EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0027

Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια) της 13ης Ιουλίου 2004.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Προσφυγή ακυρώσεως - Άρθρο 104 ΕΚ - Κανονισμός (ΕΚ) 1467/97 - Σύμφωνο σταθερότητας και αναπτύξεως - Υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα - Αποφάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ - Απαιτούμενη πλειοψηφία μη επιτευχθείσα - Αποφάσεις μη ληφθείσες - Προσφυγή κατά των "αποφάσεων περί μη λήψεως, τυπικώς, των προβλεπομένων στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρων" - Απαράδεκτο - Προσφυγή κατά των "συμπερασμάτων του Συμβουλίου".
Υπόθεση C-27/04.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-06649

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:436

Arrêt de la Cour

Υπόθεση C-27/04

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως


«Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 104 ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 1467/97 – Σύμφωνο σταθερότητας και αναπτύξεως – Υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα – Αποφάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ – Απαιτούμενη πλειοψηφία μη επιτευχθείσα – Αποφάσεις μη ληφθείσες – Προσφυγή κατά των “αποφάσεων περί μη λήψεως, τυπικώς, των προβλεπομένων στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρων” – Απαράδεκτο – Προσφυγή κατά των “συμπερασμάτων του Συμβουλίου”»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Μη λήψη αποφάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής – Μη επίτευξη της απαιτούμενης πλειοψηφίας – Απαράδεκτο

(Άρθρα 104 §§ 8 και 9 ΕΚ, και 230 ΕΚ)

2.        Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξη παράγουσα υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα – Συμπεράσματα του Συμβουλίου αναστέλλοντα τις κινηθείσες λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίες και τροποποιούντα τις συστάσεις της Επιτροπής – Παραδεκτό

(Άρθρα 104 §§ 7 και 9 ΕΚ, και 230 ΕΚ)

3.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Διαδικασία κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος – Εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου – Όρια

(Άρθρο 104 ΕΚ, κανονισμός 1467/97 του Συμβουλίου)

4.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Διαδικασία κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος – Απόφαση του Συμβουλίου περί αναστολής της διαδικασίας – Αποτελέσματα – Περιορισμός των εξουσιών του Συμβουλίου τις οποίες του απονέμει το άρθρο 104, παράγραφος 9, ΕΚ – Παράνομο

(Άρθρο 104 §§ 7 και 9 ΕΚ· κανονισμός 1467/97 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

5.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Διαδικασία κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος – Δικαίωμα της Επιτροπής για ανάληψη πρωτοβουλίας – Τροποποίηση συστάσεων που είχε υιοθετήσει προηγουμένως το Συμβούλιο – Προϋποθέσεις – Νέα σύσταση της Επιτροπής – Τήρηση των όρων διεξαγωγής της ψηφοφορίας του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ

(Άρθρο 104 §§ 7, 9 και 13 ΕΚ)

1.        Η παράλειψη του Συμβουλίου να εκδώσει τις πράξεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και τις οποίες συνέστησε η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται την έκδοση πράξεων δυναμένων να προσβληθούν, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Πράγματι, οσάκις η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο να λάβει αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη πλειοψηφία στο πλαίσιο του Συμβουλίου, ουδεμία απόφαση λαμβάνεται υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 29, 31, 34)

2.        Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου, κατά τα οποία το Συμβούλιο αποφασίζει να διακόψει προς το παρόν τις κινηθείσες λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίες και δηλώνει ότι είναι έτοιμο να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, αν προκύψει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε και μνεία των οποίων γίνεται στα εν λόγω συμπεράσματα, σκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, τουλάχιστον κατά το μέτρο που αναστέλλουν τις εκκρεμείς διαδικασίες που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος και τροποποιούν εν τοις πράγμασι τις προηγουμένως διατυπωθείσες δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ συστάσεις του Συμβουλίου. Πράγματι, το Συμβούλιο εξαρτά έτσι μια ενδεχόμενη απόφαση ληφθησόμενη δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ από μια εκτίμηση η οποία δεν θα έχει πλέον ως παράμετρο αναφοράς το περιεχόμενο των συστάσεων που διατυπώθηκαν δυνάμει της παραγράφου 7 της διατάξεως αυτής, αλλά τις μονομερείς δεσμεύσεις του οικείου κράτους μέλους.

(βλ. σκέψεις 46, 48, 50)

3.        Από το γράμμα και από την οικονομία του συστήματος της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας που καθιερώνει η Συνθήκη προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 104 ΕΚ και των κανόνων που το ίδιο επέβαλε στον εαυτό του με τον κανονισμό 1467/97, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Έτσι, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μια εναλλακτική διαδικασία, επί παραδείγματι για την έκδοση πράξεως η οποία δεν είναι η απόφαση καθαυτή η προβλεπόμενη σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ως άνω διαδικασίας ή η οποία εκδόθηκε υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επιβάλλουν οι εφαρμοστέες διατάξεις.

(βλ. σκέψη 81)

4.        Με τα συμπεράσματά του, κατά τα οποία «συμφωνεί να διακόψει […] τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για [το οικείο κράτος μέλος]» και «θα είναι έτοιμο να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, της Συνθήκης, βάσει της σύστασης της Επιτροπής, εφόσον […] προκύψει ότι [το οικείο κράτος μέλος] δεν ενήργησε σύμφωνα προς τις δεσμεύσεις που αναφέρονται στα παρόντα συμπεράσματα», το Συμβούλιο δεν περιορίζεται να διαπιστώσει μια εν τοις πράγμασι αναστολή της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας, απορρέουσα από την αδυναμία λήψεως μιας αποφάσεως την οποία συνέστησε η Επιτροπή, αδυναμία δυνάμενη να θεραπευθεί ανά πάσα στιγμή. Μια τέτοια απόφαση περί αναστολής παραβιάζει τα άρθρα 104 ΕΚ και 9 του κανονισμού 1467/97, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

Πράγματι, κατά το μέτρο που τα συμπεράσματα αυτά εξαρτούν την αναστολή από την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους τήρηση των δεσμεύσεών του, περιορίζουν την εξουσία του Συμβουλίου να προβεί σε όχληση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ βάσει της προηγούμενης συστάσεως της Επιτροπής, για όσο χρόνο θεωρείται ότι τηρούνται οι δεσμεύσεις. Κατά τον τρόπο αυτόν, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου προβλέπουν, επιπλέον, ότι η εκτίμηση του Συμβουλίου προκειμένου να ληφθεί απόφαση περί οχλήσεως, δηλαδή προκειμένου να συνεχιστεί η κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία, δεν θα έχει πλέον ως παράμετρο αναφοράς το περιεχόμενο των συστάσεων που ήδη απευθύνθηκαν δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ προς το οικείο κράτος μέλος, αλλά των μονομερών δεσμεύσεων αυτού.

(βλ. σκέψεις 87-89)

5.        Οσάκις το Συμβούλιο διατυπώνει συστάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, δεν μπορεί να τις τροποποιεί εκ των υστέρων χωρίς νέα σύσταση της Επιτροπής, δεδομένου ότι αυτή έχει δικαίωμα αναλήψεως πρωτοβουλίας στο πλαίσιο της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 13, ΕΚ, συστάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ μπορούν να διατυπωθούν μόνον κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής.

Η απόφαση περί διατυπώσεως συστάσεων του Συμβουλίου διαφορετικών από τις προηγουμένως διατυπωθείσες δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, η οποία λαμβάνεται χωρίς να έχει προηγηθεί η διατύπωση συστάσεων της Επιτροπής, σκοπούσα στη διατύπωσή τους βάσει της εν λόγω διατάξεως, και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται για την ψηφοφορία επί των συστάσεων του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, δηλαδή με τη συμμετοχή στην ψηφοφορία μόνον των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, είναι παράνομη.

(βλ. σκέψεις 91-92, 94-96)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ολομέλεια )
της 13ης Ιουλίου 2004(1)

Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 104 ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 1467/97 – Σύμφωνο σταθερότητας και αναπτύξεως – Υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα – Αποφάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ – Απαιτούμενη πλειοψηφία μη επιτευχθείσα – Αποφάσεις μη ληφθείσες – Προσφυγή κατά των “αποφάσεων περί μη λήψεως, τυπικώς, των προβλεπομένων στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρων” – Απαράδεκτο – Προσφυγή κατά των “συμπερασμάτων του Συμβουλίου”

Στην υπόθεση C-27/04,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Petite, A. van Solinge και P. Aalto, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους J.-C. Piris, T. Middleton και J. Monteiro,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο αιτήσεις περί ακυρώσεως πράξεων του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003, ήτοι:

των αποφάσεων περί μη λήψεως, τυπικώς, κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, των προβλεπομένων στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρων του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ,

των συμπερασμάτων που υιοθετήθηκαν έναντι εκάστου από αυτά τα δύο κράτη μέλη, τιτλοφορούμενων «συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με την αξιολόγηση των δράσεων που ανέλαβ[αν η Γαλλική Δημοκρατία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] κατόπιν των συστάσεων του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 7, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και με την εξέταση περαιτέρω μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος που κρίνεται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος», κατά το μέτρο που τα συμπεράσματα αυτά προβλέπουν την αναστολή της διαδικασίας η οποία αφορά τα υπερβολικά ελλείμματα, τη χρησιμοποίηση μέτρου μη προβλεπομένου από τη Συνθήκη και την τροποποίηση των συστάσεων που αποφασίστηκαν από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ,



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια ),,



συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, C. Gulmann (εισηγητή) J.-P. Puissochet και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμήματος, τον R. Schintgen, τις F. Macken και N. Colneric, τον S. von Bahr, την R. Silva de Lapuerta και τον K. Lenaerts, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano
γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2004,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη



Απόφαση



1
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζήτησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 230 ΕΚ, την ακύρωση πράξεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 25ης Νοεμβρίου 2003, ήτοι:

των αποφάσεων περί μη λήψεως, τυπικώς, κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, των προβλεπομένων στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρων του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και

των συμπερασμάτων που υιοθετήθηκαν έναντι εκάστου από αυτά τα δύο κράτη μέλη, τιτλοφορούμενων «συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με την αξιολόγηση των δράσεων που ανέλαβ[αν η Γαλλική Δημοκρατία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] κατόπιν των συστάσεων του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 7, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και με την εξέταση περαιτέρω μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος που κρίνεται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος» (στο εξής: συμπεράσματα του Συμβουλίου), κατά το μέτρο που τα συμπεράσματα αυτά προβλέπουν την αναστολή της διαδικασίας η οποία αφορά τα υπερβολικά ελλείμματα, τη χρησιμοποίηση μέτρου μη προβλεπομένου από τη Συνθήκη και την τροποποίηση των συστάσεων που αποφασίστηκαν από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ.


Το νομικό πλαίσιο

2
Το άρθρο 104 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.    Τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.

2.      Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους στα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις. Ειδικότερα, εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας […]

[…]

5.      Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει ή ότι μπορεί να εμφανισθεί υπερβολικό έλλειμμα σε ένα κράτος μέλος, τότε απευθύνει τη γνώμη της στο Συμβούλιο.

6.      Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, μετά από σύσταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του εν λόγω κράτους μέλους, αποφασίζει, μετά από συνολική εκτίμηση, εάν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα.

7.      Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει, σύμφωνα με την παράγραφο 6, ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει συστάσεις στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση αυτή εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 8, οι συστάσεις αυτές δεν ανακοινώνονται δημοσία.

8.      Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι δεν ανελήφθη αποτελεσματική δράση σε εφαρμογή των συστάσεών του, εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε μπορεί να τις ανακοινώσει δημοσία.

9.      Εάν ένα κράτος μέλος επιμένει να μην εφαρμόζει τις συστάσεις του Συμβουλίου, τότε το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να ειδοποιήσει το κράτος μέλος να λάβει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος την οποία το Συμβούλιο κρίνει αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή.

Σε αυτή την περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος αυτό, να υποβάλλει εκθέσεις σύμφωνα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για να εξετάσει τις προσπάθειες προσαρμογής που καταβάλλει αυτό το κράτος μέλος.

10.    Τα δικαιώματα προσφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 226 και 227 δεν μπορούν να ασκηθούν στα πλαίσια των παραγράφων 1 έως 9 του παρόντος άρθρου.

11.    Το Συμβούλιο, εφόσον ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 9, μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει ή να εντείνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

να απαιτήσει να δημοσιεύει το εν λόγω κράτος μέλος πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες ορίζει το Συμβούλιο, προτού εκδώσει ομολογίες και χρεόγραφα,

να καλέσει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αναθεωρήσει την πολιτική δανεισμού που ασκεί έναντι του εν λόγω κράτους μέλους,

να απαιτήσει από το εν λόγω κράτος μέλος να καταθέσει ατόκως στην Κοινότητα ποσό κατάλληλου ύψους, έως ότου, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα,

να επιβάλει πρόστιμα εύλογου ύψους.

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει.

12.    Το Συμβούλιο καταργεί ορισμένες ή όλες τις αποφάσεις του που αναφέρονται στις παραγράφους 6 έως 9 και στην παράγραφο 11, εφόσον, κατά τη γνώμη του, έχει διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος. Εάν το Συμβούλιο έχει προηγουμένως ανακοινώσει δημοσία συστάσεις, τότε, μόλις καταργηθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 8, προβαίνει σε δημόσια δήλωση περί του ότι δεν υφίσταται πλέον υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος.

13.    Το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις, που αναφέρονται στις παραγράφους 7 έως 9 και στις παραγράφους 11 και 12, μετά από σύσταση της Επιτροπής και με πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων των μελών του, οι οποίες σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 205 παράγραφος 2, εκτός των ψήφων του αντιπροσώπου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

14.    Περαιτέρω διατάξεις για την εφαρμογή της διαδικασίας του παρόντος άρθρου προβλέπονται στο πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στην παρούσα Συνθήκη.

Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την ΕΚΤ, θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις που θα αντικαταστήσουν το εν λόγω πρωτόκολλο.

[…]»

3
Σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφοι 9 και 13, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 122, παράγραφοι 3 και 5, ΕΚ, οσάκις το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 9, τα δικαιώματα ψήφου των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα αναστέλλονται.

4
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο ψήφισμά του για το σύμφωνο σταθερότητας και αναπτύξεως, το οποίο εξέδωσε στο Άμστερνταμ στις 17 Ιουνίου 1997 (ΕΕ C 236, σ. 1, στο εξής: ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997), αφού υπενθύμισε ότι έχει αποφασιστική σημασία η εξασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενώσεως (στο εξής: ΟΝΕ), θέσπισε κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες απηύθυνε στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

5
Ως κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν το Συμβούλιο, το εν λόγω ψήφισμα προβλέπει ότι το Συμβούλιο:

«1.
δεσμεύεται να εφαρμόσει αυστηρώς και εγκαίρως όλα τα στοιχεία του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης για τα οποία είναι αρμόδιο· λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις βάσει του άρθρου 103 και του άρθρου 104 […] το ταχύτερο δυνατόν,

[…]

3.
καλείται πάντοτε να επιβάλει κυρώσεις εάν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δεν λάβει τα αναγκαία μέτρα για να τερματίσει την κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος, όπως του έχει συστήσει το Συμβούλιο,

[…]

6.
καλείται να αιτιολογεί πάντοτε γραπτώς την απόφαση να μην αναλάβει δράση, εάν σε οιοδήποτε στάδιο των διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος ή εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης δεν ενήργησε κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής και, στην περίπτωση αυτή, να δημοσιοποιεί την ψήφο κάθε κράτους μέλους.»

6
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, σ. 6), ορίζει, στα τμήματά του 2 και 3, τα εξής:

«Τμήμα 2

Επιτάχυνση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος

Άρθρο 3

[…]

3.       Το Συμβούλιο αποφασίζει εάν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 6, εντός τριών μηνών από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 3605/93. Εάν αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 6, ότι πράγματι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, το Συμβούλιο απευθύνει ταυτόχρονα και συστάσεις στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 7.

4.      Στις συστάσεις που απευθύνει σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 7, το Συμβούλιο θέτει μέγιστη προθεσμία τεσσάρων μηνών προκειμένου το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει αποτελεσματικά μέτρα. Το Συμβούλιο θέτει επίσης προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η οποία λήγει εντός του έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο εντοπίστηκε το υπερβολικό έλλειμμα, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.

Άρθρο 4

1.      Η απόφαση του Συμβουλίου να ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του, όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 8, λαμβάνεται αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 3, παράγραφος 4, του παρόντος κανονισμού.

[…]

Άρθρο 5

Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος, σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 9, λαμβάνεται εντός μηνός από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 8.

Άρθρο 6

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 104 […], παράγραφος 11, το Συμβούλιο αποφασίζει την επιβολή κυρώσεων βάσει του άρθρου 104 […], παράγραφος 11. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται το αργότερο εντός δύο μηνών από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 104 […], παράγραφος 9.

Άρθρο 7

Εάν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δεν ενεργήσει σύμφωνα με τις διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 104 […], παράγραφοι 7 και 9, η απόφαση του Συμβουλίου περί επιβολής κυρώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 104 […], λαμβάνεται εντός δεκαμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 3605/93 τις οποίες αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση εσκεμμένου ελλείμματος που κρίνεται υπερβολικό από το Συμβούλιο, εφαρμόζεται [ταχεία] διαδικασία.

[…]

Τμήμα 3

Αναστολή της διαδικασίας και έλεγχος

Άρθρο 9

1.       Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος αναστέλλεται:

εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με τις συστάσεις βάσει του άρθρου 104 […], παράγραφος 7,

εάν το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με την ειδοποίηση βάσει του άρθρου 104 […], παράγραφος 9.

2.      Το διάστημα κατά το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία δεν συμπεριλαμβάνεται στους δέκα μήνες που αναφέρονται στο άρθρο 7, ούτε στους δύο μήνες που αναφέρονται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

[…]»


Το πραγματικό πλαίσιο

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 6 και 7, ΕΚ

7
Μια διαδικασία λόγω υπερβολικού ελλείμματος κινήθηκε κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου του 2002. Με την απόφαση 2003/89/ΕΚ, της 21ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία – Εφαρμογή του άρθρου 104, παράγραφος 6, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 34, σ. 16), το Συμβούλιο, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, αποφάνθηκε ότι υφίστατο υπερβολικό έλλειμμα στο κράτος μέλος αυτό. Σύμφωνα με τα άρθρα 104, παράγραφος 7, ΕΚ και 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1467/97, συνέστησε στη Γερμανική Κυβέρνηση να εξαλείψει το έλλειμμα αυτό το συντομότερο δυνατόν, εφαρμόζοντας διάφορα μέτρα. Όρισε την 21η Μαΐου 2003 ως ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη λήψη των συσταθέντων μέτρων. Δεδομένου ότι θεωρήθηκε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έλαβε αποτελεσματικά μέτρα μέχρι την ημερομηνία εκείνη, η κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία ανεστάλη σιωπηρώς.

8
Μια διαδικασία λόγω υπερβολικού ελλείμματος κινήθηκε κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 2003. Με την απόφαση 2003/487/ΕΚ, της 3ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γαλλία – Εφαρμογή του άρθρου 104, παράγραφος 6, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 165, σ. 29), το Συμβούλιο, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, αποφάνθηκε ότι υφίστατο υπερβολικό έλλειμμα στο κράτος μέλος αυτό. Σύμφωνα με τα άρθρα 104, παράγραφος 7, ΕΚ και 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1467/97, συνέστησε στη Γαλλική Κυβέρνηση να εξαλείψει το έλλειμμα αυτό το συντομότερο δυνατόν και, το αργότερο, κατά το οικονομικό έτος 2004, μέσω διαφόρων μέτρων. Έταξε προθεσμία μέχρι τις 3 Οκτωβρίου 2003 για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων.

Οι συστάσεις της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ

9
Στις 8 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε στο Συμβούλιο σύσταση περί λήψεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 8, ΕΚ, προκειμένου αυτό να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν ανέλαβε καμία αποτελεσματική δράση σε συμμόρφωση προς τη σύσταση που της απηύθυνε το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ.

10
Στις 21 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή συνέστησε στο Συμβούλιο να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, να τάξει στη Γαλλική Δημοκρατία προθεσμία για τη λήψη μέτρων προκειμένου να μειώσει το έλλειμμά της. Του συνέστησε να τάξει στο εν λόγω κράτος μέλος προθεσμία προκειμένου, ιδίως, να τεθεί τέρμα στη χαρακτηριζόμενη από υπερβολικό έλλειμμα κατάσταση έως το 2005, το αργότερο, και να πραγματοποιήσει εντός του 2004 ετήσια μείωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού του ελλείμματος ίση προς το 1 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του (στο εξής: ΑΕΠ).

11
Όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή έκρινε οριστικώς ότι τα μέτρα που ελήφθησαν σε συμμόρφωση προς τη σύσταση που της απηύθυνε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 7, ΕΚ ήσαν ακατάλληλα. Κατά συνέπεια, στις 18 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε στο Συμβούλιο σύσταση περί λήψεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 8, ΕΚ, προκειμένου αυτό να διαπιστώσει ότι τα μέτρα που έλαβε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς θεραπεία της χαρακτηριζόμενης από υπερβολικό έλλειμμα καταστάσεως αποδείχθηκαν ανεπαρκή.

12
Την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή συνέστησε στο Συμβούλιο να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, να τάξει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προθεσμία για τη λήψη μέτρων προκειμένου να μειώσει το έλλειμμά της. Του συνέστησε να τάξει στο εν λόγω κράτος μέλος προθεσμία προκειμένου, ιδίως, να τεθεί τέρμα στη χαρακτηριζόμενη από υπερβολικό έλλειμμα κατάσταση έως το 2005, το αργότερο, και να πραγματοποιήσει εντός του 2004 ετήσια μείωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού του υπολοίπου ίση προς το 0,8 % του ΑΕΠ του.

Η σύνοδος του Συμβουλίου (οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα) της 25ης Νοεμβρίου 2003

13
Κατά τη σύνοδο της 25ης Νοεμβρίου 2003, το Συμβούλιο προέβη σε ψηφοφορίες επί των συστάσεων περί λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου που του απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 8, ΕΚ όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 13, ΕΚ, στις δύο αυτές ψηφοφορίες μετέσχαν όλα τα κράτη μέλη πλην του ενδιαφερομένου. Δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία, οι αποφάσεις δεν ελήφθησαν.

14
Το Συμβούλιο προέβη επίσης σε ψηφοφορίες επί των συστάσεων της Επιτροπής περί λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου που του απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ όσον αφορά τα ίδια κράτη μέλη. Σύμφωνα με τα άρθρα 104, παράγραφος 13, ΕΚ και 122, παράγραφοι 3 και 5, ΕΚ, στις δύο αυτές ψηφοφορίες μετέσχαν μόνον τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, πλην του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία, οι αποφάσεις δεν ελήφθησαν.

15
Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο, εφαρμόζοντας τους κανόνες ψηφοφορίας που αφορούν τις αποφάσεις του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, υιοθέτησε ως προς έκαστο από τα δύο οικεία κράτη μέλη παρεμφερή κατ’ ουσίαν συμπεράσματα.

16
Στο σημείο 1 των συμπερασμάτων αυτών, το Συμβούλιο εκθέτει τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του για να αξιολογήσει τη δημοσιονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους.

17
Στο σημείο 2 των ίδιων συμπερασμάτων, το Συμβούλιο σημειώνει ότι το οικείο κράτος μέλος έλαβε πλείονα μέτρα κατόπιν της συστάσεως που του απευθύνθηκε δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ.

18
Στο σημείο 3, το Συμβούλιο «χαιρετίζει τη δημόσια δέσμευση [του οικείου κράτους μέλους] ότι θα εφαρμόσει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί η μείωση του ελλείμματος κάτω του 3 % του [ΑΕΠ] έως το 2005 το αργότερο».

19
Στο σημείο 4, το Συμβούλιο διατυπώνει συστάσεις προς το οικείο κράτος μέλος «κατόπιν της σύστασης της Επιτροπής και των δεσμεύσεων που ανέλαβε το [οικείο κράτος μέλος]». Οι συστάσεις αφορούν, μεταξύ άλλων, την ετήσια μείωση του ελλείμματος για το 2004 και το 2005 και τη συνέχιση των προσπαθειών δημοσιονομικής εξυγιάνσεως μετά το 2005. Το Συμβούλιο συνιστά επίσης στο οικείο κράτος μέλος «να θέσει τέλος στην τρέχουσα κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο μέχρι το 2005».

20
Τα σημεία 5 και 6 έχουν ως εξής:

«5.
Κατόπιν των προαναφερομένων συστάσεων και των δεσμεύσεων που ανέλαβε το [οικείο κράτος μέλος], το Συμβούλιο αποφάσισε επί του παρόντος να μην ενεργήσει βάσει της σύστασης της Επιτροπής για απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9.

6.
Το Συμβούλιο συμφωνεί να διακόψει επί του παρόντος τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για [το οικείο κράτος μέλος]. Το Συμβούλιο θα είναι έτοιμο να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, της Συνθήκης, βάσει της σύστασης της Επιτροπής, εφόσον από την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 κατωτέρω προκύψει ότι [το οικείο κράτος μέλος] δεν ενήργησε σύμφωνα προς τις δεσμεύσεις που αναφέρονται στα παρόντα συμπεράσματα.»

21
Στο σημείο 7, το Συμβούλιο καλεί το οικείο κράτος μέλος να υποβάλλει εκθέσεις, χωρίς να καθορίζει σε ποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες, και συνιστά την εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής αξιολόγηση των προόδων που πραγματοποίησε το κράτος αυτό.


Τα αιτήματα των διαδίκων

22
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει, αφενός, τις αποφάσεις του Συμβουλίου περί μη λήψεως, τυπικώς, των προβλεπομένων στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρων του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και, αφετέρου, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου κατά το μέτρο που αυτά προβλέπουν την αναστολή της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας, τη χρησιμοποίηση μέτρου μη προβλεπομένου από τη Συνθήκη και την τροποποίηση των συστάσεων που αποφασίστηκαν από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

23
Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·

επικουρικώς, να την απορρίψει·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


Επί του παραδεκτού της προσφυγής

24
Το Συμβούλιο προβάλλει το απαράδεκτο της προσφυγής της Επιτροπής, κατά το μέτρο που αυτή σκοπεί στην ακύρωση τόσο της παραλείψεως του Συμβουλίου να λάβει, τυπικώς, τα προβλεπόμενα στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρα του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ, όσο και των συμπερασμάτων του Συμβουλίου που αφορούν, αντιστοίχως, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της παραλείψεως του Συμβουλίου να λάβει, τυπικώς, τα προβλεπόμενα στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρα του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

25
Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, παραλείποντας να υιοθετήσει τις συστάσεις της Επιτροπής δεν έλαβε, έστω και σιωπηρώς, καμία απόφαση δεκτική προσφυγής. Υπενθυμίζει ότι, κατά τη Συνθήκη, η διαδικασία για να υποχρεωθεί ένα κοινοτικό όργανο να ενεργήσει είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 232 ΕΚ προσφυγή κατά παραλείψεως. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το Συμβούλιο, παραλείποντας να αποφανθεί, παραβίασε τη Συνθήκη. Εντούτοις, οι προϋποθέσεις ασκήσεως αυτού του ενδίκου βοηθήματος δεν πληρούνται εν προκειμένω. Πράγματι, αφενός, η Επιτροπή δεν όχλησε προηγουμένως το Συμβούλιο. Αφετέρου, το Συμβούλιο δεν είχε νομική υποχρέωση να λάβει τις αποφάσεις του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να του προσαφθεί παράλειψη, δεδομένου ότι προέβη σε ψηφοφορία επί των συστάσεων της Επιτροπής.

26
Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. Ι‑10091), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη υιοθετήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου μιας προτάσεως κανονισμού περί καθορισμού οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ που του υπέβαλε η Επιτροπή παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των ιδιωτών και συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Συναφώς, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η διαδικασία αντιντάμπινγκ, αντιθέτως προς την κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία, θίγει άμεσα ορισμένους επιχειρηματίες, ως προς τους οποίους πρέπει να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους απονέμει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση. Εξάλλου, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο δεν δικαιούται πλέον να υιοθετήσει την πρόταση της Επιτροπής μετά την εκπνοή της προβλεφθείσας προς τούτο προθεσμίας. Τούτο δεν ισχύει ως προς τις συστάσεις που απευθύνει η Επιτροπή στο Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ. Δεδομένου ότι δεν εξέπνευσε καμία δεσμευτική και απαρέγκλιτη προθεσμία, το Συμβούλιο εξακολουθεί να δικαιούται να υιοθετήσει τις εν λόγω συστάσεις και η Επιτροπή εξακολουθεί να δικαιούται είτε να ζητήσει την υιοθέτηση των συστάσεών της είτε να διατυπώσει νέες.

27
Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, στο σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 104 ΕΚ, η ψηφοφορία με την οποία το Συμβούλιο λαμβάνει θέση επί της συστάσεως της Επιτροπής που σκοπεί στην υιοθέτηση της διαπιστώσεως της παραγράφου 8 ή στην όχληση της παραγράφου 9 του ίδιου αυτού άρθρου αποτελεί εν πάση περιπτώσει απόφαση, είτε θετική, είτε αρνητική, αναλόγως του αποτελέσματος της ψηφοφορίας και, συνεπώς, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου.

28
Τέλος, το Συμβούλιο, αρνούμενο να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έλαβαν κανένα αποτελεσματικό μέτρο, αποφάσισε, αν και σιωπηρώς, ότι, αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, οι δύο αυτές χώρες έλαβαν στην πραγματικότητα αποτελεσματικά μέτρα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29
Υπενθυμᆵζεται ότι, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 13, ΕΚ, και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 122, παράγραφοι 3 και 5, ΕΚ, οσάκις το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις των παραγράφων 7 έως 9 της ίδιας αυτής διατάξεως, αποφαίνεται κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής με πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων των μελών του, οι οποίες σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 205, παράγραφος 2, ΕΚ, εκτός των ψήφων του αντιπροσώπου του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

30
Επομένως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 104, παράγραφος 8, ΕΚ απόφαση του Συμβουλίου να δημοσιοποιεί τις συστάσεις του οσάκις διαπιστώνει ότι δεν ανελήφθη αποτελεσματική δράση σε συμμόρφωση προς αυτές υφίσταται μόνον αν έχει ληφθεί με την πλειοψηφία που υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Το ίδιο ισχύει για την προβλεπόμενη στο άρθρο 104, παράγραφος 9, ΕΚ απόφαση του Συμβουλίου να οχλήσει το κράτος μέλος προκειμένου να λάβει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος την οποία το Συμβούλιο κρίνει αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η χαρακτηριζόμενη από υπερβολικό έλλειμμα κατάσταση.

31
Έτσι, οσάκις η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο να λάβει αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη πλειοψηφία στο πλαίσιο του Συμβουλίου, ουδεμία απόφαση λαμβάνεται υπό την έννοια των διατάξεων αυτών.

32
Εξάλλου, δεν υπάρχει διάταξη του κοινοτικού δικαίου ορίζουσα προθεσμία κατά την εκπνοή της οποίας να θεωρείται ότι ελήφθη σιωπηρώς απόφαση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και καθορίζουσα το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής.

33
Μολονότι είναι αληθές, όπως προκύπτει από τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1467/97, ότι η σοβαρότητα ενός υπερβολικού ελλείμματος κατά το τρίτο στάδιο επιβάλλει επείγουσα δράση από όλους τους ενδιαφερομένους και ότι ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται, γεγονός παραμένει ότι η εκπνοή των προθεσμιών αυτών δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να εκδώσει τις πράξεις που συνιστά η Επιτροπή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1467/97, οι προθεσμίες που καθορίζει ο κανονισμός αυτός σκοπούν στην εξασφάλιση της ταχείας και αποτελεσματικής εφαρμογής της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας. Συνεπώς, θα αντέβαινε στον σκοπό αυτόν το να επιφέρει η εκπνοή των προθεσμιών αυτών την εκ μέρους του Συμβουλίου απώλεια της εξουσίας να εκδώσει τις πράξεις που συνέστησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Τούτο θα απαιτούσε, ενδεχομένως, την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας.

34
Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η παράλειψη του Συμβουλίου να εκδώσει τις πράξεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ και τις οποίες συνέστησε η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται την έκδοση πράξεων δυναμένων να προσβληθούν, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

35
Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση παραλείψεως του Συμβουλίου να λάβει, τυπικώς, τα προβλεπόμενα στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρα του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει το ένδικο βοήθημα του άρθρου 232 ΕΚ, τηρώντας τις προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο αυτό.

36
Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή, κατά το μέτρο που σκοπεί στην ακύρωση της παραλείψεως του Συμβουλίου να λάβει, τυπικώς, τα προβλεπόμενα στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρα του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ είναι απαράδεκτη.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως των συμπερασμάτων του Συμβουλίου που αφορούν, αντιστοίχως, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

37
Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι τα συμπεράσματά του αποτελούν κείμενα πολιτικής φύσεως και όχι πράξεις παράγουσες έννομα αποτελέσματα. Τα συμπεράσματα αυτά ουδόλως θίγουν τις προνομίες της Επιτροπής. Έχουν ως μοναδικό σκοπό και ως μοναδικό αποτέλεσμα τη διαπίστωση της καταστάσεως των εκκρεμών διαδικασιών που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος, κατόπιν της εξετάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου και της μη υιοθετήσεως εκ μέρους του των συστάσεων της Επιτροπής.

38
Η αναστολή των κινηθεισών λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασιών κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας ουδόλως προκύπτει από τα συμπεράσματα καθεαυτά. Η αναστολή αυτή αποτελεί αυτόματη συνέπεια του ότι το Συμβούλιο δεν υιοθέτησε τις συστάσεις της Επιτροπής, χωρίς να χρειαστεί να λάβει, προς τούτο, ρητή και νομικώς δεσμευτική απόφαση.

39
Συναφώς, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι μόνον το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1467/97 προβλέπει αναστολή της κινηθείσας υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς την αναστολή σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς να διαλαμβάνει υπό ποιες άλλες συνθήκες είναι δυνατή ή απαγορεύεται η αναστολή και χωρίς να καθορίζει κανένα μηχανισμό διαπιστώσεως ή κηρύξεως της αναστολής της διαδικασίας. Η αναστολή μιας εκκρεμούς διαδικασίας είναι σιωπηρή. Προκύπτει από την εκπνοή της προθεσμίας την οποία τάσσει μια πράξη εκδοθείσα βάσει του άρθρου 104, παράγραφοι 7 ή 9, ΕΚ.

40
Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το Συμβούλιο προέβλεψε αυτή την αναστολή ρητώς στα πολιτικά του συμπεράσματα ουδόλως μεταβάλλει το ότι αυτά δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Συνεπώς, η ενδεχόμενη ακύρωσή τους δεν μεταβάλλει την πραγματική ή τη νομική κατάσταση των εκκρεμών διαδικασιών που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος.

41
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν η αναστολή των εκκρεμών διαδικασιών αυτών κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποτελούσε την αυτόματη συνέπεια της μη λήψεως των αποφάσεων τη λήψη των οποίων συνέστησε η Επιτροπή, το Συμβούλιο θα μπορούσε να περιοριστεί στη διαπίστωση της αναστολής αυτής, χωρίς να την αποφασίσει επισήμως συνοδεύοντάς τη με νέες συστάσεις.

42
Στην πραγματικότητα, η αναστολή της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας είναι δυνατή μόνο στις δύο περιπτώσεις που καθορίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1467/97. Επομένως, κατά το μέτρο που το Συμβούλιο αρνήθηκε να διαπιστώσει ότι τα οικεία κράτη μέλη δεν είχαν λάβει αποτελεσματικά μέτρα, αποφασίζοντας έτσι ότι είχαν τηρήσει τις συστάσεις που διατυπώθηκαν δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, μπορούσε να αναστείλει τις εκκρεμείς διαδικασίες που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος μόνο με αποφάσεις ληφθείσες σύμφωνα με τους κανόνες διαδικασίας και ψηφοφορίας που έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής διατάξεως. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα συμπεράσματα του Συμβουλίου υιοθετήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες διαδικασίας και ψηφοφορίας που έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ.

43
Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου αποτελούν πράξεις sui generis που έχουν ως κύριο έννομο αποτέλεσμα την απαλλαγή του Συμβουλίου και των οικείων κρατών μελών από το δεσμευτικό νομικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώνουν το άρθρο 104 ΕΚ και ο κανονισμός 1467/97, αντικαθιστώντας το με νέες κατευθυντήριες γραμμές διέπουσες την εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ και με ένα νέο πλαίσιο ελέγχου των υπερβολικών ελλειμμάτων των οικείων κρατών μελών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44
Κατά παγία νομολογία, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά όλων των μέτρων που λαμβάνουν τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως φύσεως ή μορφής, τα οποία σκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (βλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, γνωστή ως «AETR», Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψη 42, και της 2ας Μαρτίου 1994, C-316/91, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-625, σκέψη 8).

45
Εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σκοπούν στην παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων.

46
Στο σημείο 6 των συμπερασμάτων αυτών, το Συμβούλιο ορίζει ότι αποφασίζει να διακόψει προς το παρόν τις κινηθείσες λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίες και δηλώνει ότι είναι έτοιμο να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, αν προκύψει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε και μνεία των οποίων γίνεται στα εν λόγω συμπεράσματα.

47
Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, κατά το μέτρο που οι αποφάσεις περί αναστολής των εκκρεμών διαδικασιών που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος εξαρτώνται από την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα οικεία κράτη μέλη, δεν περιορίζονται, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από το Συμβούλιο, στην επιβεβαίωση μιας εν τοις πράγμασι αναστολής απορρέουσας από την παράλειψη εκδόσεως των πράξεων που συνέστησε η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ

48
Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι οι επίμαχες δεσμεύσεις είναι μονομερείς δεσμεύσεις, τις οποίες ανέλαβαν τα δύο οικεία κράτη μέλη εκτός του πλαισίου των συστάσεων που είχαν αποφασισθεί προηγουμένως δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ. Έτσι, το Συμβούλιο εξαρτά μια ενδεχόμενη απόφαση ληφθησόμενη δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ από μια εκτίμηση η οποία δεν θα έχει πλέον ως παράμετρο αναφοράς το περιεχόμενο των συστάσεων που διατυπώθηκαν δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, αλλά τις μονομερείς δεσμεύσεις του οικείου κράτους μέλους.

49
Επιβάλλεται, τέλος, η διαπίστωση ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, το Συμβούλιο τροποποιεί επίσης εν τοις πράγμασι τις προηγουμένως διατυπωθείσες δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ συστάσεις, ιδίως κατά το μέτρο που, με τα ίδια συμπεράσματα, μεταθέτει την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το ανώτατο όριο του 3 % του ΑΕΠ και τροποποιεί, κατά συνέπεια, τη σπουδαιότητα των ζητηθέντων μέτρων εξυγιάνσεως.

50
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, τουλάχιστον κατά το μέτρο που αναστέλλουν τις εκκρεμείς διαδικασίες που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος και τροποποιούν εν τοις πράγμασι τις προηγουμένως διατυπωθείσες δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ συστάσεις του Συμβουλίου.

51
Επομένως η προσφυγή, κατά το μέτρο που στρέφεται κατά των συμπερασμάτων αυτών, είναι παραδεκτή.


Επί της ουσίας

52
Η Επιτροπή ζητεί την ακύρωση των συμπερασμάτων του Συμβουλίου όσον αφορά έκαστο των οικείων κρατών μελών, κατά το μέτρο που αυτά προβλέπουν την αναστολή της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας, τη χρησιμοποίηση μέτρου μη προβλεπομένου από τη Συνθήκη και την τροποποίηση των συστάσεων που αποφασίστηκαν από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

53
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, αφού του απευθύνθηκαν συστάσεις περί λήψεως αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ, υιοθέτησε «συμπεράσματα», πράξη μη προβλεπόμενη από τη Συνθήκη και, ειδικότερα, από το άρθρο 104 ΕΚ. Κατ’ αυτήν, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να θεσπίσει άλλα νομοθετήματα πλην των προβλεπομένων από τη διάταξη αυτή, δηλαδή αποφάσεις, οι οποίες αποτελούν δεσμευτικές πράξεις. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε κατά μείζονα λόγο να θεσπίσει άλλα νομοθετήματα διότι τα συμπεράσματα αυτά περιέχουν στοιχεία αποφάσεως, όπως είναι η αναστολή των διαδικασιών και οι συστάσεις προς τα οικεία κράτη μέλη.

54
Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου, κατά το μέτρο που αναστέλλουν την κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία, υιοθετήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1467/97, δυνάμει του οποίου η διαδικασία αυτή αναστέλλεται εάν το οικείο κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου που διατυπώθηκαν δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ. Πράγματι, από τις αποφάσεις περί αναστολής δεν προκύπτει ότι επληρούτο η προϋπόθεση αυτή. Αντιθέτως μάλιστα, από τα συμπεράσματα του Συμβουλίου προκύπτει ότι αυτό συμμεριζόταν την ανάλυση της Επιτροπής, η οποία κατέληξε κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση αυτή δεν επληρούτο. Εξάλλου, οι αποφάσεις περί αναστολής δεν ελήφθησαν σύμφωνα με τους κανόνες ψηφοφορίας του άρθρου 104, παράγραφος 13, ΕΚ, δεδομένου ότι ελήφθησαν από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ πλην του ενδιαφερομένου και όχι απ’ όλα τα κράτη μέλη πλην του ενδιαφερομένου. Κατά το μέτρο που μια ενδεχόμενη αναστολή μπορούσε να αποφασισθεί νομίμως μόνο στο στάδιο του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, οι κανόνες ψηφοφορίας έπρεπε να είναι, λόγω του παραλλήλου των τύπων, οι εφαρμοστέοι στο στάδιο αυτό.

55
Δεδομένου ότι πρόκειται για αποφάσεις περί τροποποιήσεως των συστάσεων που αποφάσισε το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το βάσιμό τους από οικονομικής απόψεως, ιδίως όσον αφορά την παράταση της προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να εξαλειφθούν τα υπερβολικά ελλείμματα. Ωστόσο, εκτιμά ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να διατυπώσει, χωρίς να τηρήσει τις διαδικασίες που προβλέπει η Συνθήκη, συστάσεις αντίθετες προς τις προηγούμενες.

56
Το Συμβούλιο υπενθυμίζει τις παρατηρήσεις τις οποίες διατύπωσε, στο πλαίσιο της ενστάσεώς του απαραδέκτου, όσον αφορά την πολιτική και όχι νομική φύση των συμπερασμάτων του και ειδικότερα την παρατήρησή του ότι η αναστολή των εκκρεμών διαδικασιών αποτελούσε αυτόματη συνέπεια της παραλείψεως εκδόσεως των πράξεων που συνέστησε η Επιτροπή.

57
Κατά το Συμβούλιο, η ενδεχόμενη ακύρωση των συμπερασμάτων του δεν μεταβάλλει την πραγματική ή τη νομική κατάσταση των εκκρεμών διαδικασιών που κινήθηκαν λόγω υπερβολικού ελλείμματος. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη διαπίστωση, την οποία δέχεται η Επιτροπή, ότι οι διαδικασίες αυτές δεν περατώνονται και ότι η Επιτροπή παραμένει ελεύθερη, ανά πάσα στιγμή, ασκώντας το δικαίωμά της αναλήψεως πρωτοβουλίας, να απευθύνει στο Συμβούλιο συστάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, 8 ή 9, ΕΚ, αναλόγως της αναλύσεως της καταστάσεως στην οποία θα προβεί τότε.

58
Εξάλλου, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι συστάσεις τις οποίες είχε προηγουμένως διατυπώσει δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ κατέστησαν, τουλάχιστον εν μέρει, κενές περιεχομένου. Ξεπεράστηκαν από την εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεως. Διάφοροι παράγοντες, ιδίως μια εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεως λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τις διαθέσιμες προβλέψεις κατά την υιοθέτηση των συστάσεων, οδήγησαν στην αδυναμία των οικείων κρατών μελών να διορθώσουν τα ελλείμματά τους εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

59
Μια εναλλακτική προσέγγιση θα συνίστατο στην εκ μέρους του Συμβουλίου διατύπωση νέων συστάσεων δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ. Εντούτοις, μια τέτοια λύση θα ήταν αδύνατη, δεδομένου ότι η Επιτροπή αποφάσισε να μην απευθύνει στο Συμβούλιο νέες συστάσεις βασιζόμενες στη διάταξη αυτή.

60
Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο έκρινε σκόπιμο να υιοθετήσει τα προσβαλλόμενα συμπεράσματα τα οποία, συγχρόνως με τη διαπίστωση της εξελίξεως της οικονομικής καταστάσεως καθώς και των μέτρων που έλαβε έκαστο από τα δύο οικεία κράτη μέλη και των δεσμεύσεων που ανέλαβε, τους υποδείκνυαν τι έπρεπε, κατά την άποψη του Συμβουλίου, να πράξουν για να θεραπεύσουν την κατάστασή τους που χαρακτηριζόταν από υπερβολικό έλλειμμα.

61
Η προσέγγιση αυτή παρουσίαζε πλείονα πλεονεκτήματα:

τη διευκρίνιση του ότι οι κινηθείσες λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίες δεν είχαν περατωθεί, αλλ’ απλώς ανασταλεί κατόπιν της μη λήψεως των αποφάσεων που συνέστησε η Επιτροπή·

τη σημείωση των μέτρων τα οποία δεσμεύονταν να λάβουν η Γαλλική Δημοκρατία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και των σκοπών που δεσμεύονταν να επιτύχουν·

την εκ νέου επιβεβαίωση της βουλήσεως του Συμβουλίου να ενεργήσει στο μέλλον στο πλαίσιο του άρθρου 104, παράγραφος 9, ユΚ, σε περίπτωση που τα οικεία κράτη μέλη δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους·

τη διασαφήνιση της προσηλώσεως του Συμβουλίου στις αρχές και στους κανόνες του συμφώνου σταθερότητας και αναπτύξεως.

62
Με την προσέγγιση αυτή, μετά τη μη λήψη των αποφάσεων που συνέστησε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ, αποφεύχθηκε η σιγή του Συμβουλίου, η οποία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη σοβαρότητα του συμφώνου σταθερότητας και αναπτύξεως, και οι επιχειρηματίες καθώς και οι αγορές συναλλάγματος δεν παρέμειναν σε κατάσταση αβεβαιότητας, η οποία θα είχε ολέθριες συνέπειες.

63
Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η Συνθήκη δεν περιέχει καμία διάταξη απαγορεύουσα αυτόν τον τρόπο ενεργείας.

64
Προσθέτει ότι οι συστάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, οι οποίες διατυπώθηκαν, αντιστοίχως, στις 21 Ιανουαρίου 2003 ως προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στις 3 Ιουνίου 2003 ως προς τη Γαλλική Δημοκρατία, εξακολουθούν να ισχύουν.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65
Παρατηρείται ότι, κατ’ ουσίαν, παρά τη διατύπωση του δικογράφου της προσφυγής της, η Επιτροπή ζητεί την ακύρωση των συμπερασμάτων του Συμβουλίου μόνον κατά το μέτρο που αυτά περιέχουν απόφαση περί αναστολής της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας και απόφαση τροποποιούσα τις συστάσεις που είχαν προηγουμένως απευθυνθεί στο οικείο κράτος μέλος.

66
Το τυπικό αίτημά της περί ακυρώσεως των εν λόγω συμπερασμάτων κατά το μέτρο που συνεπάγονται τη χρησιμοποίηση μέτρου μη προβλεπομένου από τη Συνθήκη δεν αποτελεί στην πραγματικότητα αυτοτελές αίτημα, αλλά μάλλον επιχειρηματολογία διατυπωθείσα προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως του οποίου γίνεται μνεία στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

67
Το αίτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί αφού διερευνηθεί, κατ’ αρχάς, η οικονομία της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας.

Οικονομία της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας

68
Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, η δράση των κρατών μελών και της Κοινότητας περιλαμβάνει τη θέσπιση μιας οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στον στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και, παραλλήλως, στην καθιέρωση της ΟΝΕ. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου αυτού άρθρου, η δράση αυτή συνεπάγεται την τήρηση των ακολούθων κατευθυντηρίων αρχών: σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών.

69
Το άρθρο 104, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.

70
Σκοπός της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 104, παράγραφοι 2 έως 13, ΕΚ είναι να ωθήσει και, εν ανάγκη, να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να μειώσει το ενδεχομένως διαπιστωθέν έλλειμμα.

71
Οι κανόνες που διατυπώνονται στο άρθρο 104 ΕΚ διευκρινίζονται και ενισχύονται από το σύμφωνο σταθερότητας και αναπτύξεως, το οποίο αποτελείται, κυρίως, από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 και από τον κανονισμό 1467/97.

72
Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 υπογραμμίζει ότι είναι αποφασιστικής σημασίας η διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως αυτής, καλεί επισήμως το Συμβούλιο να δεσμευθεί να εφαρμόσει αυστηρώς και ταχέως όλα τα στοιχεία του συμφώνου σταθερότητας και αναπτύξεως για τα οποία είναι αρμόδιο και να θεωρήσει τις προθεσμίες εφαρμογής της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας ως έσχατες διορίες.

73
Στην όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1467/97 διαπιστώνεται ότι, στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, απαιτείται δημοσιονομική πειθαρχία για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού επισημαίνει ότι η σοβαρότητα ενός υπερβολικού ελλείμματος στο τρίτο αυτό στάδιο επιβάλλει επείγουσα δράση από όλους τους ενδιαφερομένους.

74
Στο πλαίσιο αυτό, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σπουδαιότητα που προσδίδουν οι συντάκτες της Συνθήκης στην τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και από τον σκοπό των κανόνων που προβλέπονται για την επίτευξη της πειθαρχίας αυτής, στους εν λόγω κανόνες πρέπει να δοθεί ερμηνεία διασφαλίζουσα την πρακτική τους αποτελεσματικότητα.

75
Επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 10, ΕΚ, το δικαίωμα της Επιτροπής και των κρατών μελών να ασκούν, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 226 ΕΚ και 227 ΕΚ, προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους δεν μπορεί να ασκηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 104, παράγραφοι 1 έως 9.

76
Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, η ευθύνη για την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εκ μέρους των κρατών μελών βαρύνει κυρίως το Συμβούλιο.

77
Η κινούμενη λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία αποτελεί διαδικασία που εξελίσσεται σε πλείονα στάδια και μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφος 11, ΕΚ.

78
Το άρθρο 104 ΕΚ διευκρινίζει τις λεπτομέρειες εξελίξεως εκάστου σταδίου καθώς και τις αντίστοιχες λειτουργίες και εξουσίες των ενδιαφερομένων θεσμικών οργάνων. Ο κανονισμός 1467/97, ο οποίος εκδόθηκε ομοφώνως βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 14, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, καθορίζει ένα αυστηρό πλαίσιο προθεσμιών που πρέπει να τηρούνται κατά την εξέλιξη της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας ούτως ώστε, σύμφωνα με τη δωδέκατη αιτιολογική του σκέψη, να εξασφαλισθεί η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή της. Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει στο άρθρο του 9 την αναστολή της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας οσάκις το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις συστάσεις ή την όχληση που του έχουν απευθυνθεί κατ’ εφαρμογήν, αντιστοίχως, των παραγράφων 7 και 9 του άρθρου 104 ΕΚ. Προβλέπει επίσης, στο άρθρο του 10, τον έλεγχο της εκτελέσεως των μέτρων που λαμβάνει το οικείο κράτος μέλος.

79
Σε καθένα από τα στάδια της διαδικασίας το οποίο προϋποθέτει την υποβολή της υποθέσεως στην κρίση του Συμβουλίου αντιστοιχεί μια πράξη, την έκδοση της οποίας εκ μέρους του Συμβουλίου ζητεί η Επιτροπή. Κάθε στάδιο προϋποθέτει ότι το Συμβούλιο εξετάζει αν το κράτος μέλος τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 104 ΕΚ και, ιδίως, τις απορρέουσες από συστάσεις που διατύπωσε και αποφάσεις που έλαβε προηγουμένως το Συμβούλιο.

80
Όπως δέχεται η Επιτροπή, το Συμβούλιο διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως. Όταν του απευθύνονται συστάσεις της Επιτροπής και όχι προτάσεις, υπό την έννοια του άρθρου 250 ΕΚ, μπορεί, ιδίως βασιζόμενο σε διαφορετική εκτίμηση των σχετικών οικονομικών δεδομένων, των μέτρων που πρέπει να ληφθούν και του χρονοδιαγράμματος που πρέπει να τηρηθεί από το οικείο κράτος μέλος, να τροποποιεί την πράξη που συνιστά η Επιτροπή, με την απαιτούμενη για την έκδοση της πράξεως αυτής πλειοψηφία.

81
Ωστόσο, από το γράμμα και από την οικονομία του συστήματος που καθιερώνει η Συνθήκη προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 104 ΕΚ και των κανόνων που το ίδιο επέβαλε στον εαυτό του με τον κανονισμό 1467/97. Έτσι, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μια εναλλακτική διαδικασία, επί παραδείγματι για την έκδοση πράξεως η οποία δεν είναι η απόφαση καθαυτή η προβλεπόμενη σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ή η οποία εκδόθηκε υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επιβάλλουν οι εφαρμοστέες διατάξεις.

82
Υπό το πρίσμα αυτής της διαπιστώσεως πρέπει να εξετασθεί αν τα συμπεράσματα του Συμβουλίου πρέπει να ακυρωθούν κατά το μέτρο που περιέχουν απόφαση περί αναστολής της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας και απόφαση τροποποιούσα τις συστάσεις που είχε διατυπώσει προηγουμένως το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ.

Αναστολή της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας

83
Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1467/97 ορίζει ότι είναι σκόπιμο να αναστέλλεται η κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία όταν το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει κατάλληλα μέτρα συμμορφούμενο με τη σύσταση του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ ή με την όχληση του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, ώστε να παρέχεται στα κράτη μέλη κίνητρο να λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα.

84
Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1467/97 ορίζει ότι η κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία αναστέλλεται οσάκις το κράτος μέλος ενεργεί σύμφωνα με σύσταση ή με όχληση του Συμβουλίου.

85
Ούτε το άρθρο 104 ΕΚ ούτε ο κανονισμός 1467/97 προβλέπουν τη δυνατότητα να αποφασίζεται αναστολή σε άλλες περιπτώσεις.

86
Όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, μια εν τοις πράγμασι αναστολή μπορεί να απορρέει από το ότι το Συμβούλιο, στο οποίο απηύθυνε σύσταση η Επιτροπή, δεν κατόρθωσε να λάβει απόφαση, διότι δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία.

87
Εντούτοις, εν προκειμένω, τα προσβαλλόμενα συμπεράσματα ορίζουν ρητώς ότι το Συμβούλιο «συμφωνεί να διακόψει […] τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για [το οικείο κράτος μέλος]» και ότι «θα είναι έτοιμο να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, της Συνθήκης, βάσει της σύστασης της Επιτροπής, εφόσον […] προκύψει ότι [το οικείο κράτος μέλος] δεν ενήργησε σύμφωνα προς τις δεσμεύσεις που αναφέρονται στα παρόντα συμπεράσματα».

88
Προβλέποντας τα ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν περιορίζεται να διαπιστώσει μια εν τοις πράγμασι αναστολή της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας, απορρέουσα από την αδυναμία λήψεως μιας αποφάσεως την οποία συνέστησε η Επιτροπή, αδυναμία δυνάμενη να θεραπευθεί ανά πάσα στιγμή. Κατά το μέτρο που τα συμπεράσματα του Συμβουλίου εξαρτούν την αναστολή από την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους τήρηση των δεσμεύσεών του, περιορίζουν την εξουσία του Συμβουλίου να προβεί σε όχληση δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ βάσει της προηγούμενης συστάσεως της Επιτροπής, για όσο χρόνο θεωρείται ότι τηρούνται οι δεσμεύσεις. Κατά τον τρόπο αυτόν, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου προβλέπουν, επιπλέον, ότι η εκτίμηση του Συμβουλίου προκειμένου να ληφθεί απόφαση περί οχλήσεως, δηλαδή προκειμένου να συνεχιστεί η κινηθείσα λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασία, δεν θα έχει πλέον ως παράμετρο αναφοράς το περιεχόμενο των συστάσεων που ήδη απευθύνθηκαν δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ προς το οικείο κράτος μέλος, αλλά των μονομερών δεσμεύσεων αυτού.

89
Μια τέτοια απόφαση περί αναστολής παραβιάζει τα άρθρα 104 ΕΚ και 9 του κανονισμού 1467/97.

90
Πρέπει να προστεθεί ότι το Δικαστήριο, δεχόμενο ότι μια εν τοις πράγμασι αναστολή μπορεί να προκύψει απλώς και μόνον από το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν κατορθώνει να λάβει μια απόφαση την οποία συνέστησε η Επιτροπή, δεν λαμβάνει θέση επί του ζητήματος αν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, το Συμβούλιο θα ήταν δυνατό να υποχρεωθεί να λάβει απόφαση οσάκις το κράτος μέλος εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται προς τις συστάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, ζήτημα επί του οποίου δεν καλείται να απαντήσει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Τροποποίηση των συστάσεων που διατύπωσε το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ

91
Σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 13, ΕΚ, συστάσεις δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ μπορούν να διατυπωθούν μόνον κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής. Όπως έχει υπομνησθεί, το Συμβούλιο διαθέτει την εξουσία λήψεως αποφάσεως διαφορετικής από αυτήν που συνέστησε η Επιτροπή.

92
Ωστόσο, οσάκις διατυπώνει συστάσεις δυνάμει του 104, παράγραφος 7, ΕΚ, δεν μπορεί να τις τροποποιεί εκ των υστέρων χωρίς νέα σύσταση της Επιτροπής, δεδομένου ότι αυτή έχει δικαίωμα αναλήψεως πρωτοβουλίας στο πλαίσιο της κινούμενης λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας, όπως αναγνωρίζει το Συμβούλιο.

93
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο απηύθυνε τέτοιες συστάσεις προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 21 Ιανουαρίου 2003 και προς τη Γαλλική Δημοκρατία στις 3 Ιουνίου 2003.

94
Της υιοθετήσεως των συμπερασμάτων του Συμβουλίου δεν προηγήθηκε η διατύπωση συστάσεων της Επιτροπής με σκοπό τη διατύπωση, βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, συστάσεων του Συμβουλίου διαφορετικών από τις προηγούμενες.

95
Επιπλέον, οι συστάσεις που περιέχουν τα συμπεράσματα αυτά του Συμβουλίου δεν διατυπώθηκαν σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται για την ψηφοφορία επί των συστάσεων του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ, αλλά σύμφωνα με τις προβλεπόμενες για την ψηφοφορία προς λήψη αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 9, ΕΚ, δηλαδή με τη συμμετοχή στην ψηφοφορία μόνον των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ.

96
Συνεπώς, η απόφαση περί διατυπώσεως των συστάσεων αυτών του Συμβουλίου, η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 104, παράγραφοι 7 και 13, ΕΚ, είναι παράνομη.

97
Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου που υιοθετήθηκαν αντιστοίχως, ως προς τη Γαλλική Δημοκρατία και ως προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να ακυρωθούν κατά το μέτρο που περιέχουν απόφαση περί αναστολής της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας και απόφαση τροποποιούσα τις συστάσεις που είχε διατυπώσει προηγουμένως το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ.


Επί των δικαστικών εξόδων

98
Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Δεδομένου ότι οι διάδικοι ηττήθηκαν μερικώς, πρέπει να αποφασισθεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)
Η προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά το μέτρο που σκοπεί στην ακύρωση της παραλείψεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να λάβει, τυπικώς, τα προβλεπόμενα στις συστάσεις της Επιτροπής μέτρα του άρθρου 104, παράγραφοι 8 και 9, ΕΚ είναι απαράδεκτη.

2)
Ακυρώνει τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 που υιοθετήθηκαν ως προς τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά το μέτρο που περιέχουν απόφαση περί αναστολής της κινηθείσας λόγω υπερβολικού ελλείμματος διαδικασίας και απόφαση τροποποιούσα τις συστάσεις που είχε διατυπώσει προηγουμένως το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104, παράγραφος 7, ΕΚ.

3)
Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Σκουρής

Jann

Timmermans

Rosas

Gulmann

Puissochet

Cunha Rodrigues

Schintgen

Macken

Colneric

von Bahr

Silva de Lapuerta

Lenaerts

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2004.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top