Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0339

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιουλίου 2006.
    Nuova società di telecomunicazioni SpA κατά Ministero delle Comunicazioni και ENI SpA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Consiglio di Stato - Ιταλία.
    Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες - Οδηγία 97/13/ΕΚ - Τέλη και επιβαρύνσεις για τη χορήγηση ειδικών αδειών.
    Υπόθεση C-339/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-06917

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:490

    Υπόθεση C-339/04

    Nuova società di telecomunicazioni SpA

    κατά

    Ministero delle Comunicazioni

    και

    ENI SpA

    (αίτηση του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες — Οδηγία 97/13/ΕΚ — Τέλη και επιβαρύνσεις για τη χορήγηση ειδικών αδειών»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 27ης Οκτωβρίου 2005 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιουλίου 2006 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Τομέας των τηλεπικοινωνιών — Κοινό πλαίσιο για τις γενικές και ειδικές άδειες — Οδηγία 97/13

    (Οδηγία 97/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

    2.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Τομέας των τηλεπικοινωνιών — Κοινό πλαίσιο για τις γενικές και ειδικές άδειες — Οδηγία 97/13

    (Οδηγία 97/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 11)

    1.     Η οδηγία 97/13, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, εφαρμόζεται, καταρχήν, όχι μόνον επί των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών, αλλά και επί ιδιωτικών τηλεπικοινωνιακών δικτύων, τα οποία δεν είναι ανοικτά στο κοινό και τα οποία προορίζονται για κλειστή ομάδα χρηστών καθώς και επί των υπηρεσιών που παρέχονται σε τέτοια ιδιωτικά δίκτυα.

    (βλ. σκέψη 28)

    2.     Το άρθρο 11 της οδηγίας 97/13, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στον κάτοχο ειδικής άδειας για την παροχή δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών, για την οποία έχει καταβάλει την προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο εισφορά, να καταβάλει πρόσθετη εισφορά για την ιδιωτική χρήση αυτού του δικτύου υπολογιζόμενη βάσει κριτηρίων τα οποία δεν αντιστοιχούν στα κριτήρια που προβλέπει το ως άνω άρθρο.

    Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλα τέλη ή επιβαρύνσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως αδείας πέραν εκείνων που προβλέπει η οδηγία 97/13.

    (βλ. σκέψεις 35, 38 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 18ης Ιουλίου 2006 (*)

    «Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες – Οδηγία 97/13/ΕΚ – Τέλη και επιβαρύνσεις για τη χορήγηση ειδικών αδειών»

    Στην υπόθεση C-339/04,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Αυγούστου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας

    Nuova società di telecomunicazioni SpA

    κατά

    Ministero delle Comunicazioni,

    ENI SpA,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J.‑P. Puissochet, S. von Bahr (εισηγητή), U. Lõhmus και A. Ó Caoimh, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2005,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –       Nuova società di telecomunicazioni SpA, εκπροσωπούμενη από τους A. Santa Maria και F. G. Scoca, avvocati,

    –       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και M. Shotter,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 2005,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 117, σ. 15).

    2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Nuova società di telecomunicazioni SpA (στο εξής: NST) και του Ministero delle Comunicazioni (Υπουργείου Επικοινωνιών), με αντικείμενο την επιβάρυνση που επιβάλλεται για την ιδιωτική χρήση δικτύου τηλεπικοινωνιών.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    3       Η οδηγία 97/13 προβλέπει κοινό πλαίσιο για τα συστήματα χορηγήσεως αδείας, σκοπός του οποίου είναι να διευκολύνει αποτελεσματικά την είσοδο νέων επιχειρήσεων στην αγορά.

    4       Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ή/και τηλεπικοινωνιακών δικτύων μπορεί να γίνεται είτε χωρίς άδεια είτε κατόπιν αδείας. H οδηγία προβλέπει δύο ειδών άδειες, τη γενική και την ειδική άδεια.

    5       Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 97/13, η γενική άδεια, η οποία είτε διέπεται από ρυθμίσεις «άδειας κατά κατηγορίες» είτε από γενική νομοθετική ρύθμιση, δεν επιβάλλει στην οικεία επιχείρηση την υποχρέωση να προκαλέσει ρητή απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής.

    6       Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας, η ειδική άδεια χορηγείται από εθνική κανονιστική αρχή και παρέχει στην οικεία επιχείρηση ειδικά δικαιώματα ή εξαρτά την άσκηση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως από ειδικές υποχρεώσεις.

    7       Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν ειδικές άδειες μόνο για συγκεκριμένους λόγους, ιδίως για να παράσχουν στους δικαιούχους πρόσβαση σε ραδιοσυχνότητες ή αριθμούς κλήσεως.

    8       Εντούτοις, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι μπορούν να χορηγούνται ειδικές άδειες για τη δημιουργία και την παροχή δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων, καθώς και άλλων δικτύων που συνεπάγονται τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων.

    9       Όσον αφορά τα τέλη και τις επιβαρύνσεις για τη χορήγηση ειδικών αδειών, το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13 ορίζει ότι τα τέλη αποσκοπούν αποκλειστικά στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγεται η έκδοση, η διαχείριση, ο έλεγχος και η εκτέλεση της εκάστοτε ειδικής αδείας. Η ίδια διάταξη προβλέπει, επίσης, ότι τα τέλη αυτά είναι ανάλογα προς τις σχετικές εργασίες και δημοσιεύονται κατά ενδεδειγμένο και επαρκώς λεπτομερή τρόπο ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να είναι ευχερώς προσιτές.

    10     Πάντως, όταν πρόκειται για πόρους εν ανεπαρκεία, τα κράτη μέλη μπορούν, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/13, να επιτρέψουν στις εθνικές κανονιστικές αρχές τους να επιβάλουν πρόσθετα τέλη λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη της εξασφαλίσεως της βέλτιστης χρήσεως των πόρων αυτών.

     Η εθνική νομοθεσία

    11     Πριν από την ελευθέρωση της αγοράς τηλεπικοινωνιών, οι εταιρίες που παρείχαν δημόσιες υπηρεσίες είχαν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο συστήματος παραχωρήσεων, να εκμεταλλεύονται το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο για τις εσωτερικές τους ανάγκες, σύμφωνα με τον κώδικα ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, που είχε εγκριθεί με το διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας αριθ. 156 (testo unico delle disposizioni legislative in materia postale di bancoposta e di telecomunicazioni approvato con decreto del Presidente della Repubblica n. 156), της 29ης Μαρτίου 1973 (GURI αριθ. 113, της 3ης Μαΐου 1973, στο εξής: κώδικας).

    12     Στο πλαίσιο της ελευθερώσεως της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, το διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας αριθ. 318, περί εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (decreto del Presidente della Repubblica n. 318, Regolamento per l’attuazione di direttive comunitarie nel settore delle telecomunicazioni), της 19ης Σεπτεμβρίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 221, της 22ας Σεπτεμβρίου 1997, στο εξής: διάταγμα 318/97), προέβλεψε τη δυνατότητα χορηγήσεως σε ορισμένες εταιρίες ειδικής άδειας για την παροχή στο κοινό τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

    13     Το άρθρο 6 του διατάγματος 318/97 ρυθμίζει τη χορήγηση γενικών και ειδικών αδειών, καθώς και τον τρόπο εισπράξεως των εισφορών. Κατά το άρθρο αυτό, πλην της περιπτώσεως χρήσεως πόρων εν ανεπαρκεία, η εισφορά που οφείλουν να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως ειδικών αδειών αποσκοπεί αποκλειστικώς στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνδέονται με τη μελέτη των φακέλων, τον έλεγχο διαχειρίσεως της παρεχόμενης υπηρεσίας και τον έλεγχο τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται για τις ίδιες τις άδειες.

    14     Το άρθρο 21, παράγραφοι 2 έως 5, του διατάγματος 318/97, που επεξέτεινε το νέο σύστημα επί των δικτύων ιδιωτικής χρήσεως, καταργήθηκε με το άρθρο 20 του νόμου 448, περί δημοσιονομικών μέτρων για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη (legge n. 448, Misure di finanza pubblica per la stabilizzazione e lo sviluppo), της 23ης Δεκεμβρίου 1998 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 1998, στο εξής: νόμος 448/98). Πάντως, το ως άνω άρθρο προέβλεψε ότι οι διατάξεις του κώδικα περί του υπολογισμού των χρηματικών επιβαρύνσεων που αφορούν τα ιδιωτικά δίκτυα θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρι θεσπίσεως νέων κανονιστικών και νομοθετικών διατάξεων στον τομέα αυτόν.

    15     Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του νόμου 249, περί συστάσεως της ελεγκτικής αρχής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και ρυθμίσεων συστημάτων τηλεπικοινωνιών και ραδιοτηλεοράσεως (legge n. 249, Istituzione dell’Autorità per le garanzie nelle comunicazioni e norme sui sistemi delle telecomunicazioni e radiotelevisivo), της 31ης Ιουλίου 1997 (τακτικά συμπληρώματα της GURI αριθ. 177, της 31ης Ιουλίου 1997), οι εταιρίες παροχής δημοσίων υπηρεσιών που εγκατέστησαν ιδιωτικά δίκτυα για τις δικές τους ανάγκες υποχρεούνται να συστήσουν χωριστή εταιρία για την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας στον τομέα αυτό, οφείλουν δε, κατά το άρθρο 20 του νόμου 448/98, να καταβάλλουν σχετικά τέλη.

     Η διαφορά της κύριας δίκης

    16     Τα στοιχεία που συνιστούν τη διαφορά της κύριας δίκης, όπως προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής, έχουν συνοπτικώς ως εξής.

    17     Κατά το άρθρο 213 του κώδικα, είχαν παραχωρηθεί στην ENI SpA (στο εξής: ENI) πριν από την ελευθέρωση της τηλεπικοινωνιακής αγοράς ραδιοσυχνότητες προς κάλυψη των εσωτερικών αναγκών της.

    18     Κατόπιν της ως άνω ελευθερώσεως, απορρέουσας κυρίως από την οδηγία 97/13, η ENI συνέστησε την NST και ανέθεσε στην εταιρία αυτή τη διαχείριση του δικτύου τηλεπικοινωνιών που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε αποκλειστικώς για τις εσωτερικές της ανάγκες.

    19     Στις 12 Ιουνίου 1998, χορηγήθηκε στην NST ειδική άδεια, δυνάμει του διατάγματος 318/97, με το οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία 97/13 στην εσωτερική έννομη τάξη, για την παροχή, μέσω αυτού του δικτύου, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στο κοινό.

    20     Το Ministero delle Comunicazioni ζήτησε από την NST να καταβάλει δύο εισφορές για το δίκτυο αυτό, μία για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στο κοινό και μία για την ιδιωτική χρήση αυτού του δικτύου. Την καταβολή της δεύτερης εισφοράς για το έτος 1999 ζήτησε το Υπουργείο αυτό με γραπτή ανακοίνωση της 26ης Φεβρουαρίου 1999, το ύψος δε αυτής ήταν αντίστοιχο του ποσού που είχε προηγουμένως καταβάλει η ENI σύμφωνα με τον κώδικα.

    21     Η NST αμφισβήτησε τη νομιμότητα της επιβολής της δεύτερης εισφοράς ενώπιον των ιταλικών διοικητικών δικαστηρίων.

    22     Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) έχει αμφιβολίες ως προς το αν είναι σύμφωνη με την οδηγία 97/13 η υποχρέωση που επιβλήθηκε στην NST να καταβάλει δύο χωριστές εισφορές για τη δημόσια και ιδιωτική χρήση ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Επικουρικώς, το Consiglio di Stato έχει αμφιβολίες ως προς το αν ο υπολογισμός της δεύτερης εισφοράς είναι σύμφωνος με το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας.

    23     Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Consiglio di Stato αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Συμβιβάζεται με τις γενικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η οδηγία 97/13/ΕΚ εθνική ρύθμιση η οποία –αφού έχει επιβάλει στις εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και έχουν δημιουργήσει τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, για την εξυπηρέτηση των δικών τους αναγκών και υπό καθεστώς παραχωρήσεως εξ επαχθούς αιτίας, την υποχρέωση να ιδρύουν αυτοτελείς εταιρίες για την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών– προβλέπει ότι η αυτοτελής εταιρία, έστω και αν της έχει χορηγηθεί άδεια για την παροχή της υπηρεσίας στο κοινό, οφείλει, κατά μία μεταβατική έστω περίοδο, να καταβάλει πρόσθετη εισφορά για τη χρησιμοποίηση του τηλεπικοινωνιακού δικτύου από τη μητρική εταιρία;

    2)      Συμβιβάζεται με την κοινοτική νομοθεσία και με την ερμηνεία που έδωσε στην κοινοτική αυτή νομοθεσία το πέμπτο τμήμα του Δικαστηρίου με την απόφασή [του] της 18ης Σεπτεμβρίου 2003 [C-292/01 και C-293/01, Albacom και Infostrada (Συλλογή 2003, σ. I-9449)] εθνική ρύθμιση που [για μεταβατική περίοδο] προσδιορίζει το ύψος της δεύτερης και πρόσθετης εισφοράς, το οποίο οφείλεται για τη δραστηριότητα που ασκείται υπέρ της μητρικής εταιρίας, βάσει του ποσού που κατέβαλλε στο παρελθόν η ίδια αυτή μητρική εταιρία ενόσω ίσχυε το προηγούμενο καθεστώς της αποκλειστικής παραχωρήσεως, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η διάκριση μεταξύ παραχωρήσεως των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων για δημόσια χρήση και των παραχωρήσεων που αφορούσαν τα συστήματα για ιδιωτική χρήση;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    24     Με τα δύο ερωτήματά του, το Consiglio di Stato ερωτά, ουσιαστικώς, αν το άρθρο 11 της οδηγίας 97/13 αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, που υποχρεώνει εταιρία στην οποία έχει χορηγηθεί ειδική άδεια για την παροχή δημοσίου δικτύου τηλεπικοινωνιών και η οποία έχει καταβάλει την προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό εισφορά να καταβάλει πρόσθετη εισφορά για την ιδιωτική χρήση αυτού του δικτύου.

    25     Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οδηγία 97/13 δεν έχει εφαρμογή επί ιδιωτικών τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή υπηρεσιών, αλλά αφορά αποκλειστικώς δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή υπηρεσίες. Συνεπώς, υποστηρίζει ότι η οδηγία δεν αποκλείει την επιβολή πρόσθετης εισφοράς, όπως η δεύτερη εισφορά για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, για την ιδιωτική χρήση ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου.

    26     Επιβάλλεται, σχετικώς, η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13, αντικείμενό της είναι οι διαδικασίες χορηγήσεως αδειών προς παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, χωρίς διάκριση μεταξύ δικτύων ανοικτών στο κοινό και ιδιωτικών δικτύων.

    27     Επίσης, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν σύστημα ειδικών αδειών για την εγκατάσταση και παροχή δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων, καθώς και άλλων δικτύων που συνεπάγονται χρήση ραδιοσυχνοτήτων.

    28     Επομένως, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, καταρχήν, όχι μόνον επί των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών, αλλά και επί ιδιωτικών τηλεπικοινωνιακών δικτύων, τα οποία δεν είναι ανοικτά στο κοινό και τα οποία προορίζονται για κλειστή ομάδα χρηστών καθώς και επί των υπηρεσιών που παρέχονται σε τέτοια ιδιωτικά δίκτυα.

    29     Κατά το αιτούν δικαστήριο, όμως, το δίκτυο για το οποίο πρόκειται στην κύρια δίκη άνοιξε για το κοινό δυνάμει ειδικής άδειας επιτρέπουσας στην NST να παράσχει δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/13.

    30     Πρέπει, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) (EE L 199, σ. 32), με τον όρο «κοινό» νοείται κάθε δίκτυο ή υπηρεσία που τίθεται στη διάθεση του κοινού και στο οποίο έχουν πρόσβαση τρίτοι.

    31     Εξάλλου, επίσης, από το άρθρο 2, σημείο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (Open Networt Provision – ONP) (EE L 192, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997 (EE L 295, σ. 23), προκύπτει ότι με τον όρο «δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών» νοείται τηλεπικοινωνιακό δίκτυο «το οποίο χρησιμοποιείται, εν όλω ή εν μέρει, για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προσιτών στο κοινό».

    32     Επομένως, δίκτυο όπως αυτό για το οποίο πρόκειται στην κύρια δίκη, το οποίο τέθηκε στη διάθεση του κοινού αφού προηγουμένως χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικώς για ιδιωτικούς σκοπούς, πρέπει να θεωρηθεί ως δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών, κατά την έννοια της οδηγίας 97/13.

    33     Επομένως, ένα τέτοιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών, καθώς και όλες οι παρεχόμενες στο δίκτυο αυτές υπηρεσίες, εμπίπτουν πλήρως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

    34     Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η επιβολή δύο χωριστών εισφορών για την παροχή δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών και την παροχή υπηρεσιών στο δίκτυο αυτό είναι σύμφωνη με τους κανόνες της οδηγίας.

    35     Σχετικώς πρέπει να τονισθεί ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλα τέλη ή επιβαρύνσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως αδείας πέραν εκείνων που προβλέπει η οδηγία 97/13 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Albacom και Infostrada, σκέψη 41).

    36     Το άρθρο 11 της οδηγίας αυτής προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις ως μέρος των διαδικασιών χορηγήσεως αδειών αποσκοπούν αποκλειστικώς στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγεται το σύστημα χορηγήσεως αδειών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Albacom και Infostrada, σκέψη 33).

    37     Όπως, όμως, προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, η δεύτερη εισφορά υπολογίστηκε σύμφωνα με κριτήρια που προέβλεπε ο κώδικας πριν από την ελευθέρωση της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια του άρθρου 11 της οδηγίας 97/13.

    38     Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11 της οδηγίας 97/13 αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στον κάτοχο ειδικής άδειας για την παροχή δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών, για την οποία έχει καταβάλει την προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο εισφορά, να καταβάλει πρόσθετη εισφορά για την ιδιωτική χρήση αυτού του δικτύου υπολογιζόμενη βάσει κριτηρίων τα οποία δεν αντιστοιχούν στα κριτήρια που προβλέπει το ως άνω άρθρο.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    39     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 11 της οδηγίας 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στον κάτοχο ειδικής άδειας για την παροχή δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών, για την οποία έχει καταβάλει την προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο εισφορά, να καταβάλει πρόσθετη εισφορά για την ιδιωτική χρήση αυτού του δικτύου υπολογιζόμενη βάσει κριτηρίων τα οποία δεν αντιστοιχούν στα κριτήρια που προβλέπει το ως άνω άρθρο.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top