EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CO0007

Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Akzo Nobel Chemicals Ltd kai Akcros Chemicals Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως - Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Έγγραφα που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια ελέγχου - Άρνηση της Επιτροπής να παράσχει την προστασία της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του - Όρια.
Υπόθεση C-7/04 P(R).

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-08739

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:566

Υπόθεση C-7/04 P(R)

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd

«Αίτηση αναιρέσεως – Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Έγγραφα που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια ελέγχου – Άρνηση της Επιτροπής να παράσχει την προστασία της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του – Όρια»

Περίληψη της διατάξεως

1.        Ασφαλιστικά μέτρα – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Σωρευτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 § 2· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής – Απόφαση διατάσσουσα έλεγχο ή απορρίπτουσα αίτηση για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου εγγράφων αντιγραφέντων κατά τη διάρκεια ελέγχου – Ακύρωση από τον κοινοτικό δικαστή – Αποτελέσματα – Επιβολή στην Επιτροπή της απαγορεύσεως να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έλαβε παρανόμως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 3)

3.        Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Ζημία προκύπτουσα από απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως αιτήσεως για την προστασία του απορρήτου εγγράφων αντιγραφέντων κατά τον έλεγχο βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 § 2; Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

1.        Τα προσωρινά μέτρα χορηγούνται από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δικαστή εφόσον αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται, εκ πρώτης όψεως, από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι ανάγκη, για την αποφυγή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στα συμφέροντα του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια δίκη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία απ’ αυτές ελλείπει.

(βλ. σκέψη 28)

2.        Σε περίπτωση ακυρώσεως από τον κοινοτικό δικαστή αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διέταξε έλεγχο, η Επιτροπή θα βρισκόταν σε αδυναμία, ως εκ τούτου, να χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, όλα τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία που θα είχε ενδεχομένως συγκεντρώσει στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, με κίνδυνο να ακυρώσει ο κοινοτικός δικαστής την απόφασή της περί παραβάσεως, κατά το μέτρο που θα στηριζόταν σε τέτοια αποδεικτικά μέσα

Οι ίδιες αρχές έχουν εφαρμογή οσάκις αμφισβητείται απόφαση της Επιτροπής περί μη παροχής της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου όσον αφορά ένα ή περισσότερα έγγραφα και η εν λόγω απόφαση ακυρώνεται από τον κοινοτικό δικαστή.

(βλ. σκέψεις 37-38)

3.        Ο σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων έγκειται στη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στην έννομη προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναγκαιότητα που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος την προσωρινή προστασία.

Δεν πληροί την προϋπόθεση του επείγοντος αίτηση αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής να λάβει γνώση εγγράφων που αντιγράφησαν κατά τη διάρκεια ελέγχου βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 και τέθηκαν σε σφραγισμένο φάκελο, και για τα οποία μια επιχείρηση υποστηρίζει ότι προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Πράγματι, εφόσον, αν η απόφαση αυτή κριθεί εκ των υστέρων παράνομη, η Επιτροπή θα είναι αναγκασμένη να αποσύρει από τον φάκελό της τα θιγόμενα από την εν λόγω έλλειψη νομιμότητας έγγραφα και, επομένως, θα βρεθεί σε αδυναμία να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά στοιχεία, η δυνατότητα παράνομης χρησιμοποιήσεώς τους στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, κινηθείσας από την Επιτροπή, έχει θεωρητικό μόνο χαρακτήρα και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι πολύ πιθανή.

Επιπλέον, αν το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, χωρίς οι πληροφορίες αυτές να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, μπορεί ενδεχομένως να προσβάλει το επαγγελματικό απόρρητο, το γεγονός αυτό, λαμβάνοντας υπόψη δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή να μη παράσχει σε τρίτους τη δυνατότητα προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα, δεν αρκεί, αυτό μόνο, για να δικαιολογήσει τη συνδρομή του επείγοντος. Πράγματι, η ζημία που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει από την πιο εμπεριστατωμένη γνώση των εν λόγω εγγράφων, την οποία οι υπάλληλοι της Επιτροπής ήδη εξέτασαν, έστω και συνοπτικώς κατά τον έλεγχο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η υπόσταση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, εφόσον η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που έλαβε με τον τρόπο αυτό.

(βλ. σκέψεις 36, 39-44)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 27ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Έγγραφα που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια ελέγχου – Άρνηση της Επιτροπής να παράσχει την προστασία της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του – Όρια»

Στην υπόθεση C-7/04 P(R),

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η οποία ασκήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2004,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Wainwright και C. Ingen-Housz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι

η Akzo Nobel Chemicals Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

η Akcros Chemicals Ltd, με έδρα το Surrey (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες από τον C. Swaak, advocaat, και την M. Mollica, avocate,

αιτούσες πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενες από τους

European Company Lawyers Association (ECLA), εκπροσωπούμενη από τους M. Dolmans, advocaat, και K. Nordlander, advokat, κατόπιν εντολής του J. Temple-Lang, solicitor,

Council of the Bars and Law Societies of the European Union (CCBE), εκπροσωπούμενο από τον J. Flynn, QC,

Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, εκπροσωπούμενο από τον O. Brouwer, avocaat,

παρεμβαίνοντες,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα A. Tizzano,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε κατά της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30ης Οκτωβρίου 2003, Τ-125/03 R και Τ-253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. ΙΙ-4771, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη διάταξη).

2        Με τη διάταξη αυτή, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου, πρώτον, απέρριψε αίτηση επιδιώκουσα, αφενός, να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Φεβρουαρίου 2003 περί τροποποιήσεως της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2003 με την οποία οι εταιρίες Akzo Nobel Chemicals Ltd, Akcros Chemicals Ltd και Akcros Chemicals και οι αντίστοιχες θυγατρικές εταιρίες τους διατάχθηκαν να υποβληθούν σε έλεγχο βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), και, αφετέρου, να διαταχθούν άλλα προσωρινά μέτρα κατάλληλα για την προστασία των συμφερόντων των αιτουσών (υπόθεση T-125/03 R). Δεύτερον, απέρριψε μερικώς αίτηση επιδιώκουσα, αφενός, να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2003, περί απορρίψεως αιτήσεως προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου πέντε εγγράφων, των οποίων δόθηκε αντίγραφο κατά τη διάρκεια ελέγχου και, αφετέρου, να διαταχθούν άλλα προσωρινά μέτρα κατάλληλα για την προστασία των συμφερόντων των αιτουσών (υπόθεση T-253/03 R).

3        Με υπόμνημα που κατέθεσαν στις 16 Φεβρουαρίου 2004, η Akzo Nobel Chemicals Ltd και η Akcros Chemicals Ltd (στο εξής: Akzo) άσκησαν παρεμπίπτουσα αναίρεση επιδιώκουσες την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως καθόσον απορρίπτει εξ ολοκλήρου την αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T-125/03 R και καθόσον απορρίπτει μερικώς την αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T-253/03 R.

4        Οι παρεμβαίνοντες υπέβαλαν αντιστοίχως τις παρατηρήσεις τους προς στήριξη των αιτημάτων της Akzo, με υπομνήματα της 16ης Φεβρουαρίου 2004.

5        Έχοντας επιτύχει παράταση της προθεσμίας για την κατάθεση των παρατηρήσεών της επί της παρεμπίπτουσας αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή τις υπέβαλε στις 16 Απριλίου 2004.

6        Εφόσον οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων περιέχουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για να ληφθεί απόφαση επί των αιτήσεων, η εκ μέρους των διαδίκων προφορική ανάπτυξη των παρατηρήσεών τους παρέλκει.

 Τα πραγματικά περιστατικά και η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία

7        Το ιστορικό της διαφοράς και η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία συνοψίζονται στις σκέψεις 1 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ως ακολούθως.

«1      Στις 10 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25, στο εξής: απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2003), περί τροποποιήσεως της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2003 με την οποία η Επιτροπή διέταξε, μεταξύ άλλων, τις εταιρίες Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd (στο εξής: αιτούσες) και τις αντίστοιχες θυγατρικές εταιρίες τους να ανεχθούν να υποβληθούν σε έλεγχο που αποσκοπεί στην αναζήτηση αποδείξεων σχετικά με ενδεχόμενες πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό (στο εξής: απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2003).

2      Στις 12 και 13 Φεβρουαρίου 2003, υπάλληλοι της Επιτροπής, επικουρούμενοι από εκπροσώπους του Office of Fair Trading (βρετανικής αρμόδιας αρχής για τον ανταγωνισμό), πραγματοποίησαν έλεγχο, βάσει των εν λόγω αποφάσεων, στις εγκαταστάσεις των αιτουσών που βρίσκονται στο Eccles, Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του ως άνω ελέγχου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έλαβαν αντίγραφα μεγάλου αριθμού εγγράφων.

3      Κατά τη διάρκεια των ως άνω πράξεων, οι εκπρόσωποι των αιτουσών ανέφεραν στους υπαλλήλους της Επιτροπής ότι ορισμένα έγγραφα που περιέχονται σε έναν συγκεκριμένο φάκελο ήταν δυνατό να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο που προστατεύει την επικοινωνία μεταξύ δικηγόρων και πελατών (legal professional privilege) και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα.

4      Τότε, οι υπάλληλοι της Επιτροπής ανέφεραν στους εκπροσώπους των αιτουσών ότι ήταν αναγκαίο να συμβουλευθούν συνοπτικά τα επίμαχα έγγραφα, χωρίς να τα εξετάσουν, για να μπορέσουν να σχηματίσουν ιδίαν αντίληψη σχετικά με την προστασία της οποίας πρέπει ενδεχομένως να τύχουν τα εν λόγω έγγραφα. Μετά την περάτωση μιας μακράς συζητήσεως και αφού οι υπάλληλοι της Επιτροπής και του Office of Fair Trading υπενθύμισαν στους εκπροσώπους των αιτουσών τις ποινικές συνέπειες της παρακωλύσεως των ελέγχων, αποφασίστηκε να συμβουλευθεί συνοπτικά ο υπεύθυνος του ελέγχου τα επίμαχα έγγραφα, παρουσία εκπροσώπου των αιτουσών. Επίσης, αποφασίστηκε ότι, στην περίπτωση που ο ως άνω εκπρόσωπος υποστηρίξει ότι ένα έγγραφο καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο, πρέπει να αιτιολογήσει λεπτομερέστερα το αίτημά του.

5      Κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των εγγράφων τα οποία περιέχονται στον φάκελο που επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους των αιτουσών, ανέκυψε διαφορά ως προς πέντε έγγραφα, τα οποία, εν τέλει, αποτέλεσαν αντικείμενο δύο ειδών επεξεργασίας.

6      Το πρώτο από τα ως άνω έγγραφα είναι ένα δακτυλογραφημένο υπόμνημα δύο σελίδων, της 16ης Φεβρουαρίου 2000, του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals και απευθύνεται σε έναν από τους προϊσταμένους του. Κατά τις αιτούσες, το εν λόγω υπόμνημα περιέχει πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τον γενικό διευθυντή της Akcros Chemicals κατά τη διάρκεια συζητήσεων εσωτερικής φύσεως με άλλους εργαζομένους. Οι πληροφορίες αυτές συγκεντρώθηκαν προκειμένου να ζητηθεί μια εξωτερική γνωμοδότηση στο πλαίσιο του προγενεστέρως καταρτισθέντος από την Akzo Nobel προγράμματος τηρήσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

7      Το δεύτερο από τα ως άνω έγγραφα είναι ένα δεύτερο αντίγραφο του δισέλιδου υπομνήματος που περιγράφηκε στην προηγούμενη σκέψη, το οποίο περιλαμβάνει, επιπλέον, χειρόγραφες σημειώσεις που αναφέρονται σε επαφές με έναν δικηγόρο των αιτουσών, καθώς και, μεταξύ άλλων, μνεία του ονόματος του εν λόγω δικηγόρου.

8      Αφού δέχθηκαν τις διευκρινίσεις των αιτουσών σχετικά με αυτά τα δύο πρώτα έγγραφα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν ήσαν σε θέση να καταλήξουν επί τόπου σε οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά την προστασία της οποίας τα εν λόγω έγγραφα έπρεπε ενδεχομένως να τύχουν. Επομένως, οι ως άνω υπάλληλοι έλαβαν αντίγραφα των εγγράφων αυτών, τα οποία τοποθέτησαν σε σφραγισμένο φάκελο, τον οποίο παρέλαβαν μετά την περάτωση του ελέγχου τους. Στην αίτησή τους, οι αιτούσες ισχυρίστηκαν ότι τα δύο αυτά έγγραφα εμπίπτουν στην “κατηγορία Α”.

9      Το τρίτο έγγραφο που υπήρξε αντικείμενο διαφοράς μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής και των αιτουσών αποτελείται από ένα σύνολο χειρογράφων σημειώσεων του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals, ως προς τις οποίες οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι συντάχθηκαν επ’ ευκαιρία συζητήσεων με υφισταμένους και χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη του δακτυλογραφημένου υπομνήματος της κατηγορίας Α.

10      Τέλος, τα δύο τελευταία επίμαχα έγγραφα είναι δύο επιστολές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις οποίες αντήλλαξαν ο γενικός διευθυντής της Akcros Chemicals και ο συντονιστής της Akzo Nobel σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού. Ο τελευταίος είναι δικηγόρος ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο Ολλανδίας και ο οποίος, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, ήταν επίσης μέλος της νομικής υπηρεσίας της Akzo Nobel και, κατά συνέπεια, απασχολείτο με πάγια αντιμισθία στην εν λόγω επιχείρηση.

11      Αφού εξέτασε τα τρία τελευταία έγγραφα και δέχθηκε τις διευκρινίσεις των αιτουσών, η υπεύθυνη του ελέγχου θεώρησε ότι τα εν λόγω έγγραφα ασφαλώς δεν προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Κατά συνέπεια, έλαβε αντίγραφα των εγγράφων αυτών και επισύναψε τα εν λόγω αντίγραφα στον υπόλοιπο φάκελο, χωρίς να τα απομονώσει σε σφραγισμένο φάκελο, σε αντίθεση με ό,τι είχε πράξει όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας Α. Στην αίτησή τους, οι αιτούσες ισχυρίστηκαν ότι αυτά τα τρία έγγραφα εμπίπτουν στην “κατηγορία Β”.

12      Στις 17 Φεβρουαρίου 2003, οι αιτούσες απέστειλαν στην Επιτροπή έγγραφο στο οποίο εξέθεταν τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη τους, τόσο τα έγγραφα της κατηγορίας Α όσο και τα έγγραφα της κατηγορίας Β προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

13      Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αιτούσες ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο έγγραφό τους της 17ης Φεβρουαρίου 2003 δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να συναγάγει ότι τα σχετικά έγγραφα καλύπτονται όντως από το επαγγελματικό απόρρητο. Ωστόσο, με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή ανέφερε στις αιτούσες ότι είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τα ως άνω προκαταρκτικά συμπεράσματα εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, μετά την παρέλευση της οποίας η Επιτροπή επρόκειτο να εκδώσει οριστική απόφαση.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Απριλίου 2003, οι αιτούσες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή αποσκοπούσα, μεταξύ άλλων, στην ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2003 και, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο, της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2003, “κατά το μέτρο που η Επιτροπή θεωρεί ότι η τελευταία απόφαση νομιμοποιεί και/ή αποτελεί έρεισμα για την ενέργεια της Επιτροπής (ενέργεια που δεν μπορεί να διαχωριστεί από την απόφαση) σχετικά με την κατάσχεση και/ή τον έλεγχο και/ή την ανάγνωση εγγράφων τα οποία καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο”. Η υπόθεση αυτή φέρει τον αριθμό Τ-125/03.

15      Στις 17 Απριλίου 2003, οι αιτούσες ενημέρωσαν την Επιτροπή σχετικά με την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής τους στην υπόθεση Τ-125/03. Επίσης, οι αιτούσες ανέφεραν στην Επιτροπή ότι οι παρατηρήσεις τις οποίες εκλήθησαν να της υποβάλουν την 1η Απριλίου 2003 περιέχονται στο ως άνω εισαγωγικό δικόγραφο.

16      Αυθημερόν, οι αιτούσες υπέβαλαν, βάσει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, αίτηση να αναστείλει ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής την εκτέλεση της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2003 και, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο, της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2003. Η υπόθεση αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία με τον αριθμό Τ-125/03 R.

17      Στις 8 Μαΐου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 (στο εξής: απόφαση της 8ης Μαΐου 2003). Στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή απορρίπτει το αίτημα των αιτουσών να τους επιστραφούν τα έγγραφα της κατηγορίας Α και της κατηγορίας Β και να επιβεβαιώσει η Επιτροπή την καταστροφή όλων των αντιγράφων των ως άνω εγγράφων που βρίσκονταν στην κατοχή της. Εξάλλου, στο άρθρο 2 της αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή τονίζει ότι προτίθεται να αποσφραγίσει τον φάκελο που περιέχει τα έγγραφα της κατηγορίας Α. Ωστόσο, η Επιτροπή διευκρινίζει στις αιτούσες ότι δεν πρόκειται να προβεί στην ως άνω ενέργεια πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003.

18      Στις 14 Μαΐου 2003, η Επιτροπή κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση Τ-125/03 R.

19      Στις 22 Μαΐου 2003, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου κάλεσε τις αιτούσες να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που ενδείκνυται να αντληθούν, κατά τις αιτούσες, στην υπόθεση Τ-125/03 R, από την απόφαση της 8ης Μαΐου 2003. Στις 9 Ιουνίου 2003, οι αιτούσες κατέθεσαν τις εν λόγω παρατηρήσεις, στις οποίες απάντησε η Επιτροπή στις 3 Ιουλίου 2003.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Ιουλίου 2003, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή αποσκοπούσα στην ακύρωση της αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 και στην καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Με χωριστό δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 11 Ιουλίου 2003, οι αιτούσες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπούσα, μεταξύ άλλων, στο να αναστείλει ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής την εκτέλεση της αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003. Η υπόθεση αυτή φέρει τον αριθμό Τ-253/03 R.»

 Η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη

 Η υπόθεση T-125/03 R

8        Στην υπόθεση T-125/03 R, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαπίστωσε, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το σύνολο των ισχυρισμών που προέβαλαν οι αιτούσες κατά της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2003 και, κατά το μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο, κατά της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2003 αφορούν, στην πραγματικότητα, μέτρα τα οποία είναι μεταγενέστερα των εν λόγω αποφάσεων και τα οποία, εξάλλου, διακρίνονται από τις αποφάσεις αυτές.

9        Παραπέμποντας σε πάγια νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής υπενθύμισε στη συνέχεια, στη σκέψη 68 της εν λόγω διατάξεως, ότι, στο πλαίσιο έρευνας που στηρίζεται στο άρθρο 14 του κανονισμού 17, μία επιχείρηση δεν μπορεί να προβάλει την έλλειψη νομιμότητας των διαδικασιών ελέγχου προς στήριξη αιτημάτων περί ακυρώσεως της πράξεως βάσει της οποίας η Επιτροπή προέβη στον έλεγχο αυτόν.

10      Εκτιμώντας ότι οι αιτούσες δεν είχαν, συνεπώς, αποδείξει την ύπαρξη fumus boni juris, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής απέρριψε την αίτηση αναστολής της εκτελέσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T-125/03 R.

  Η υπόθεση T-253/03 R

11      Ως προς την υπόθεση T-253/03 R, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής αποφάνθηκε πρώτα επί του δευτέρου ισχυρισμού, αντλουμένου από παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.

12      Αμέσως παρατήρησε ότι η Akzo δεν υποστήριζε ότι τα έγγραφα της κατηγορίας A συνιστούσαν, καθεαυτά, αλληλογραφία με εξωτερικό δικηγόρο ή έγγραφο που επαναλάμβανε το κείμενο ή το περιεχόμενο μίας τέτοιας επικοινωνίας. Η Akzo υποστήριζε, αντιθέτως, ότι τα δύο έγγραφα της κατηγορίας A συνιστούσαν σημειώσεις που συντάχθηκαν με σκοπό την παροχή συμβουλών από δικηγόρο μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας.

13      Εκτιμώντας ότι είχε ενώπιόν του πολύ σημαντικά και περίπλοκα ζητήματα, τα οποία αφορούν την ενδεχόμενη ανάγκη να επεκταθεί, σε ορισμένο βαθμό, το πεδίο εφαρμογής του επαγγελματικού απορρήτου, όπως αυτό οριοθετείται από τη νομολογία, σε έγγραφα εργασίας ή συνοπτικά έγγραφα καταρτισθέντα με μοναδικό σκοπό την παροχή συνδρομής από δικηγόρο, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής συνήγαγε εξ αυτού ότι τα εν λόγω ζητήματα απαιτούν ενδελεχή εξέταση στην κύρια δίκη και ότι, επομένως, ο ισχυρισμός δεν είναι, κατά το στάδιο αυτό, προδήλως αβάσιμος.

14      Ως προς τις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής προέβη στην αυτή εκτίμηση ως προς αυτές όπως και ως προς τις σημειώσεις της κατηγορίας A, λαμβάνοντας υπόψη τις ομοιότητες που υφίστανται μεταξύ των δύο κατηγοριών εγγράφων.

15      Ως προς τις δύο επιστολές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της κατηγορίας B, οι οποίες αντηλλάγησαν μεταξύ του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals και του συντονιστή της Akzo Nobel για το δίκαιο του ανταγωνισμού, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής υπενθύμισε ότι αυτές δεν αντηλλάγησαν μεταξύ δικηγόρου και του πελάτη του και ότι, επομένως, δεν καλύπτονται, καταρχήν, από το επαγγελματικό απόρρητο, αν εφαρμοστούν οι αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, 155/99, AM & S κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982 σ. 1575).

16      Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής αναφέρθηκε στη συνέχεια στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αιτούσες και οι παρεμβαίνοντες, περί των οποίων έκρινε ότι, εκ πρώτης όψεως, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ευρύτερης ερμηνείας του επαγγελματικού απορρήτου.

17      Λαμβάνοντας υπόψη τον περίπλοκο χαρακτήρα του ζητήματος υπό ποίες προϋποθέσεις μπορεί ενδεχομένως να προστατεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο η ανταλλασσόμενη αλληλογραφία με ένα δικηγόρο ο οποίος απασχολείται με πάγια αντιμισθία σε μία επιχείρηση, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής έκρινε ότι εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να επιλύσει το εν λόγω ζήτημα όταν αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής.

18      Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, που αντλείται από παραβίαση των διαδικαστικών αρχών που διατυπώνονται στην προπαρατεθείσα απόφαση AM & S κατά Επιτροπής και από παράβαση του άρθρου 242 ΕΚ, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής υπενθύμισε τις αρχές αυτές για να επιδοθεί στη συνέχεια σε ανάλυση της εξελίξεως των πραγμάτων κατά τον έλεγχο που πραγματοποίησε η Επιτροπή.

19      Στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, αναφέρθηκε σε ένα συμπληρωματικό λεπτό ζήτημα που θέτει ο ισχυρισμός αυτός. Συγκεκριμένα, έπρεπε να εξεταστεί αν, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που υπέχει μία επιχείρηση, η οποία υποβάλλεται σε έλεγχο, να προσκομίσει τα χρήσιμα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν ότι ένα έγγραφο πρέπει όντως να προστατευθεί, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν, εκ πρώτης όψεως, το δικαίωμα να απαιτήσουν, όπως έπραξαν στην παρούσα υπόθεση, να συμβουλευθούν συνοπτικά το έγγραφο αυτό, προκειμένου να σχηματίσουν ιδία αντίληψη ως προς την προστασία της οποίας πρέπει ενδεχομένως να τύχει το εν λόγω έγγραφο.

20      Συναφώς, στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής έκρινε ότι δεν αποκλείεται, στο πλαίσιο ελέγχου που στηρίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού de 17, να πρέπει οι υπάλληλοι της Επιτροπής να απόσχουν από την, έστω και συνοπτική, εξέταση των εγγράφων ως προς τα οποία μία επιχείρηση υποστηρίζει ότι προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, τουλάχιστον αν η εν λόγω επιχείρηση δεν έχει παράσχει τη συγκατάθεσή της προς τούτο.

21      Εκτιμώντας ότι υφίσταται περίπλοκο ζήτημα ερμηνείας της διαδικασίας που καθορίστηκε με την απόφαση AM & S κατά Επιτροπής, που προπαρατέθηκε, και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην τήρησε η Επιτροπή τις διαδικαστικές αρχές που διατυπώνονται στην ίδια απόφαση, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δέχθηκε ότι η προϋπόθεση σχετικά με το fumus boni juris πληρούται τόσον όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας A όσο και αυτά της κατηγορίας B.

22      Στη συνέχεια αναγνώρισε ότι ήταν επείγον να διαταχθούν τα αιτηθέντα προσωρινά μέτρα. Συγκεκριμένα, ως προς τα έγγραφα της κατηγορίας Α, στα οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμα πρόσβαση, ήταν αναγκαίο, προκειμένου να εμποδιστεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, να διαταχθεί η Επιτροπή να μην λάβει γνώση των εν λόγω εγγράφων και, κατά συνέπεια, να ανασταλεί η εκτέλεση του άρθρου 2 της αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003.

23      Αντιθέτως, ως προς τα έγγραφα της κατηγορίας B, ως προς τα οποία η Επιτροπή είχε ήδη λάβει γνώση και τα οποία δεν είχαν τεθεί σε σφραγισμένο φάκελο, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση του επείγοντος δεν επληρούτο.

24      Τέλος, για τα έγγραφα της κατηγορίας A, προέβη σε στάθμιση των υφισταμένων συμφερόντων. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω στάθμιση των συμφερόντων κλίνει υπέρ της αναστολής της εκτελέσεως του άρθρου 2 της αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003.

25      Το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως έχει ως εξής:

«1)      Οι υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R συνεκδικάζονται προς έκδοση της παρούσας διατάξεως.

2)      Επιτρέπει στο Council of the Bars and Law Societies of the European Union, στο Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten και στην European Company Lawyers Association να παρέμβουν στις υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R.

3)      Δέχεται, στο στάδιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλαν οι αιτούσες για ορισμένα στοιχεία τα οποία περιέχονται στα διαδικαστικά έγγραφα στις υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R και τα οποία αφορά ως τέτοια το από 16 Σεπτεμβρίου 2003 έγγραφο της Γραμματείας προς τις αιτούσες.

4)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση Τ-125/03 R.

5)      Λαμβάνει υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής ότι δεν θα επιτρέψει σε τρίτους την πρόσβαση στα έγγραφα της κατηγορίας Β μέχρι την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια δίκη στην υπόθεση Τ-253/03 R.

6)      Στην υπόθεση Τ-253/03 R, αναστέλλει την εκτέλεση του άρθρου 2 της αποφάσεως της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2003 σχετικά με αίτηση προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου (υπόθεση COMP/E-1/38.589), μέχρις ότου αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της προσφυγής της κύριας δίκης.

7)      Ο σφραγισμένος φάκελος που περιέχει τα έγγραφα της κατηγορίας Α θα φυλαχθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου μέχρις ότου αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της προσφυγής της κύριας δίκης.

8)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση Τ-253/03 R.

9)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις Τ- 125/03 R και Τ-253/03 R.»

 Η αίτηση αναιρέσεως και η παρεμπίπτουσα αναίρεση

26      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί την ακύρωση των σημείων 6 και 7 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Προβάλλει τρεις λόγους, που αντλούνται, αντιστοίχως, από πλάνη περί το δίκαιον κατά την εκτίμηση και την απόδειξη της προϋποθέσεως του fumus boni juris, από πλάνη περί το δίκαιον κατά την εκτίμηση και την απόδειξη της προϋποθέσεως του επείγοντος, και από διαδικαστικές παρατυπίες που αφορούν την αποδεικτική διαδικασία και θίγουν τα συμφέροντα της Επιτροπής.

27      Η παρεμπίπτουσα αναίρεση της Akzo αποσκοπεί στην ακύρωση των σημείων 4 και 8 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Η Akzo προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος, στην υπόθεση T-125/03 R, αντλείται από προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική νομική προστασία, ενώ ο δεύτερος, στην υπόθεση T-253/03 R, αντλείται από προσβολή του αυτού δικαιώματος, καθώς και από εσφαλμένη εφαρμογή της εννοίας της ανεπανόρθωτης ζημίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28      Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα χορηγούνται από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δικαστή εφόσον αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται, εκ πρώτης όψεως, από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι ανάγκη, για την αποφυγή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στα συμφέροντα του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια δίκη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία απ’ αυτές ελλείπει [βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R) SCK και FNΚ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30].

29      Εάν φαίνεται ότι η προϋπόθεση του επείγοντος δεν πληρούται, πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί η αίτηση για τη λήψη προσωρινών μέτρων χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων, περιλαμβανομένης αυτής σχετικά με το fumus boni juris η οποία, σύμφωνα με τις σκέψεις 98 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, θα έπρεπε ενδεχομένως να εξετασθεί βάσει μιας εννοίας του επαγγελματικού απορρήτου η οποία θα προϋπέθετε νέα ερμηνεία των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, οι οποίες διατυπώνονται ιδίως στην προπαρατεθείσα απόφαση AM &S κατά Επιτροπής.

 Επί του δευτέρου λόγου που αφορά την προϋπόθεση του επείγοντος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της προϋποθέσεως του επείγοντος πάσχει από πολλά νομικά σφάλματα. Τα σφάλματα αυτά οφείλονται στην εφαρμογή εσφαλμένης μεθόδου για την κατάληξη στο συμπέρασμα του επείγοντος, στην έλλειψη κατάλληλης αιτιολογίας και στην ανικανότητα να αποδειχθεί ότι τα απαιτούμενα κριτήρια για να συναχθεί το συμπέρασμα περί του επείγοντος είχαν επαληθευθεί, καθώς και στη μη λήψη υπόψη της ανεπάρκειας του fumus boni juris κατά την απόδειξη του επείγοντος.

31      Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής, προκειμένου να δεχθεί ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση του επείγοντος, βασίστηκε στη συλλογιστική σύμφωνα με την οποία η αποκάλυψη, έστω και προσωρινή, πληροφοριών που εμπιστεύθηκε ένας πολίτης στον δικηγόρο του μπορεί να κλονίσει ανεπανόρθωτα την πίστη που επέδειξε ο πολίτης αυτός, παρέχοντας εμπιστευτικά στοιχεία στον δικηγόρο του, στο γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία ουδέποτε επρόκειτο να αποκαλυφθούν. Στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής αναγνωρίζει ο ίδιος ότι η ζημία που θα προέκυπτε από την απλή ανάγνωση των εγγράφων της κατηγορίας A δεν έχει σχέση με την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των αιτουσών, αλλά συνάγεται από τον «ιδιαίτερο χαρακτήρα του επαγγελματικού απορρήτου».

32      Επομένως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής εφάρμοσε μία έννοια του επαγγελματικού απορρήτου που ούτε γίνεται δεκτή ούτε είναι σύμφωνη προς την υφισταμένη νομολογία, ιδίως προς την προπαρατεθείσα απόφαση AM & S κατά Επιτροπής. Συγκεκριμένα, με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, το επαγγελματικό απόρρητο ορίζεται ως δικαίωμα των επιχειρήσεων, οποιοσδήποτε περιορισμός του οποίου κατά την άσκησή του θα συνιστούσε ουσιώδη και ανεπανόρθωτη προσβολή αυτού. Αντιθέτως, με την προπαρατεθείσα απόφαση AM & S κατά Επιτροπής, η προστασία της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και του πελάτου του εξετάσθηκε ενόψει διαδικασίας δυναμένης να οδηγήσει σε αποφάσεις περί εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ή σε αποφάσεις περί επιβολής προστίμων.

33      Η Επιτροπή θεωρεί εξάλλου ότι ούτε η σοβαρότητα ούτε το μη αντιστρέψιμο, ούτε ακόμη το βέβαιον της προβαλλομένης ζημίας αποδείχθηκαν.

34      Η Επιτροπή υπενθυμίζει εξάλλου ότι δεσμεύτηκε –και η δέσμευση αυτή περιελήφθη στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως– να μην παράσχει σε τρίτους δυνατότητα πρόσβασης στα επίμαχα έγγραφα προτού το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής, πράγμα που αποτρέπει τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων σε τρίτους.

35      Η Akzo ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία σχετικά με την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου και, ιδίως, τις αρχές που τέθηκαν με την προπαρατεθείσα απόφαση AM & S κατά Επιτροπής.

 Εκτίμηση

36      Πρέπει να υπομνηστεί ότι ο σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων έγκειται στη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στην έννομη προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναγκαιότητα που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος την προσωρινή προστασία (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2001, C-180/01 P-R, Επιτροπή κατά NALOO, Συλλογή 2001, σ. Ι-5737, σκέψη 52).

37      Πρέπει να υπομνηστεί εξάλλου ότι το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά απόφαση με την οποία η Επιτροπή διέταξε έλεγχο, ότι, στην περίπτωση ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως από τον κοινοτικό δικαστή, η Επιτροπή θα βρισκόταν σε αδυναμία, ως εκ τούτου, να χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, όλα τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία που θα είχε ενδεχομένως συγκεντρώσει στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, με κίνδυνο να ακυρώσει ο κοινοτικός δικαστής την απόφασή της περί παραβάσεως, κατά το μέτρο που θα στηριζόταν σε τέτοια αποδεικτικά μέσα (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, C-94/00 Roquette Frères, Συλλογή 2002, σ. Ι-9011, σκέψη 49.

38      Οι ίδιες αρχές έχουν εφαρμογή οσάκις αμφισβητείται απόφαση της Επιτροπής περί μη παροχής της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου όσον αφορά ένα ή περισσότερα έγγραφα και η εν λόγω απόφαση ακυρώνεται από τον κοινοτικό δικαστή.

39      Η Επιτροπή αναγνωρίζει εξάλλου ότι, αν η απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 κριθεί εκ των υστέρων παράνομη, θα είναι αναγκασμένη να αποσύρει από τον φάκελό της τα θιγόμενα από την εν λόγω έλλειψη νομιμότητας έγγραφα και, επομένως, θα βρεθεί σε αδυναμία να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά στοιχεία.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, η δυνατότητα παράνομης χρησιμοποιήσεως των εγγράφων της κατηγορίας A στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, κινηθείσας από την Επιτροπή, έχει θεωρητικό μόνο χαρακτήρα και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι πολύ πιθανή.

41      Πρέπει να προστεθεί ότι, αν η Επιτροπή λάβει απλώς γνώση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα έγγραφα της κατηγορίας A, χωρίς οι πληροφορίες αυτές να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, το γεγονός αυτό μπορεί ενδεχομένως να προσβάλει το επαγγελματικό απόρρητο, όμως αυτό μόνο δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη συνδρομή του επείγοντος στην παρούσα υπόθεση.

42      Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τη δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή να μη παράσχει σε τρίτους τη δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα της κατηγορίας A έως ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κύριας προσφυγής στην υπόθεση T-253/03 και την αδυναμία της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού αν η απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 κριθεί παράνομη, μόνον η αποκάλυψη των εν λόγω εγγράφων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποδειχθεί ότι εν προκειμένω πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής ήδη κατά τον έλεγχο εξέτασαν, έστω και συνοπτικώς, έγγραφα της κατηγορίας A.

43      Όμως, η ζημία που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει από την πιο διευρυμένη γνώση των εν λόγω εγγράφων δεν αρκεί για να αποδειχθεί η υπόσταση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, εφόσον η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που έλαβε με τον τρόπο αυτό.

44      Συνεπώς, δεδομένου ότι η προϋπόθεση του επείγοντος δεν πληρούται, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως και να ακυρωθούν τα σημεία 6 και 7 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

 Επί της παρεμπίπτουσας αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου

45      Η Akzo υποστηρίζει ότι η απόρριψη της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινών μέτρων στο πλαίσιο της υποθέσεως T-125/03 R προσβάλλει το δικαίωμα για αποτελεσματική έννομη προστασία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον διάδικο αυτόν, η προσβλητή πράξη μπορεί να είναι μόνον η απόφαση που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, στην οποία ανάγεται η προβαλλομένη παράβαση διαδικασίας. Οποιαδήποτε επόμενη απόφαση έχει λιγότερο άμεση σχέση με την παράβαση αυτή και δεν μπορεί να αποτελεί την πράξη που επηρεάζει άμεσα και κατά τρόπο μη ανατρέψιμο τη νομική κατάσταση της επιχειρήσεως που αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου. Εξάλλου, καμία κοινοτική διάταξη δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να εκδώσει, εν συνεχεία του ελέγχου, πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Έτσι, η έννομη προστασία της οικείας επιχειρήσεως εξαρτάται από διακριτική απόφαση της Επιτροπής.

46      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής εφάρμοσε ορθώς πάγια νομολογία, την οποία εξάλλου η Akzo δεν αμφισβητεί, σύμφωνα με την οποία πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως αποφάσεως δεν μπορούν να επηρεάσουν το κύρος αυτής. Η εφαρμογή της νομολογίας αυτής στη διεξαγωγή του ελέγχου, στην παρούσα περίπτωση, δεν αφήνει ούτε την Akzo χωρίς έννομη προστασία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέδωσε την απορριπτική απόφαση λίγο μετά τον έλεγχο και, αν δεν το είχε πράξει, η Akzo θα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή προκειμένου η Επιτροπή να της επιστρέψει τα έγγραφα που τέθηκαν στον σφραγισμένο φάκελο και μεταφέρθηκαν στις Βρυξέλλες.

 Επί του δευτέρου λόγου

47      Με τον δεύτερό της λόγο αναιρέσεως η Akzo ισχυρίζεται ότι ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής, κρίνοντας ότι η αίτηση στο πλαίσιο της υποθέσεως T-253/03 R σχετικά με τα έγγραφα της κατηγορίας B δεν πληρούσε την προϋπόθεση του κατεπείγοντος, προσέβαλε το δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία και βασίστηκε σε υπερβολικά αυστηρή ερμηνεία της εννοίας της ανεπανόρθωτης ζημίας.

48      Συγκεκριμένα, αρνούμενος τη λήψη των προσωρινών μέτρων που ζητήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T-253/03 R όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής ενεθάρρυνε την Επιτροπή να περιλάβει τα εν λόγω έγγραφα μάλλον στον φάκελό της παρά σε σφραγισμένο φάκελο. Υπό το φως του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η Επιτροπή μπορεί με τον τρόπο αυτό να μεριμνά ώστε οποιαδήποτε αίτηση για τη λήψη προσωρινών μέτρων, υποβληθείσα προκειμένου να διαφυλαχθεί το καθεστώς των εν λόγω εγγράφων εν αναμονή οριστικής αποφάσεως, να απορρίπτεται.

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε ήδη λάβει γνώση των τριών εγγράφων της κατηγορίας B, τα οποία δεν είχαν τοποθετηθεί σε σφραγισμένο φάκελο, ώστε, αν η απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 ακυρωνόταν επί της ουσίας, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις οικείες πληροφορίες ως αποδεικτικά στοιχεία.

50      Κατά τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή, στην πράξη, μπορούσε να διαπιστωθεί ζημία μόνον αν η Επιτροπή θέσπιζε μέτρα διαπνεόμενα από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα έγγραφα της κατηγορίας B, χωρίς εντούτοις να μπορεί η Akzo να αποδείξει εκ των υστέρων και με επαρκή βεβαιότητα ότι υφίσταται πράγματι σχέση μεταξύ, αφενός, των πληροφοριών αυτών, και, αφετέρου, των ληφθέντων μέτρων. Πάντως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής έκρινε τον κίνδυνο αυτό ως υποθετικό.

51      Προσέθεσε ότι η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις της, είχε δηλώσει ότι δεν θα παρείχε τη δυνατότητα σε τρίτους να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα της κατηγορίας A και της κατηγορίας B, προτού εκδοθεί η απόφαση στην κύρια δίκη και σημείωσε τη δέσμευση αυτή.

52      Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής αποκλείοντας, υπό τις συνθήκες αυτές, οποιαδήποτε πραγματική δυνατότητα ανεπανόρθωτης ζημίας και, συνεπώς, κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση του κατεπείγοντος, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

53      Συνεπώς, η παρεμπίπτουσα αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

1)      Ακυρώνει τα σημεία 6 και 7 του διατακτικού της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30ής Οκτωβρίου 2003, T-125/03 R και T-253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).

2)      Σημειώνει τη δήλωση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με την οποία δεν θα παράσχει σε τρίτους τη δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα της κατηγορίας A έως ότου εκδοθεί η απόφαση στην κύρια δίκη, στην υπόθεση Τ-253/03 R.

3)      Απορρίπτει την αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση Τ-253/03 R.

4)      Απορρίπτει την παρεμπίπτουσα αναίρεση.

5)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top