN όσο και την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (βλ. συναφώς ανωτέρω, σημεία 46 και 47 των παρουσών προτάσεων).


    51 – Απόφαση Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψη 55).


    52 – Βλ., συναφώς, τη σύνοψη των επιχειρημάτων του στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    Top