Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0437

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Μαρτίου 2007.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
    Παράβαση κράτους μέλους - Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Ακίνητα που μισθώνουν οι Κοινότητες - Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας - Φόρος επιβαλλόμενος στους κυρίους ακινήτων.
    Υπόθεση C-437/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-02513

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:178

    Υπόθεση C-437/04

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Βασιλείου του Βελγίου

    «Παράβαση κράτους μέλους — Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Ακίνητα που μισθώνουν οι Κοινότητες — Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας — Φόρος επιβαλλόμενος στους κυρίους ακινήτων»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων — Άμεσοι φόροι — Έννοια

    (Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 3, εδ. 1· οδηγία 77/799 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2)

    2.        Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων — Άμεσοι φόροι

    (Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 3, εδ. 1)

    1.        Μολονότι το Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «άμεσος φόρος» και δεν υφίστανται, προς τούτο, διατάξεις θεσπισθείσες για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, εντούτοις η οδηγία 77/799, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων, παρέχει ορισμένα στοιχεία για την ερμηνεία της έννοιας αυτής. Η εν λόγω οδηγία, στο πεδίο εφαρμογής της οποίας ενέπιπταν, πριν από την τροποποίησή της με την οδηγία 79/1070, αποκλειστικώς οι άμεσοι φόροι, προβλέπει ότι ο φόρος εισοδήματος και περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου της 1, παράγραφος 2, περιλαμβάνει τους φόρους που επιβάλλονται επί της συνολικής περιουσίας ή επί στοιχείων της περιουσίας, ανεξαρτήτως του συστήματος εισπράξεως.

    Επομένως, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αυτού, ένας περιφερειακός φόρος, ο οποίος αφορά τους κατόχους εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και πλήττει ευθέως τους υπόχρεους βάσει της περιουσίας τους ή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους που έχουν περιουσιακή αξία, έχει χαρακτήρα άμεσου φόρου, καθόσον μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαλλόμενος επί στοιχείου της περιουσίας, κατά την έννοια της οδηγίας 77/799. Επιπλέον, τα χαρακτηριστικά του φόρου αυτού πρέπει να καθορίζονται λαμβανομένων υπόψη όλων των υποκειμένων σε αυτόν, ήτοι των φυσικών και νομικών προσώπων στα οποία επιβάλλεται, και όχι αναλόγως των ενδεχόμενων και έμμεσων οικονομικών του συνεπειών για τις Κοινότητες.

    (βλ. σκέψεις 44-46)

    2.        Καίτοι δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων απαλλάσσει τις Κοινότητες από τους άμεσους φόρους, εντούτοις η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει αντίστοιχη απαλλαγή των αντισυμβαλλομένων τους. Επιπλέον, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει τίποτε σχετικά με την οικονομική μετακύλιση των άμεσων φόρων στους οποίους υπόκεινται οι αντισυμβαλλόμενοι των Κοινοτήτων. Επομένως, οι αιτιάσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με τη μετακύλιση ενός περιφερειακού φόρου επιβαλλομένου στο εσωτερικό κράτους μέλους δεν μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αυτού.

    Πράγματι, αφενός, οσάκις η μετακύλιση αυτή πραγματοποιείται δυνάμει ρήτρας περιληφθείσας στη σύμβαση μισθώσεως, είναι κατ’ ανάγκην σύμφωνη προς τη βούληση των συμβαλλομένων μερών, δεδομένου ότι το ζήτημα κατά πόσον θα περιληφθεί παρόμοια ρήτρα εμπίπτει στη συμβατική τους ελευθερία. Αφετέρου, στην περίπτωση κατά την οποία η μετακύλιση του περιφερειακού φόρου πραγματοποιείται με την αύξηση του μισθώματος, εμπίπτει και πάλι στη συμβατική ελευθερία των μερών, διότι απαιτείται η συναίνεσή τους προκειμένου να καθορισθεί το περιεχόμενο της συμβάσεως, περιλαμβανομένου του προσδιορισμού του μισθώματος. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, ο επιβαλλόμενος στους κυρίους των ακινήτων φόρος δεν μετακυλίεται κατ’ ανάγκην, αυτομάτως και εξ ολοκλήρου, στους μισθωτές.

    (βλ. σκέψεις 50-51)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 22ας Μαρτίου 2007 (*)

    «Παράβαση κράτους μέλους – Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Ακίνητα που μισθώνουν οι Κοινότητες – Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας – Φόρος επιβαλλόμενος στους κυρίους ακινήτων»

    Στην υπόθεση C-437/04,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J.-F. Pasquier, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από

    το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τους G. Maganza και A.-M. Colaert,

    παρεμβαίνον,

    κατά

    Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από την E. Dominkovits,

    καθού,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, E. Juhász (εισηγητή), J. N. Cunha Rodrigues και M. Ilešič, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29 Ιουνίου 2006,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας φόρο (στο εξής: περιφερειακός φόρος) ο οποίος προσβάλλει τη φορολογική ασυλία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που επισυνάφθηκε αρχικώς στη Συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (JO 1967, 152, σ. 13) και ακολούθως, δυνάμει της Συνθήκης του Άμστερνταμ, στη Συνθήκη ΕΚ (στο εξής: Πρωτόκολλο).

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    2        Δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ακολούθως δε, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ, δυνάμει του άρθρου 291 ΕΚ, και σύμφωνα με τη μοναδική αιτιολογική σκέψη του Πρωτοκόλλου, η Κοινότητα απολαύει στην επικράτεια των κρατών μελών των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Πρωτόκολλο.

    3        Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου ορίζει:

    «Οι Κοινότητες, τα στοιχεία ενεργητικού τους, τα έσοδα και τα λοιπά περιουσιακά τους στοιχεία απαλλάσσονται όλων των άμεσων φόρων.

    Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, όταν τους είναι δυνατό, για την έκπτωση ή επιστροφή του ποσού των εμμέσων φόρων και των τελών επί των πωλήσεων που περιλαμβάνονται στην τιμή των κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, όταν οι Κοινότητες πραγματοποιούν για υπηρεσιακή χρήση σημαντικές αγορές των οποίων η τιμή περιλαμβάνει φόρους και τέλη αυτής της φύσεως. Εντούτοις, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός των Κοινοτήτων.

    Δεν παρέχονται απαλλαγές όσον αφορά τους φόρους, τέλη και δικαιώματα που επιβάλλονται ως ανταπόδοση για παροχές υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.»

    4        Το άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου έχει ως εξής:

    «Επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους, επιβάλλεται φόρος υπέρ των Κοινοτήτων σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που καθορίζονται από το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής.

    Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό απαλλάσσονται από την επιβολή εσωτερικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών, που καταβάλλονται από τις Κοινότητες.»

    5        Το άρθρο 19 του Πρωτοκόλλου προβλέπει:

    «Για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου τα όργανα των Κοινοτήτων ενεργούν σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών.»

     Η εθνική νομοθεσία

    6        Το άρθρο 2 της κανονιστικής αποφάσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας της 23ης Ιουλίου 1992 περί περιφερειακού φόρου επιβαλλόμενου στους έχοντες τη χρήση οικοδομημένων ακινήτων και στους κατόχους εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ορισμένων ακινήτων (Moniteur belge της 1ης Αυγούστου 1992, σ. 17334, στο εξής: κανονιστική απόφαση) ορίζει:

    «Επιβάλλεται, από της χρήσεως του 1993, ετήσιος φόρος ο οποίος βαρύνει τους έχοντες τη χρήση οικοδομημένων ακινήτων κειμένων εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και τους κατόχους εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων μη χρησιμοποιούμενων ως κατοικία· ο φόρος οφείλεται βάσει της υφισταμένης κατά την 1η Ιανουαρίου του φορολογικού έτους καταστάσεως.»

    7        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως προβλέπει:

    «Ο [περιφερειακός] φόρος βαρύνει:

    α)       κάθε αρχηγό νοικοκυριού, ο οποίος χρησιμοποιεί ως κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία ακίνητο κείμενο εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας ή τμήμα αυτού.

    […]

    β)       κάθε ένοικο ακινήτου, ή τμήματος αυτού, κειμένου εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, ο οποίος το χρησιμοποιεί για την άσκηση προς ίδιον λογαριασμό δραστηριότητας, κερδοσκοπικής ή μη, περιλαμβανομένης της ασκήσεως ελευθερίου επαγγέλματος, και κάθε νομικό πρόσωπο ή εν τοις πράγμασι ένωση που το χρησιμοποιεί είτε ως καταστατική ή διοικητική έδρα είτε ως έδρα της εκμεταλλεύσεως ή των δραστηριοτήτων που ασκεί.

    […]

    γ)       τον έχοντα την πλήρη κυριότητα ή, σε περίπτωση που δεν υφίσταται πρόσωπο έχον την πλήρη κυριότητα, τον εμφυτευτή, τον επικαρπωτή ή τον έχοντα δικαίωμα χρήσεως οικοδομημένου ακινήτου, ή τμήματος αυτού, κειμένου εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και μη προοριζομένου για τις χρήσεις που προβλέπει το ανωτέρω στοιχείο α΄.»

    8        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της κανονιστικής αποφάσεως ορίζει ότι ο περιφερειακός φόρος που επιβάλλεται στους κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως υπόχρεους ανέρχεται, για κάθε οικοδομημένο ακίνητο, σε 6,36 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο εμβαδού πέραν των πρώτων 300 τετραγωνικών μέτρων ή πέραν των πρώτων 2 500 τετραγωνικών μέτρων, οσάκις πρόκειται για ακίνητα προοριζόμενα για βιομηχανική ή βιοτεχνική χρήση, χωρίς να υπερβαίνει το 14 % του υπολογιζόμενου βάσει της τιμαριθμικώς προσαρμοσμένης αξίας κτηματολογίου εισοδήματος, το οποίο αφορά υποκείμενο στον φόρο ακίνητο ή τμήμα αυτού.

     Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    9        Η Κοινότητα και η SA Vita (στο εξής: Vita), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε αργότερα η SA Zurich, συνήψαν, στις 3 Φεβρουαρίου 1988, σύμβαση μισθώσεως που αφορούσε ακίνητο κείμενο εντός του Δήμου Ixelles (ο οποίος υπάγεται στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, Βέλγιο). Η σύμβαση αυτή προβλέπει ότι, από της ενάρξεως της ισχύος της, οι υπέρ οποιασδήποτε δημόσιας αρχής φόροι και τέλη, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους, που βαρύνουν το μίσθιο, καθώς και όλες οι παρεμφερείς επιβαρύνσεις, καταβάλλονται από τον μισθωτή, εκτός αν αυτός ζητήσει από τις δημόσιες αρχές την απαλλαγή του εκμισθωτή, λόγω του ότι ο ίδιος απολαύει ειδικού καθεστώτος, όπως του ρυθμιζόμενου από το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου.

    10      Η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας καταλόγισε στη Vita, βάσει της κανονιστικής αποφάσεως, διάφορα ποσά που αντιστοιχούν στον οφειλόμενο για τα έτη 1992 έως 1997 περιφερειακό φόρο. Η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, αρνήθηκε να καταβάλει στη Vita τα ούτως καταλογισθέντα ποσά. Κατόπιν αυτού, η Vita άσκησε αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδίκη του πρώτου καντονιού των Ixelles, ο οποίος με την από 26 Μαΐου 1998 απόφασή του υποχρέωσε την Κοινότητα να καταβάλει στη Vita τα ποσά των 20 000 277 BEF (βελγικών φράγκων) και 290 211 BEF. Η Κοινότητα, μετά την απόρριψη της εφέσεως που άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Βρυξελλών, άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour de cassation, το οποίο την απέρριψε με την από 1 Μαρτίου 2002 απόφασή του.

    11      Στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης, το Cour de cassation έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η υποβολή στο Δικαστήριο του προταθέντος από την Κοινότητα προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορούσε το κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρου 28 της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου, συνδυαζόμενες, ενδεχομένως, με το άρθρο 23 της Συμβάσεως της Βιέννης, της 18ης Απριλίου 1961, περί διπλωματικών σχέσεων (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης), πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τη θέσπιση νόμου ή οποιασδήποτε άλλης κανονιστικής ρυθμίσεως επιβάλλουσας φόρο ο οποίος βαρύνει, εκ πρώτης όψεως, τα πρόσωπα που συνάπτουν συμβάσεις με νομικά πρόσωπα διεθνούς δικαίου (μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα), πλην όμως, στην πραγματικότητα, σκοπός ή αποτέλεσμά της είναι, κατ’ ανάγκην, η απορρέουσα από τον εν λόγω φόρο επιβάρυνση να πλήττει, στην πράξη, τα νομικά πρόσωπα διεθνούς δικαίου (όπως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα) ή να μετακυλίεται σε αυτά.

    12      Η Επιτροπή κίνησε με το από 2 Απριλίου 2003 έγγραφο οχλήσεως την προβλεπόμενη από το άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία και κάλεσε το Βασίλειο του Βελγίου να της υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου.

    13      Στις 3 Ιουνίου 2003, οι βελγικές αρχές απάντησαν ότι, κατά την άποψή τους, ο περιφερειακός φόρος δεν πλήττει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα τους διεθνείς οργανισμούς, αλλά όλους τους κυρίους των μη χρησιμοποιούμενων ως κατοικία οικοδομημένων ακινήτων, των οποίων η επιφάνεια υπερβαίνει ορισμένα κατώτατα όρια και ότι, ως εκ τούτου, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας ουδαμώς παραβίασε την αρχή της καλόπιστης τηρήσεως των Συνθηκών.

    14      Η Επιτροπή κάλεσε το Βασίλειο του Βελγίου με την από 16 Δεκεμβρίου 2003 αιτιολογημένη της γνώμη να συμμορφωθεί προς αυτήν εντός δύο μηνών από της λήψεώς της. Οι βελγικές αρχές απάντησαν στην Επιτροπή, με έγγραφο της 30ης Ιουλίου 2004, ότι το Βασίλειο του Βελγίου εμμένει στην άποψή του.

    15      Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

    16      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2005 επετράπη στο Συμβούλιο να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

     Επί της προσφυγής

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    17      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ισχυρίζονται ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση συνιστά προσβολή της φορολογικής ασυλίας, της οποίας απολαύουν οι Κοινότητες. Η φορολογική αυτή ασυλία, την οποία προβλέπει το άρθρο 28 της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ρυθμίζει το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, αποκλείει την εφαρμογή της επίμαχης κανονιστικής αποφάσεως.

    18      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υπογραμμίζουν ότι η κανονιστική απόφαση καθιστά δυνατή την παράκαμψη της φορολογικής ασυλίας των Κοινοτήτων, καθόσον αυτές βαρύνονται εμμέσως, ως μισθωτές ακινήτων, με φόρο του οποίου η απευθείας επιβολή απαγορεύεται λόγω ακριβώς αυτής της φορολογικής ασυλίας. Η βούληση του περιφερειακού νομοθέτη προκύπτει τόσο από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως, το οποίο ορίζει τους υποκειμένους στον περιφερειακό φόρο, όσο και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως.

    19      Πράγματι, ενώ η προηγούμενη κανονιστική ρύθμιση αφορούσε μόνον τους έχοντες τη χρήση ακινήτων, η κανονιστική απόφαση επέβαλε φόρο στους κυρίους των ακινήτων, τα οποία προορίζονται για επαγγελματική χρήση και υπερβαίνουν ορισμένη επιφάνεια. Εντούτοις, ο χαρακτήρας του φόρου ως πλήττοντος τον έχοντα τη χρήση του ακινήτου δεν μεταβλήθηκε, καθόσον η επιβάρυνση αυτού διασφαλίζεται στην πράξη από το γεγονός ότι ο υποκείμενος στον φόρο κύριος του ακινήτου θα μετακυλίσει τον φόρο στον μισθωτή.

    20      Η Επιτροπή θεωρεί σημαντικό ότι οι απαλλαγές, των οποίων μπορεί να τύχει ο κύριος του ακινήτου, εξαρτώνται από την ιδιότητα του έχοντος τη χρήση αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απαλλαγή του έχοντος τη χρήση συνεπάγεται την απαλλαγή του κυρίου του ακινήτου. Το Συμβούλιο συνάγει από το γεγονός ότι οι απαλλαγές καθορίζονται αποκλειστικώς βάσει της ιδιότητας των εχόντων τη χρήση των ακινήτων ότι σκοπός της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως είναι, στην πράξη, η φορολόγηση αυτών ακριβώς των προσώπων.

    21      Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στις δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, Προϋπολογισμού και Δημόσιας Διοίκησης της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, ο οποίος εξήγησε ότι, αντιθέτως προς ό,τι ίσχυε κατά το παρελθόν, στον νέο φόρο υπόκειται και ο δημόσιος τομέας, περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών. Συνεπώς, ο επιδιωκόμενος με τη θέσπιση του περιφερειακού φόρου σκοπός συνίσταται στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, μέσω ιδίως της φορολογήσεως ακινήτων για τα οποία προηγουμένως δεν επιβαλλόταν φόρος, καθόσον οι έχοντες τη χρήση τους ήταν πρόσωπα ή οργανισμοί που απαλλάσσονταν.

    22      Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τους ιδιώτες μισθωτές, οι Κοινότητες δεν τυγχάνουν του πλεονεκτήματος της φορολογικής εκπτώσεως του μισθώματος και των ενδεχόμενων λοιπών δαπανών, με συνέπεια τα έξοδα αυτά να συνιστούν συγκριτικώς μεγάλη επιβάρυνση για τις Κοινότητες. Παράλληλα, η εκμίσθωση ακινήτων στις Κοινότητες είναι, από φορολογικής απόψεως, ιδιαιτέρως επωφελής για το Βασίλειο του Βελγίου, δεδομένου ότι εισπράττει τα ποσά που αντιστοιχούν στους φόρους επί των μισθωμάτων, χωρίς να οφείλει να χορηγήσει στον μισθωτή το πλεονέκτημα της φορολογικής εκπτώσεως.

    23      Το Συμβούλιο τονίζει ότι το άρθρο 23 της Συμβάσεως της Βιέννης κατοχυρώνει την αρχή της φορολογικής ασυλίας προσδιορίζοντας μόνον το ελάχιστο περιεχόμενό της, το οποίο διευρύνεται με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου. Επιπλέον, η φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων δικαιολογεί, αν όχι επιβάλλει, τη διασταλτική ερμηνεία της αρχής αυτής, καθόσον πρόκειται περί διεθνούς οργανισμού θεσμικού χαρακτήρα. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι τα προνόμια και οι ασυλίες των Κοινοτήτων έχουν λειτουργικό χαρακτήρα και σκοπούν στην αποτροπή του ενδεχομένου της παρακωλύσεως της λειτουργίας των Κοινοτήτων και του περιορισμού της ανεξαρτησίας τους. Κατά το Συμβούλιο, κάθε μέτρο το οποίο επηρεάζει τους δημοσιονομικούς πόρους που έχουν στη διάθεσή τους οι Κοινότητες προς εκπλήρωση της αποστολής τους πρέπει να λογίζεται ως μέτρο που παρακωλύει τη λειτουργία τους.

    24      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ισχυρίζονται, όσον αφορά τον περιφερειακό νόμο, ότι το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με την επιβολή φόρου είτε στον έχοντα τη χρήση είτε στον κύριο του ακινήτου. Ο περιφερειακός νομοθέτης όφειλε, κατά τον προσδιορισμό των υποκειμένων στον φόρο, να τηρήσει την υποχρέωσή του αγαστής συνεργασίας με τις Κοινότητες, των οποίων οι πόροι δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται προς αύξηση των εσόδων του κράτους μέλους υποδοχής. Πράγματι, πρέπει να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να αντλεί ένα κράτος μέλος, στο οποίο οι Κοινότητες έχουν την έδρα τους, αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα έναντι των λοιπών κρατών μελών. Πάντως, η περίπτωση των ακινήτων που προορίζονται για χρήση από τις Κοινότητες θα έπρεπε να προστεθεί στις προβλεπόμενες από την επίμαχη κανονιστική απόφαση περιπτώσεις απαλλαγής των κυρίων των ακινήτων από τον περιφερειακό φόρο.

    25      Η Βελγική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι Κοινότητες αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της κανονιστικής αποφάσεως τόσο στην περίπτωση που έχουν τη χρήση ακινήτου όσο και στην περίπτωση που έχουν την κυριότητά του ή το εκμισθώνουν, δεδομένου ότι, βάσει του Πρωτοκόλλου, απαλλάσσονται από τον περιφερειακό φόρο. Επομένως, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα φορολογικής υποχρεώσεως των Κοινοτήτων.

    26      Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, ο περιφερειακός φόρος ουδαμώς παραβιάζει την αρχή της καλόπιστης τηρήσεως των Συνθηκών, καθόσον δεν προσβάλλει τη φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων. Πράγματι, η ενδεχόμενη υποχρέωση καταβολής δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα, αλλά απορρέει από σύμβαση συναφθείσα με τον υποκείμενο στον φόρο κύριο του ακινήτου. Η Βελγική Κυβέρνηση υπενθυμίζει, επίσης, ότι το Cour de cassation έχει κρίνει ότι η εν λόγω υποχρέωση στηρίζεται σε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και δεν είναι εύλογο ένας διεθνής οργανισμός να μπορεί να ζητεί την απαλλαγή μέρους του μισθώματος λόγω γενικής αυξήσεως των φόρων.

    27      Η Βελγική Κυβέρνηση τονίζει ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βιέννης, η φορολογική απαλλαγή δεν ισχύει οσάκις το διαπιστεύον κράτος είναι μισθωτής και ο φόρος βαρύνει τον εκμισθωτή. Η προβλεπόμενη από το Πρωτόκολλο ασυλία, καθόσον εμπνέεται από την εν λόγω Σύμβαση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του γενικού διεθνούς δικαίου, δεν μπορεί να αντιταχθεί στη στηριζόμενη επί συμβατικής ρήτρας μετακύλιση της φορολογικής επιβαρύνσεως στον μισθωτή.

    28      Η Βελγική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η φορολογική απαλλαγή, της οποίας απολαύουν οι διεθνείς οργανισμοί, δεν σκοπεί στη μείωση των μισθωμάτων που καταβάλλουν, αλλά, απλώς, συνεπάγεται ότι δεν φορολογούνται ως πρόσωπα του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Η Βελγική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας δεν αντλεί φορολογικό πλεονέκτημα από το γεγονός ότι ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί έχουν την έδρα τους στο έδαφός της, καθόσον ο περιφερειακός φόρος οφείλεται από τον κύριο του ακινήτου και μόνον, ανεξαρτήτως του αν το έχει εκμισθώσει σε διεθνή οργανισμό ή σε ιδιώτη ή αν ουδόλως το έχει εκμισθώσει. Όμως, εν προκειμένω, η φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων θα συνεπαγόταν τη διακύβευση της ίσης μεταχειρίσεως των κυρίων των ακινήτων, διότι όσοι εξ αυτών εκμίσθωναν τα ακίνητά τους στις Κοινότητες θα ευνοούνταν έναντι των υπολοίπων.

    29      Όσον αφορά τη νομολογία την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή, η Βελγική Κυβέρνηση τονίζει ότι το Δικαστήριο ουδέποτε έχει αποφανθεί επί της φερομένης φορολογικής ασυλίας των Κοινοτήτων στην περίπτωση κατά την οποία ο φόρος βαρύνει τον κύριο ακινήτου που μισθώνουν οι Κοινότητες και η επιβάρυνση μετακυλίεται σε αυτές μέσω της αυξήσεως του μισθώματος. Εντούτοις, η νομολογία επιβεβαιώνει γενικώς ότι τα προνόμια και οι ασυλίες που το Πρωτόκολλο παρέχει στις Κοινότητες έχουν αμιγώς λειτουργικό χαρακτήρα, καθόσον σκοπούν στην αποτροπή του ενδεχομένου της παρακωλύσεως της λειτουργίας τους και του περιορισμού της ανεξαρτησίας τους. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν απέδειξε σε ποιο βαθμό ο περιφερειακός φόρος μπορεί να παρακωλύσει τη λειτουργία και να περιορίσει την ανεξαρτησία των Κοινοτήτων και η αύξηση του καταβλητέου από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μισθώματος ουδαμώς μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο το οποίο επηρεάζει τους δημοσιονομικούς πόρους που έχουν στη διάθεσή τους για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

    30      Η Βελγική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται μεν ότι η νομολογία του Δικαστηρίου περί του άρθρου 13 του Πρωτοκόλλου έχει εφαρμογή και επί του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αυτού, πλην όμως δεν διευκρινίζει τον σύνδεσμο μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων ή τις διαφορές τους ως προς τον σκοπό τους και ως προς το καθ’ ύλην και καθ’ υποκείμενο εφαρμογής τους. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει ρητώς αντιδιαστείλει τη νομολογία του περί του άρθρου 13 του Πρωτοκόλλου προς εκείνη περί του άρθρου 3.

    31      Επιπλέον, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να θεμελιώσει την απαλλαγή της από τον περιφερειακό φόρο, δεν έλαβε υπόψη την απορρέουσα από το άρθρο 10 ΕΚ αρχή της αγαστής συνεργασίας, η οποία δεν συνεπάγεται μόνον την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μη θίγεται το περιεχόμενο και η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, αλλά και την αντίστοιχη υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να συνεργάζονται καλόπιστα με τα κράτη μέλη.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    32      Προκαταρκτικώς, πρέπει να προσδιορισθεί το πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

    33      Όσον αφορά το άρθρο 23 της Συμβάσεως της Βιέννης, στο οποίο παραπέμπουν αμφότεροι οι διάδικοι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Σύμβαση αυτή αποτελεί συμφωνία διεθνούς δικαίου συναφθείσα μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα των διπλωματικών σχέσεων. Η Σύμβαση αυτή, αφορά, κατ’ αρχήν, τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των κρατών και όχι τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας, η οποία εξάλλου δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, και του κράτους της έδρας κοινοτικού οργάνου, εν προκειμένω του Βασιλείου του Βελγίου.

    34      Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 35 έως 37 των προτάσεών του, καίτοι η Κοινότητα οφείλει να τηρεί το διεθνές δίκαιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1992, C-286/90, Poulsen και Diva Navigation, Συλλογή 1992, σ. I-6019, σκέψη 9), εντούτοις η Σύμβαση της Βιέννης δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

    35      Η φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων, καθόσον εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, ρυθμίζεται κατά προτεραιότητα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου, η οποία θεσπίσθηκε ειδικώς υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Κοινοτήτων.

    36      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου προβλέπει δύο είδη ασυλίας, αναλόγως του αν πρόκειται για άμεσους ή έμμεσους φόρους. Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου καθιερώνει την απαλλαγή των Κοινοτήτων από τους άμεσους φόρους, ενώ το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού αφορά τους έμμεσους φόρους και τέλη.

    37      Η ασυλία ως προς τους άμεσους φόρους είναι γενική και δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις, καθόσον τόσο οι Κοινότητες όσο και τα στοιχεία του ενεργητικού τους, τα έσοδα τους και τα λοιπά περιουσιακά τους στοιχεία απαλλάσσονται από κάθε άμεσο φόρο σε εθνικό επίπεδο. Η ασυλία ως προς τους έμμεσους φόρους και τέλη δεν είναι απεριόριστη· αντιθέτως, υπόκειται σε περιορισμούς και εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-199/05, Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά Βελγικού Δημοσίου, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31).

    38      Δεδομένου ότι η ως άνω διάκριση είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση της ασυλίας, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί σε ποιο από τα δύο είδη εμπίπτει η διαφορά που αφορά την προβαλλόμενη φορολογική απαλλαγή.

    39      Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, στην Επιτροπή απόκειται να προσδιορίζει, από το στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, τη συγκεκριμένη διάταξη που επιβάλλει στο κράτος μέλος την υποχρέωση την οποία φέρεται ότι παρέβη. Η υποχρέωση αυτή της Επιτροπής απορρέει, μεταξύ άλλων, από δύο απαιτήσεις, ήτοι της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας του κράτους μέλους κατά του οποίου ασκείται η προσφυγή, καθώς και της ανάγκης σαφούς καθορισμού του αντικειμένου της διαφοράς.

    40      Πράγματι, σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας είναι, μεταξύ άλλων, η παροχή στο οικείο κράτος μέλος της δυνατότητας να προβάλει λυσιτελώς του αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-439/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. Ι-305, σκέψη 10, και της 24ης Ιουνίου 2004, C-350/02, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2004, σ. Ι-6213, σκέψη 18) και η διασφάλιση του ότι η δίκη που ενδεχομένως θα κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο μια σαφώς καθορισθείσα διαφορά (απόφαση της 20ης Ιουνίου 2002, C-287/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2002, σ. Ι-5811, σκέψη 17, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 19).

    41      Όσον αφορά το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να τονισθεί ότι η Επιτροπή, παραπέμποντας τόσο με την αιτιολογημένη της γνώμη όσο και με το εισαγωγικό της δικόγραφο στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, δεν διευκρίνισε σε ποιο από τα τρία εδάφια του άρθρου αυτού στηρίζει την προσφυγή της. Εντούτοις, καίτοι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε ρητώς τη διάταξη που επιβάλλει στο Βασίλειο του Βελγίου την υποχρέωση την οποία φέρεται ότι δεν τήρησε, η αιτιολογημένη γνώμη και το δικόγραφο της προσφυγής περιέχουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια η βάση των αιτημάτων της.

    42      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι προδήλως αδύνατο να στηριχθεί οποιοδήποτε αίτημα περί φορολογικής ασυλίας επί του άρθρου 3, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου. Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει ούτε με την αιτιολογημένη της γνώμη ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής της συγκεκριμένα επιχειρήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή πρότεινε, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Cour de cassation, να υποβληθεί στο Δικαστήριο ερώτημα περί του κατά πόσον η φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων αποκλείει την επιβολή άμεσου φόρου, όπως ο επίμαχος εν προκειμένω περιφερειακός φόρος.

    43      Από το γεγονός ότι η Επιτροπή επαναλαμβάνει και παραθέτει τόσο στην αιτιολογημένη της γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής της το ερώτημα που ζήτησε από το Cour de cassation να υποβάλει στο Δικαστήριο, με το οποίο χαρακτηρίζει σαφώς τον περιφερειακό φόρο ως «άμεσο», προκύπτει ότι η αιτίαση της Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο του πρώτου είδους ασυλίας που αφορά τους άμεσους φόρους.

    44      Εξάλλου, καίτοι το Πρωτόκολλο δεν ορίζει την έννοια του άμεσου φόρου και δεν υφίστανται, προς τούτο, διατάξεις θεσπισθείσες για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, εντούτοις η οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86), παρέχει ορισμένα στοιχεία για την ερμηνεία της έννοιας αυτής. Η εν λόγω οδηγία, στο πεδίο εφαρμογής της οποίας ενέπιπταν, πριν από την τροποποίησή της με την οδηγία 79/1070/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 109), αποκλειστικώς οι άμεσοι φόροι, προβλέπει ότι ο φόρος εισοδήματος και περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου της 1, παράγραφος 2, περιλαμβάνει τους φόρους που επιβάλλονται επί της συνολικής περιουσίας ή επί στοιχείων της περιουσίας, ανεξαρτήτως του συστήματος εισπράξεως. Δεν αμφισβητείται ότι ο περιφερειακός φόρος, ο οποίος, κατά την άποψη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, βαρύνει τις Κοινότητες, επιβάλλεται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της κανονιστικής αποφάσεως και αφορά τους κατόχους εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων. Ο φόρος αυτός, δεδομένου ότι πλήττει ευθέως τους υπόχρεους βάσει της περιουσίας τους ή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους που έχουν περιουσιακή αξία, μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαλλόμενος επί στοιχείου της περιουσίας, κατά την έννοια της οδηγίας 77/799.

    45      Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της κανονιστικής αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα χαρακτηριστικά του περιφερειακού φόρου καθορίζονται λαμβανομένων υπόψη όλων των υποκειμένων σε αυτόν, ήτοι των φυσικών και νομικών προσώπων στα οποία επιβάλλεται, και όχι αναλόγως των ενδεχόμενων και έμμεσων οικονομικών του συνεπειών για τις Κοινότητες.

    46      Επομένως, ο επίμαχος περιφερειακός φόρος έχει χαρακτήρα άμεσου φόρου και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου.

    47      Δεν αμφισβητείται ότι οι Κοινότητες απαλλάσσονται, βάσει του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, από τον προβλεπόμενο με την κανονιστική απόφαση φόρο τόσο στην περίπτωση που έχουν τη χρήση ακινήτου όσο και στην περίπτωση που έχουν την κυριότητά του ή το εκμισθώνουν. Συνεπώς, από απόψεως πεδίου εφαρμογής της κανονιστικής αποφάσεως, οι Κοινότητες αντιμετωπίζονται, κατά το φορολογικό δίκαιο, ως μη υποκείμενες στον περιφερειακό φόρο.

    48      Πάντως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο ισχυρίζονται ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση αντιβαίνει προς την αρχή της φορολογικής ασυλίας, καθόσον δεν προβλέπει μεν ρητώς ότι οι Κοινότητες υπόκεινται στον φόρο, εντούτοις έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα οι Κοινότητες να βαρύνονται εμμέσως, πλην σαφώς, με τον φόρο αυτόν. Ο συντάκτης της κανονιστικής αποφάσεως, κατά παραβίαση της αρχής της φορολογικής ασυλίας, επιβάλλει εμμέσως στις Κοινότητες την υποχρέωση καταβολής μιας εισφοράς φορολογικής φύσεως, μέσω συμβατικών ρητρών που μεταθέτουν σε αυτές κατά τρόπο γενικό και συστηματικό τη φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τους κυρίους των ακινήτων τα οποία οι Κοινότητες μισθώνουν ή, απλώς, με τη μετακύλιση σε αυτές του περιφερειακού φόρου μέσω της αυξήσεως του μισθώματος.

    49      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    50      Καίτοι δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου απαλλάσσει τις Κοινότητες από τους άμεσους φόρους, εντούτοις η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει αντίστοιχη απαλλαγή των αντισυμβαλλομένων τους. Επιπλέον, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει τίποτε σχετικά με την οικονομική μετακύλιση των άμεσων φόρων στους οποίους υπόκεινται οι αντισυμβαλλόμενοι των Κοινοτήτων. Επομένως, οι αιτιάσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με τη μετακύλιση του περιφερειακού φόρου δεν μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου.

    51      Πράγματι, αφενός, οσάκις η μετακύλιση του περιφερειακού φόρου πραγματοποιείται δυνάμει ρήτρας περιληφθείσας στη σύμβαση μισθώσεως, είναι κατ’ ανάγκην σύμφωνη προς τη βούληση των συμβαλλομένων μερών, δεδομένου ότι το ζήτημα κατά πόσον θα περιληφθεί παρόμοια ρήτρα εμπίπτει στη συμβατική τους ελευθερία. Αφετέρου, στην περίπτωση κατά την οποία η μετακύλιση του περιφερειακού φόρου πραγματοποιείται με την αύξηση του μισθώματος, εμπίπτει και πάλι στη συμβατική ελευθερία των μερών, διότι απαιτείται η συναίνεσή τους προκειμένου να καθορισθεί το περιεχόμενο της συμβάσεως, περιλαμβανομένου του προσδιορισμού του μισθώματος. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή ο επιβαλλόμενος στους κυρίους των ακινήτων περιφερειακός φόρος δεν μετακυλίεται κατ’ ανάγκην, αυτομάτως και εξ ολοκλήρου, στους μισθωτές.

    52      Είναι αληθές ότι η κατάσταση της αγοράς που αφορά τις μισθώσεις ακινήτων ενδέχεται να έχει διαμορφωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ωθεί ή ακόμη και να αναγκάζει την Κοινότητα να αποδεχθεί παρόμοιες συμβατικές ρήτρες ή να καταβάλει αυξημένο μίσθωμα, το οποίο εξουδετερώνει ή μειώνει την απορρέουσα από τον άμεσο φόρο επιβάρυνση του αντισυμβαλλομένου της.

    53      Εντούτοις, η οποιαδήποτε κατάσταση της οικείας αγοράς δεν μπορεί να δημιουργήσει φορολογική ασυλία, δεδομένου ότι αυτή πρέπει να απορρέει από πράξη του διεθνούς, του κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου.

    54      Επιπλέον, αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του Συμβουλίου, θα έπαυε, ενδεχομένως, να υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στην φορολογική ασυλία και εκείνων που δεν εμπίπτουν, με συνέπεια να μπορούν να προβληθούν αιτήματα περί φορολογικής ασυλίας ως προς κάθε είδους άμεσο φόρο, περιλαμβανομένων του φόρου εισοδήματος και του φόρου εταιριών.

    55      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη διάταξη αυτή αίτημα περί απαλλαγής από τον περιφερειακό φόρο, δεν αναιρείται, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ούτε από τον σκοπό της φορολογικής ασυλίας των Κοινοτήτων ούτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αποφασίστηκε η επιβολή αυτού του φόρου.

    56      Όσον αφορά τον σκοπό της φορολογικής ασυλίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι απορρέει από την ανάγκη διασφαλίσεως, αφενός, της ανεξαρτησίας των Κοινοτήτων σε σχέση με τα κράτη μέλη και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας τους (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, C-191/94, AGF Belgium, Συλλογή 1996, σ. Ι-1859, σκέψη 19). Πάντως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η απαλλαγή των αντισυμβαλλομένων τους από τον περιφερειακό φόρο θα συνιστούσε οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ των Κοινοτήτων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η μετακύλιση του περιφερειακού φόρου σε αυτήν είναι ικανή να θίξει την ανεξαρτησία των Κοινοτήτων ή να παρακωλύσει την ορθή λειτουργία τους (προπαρατεθείσα απόφαση Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά Βελγικού Δημοσίου, σκέψη 43). Επιπλέον, η τελολογική ερμηνεία διατάξεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και επακριβές γράμμα αυτής της διατάξεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, την προπαρατεθείσα απόφαση Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά Βελγικού Δημοσίου, σκέψη 42, και, όσον αφορά τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας, την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C‑220/03, BCE κατά Γερμανίας, Συλλογή 2005, σ. I‑10595, σκέψη 31).

    57      Όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες αποφασίστηκε η επιβολή του επίμαχου φόρου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σκοπός του περιφερειακού νομοθέτη ήταν αναμφιβόλως η αύξηση των φορολογικών εσόδων. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα εν λόγω κράτη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-345/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 10, και απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2006, C-513/04, Kerckhaert και Morres, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 15). Πάντως, στο μέτρο που δεν συντρέχει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, η αρμοδιότητα αυτή παρέχει, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν νέους φόρους, να τροποποιούν τις διατάξεις παλαιότερων αντίστοιχων κανονιστικών ρυθμίσεων, καθορίζοντας και νέους υποκειμένους στον φόρο και προβλέποντας νέες απαλλαγές, και να αυξάνουν το συντελεστή των φόρων.

    58      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των συζητήσεων για την έκδοση της κανονιστικής αποφάσεως, ο αρμόδιος υπουργός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας επισήμανε ότι είναι πολύ πιθανό οι προβλεπόμενες με την εν λόγω κανονιστική απόφαση τροποποιήσεις της προηγούμενης νομοθεσίας να έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή σε ορισμένους κυρίους ακινήτων της δυνατότητας να μετακυλίουν τον φόρο αυτό στο μίσθωμα που καταβάλλουν, μεταξύ άλλων, οι Κοινότητες ως μισθωτές. Πράγματι, δεν μπορεί να προσαφθεί σε κράτος μέλος ότι αύξησε τα φορολογικά του έσοδα, περιλαμβάνοντας στο πεδίο εφαρμογής ενός φόρου και πρόσωπα που ενδέχεται να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι των Κοινοτήτων, για τον λόγο και μόνον ότι τα πρόσωπα αυτά μπορούν, αναλόγως της καταστάσεως της οικείας αγοράς, να μετακυλίουν στις Κοινότητες τον εν λόγω φόρο ή μέρος αυτού, μέσω της αυξήσεως της τιμής των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχουν σε αυτές.

    59      Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι ο περιφερειακός φόρος επιβάλλεται, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της κανονιστικής αποφάσεως, στους κυρίους ακινήτων που υπερβαίνουν ορισμένη επιφάνεια και ότι αυτό το είδος της άμεσης επιβαρύνσεως που επέβαλε ο περιφερειακός νομοθέτης είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένο στα κράτη μέλη.

    60      Τέλος, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής και του Συμβουλίου που αντλούνται, αφενός, από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί του άρθρου 13 του Πρωτοκόλλου, το οποίο διαφυλάσσει την αρχή της φορολογικής ασυλίας από τις προσπάθειες των κρατών μελών να την παραβιάσουν αμέσως ή εμμέσως (αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1988, 260/86, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 955, και της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-229/98, Vander Zwalmen και Massart, C-229/98, Συλλογή 1999, σ. I-7113), και, αφετέρου, από το γεγονός ότι η απορρέουσα από τον επίμαχο φόρο οικονομική επιβάρυνση των Κοινοτήτων είναι υψηλότερη σε σχέση με εκείνη που πλήττει τους ιδιώτες μισθωτές, οι οποίοι τυγχάνουν του πλεονεκτήματος της φορολογικής εκπτώσεως του μισθώματος και των λοιπών δαπανών.

    61      Πράγματι, όπως ορθώς παρατήρησε η Βελγική Κυβέρνηση, η νομολογία αυτή αφορά την ερμηνεία διατάξεων του Πρωτοκόλλου που απαλλάσσουν τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων από την καταβολή εθνικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών τους. Η απαλλαγή αυτή αφορά ειδικώς τους υπαλλήλους των Κοινοτήτων και καλύπτει μόνον τους εθνικούς φόρους που είναι ικανοί να πλήξουν τα υποκείμενα σε κοινοτική φορολογία εισοδήματα, τα οποία πραγματοποιούν από την άσκηση των καθηκόντων τους. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής φόρου σε κοινοτικό επίπεδο και, επιπλέον, επίδικες είναι οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου που απαλλάσσουν τις ίδιες τις Κοινότητες από όλους τους αμέσους φόρους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση AGF Belgium, σκέψη 14).

    62      Όσον αφορά το δικαίωμα που έχουν οι υποκείμενοι στον φόρο εταιριών να εκπίπτουν το μίσθωμα και τις συνδεόμενες με τη μίσθωση ακινήτου δαπάνες από τη βάση επιβολής του περιφερειακού φόρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι οι Κοινότητες δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό και έχουν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον φόρο εταιριών.

    63      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η επιβολή του περιφερειακού φόρου δεν αντιβαίνει ούτε προς το γράμμα ούτε προς τον σκοπό του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου.

    64      Κατά συνέπεια, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    65      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και αυτή ηττήθηκε, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, το Συμβούλιο, ως παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

    2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

    3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα έξοδά του.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top