Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CC0003

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 24ης Νοεμβρίου 2005.
    Gaetano Verdoliva κατά J. M. Van der Hoeven BV, Banco di Sardegna και San Paolo IMI SpA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Corte d'appello di Cagliari - Ιταλία.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Απόφαση επιτρέπουσα την εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος - Επίδοση ανυπόστατη ή μη νομότυπη - Γνώση - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής.
    Υπόθεση C-3/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-01579

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:722

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 24ης Νοεμβρίου 2005 1(1)

    Υπόθεση C-3/05

    Gaetano Verdoliva

    κατά

    J. M. Van der Hoeven BV κ.λπ.

    [αίτηση του Corte d’Appello di Cagliari (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Σύμβαση των Βρυξελλών – Άρθρο 36 – Έννοια της επιδόσεως – Πλημμελής επίδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως – Εξομοίωση της γνώσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως με την επίδοση αυτής – Θεραπεία των ελαττωμάτων της αποφάσεως περί εκτελέσεως αν προκύπτει γνώση αυτής»





    I –    Εισαγωγή

    1.     Στην παρούσα υπόθεση το Corte d’Appello di Cagliari ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 36 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση) (2). Το ζήτημα που ανακύπτει είναι ιδίως αν, σε περίπτωση που η απόφαση με την οποία επιτράπηκε η εκτέλεση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε πλημμελώς, η γνώση της αποφάσεως αυτής μπορεί επίσης να προκαλέσει την έναρξη της προθεσμίας του άρθρου 36 της Συμβάσεως.

    II – Νομικό πλαίσιο

    Α –       Σύμβαση των Βρυξελλών

    2.     Κατά το άρθρο 26 της Συμβάσεως, απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.

    3.     Στα άρθρα 27 και 28 της Συμβάσεως απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι για τους οποίους δεν γίνεται η αναγνώριση αυτή. Κατά το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως μια απόφαση δεν αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων:

    «αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί».

    4.     Βάσει του άρθρου 31 της Συμβάσεως, απόφαση που εκδόθηκε και είναι εκτελεστή σε συμβαλλόμενο κράτος εκτελείται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, αφού κηρυχθεί εκεί εκτελεστή, με αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου. Κατά το άρθρο 34 της Συμβάσεως το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση αποφασίζει χωρίς ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση να έχει στο στάδιο αυτό της διαδικασίας δικαίωμα υποβολής προτάσεων.

    5.     Στον πιστωτή γνωστοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 35 της Συμβάσεως η απόφαση επί της αιτήσεώς του για κήρυξη της εκτελεστότητας αμελλητί επιμελεία του γραμματέα του δικαστηρίου, όπως προβλέπει το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως. Κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του μπορεί να προσφύγει σύμφωνα με το άρθρο 40 της Συμβάσεως.

    6.     Το άρθρο 36 της Συμβάσεως ρυθμίζει την προσφυγή του οφειλέτη ως εξής:

    «Αν η εκτέλεση επιτραπεί, το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση μπορεί να προσφύγει κατά της αποφάσεως μέσα σε ένα μήνα από την επίδοσή της.

    Αν το πρόσωπο αυτό έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος άλλο από εκείνο στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση, η προθεσμία είναι δύο μήνες από τη μέρα που του έγινε η επίδοση προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως.»

    7.     Η προσφυγή του άρθρου 36 ασκείται στην Ιταλία σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συμβάσεως ενώπιον του «corte d’appello». Το άρθρο 39 της Συμβάσεως ορίζει ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 36, και έως ότου εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή αυτή, μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά μέτρα επί της περιουσίας του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση.

    Β –      Η εθνική νομοθεσία

    8.     Κατά το άρθρο 143 του Codice di Procedura Civile (στο εξής: CPC), η επίδοση σε πρόσωπα αγνώστου κατοικίας διενεργείται από τον δικαστικό επιμελητή με κατάθεση αντιγράφου του εγγράφου στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα του τόπου της τελευταίας γνωστής κατοικίας τους και ανάρτηση ετέρου αντιγράφου στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου που εξέδωσε την περί εκτελέσεως απόφαση.

    9.     Από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η κατάθεση του εγγράφου στο δημοτικό κατάστημα και η ανάρτηση στον πίνακα ανακοινώσεων αποτελούν, κατά τη νομολογία του Corte Suprema di Cassazione, ουσιώδη στοιχεία της επιδόσεως, έτσι ώστε, αν παραλειφθούν, η επίδοση είναι ανυπόστατη (3). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία του Corte Suprema di Cassazione, επίδοση που διενεργείται βάσει του άρθρου 143 CPC «δεν παράγει αποτελέσματα, όταν ο δικαστικός επιμελητής δεν παρέχει με την έκθεση κανένα στοιχείο σε σχέση με τις διενεργηθείσες έρευνες προς εξακρίβωση της κατοικίας του παραλήπτη της επιδόσεως» (4).

    10.   Στις ρυθμίσεις των άρθρων 633 έως 659 CPC σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής περιλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 650, με την οποία ρυθμίζεται η εκπρόθεσμη άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (5). Το άρθρο 650 CPC ορίζει ότι:

    «Ο καθού μπορεί να ασκήσει ανακοπή ακόμη και μετά την εκπνοή της ταχθείσας με τη διαταγή πληρωμής προθεσμίας, εφόσον αποδεικνύει ότι δεν έλαβε γνώση εγκαίρως εξαιτίας πλημμελούς επιδόσεως, τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας.

    […]

    Δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή μετά την πάροδο δέκα ημερών από την πρώτη πράξη εκτελέσεως.»

    III – Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

    11.   Με απόφαση που εκδόθηκε ερήμην στις 14 Σεπτεμβρίου 1993, το Arrondissementsrechtbank Den Haag (Κάτω Χώρες) καταδίκασε στην κύρια δίκη τον Gaetano Verdoliva, κάτοικο Ιταλίας, να καταβάλει 365 000 ολλανδικά φιορίνια (NLG) στην εδρεύουσα στις Κάτω Χώρες J. M. Van der Hoeven B.V. (στο εξής: Van der Hoeven) για την προμήθεια και την εγκατάσταση θερμοκηπίων.

    12.   Στις 24 Μαΐου 1994 το Corte d’Αppello di Cagliari κήρυξε την προαναφερθείσα απόφαση εκτελεστή στην επικράτεια της Ιταλικής Δημοκρατίας και επέτρεψε τη συντηρητική κατάσχεση εις βάρος του G. Verdoliva μέχρι ποσού 220 εκατομμυρίων ιταλικών λιρών (ITL).

    13.   Μια πρώτη απόπειρα επιδόσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως στην κατοικία του G. Verdoliva στην Capoterra δεν ευοδώθηκε, καθότι ο G. Verdoliva, «μολονότι εξακολουθούσε να είναι εγγεγραμμένος στο ληξιαρχείο με την εν λόγω διεύθυνση, στην πραγματικότητα είχε μετακομίσει πριν από ένα και πλέον έτος» (όπως αναφέρεται κατά λέξη στην έκθεση της 14ης Ιουλίου 1994 περί αδυναμίας επιδόσεως).

    14.   Ακολούθως, η απόφαση περί εκτελέσεως επιδόθηκε, όπως αναφέρεται στην έκθεση επιδόσεως της 27ης Ιουλίου 1994, σύμφωνα με το άρθρο 143 του ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κατά την εν λόγω έκθεση επιδόσεως, «[ε]πειδή ο παραλήπτης της επιδόσεως δεν εντοπίστηκε στη υποδειχθείσα διεύθυνση, από την οποία μετακόμισε, […] κατέθεσα σύμφωνα με το άρθρο 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντίγραφο [της αποφάσεως περί εκτελέσεως] στο κοινοτικό κατάστημα, ανάρτησα δε έτερο αντίγραφο στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου που εξέδωσε την περί εκτελέσεως απόφαση».

    15.   Εφόσον ο G. Verdoliva δεν προσέφυγε κατά της αποφάσεως περί εκτελέσεως εντός 30 ημερών από της επιδόσεώς της, η Van der Hoeven προέβη σε εκτέλεση, παρεμβαίνοντας σε διαδικασία εκτελέσεως που ήδη εκκρεμούσε εις βάρος του G. Verdoliva.

    16.   Στις 4 Δεκεμβρίου 1996 ο G. Verdoliva άσκησε ανακοπή κατά της εκτελέσεως ενώπιον του Tribunale Civile di Cagliari και προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η εκτέλεση της αποφάσεως του ολλανδικού δικαστηρίου, εφόσον δεν υπήρχε απόφαση ιταλικού δικαστηρίου που να την επιτρέπει ήταν παράνομη ως αντιβαίνουσα στη Σύμβαση των Βρυξελλών. Επιπλέον, η ερήμην εκδοθείσα ολλανδική απόφαση δεν μπορούσε να αναγνωριστεί λόγω παραβάσεως του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως. Σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας υποστήριξε ότι η απόφαση του Corte d’Appello di Cagliari με την οποία επιτράπηκε η εκτέλεση δεν επιδόθηκε, διότι το έγγραφο, παρά τα βεβαιούμενα με την έκθεση επιδόσεως, δεν είχε κατατεθεί στην Κοινότητα της Capoterra. Ελλείψει επιδόσεως δεν είχε αρχίσει να τρέχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 36 της Συμβάσεως προθεσμία.

    17.   Με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2002 το Tribunale Civile di Cagliari απέρριψε την ανακοπή κατά της εκτελέσεως καθώς και την προβληθείσα στο πλαίσιό της ένσταση πλαστότητας. Έκρινε ότι το ένδικο βοήθημα είχε ασκηθεί εκπροθέσμως, διότι η τριακονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής είχε αρχίσει να τρέχει –όπως στη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής βάσει του άρθρου 650 CPC– το αργότερο από την πρώτη πράξη εκτελέσεως. Εν προκειμένω δεν αμφισβητούνταν ότι το ένδικο βοήθημα δεν είχε ασκηθεί εντός της προθεσμίας αυτής.

    18.   Κατά της αποφάσεως αυτής ο G. Verdoliva άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με την οποία προέβαλε και τον ισχυρισμό ότι ο δικαστικός επιμελητής κατά παράβαση του υπηρεσιακού του καθήκοντος δεν εξέτασε, πριν προβεί στη δημόσια τοιχοκόλληση της προς επίδοση αποφάσεως κατά το άρθρο 143 CPC, αν υπήρχε πράγματι αδυναμία ανευρέσεώς του.

    19.   Το Corte d’Appello επισημαίνει στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ότι η απόφαση περί εκτελέσεως καθίσταται εκτελεστός τίτλος μόνο μετά την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας. Επομένως εν προκειμένω δεν υφίστατο ο αναγκαίος εκτελεστός τίτλος σε περίπτωση που η απόφαση περί εκτελέσεως δεν είχε επιδοθεί εγκύρως και η προθεσμία δεν είχε αρχίσει να τρέχει.

    20.   Εξάλλου το Corte d’Appello επισημαίνει ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο εκκαλών έλαβε γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως, την οποία ο ίδιος προσκόμισε στο δικαστήριο στις 20 Ιουνίου 1998. Από τότε δεν έχει ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως.

    21.   Με βάση τα δεδομένα αυτά το Corte d’Appello υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 36 της Συμβάσεως:

    «1.      Προσδίδει η Σύμβαση αυτόνομο περιεχόμενο στην έννοια της εκ μέρους του ενδιαφερόμενου γνώσεως των δικονομικών πράξεων ή παραπέμπει στα κατ’ ιδίαν εθνικά δίκαια για τον προσδιορισμό της έννοιας αυτής;

    2.      Προκύπτει από το κείμενο της Συμβάσεως, και ειδικότερα από το άρθρο της 36, η ύπαρξη πράξεως που να ισοδυναμεί με την επίδοση της προβλεπόμενης στο άρθρο 36 της Συμβάσεως αποφάσεως που επιτρέπει την εκτέλεση;

    3.      Συνεπάγεται η γνώση της εν λόγω αποφάσεως, [ιδίως] σε περίπτωση ανύπαρκτης ή πλημμελούς επιδόσεως, την έναρξη της προθεσμίας του προαναφερθέντος άρθρου ή, αντιθέτως, προκύπτει από την ίδια τη Σύμβαση περιορισμός ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επέλθει γνώση της αποφάσεως;»

    IV – Επιχειρήματα των διαδίκων

    22.   Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας υπέβαλαν παρατηρήσεις ο G. Verdoliva, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

    23.   Ο G. Verdoliva υποστηρίζει ότι η γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως δεν αναπληρώνει την κατά το άρθρο 36 της Συμβάσεως επίδοση αυτής. Τα δικαιώματα άμυνας διασφαλίζονται μόνον όταν ο καθού η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση διά νομοτύπου επιδόσεως. Το απλό τεκμήριο ότι έλαβε γνώση δεν αρκεί. Ελλείψει εγκύρου επιδόσεως της αποφάσεως με την οποία κηρύσσεται εκτελεστός ο αλλοδαπός τίτλος, η εν λόγω απόφαση πρέπει να θεωρείται ως νομικώς ανυπόστατη με συνέπεια να μην υφίσταται εκτελεστός τίτλος ο οποίος να παρέχει εξουσία επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως (6).

    24.   Η Ιταλική Κυβέρνηση καταρχάς επισημαίνει ότι ο όρος της επιδόσεως του άρθρου 36 της Συμβάσεως πρέπει να νοείται υπό αυστηρά «τεχνική δικονομική», δηλαδή τυπική έννοια, συμπέρασμα το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι στην απόδοση της Συμβάσεως στην ιταλική γλώσσα το άρθρο 36 προβλέπει μόνον τη δυνατότητα της «notificatione», ενώ άλλες διατάξεις της Συμβάσεως επιτρέπουν εκτός από αυτήν και την απλή «comunicazione». Επειδή στην ίδια τη Σύμβαση δεν περιέχεται ορισμός της έννοιας της τυπικής επιδόσεως, η έννοια αυτή μπορεί να καθορίζεται με βάση το δικονομικό δίκαιο του εκάστοτε επιλαμβανόμενου κράτους εκτελέσεως. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια της γνώσεως.

    25.   Ως προς το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως είναι ότι η Σύμβαση δεν επιτρέπει την υποκατάσταση της τυπικής επιδόσεως από εναλλακτικούς τύπους. Επειδή η Σύμβαση παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο ως προς την έννοια της τυπικής επιδόσεως, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν αν, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικονομικού δικαίου, η απλή πραγματική γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως έχει ισοδύναμη νομική ισχύ με την τυπική επίδοση. Στο πλαίσιο αυτό τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λάβουν υπόψη τη βασική επιταγή της προασπίσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

    26.   Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η κατά το άρθρο 36 της Συμβάσεως έννοια της επιδόσεως προϋποθέτει πραγματική γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως από τον οφειλέτη. Αναγνωρίζει ότι η Σύμβαση δεν εναρμονίζει τα εθνικά συστήματα επιδόσεων. Ωστόσο, τα άρθρα 20, 27 και 36 της Συμβάσεως αποσκοπούν σε πλήρη προστασία των δικαιωμάτων άμυνας σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, τόσο στο κράτος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση όσο και στο κράτος εκτελέσεως (7). Η προστασία αυτή πρέπει να διασφαλίζεται και από τις εθνικές διατάξεις περί επιδόσεως.

    27.   Εισηγείται ότι πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η επίδοση υπό την έννοια της Συμβάσεως δεν προϋποθέτει καταρχήν προσωπική και πραγματική γνώση του παραλήπτη, εφόσον αυτός δύναται να επικαλεστεί την έλλειψη γνώσεως της επιδοθείσας πράξεως και να εναντιωθεί σε αυτήν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, έστω και αν ενδεχομένως έχει παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής που άρχισε να τρέχει με την επίδοση.

    28.   Το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι διατυπωμένα, κατά την Επιτροπή, με τρόπο που επιδέχεται περισσότερες ερμηνείες. Αφενός θα μπορούσαν να αφορούν το ζήτημα, αν η απόφαση περί εκτελέσεως επιτρέπεται να εκτελεστεί άμεσα χωρίς να έχει επιδοθεί και αν αρκεί να έχει λάβει γνώση αυτής ο καθού η εκτέλεση διά των πράξεων εκτελέσεως. Αυτό όμως θα συνιστούσε σαφώς προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και στο ερώτημα θα έπρεπε να δοθεί αρνητική απάντηση.

    29.   Αντιστρόφως, θα μπορούσε να δοθεί καταφατική απάντηση στα ερωτήματα, αν το τιθέμενο δι’ αυτών ζήτημα ήταν αν μια τέτοια γνώση μπορεί να αποτελέσει αφετηρία πρόσθετης προθεσμίας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό μπορεί να συμβεί αν ο καθού η εκτέλεση δεν μπόρεσε να τηρήσει τη μηνιαία προθεσμία του άρθρου 36 λόγω παρατυπιών της επιδόσεως ή επειδή η επίδοση δεν έγινε προσωπικά προς τον ίδιο.

    30.   Κατά την Επιτροπή, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο η ρύθμιση του άρθρου 36 περί προθεσμίας, διασφαλιζομένων των δικαιωμάτων άμυνας, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (8). Οπωσδήποτε δεν επιτρέπεται όμως ούτε η καταστρατήγηση της προϋποθέσεως της επιδόσεως ούτε η σύντμηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 36 προθεσμίας.

    V –    Νομική εκτίμηση

    31.   Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η Σύμβαση ορίζει αυτοτελώς το περιεχόμενο της έννοιας της γνώσεως της περί εκτελέσεως αποφάσεως. Ωστόσο, στη Σύμβαση, ιδίως δε στο άρθρο 36 αυτής, η ερμηνεία του οποίου είναι κρίσιμη στην υπό κρίση διαδικασία, δεν απαντά ο όρος «γνώση». Αντιθέτως, το άρθρο 36 αναφέρεται αποκλειστικά στην επίδοση.

    32.   Δεδομένης της διαφοράς της κύριας δίκης και ενόψει της διατυπώσεως του άρθρου 36, το πρώτο ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως εξής: Ζητείται να διευκρινιστεί αν η έννοια της επιδόσεως αποτελεί αυτοτελή έννοια της Συμβάσεως και αν σύμφωνα με την έννοια αυτή η γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως ισοδυναμεί με επίδοση, κατά τρόπον ώστε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 36, πρώτη παράγραφος, της Συμβάσεως να αρχίζει από τον χρόνο που ο καθού η εκτέλεση έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής.

    33.   Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί ενός ζητήματος αρχής, αν δηλαδή η έννοια της επιδόσεως του άρθρου 36 της Συμβάσεως προϋποθέτει γενικώς την πραγματική γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως από τον οφειλέτη.

    34.   Εντούτοις, δεδομένων των περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ερώτημα έχοντας υπόψη ότι η απόφαση περί εκτελέσεως πιθανώς δεν επιδόθηκε εγκύρως στον G. Verdoliva. Συνεπώς, το δικαστήριο αυτό δεν ζητεί να διευκρινιστεί αν η γνώση της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να τεθεί ως πρόσθετη προϋπόθεση νομιμότητας της επιδόσεως, αλλά μόνον αν η γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως μπορεί να αντικαταστήσει, ενδεχομένως, την επίδοσή της.

    35.   Νοούμενο κατά τον τρόπο αυτό, το πρώτο ερώτημα αλληλοκαλύπτεται σε μεγάλη έκταση με το δεύτερο και το τρίτο. Είναι συνεπώς σκόπιμο να εξετασθούν μαζί και τα τρία ερωτήματα.

    36.   Συνοψίζοντας, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατά συνέπεια να διευκρινιστεί αν το άρθρο 36, πρώτη παράγραφος, της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση πλημμελούς επιδόσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως, η εκ μέρους του οφειλέτη γνώση της αρκεί για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής.

    37.   Πριν απαντήσω στο ερώτημα αυτό θα διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τη σημασία που έχει η προσφυγή του άρθρου 36, πρώτη παράγραφος, της Συμβάσεως για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του οφειλέτη.

    Α –      Επί της σημασίας της προσφυγής του άρθρου 36 της Συμβάσεως

    38.   Στην υπόθεση Carron το Δικαστήριο έκρινε ότι με «τα άρθρα 31 έως 49 της Συμβάσεως […] θεσπίστηκε για τα κράτη μέλη ενιαία διαδικασία εγκρίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. Σε ένα πρώτο στάδιο της διαδικασίας αυτής, το οποίο δεν διεξάγεται κατ’ αντιμωλία, ο πιστωτής μπορεί να επιτύχει γρήγορα την έγκριση της αναγκαστικής εκτελέσεως μιας αποφάσεως σε συμβαλλόμενο κράτος άλλο από εκείνο στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση. Σε ένα δεύτερο, κατ’ αντιμωλία διεξαγόμενο, στάδιο, η διαδικασία κατοχυρώνει τα δικαιώματα του οφειλέτη, παραχωρώντας του ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως με την οποία επιτράπηκε η εκτέλεση (9).»

    39.   Η διαδικασία εγκρίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί μέρος ενός ενιαίου συστήματος που θεσπίζεται με τη Σύμβαση, με το οποίο επιδιώκεται ο συμβιβασμός μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (10) και της διαφυλάξεως των δικαιωμάτων άμυνας (11). Τα δικαιώματα άμυνας του καθού η εκτέλεση προστατεύονται στο πλαίσιο της αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία έχει αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (12). Η εν λόγω αρχή έχει ως σημείο αναφοράς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (13) και έχει συγκεκριμενοποιηθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (14).

    40.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έγκριση της αναγκαστικής εκτελέσεως, το δικαίωμα του εναγομένου σε δικαστική ακρόαση προστατεύεται ιδίως από τα άρθρα 27, σημείο 2, και 36 της Συμβάσεως. Κατά το άρθρο 27, σημείο 2, χάριν της προστασίας των δικαιωμάτων του εναγομένου, δεν γίνεται αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως όταν, κατ’ εξαίρεση, οι εγγυήσεις του δικαίου του κράτους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση και της Συμβάσεως δεν ήταν αρκετές για να διασφαλίσουν τη δυνατότητα άμυνας του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (15). Αντιστρόφως, το άρθρο 36 παρέχει στον εναγόμενο τη δυνατότητα να προκαλέσει με την άσκηση προσφυγής την επανεξέταση της αποφάσεως στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας.

    41.   Το άρθρο 36 αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας στο στάδιο της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως της αλλοδαπής αποφάσεως, εφόσον παρέχει το αναγκαίο αντίβαρο στη μονομερή και συνοπτική διαδικασία της εγκρίσεως της εκτελέσεως, στο πλαίσιο της οποίας, βάσει του άρθρου 34 της Συμβάσεως, δεν παρέχεται στον εναγόμενο ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του.

    42.   Διά της ασκήσεως της κατά το άρθρο 36 προσφυγής ο καθού η εκτέλεση αποκτά τη δυνατότητα να προβάλλει λόγους κατά της αναγνωρίσεως της αποφάσεως και της κηρύξεώς της ως εκτελεστής. Το άρθρο 36 συνιστά επομένως το δικονομικό συμπλήρωμα των απαριθμούμενων στα άρθρα 27 και 28 της Συμβάσεως λόγων ουσίας για τους οποίους δεν επιτρέπεται η αναγνώριση και η εκτέλεση της αλλοδαπής αποφάσεως.

    43.   Το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως οφείλει βεβαίως, βάσει της Συμβάσεως, να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι λόγοι αυτοί πριν από την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου (16). Εντούτοις, η Σύμβαση δεν προβλέπει ότι υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να διερευνήσει τα κρίσιμα για την απόφαση πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα η σε βάθος εξέταση των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως να γίνεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας η οποία κινείται με την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 36 (17).

    44.   Ο κανονισμός 44/2001 (18), ο οποίος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα διαδικασία καθόσον τέθηκε μεταγενεστέρως σε ισχύ, απαγορεύει πλέον ακόμα και την εξέταση των λόγων αυτών πριν από την απόφαση για την κήρυξη της αλλοδαπής αποφάσεως ως εκτελεστής, έτσι ώστε να επαφίεται στον καθού η εκτέλεση η προβολή των λόγων αυτών στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί εκτελέσεως (19).

    45.   Ιδιαίτερη σημασία έχει το δικαίωμα που παρέχεται με το άρθρο 36 της Συμβάσεως στον εναγόμενο να αναπτύξει τις απόψεις του ενώπιον δικαστηρίου κατά το στάδιο της εκτελέσεως, σε σχέση με το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως. Με τον τρόπο αυτόν ο εναγόμενος έχει για πρώτη φορά, στις περιπτώσεις που ανακύπτει συγκεκριμένος λόγος μη εκτελέσεως, την ευκαιρία να αμυνθεί. Χωρίς τη συγκεκριμένη δυνατότητα άμυνας που παρέχει το άρθρο 36, θα έμενε κενή περιεχομένου και η προστασία του άρθρου 27, σημείο 2, και θα ήταν δυνατόν σε κάποιες περιπτώσεις να εκτελεστεί απόφαση που έχει εκδοθεί σε διαδικασία στην οποία δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για τον εναγόμενο να συμμετάσχει.

    46.   Η κατ’ αντιμωλία διαδικασία κατά το άρθρο 36 δεν αποτελεί μόνον την πρώτη, αλλά και την τελευταία, ήτοι τη μοναδική δυνατότητα για τον καθού η εκτέλεση να επικαλεστεί τους λόγους μη αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των άρθρων 27 και 28 της Συμβάσεως, διότι, προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της τασσόμενης με το άρθρο 36 προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ο καθού η εκτέλεση δεν έχει τη δυνατότητα να προβάλλει βάσιμους λόγους, τους οποίους θα μπορούσε να είχε προβάλει στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ενδίκου βοηθήματος κατά των συγκεκριμένων πράξεων εκτελέσεως (20).

    47.   Συνεπώς, στο πλαίσιο του ενιαίου συστήματος της Συμβάσεως, προσδίδεται στην αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 36 καθοριστικός ρόλος όσον αφορά τις δυνατότητες άμυνας του εναγομένου. Τούτο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

    Β –      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    48.   Κατά το άρθρο 36, πρώτη παράγραφος, της Συμβάσεως, «το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση μπορεί να προσφύγει κατά της αποφάσεως [με την οποία επιτρέπεται η εκτέλεση] μέσα σε ένα μήνα από την επίδοσή της».

    49.   Επομένως, στη Σύμβαση περιέχεται ο όρος της επιδόσεως. Ωστόσο, η Σύμβαση δεν περιέχει –εκτός από τη μη εφαρμοστέα εν προκειμένω εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 36, δεύτερη παράγραφος– ρυθμίσεις για τις λεπτομέρειες της διαδικασίας επιδόσεως και δεν σκοπεί στην εναρμόνιση των σχετικών εθνικών διατάξεων (21). Οι προϋποθέσεις κύρους της επιδόσεως ρυθμίζονται συνεπώς καταρχήν από τις διατάξεις του κράτους εκτελέσεως για τις εντός της επικρατείας του επιδόσεις υπό την προϋπόθεση να έχει εκεί την κατοικία του ο οφειλέτης.

    50.   Παρά ταύτα, από το άρθρο 36 της Συμβάσεως συνάγονται ορισμένες προϋποθέσεις σε σχέση με την επίδοση.

    –      Η γνώση της αποφάσεως δεν υποκαθιστά την επίδοσή της

    51.   Σύμφωνα με τη σαφή διατύπωση του άρθρου 36, το γεγονός που προκαλεί την έναρξη της προθεσμίας είναι η επίδοση της αποφάσεως που επιτρέπει την εκτέλεση. Λαμβανομένων υπόψη του συστηματικού πλαισίου, του πνεύματος και του σκοπού, καθώς και της διατυπώσεως της διατάξεως αυτής, η επιβαλλόμενη με το άρθρο 36, πρώτη παράγραφος, υποχρέωση επιδόσεως νοείται μόνο με την τεχνική έννοια του όρου, δηλαδή ως τυπική επίδοση.

    52.   Το άρθρο 36, πρώτη παράγραφος, αντίκειται επομένως σε εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων η υποχρέωση επιδόσεως αίρεται σε περίπτωση γνώσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως από τον οφειλέτη.

    53.   Το συμπέρασμα ότι ο όρος «επίδοση» του άρθρου 36 της Συμβάσεως πρέπει να νοείται υπό την τυπική του έννοια τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του κειμένου της Συμβάσεως αποδίδεται –καθόσον μπορεί να διαπιστωθεί– με τον εκάστοτε δικονομικό τεχνικό όρο (22).

    54.   Αντιθέτως, ως προς τον επισπεύδοντα, το άρθρο 35 της Συμβάσεως απαιτεί μόνον να του «γνωστοποιείται» η απόφαση επί της αιτήσεώς του όπως προβλέπει το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως. Κατά τον ίδιο τρόπο, διαφορετικές απαιτήσεις ως προς την κοινοποίηση της αποφάσεως σε πιστωτή και οφειλέτη προκύπτουν από την απόδοση της διατάξεως στη γαλλική, ιταλική, αγγλική, ολλανδική και πορτογαλική γλώσσα (23). Ο δε κανονισμός 44/2001 διατηρεί τις διαφορετικές αυτές διατυπώσεις (24).

    55.   Η διάκριση μεταξύ της κοινοποιήσεως στον πιστωτή και στον οφειλέτη δικαιολογείται από τις διαφορετικές συνέπειες των γνωστοποιήσεων αυτών. Ενώ η επίδοση της αποφάσεως περί εκτελέσεως προκαλεί για τον οφειλέτη την κίνηση αποκλειστικής προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η γνωστοποίησης της αποφάσεως αυτής δεν παράγει τέτοιο έννομο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 40 της Συμβάσεως, διαφορετικά απ’ ό,τι προβλέπει το άρθρο 36 για τον οφειλέτη, δεν τάσσει στον πιστωτή αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς του για έκδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως (25).

    56.   Η Σύμβαση οφείλει επομένως να εξασφαλίσει μόνο ως προς τον οφειλέτη την κοινοποίηση της αποφάσεως περί εκτελέσεως διά τυπικής επιδόσεως. Συναφώς, η υποχρέωση σε επίδοση, δεδομένου ότι προκαλεί την έναρξη προθεσμίας, έχει διττή λειτουργία: Αφενός υπηρετεί την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του καθού η εκτέλεση, διότι η τυπική επίδοση εγγυάται κατά κανόνα ότι ο καθού έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως και να ασκήσει την προβλεπόμενη προσφυγή εναντίον της. Αφετέρου, η επίδοση έχει αποδεικτική λειτουργία και επιτρέπει τον ακριβή υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

    57.   Ερμηνεία η οποία θα εξίσωνε τη γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως με την επίδοση αυτής θα καθιστούσε άνευ περιεχομένου την υποχρέωση επιδόσεως. Συγκεκριμένα, αν αρκούσε μόνον η γνώση της αποφάσεως, ο επισπεύδων θα εκτίθετο στον πειρασμό να μην ακολουθήσει την προβλεπόμενη για την τυπική επίδοση διαδικασία (26). Ως προς το κριτήριο της κανονικότητας της επιδόσεως του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί προς την κατεύθυνση αυτή και έχει κρίνει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει γίνει κανονική επίδοση δεν γίνεται αναγνώριση της αλλοδαπής αποφάσεως, ανεξάρτητα από το αν ο εναγόμενος είχε πράγματι γνώση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου» (27).

    –      Συνεκτίμηση της γνώσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως για τη θεραπεία των ελαττωμάτων της επιδόσεώς της κατά το εθνικό δίκαιο

    58.   Το άρθρο 36 δεν περιέχει, όπως και οι υπόλοιπες διατάξεις της Συμβάσεως, ρυθμίσεις όσον αφορά τη θεραπεία των ελαττωμάτων της επιδόσεως, αλλά αρκείται στο να επιτάσσει την έγκυρη τυπική επίδοση της αποφάσεως περί εκτελέσεως.

    59.   Το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περί επιδόσεως καθορίζει ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως συγκεκριμένων κανόνων επιδόσεως και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατόν να θεραπευθεί μια παράβαση και να επέλθει έγκυρη επίδοση (28). Συναφώς, οι εθνικές διατάξεις μπορούν να εξαρτήσουν τη θεραπεία των ελαττωμάτων της επιδόσεως από την πραγματική γνώση του επιδοτέου εγγράφου, χωρίς το άρθρο 36, πρώτη παράγραφος, της Συμβάσεως να αντιτίθεται καταρχήν προς αυτό.

    60.   Κατά περιορισμό όμως των ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτελέσεως εφαρμόζεται υπό τον όρο της τηρήσεως των σκοπών της Συμβάσεως (29). Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Pendy Plastic, η Σύμβαση, χωρίς να προβαίνει σε εναρμόνιση των διαφόρων συστημάτων επιδόσεως των κρατών μελών, πρέπει να εξασφαλίζει στον εναγόμενο αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του (30). Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του δικαίου του κράτους εκτελέσεως δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα του οφειλέτη, στη διασφάλιση των οποίων σκοπεί ακριβώς η Σύμβαση (31).

    61.   Το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει αν η γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως έχει ως αποτέλεσμα, βάσει του εθνικού δικαίου περί επιδόσεως, να θεωρείται μια πλημμελής αρχικώς επίδοση ως έγκυρη τυπική επίδοση και να προκαλεί έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

    62.   Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει κατά την εφαρμογή των αντίστοιχων εθνικών διατάξεων περί θεραπείας να λαμβάνει υπόψη του την προστατευτική λειτουργία της προβλεπόμενης στο άρθρο 36 της Συμβάσεως υποχρεώσεως επιδόσεως, καθώς και τη σπουδαιότητα που έχει η κινούμενη διά της επιδόσεως προθεσμία ασκήσεως προσφυγής όσον αφορά τις δυνατότητες άμυνας του καθού η εκτέλεση στο πλαίσιο του ενιαίου συστήματος της Συμβάσεως. Πρέπει να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα άμυνας του οφειλέτη προστατεύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκώς και ότι πράγματι παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να ασκήσει εγκαίρως την κατά το άρθρο 36 προσφυγή.

    VI – Πρόταση

    63.   Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω συμπερασματικώς στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του Corte d’Appello:

    Το άρθρο 36 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής κινείται μόνο με την τυπική επίδοση της αποφάσεως που επιτρέπει την εκτέλεση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η επίδοση ιδίως δεν αναπληρώνεται από τη γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως από τον οφειλέτη. Το εθνικό δίκαιο μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξαρτήσει τη θεραπεία των ελαττωμάτων της επιδόσεως από την εκ μέρους του οφειλέτη γνώση της αποφάσεως περί εκτελέσεως, πρέπει όμως εν προκειμένω να διασφαλίσει ότι διαφυλάσσονται τα δικαιώματα άμυνας του οφειλέτη και ότι πράγματι του παρασχέθηκε η δυνατότητα να ασκήσει εμπροθέσμως την προβλεπόμενη στο άρθρο 36 προσφυγή.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2 – Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1989, L 285, σ. 1). Βλ. επίσης το ενοποιημένο κείμενο της 26ης Ιανουαρίου 1998 (ΕΕ 1998, C 27, σ. 1).


    3 – Απόφαση του Corte Suprema di Cassazione αριθ. 3527 της 25ης Ιουνίου 1979.


    4 – Αποφάσεις αριθ. 3799 της 2ας Μαΐου 1997 και 4120 της 14ης Μαΐου 1990.


    5 – Η διαταγή πληρωμής είναι δικαστικό μέτρο, το οποίο διατάσσεται, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, χωρίς να προηγηθεί κατ’ αντιμωλία διαδικασία. Κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να ασκηθεί μέσα σε 40 ημέρες από την επίδοσή της ανακοπή, η οποία ενδεχομένως προκαλεί την κίνηση κατ’ αντιμωλία διαδικασίας.


    6 – Ο G. Verdoliva παραπέμπει σχετικά στις αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1990, 305/88, Lancray (Συλλογή 1990, σ. I-2725), της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-123/91, Minalmet (Συλλογή 1992, σ. I-5661) και της 11ης Αυγούστου 1995, C-432/93, SISRO (Συλλογή 1995, σ. I-2269).


    7 – Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 1982, 228/81, Pendy Plastic (Συλλογή 1982, σ. 2723, σκέψη 13).


    8 – Κατά την Επιτροπή, μια ενδεχόμενη επιλογή είναι η επιβολή της προσωπικής επιδόσεως, μια άλλη η μετάθεση της ενάρξεως της προθεσμίας, παραδείγματος χάριν, στον χρόνο της γνώσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως ή της ενάρξεως της εκτελέσεως, και μια τρίτη επιλογή η πρόβλεψη δυνατοτήτων επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.


    9 – Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, 198/85, Carron (Συλλογή 1986, σ. 2437, σκέψη 8). Βλ. επίσης αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1984, 258/83, Brennero (Συλλογή 1984, σ. 3971, σκέψη 10) και της 2ας Ιουλίου 1985, 148/84, Deutsche Genossenschaftsbank (Συλλογή 1985, σ. 1981, σκέψη 16).


    10 – Βλ. ως προς τον σκοπό αυτό της Συμβάσεως τις αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98, Krombach (Συλλογή 2000, σ. I-1935, σκέψη 19), της 2ας Ιουνίου 1994, C-414/92, Solo Kleinmotoren (Συλλογή 1994, σ. I-2237, σκέψη 20) και της 29ης Απριλίου 1999, C-267/97, Coursier (Συλλογή 1999, σ. I-2543, σκέψη 25).


    11 – Απόφαση της 11ης Ιουνίου 1985, 49/84, Debaecker (Συλλογή 1985, σ. 1779, σκέψη 10), η οποία επιβεβαιώθηκε με τις αποφάσεις Lancray (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 21) και Krombach (αναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 43) και, τελευταία, με την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, C-522/03, Scania Finance France (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 15).


    12 – Απόφαση Krombach (αναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 26) και αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe (Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψεις 20 και 21) και της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-174/98 P και C-189/98 P, Van der Wal (Συλλογή 2000, σ. Ι‑1, σκέψη 17).


    13 – Απόφαση Baustahlgewebe (αναφερθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 20 και 21).


    14 – ΕΕ 2000, C 364, σ. 1. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν παράγει μεν έννομες συνέπειες εξίσου δεσμευτικές νομικά με αυτές του πρωτογενούς δικαίου, πλην όμως ως νομικό κείμενο αναφοράς ενημερώνει σχετικά με τα κατοχυρωμένα από το κοινοτικό δίκαιο θεμελιώδη δικαιώματα. Βλ. σχετικά τις προτάσεις μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 108) με περαιτέρω παραπομπές.


    15 – Αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1981, 166/80, Klomps (Συλλογή 1981, σ. 1593, σκέψη 7), Minalmet (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 18), της 21ης Απριλίου 1993, C-172/91, Sonntag (Συλλογή 1993, σ. I-1963, σκέψη 38) και Scania Finance France (αναφερθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 16).


    16 – Βλ. άρθρο 34, δεύτερη παράγραφος, της Συμβάσεως. Βλ. επίσης την απόφαση Klomps (αναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 7).


    17 – Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Kommentar zum EuGVÜ und Lugano-Übereinkommen, έκτη έκδοση, 1998, άρθρο 34, σημείο 7· Schlosser, EuGVÜ, 1996, άρθρο 34, σημείο 3· Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht, Kommentar zum EuGVÜ und zum Lugano-Übereinkommen, 1997, άρθρο 34, σημείο 27.


    18 – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).


    19 – Βλ. άρθρο 41 του κανονισμού 44/2001.


    20 – Αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 1988, 145/86, Hoffmann (Συλλογή 1988, σ. 645, σκέψεις 30 έως 34) και της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-183/90, Van Dalfsen κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. I-4743, σκέψη 34).


    21 – Βλ. αποφάσεις Pendy Plastic (αναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 13), Lancray (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 28) και Scania Finance France (αναφερθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 18).


    22 – Βλ. σχετικώς την υποσημείωση 23.


    23 – Στο γαλλικό κείμενο τίθεται στο άρθρο 35 η φράση «est portée à la connaissance» έναντι της «signification» του άρθρου 36, το ιταλικό κείμενο διακρίνει μεταξύ «è communicata» και «notificazione», το αγγλικό μεταξύ «bring the decision to the notice» και «service», το ολλανδικό μεταξύ «wordt ter kennis gebracht» και «betekening», το πορτογαλικό μεταξύ «serà levada ao conhecimento» και «notificação». Περαιτέρω, σε κάποιες γλωσσικές αποδόσεις στο άρθρο 27, σημείο 2, γίνεται χρήση, εκτός του όρου της επιδόσεως, και ενός άλλου μη τεχνικού όρου: «signifier» και «notifier» στα γαλλικά, «notificato o communicato» στα ιταλικά, «comunicado o notificado» στα πορτογαλικά.


    24 – Βλ. άρθρο 42 του κανονισμού 44/2001 (αναφερθέν στην υποσημείωση 18).


    25 – Τη διάκριση αυτή διατηρεί ο κανονισμός 44/2001, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τα ένδικα μέσα του πιστωτή και του οφειλέτη σε μία κοινή διάταξη· βλ. άρθρο 43 του κανονισμού και, συναφώς, ιδίως την παράγραφο 5 (ο κανονισμός αναφέρθηκε στην υποσημείωση 18).


    26 – Απόφαση Lancray (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 20).


    27 – Απόφαση Lancray (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 22). Βλ. επίσης απόφαση Minalmet (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 21). Η νέα όμως ρύθμιση του κανονισμού 44/2001 δεν αναφέρεται πλέον στην κανονικότητα της επιδόσεως, αλλά στο αν η επίδοση έγινε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί, βλ. άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού (αναφερθείς στην υποσημείωση 18).


    28 – Ως προς το ζήτημα της θεραπείας των ελαττωμάτων της επιδόσεως στο πλαίσιο του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, βλ. την απόφαση Lancray (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψεις 25 έως 31). Σε αυτήν το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, επειδή η επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου ήταν τμήμα της διαδικασίας στο κράτος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση, πρέπει και στο ζήτημα της κανονικότητας της επιδόσεως αυτής και της θεραπείας των ελαττωμάτων της επιδόσεως να δοθεί απάντηση βάσει του δικαίου αυτού, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών συμβάσεων που διέπουν την επίδοση στο εξωτερικό.


    29 – Απόφαση Carron (αναφερθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 14).


    30 – Αναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 13· βλ. επίσης και την απόφαση Lancray (αναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 28).


    31 – Απόφαση Carron (αναφερθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 14). Στην κρίση αυτή προέβη το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση σε σχέση με το άρθρο 33 της Συμβάσεως, οι διαδικαστικές ρυθμίσεις και οι κυρώσεις του οποίου καθορίζονται επίσης από το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως.

    Top