Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0306

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2006.
    Compaq Computer International Corporation κατά Inspecteur der Belastingdienst - Douanedistrict Arnhem.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Gerechtshof te Amsterdam - Κάτω Χώρες.
    Δασμολογητέα αξία - Φορητοί Υπολογιστές με λογισμικό λειτουργικού συστήματος.
    Υπόθεση C-306/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-10991

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:716

    Υπόθεση C-306/04

    Compaq Computer International Corporation

    κατά

    Inspecteur der Belastingdienst — Douanedistrict Arnhem

    (αίτηση του Gerechtshof te Amsterdam

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Δασμολογητέα αξία — Φορητοί Υπολογιστές με λογισμικό λειτουργικού συστήματος»

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 26ης Ιανουαρίου 2006 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2006 

    Περίληψη της αποφάσεως

    Κοινό δασμολόγιο — Τελωνειακή αξία — Συναλλακτική αξία — Καθορισμός

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 32 § 1)

    Κατά την εισαγωγή υπολογιστών τους οποίους ο πωλητής έχει εφοδιάσει με λογισμικό που περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα συστήματα εκμεταλλεύσεως τα οποία ο αγοραστής έθεσε δωρεάν στη διάθεσή του επιβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ ή γ΄, του τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία αυτών των υπολογιστών, να προστίθεται στη συναλλακτική τους αξία η αξία αυτού του λογισμικού στην περίπτωση κατά την οποία η αξία αυτή δεν περιελήφθη στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τους υπολογιστές αυτούς τιμή.

    Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία οι εθνικές αρχές δέχονται, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ως συναλλακτική αξία την τιμή μιας πωλήσεως διαφορετικής εκείνης την οποία συνήψε ο κοινοτικός αγοραστής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ως «αγοραστής» κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου, πρέπει να νοείται ο αγοραστής ο οποίος συνήψε την άλλη αυτή πράξη πωλήσεως.

    (βλ. σκέψεις 37-38 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 16ης Νοεμβρίου 2006 (*)

    «Δασμολογητέα αξία – Φορητοί Υπολογιστές με λογισμικό λειτουργικού συστήματος»

    Στην υπόθεση C-306/04,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Gerechtshof te Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

    Compaq Computer International Corporation

    κατά

    Inspecteur der Belastingdienst – Douanedistrict Arnhem,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, K. Schiemann, M. Ilešič και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

    γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2005,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –       η Compaq Computer International Corporation, εκπροσωπούμενη από τους R. Tusveld και G. van Slooten, belastingadviseurs,

    –       η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και τον D. J. M. de Grave,

    –       η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C.‑D. Quassowski,

    –       η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Muñoz Pérez,

    –       η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Bethell, επικουρούμενο από τον P. Harris, barrister,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis, επικουρούμενo από τον F. Tuytschaever, advocaat,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 2006,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Gerechtshof te Amsterdam, douanekamer (εφετείο του Άμστερνταμ, τμήμα τελωνειακών υποθέσεων), αφορά την ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

    2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ της Compaq Computer International Corporation (στο εξής: CCIC) και του inspecteur van de Belastingdienst – Douane, district Arnhem (αρμόδιου της διευθύνσεως τελωνείων της περιφέρειας του Arnhem, στο εξής: τελωνειακές αρχές) αναφορικά με τη δασμολογητέα αξία φορητών υπολογιστών οι οποίοι τέθηκαν σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1995 και 31ης Δεκεμβρίου 1997.

     Το νομικό πλαίσιο

    3       Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κώδικα τελωνείων ορίζει:

    «Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33, εφόσον:

    […]

    δ)      Ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους ή, εάν συνδέονται, η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για δασμολογικούς σκοπούς δυνάμει της παραγράφου 2.»

    4       Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, η συναλλακτική αξία μεταξύ συνδεομένων επιχειρήσεων μπορεί να γίνει δεκτή εφόσον οι σχέσεις μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων δεν έχουν επηρεάσει την τιμή, δηλαδή όταν η εν λόγω αξία προσεγγίζει πολύ την αξία που έχει διαμορφωθεί στην αγορά κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή.

    5       Το άρθρο 32, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

    «Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή προστίθενται:

    […]

    β)      η αξία, επιμεριζόμενη με τον κατάλληλο τρόπο, των προϊόντων και υπηρεσιών που αναφέρονται κατωτέρω, εφόσον παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από τον αγοραστή, αδαπάνως ή με μειωμένο κόστος, και χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή και την πώληση προς εξαγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων εφόσον η αξία αυτή δεν έχει περιληφθεί στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή:

    i)      υλικά, συστατικά, μέρη και παρόμοια στοιχεία που έχουν ενσωματωθεί στα εισαγόμενα εμπορεύματα,

    ii)      εργαλεία, μήτρες, καλούπια και παρόμοια είδη που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων,

    iii) υλικά που έχουν καταναλωθεί κατά την παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων,

    iv)      εργασίες μηχανικής ή μηχανολογίας, μελέτης, τέχνης, σχεδιασμού, σχεδίων και ιχνογραφημάτων, οι οποίες γίνονται εκτός της Κοινότητας και είναι αναγκαίες για την παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων,

    γ)      πάσης φύσεως δικαιώματα από παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης σχετικά με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα τα οποία, κατά τους όρους της πώλησης των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, υποχρεούται να καταβάλει ο αγοραστής, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στο μέτρο που τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν περιληφθεί στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή,

    […]».

    6       Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει ότι, «[γ]ια τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, ουδέν στοιχείο προστίθεται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, με εξαίρεση τα στοιχεία που προβλέπονται στο παρόν άρθρο».

    7       Το άρθρο 34 του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

    «Είναι δυνατή η θέσπιση ειδικών κανόνων σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής [τελωνειακού κώδικα] για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των υποθεμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών που προορίζονται για εξοπλισμούς επεξεργασίας των δεδομένων και φέρουν δεδομένα ή εντολές.»

    8       Το άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1762/95 της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1995 (ΕΕ L 171, σ. 8, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), ορίζει:

    «1.      Για τον σκοπό του άρθρου 29, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του [τελωνεικού] κώδικα, το γεγονός ότι τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο πώλησης διασαφίζονται για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να θεωρηθεί ως επαρκής ένδειξη ότι αυτά επωλήθησαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Στην περίπτωση διαδοχικών πωλήσεων πριν από την εκτίμηση, η ένδειξη αυτή ισχύει μόνο για την τελευταία πώληση με βάση την οποία τα εμπορεύματα εισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ή για την πώληση που πραγματοποιήθηκε στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας πριν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

    Κατά τη δήλωση τιμής σχετικά με πώληση που προηγήθηκε της τελευταίας πώλησης με βάση την οποία τα εμπορεύματα εισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, πρέπει να αποδειχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι μια τέτοια πώληση εμπορευμάτων πραγματοποιήθηκε ενόψει της εξαγωγής με προορισμό το εν λόγω έδαφος.

    Εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 178 έως 181α.

    […]

    3.      Ο αγοραστής πρέπει απλώς να είναι ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης πώλησης.»

    9       Το άρθρο 167 του κανονισμού εφαρμογής διευκρινίζει:

    «1.      Ανεξάρτητα από τα άρθρα 29 έως 33 του [τελωνειακού] κώδικα, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εισαγόμενων μέσων πληροφορικής που προορίζονται για εξοπλισμούς επεξεργασίας δεδομένων και φέρουν δεδομένα ή εντολές, λαμβάνεται υπόψη μόνο το κόστος και η αξία του ίδιου του μέσου πληροφορικής. Η δασμολογητέα αξία εισαγόμενων μέσων πληροφορικής, που φέρουν δεδομένα ή εντολές, δεν περιλαμβάνει, λοιπόν, το κόστος ή την αξία των δεδομένων ή των εντολών, υπό τον όρο ότι το κόστος αυτό ή η σχετική αξία διαχωρίζονται από το κόστος ή την αξία του σχετικού μέσου πληροφορικής.

    2.      Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

    α)      ο όρος “μέσο πληροφορικής” δεν αφορά τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, τους ημιαγωγούς και τις παρόμοιες διατάξεις ή τα είδη που περιλαμβάνουν τέτοια κυκλώματα ή διατάξεις·

    […]».

    10     Τα άρθρα 178 έως 181α του κανονισμού εφαρμογής διευκρινίζουν, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία και έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές για τον έλεγχο της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας.

     Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    11     Η εταιρία ολλανδικού δικαίου CCIC, θυγατρική της Compaq Computer Corporation (στο εξής: CCC), εταιρίας εδρεύουσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, εμπορεύεται συσκευές επεξεργασίας δεδομένων του σήματος Compaq στην Ευρώπη, προς τον σκοπό δε αυτό διατηρεί στις Κάτω Χώρες κέντρο διανομής.

    12     Βάσει συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ CCC και Microsoft Corporation (στο εξής: Microsoft), οι υπολογιστές του σήματος Compaq μπορούν να εξοπλίζονται με λογισμικό το οποίο περιλαμβάνει τα συστήματα εκμεταλλεύσεως MS‑DOS και MS Windows (στο εξής: σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως) και να μεταπωλούνται τα συστήματα αυτά, υπό την προϋπόθεση καταβολής στη Microsoft ποσού 31 USD για κάθε υπολογιστή εξοπλισμένο με αυτά τα συστήματα εκμεταλλεύσεως.

    13     Η CCC αγόρασε φορητούς υπολογιστές από δύο παραγωγούς υπολογιστών της Ταϊβάν. Στο πλαίσιο αυτής της πωλήσεως, συμφωνήθηκε η παράδοση των υπολογιστών αυτών με σκληρό δίσκο εξοπλισμένο με τα σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως. Προς τούτο, η CCC έθεσε τα συστήματα αυτά στη διάθεση των ως άνω παραγωγών, οι οποίοι τα εγκατέστησαν στους υπολογιστές.

    14     Η CCC μεταπώλησε ακολούθως στην CCIC τους φορητούς υπολογιστές οι οποίοι απεστάλησαν ελεύθεροι στα σύνορα από την Ταϊβάν στις Κάτω Χώρες. Κατά την άφιξη τους, η CCIC προέβη στη διασάφηση αυτών των υπολογιστών με σκοπό να τους θέσει σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας. Κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας τους, σύμφωνα με το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα, ελήφθη υπόψη η συμφωνηθείσα μεταξύ των παραγωγών της Ταϊβάν και της CCC τιμή πωλήσεως, η οποία δεν περιελάμβανε την αξία των σχετικών συστημάτων εκμεταλλεύσεως.

    15     Το 1999, η Landelijk Waardeteam van de Douane (τελωνειακή υπηρεσία αρμόδια για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας) πραγματοποίησε έρευνα στην CCIC προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας των οικείων υπολογιστών. Η υπηρεσία αυτή έκρινε ότι η αξία των σχετικών συστημάτων εκμεταλλεύσεως που είχαν εγκατασταθεί στους υπολογιστές έπρεπε να συμπεριληφθεί στη δασμολογητέα αξία. Κατόπιν αυτής της έρευνας, οι τελωνειακές αρχές, στηριζόμενες στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα αύξησαν τη δασμολογητέα αξία του κάθε υπολογιστή κατά το ύψος της αξίας των σχετικών συστημάτων εκμεταλλεύσεως με τα οποία είχαν εφοδιαστεί και απηύθυναν στην CICC δύο διαταγές πληρωμής για ποσά ύψους 438 605,60 ολλανδικών φιορινίων (NLG) και 2 194 982 NLG, αντιστοίχως, μειώνοντας στη συνέχεια το δεύτερο ποσό σε 353 168,60 NLG, που αντιστοιχούσαν σε πρόσθετους δασμούς για τις εισαγωγές φορητών υπολογιστών που διασαφήθηκαν με σκοπό να τεθούν σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως 31ης Δεκεμβρίου 1997.

    16     Το Gerechtshof te Amsterdam επιλήφθηκε των προσφυγών που άσκησε η CCIC κατά των αποφάσεων των τελωνειακών αρχών με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές ενστάσεις που είχε υποβάλει κατά των προαναφερθεισών διαταγών πληρωμής. Στο πλαίσιο εκδικάσεως αυτών των προσφυγών, το Gerechtshof te Amsterdam κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, οι τελωνειακές αρχές μπορούσαν να αυξήσουν τη συναλλακτική αξία των φορητών υπολογιστών κατά την αξία των σχετικών συστημάτων εκμεταλλεύσεως με τα οποία είχαν εξοπλιστεί, βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα.

    17     Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της διατάξεως, αλλά έκρινε ότι συστήματα εκμεταλλεύσεως, όπως αυτά για τα οποία επρόκειτο στην εκκρεμούσα ενώπιόν του διαφορά δεν εμπίπτουν, stricto sensu, στα σημεία i έως iii της διατάξεως αυτής. Εντούτοις, λόγω του τρόπου παρουσιάσεώς τους και, ειδικότερα, του γεγονότος ότι ενσωματώνονται σε εισαγόμενους φορητούς υπολογιστές, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε μήπως η αξία των συστημάτων αυτών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των αντίστοιχων υπολογιστών, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα.

    18     Στο πλαίσιο αυτό, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

    «Πρέπει κατά την εισαγωγή υπολογιστών, στους οποίους ο πωλητής έχει προσθέσει λειτουργικά συστήματα, να αυξηθεί η συναλλακτική αξία των υπολογιστών αυτών, βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, κατά το ποσό της αξίας του λογισμικού που ο αγοραστής διέθεσε δωρεάν στον πωλητή, αν η αξία του δεν έχει περιληφθεί στη συναλλακτική αξία;»

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    19     Επιβάλλεται προκαταρκτικώς να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική τους αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα.

    20     Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι υπολογιστές για τους οποίους πρόκειται στην κύρια δίκη αποτέλεσαν αντικείμενο δύο διαδοχικών εμπορικών πράξεων, η πρώτη μεταξύ των παραγωγών της Ταϊβάν και της CCC και η δεύτερη μεταξύ της CCC και της CCIC.

    21     Από την απόφαση παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της τελωνειακής διαδικασίας, η CCIC δήλωσε τη συναλλακτική αξία που αφορούσε την πρώτη πώληση, όπου η CCC είναι ο αγοραστής και οι παραγωγοί της Ταϊβάν οι πωλητές, ως δασμολογητέα αξία αυτών των υπολογιστών.

    22     Διαπιστώνεται ότι οι τελωνειακές αρχές, προκειμένου να καθορίσουν τη δασμολογητέα αξία σύμφωνα με το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα, δέχθηκαν τη συναλλακτική αξία που προέκυπτε από τη σύμβαση μεταξύ των παραγωγών της Ταϊβάν και της CCC ως βάση εκτιμήσεως και ότι ο καθορισμός αυτός δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υπό τις περιστάσεις αυτές και όπως προκύπτει από το προδικαστικό ερώτημα, το μόνο ζήτημα που καλείται το Δικαστήριο να διευκρινίσει είναι αν η συναλλακτική αυτή αξία πρέπει να προσαρμοστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα.

    23     Ενώ όλες οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου φρονούν ότι η προσαρμογή αυτή επιβάλλεται για διάφορους λόγους, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κρίνουσα ότι καθοριστική είναι η εμπορική πράξη μεταξύ της CCIC και της CCC, υποστηρίζει ότι το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα δεν έχει εφαρμογή και ότι δεν πρέπει να γίνει η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό προσαρμογή. Η CCIC καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, για άλλους όμως λόγους. Η εταιρία αυτή υποστηρίζει ότι τα σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνον ενσώματα στοιχεία. Τα σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί δασμολογητέας αξίας υποθεμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, δηλαδή στο άρθρο 34 του τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 167 του κανονισμού εφαρμογής.

    24     Το επιχείρημα της CCIC και η άποψη της Επιτροπής περί αποκλεισμού της εφαρμογής του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα δεν ευσταθούν.

    25     Πρώτον, από το άρθρο 167, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού περί εφαρμογής του άρθρου 34 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι εμπορεύματα περιλαμβάνοντα ορισμένα κυκλώματα, ημιαγωγούς και παρόμοιες διατάξεις αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 167.

    26     Από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι τα άρθρα 34 του τελωνειακού κώδικα και 167, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής δεν έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Πράγματι, κατά τις διαπιστώσεις αυτές, τα σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως, τα οποία έχουν μορφή λογισμικού, τοποθετήθηκαν στον σκληρό δίσκο των εισαγομένων υπολογιστών, ο οποίος αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία αυτών των υπολογιστών, χωρίς, όμως να συνιστά το εισαγόμενο προϊόν. Οι υπολογιστές αυτοί δεν μπορούν να εξομοιωθούν με απλά υποθέματα πληροφορικής που καθιστούν δυνατή τη μεταφορά των εν λόγω λογισμικών, δεδομένου ότι η κύρια λειτουργία των υπολογιστών αυτών έγκειται στην επεξεργασία δεδομένων και δεδομένου ότι περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες, κατά το άρθρο 167, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού εφαρμογής αποκλείουν τον χαρακτηρισμό τους ως υποθεμάτων πληροφορικής.

    27     Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, δεν απαιτείται η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση του προσδιορισμού της συναλλακτικής αξίας.

    28     Κατά το γράμμα του εισαγωγικού μέρους του άρθρου 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, η συναλλακτική αξία είναι αξία προσδιοριζόμενη «ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 […]». Συνεπώς, ως «συναλλακτική αξία» πρέπει να νοείται μια προσαρμοσμένη αξία όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προσαρμογής.

    Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία οι διοικητικές και δικαστικές αρχές κράτους μέλους δέχθηκαν ως συναλλακτική αξία την τιμή που ορίστηκε στο πλαίσιο πωλήσεως προγενέστερης της αμέσως προηγηθείσας του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, η συναλλακτική αυτή αξία πρέπει, εφόσον απαιτείται, να προσαρμοστεί.

    29     Όταν, προς καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, η τιμή πωλήσεως αντικαθιστά την τιμή που συμφωνήθηκε στη συναφθείσα από τον κοινοτικό αγοραστή σύμβαση, η λογική των διατάξεων αυτών επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον αυτή η τιμή, αλλά, επίσης, η συμβατική σχέση στο σύνολό της. Αυτό σημαίνει ότι, στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου περί της εφαρμογής του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, ως «αγοραστής» πρέπει να νοείται η επιχείρηση η οποία συνήψε τη σύμβαση της οποίας η συμφωνηθείσα τιμή συνιστά τη συναλλακτική αξία.

    30     Όσον αφορά τον καθορισμό της τελωνειακής αξίας στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η κοινοτική νομοθεσία περί τελωνειακής εκτιμήσεως αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός συστήματος δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών (αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1990, C-11/89, Unifert, Συλλογή 1990, σ. I-2275, σκέψη 35, και της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/99, Sommer, Συλλογή 2000, σ. I-8989, σκέψη 25). Επομένως, η δασμολογητέα αξία πρέπει να αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία εισαγομένου εμπορεύματος και, επομένως, να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του εμπορεύματος αυτού που έχουν οικονομική αξία.

    31     Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το λογισμικό είναι ασώματο οικονομικό αγαθό η τιμή αγοράς του οποίου, στην περίπτωση ενσωματώσεώς του σε ένα εμπόρευμα, πρέπει να θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος του τιμήματος που έχει καταβληθεί ή πρόκειται να καταβληθεί για το εμπόρευμα αυτό και, κατά συνέπεια, της συναλλακτικής αξίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Απριλίου 1991, C-79/89, Brown Boveri, Συλλογή 1991, σ. I-1853, σκέψη 21).

    32     Τα σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως είναι λογισμικά τα οποία διατέθηκαν δωρεάν στους παραγωγούς της Ταϊβάν εκ μέρους της CCC, προκειμένου να τοποθετηθούν στον σκληρό δίσκο των υπολογιστών κατά την παραγωγή τους. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι τα λογισμικά αυτά έχουν κατά μονάδα οικονομική αξία ύψους 31 USD, η οποία δεν περιελήφθη ούτε στην αξία της εμπορικής συναλλαγής μεταξύ των παραγωγών της Ταϊβάν και της CCC ούτε στην αξία της εμπορικής συναλλαγής μεταξύ CCC και CCIC.

    33     Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι υπό τις περιστάσεις αυτές επιβάλλεται η προσαρμογή της συναλλακτικής αξίας.

    34     Οι Κυβερνήσεις της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι τα λογισμικά που περιέχουν τα σχετικά συστήματα εκμεταλλεύσεως, ως «υλικά, συστατικά, μέρη και παρόμοια στοιχεία», εμπίπτουν στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα, ενώ οι Κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποστηρίζουν ότι εμπίπτουν στο σημείο iv της διατάξεως αυτής, ως «εργασίες μηχανικής ή μηχανολογίας». Πάντως, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε κατά την προφορική διαδικασία ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει με τη δεύτερη αυτή κατάταξη.

    35     Το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί μια τέτοια κατάταξη, η οποία δεν απαιτείται για την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη.

    36     Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αναλόγως του χαρακτηρισμού του περιεχομένου της συμβάσεως μεταξύ CCC και Microsoft, χαρακτηρισμού ο οποίος εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, θα μπορούσε να είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του τελωνειακού κώδικα.

    37     Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κατά την εισαγωγή υπολογιστών τους οποίους ο πωλητής έχει εφοδιάσει με λογισμικό που περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα συστήματα εκμεταλλεύσεως τα οποία ο αγοραστής έθεσε δωρεάν στη διάθεσή του επιβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ ή γ΄, του τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία αυτών των υπολογιστών, να προστίθεται στη συναλλακτική τους αξία η αξία αυτού του λογισμικού στην περίπτωση κατά την οποία η αξία αυτή δεν περιελήφθη στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τους υπολογιστές αυτούς τιμή.

    38     Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία οι εθνικές αρχές δέχονται, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ως συναλλακτική αξία την τιμή μιας πωλήσεως διαφορετικής εκείνης την οποία συνήψε ο κοινοτικός αγοραστής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ως «αγοραστής» κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχεί β΄ ή γ΄, του τελωνειακού κώδικα πρέπει να νοείται ο αγοραστής ο οποίος συνήψε την άλλη αυτή πράξη πωλήσεως.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    39     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

    Κατά την εισαγωγή υπολογιστών τους οποίους ο πωλητής έχει εφοδιάσει με λογισμικό που περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα συστήματα εκμεταλλεύσεως τα οποία ο αγοραστής έθεσε δωρεάν στη διάθεσή του επιβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ ή γ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία αυτών των υπολογιστών, να προστίθεται στη συναλλακτική τους αξία η αξία αυτού του λογισμικού στην περίπτωση κατά την οποία η αξία αυτή δεν περιελήφθη στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τους υπολογιστές αυτούς τιμή.

    Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία οι εθνικές αρχές δέχονται, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ως συναλλακτική αξία την τιμή μιας πωλήσεως διαφορετικής εκείνης την οποία συνήψε ο κοινοτικός αγοραστής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ως «αγοραστής» κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχεί β΄, ή γ΄, του κανονισμού 2913/92, πρέπει να νοείται ο αγοραστής ο οποίος συνήψε την άλλη αυτή πράξη πωλήσεως.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top