This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CJ0313
Judgment of the Court (Grand Chamber) of 11 July 2006.#Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk v Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung.#Reference for a preliminary ruling: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Germany.#Milk and milk products - Regulation (EC) No 2535/2001 - New Zealand butter - Import licence procedures - Inward Monitoring Arrangement (IMA 1) certificate.#Case C-313/04.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουλίου 2006.
Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk κατά Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Κανονισμός (ΕΚ) 2535/2001- Βούτυρο Νέας Ζηλανδίας - Διαδικασία πιστοποιητικών εισαγωγής - Πιστοποιητικό Inward Monitoring Arrangement (IMA 1).
Υπόθεση C-313/04.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουλίου 2006.
Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk κατά Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Κανονισμός (ΕΚ) 2535/2001- Βούτυρο Νέας Ζηλανδίας - Διαδικασία πιστοποιητικών εισαγωγής - Πιστοποιητικό Inward Monitoring Arrangement (IMA 1).
Υπόθεση C-313/04.
Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-06331
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:454
Υπόθεση C-313/04
Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk
κατά
Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung
(αίτηση του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα — Κανονισμός (ΕΚ) 2535/2001— Βούτυρο Νέας Ζηλανδίας — Διαδικασία πιστοποιητικών εισαγωγής — Πιστοποιητικό Inward Monitoring Arrangement (IMA 1)»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 1ης Δεκεμβρίου 2005
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουλίου 2006
Περίληψη της αποφάσεως
Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα — Καθεστώς εισαγωγής και άνοιγμα των δασμολογικών ποσοστώσεων
Το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1255/1999, όσον αφορά το καθεστώς εισαγωγής γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και το άνοιγμα δασμολογικών ποσοστώσεων, είναι ανίσχυρο καθόσον προβλέπει ότι οι αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς μπορούν να κατατίθενται μόνον ενώπιον των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου. Πράγματι, οι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο εισαγωγείς βουτύρου Νέας Ζηλανδίας βρίσκονται σε παρεμφερή θέση με τους εισαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Επιβάλλοντας στους τελευταίους αυτούς εισαγωγείς την υποχρέωση να καταθέτουν τις αιτήσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής σε άλλο κράτος μέλος πλην αυτού στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001 καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση των εν λόγω δυνητικών εισαγωγέων και αυτών που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα άρθρα 25 και 32 του κανονισμού 2535/2001, σε συνδυασμό με τα παραρτήματα III, IV και XII του ιδίου αυτού κανονισμού, είναι ανίσχυρα καθόσον επιτρέπουν δυσμενή διάκριση κατά τη χορήγηση των πιστοποιητικών εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς. Συναφώς, αναθέτοντας τη χορήγηση των πιστοποιητικών IMA 1 (Inward Monitoring Arrangement) στις νεοζηλανδικές αρχές, ενώ μάλιστα ίσχυε ο νόμος περί θεσπίσεως μονοπωλίου εξαγωγής, η Επιτροπή δεν έλαβε τα μέτρα που ήσαν αναγκαία για να εμποδίσει δυσμενή διάκριση κατά τη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής, μολονότι υπέχει τέτοια υποχρέωση από το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.
(βλ. σκέψεις 34-35, 42, 57-58, διατακτ. 1-2)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 11ης Ιουλίου 2006 (*)
«Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Κανονισμός (ΕΚ) 2535/2001– Βούτυρο Νέας Ζηλανδίας – Διαδικασία πιστοποιητικών εισαγωγής – Πιστοποιητικό Inward Monitoring Arrangement (IMA 1)»
Στην υπόθεση C-313/04,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας
Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk
κατά
Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung,
παρισταμένης της:
Fonterra (Logistics) Ltd,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και J. Malenovský, προέδρους τμήματος, J.-P. Puissochet, R. Schintgen, N. Colneric, J. Klučka, U. Lõhmus και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed
γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2005,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk, εκπροσωπούμενη από τους C. Bittner και J. Gündisch, Rechtsanwälte,
– το Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung, εκπροσωπούμενο από τον K.-D. Lutz, Verwaltungsangestellter,
– η Fonterra (Logistics) Ltd, εκπροσωπούμενη από τους Ε. Gibson-Bolton, solicitor, A. Rinne, Rechtsanwalt, C. Firth και C. Humpe, solicitors,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Schulze-Bahr,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, S. Ramet και A. Colomb,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Nowakowski,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. Cattabriga και τους F. Erlbacher και F. Hoffmeister,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η παρούσα αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ισχύ των άρθρων 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και 35, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2535/2001 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου, όσον αφορά το καθεστώς εισαγωγής γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και το άνοιγμα δασμολογικών ποσοστώσεων (ΕΕ L 341, σ. 29).
2 Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας γερμανικού δικαίου Franz Egenberger GmbH Molkerei und Trockenwerk (στο εξής: Egenberger) και του Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung (ομοσπονδιακού οργανισμού γεωργίας και τροφίμων, στο εξής: BLE) σχετικά με τη χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
Ο κανονισμός 1255/1999
3 Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 160, σ. 48), προβλέπει ότι για κάθε εισαγωγή στην Κοινότητα των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού –μεταξύ των οποίων το βούτυρο– απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού εισαγωγής.
4 Το άρθρο 26, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού έχει ως εξής:
«Τα πιστοποιητικά εκδίδονται από τα κράτη μέλη για κάθε ενδιαφερόμενο που υποβάλλει σχετική αίτηση, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής του στην Κοινότητα [...]
Τα πιστοποιητικά εισαγωγής και εξαγωγής ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα. Για την έκδοση των εν λόγω πιστοποιητικών απαιτείται η σύσταση εγγύησης η οποία εξασφαλίζει την πραγματοποίηση της εισαγωγής ή της εξαγωγής κατά τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού και η οποία, εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας, καταπίπτει εν όλω ή εν μέρει, εάν η συναλλαγή δεν πραγματοποιηθεί ή εάν πραγματοποιηθεί μόνο εν μέρει εντός αυτής της προθεσμίας.»
5 Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, οι λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του εν λόγω άρθρου καθορίζονται από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
6 Το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999 καθορίζει τις μεθόδους που μπορεί να εφαρμοσθούν για τη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων και διευκρινίζει ότι πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων.
Ο κανονισμός 2535/2001
7 Το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2535/2001 προβλέπει:
«Τα πιστοποιητικά εισαγωγής για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ με τον αναφερόμενο δασμολογικό συντελεστή εκδίδονται μόνο κατόπιν προσκόμισης του αντίστοιχου πιστοποιητικού IMA 1 [Inward Monitoring Arrangement], για τη συνολική καθαρή ποσότητα που αναφέρεται σ’ αυτό.»
8 Συναφώς, το παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού καθορίζει το μέγεθος της ποσοστώσεως και το ποσοστό των δασμών εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας. Περαιτέρω, από την ένατη αιτιολογική σκέψη του ιδίου κανονισμού προκύπτει ότι το πιστοποιητικό IMA 1, που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών εξαγωγής, πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για την εφαρμογή μειωμένων δασμών επί των προϊόντων που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
9 Σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001, το πιστοποιητικό IMA 1 ισχύει μόνον εφόσον έχει χορηγηθεί από τον οργανισμό της χώρας εξαγωγής που αναφέρεται στο παράρτημα XII του εν λόγω κανονισμού. Όσον αφορά τη Νέα Ζηλανδία, το εν λόγω παράρτημα καθορίζει ως οργανισμό εκδόσεως τον Food Assurance Authority (οργανισμό εποπτείας των τροφίμων) του Υπουργείου Γεωργίας και Δασών. Περαιτέρω, το παράρτημα IV του ιδίου αυτού κανονισμού καθορίζει τις λεπτομέρειες του ελέγχου του βάρους και της περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας, καθώς και τις προϋποθέσεις συμπληρώσεως και επαληθεύσεως του πιστοποιητικού IMA 1 όσον αφορά το εν λόγω προϊόν.
10 Από το άρθρο 34 του κανονισμού 2535/2001 προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 34 έως 42 του εν λόγω κανονισμού έχουν εφαρμογή στο βούτυρο Νέας Ζηλανδίας. Το άρθρο 35, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:
«Οι αιτήσεις για την έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής μπορούν να υποβληθούν μόνο από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ελέγχει όλα τα πιστοποιητικά ΙΜΑ 1 που εκδίδονται, καταργούνται, τροποποιούνται, διορθώνονται ή για τα οποία έχουν χορηγηθεί αντίγραφα. Διασφαλίζει ότι η συνολική ποσότητα για την οποία εκδίδονται τα πιστοποιητικά εισαγωγής δεν υπερβαίνει την ποσόστωση για κανένα έτος εισαγωγής.»
Η νομοθεσία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου
11 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου της 30ής Οκτωβρίου 1947, όπως εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 1969 (στο εξής: ΓΣΔΕ), προβλέπει:
«Κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως πάσα υπ’ αυτού ιδρυομένη ή διατηρουμένη κρατική επιχείρησις, οπουδήποτε εγκατεστημένη, ή πάσα επιχείρησις εις ην παραχωρεί διά νομοθετικής διατάξεως ή απλώς εν τη πράξει, αποκλειστικά ή ειδικά προνόμια, προκειμένου να προβή αυτή εις αγοράς ή πωλήσεις συνεπαγομένας εισαγωγήν ή εξαγωγήν θέλει ενεργεί κατά τρόπον σύμφωνον προς τα γενικάς αρχάς της πολιτικής της μη διακρίσεως τας θεσπιζομένας εν τη παρούση και αναφερομένας εις τα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα τα διέποντα τας παρ’ ιδιωτών εμπόρων εισαγωγάς και εξαγωγάς.»
12 Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της συμφωνίας περί της διαδικασίας εισαγωγής, που είναι συνημμένη στη συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου του 1994 (στο εξής: ΠΟΕ), η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων του κύκλου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 151), οι κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες έκδοσης αδειών εισαγωγής είναι ουδέτεροι στην εφαρμογή τους και εφαρμόζονται με ισότητα και δικαιοσύνη.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Με τον νόμο για την αναδιάρθρωση της γαλακτοβιομηχανίας (Dairy Industry Restructuring Act 2001, στο εξής: νόμος του 2001) που τέθηκε σε ισχύ στις 27 Σεπτεμβρίου 2001, ο Νεοζηλανδός νομοθέτης χορήγησε αποκλειστική άδεια για την εξαγωγή βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς προς την Ευρωπαϊκή Ένωση στο New Zealand Dairy Board (στο εξής: NZDB), που προσφάτως συγχωνεύθηκε με άλλους γαλακτοπαραγωγούς και κατέστη η Fonterra Cooperative Group Ltd (στο εξής: Fonterra), συνεταιριστική ένωση εμπορίας νεοζηλανδικού δικαίου. Ο νόμος του 2001 απαγορεύει κάθε εκχώρηση της εν λόγω αδείας εξαγωγής σε τρίτους. Η Fonterra εξάγει βούτυρο Νέας Ζηλανδίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκλειστικά μέσω της NZMP Logistics (στο εξής: NZMP), μιας εκ των θυγατρικών της που είναι εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, η NZMP είναι ο αποκλειστικός εισαγωγέας βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
14 Συναφώς, η διαδικασία εισαγωγής μπορεί να περιγραφεί ως εξής: το πιστοποιητικό IMA 1 χορηγείται από τον Food Assurance Authority στον NZDB ο οποίος τη μεταβιβάζει στην NZMP, αφού της έχει πωλήσει το βούτυρο. Η εν λόγω θυγατρική καταθέτει την αίτηση χορηγήσεως του πιστοποιητικού εισαγωγής σύμφωνα με τον κανονισμό 2535/2001, με το πιστοποιητικό IMA 1, στο Ηνωμένο Βασίλειο, εισάγει το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το μεταπωλεί εκτελωνισμένο και υποκείμενο σε φορολογία, και εισπράττει επομένως τη διαφορά μεταξύ της τιμής εισαγωγής και της υψηλότερης κοινοτικής τιμής.
15 Στις 25 Αυγούστου 2003, η Egenberger κατέθεσε ενώπιον του BLE αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής για βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς. Με την από 2 Οκτωβρίου 2003 απόφαση, ο BLE απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι η Egenberger δεν προσκόμισε πιστοποιητικό IMA 1 και ότι αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής για βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς μπορεί να υποβληθεί μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
16 Η Egenberger άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, ισχυριζόμενη ότι ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 2535/2001 είναι αντίθετες προς τα άρθρα 28 ΕΚ, 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 82 ΕΚ. Συναφώς, η Egenberger υπενθυμίζει ότι είχε υποβάλει προσφορά αγοράς βουτύρου Νέας Ζηλανδίας στη Fonterra τον Απρίλιο του 2001. Ωστόσο, η εν λόγω προσφορά απορρίφθηκε για τον λόγο ότι η Fonterra εξήγε βούτυρο με μειωμένους δασμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο μέσω της NZMP. Κατά συνέπεια, η Egenberger αδυνατούσε να λάβει το απαιτούμενο πιστοποιητικό IMA 1 ή να αγοράσει βούτυρο για εισαγωγή.
17 Το αιτούν δικαστήριο συντάσσεται με τις αμφιβολίες που εξέφρασε η Egenberger όσον αφορά την ισχύ των άρθρων 35, παράγραφος 2, και 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2535/2001. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε τέσσερα σημεία.
18 Πρώτον, το εν λόγω δικαστήριο προβάλλει, αφενός, ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001 αντίκειται προς το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, στο μέτρο που επιτρέπει στους δυνητικούς εισαγωγείς βουτύρου Νέας Ζηλανδίας, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, να καταθέτουν την αίτησή τους για πιστοποιητικό εισαγωγής ενώπιον των αρχών διαχειρίσεως της αγοράς του κράτους τους, ενώ όλοι οι άλλοι εισαγωγείς πρέπει να καταθέτουν την εν λόγω αίτηση σε άλλο κράτος μέλος, δηλαδή, το Ηνωμένο Βασίλειο. Για τους εν λόγω εισαγωγείς, αυτό συνεπάγεται επιπλέον έξοδα και έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα ειδικότερα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Εξάλλου, η εν λόγω διάταξη αντίκειται προς το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999 που προβλέπει ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής χορηγούνται από κάθε κράτος μέλος.
19 Αφετέρου, και το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2535/2001 αντίκειται προς την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων των άρθρων 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, στην πράξη, κάθε δυνητικού εισαγωγέα βουτύρου Νέας Ζηλανδίας στο πλαίσιο της ποσοστώσεως εξαγωγής με μειωμένους δασμούς, πλην της NZMP, που είναι η μόνη επιχείρηση η οποία δύναται να λάβει πιστοποιητικό IMA 1.
20 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις του κανονισμού 2535/2001 αντίκεινται προς το άρθρο 28 ΕΚ.
21 Αφενός, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001 καθιστά την πρόσβαση στην ποσόστωση εισαγωγής του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς δυσχερέστερη για τις επιχειρήσεις που δεν είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο και περιορίζει επομένως το ελεύθερο εμπόριο εντός της Κοινότητας.
22 Αφετέρου, το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού περιορίζει την κυκλοφορία του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας εντός της Κοινότητας, λόγω της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς της Fonterra, η οποία αρνείται την πώληση του εν λόγω προϊόντος με μειωμένους δασμούς σε άλλους εισαγωγείς πλην της NZMP.
23 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2535/2001 εισάγει στην κοινοτική έννομη τάξη τη νομοθεσία της Νέας Ζηλανδίας η οποία χορηγεί μονοπώλιο στη Fonterra όσον αφορά την εξαγωγή του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς. Συναφώς, και αυτή η διάταξη αντίκειται προς το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΕΚ.
24 Τέλος, τέταρτον, οι αμφισβητούμενες διατάξεις του κανονισμού 2535/2001 είναι αντίθετες προς το άρθρο XVII, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ΓΣΔΕ καθώς και προς το άρθρο 1, παράγραφος 3, της συμφωνίας περί της διαδικασίας εισαγωγής. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί, πράγματι, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση, εκδίδοντας τον κανονισμό 2535/2001, να θέσει σε εφαρμογή τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της ΠΟΕ. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 1991 (C-69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2069), η νομιμότητα της πράξεως αυτής μπορεί να εκτιμηθεί βάσει του εφαρμοστέου δικαίου της ΠΟΕ.
25 Αφενός, επαναλαμβάνοντας τη νομοθεσία της Νέας Ζηλανδίας, η οποία είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της ΓΣΔΕ, εντός του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 2535/2001 αντίκειται προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου XVII, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ΓΣΔΕ.
26 Αφετέρου, οι κανόνες που καθορίζονται στα άρθρα 35, παράγραφος 2, και 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 2535/2001 δεν είναι ούτε ουδέτεροι ούτε πρόσφοροι και αντίκεινται επομένως προς το άρθρο 1, παράγραφος 3, της συμφωνίας περί της διαδικασίας εισαγωγής.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντίκειται το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού [...] 2535/2001 [...] προς υπέρτερους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδίως προς την απορρέουσα από το άρθρο 28 ΕΚ απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών επί των εισαγωγών ή των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, προς την απορρέουσα από το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων και προς το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού [...] 1255/1999 [...], με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρο;
2) Αντίκειται το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού [...] 2535/2001 [...] προς υπέρτερους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδίως προς την απορρέουσα από το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, καθώς και προς την απορρέουσα από το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού [...] 1255/1999 [...] απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, προς το άρθρο 28 ΕΚ, καθώς και προς το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΕΚ, με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρο;
3) Αντίκεινται τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 35, παράγραφος 2, του κανονισμού [...] 2535/2001 [...] προς το άρθρο XVII, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της [...] ΓΣΔΕ και προς το άρθρο 1, παράγραφος 3, της συμφωνίας περί διαδικασίας εισαγωγής, με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρα;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
28 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001, καθόσον προβλέπει ότι αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής βουτύρου Νέας Ζηλανδίας πρέπει να κατατίθεται οπωσδήποτε στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ανίσχυρο για τον λόγο ότι αντίκειται προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, και προς το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999, καθώς και προς την αρχή της απαγορεύσεως των ποσοτικών περιορισμών επί των εισαγωγών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος του άρθρου 28 ΕΚ.
Υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις
29 Η Egenberger, ο BLE, καθώς και η Γερμανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η επίμαχη δυσμενής διάκριση αφορά τη μέθοδο διαχειρίσεως των ποσοστώσεων εισαγωγής, δηλαδή τον τόπο καταθέσεως των αιτήσεων (στο Ηνωμένο Βασίλειο) για τη χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζουν ότι, για τα λοιπά προϊόντα που εμπίπτουν στην κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, η αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής μπορεί να κατατεθεί ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργανισμών.
30 Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι η αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής πρέπει να κατατεθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο θέτει σε δυσμενή θέση τους επιχειρηματίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, καθόσον η εν λόγω απαίτηση συνεπάγεται επιπλέον έξοδα σε βάρος των εν λόγω επιχειρηματιών. Ωστόσο, τίποτε δεν δικαιολογεί τη διαφορετική αυτή μεταχείριση.
31 Η Fonterra και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή διαθέτει στον τομέα της γεωργικής πολιτικής ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Επομένως, το γεγονός ότι το ίδιο μέτρο έχει διαφορετικές συνέπειες για ορισμένους εισαγωγείς δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον το μέτρο αυτό βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες της συνολικής λειτουργίας της κοινής οργανώσεως αγορών. Συναφώς, η επίμαχη διάταξη έχει ως αντικείμενο να διασφαλίζει καλύτερα τη σύννομη χρησιμοποίηση της εν λόγω δασμολογικής ποσοστώσεως και να διευκολύνει συναφώς τον έλεγχο.
32 Τα απορρέοντα από τη διαδικασία αυτή μειονεκτήματα για τους δυνητικούς εισαγωγείς βουτύρου Νέας Ζηλανδίας, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, είναι εξαιρετικά περιορισμένα, εφόσον ο κανονισμός 2535/2001 τους επιτρέπει να καταθέτουν αίτηση στη γλώσσα της επιλογής τους και τα συναφή έξοδα δεν υπερβαίνουν τα έξοδα που ανακύπτουν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών σχέσεων. Επομένως, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς και περιορίζεται σ’ αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
33 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο καθιερώνει, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, δεν αποτελεί παρά ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας, η οποία επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1997, C-15/95, EARL de Kerlast, Συλλογή 1997, σ. Ι-1961, σκέψη 35, και της 13ης Απριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-2737, σκέψη 39· της 6ης Μαρτίου 2003, C-14/01, Niemann, Συλλογή 2003, σ. I‑2279, σκέψη 49, και της 30ής Μαρτίου 2006, C-87/03 και C-100/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48).
34 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο εισαγωγείς βουτύρου Νέας Ζηλανδίας βρίσκονται σε παρεμφερή θέση με τους εισαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος.
35 Ωστόσο, επιβάλλοντας στους τελευταίους αυτούς εισαγωγείς την υποχρέωση να καταθέτουν τις αιτήσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού εισαγωγής σε άλλο κράτος μέλος πλην αυτού στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001 καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση των εν λόγω δυνητικών εισαγωγέων και αυτών που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πράγματι, το γεγονός ότι οι εισαγωγείς πρέπει να καταθέτουν αίτηση σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να συνεπάγεται σε βάρος τους δυσχέρειες που δεν αντιμετωπίζουν οι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο εισαγωγείς. Συναφώς, τα μειονεκτήματα που συνδέονται με τη διοικητική και ενδεχομένως ένδικη διαδικασία, που διεξάγεται σε αλλοδαπό διοικητικό και δικαστικό σύστημα, μπορούν μάλλον να θέσουν σε δυσμενή θέση τους εισαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και να τους αποτρέψουν από την κατάθεση αιτήσεως χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής, παρά το ούτως επιβαλλόμενο γλωσσικό καθεστώς, εφόσον τα έντυπα των αιτήσεων χορηγήσεως πιστοποιητικού διατίθενται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.
36 Όσον αφορά το προβληθέν από την Επιτροπή και τη Fonterra επιχείρημα ότι ο δικαστικός έλεγχος του Δικαστηρίου επί διατάξεως που έχει θεσπίσει η Επιτροπή στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής περιορίζεται στον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή της υπερβάσεως ή καταχρήσεως εξουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 2535/2001 βασίζεται στα άρθρα 26, παράγραφος 3, και 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 1255/1999 και το Συμβούλιο επισήμανε ρητώς στη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου 29 ότι οι μέθοδοι διαχειρίσεως των καθορισμένων ποσοστώσεων «αποφεύγουν οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων».
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσβαλλομένη διάταξη δικαιολογείται αντικειμενικώς από τη μέριμνα να διασφαλίζεται η σύννομη χρησιμοποίηση των ποσοστώσεων και να διευκολύνεται συναφώς ο έλεγχος.
38 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών μπορούν να χορηγούν τα πιστοποιητικά εισαγωγής για βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς δεν επιτρέπει την επίτευξη των σκοπών που δικαιολογούν να περιορίζεται σε ένα μόνον κράτος μέλος η αρμοδιότητα χορηγήσεως των εν λόγω πιστοποιητικών, εφόσον οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με το σύστημα που έχει τεθεί σε εφαρμογή με το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001.
39 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για την εισαγωγή άλλων γεωργικών προϊόντων, η αρμοδιότητα για τη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής προβλέπεται υπέρ των αρμοδίων αρχών κάθε κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά τα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα που υπόκεινται στην προϋπόθεση χορηγήσεως πιστοποιητικού IMA 1, το τμήμα 1 του κεφαλαίου III του τίτλου 2 του κανονισμού 2535/2001, καθώς και τα άρθρα 11 έως 16 του εν λόγω κανονισμού ως προς τα γαλακτοκομικά προϊόντα για τα οποία δεν απαιτείται κανένα πιστοποιητικό IMA 1). Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, για την πραγματοποίηση των σκοπών της σύννομης χρησιμοποιήσεως των ποσοστώσεων και διευκολύνσεως των ελέγχων, απαιτείται να περιοριστεί σε ένα μόνον κράτος μέλος η αρμοδιότητα χορηγήσεως των πιστοποιητικών εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας.
40 Ο προβληθείς από την Επιτροπή σκοπός δεν μπορεί επομένως να δικαιολογήσει τα μειονεκτήματα που απορρέουν από την απαίτηση καταθέσεως αιτήσεως χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο, που βαρύνει τους επιχειρηματίες οι οποίοι δεν είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος, ούτε, κατά συνέπεια, τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εισαγωγέων, η οποία απορρέει από το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001.
41 Επομένως, η διάταξη αυτή δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις και αντίκειται συνεπώς προς το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.
42 Κατά συνέπεια, και χωρίς να χρειάζεται να δοθεί απάντηση στα άλλα σκέλη του πρώτου ερωτήματος, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2535/2001 είναι ανίσχυρο καθόσον προβλέπει ότι οι αιτήσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς μπορούν να κατατίθενται μόνον ενώπιον των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
43 Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις του κανονισμού 2535/2001 που θέτουν σε εφαρμογή τις λεπτομέρειες εφαρμογής για βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς, δηλαδή τα άρθρα 25 και 32 του κανονισμού αυτού, λαμβανόμενα υπόψη σε συνδυασμό με τα παραρτήματα III, IV και XII του ιδίου αυτού κανονισμού, είναι ανίσχυρα για τον λόγο ότι αντίκεινται προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όπως προβλέπεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999, καθώς και προς τα άρθρα 28 ΕΚ και 82 ΕΚ, στο μέτρο που αντιστοιχούν στην πράξη σε σύστημα διαχειρίσεως των δασμολογικών ποσοστώσεων του εν λόγω προϊόντος το οποίο, όπως υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, περιορίζει σε μία μόνον επιχείρηση τη δυνατότητα κτήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής.
44 Η Egenberger καθώς και η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η διάταξη του άρθρου 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2535/2001 αντίκειται στην απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων του άρθρου 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Συναφώς, η Egenberger τονίζει ότι η διάταξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της Fonterra και την ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης της, γεγονός που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση μεταξύ των δυνητικών κοινοτικών εισαγωγέων βουτύρου Νέας Ζηλανδίας και της ευρωπαϊκής θυγατρικής της Fonterra, NZMP.
45 Η Επιτροπή και η Fonterra θεωρούν ότι η φερομένη ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της Fonterra δεν εμπίπτει, ούτε καν έμμεσα, στο κανονιστικό περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου 25, παράγραφος 1, εφόσον η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει καμία δυσμενή διάκριση μεταξύ των δυνητικών κοινοτικών εισαγωγέων βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς.
46 Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα άρθρα 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, και 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999 εκφράζουν μια ενιαία αρχή, δηλαδή την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
47 Από τα άρθρα 26, παράγραφος 3, και 29 του κανονισμού 1255/1999 προκύπτει ότι το Συμβούλιο επιφόρτισε την Επιτροπή να καθορίσει, τηρουμένης της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, τις λεπτομέρειες διαχειρίσεως της δασμολογικής ποσοστώσεως του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς.
48 Βάσει αυτού, η Επιτροπή επέλεξε το καθεστώς πιστοποιητικών εισαγωγής που χορηγούνται κατόπιν υποβολής των πιστοποιητικών IMA 1. Σύμφωνα με την ενάτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2535/2001, το εν λόγω καθεστώς, δυνάμει του οποίου η χώρα εξαγωγής διασφαλίζει ότι τα εξαγόμενα προϊόντα ανταποκρίνονται στην περιγραφή τους, απλοποιεί αισθητά τη διαδικασία εισαγωγής.
49 Όσον αφορά το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας, η χορήγηση του πιστοποιητικού IMA 1 για το βούτυρο που εισάγεται με μειωμένους δασμούς εντός της Κοινότητας ανατέθηκε, σύμφωνα με το παράρτημα XII του κανονισμού 2535/2001, στον Food Assurance Authority. Σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πιστοποιητικό εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς χορηγείται μόνον κατόπιν υποβολής πιστοποιητικού IMA 1 στις αρμόδιες αρχές.
50 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των διοικητικών μέσων που θέτει σε εφαρμογή για να εκπληρώσει την αποστολή που της ανέθεσε το Συμβούλιο βάσει των άρθρων 26 και 29 του κανονισμού 1255/1999.
51 Κατά τη διαδικασία αυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999.
52 Ενόψει των στοιχείων αυτών, πρέπει να εξετασθεί αν το σύστημα χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς που έχει τεθεί σε εφαρμογή από τις εν λόγω διατάξεις του κανονισμού 2535/2001 συνάδει με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
53 Δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του νόμου του 2001, αποκλειστική άδεια για την εξαγωγή του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα χορηγείται στον NZDB. Συναφώς, ο εν λόγω φορέας είναι η μόνη επιχείρηση που μπορεί να διαθέτει πιστοποιητικά εξαγωγής και πιστοποιητικά IMA 1 που αντιστοιχούν στην ποσότητα του εξαγομένου βουτύρου.
54 Συνομολογείται ότι ο NZDB πωλεί αποκλειστικώς το βούτυρο με τα αντίστοιχα πιστοποιητικά IMA 1, για την εισαγωγή του εντός της Κοινότητας, μόνο στην ευρωπαϊκή θυγατρική του NZMP. Κατά συνέπεια, η NZMP είναι η μόνη επιχείρηση που μπορεί να εισάγει βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς.
55 Μολονότι η επιλογή της διαδικασίας του πιστοποιητικού IMA 1, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό 2535/2001, ανταποκρίνεται σε σκοπούς απλοποιήσεως της διαδικασίας εισαγωγής και καλύτερης διασφαλίσεως της τηρήσεως των δασμολογικών ποσοστώσεων, βάσει αυτής της μεθόδου διαχειρίσεως των ποσοστώσεων αυτών δεν μπορεί πάντως να αποκλείει από τη διαδικασία εισαγωγής βουτύρου εντός της Κοινότητας το σύνολο των δυνητικών εισαγωγέων του εν λόγω προϊόντος, εξαιρουμένης μιας επιχειρήσεως, και να καταλήγει σε δυσμενή διάκριση μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών.
56 Ωστόσο, το καθεστώς εισαγωγής βουτύρου Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς όπως προκύπτει από τα άρθρα 25 και 32 του κανονισμού 2535/2001, σε συνδυασμό με τα παραρτήματα III, IV και XII του ιδίου αυτού κανονισμού, επιτρέπει τέτοιου είδους δυσμενή διάκριση.
57 Πράγματι, η Επιτροπή, αναθέτοντας τη χορήγηση των πιστοποιητικών IMA 1 στις νεοζηλανδικές αρχές, ενώ μάλιστα ίσχυε ο νόμος του 2001, περί θεσπίσεως μονοπωλίου εξαγωγής υπέρ του NZDB, δεν έλαβε τα μέτρα που ήσαν αναγκαία για να εμποδίσει δυσμενή διάκριση κατά τη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής, μολονότι υπέχει τέτοια υποχρέωση από το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1255/1999.
58 Κατά συνέπεια, και χωρίς να χρειάζεται να δοθεί απάντηση στα λοιπά σκέλη του δευτέρου ερωτήματος, διαπιστώνεται ότι τα άρθρα 25 και 32 του κανονισμού 2535/2001, σε συνδυασμό με τα παραρτήματα III, IV και XII του ιδίου αυτού κανονισμού, είναι ανίσχυρα καθόσον επιτρέπουν δυσμενή διάκριση κατά τη χορήγηση των πιστοποιητικών εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς.
Επί του τρίτου ερωτήματος
59 Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
60 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2535/2001 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου, όσον αφορά το καθεστώς εισαγωγής γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και το άνοιγμα δασμολογικών ποσοστώσεων, είναι ανίσχυρο καθόσον προβλέπει ότι οι αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς μπορούν να κατατίθενται μόνον ενώπιον των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
2) Τα άρθρα 25 και 32 του κανονισμού 2535/2001, σε συνδυασμό με τα παραρτήματα III, IV και XII του ιδίου αυτού κανονισμού, είναι ανίσχυρα καθόσον επιτρέπουν δυσμενή διάκριση κατά τη χορήγηση των πιστοποιητικών εισαγωγής για το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας με μειωμένους δασμούς.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.