EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004TJ0359

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2010.
British Aggregates Association και λοιπών κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κρατικές ενισχύσεις - Περιβαλλοντικός φόρος επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο - Απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία - Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων - Σοβαρές δυσχέρειες - Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Υπόθεση T-359/04.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 II-04227

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2010:366

Υπόθεση T-359/04

British Aggregates Association κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Περιβαλλοντικός φόρος επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο – Απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία – Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων – Σοβαρές δυσχέρειες – Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέταση από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως – Συμβατό της ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Δυσχέρειες εκτιμήσεως – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία – Έννοια – Σοβαρές δυσχέρειες – Αντικειμενικός χαρακτήρας

(Άρθρο 88 § 2 και 3 ΕΚ)

2.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

3.      Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2, εδ. 1)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση από την Επιτροπή – Συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Εξουσία εκτιμήσεως – Διασφάλιση της συνοχής μεταξύ των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και άλλων διατάξεων της Συνθήκης που αποσκοπούν στη μη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέταση από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως – Συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Δυσχέρειες εκτιμήσεως – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία – Σύστημα απαλλαγής που συνεπάγεται ενδεχόμενη φορολογικής φύσεως δυσμενή διάκριση μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων – Εξέταση ανεπαρκής και ατελής – Ένδειξη περί υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών

(Άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ, 88 §§ 2 και 3 ΕΚ και 90 ΕΚ)

1.      Η κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία έρευνας καθίσταται απαραίτητη όταν η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική εξέταση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και να λάβει ευνοϊκή απόφαση για κάποια ενίσχυση, μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητείται τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπον αντικειμενικό, διά της συγκρίσεως των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί της συμβατότητας των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Επομένως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών είναι, εκ φύσεως, ευρύτερος από την αναζήτηση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

Εξάλλου, εφόσον υπάρχουν τέτοιες δυσχέρειες, τούτο αρκεί αφεαυτού για να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής να μην προβάλει αντιρρήσεις, λόγω της παραλείψεως της κατ’ αντιπαράθεση και εμπεριστατωμένης εξετάσεως που προβλέπει η Συνθήκη, ακόμη και αν δεν αποδειχθεί ότι οι επί της ουσίας εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες από νομικής απόψεως ή ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

(βλ. σκέψεις 55-56, 58)

2.      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι η προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το περιεχόμενο του σχετικού δικογράφου.

(βλ. σκέψη 81)

3.      Η κατά τη διάρκεια της δίκης προβολή νέου λόγου ακυρώσεως απαγορεύεται, εκτός αν ο λόγος αυτός στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, όπως προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας. Αντιθέτως, λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, αμέσως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν είναι παραδεκτός.

(βλ. σκέψη 87)

4.      Η διαδικασία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμβατότητα συστήματος κρατικών ενισχύσεων με τις απαιτήσεις της κοινής αγοράς, πλην όμως από την όλη οικονομία της Συνθήκης ΕΚ προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς ειδικότερες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ. Η υποχρέωση αυτή της Επιτροπής να σέβεται τη συνοχή που υφίσταται μεταξύ των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και άλλων διατάξεων της Συνθήκης επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως όταν οι άλλες αυτές διατάξεις αποσκοπούν επίσης στην αποτροπή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται περί της συμβατότητας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τον κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς εκ μέρους ορισμένων επιχειρηματιών.

Επομένως, κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω του τρόπου χορηγήσεώς της, αντιβαίνει προς άλλες διατάξεις της Συνθήκης δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά. Εξάλλου, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συμβατότητας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της όλες τις συνθήκες της αγοράς, περιλαμβανομένων των φορολογικών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το σύστημα της Συνθήκης, δεν είναι δυνατόν να θεσπισθεί ή να εγκριθεί ενίσχυση υπό μορφή φορολογικών διακρίσεων επιβαλλόμενων από κράτος μέλος σε βάρος προϊόντων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη.

(βλ. σκέψεις 91-92)

5.      Αν, μετά την κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ προκαταρκτική εξέταση της ενισχύσεως, δεν καταστεί δυνατή η υπέρβαση όλων των δυσχερειών που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, η Επιτροπή οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξετάσεως που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών.

Επομένως, ένα σύστημα απαλλαγής από περιβαλλοντικό φόρο, η οποία συνιστά κρατική ενίσχυση, ενδέχεται να προκαλέσει δυσμενή φορολογική διάκριση μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων από άλλο κράτος μέλος προϊόντων, κατά παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα συνοχής μεταξύ των διατάξεων αυτών και των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό με την απόφασή της να μην προβάλει αντιρρήσεις συνιστά ένδειξη σοβαρών δυσχερειών.

(βλ. σκέψεις 55, 57, 90, 94-98, 102)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Περιβαλλοντικός φόρος επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο – Απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία – Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων – Σοβαρές δυσχέρειες – Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος»

Στην υπόθεση T‑359/04,

British Aggregates Association, με έδρα το Lanark (Ηνωμένο Βασίλειο),

Healy Bros. Ltd, με έδρα το Middleton (Ιρλανδία),

David K. Trotter & Sons Ltd, με έδρα το Manorhamilton (Ιρλανδία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Pouncey, solicitor, και L. Van den Hende, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Flett και T. Scharf,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον M. Bethell, στη συνέχεια, από τις E. Jenkinson και I. Rao, και, τέλος, από τον S. Ossowski, επικουρούμενο από την M. Hall και τον G. Facenna, barristers,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτηση περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2004) 1614 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2004, να μην προβάλει αντιρρήσεις κατά της τροποποιήσεως της ισχύουσας στη Βόρεια Ιρλανδία απαλλαγής από τον φόρο επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, M. Prek και V. Μ. Ciucă (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουνίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η πρώτη εκ των προσφευγουσών, η British Aggregates Association (στο εξής: BAA) είναι ένωση τα μέλη της οποίας είναι μικρές ανεξάρτητες επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως λατομείων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα μέλη της ανέρχονται σε 55 και εκμεταλλεύονται περισσότερα από 100 λατομεία. Τα περισσότερα από τα λατομεία αυτά βρίσκονται στη Μεγάλη Βρετανία (συνεπώς, όχι στη Βόρεια Ιρλανδία). Εν προκειμένω, η BAA ενεργεί για λογαριασμό των μελών της που εκμεταλλεύονται λατομεία στη Μεγάλη Βρετανία.

2        Η δεύτερη εκ των προσφευγουσών, η Healy Bros. Ltd, και η τρίτη εξ αυτών, η David K Trotter & Sons Ltd (στο εξής: DK Trotter), είναι εταιρίες παραγωγής αδρανών υλικών, εγκατεστημένες στην Ιρλανδία.

3        Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι η ισχύουσα στη Βόρεια Ιρλανδία απαλλαγή από περιβαλλοντικό φόρο, την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την απόφαση C(2004) 1614 τελικό, της 7ης Μαΐου 2004, η οποία απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (Ενίσχυση N 2/04 – Φόρος επί των αδρανών υλικών επί των αδρανών υλικών – Βόρεια Ιρλανδία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), χαρακτήρισε ως ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως. Περιληπτική ανακοίνωση σχετικά με την απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 2 Απριλίου 2005 (C 81, σ. 4). Η Επιτροπή έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ 2001, C 37, σ. 3, στο εξής: κοινοτικό πλαίσιο).

 Γενικό νομοθετικό πλαίσιο του AGL

4        Το γενικό νομοθετικό πλαίσιο του συγκεκριμένου φόρου, με τίτλο «Σταδιακή επιβολή του φόρου επί των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία» (Aggreates Levy, στο εξής: AGL), θεσπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τα άρθρα 16 έως 49 του δεύτερου τμήματος του Finance Act του 2001 (φορολογικού νόμου του 2001) και τα παραρτήματα 4 έως 10 αυτού.

5        Οι σχετικές με την επιβολή του AGL διατάξεις τέθηκαν σε ισχύ την 1η Απριλίου 2002, κατ’ εφαρμογήν του εκτελεστικού του φορολογικού νόμου κανονισμού.

6        Ο φορολογικός νόμος τροποποιήθηκε με τα άρθρα 129 έως 133 και το παράρτημα 38 του Finance Act του 2002 (φορολογικού νόμου του 2002). Οι τροποποιηθείσες διατάξεις προβλέπουν, μεταξύ άλλων, μεταβατική περίοδο για την επιβολή του φόρου στη Βόρεια Ιρλανδία.

7        Ο AGL ανέρχεται σε 1,60 λίρα στερλίνα (GBP) ανά τόνο αδρανών υλικών που αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμεταλλεύσεως (άρθρο 16, παράγραφος 4, του φορολογικού νόμου του 2001)

8        Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του φορολογικού νόμου του 2001, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι AGL οφείλεται από τη στιγμή κατά την οποία ορισμένη ποσότητα αδρανών υλικών υποκειμένων στον φόρο αποτελεί αντικείμενο εμπορικής εκμεταλλεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αφορά, δηλαδή, τόσο τα εισαγόμενα αδρανή υλικά όσο και τα εξορυσσόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

9        Με την απόφαση C(2002) 1478 τελικό, της 24ης Απριλίου 2002 (Ενίσχυση N 863/01 – Φόρος επί των αδρανών υλικών) (στο εξής: απόφαση του 2002), η Επιτροπή ενέκρινε τον AGL. Περιληπτική ανακοίνωση σχετικά με την απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Ιουνίου 2002 (C 133, σ. 1).

10      Με την απόφαση του 2002, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις κατά του AGL, διότι, κατά την κρίση της, το πεδίο εφαρμογής του δικαιολογείται από τη λογική και τη φύση του φορολογικού συστήματος και, συνεπώς, ο AGL δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

11      Ο AGL είναι περιβαλλοντικός φόρος, ο οποίος επιβάλλεται επί των αδρανών υλικών, με σκοπό τη μείωση και τον εξορθολογισμό των ορυκτών που συνήθως χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά, και την ενθάρρυνση της υποκαταστάσεώς τους με ανακυκλωμένα ή παρθένα, μη υποκείμενα στον φόρο υλικά, και συμβάλλει έτσι στην προστασία του περιβάλλοντος.

12      Ο AGL πλήττει μόνον την εμπορική εκμετάλλευση πετρωμάτων, άμμου και χαλίκων που χρησιμοποιούνται ως αδρανή υλικά και όχι τη χρήση των υλικών αυτών για άλλους σκοπούς. Πάντως, ο AGL επιβάλλεται μόνο στα παρθένα αδρανή υλικά. Αντιθέτως, δεν υπόκεινται στον φόρο τα αδρανή υλικά που εξορύσσονται ως υποπροϊόντα, τα προερχόμενα από άλλες διεργασίες απόβλητα και τα ανακυκλωμένα αδρανή υλικά.

13      Όσον αφορά τη Βόρεια Ιρλανδία, ο φορολογικός νόμος του 2001 προέβλεπε τη σταδιακή επιβολή του AGL εντός πέντε ετών. Κατά το πρώτο έτος, ο συντελεστής του AGL ήταν μηδενικός. Εν συνεχεία, ο συντελεστής αυξανόταν κατά 20 % ετησίως, προκειμένου να ανέλθει στο 100 % μετά πέντε έτη. Το κόστος του μέτρου, ήτοι η απώλεια φορολογικών εσόδων για το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμάται σε 45 εκατομμύρια GBP για τα πέντε αυτά έτη.

14      Το Ηνωμένο Βασίλειο δικαιολογεί την ειδική μεταχείριση της Βόρειας Ιρλανδίας, προβάλλοντας τον κίνδυνο προσωρινής απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των εγκατεστημένων στη Βόρεια Ιρλανδία επιχειρήσεων εξορύξεως και επεξεργασίας παρθένων αδρανών υλικών, λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής αυτής του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδιαιτερότητας οφειλόμενης στο γεγονός ότι συνορεύει με άλλο κράτος μέλος. Η εισαγωγή και εξαγωγή αδρανών υλικών και μεταποιημένων προϊόντων από και προς τη Βόρεια Ιρλανδία είναι, ως εκ τούτου, ευχερέστερη σε σχέση με άλλες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου.

15      Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση του 2002, ότι η σταδιακή επιβολή του AGL στη Βόρεια Ιρλανδία είναι συμβατή με την κοινή αγορά και αποφάσισε να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

16      Στη συνέχεια, η BAA άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] προσφυγή κατά της αποφάσεως του 2002, με αίτημα τη μερική ακύρωσή της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑210/02, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2789). Στην υπόθεση αυτή, η BAA δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η σταδιακή επιβολή του AGL στη Βόρεια Ιρλανδία συνιστά κρατική ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, αλλά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο AGL δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

17      Με την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 16 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της BAA. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του πεδίου εφαρμογής του φόρου επί των αδρανών υλικών και ότι, ως εκ τούτου, ο AGL δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στις 27 Νοεμβρίου 2006, η BAA άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

18      Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑10505), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 16 ανωτέρω, και ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο.

 Τροποποιήσεις του AGL σχετικά με τη απαλλαγή για τη Βόρεια Ιρλανδία

19      Διαπιστώνοντας ότι δεν θα καταστεί δυνατή η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τη σταδιακή επιβολή του AGL στη Βόρεια Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αντικαταστήσει το σύστημα αυτό με νέο σύστημα απαλλαγής από τον φόρο.

20      Ακόμη και μετά τη σταδιακή επιβολή του AGL, διαπιστώθηκε αύξηση των μη δηλωμένων εισαγωγών αδρανών υλικών από την Ιρλανδία στη Βόρεια Ιρλανδία, επί των οποίων δεν έχει καταβληθεί AGL, με συνέπεια να υφίσταται σημαντικός κίνδυνος απώλειας της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Επιπλέον, δεν υπήρξαν ούτε τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που αναμένονταν για τη Βόρεια Ιρλανδία. Τούτο οφειλόταν, αφενός, στην ανεπάρκεια των απαλλασσόμενων από τον φόρο ανακυκλωμένων και εναλλακτικών αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία και, αφετέρου, στην ανυπαρξία, σχεδόν, υποδομών συλλογής και επεξεργασίας τέτοιων υλικών. Για τους λόγους αυτούς, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έκριναν ότι η σταδιακή επιβολή του AGL δεν παρέσχε στη βιομηχανία μεταποιημένων υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας επαρκή χρόνο ώστε να προσαρμοστεί στις εξελίξεις αυτές, στρεφόμενη σε εναλλακτικά ή ανακυκλωμένα υλικά.

21      Για τους λόγους αυτούς, το Ηνωμένο Βασίλειο αντικατέστησε το σύστημα της σταδιακής επιβολής του φόρου στη Βόρεια Ιρλανδία με νέο σύστημα απαλλαγής. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, προς επίτευξη των οικείων περιβαλλοντικών σκοπών, προβλέπεται ότι οι εγκατεστημένες στη Βόρεια Ιρλανδία επιχειρήσεις που έχουν συνάψει περιβαλλοντική συμφωνία με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου καταβάλλουν, μεταξύ 1ης Απριλίου 2004 και 31ης Μαρτίου 2011, μόνον το 20 % του AGL και, συνεπώς, απαλλάσσονται από τον AGL κατά 80 %. Ωστόσο, για να μπορούν οι επιχειρήσεις να επωφεληθούν από την απαλλαγή αυτή πρέπει να συνάψουν με την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και να τηρούν σύμβαση δυνάμει της οποίας υποχρεούνται, κατά τη διάρκεια ισχύος της απαλλαγής, να μετέχουν σε πρόγραμμα περιβαλλοντικών έργων και βελτιώσεων.

 Διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής

22      Στις 5 Ιανουαρίου 2004, το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε στην Επιτροπή το προαναφερθέν νέο σύστημα απαλλαγής.

23      Με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2004, η BAA υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με το νέο σύστημα απαλλαγής, ζητώντας, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας.

24      Στις 12 Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από το παρεμβαίνον συμπληρωματικά στοιχεία.

25      Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στο αίτημα αυτό με έγγραφα της 11ης Μαρτίου και της 2ας Απριλίου 2004.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

26      Στις 7 Μαΐου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έκρινε ότι το νέο σύστημα απαλλαγής αποτελεί μεν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πλην όμως είναι συμβατό με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Η Επιτροπή απέρριψε έτσι την καταγγελία της BAA, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

27      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε, καταρχάς, σχετικά με το ισχύον στη Βόρεια Ιρλανδία σύστημα επιβολής του φόρου, ότι η χρονική μετάθεση της επιβολής του AGL στη Βόρεια Ιρλανδία είναι συμβατή με το σημείο E.3.2 του κοινοτικού πλαισίου. Συναφώς, κρίθηκε ότι η βιομηχανία της Βόρειας Ιρλανδίας κινδυνεύει, λόγω του AGL, να απολέσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της, ιδίως σε σχέση με τους παραγωγούς αδρανών υλικών της Ιρλανδίας.

28      Σχετικά με το νέο σύστημα απαλλαγών, η Επιτροπή επισημαίνει, στη συνέχεια, ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφεραν ότι, μετά τη σταδιακή επιβολή του AGL το 2002, η βιομηχανία των αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας περιήλθε, από απόψεως ανταγωνισμού, σε ακόμη δυσχερέστερη θέση απ’ ό,τι είχε αρχικώς προβλεφθεί. Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 20 ανωτέρω, μετά την επιβολή του εν λόγω φόρου, διαπιστώθηκε αύξηση των παράνομων εξορύξεων και των μη δηλωμένων εισαγωγών αδρανών υλικών από την Ιρλανδία στη Βόρεια Ιρλανδία, επί των οποίων δεν καταβάλλεται AGL. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις εξορύξεως που καταβάλλουν κανονικά τον AGL υπήρξαν θύματα ντάμπινγκ, λόγω των ως άνω παρανόμων και εξαιρούμενων από τον AGL εξορύξεων και εισαγωγών υλικών, με συνέπεια τη μείωση των πωλήσεών τους προς όφελος των επιχειρήσεων που προέβαιναν σε τέτοιες ενέργειες.

29      Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή τονίζει, επιπλέον, ότι, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, η επιβολή του AGL, μολονότι είχε σημαντικά θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος στη Μεγάλη Βρετανία, εντούτοις δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου οι μεν ποσότητες των απαλλασσόμενων από τον φόρο ανακυκλωμένων και εναλλακτικών αδρανών υλικών είναι ανεπαρκείς και τοπικά περιορισμένες, οι δε υποδομές συλλογής και επεξεργασίας τέτοιων υλικών είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Επομένως, κατά τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, το θεσπισθέν με τον φορολογικό νόμο του 2001 σύστημα απαλλαγής δεν παρέσχε στη βιομηχανία μεταποιημένων υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας επαρκή χρόνο ώστε να προσαρμοστεί στην επιβολή του AGL, στρεφόμενη σε εναλλακτικά ή ανακυκλωμένα υλικά.

30      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, προς επίτευξη των επιδιωκόμενων περιβαλλοντικών σκοπών, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε, όπως περιγράφεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να τύχουν της απαλλαγής να συνάπτουν με αυτή και να τηρούν συμφωνίες δυνάμει των οποίων υποχρεούνται να μετέχουν, κατά τη διάρκεια ισχύος της απαλλαγής, σε πρόγραμμα περιβαλλοντικών έργων και βελτιώσεων.

31      Για να δοθεί στη βιομηχανία των μεταποιημένων προϊόντων (δηλαδή στις επιχειρήσεις εμπορικής εκμετάλλευσης παρθένων αδρανών υλικών) περισσότερος χρόνος για την προσαρμογή τους και για την επίτευξη των επιδιωκόμενων περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων, προβλέπεται αντικατάσταση του υφιστάμενου συστήματος απαλλαγών με νέο μεταβατικό σύστημα απαλλαγής από τον AGL, για όλα τα είδη αδρανών υλικών, στο πλαίσιο του οποίου οι δικαιούχοι της απαλλαγής επιβαρύνονται μόνο με το 20 % του κανονικά οφειλόμενου AGL. Το νέο σύστημα τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2004 και παύει να ισχύει στις 31 Μαρτίου 2011 (δηλαδή εννέα έτη μετά την έναρξη επιβολής του φόρου, την 1η Απριλίου 2002).

32      Κατόπιν της διαπιστώσεως ότι η απαλλαγή από τον AGL χορηγείται με κρατικούς πόρους, υπό μορφή φοροαπαλλαγής, σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στη Βόρεια Ιρλανδία, οι οποίες ευνοούνται λόγω της μειώσεως του κόστους με το οποίο κανονικά θα επιβαρύνονταν, η Επιτροπή κατέληξε ότι πρόκειται για ενίσχυση χορηγούμενη από κράτος μέλος και, κατόπιν, προέβη στην εξέτασή της υπό το πρίσμα του κοινοτικού πλαισίου.

33      Η Επιτροπή τονίζει, συναφώς, πρώτον, ότι ο AGL, εφόσον έχει επιβληθεί σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο (περιλαμβανομένης της Βόρειας Ιρλανδίας) από τον Απρίλιο του 2002, πρέπει να θεωρείται υφιστάμενος φόρος.

34      Δεύτερον, επισημαίνει ότι ο φόρος αυτός εισπράττεται για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και, προς επίτευξη του σκοπού αυτού, συμβάλλει στη μείωση των εξορύξεων παρθένων αδρανών υλικών και ενθαρρύνει τη χρήση υποκατάστατων. Επ’ αυτού, η Επιτροπή αναφέρει, ακόμη, όπως τονίστηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, ότι, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε το Ηνωμένο Βασίλειο, ο AGL, μολονότι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στη Βόρεια Ιρλανδία, είχε εντούτοις σημαντικά θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος στη Μεγάλη Βρετανία. Συναφώς, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφεραν ότι ο όγκος των εξορυχθέντων παρθένων υλικών στη Μεγάλη Βρετανία μειώθηκε σημαντικά το 2002 (κατά 5,7 % σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγουμένων ετών), ότι το κόστος των υποκείμενων στον φόρο αδρανών υλικών αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με τα μη υποκείμενα, πράγμα που εμφαίνει ότι το περιβαλλοντικό κόστος αγοράς αδρανών υλικών μετακυλίστηκε στους καταναλωτές (άρα οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εξορύξεως αδρανών υλικών βαρύνουν το κόστος παραγωγής των εν λόγω υλικών) και ότι αυξήθηκαν οι πωλήσεις ανακυκλωμένων υλικών και υποκατάστατων (όπως, π.χ., των αποβλήτων σχιστόλιθου και καολινικής αργίλου) και ιδρύθηκαν νέα εργοστάσια ανακύκλωσης.

35      Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση περί αρχικής εξαιρέσεως ορισμένων επιχειρήσεων στη Βόρεια Ιρλανδία από τον AGL είχε ήδη ληφθεί όταν ο φόρος αυτός θεσπίστηκε την 1η Απριλίου 2002.

36      Η Επιτροπή καταλήγει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 51.2 του κοινοτικού πλαισίου.

37      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις του σημείου 51.1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κοινοτικού πλαισίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σύστημα της απαλλαγής από τον AGL έχει περιορισμένη διάρκεια ισχύος επτά ετών και ότι η μείωση αφορά εθνικό φόρο που επιβάλλεται ελλείψει κοινοτικού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι το ποσοστό 20 % του AGL, το οποίο οι δικαιούχοι της απαλλαγής πρέπει οπωσδήποτε να καταβάλλουν, αποτελεί σημαντικό μέρος του εθνικού φόρου.

38      Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι πληρούνται απολύτως οι προϋποθέσεις του κοινοτικού πλαισίου. Συνεπώς, το σύστημα της απαλλαγής κρίθηκε συμβατό με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

39      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή χαρακτήρισε το ισχύον στη Βόρεια Ιρλανδία, τροποποιημένο σύστημα απαλλαγής από τον AGL συμβατό με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις.

 Διαδικασία

40      Οι προσφεύγουσες, με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Αυγούστου 2004, άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

41      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Δεκεμβρίου 2002, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 4ης Μαρτίου 2005, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Το παρεμβαίνον κατέθεσε το υπόμνημά του και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους εμπρόθεσμα.

42      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

43      Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 4, και των άρθρων 68 και 70 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου], ζητώντας να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει το έγγραφο με τα «εμπειρικά στοιχεία» το οποίο έθεσε υπόψη της το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο της έρευνας και στο οποίο αναφέρεται ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Ανταγωνισμός», σε επιστολή του της 20ής Ιουλίου 2004 προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της BAA.

44      Με διάταξη της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, ανέστειλε την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 77, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και το άρθρο 54, παράγραφος 3, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑487/06 P.

45      Στις 22 Δεκεμβρίου 2008, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω. Συνεχίστηκε, ως εκ τούτου, η εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως.

46      Κατόπιν προσκλήσεως του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το πώς η απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, επηρεάζει την υπό κρίση υπόθεση.

47      Με τις παρατηρήσεις της αυτές, η Επιτροπή δήλωσε ότι παραιτείται από την αμφισβήτηση του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής.

48      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουνίου 2009.

49      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι παραιτούνται από το αίτημά τους περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 4, και των άρθρων 68 και 70 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

50      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το παρεμβαίνον δήλωσε ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, επίσης παραιτείται από την αμφισβήτηση του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής.

 Αιτήματα των διαδίκων

51      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το παρεμβαίνον, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

53      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ, ο δεύτερος παράβαση του κοινοτικού πλαισίου και ο τρίτος παραβίαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή και, ιδίως, παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ελλιπή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, καθώς και παραβίαση των υποχρεώσεων που υπέχει κατά το προκαταρκτικό στάδιο.

54      Στο πλαίσιο του λόγου που αφορά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, αποφασίζοντας να επιτρέψει την εφαρμογή του επίμαχου συστήματος απαλλαγών κατόπιν προκαταρκτικής μόνον εξετάσεως, παρέβη το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), κατά το οποίο η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας εφόσον το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά. Πάντως, από τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η καταγγελία της BAA προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά, αφενός, τη συμβατότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως με την κοινή αγορά και, ιδίως, τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή 90 ΕΚ (πρώτος λόγος ακυρώσεως) και, αφετέρου, το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του κοινοτικού πλαισίου.

55      Κατά πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία έρευνας καθίσταται απαραίτητη όταν η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική εξέταση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και να λάβει ευνοϊκή απόφαση για κάποια ενίσχυση, μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1451, σκέψη 13, της 19ης Μαΐου 1993, C‑198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2487, σκέψη 29, της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψη 33, και της 2ας Απριλίου 2009, C‑431/07 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. Ι-2665, σκέψη 61· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑49/93, SIDE κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2501, σκέψη 58).

56      Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητείται τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπον αντικειμενικό, διά της συγκρίσεως των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί της συμβατότητας των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά (αποφάσεις Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 63, και SIDE κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 60). Επομένως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών είναι, εκ φύσεως, ευρύτερος από την αναζήτηση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως (βλ. σχετικά, αποφάσεις Cook κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 31 έως 38, και Matra κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 34 έως 39· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2001, T‑73/98, Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑867, σκέψη 47).

57      Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξετάσεως που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά την οικεία προκαταρκτική διαδικασία συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Cook κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 37, και της 3ης Μαΐου 2001, C‑204/97, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3175, σκέψεις 46 έως 49· απόφαση Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 108).

58      Δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, η απόφαση αυτή είναι νόμιμη μόνον εφόσον δεν ανέκυψαν σοβαρές δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική εξέταση. Συγκεκριμένα, αν υπήρχαν τέτοιες δυσχέρειες, τούτο αρκεί αφεαυτού για να ακυρωθεί η απόφαση, λόγω της παραλείψεως της κατ’ αντιπαράθεση και εμπεριστατωμένης εξετάσεως που προβλέπει η Συνθήκη, ακόμη και αν δεν αποδειχθεί ότι οι επί της ουσίας εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες από νομικής απόψεως ή ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

59      Επομένως, πρέπει να εξεταστούν όλοι οι λόγοι που έχουν προβάλει οι προσφεύγουσες κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ώστε να εκτιμηθεί αν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, βάσει αυτών, σοβαρή δυσχέρεια λόγω της οποίας η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑158/99, Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1, σκέψη 91, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T‑375/03, Fachvereinigung Mineralfaserindustrie κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 67 και 77). Συναφώς, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι συνέπεια του νέου συστήματος απαλλαγών από τον AGL είναι ότι τα εισαγόμενα από την Ιρλανδία υλικά υπόκεινται πλήρως σε AGL (1,60 GBP ανά τόνο), ενώ τα παραγόμενα στη Βόρεια Ιρλανδία πανομοιότυπα προϊόντα φορολογούνται με 0,32 GBP ανά τόνο, ήτοι επιβαρύνονται μόνο με το 20 % του κανονικού συντελεστή του AGL. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους παραγωγούς στη Βόρεια Ιρλανδία, οι παραγωγοί στην Ιρλανδία δεν δύνανται να αναλαμβάνουν περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, ώστε να δικαιούνται απαλλαγή. Πρόκειται, συνεπώς, για φορολογική δυσμενή διάκριση, αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ, τα οποία επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη μη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

61      Κατά τις προσφεύγουσες, η έγκριση του νέου συστήματος απαλλαγής από την Επιτροπή προξενεί κατάπληξη, κατά μείζονα λόγο επειδή η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπίστωσε ότι σκοπός του συστήματος αυτού είναι η προστασία της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Βόρειας Ιρλανδίας έναντι των παραγωγών της Ιρλανδίας, και τούτο παρά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηρίζει συμβατή με την κοινή αγορά ενίσχυση που αντιβαίνει σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως αν οι διατάξεις αυτές επίσης κατατείνουν, όπως εν προκειμένω τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή το άρθρο 90 ΕΚ, στην αποτροπή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Επομένως, υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του νέου συστήματος απαλλαγής με την κοινή αγορά.

62       Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί απαγορεύσεων των δασμών των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, (άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ) και περί απαγορεύσεων των εσωτερικών φόρων που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις (άρθρο 90 ΕΚ) δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν συμπληρωματικά, καθώς σκοπός του άρθρου 90 ΕΚ είναι, ιδίως, η μη καταστρατήγηση της απαγορεύσεως επιβολής δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος διά της επιβολής εσωτερικών φόρων. Επομένως, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των πεδίων εφαρμογής των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, αφενός, και του άρθρου 90 ΕΚ, αφετέρου, δεν είναι πάντα ευδιάκριτη. Εν πάση περιπτώσει, ο AGL εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας εκ των διατάξεων αυτών, διότι παράγει δυσμενείς διακρίσεις. Οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προβάλλουν καταρχάς, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, και επικουρικώς παράβαση του άρθρου 90 ΕΚ.

63      Όσον αφορά την παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα άρθρα αυτά απαγορεύουν κάθε χρηματική επιβάρυνση επί των εισαγόμενων προϊόντων, εκτός αν αυτή αποτελεί μέρος γενικού συστήματος εσωτερικών εισφορών, οι οποίες πλήττουν συστηματικά τόσο τα εγχώρια όσο και τα αλλοδαπά προϊόντα σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια ή αποτελούν το αντίτιμο υπηρεσίας που όντως παρασχέθηκε στον εισαγωγέα. Για να γίνει δεκτό ότι μια επιβάρυνση επί εισαγομένου προϊόντος αποτελεί μέρος γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η επιβάρυνση αυτή πρέπει να πλήττει πανομοιότυπα προϊόντα, εγχώρια ή εισαγόμενα, με τον ίδιο φόρο στο ίδιο στάδιο εμπορίας και ότι η γενεσιουργός αιτία του φόρου πρέπει, και αυτή, να είναι η ίδια τόσο για τα εγχώρια όσο και για τα εισαγόμενα προϊόντα.

64      Πάντως, στη Βόρεια Ιρλανδία, εκτός του ότι ισχύουν διαφορετικοί φορολογικοί συντελεστές (0,32 GBP αντί 1,60 GBP), ο AGL εφαρμόζεται σε διαφορετικά στάδια εμπορίας και, συνεπώς, δεν εντάσσεται στο γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων. Προκύπτει, ως εκ τούτου, δυσμενής διάκριση, καθώς η γενεσιουργός αιτία της φορολογήσεως των εισαγόμενων αδρανών υλικών διαφέρει εκ φύσεως από τη γενεσιουργό αιτία του φόρου επί των εγχώριων αδρανών υλικών. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ συντρέχει αν το γενεσιουργό αίτιο του φόρου διαφέρει μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων, έστω και αν ο φόρος επί των εισαγόμενων προϊόντων είναι στην πράξη χαμηλότερος από αυτόν επί των εγχώριων. Επομένως, εφόσον ο AGL πλήττει ειδικά τα εισαγόμενα προϊόντα, αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό.

65      Επιπλέον, ο AGL αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, διότι εισήχθη προκειμένου να πληγούν ειδικά τα εισαγόμενα προϊόντα, σε σχέση με τα εγχώρια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο AGL επιβαρύνει ορισμένους παραγωγούς αδρανών υλικών, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να μετακυλίουν τον AGL στους καταναλωτές, αλλά έχουν τη δυνατότητα να τον απορροφούν εν όλω ή εν μέρει ως κόστος εκμετάλλευσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο, μη έχοντας τη δυνατότητα να φορολογήσει τους αλλοδαπούς παραγωγούς, φορολογεί τα εισαγόμενα προϊόντα.

66      Αν το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί ότι η επιβολή του AGL στις εισαγωγές στη Βόρεια Ιρλανδία «εντάσσεται σε γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων» και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο φόρος αυτός αντιβαίνει στο άρθρο 90 ΕΚ.

67      Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι μη εγκατεστημένοι στη Βόρεια Ιρλανδία παραγωγοί δεν έχουν τη δυνατότητα να συνάψουν περιβαλλοντικές συμφωνίες, ώστε να καταβάλλουν μόνον το 20 % του AGL. Εφόσον πρόκειται για πανομοιότυπα προϊόντα, η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι αντίθετη στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 90 ΕΚ, καθώς προστατεύει τους παραγωγούς της Βόρειας Ιρλανδίας από τον ανταγωνισμό.

68      Τούτο θα ήταν αντίθετο στην πάγια νομολογία, κατά την οποία τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας για ορισμένα προϊόντα, υπό την προϋπόθεση ότι το σύστημα αυτό είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο. Το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων δεν είναι σύμφωνο με τη νομολογία αυτή, καθώς το κριτήριο βάσει του οποίου μειώνεται ο φόρος εφαρμόζεται εξ ορισμού μόνο στα εγχώρια προϊόντα.

69      Η Επιτροπή φρονεί, καταρχάς, ότι οι προσφεύγουσες δεν καθορίζουν με σαφήνεια τη βάση της προσφυγής τους. Δεν είναι ευχερές να διαπιστωθεί αν η προσφυγή στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ, ή σε παράβαση όλων αυτών των διατάξεων. Πάντως, η επίκληση όλων αυτών των διατάξεων δεν αρκεί, αν δεν τεκμηριώνεται πώς παραβιάστηκε εκάστη εξ αυτών.

70      Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα άρθρα των οποίων γίνεται επίκληση αφορούν διαφορετικά αντικείμενα, καθώς τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ απαγορεύουν, μεταξύ των κρατών μελών, τους δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, ενώ το άρθρο 90 ΕΚ αφορά εσωτερικούς φόρους που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος προϊόντων εισαγόμενων από άλλο κράτος μέλος. Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις περί φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι διατάξεις περί εσωτερικών φόρων που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν σωρευτικά, οπότε δεν μπορεί η ίδια φορολογική επιβάρυνση να εμπίπτει ταυτόχρονα σε αμφότερες τις κατηγορίες αυτές. Δεδομένου ότι απόκειται στις προσφεύγουσες να διευκρινίσουν ποιες διατάξεις θεωρούν ότι έχουν παραβιαστεί, η Επιτροπή φρονεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, ως ασαφής και αντιφατικός, δεν μπορεί να αναπτυχθεί με το υπόμνημα απαντήσεως, σίγουρα πάντως όχι με επιχειρήματα τόσο λεπτομερή όσο αυτά που προβάλλουν οι προσφεύγουσες. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.

71      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή προβάλλει ακόμη ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο AGL είναι φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, κατά την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ, αποτελεί νέο επιχείρημα και, συνεπώς, προβάλλεται κατά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

72      Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν απορρίψει τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως ως απαράδεκτο, η Επιτροπή τονίζει, καταρχάς, ότι τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ δεν φαίνεται να έχουν εφαρμογή, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά δασμό επί της εισαγωγής αδρανών υλικών από την Ιρλανδία. Κατά την Επιτροπή, ο AGL δεν αποτελεί χρηματική επιβάρυνση που πλήττει τα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά, ως φόρος επί των αδρανών υλικών, αποτελεί φορολογική επιβάρυνση πλήττουσα συγκεκριμένο τομέα. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, οι παραγωγοί της Βόρειας Ιρλανδίας καταβάλλουν τουλάχιστον το 20 % του AGL, χωρίς όμως αντάλλαγμα, τα πραγματικά περιστατικά δεν αντιστοιχούν στα άρθρα 23 ΕΚ ή 25 ΕΚ ούτε στη νομολογία την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες.

73      Όσον αφορά το άρθρο 90 ΕΚ, η Επιτροπή χαρακτηρίζει, περαιτέρω, αβάσιμη την αιτίαση των προσφευγουσών περί δυσμενούς διακρίσεως. Τονίζει ότι δυσμενής διάκριση υφίσταται μόνον όταν διαφορετικοί κανόνες εφαρμόζονται σε ομοειδείς περιπτώσεις. Εν προκειμένω, όμως δεν υφίσταται ούτε ευθεία ούτε έμμεση δυσμενής διάκριση.

74      Στον τομέα της φορολογίας, τούτο σημαίνει ότι φορολογικό πλεονέκτημα μη χορηγούμενο σε κάτοικο αλλοδαπής μπορεί να συνιστά διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών φορολογουμένων και, συνεπώς, δυσμενή διάκριση κατά την έννοια της Συνθήκης, εφόσον δεν υφίσταται αντικειμενική διαφορά ικανή να θεμελιώσει τη συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των φορολογουμένων αυτών. Εν προκειμένω, πάντως, συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, σχετικοί με τη φύση των συγκεκριμένων προϊόντων, τον τοπικό χαρακτήρα της οικείας βιομηχανίας και την ιδιαιτερότητα της Βόρειας Ιρλανδίας.

75      Επικουρικώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η διαφορετική φορολογική μεταχείριση των επιχειρήσεων μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση ή την οικονομία του συγκεκριμένου φορολογικού συστήματος. Δεδομένου ότι το σύστημα της απαλλαγής έχει καταρτιστεί προς αντιμετώπιση των δυσχερειών της βιομηχανίας αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας, αποτελεί εγγενές στοιχείο του συστήματος αυτού το να έχουν μόνον οι εγκατεστημένες στη Βόρεια Ιρλανδία επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αναλάβουν περιβαλλοντικής φύσεως δεσμεύσεις έναντι των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου.

76      Επομένως, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες, αλλά, αντιθέτως, ότι ήταν σε θέση, με το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου, να κρίνει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

77      Το παρεμβαίνον συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής, φρονώντας ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι αρκούντως σαφής και στερείται βασιμότητας. Εν προκειμένω, δεν πρόκειται για δασμό ή φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος ούτε για εσωτερικό φόρο που ενέχει δυσμενείς διακρίσεις.

78      Το παρεμβαίνον προβάλλει, επιπλέον, ότι δεν δικαιούνται όλες οι εγκατεστημένες στη Βόρεια Ιρλανδία επιχειρήσεις μερική απαλλαγή από τον φόρο κατά 80 %. Η απαλλαγή αυτή ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις που συνάπτουν συμβάσεις με αντικείμενο την πραγματοποίηση περιβαλλοντικών βελτιώσεων και συμμορφώνονται προς τις συμβάσεις αυτές. Συγκεκριμένα, η τήρηση των περιβαλλοντικών συμβάσεων συνεπάγεται αυξημένες δαπάνες, οι οποίες αντισταθμίζονται από την απαλλαγή, ενώ οι μη εγκατεστημένοι στη Βόρεια Ιρλανδία επιχειρηματίες δεν είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν τέτοιες δαπάνες.

79      Επιπλέον, το γενικό σύστημα εσωτερικών συνδρομών που λειτουργεί στο Ηνωμένο Βασίλειο στον συγκεκριμένο τομέα εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα. Συνεπώς, η μεταχείριση των επιχειρήσεων της Ιρλανδίας δεν διαφέρει από τη μεταχείριση των εγκατεστημένων στο Ηνωμένο Βασίλειο οι οποίες δεν είναι υποχρεωμένες να επιβαρυνθούν με δαπάνες πραγματοποιήσεως περιβαλλοντικών βελτιώσεων και δεν δικαιούνται αντιστάθμιση διά της μερικής απαλλαγής τους από τον AGL.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως

80      Η Επιτροπή, καθώς και το παρεμβαίνον υποστηρίζουν, πρώτον, ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ως υπερβολικά ασαφής και αντιφατικός, πρέπει να κριθεί απαράδεκτος, κατά το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεν είναι σαφές σε ποια διάταξη στηρίζεται η προσφυγή.

81      Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι η προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το περιεχόμενο του σχετικού δικογράφου (διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουλίου 2000, T‑110/98, RJB Mining κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2971, σκέψη 23, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T‑19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑315, σκέψη 64).

82      Διαπιστώνεται ότι η χρήση, στο κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της λέξεως «ή» [«ou»] σημαίνει προδήλως ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται εναλλακτικώς παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, αφενός, και του άρθρου 90 ΕΚ, αφετέρου.

83      Τούτο προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο από το δικόγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, και, συνεπώς, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά της.

84      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προβάλλουν, καταρχήν, παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ και, επικουρικώς, παράβαση του άρθρου 90 ΕΚ.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται αρκούντως σαφής και συγκεκριμένος, κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

86      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο AGL είναι φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, κατά την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ, αποτελεί νέο επιχείρημα και, συνεπώς, προβάλλεται κατά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

87      Κατά τη νομολογία, η κατά τη διάρκεια της δίκης προβολή νέου λόγου ακυρώσεως απαγορεύεται, εκτός αν ο λόγος αυτός στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, όπως προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη RJB Mining κατά Επιτροπής, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 24). Αντιθέτως, λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, αμέσως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν είναι παραδεκτός (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 1999, T‑212/97, Hubert κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑41 και II‑185, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη RJB Mining κατά Επιτροπής, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 24).

88      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στο δικόγραφο της προσφυγής δεν γίνεται ευθέως επίκληση του άρθρου 25 ΕΚ. Παρά ταύτα, οι προσφεύγουσες προέβαλαν, με το δικόγραφο της προσφυγής, παράβαση του άρθρου 23 ΕΚ, στον βαθμό που το νέο σύστημα απαλλαγής ενέχει φορολογική δυσμενή διάκριση. Υπενθυμίζεται, όμως, ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, ΕΚ, η Κοινότητα βασίζεται σε τελωνειακή ένωση που καλύπτει όλες τις εμπορικές συναλλαγές. Η ένωση αυτή περιλαμβάνει, αφενός, τη μεταξύ κρατών μελών απαγόρευση όλων των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών, καθώς και όλων των επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμούς, και, αφετέρου, την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου που διέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2007, C‑173/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2007, σ. I‑4917, σκέψη 27).

89      Επομένως, το άρθρο 23 ΕΚ, περί απαγορεύσεως των δασμών, και το άρθρο 25 ΕΚ, περί απαγορεύσεως των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς, σχηματίζουν μια ενότητα, λειτουργώντας συμπληρωματικά μεταξύ τους και επιβάλλοντας συνολική απαγόρευση (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 2/62 και 3/62, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Βελγίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 799, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑221/06, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten, Συλλογή 2007, σ. I‑9643, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ανάπτυξη λόγου ακυρώσεως που έχει προβληθεί προηγουμένως και κρίνεται παραδεκτός, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

–       Επί του βασίμου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

90      Από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 57 ανωτέρω προκύπτει ότι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξετάσεως που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά την οικεία προκαταρκτική διαδικασία συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών.

91      Αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι η διαδικασία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμβατότητα συστήματος κρατικών ενισχύσεων με τις απαιτήσεις της κοινής αγοράς, πλην όμως από την όλη οικονομία της Συνθήκης ΕΚ προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς ειδικότερες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1980, 73/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 137, σκέψη 11, της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 78, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2001, T‑197/97 και T‑198/97, Weyl Beef Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑303, σκέψη 75). Η υποχρέωση αυτή της Επιτροπής να σέβεται τη συνοχή που υφίσταται μεταξύ των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και άλλων διατάξεων της Συνθήκης επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως όταν οι άλλες αυτές διατάξεις αποσκοπούν επίσης στην αποτροπή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, όπως εν προκειμένω τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, αφενός, ή το άρθρο 90 ΕΚ, αφετέρου, τα οποία κατατείνουν στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του ανταγωνισμού μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται περί της συμβατότητας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τον κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς εκ μέρους ορισμένων επιχειρηματιών (απόφαση Matra κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 42 και 43).

92      Επομένως, κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω του τρόπου χορηγήσεώς της, αντιβαίνει προς άλλες διατάξεις της Συνθήκης δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 78, και απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 41). Εξάλλου, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συμβατότητας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της όλες τις συνθήκες της αγοράς, περιλαμβανομένων των φορολογικών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1980, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 11, και Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 42). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το σύστημα της Συνθήκης, δεν είναι δυνατόν να θεσπισθεί ή να εγκριθεί ενίσχυση υπό μορφή φορολογικών διακρίσεων επιβαλλόμενων από κράτος μέλος σε βάρος προϊόντων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1981, 142/80 και 143/80, Essevi και Salengo, Συλλογή 1981, σ. 1413, σκέψη 28).

93      Κατά τη νομολογία, πάντως, του Δικαστηρίου, φορολογικές απαλλαγές ή ελαφρύνσεις, ιδίως όταν αποσκοπούν στη διάσωση παραγωγικών ικανοτήτων ή επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς τις εν λόγω φορολογικές διευκολύνσεις, δεν θα ήταν κερδοφόρες λόγω της αυξήσεως του κόστους παραγωγής, είναι νόμιμες υπό τον όρο ότι τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής επεκτείνουν το αντίστοιχο πλεονέκτημα και στα εισαγόμενα προϊόντα που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να μη δημιουργούνται δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων και να μην προστατεύονται τα εγχώρια (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 168/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 181, σκέψη 16, της 30ής Οκτωβρίου 1980, 26/80, Schneider-Import, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 395, σκέψη 9, και της 18ης Απριλίου 1991, C‑230/89, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1991, σ. I‑1909, σκέψη 12).

94      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το ισχύον στη Βόρεια Ιρλανδία νέο σύστημα απαλλαγής από τον AGL, όπως το ενέκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκαλεί δυσμενείς διακρίσεις, κατά παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ, πράγμα που αποτελεί ένδειξη σοβαρών δυσχερειών.

95      Απόκειται, εν συνεχεία, στο Γενικό Δικαστήριο να κρίνει αν η προβαλλόμενη φορολογική δυσμενής διάκριση συνιστά ένδειξη σοβαρών δυσχερειών, ελέγχοντας αν η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του επίμαχου συστήματος ενισχύσεως, ήταν υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, προκειμένου να εξετάσει κατά πόσον η εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ έχει γίνει με την απαιτούμενη συνοχή με τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή με το άρθρο 90 ΕΚ.

96      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το εγκριθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση νέο σύστημα απαλλαγής από τον AGL συνιστά, λόγω της παρεχόμενης φοροαπαλλαγής, κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, πράγμα που οι διάδικοι δεν αμφισβητούν.

97      Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι, επί της βάσεως αυτής, η Επιτροπή εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την απαλλαγή υπό το πρίσμα του κοινοτικού πλαισίου. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι ο AGL αποτελεί υφιστάμενο φόρο και ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 51.2 του κοινοτικού πλαισίου, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων του σημείου 51.1 του κοινοτικού πλαισίου στην περίπτωση του φόρου αυτού. Εν συνεχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του κοινοτικού πλαισίου ιδίως όσον αφορά την καταβολή σημαντικού μέρους του φόρου από τους δικαιούχους της απαλλαγής. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή έκρινε την απαλλαγή από τον AGL συμβατή με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

98      Επισημαίνεται, τέλος, ότι, κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται ότι το ζήτημα της προβαλλόμενης φορολογικής δυσμενούς διακρίσεως που απορρέει από την παράβαση των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή του άρθρου 90 ΕΚ δεν εξετάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ουδέν αναφέρει σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

99      Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι το νέο σύστημα απαλλαγής που θεσπίστηκε για τη Βόρεια Ιρλανδία και εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως συνέπεια τα ακατέργαστα αδρανή υλικά που εξορύσσονται στη Βόρεια Ιρλανδία από επιχειρήσεις που έχουν συνάψει περιβαλλοντική σύμβαση να φορολογούνται με το 20 % του συντελεστή του AGL (0,32 GBP ανά τόνο), ενώ τα πανομοιότυπα προϊόντα που εισάγονται από την Ιρλανδία φορολογούνται με τον κανονικό συντελεστή του AGL (1,60 GBP ανά τόνο). Επομένως, το γενικό σύστημα του AGL και το εγκεκριμένο με την προσβαλλόμενη απόφαση σύστημα της ισχύουσας στη Βόρεια Ιρλανδία απαλλαγής, θεωρούμενα συνολικά, συνεπάγονται τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση πανομοιότυπων προϊόντων.

100    Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι παραγωγοί αδρανών υλικών της Ιρλανδίας δεν μπορούν, σύμφωνα με την ισχύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο νομοθεσία, να συνάψουν περιβαλλοντική σύμβαση, όπως διευκρίνισαν η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι παραγωγοί αδρανών υλικών της Ιρλανδίας δεν έχουν άλλη δυνατότητα να επωφεληθούν από την απαλλαγή από τον AGL, αποδεικνύοντας, π.χ., ότι οι δραστηριότητές τους είναι συμβατές με τα προβλεπόμενα στις περιβαλλοντικές συμβάσεις τις οποίες μπορούν να συνάπτουν οι παραγωγοί αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία.

101    Τονίζεται, εξάλλου, ότι η BAA υποστήριξε, με την καταγγελία της, ότι η ενίσχυση αποσκοπεί μόνο στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των παραγωγών αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Η BAA προέβαλε επίσης ότι το νέο σύστημα ενισχύσεως ενδέχεται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει σημαντικά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι συμβατό με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

102    Κατόπιν των ανωτέρω, τονίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αν υφίστανται δυσμενείς φορολογικές διακρίσεις μεταξύ εγχώριων προϊόντων και εισαγόμενων από την Ιρλανδία και, ως εκ τούτου, δεν ήταν νόμιμη, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, η απόφασή της να μην προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με την κοινοποιηθείσα από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απαλλαγή από τον AGL.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ακυρωτέα, χωρίς να απαιτείται εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

104    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα των προσφευγουσών.

105    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2004) 1614 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2004, περί μη προβολής αντιρρήσεων κατά της τροποποιήσεως της προβλεπόμενης για τη Βόρεια Ιρλανδία απαλλαγής από τον φόρο επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι British Aggregates Association, Healy Bros. Ltd και David K. Trotter & Sons Ltd.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top