This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CJ0417
Judgment of the Court (Grand Chamber) of 2 May 2006.#Regione Siciliana v Commission of the European Communities.#Appeal - European Regional Development Fund (ERDF) - Closure of Community financial assistance - Action for annulment - Admissibility - Local or regional entity - Measures of direct and individual concern to that entity - Direct concern.#Case C-417/04 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Μαΐου 2006.
Regione Siciliana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναίρεση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) - Περάτωση χρηματοδοτικής συνδρομής - Προσφυγή ακυρώσεως- Παραδεκτό - Περιφερειακή ή τοπική αρχή - Πράξεις που την αφορούν άμεσα και ατομικά - Άμεσος επηρεασμός.
Υπόθεση C-417/04 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Μαΐου 2006.
Regione Siciliana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναίρεση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) - Περάτωση χρηματοδοτικής συνδρομής - Προσφυγή ακυρώσεως- Παραδεκτό - Περιφερειακή ή τοπική αρχή - Πράξεις που την αφορούν άμεσα και ατομικά - Άμεσος επηρεασμός.
Υπόθεση C-417/04 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-03881
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:282
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό
Στην υπόθεση C-417/04 P,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που κατατέθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004,
Regione Siciliana, εκπροσωπούμενη από τους A. Cingolo και G. Aiello, avvocati dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
αναιρεσείουσα,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. de March και L. Flynn, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και J. Malenovský, προέδρους τμήματος, J.‑P. Puissochet, R. Schintgen, N. Colneric, S. von Bahr, J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič (εισηγητή), J. Klučka και U. Lõhmus, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 15ης Νοεμβρίου 2005,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2006,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1. Με την αίτησή της, η Regione Siciliana ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 8ης Ιουλίου 2004, T-341/02, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της την διώκουσα την ακύρωση της αποφάσεως D (2002) 810439 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2002, περί περατώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) που αφορούσε το μεγάλο έργο «Autostrada Messina-Palermo» (συνδρομή 93.05.03.001) (στο εξής: επίμαχη απόφαση).
Το νομικό πλαίσιο
2. Προς ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, κατά την έννοια του άρθρου 158 ΕΚ, εκδόθηκαν ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 185, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 2052/88), και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 20, στο εξής: κανονισμός 4253/88).
3. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2052/88 ορίζει:
«Η κοινοτική δράση θεωρείται ως συμπλήρωμα ή συμβολή στις αντίστοιχες δράσεις των κρατών μελών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη στενή συνεργασία ανάμεσα στην Επιτροπή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, τις αρμόδιες αρχές και οργανισμούς [...] που ορίζονται από το κράτος μέλος σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό ή άλλο επίπεδο· όλα τα μέρη αποτελούν εταίρους κατά την επιδίωξη ενός κοινού σκοπού. Η συνεργασία αυτή καλείται στο εξής “εταιρική σχέση”. Η εταιρική σχέση καλύπτει την προετοιμασία, τη χρηματοδότηση, την εκ των προτέρων εκτίμηση, την παρακολούθηση και την εκ των υστέρων αξιολόγηση των ενεργειών.»
4. Υπό τον τίτλο «Προσθετικότητα», το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88 ορίζει ότι «για να εξασφαλισθεί ότι ο οικονομικός αντίκτυπος θα είναι πραγματικός, οι πιστώσεις των διαρθρωτικών ταμείων […] δεν είναι δυνατόν να υποκαθιστούν τις δημόσιες διαρθρωτικές δαπάνες –ή τις εξομοιούμενες με αυτές– του κράτους μέλους στο σύνολο των περιοχών οι οποίες είναι επιλέξιμες για ένα στόχο».
5. Κατά το άρθρο 24 του ιδίου κανονισμού:
«1. Αν η υλοποίηση δράσης ή μέτρου δεν φαίνεται να δικαιολογεί ούτε τμήμα ούτε το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί, η Επιτροπή προβαίνει σε κατάλληλη εξέταση της περίπτωσης στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης, ζητώντας ιδίως από το κράτος μέλος ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές που αυτό ορίζει για την υλοποίηση της δράσης, να της υποβάλουν παρατηρήσεις εντός τακτής προθεσμίας.
2. Μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή αναστείλει τη συνδρομή για την εν λόγω δράση ή σχετικό μέτρο αν από την εξέταση επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει παρατυπία ή σημαντική αλλαγή της φύσης ή των συνθηκών υλοποίησης της δράσης ή του μέτρου, για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής.
Κάθε ποσό το οποίο αποτελεί αντικείμενο απαίτησης ως αχρεωστήτως καταβληθέν πρέπει να επιστρέφεται στην Επιτροπή. [...]»
Το ιστορικό της διαφοράς
6. Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1993, απευθυνόμενη στην Ιταλική Δημοκρατία (στο εξής: απόφαση περί χορηγήσεως), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής εκ μέρους του ΕΤΠΑ για την κατασκευή αυτοκινητοδρόμου μεταξύ Παλέρμου και Μεσσήνης, στη Σικελία (στο εξής: έργο του ΕΤΠΑ). Οι απαραίτητες για την υλοποίηση αυτού του έργου εργασίες κατανεμήθηκαν σε δέκα τμήματα.
7. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2052/88, η κανονική δράση υλοποιείται με τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής, του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και των αρμοδίων αρχών που ορίζει αυτό στο εθνικό, περιφερειακό, τοπικό ή άλλο επίπεδο. Από το παράρτημα της αποφάσεως περί χορηγήσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ορίστηκε ως αρμόδια για την υλοποίηση αυτού του έργου αρχή.
8. Με έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 1997 η αναιρεσείουσα ζήτησε από την Επιτροπή παράταση των προθεσμιών πληρωμής για πολλά τμήματα των εργασιών.
9. Στην απαντητική της επιστολή, της 30ής Οκτωβρίου 1997, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε ότι έχει ήδη δοθεί παράταση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997, υπογράμμισε ότι έπρεπε να ληφθούν επειγόντως όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ολοκληρωθούν οι εργασίες το αργότερο μέχρι της ημερομηνίας αυτής.
10. Με έγγραφο της 17ης Ιουνίου 1998 η αναιρεσείουσα υπέβαλε στο ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών και στην Επιτροπή την τελική πιστοποίηση των δαπανών που είχαν αναληφθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1997, την αίτηση πληρωμής εκ μέρους του ΕΤΠΑ και την τελική έκθεση εκτελέσεως.
11. Στις 23 Ιουλίου 1998, η Επιτροπή επέστρεψε την έκθεση αυτή στο Υπουργείο Οικονομικών, με το αιτιολογικό ότι δεν περιείχε όλα τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να προβεί στην περάτωση του έργου FEDER και ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να καταρτίσουν νέα τελική έκθεση περιλαμβάνουσα, ιδίως, για κάθε τμήμα εργασιών, έκθεση της κατά την 31η Δεκεμβρίου 1997 τεχνικής και οικονομικής προόδου του έργου καθώς και τη δέουσα επεξήγηση των λόγων καθυστερήσεως των εργασιών.
12. Κατόπιν μελέτης της νέας τελικής εκθέσεως, η Επιτροπή, με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 1999 πληροφόρησε το Υπουργείο Οικονομικών ότι από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι προφανώς η αναιρεσείουσα δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή της να χρηματοδοτήσει τις σχετικές με την ολοκλήρωση του έργου αυτού εργασίες το βραδύτερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997, καθόσον από τα δέκα προβλεπόμενα τμήματα είχαν ολοκληρωθεί μόνον δύο κατά την ως άνω ημερομηνία και, μάλιστα, με καθυστέρηση δύο ετών. Βάσει αυτών των διαπιστώσεων, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η ενδεχόμενη εκκαθάριση του υπολοίπου της χρηματοδοτικής συνδρομής θα γίνει βάσει των δαπανών που πράγματι αναλήφθησαν για τα δύο ολοκληρωθέντα τμήματα, υπό την επιφύλαξη ότι οι εκτελεσθείσες εργασίες θα είναι σύμφωνες προς το αρχικό σχέδιο.
13. Στις 21 Δεκεμβρίου 2001 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία πρόταση περατώσεως του έργου FEDER, λόγω των καθυστερήσεων που διαπιστώθηκαν κατά την εκτέλεση των εργασιών. Η πρόταση αυτή περατώσεως καταρτίστηκε βάσει των δαπανών που είχαν αναληφθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997, σε σχέση με τις εργασίες που ολοκληρώθηκαν στις 31 Δεκεμβρίου 1999.
14. Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2002 η αναιρεσείουσα υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της αναφορικά με την εν λόγω πρόταση.
15. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία την επίμαχη απόφαση, λαμβάνουσα υπόψη τις δαπάνες που είχαν αναληφθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997 σε σχέση με τις εργασίες που είχαν ολοκληρωθεί στις 5 Σεπτεμβρίου 2002. Κατά την εν λόγω απόφαση, αντίγραφο της οποίας εστάλη στην αναιρεσείουσα, το μη δαπανηθέν υπόλοιπο, ως προς το οποίο θα έπρεπε να ακυρωθεί η ανάληψη των σχετικών κονδυλίων, ανερχόταν σε 26 378 246 ευρώ, το δε επιστρεπτέο ποσό ανερχόταν σε 58 036 177 ευρώ.
Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη
16. Στις 14 Νοεμβρίου 2002, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίμαχης αποφάσεως. Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή αυτή ως απαράδεκτη. Το σκεπτικό της διατάξεως αυτής είναι κατ’ ουσίαν το ακόλουθο:
«55 [Η προσβαλλόμενη απόφαση] είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, την αποδέσμευση του ΕΤΠΑ όσον αφορά τα ποσά της συνδρομής που δεν είχαν ακόμη χορηγηθεί σχετικά με τις δαπάνες που κατέστησαν μη επιλέξιμες και, αφετέρου, την παροχή της δυνατότητας στην Επιτροπή να προβεί σε αναζήτηση των ήδη χορηγηθέντων από το ΕΤΠΑ ποσών που αφορούσαν τις δαπάνες αυτές. Με τον τρόπο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση προέβη σε «περικοπή» της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΤΠΑ (διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2002, Τ-105/01, SLIM Sicilia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2697, σκέψη 47).
56 Όσον αφορά τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής για την προσφεύγουσα, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την αρχική απόφαση χορηγήσεως της επίδικης χρηματοδοτικής συνδρομής, με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 1993, η προσφεύγουσα ήταν η αρμόδια αρχή για την πραγματοποίηση του σχεδίου. […]
57 Στο πλαίσιο της καταστάσεως αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρήγαγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας παρά μόνο σε περίπτωση που, εξ αιτίας τής εν λόγω αποφάσεως και χωρίς να διαθέτει η Ιταλική Δημοκρατία εξουσία εκτιμήσεως επ’ αυτού, η προσφεύγουσα, αφενός, στερήθηκε από την καταβολή των απελευθερωθέντων ποσών που αντιστοιχούσαν στα ποσά τα οποία δεν είχε ακόμη λάβει από το ΕΤΠΑ βάσει της χρηματοδοτικής συνδρομής και τα οποία αφορούσαν δαπάνες που κατέστησαν μη επιλέξιμες και, αφετέρου, υποχρεώθηκε σε επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που αντιστοιχούσαν στα ποσά εκείνα τα οποία είχε ήδη λάβει στο πλαίσιο της συνδρομής αυτής και τα οποία προορίζονταν για δαπάνες που κατέστησαν μη επιλέξιμες.
58 Όμως, το Πρωτοδικείο έχει ήδη δεχθεί ότι τέτοιες συνέπειες δεν απορρέουν ούτε από απόφαση της Επιτροπής περί περατώσεως χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΤΠΑ ούτε από άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου που διέπει το αποτέλεσμα της αποφάσεως αυτής (διάταξη SLIM Sicilia κατά Επιτροπής, [προαναφερθείσα], σκέψη 51).
59 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί προεισαγωγικώς ότι, σύμφωνα με το θεσμικό σύστημα της Κοινότητας και τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, στα κράτη αυτά εναπόκειται, ελλείψει αντίθετης διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, να διασφαλίζουν στο έδαφός τους την εκτέλεση των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2633, και της 7ης Ιουλίου 1987, 89/86 και 91/86, Étoile commerciale και CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3005, σκέψη 11 […]). Όσον αφορά, ειδικότερα, τις χρηματοδοτικές ενέργειες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του ΕΤΠΑ, […] εναπόκειται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αναζήτηση των απολεσθέντων κεφαλαίων λόγω κα ταχρήσεως ή παραλείψεως.
[…]
61 Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, επομένως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου εναπόκειται στα κράτη μέλη να εκτελούν την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση και να λαμβάνουν τις αναγκαίες ατομικές αποφάσεις. […]
[…]
65 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εν προκειμένω που να εμποδίζει την Ιταλική Δημοκρατία να αναλάβει η ίδια την κάλυψη των σχετικών δαπανών από ίδιους πόρους της όσον αφορά το τμήμα εκείνο της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως που απελευθερώθηκε προκειμένου να χρηματοδοτήσει την περάτωση των έργων που αφορούν το εν λόγω σχέδιο. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2052/88, η συνδρομή εκ μέρους του ΕΤΠΑ αποτελεί ένα συμπλήρωμα των αντίστοιχων εθνικών δράσεων ή συμμετοχή σ’ αυτές, ενώ το άρθρο 9 του κανονισμού 4253/88 προσδιορίζει, επιπλέον, ότι, σύμφωνα με την αρχή της προσθετικότητας, οι κοινοτικές συνδρομές δεν μπορούν να υποκαθιστούν τις δημόσιες δαπάνες του κράτους μέλους.
66 Δεύτερον, όσον αφορά […] την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την [προσβαλλόμενη] απόφαση, η Επιτροπή περιορίστηκε να εκθέσει στην Ιταλική Δημοκρατία ότι το ΕΤΠΑ έπρεπε να αναζητήσει τα ποσά που είχαν αποτελέσει το αντικείμενο κοινοτικής πληρωμής και αντιστοιχούσαν σε δαπάνες που κατέστησαν μη επιλέξιμες. Σε αντίθεση με τη γενικά ακολουθούμενη από την Επιτροπή πρακτική στον τομέα των παράνομων ενισχύσεων οι οποίες κηρύσσονται ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να προβεί σε αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από τους δικαιούχους τους […].
[…]
68 Επομένως, η ορθή εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως συνεπάγεται μόνον, όπως ορθά υποστηρίζει με τα υπομνήματά της η Επιτροπή, ότι η Ιταλική Δημοκρατία θα επιστρέψει στο ΕΤΠΑ τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που μνημονεύονται σχετικά […].
[…]
71 Όμως, όσον αφορά μια χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΤΠΑ, το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει ότι κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει […] να συναχθεί ότι το κράτος μέλος δεν διαθέτει καμία διακριτική ευχέρεια ή ακόμη καμία εξουσία λήψεως αποφάσεως όσον αφορά μια τέτοια αναζήτηση ποσών (διάταξη SLIM Sicilia κατά Επιτροπής, [προαναφερθείσα], σκέψη 52).
[…]
73 […] δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να οδηγήσουν την Ιταλική Δημοκρατία να παραιτηθεί από την αναζήτηση των ποσών της επίδικης συνδρομής και να αναλάβει η ίδια το βάρος της αποδόσεως στο ΕΤΠΑ των ποσών που θεώρησε εσφαλμένα ότι επιτρεπόταν να καταβάλει […].
[…]
80 Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρήγαγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας.»
Τα αιτήματα των διαδίκων
17. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και, κατά συνέπεια, να αποφανθεί επί της διαφοράς και επί των δαπανών.
18. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Επί του αιτήματος αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως
19. Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους:
– παράβαση των άρθρων 113 και 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου,
– παράβαση του άρθρου 230 ΕΚ,
– παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2052/88 και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, και
– ελλιπή αιτιολόγηση
20. Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεως, που επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού και πρώτοι κατά σειράν, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη, δηλαδή στην παραδοχή ότι η Regione Siciliana αποτελεί πρόσωπο διακριτό σε σχέση με την Ιταλική Δημοκρατία, κράτος μέλος αποδέκτη της χρηματοδοτικής συνδρομής, ενώ, ως συνισταμένη της επικράτειας της εν λόγω Δημοκρατίας, θα είχε το δικαίωμα, όπως και η Ιταλική Δημοκρατία, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίμαχης αποφάσεως.
21. Αρκεί σχετικώς να τονιστεί ότι, όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, η προσφυγή μιας περιφερειακής ή τοπικής αρχής δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσφυγή κράτους μέλους, καθόσον η κατά το άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ έννοια του κράτους μέλους αναφέρεται μόνο στις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Η έννοια αυτή δεν μπορεί να καλύψει και τις κυβερνήσεις περιφερειών ή άλλων υποκείμενων στο κράτος οντοτήτων, διότι άλλως θα εθίγετο η προβλεπόμενη από τη Συνθήκη θεσμική ισορροπία (βλ. διάταξη της 1ης Οκτωβρίου 1997, C-180/97, Regione Toscana κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-5245, σκέψεις 6 και 8, καθώς και απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-452/98, Nederlandse Antillen κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8973, σκέψη 50).
22. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη εκλαμβάνοντας τη Regione Siciliana ως διακεκριμένο σε σχέση με την Ιταλική Δημοκρατία πρόσωπο.
23. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η προσφυγή της κατά της επίμαχης αποφάσεως δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.
24. Βάσει αυτής της διατάξεως, μια περιφερειακή ή τοπική οντότητα έχει τη δυνατότητα, εφόσον δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας έχει –όπως η Regione Siciliana– νομική προσωπικότητα, να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεων των οποίων είναι αποδέκτης ή κατά αποφάσεων οι οποίες, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις απευθυνόμενες σε άλλο πρόσωπο, την αφορούν άμεσα και ατομικά (βλ. αποφάσεις Nederlandse Antillen κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 51, και της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, C-142/00 P, Συλλογή 2003, σ. I-3483, σκέψη 59).
25. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο περιόρισε την εξέτασή του στο ζήτημα αν η επίμαχη απόφαση αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε αμφισβητήσει ότι η απόφαση αυτή αφορούσε ατομικά την εν λόγω αναιρεσείουσα.
26. Από τις σκέψεις 65 και 73 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο συνήγαγε κατ’ αρχήν ότι η επίμαχη απόφαση δεν αφορά άμεσα την αναιρεσείουσα, από το γεγονός ότι η Ιταλική Δημοκρατία μπορούσε να αποφασίσει να φέρει η ίδια το βάρος της επιστροφής του σχετικού ποσού στο ΕΤΠΑ και να αναλάβει με δικούς της πόρους το τμήμα της κοινοτικής συνδρομής ως προς το οποίο η ανάληψη των σχετικών κονδυλίων καταργήθηκε, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αποπεράτωση των εργασιών.
27. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ο συλλογισμός αυτός, χωρίς να αποδεικνύει την έλλειψη άμεσου επηρεασμού, έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της συμπληρωματικότητας και της προσθετικότητας των διαρθρωτικών ταμείων, όπως αυτές απορρέουν, αντιστοίχως, από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2052/88 και 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, κατά τις οποίες οι κοινοτικές παρεμβάσεις είναι συνοδευτικές των εθνικών παρεμβάσεων, τις οποίες δεν υποκαθιστούν.
28. Προς αντίκρουση αυτού του επιχειρήματος, αρκεί να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση να αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οποία θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, απαιτεί το επίμαχο κοινοτικό μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου και να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, C-404/96 P, Glencore Grain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2435, σκέψη 41, και της 29ης Ιουνίου 2004, C-486/01 P, Front national κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. Ι-6289, σκέψη 34).
29. Εν προκειμένω, όπως τονίστηκε στο σημείο 7 της παρούσας αποφάσεως, το παράρτημα της αποφάσεως περί χορηγήσεως αναφέρει ότι η αναιρεσείουσα είχε οριστεί ως αρχή υπεύθυνη για την υλοποίηση του έργου ΕΤΠΑ.
30. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι η απόφαση αυτή αφορούσε την αναιρεσείουσα, υπό την ως άνω ιδιότητά της, άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι η υλοποίηση του έργου, περί της οποίας γίνεται λόγος στο παράρτημα της αποφάσεως περί χορηγήσεως, δεν προϋπέθετε να είναι η ίδια η αναιρεσείουσα ο δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής.
31. Η ανάλυση αυτή δεν προσκρούει στα άρθρα 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2052/88 και 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, τα οποία επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα. Πράγματι, τα άρθρα αυτά, τα οποία θέτουν την αρχή της συμπληρωματικότητας των κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών σε σχέση με τις εθνικές χρηματοδοτήσεις, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή προχώρησε στην περάτωση μιας κοινοτικής συνδρομής.
32. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η επίμαχη απόφαση δεν αφορά άμεσα την αναιρεσείουσα και ότι, κατά συνέπεια, η προσφυγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου ήταν απαράδεκτη.
33. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.
34. Ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος που προέβαλε η αναιρεσείουσα, με τους οποίους αυτή μέμφεται την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, αφενός, ως παραβαίνουσα τα άρθρα 113 και 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, ως ελλιπώς αιτιολογημένη, δεν δύνανται, επίσης, να οδηγήσουν σε αναίρεση αυτής της διατάξεως.
35. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις αιτιάσεις: πρώτον, το Πρωτοδικείο προέβη σε πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 113 του Κανονισμού του Διαδικασίας, καθόσον δεν συνέτρεχε, εν προκειμένω, λόγος απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου. Δεύτερον, εφόσον το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε χωρίς προφορική διαδικασία, η αναιρεσείουσα δεν είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί. Τρίτον, η Επιτροπή όφειλε να καταθέσει ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 114 τoυ ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας.
36. Επιβάλλεται σχετικώς να υπομνηστεί ότι ο λόγος απαραδέκτου που συνάγεται από το κριτήριο το οποίο εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως μη απευθυνόμενης σ’ αυτό από την προϋπόθεση η απόφαση αυτή να το αφορά άμεσα και ατομικά, την οποία θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, είναι δημοσίας τάξεως, ώστε τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα να έχουν ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να εξετάζουν, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, αυτόν τον λόγο απαραδέκτου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 5ης Ιουλίου 2001, C-341/00 P, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-5263, σκέψη 32). Συνεπώς, βάσει του άρθρου 113 του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει απαράδεκτη για τον λόγο αυτό μια προσφυγή ακόμα και ελλείψει ενστάσεως απαραδέκτου προβληθείσας εκ μέρους ενός των διαδίκων με χωριστό δικόγραφο.
37. Επιβάλλεται, αφετέρου, να υπομνηστεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, καθόσον το Πρωτοδικείο μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 113 του ιδίου κανονισμού, να αποφανθεί μετά το πέρας της έγγραφης και μόνο διαδικασίας (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-547/03 P, AIT κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Πρωτοδικείο στήριξε την απόφασή του επί επαρκών πληροφοριακών στοιχείων, χωρίς να ακούσει τις προφορικές επεξηγήσεις των διαδίκων. Τέλος, η αναιρεσείουσα ανέπτυξε τις παρατηρήσεις της επί του παραδεκτού της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου με το υπόμνημά της απαντήσεως.
38. Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου είναι λογικώς αστήρικτες, αυθαίρετες και αναιτιολόγητες, καθόσον στηρίζονται σε ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία και μη αποδειχθέντα τεκμήρια, αρκεί η παραπομπή στα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως που παρατέθηκαν στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, από τα οποία προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε κατά τρόπο λεπτομερή και λογικώς στέρεο το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης της αναιρεσείουσας.
39. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
40. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται επί της διαδικασίας αναιρέσεως, δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της αναιρεσείουσας και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει τη Regione Siciliana στα δικαστικά έξοδα.